Language of document : ECLI:EU:T:2013:130

Υπόθεση T‑588/08

Dole Food Company, Inc.
και Dole Germany OHG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά της μπανάνας — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Έννοια του όρου “εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού” — Σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων — Σοβαρότητα της παραβάσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 14ης Μαρτίου 2013

1.      Ένδικη διαδικασία — Προσκόμιση αποδείξεων — Προθεσμία — Εκπρόθεσμη πρόταση αποδεικτικών μέσων — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 1)

2.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση εκάστης επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά — Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών — Τεκμήριο — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Απουσία άμεσης συνάφειας μεταξύ εναρμονισμένης πρακτικής και λιανικής τιμής — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Επαρκής διαπίστωση — Απουσία επιπτώσεων για τον ανταγωνισμό στην αγορά — Δεν ασκεί επιρροή — Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εξ αντικειμένου και παραβάσεων εκ του αποτελέσματος — Πρόθεση των συμβαλλομένων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό — Μη απαραίτητο κριτήριο — Συνεκτίμηση της προθέσεως αυτής από την Επιτροπή ή τον δικαστή της Ένωσης — Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Αποδεικτική αξία οικειοθελών δηλώσεων στις οποίες προβαίνουν οι κύριοι μετέχοντες σε σύμπραξη, με σκοπό να επωφεληθούν από την ανακοίνωση περί συνεργασίας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

6.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού — Υποχρέωση εξετάσεως όλων των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που έχουν τεθεί κατά τη διοικητική διαδικασία — Δεν υφίσταται — Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως — Επαρκής ένδειξη — Μεταγενέστερη γνωστοποίηση ακριβέστερων πληροφοριών — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 253 ΕΚ)

7.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών — Νόθευση του ανταγωνισμού — Εκτίμηση με γνώμονα τη φύση της παραβάσεως — Συζήτηση μεταξύ ανταγωνιστών σχετικά με τις παραμέτρους διαμορφώσεως και εξελίξεως των τιμών πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς — Παράβαση εξ αντικειμένου

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Υποχρεωτικό περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Απόφαση που δεν συμπίπτει με την ανακοίνωση αιτιάσεων — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας — Προϋπόθεση — Απόδειξη, εκ μέρους της θιγόμενης επιχειρήσεως, του καταλογισμού νέων αιτιάσεων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

9.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών — Νόθευση του ανταγωνισμού — Εκτίμηση με γνώμονα τις κανονικές συνθήκες της οικείας αγοράς — Αγορά που διέπεται από ειδικό κανονιστικό πλαίσιο και λειτουργεί σε εβδομαδιαίους κύκλους — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

10.    Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών — Νόθευση του ανταγωνισμού — Εκτίμηση με βάση το χρονοδιάγραμμα και τη συχνότητα των επαφών — Περιστάσεις που προσιδιάζουν στην αγορά και στο αντικείμενο της συνεννοήσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως — Απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά — Τεκμήριο περί υπάρξεως της συνάφειας αυτής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11.    Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Απαιτήσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως — Αιτιάσεις που δεν έχουν προβληθεί με την προσφυγή — Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Προγενέστερες αποφάσεις — Ενδεικτική σημασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

13.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως — Συνεκτίμηση — Έλλειψη υποχρεώσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 40-42)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 55-57, 60-62, 427, 541)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, όσον αφορά τη δυνατότητα χαρακτηρισμού μιας εναρμονισμένης πρακτικής ως αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, παρά το γεγονός ότι δεν συνδέεται ευθέως με τις τιμές καταναλωτή, τονίζεται ότι το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ αποκλείει την ερμηνεία ότι απαγορεύονται μόνον οι εναρμονισμένες πρακτικές που επηρεάζουν άμεσα τις τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής.

Το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, με τον τρόπο αυτό, του ίδιου του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, το γεγονός ότι μια εναρμονισμένη πρακτική δεν έχει άμεση επίπτωση στο επίπεδο των τιμών δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ότι περιόρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της υπάρξεως άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή.

