Language of document :

Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε η Komisia za zashtita ot diskriminatsia (Βουλγαρία) στις 25 Ιουλίου 2011 - Valeri Hariev Belov κατά ChEZ Elektro Balgaria АD, ChEZ Raspredelenie Balgaria АD, Darzhavna Komisia po energiyno i vodno regulirane

(Υπόθεση C-394/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Komisia za zashtita ot diskriminatsia

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Valeri Hariev Belov

Καθών: ChEZ Elektro Balgaria АD, ChEZ Raspredelenie Balgaria АD, Darzhavna Komisia po energiyno i vodno regulirane

Προδικαστικά ερωτήματα

Ερώτημα 1: Εμπίπτει η υπό εξέταση περίπτωση στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής 1 (εν προκειμένω, σε σχέση με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο η΄);

Ερώτημα 2: Ποια είναι η έννοια της φράσης "λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση" στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/43 και της φράσης "μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση" στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/43:

2.1    Πρέπει, για να μπορεί μια λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση να χαρακτηριστεί ως άμεση διάκριση, να είναι η μεταχείριση αυτή οπωσδήποτε δυσμενέστερη και να θίγει, άμεσα ή έμμεσα, δικαιώματα ή συμφέροντα που έχουν κατοχυρωθεί ρητά με νόμο ή περιλαμβάνεται επίσης κάθε μορφή συμπεριφοράς (σχέσης), υπό ευρύτερη έννοια, η οποία είναι λιγότερο ευνοϊκή σε σύγκριση με τη συμπεριφορά που επιδεικνύεται σε παρόμοια περίπτωση ;

2.2.    Πρέπει μήπως, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έμμεση διάκριση το γεγονός ότι ένα άτομο περιάγεται σε μειονεκτική θέση, να θίγονται επίσης, άμεσα ή έμμεσα, δικαιώματα ή συμφέροντα που έχουν κατοχυρωθεί ρητά με νόμο ή περιλαμβάνεται, υπό ευρύτερη έννοια, κάθε περίπτωση στην οποία ένα άτομο περιάγεται σε μειονεκτική/δυσμενή θέση;

Ερώτημα 3: Το τρίτο αυτό ερώτημα εξαρτάται από την απάντηση στο δεύτερο: Αν, για να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός μιας περίπτωσης ως άμεσης ή έμμεσης διάκρισης υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 2000/43, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή το γεγονός ότι ένα άτομο περιάγεται σε μειονεκτική θέση πρέπει να θίγει, άμεσα ή έμμεσα, δικαιώματα ή συμφέροντα που έχουν κατοχυρωθεί με νόμο,

3.1.    κατοχυρώνουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οδηγία 2006/32/ΕΚ 2 (29η αιτιολογική σκέψη, άρθρο 1, άρθρο 13, παράγραφος 1), η οδηγία 2003/54/ΕΚ 3 (άρθρο 3, παράγραφος 5) και η οδηγία 2009/72/ΕΚ 4 (άρθρο 3, παράγραφος 7) το δικαίωμα ή το συμφέρον του τελικού καταναλωτή να ελέγχει κατά τακτά διαστήματα τις ενδείξεις του μετρητή κατανάλωσης ρεύματος, του οποίου να μπορεί να γίνεται επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε υποθέσεις όπως η υπόθεση της κύριας δίκης,

και

3.2.    συμβιβάζονται με τις διατάξεις αυτές η εθνική νομοθεσία και/ή η διοικητική πρακτική που εφαρμόζεται κατόπιν άδειας της κρατικής ρυθμιστικής αρχής για την ενέργεια, οι οποίες παρέχουν στις επιχειρήσεις διανομής ενέργειας την ελευθερία να τοποθετούν τους μετρητές κατανάλωσης ρεύματος σε δυσπρόσιτα ή σε απρόσιτα σημεία, πράγμα που στερεί από τους καταναλωτές τη δυνατότητα να παρακολουθούν και να ελέγχουν προσωπικά και κατά τακτά διαστήματα τις ενδείξεις του μετρητή;

