Language of document : ECLI:EU:C:2012:218

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 19ης Απριλίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑416/10

Jozef Križan κ.λπ.

κατά

Slovenská inšpekcia životného prostredia

[αίτηση του Najvyšší súd Slovenskej republiky
(Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Περιβάλλον – Κατασκευή χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων –Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Δικαίωμα υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο κατόπιν αποφάσεως εθνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου – Οδηγία 2008/1/ΕΚ – Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης – Οδηγία 1999/31/ΕΚ – Υγειονομική ταφή των αποβλήτων – Συμμετοχή του κοινού – Πρόσβαση σε απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Θεραπεία διαδικαστικών πλημμελειών – Οδηγία 85/337/ΕΟΚ – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον – Επίκαιρος χαρακτήρας της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον – Αρμοδιότητα εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως τον επίκαιρο χαρακτήρα της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον – Λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε υποθέσεις σχετικές με το περιβάλλον – Ιδιοκτησία»





Περιεχόμενα


I –   Εισαγωγή

II – Το νομικό πλαίσιο

Α – Η σύμβαση του Ώρχους

Β – Το δίκαιο της Ένωσης

1.     Η οδηγία ΟΠΕΡ

2.     Η οδηγία περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων

3.     Η οδηγία για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες

4.     Η οδηγία ΕΕΠ

Γ – Το σλοβακικό δίκαιο

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

A –   Επί του τόπου εγκαταστάσεως

Β –   Επί της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον

Γ –   Επί της ολοκληρωμένης αδείας της εγκαταστάσεως

Δ –    Επί της ένδικης διαδικασίας

Ε – Τα ερωτήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου

IV – Νομική εκτίμηση

Α –    Επί του πρώτου ερωτήματος – Δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Β –   Επί του δευτέρου ερωτήματος – Πρόσβαση στην απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας

1.     Επί του παραδεκτού του δευτέρου ερωτήματος

2.     Επί της ανάγκης παροχής προσβάσεως στην απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως

α)     Επί της δημοσιοποιήσεως πληροφοριών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως ολοκληρωμένης αδείας

β)     Επί της δημοσιοποιήσεως της αποφάσεως προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως

3.     Επί της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου

4.     Επί του χρόνου της γνωστοποιήσεως

5.     Συμπέρασμα επί του δευτέρου ερωτήματος

Γ –    Επί του τρίτου ερωτήματος – Η εφαρμογή της οδηγίας ΕΕΠ

1.     Επί της οδηγίας ΕΕΠ

α)     Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας ΕΕΠ

β)     Επί των κριτηρίων παρατάσεως της ισχύος της αποφάσεως περί εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον

γ)     Επί της συμμετοχής του κοινού στην απόφαση σχετικά με την επάρκεια παλαιότερης εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

δ)     Ενδιάμεσο συμπέρασμα

2.     Επί του παραδεκτού του διαχωρισμού της ένδικης προστασίας σε σχέση με τις διαφορετικές προϋποθέσεις χορηγήσεως αδείας

3.     Επί της αυτεπάγγελτης εξετάσεως συγκεκριμένων νομικών ζητημάτων

4.     Συμπέρασμα επί του τρίτου ερωτήματος

Δ –    Επί του τέταρτου ερωτήματος – Προσωρινή προστασία

Ε –   Επί του πέμπτου ερωτήματος – Εύρος προστασίας της ιδιοκτησίας

V –   Συμπέρασμα

I –    Εισαγωγή

1.        Το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακίας, το Najvyšší súd Slovenskej republiky, υποβάλλει σειρά ερωτημάτων στο Δικαστήριο, τα οποία αφορούν ιδιαιτέρως περίπλοκη διαφορά σχετικά με την άδεια εγκαταστάσεως χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων [στο εξής: ΧΥΤΑ].

2.        Μεταξύ άλλων, πρέπει να διευκρινισθεί εάν η ρύθμιση περί συμμετοχής του κοινού σε διαδικασία χορηγήσεως αδείας κατά την οδηγία σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (2) (στο εξής: οδηγία ΟΠΕΡ) εφαρμόζεται επί αποφάσεως προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως ΧΥΤΑ, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο διαδικασίας ανεξάρτητης από τη διαδικασία χορηγήσεως αδείας.

3.        Επιπλέον, τίθενται ζητήματα εφαρμογής της οδηγίας για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (3) (στο εξής: οδηγία ΕΕΠ), ιδίως όσον αφορά τη χρονική εφαρμογή, τον αρκούντως επίκαιρο χαρακτήρα της εκτιμήσεως και τη συμμετοχή του κοινού στην απόφαση περί του αρκούντως επίκαιρου χαρακτήρα της εκτιμήσεως.