(βλ. σκέψεις 64, 65, 546)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 68-70, 412, 413, 543, 544)

5.      Το γεγονός ότι ορισμένοι μετέχοντες ζήτησαν την εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002, σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, προκειμένου να επιτύχουν μείωση του προστίμου, δεν σημαίνει ότι έχουν κίνητρο να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη. Πράγματι, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως όφελος από την ανακοίνωση περί συνεργασίας.

Η διαπίστωση ότι η παράβαση που εν τέλει διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχεί ακριβώς στις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στην αίτηση επιείκειας όσον αφορά το αντικείμενο της παραβατικής συμπεριφοράς, τη διάρκειά της και τον αριθμό των εμπλεκομένων επιχειρήσεων δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η επιχείρηση που υπέβαλε την αίτηση αυτή και οι δηλώσεις της, στις οποίες στηρίζονται εν μέρει οι διαπιστώσεις της Επιτροπής περί παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, στερούνται αξιοπιστίας.

(βλ. σκέψεις 91, 100)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 125, 126, 133, 264, 647)

7.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός μεταξύ, αφενός, ανταγωνιστών οι οποίοι συγκεντρώνουν πληροφοριακά στοιχεία από ανεξάρτητες πηγές ή συζητούν τις τιμές που πρόκειται να ορίσουν με πελάτες και τρίτους και, αφετέρου, ανταγωνιστών οι οποίοι, ενόψει του καθορισμού της τιμής αναφοράς, συζητούν τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση και την εξέλιξη των τιμών με άλλους ανταγωνιστές. Ενώ η συμπεριφορά των πρώτων δεν προκαλεί κανένα περιορισμό στον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό, δεν ισχύει το ίδιο για τη συμπεριφορά των δεύτερων, καθώς αυτή δεν συμβαδίζει με την υποχρέωση του επιχειρηματία να καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή την πολιτική που σκέπτεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά, απαίτηση η οποία εμποδίζει αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σ’ έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ένας επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει ο ίδιος στην αγορά.

Μολονότι ορισμένα από τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να εξευρεθούν και από άλλες πηγές, το σύστημα ανταλλαγής παρέχει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των εν λόγω στοιχείων ευχερέστερα, ταχύτερα και αμεσότερα, καθώς και να τα αξιολογούν από κοινού, με συνέπεια τη δημιουργία κλίματος αμοιβαίας βεβαιότητας ως προς τις μελλοντικές πολιτικές τους περί καθορισμού τιμών.

Μέσω των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αποκαλύπτουν την τακτική που σκοπεύουν να ακολουθήσουν ή, τουλάχιστον, παρέχουν στους μετέχοντες στις επαφές αυτές τη δυνατότητα να αξιολογούν τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς. Συνεπώς, οι επαφές αυτές περιορίζουν την αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών όσον αφορά τις τιμές αναφοράς, οι δε εμπλεκόμενες επιχειρήσεις καθορίζουν συντονισμένα τις τιμές αυτές, εκπέμποντας συντονισμένα μηνύματα στην αγορά, αντί να διαμορφώνουν αυτοτελώς την τιμολογιακή πολιτική τους.

Για την επιβολή κυρώσεων λόγω ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων δεν είναι απαραίτητο η πρακτική αυτή να αποτελεί τη βάση ή μέρος ευρύτερης συμπράξεως. Μπορεί να αποτελεί αυτοτελώς εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται στον άμεσο ή, έστω, έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων της συναλλαγής, όπως ορίζει το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ. Πάντως, οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών σχετίζονται με τον καθορισμό των τιμών. Συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 291, 292, 402, 403, 414, 584, 585, 653, 654)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 335, 588, 589)

9.      Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται ενδεχομένως στους κανόνες περί ανταγωνισμού εφόσον μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς με αποτέλεσμα περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Οι κανόνες αυτοί απαγορεύουν κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, εφόσον οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίδικης αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του μεγέθους της συγκεκριμένης αγοράς.