Ερώτημα 4: Το τέταρτο αυτό ερώτημα εξαρτάται από την απάντηση στο δεύτερο: Αν, για να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός μιας περίπτωσης ως άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, δεν είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να θίγεται άμεσα ή έμμεσα δικαίωμα ή συμφέρον κατοχυρωμένο με νόμο,

-    συμβιβάζεται με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 2000/43 η εθνική νομοθεσία ή η εθνική νομολογία, όπως αυτές τις οποίες αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια περίπτωση ως διάκριση, απαιτούν να θίγει, άμεσα ή έμμεσα, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή το γεγονός ότι ένα άτομο περιάγεται σε μειονεκτική θέση δικαιώματα ή συμφέροντα που έχουν κατοχυρωθεί με νόμο;

-    σε περίπτωση ασυμβιβάστου, έχει το εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση να μην τις εφαρμόζει και να προστρέχει στους ορισμούς που περιέχονται στις διατάξεις της οδηγίας;

Ερώτημα 5: Πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43;

5.1.    υπό την έννοια ότι επιβάλλει στο θύμα την υποχρέωση να αποδείξει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να μπορεί να συναχθεί σαφώς, αναμφίβολα και με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι συντρέχει άμεση ή έμμεση διάκριση ή αρκεί να τεκμαίρεται, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, η συνδρομή τέτοιας διάκρισης;

5.2.    Οδηγεί σε μετακύλιση του βάρους απόδειξης στην εναγόμενη το γεγονός ότι

α)    οι μετρητές κατανάλωσης ρεύματος έχουν τοποθετηθεί σε υπερβολικό ύψος στους στύλους της επιχείρησης διανομής ηλεκτρικής ενέργειας που βρίσκονται στις οδούς των δύο μόνο συνοικιών που είναι γνωστές στην πόλη ως "συνοικίες Ρομά", με ορισμένες γνωστές εξαιρέσεις εντός ορισμένων τμημάτων των δύο αυτών συνοικιών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο οπτικός έλεγχος των μετρητών από τους καταναλωτές, και

β)    σε όλες τις άλλες συνοικίες της πόλης οι μετρητές κατανάλωσης ρεύματος τοποθετούνται σε άλλο ύψος, που παρέχει τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου (μέχρι 1,70 m), συνήθως εντός της οικίας του καταναλωτή ή στην πρόσοψη του κτιρίου ή στην περίφραξη;

5.3.    Μήπως η μετακύλιση του βάρους απόδειξης στην εναγόμενη αποκλείεται από το γεγονός ότι

α)    στις δύο συνοικίες που είναι γνωστές στην πόλη ως "συνοικίες Ρομά" δεν ζουν μόνο Ρομά, αλλά και άτομα άλλης εθνοτικής προέλευσης, και/ή

β)    έχει σημασία ποιο ποσοστό του πληθυσμού στις δύο αυτές συνοικίες αυτοπροσδιορίζεται πράγματι ως Ρομά και/ή

γ)    η επιχείρηση διανομής ενέργειας έχει χαρακτηρίσει ως παγκοίνως γνωστούς τους λόγους για τους οποίους οι μετρητές κατανάλωσης ρεύματος στις δύο αυτές συνοικίες μεταφέρθηκαν σε αυτό το ύψος των 7 m;

Ερώτημα 6: Το έκτο αυτό ερώτημα εξαρτάται από την απάντηση στο πέμπτο:

6.1.    Αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43 ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η συνδρομή διάκρισης είναι απαραίτητο να τεκμαίρεται και αν τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά επιφέρουν τη μετακύλιση του βάρους απόδειξης στην εναγόμενη, ποια μορφή διάκρισης τεκμαίρεται με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά -άμεση διάκριση, έμμεση διάκριση και/ή παρενόχληση;

6.2.    Επιτρέπουν οι διατάξεις της οδηγίας 2000/43 να προβάλλεται ως δικαιολογητικός λόγος για την άμεση διάκριση και/ή την παρενόχληση η επιδίωξη θεμιτού στόχου με τη χρησιμοποίηση των αναγκαίων και πρόσφορων προς τούτο μέσων;

6.3.    Μπορεί το εφαρμοζόμενο στις δύο συνοικίες μέτρο να είναι δικαιολογημένο, αν ληφθούν υπόψη οι θεμιτοί στόχοι που, κατά τις επιχειρήσεις διανομής ενέργειας, επιδιώκονται με το μέτρο αυτό, εφόσον

α)    το μέτρο εφαρμόζεται λόγω της πληθώρας απλήρωτων λογαριασμών στις δύο αυτές συνοικίες και λόγω των συχνών παραβάσεων που διαπράττονται από τους καταναλωτές και βλάπτουν ή θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια, την ποιότητα και τη συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία των εγκαταστάσεων ηλεκτρικής ενέργειας

και

το μέτρο εφαρμόζεται συλλογικά, ανεξάρτητα από το αν ο συγκεκριμένος καταναλωτής εξοφλεί τους λογαριασμούς του για την παροχή και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος και ανεξάρτητα από το αν έχει αποδειχτεί ότι ο συγκεκριμένος καταναλωτής έχει διαπράξει κάποια παράβαση (ανεπίτρεπτη αλλοίωση των ενδείξεων του μετρητή κατανάλωσης ρεύματος, παράνομη σύνδεση και/ή υποκλοπή ή παράνομη κατανάλωση ρεύματος χωρίς μέτρηση και χωρίς πληρωμή ή οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση στο δίκτυο που βλάπτει ή θέτει σε κίνδυνο την ασφαλή, ποιοτική, συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία του);

β)    για κάθε παρόμοια παράβαση προβλέπεται από τη νομοθεσία και τους γενικούς όρους της σύμβασης διανομής ηλεκτρικής ενέργειας η γένεση αστικής, διοικητικής και ποινικής ευθύνης;

γ)    η ρήτρα που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 2, των γενικών όρων της σύμβασης διανομής -ότι η επιχείρηση διανομής εξασφαλίζει, όταν ο καταναλωτής της το ζητήσει ρητά εγγράφως, τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου των ενδείξεων του μετρητή κατανάλωσης ρεύματος- δεν παρέχει στον καταναλωτή, στην πράξη, τη δυνατότητα να ελέγχει προσωπικά και κατά τακτά διαστήματα τις ενδείξεις που τον αφορούν;

δ)    υπάρχει η δυνατότητα εγκατάστασης στην οικία του καταναλωτή, κατόπιν έγγραφης υποβολής ρητής αίτησής του, συσκευής ελέγχου του μετρητή κατανάλωσης, αλλά ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλλει τέλος για την εγκατάσταση αυτή;

ε)    το μέτρο αποτελεί ιδιόμορφη και προφανή ένδειξη για το ότι ο καταναλωτής, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν είναι τίμιος, με δεδομένο τον ισχυρισμό της επιχείρησης διανομής ενέργειας ότι οι λόγοι για την εφαρμογή του μέτρου είναι παγκοίνως γνωστοί;

στ)    υπάρχουν και άλλες τεχνικές μέθοδοι και άλλα τεχνικά μέσα για την προστασία των μετρητών κατανάλωσης ρεύματος από επεμβάσεις;

ζ)    ο δικαστικός πληρεξούσιος της επιχείρησης διανομής ενέργειας εξέθεσε ότι το παρόμοιο μέτρο που εφαρμόστηκε σε μια συνοικία Ρομά άλλης πόλης δεν κατέστησε δυνατή, στην πράξη, την αποφυγή επεμβάσεων στους μετρητές;

η)    δεν αναμένεται ότι στην ηλεκτρική εγκατάσταση στη συνοικία αυτή, δηλαδή σε έναν υποσταθμό μετασχηματισμού τάσης, θα πρέπει να εφαρμοστούν παρόμοια μέτρα ασφάλειας όπως για τους μετρητές κατανάλωσης ρεύματος;

____________

1 - Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180, σ. 22).

2 - Οδηγία 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 114, σ. 64).

3 - Οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 37).

4 - Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211, σ. 55).