Αν η προσφορά σε μια αγορά παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή ορισμένων πληροφοριακών στοιχείων μπορεί, ανάλογα ιδίως με το είδος των ανταλλασσομένων στοιχείων, να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωρίζουν τη θέση και την εμπορική στρατηγική των ανταγωνιστών τους στην αγορά, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή και αυξάνοντας την πιθανότητα συμπράξεως ή και διευκολύνοντάς την. Αντιθέτως, αν η προσφορά πραγματοποιείται υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς, η διάδοση και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορούν να είναι ουδέτερες ή και θετικές για την ανταγωνιστική φύση της αγοράς. Ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να συνιστά παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ακόμη και αν η επίδικη αγορά δεν είναι μια ολιγοπωλιακή αγορά, με υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως

Η τακτική και συνεκτική ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η τεχνητή αύξηση της διαφάνειας σε μια αγορά όπου ο ανταγωνισμός ήταν ήδη πολύ εξασθενημένος, λόγω του ειδικού κανονιστικού πλαισίου και της εκ των προτέρων ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων, συνιστά, ειδικά σε μια αγορά που λειτουργεί σε εβδομαδιαίους κύκλους, παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 339-341, 405, 545)

10.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, όσον αφορά τις προϋποθέσεις διαπιστώσεως παράνομης συνεννοήσεως με κριτήριο τον αριθμό και τη συχνότητα των επαφών μεταξύ των ανταγωνιστών, τόσο το αντικείμενο της συνεννοήσεως όσο και οι προσιδιάζουσες στην αγορά περιστάσεις αποτελούν τα στοιχεία που εξηγούν τη συχνότητα, τον τρόπο και τις χρονικές αποστάσεις μεταξύ των επαφών που πραγματοποιούν οι ανταγωνιστές, προς εναρμόνιση της συμπεριφοράς τους στην αγορά. Συγκεκριμένα, οι εμπλεκόμενες που συνάπτουν συμφωνία στηριζόμενη σε ένα σύνθετο σύστημα συνεννοήσεως επί πολλών πτυχών της συμπεριφοράς τους στην αγορά χρειάζονται τακτικές επαφές επί μακρόν. Αντιθέτως, αν η συνεννόηση έχει στιγμιαίο χαρακτήρα και σκοπεί αποκλειστικά σε εναρμόνιση της συμπεριφοράς στην αγορά σχετικά με μεμονωμένη παράμετρο του ανταγωνισμού, τυχόν επαφή απλώς και μόνον αρκεί ενδεχομένως για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τις οικείες επιχειρήσεις σκοπού που είναι αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Εκείνο που προέχει δεν είναι τόσο ο αριθμός των συσκέψεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όσο το αν χάρη στις πραγματοποιηθείσες επαφές οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις ανταλλαγείσες με τους ανταγωνιστές τους πληροφορίες προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην οικεία αγορά και να υποκαταστήσουν συνειδητά με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Εφόσον αποδεικνύεται ότι οι επιχειρήσεις αυτές κατέληξαν σε συνεννόηση και παρέμειναν ενεργές στην αγορά, δικαιολογείται να απαιτείται να αποδείξουν αυτές ότι η εν λόγω συνεννόηση δεν είχε ως συνέπεια τον επηρεασμό της συμπεριφοράς τους στην εν λόγω αγορά.

Η ύπαρξη μίας και μόνον επαφής με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των ανταγωνιστών κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα δεν θα αρκούσε για να διαπιστωθεί η ύπαρξη συμπαιγνίας. Ωστόσο, δεν μπορεί, αντιστρόφως, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποδείξει την πραγματοποίηση επαφής με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών ανά εβδομάδα καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως. Για να χαρακτηριστεί μια συμπεριφορά ως συμπαιγνία, αρκεί να αποδειχθεί η πραγματοποίηση ορισμένου αριθμού επαφών, με ικανό βαθμό συνοχής, ώστε να στοιχειοθετείται η ύπαρξη συστήματος ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 368, 369, 373, 400)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 461-464)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 660, 662)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 673)