4.        Αυτά τα ζητήματα του περιβαλλοντικού δικαίου είναι συνυφασμένα με τις δυσχέρειες τηρήσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας κατά τη διαμόρφωση διοικητικών διαδικασιών και διαδικασιών ένδικης προστασίας σε εθνικό επίπεδο.

5.        Συνεπώς, σε σχέση με την πρόσβαση στην απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως, τίθεται το ερώτημα αν ο αρχικός, παράνομος αποκλεισμός προσβάσεως μπορεί να θεραπευθεί εκ των υστέρων στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας.

6.        Όσον αφορά τις πιθανές ελλείψεις της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον πρέπει να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει την πρόβλεψη διαδικασίας ένδικης προστασίας ανεξάρτητης από την ένδικη προστασία κατά της ολοκληρωμένης αδείας του ΧΥΤΑ και αν το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο μπορεί ή οφείλει να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τις ελλείψεις της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον στο πλαίσιο της διαφοράς σχετικά με την ολοκληρωμένη άδεια.

7.        Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν μπορεί να διατάξει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και αν η εφαρμογή αμφότερων των ανωτέρω οδηγιών, καθώς και της συμβάσεως του Ώρχους [Aarhus] (4) συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιοκτησία.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α – Η σύμβαση του Ώρχους

8.        Το άρθρο 6 της συμβάσεως του Ώρχους, την οποία υπέγραψε η Κοινότητα την 25η Ιουνίου 1998 στο Ώρχους (Δανία) (5), προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού στην έγκριση ειδικών δραστηριοτήτων.

9.        Το άρθρο 6, παράγραφος 4, της συμβάσεως ρυθμίζει την ποιότητα της συμμετοχής του κοινού:

«Κάθε μέρος προβλέπει πρώιμη συμμετοχή του κοινού, όταν είναι ανοικτές όλες οι επιλογές και μπορεί να λάβει χώρα πραγματική συμμετοχή του κοινού.»

10.      Η πρόσβαση στις πληροφορίες στο πλαίσιο της συμμετοχής του κοινού διευκρινίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, της συμβάσεως:

«Κάθε μέρος απαιτεί από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές να παρέχουν στο ενδιαφερόμενο κοινό πρόσβαση για εξέταση, κατόπιν αιτήματος σε περίπτωση που απαιτείται βάσει του εθνικού δικαίου, ατελώς και μόλις καθίστανται διαθέσιμες, σε όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, οι οποίες είναι διαθέσιμες κατά τη στιγμή της διαδικασίας συμμετοχής του κοινού, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των μερών να αρνούνται να κοινολογήσουν ορισμένες πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 3 και 4. […]»

11.      Το άρθρο 9 της συμβάσεως περιέχει διατάξεις σχετικά με την ένδικη προστασία. Εν προκειμένω, η παράγραφος 4 έχει ιδιαίτερη σημασία:

«Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων, όπως ενδείκνυται, και είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. [...]»

 Β – Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία ΟΠΕΡ

12.      Η κύρια δίκη αφορά απόφαση της 18ης Αυγούστου 2008. Η επανειλημμένως τροποποιηθείσα οδηγία 96/61/ΕΚ (6) είχε κωδικοποιηθεί ήδη στις 18 Φεβρουαρίου 2008 από την οδηγία 2008/1 και ίσχυε ως είχε χωρίς περαιτέρω μεταβατική προθεσμία δυνάμει του άρθρου 22 της οδηγίας 2008/1 (στο εξής: οδηγία ΟΠΕΡ). Επομένως, στο εξής, θα λάβω υπόψη την οδηγία ΟΠΕΡ όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/1.

13.      Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη αφορά τη σχέση προς την οδηγία ΕΕΠ:

«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της οδηγίας ΕΕΠ. Οσάκις για τη χορήγηση αδείας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες ή συμπεράσματα εκ της εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή της οδηγίας ΕΕΠ.»

14.      Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη αφορά τη συμμετοχή του κοινού:

«Η αποτελεσματική συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να παρέχει στο κοινό τη δυνατότητα να εκφράζει, και στον φορέα λήψης των αποφάσεων να λαμβάνει υπόψη, απόψεις και ανησυχίες ενδεχομένως σχετικές με τις εν λόγω αποφάσεις, ενισχύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την εγκυρότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και συμβάλλοντας στην ευαισθητοποίηση του κοινού σε περιβαλλοντικά θέματα και στην υποστήριξη των αποφάσεων που λαμβάνονται. Ειδικότερα, το κοινό θα πρέπει να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των εγκαταστάσεων και τις δυνητικές επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, και, πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση, στις πληροφορίες σχετικά με τις αιτήσεις αδείας νέων εγκαταστάσεων ή ουσιαστικών μεταβολών καθώς και στις ίδιες τις άδειες, στις αναπροσαρμογές τους και στα σχετικά δεδομένα ελέγχου.»

15.      Το άρθρο 1 της οδηγίας ΟΠΕΡ ορίζει τον σκοπό της ως εξής:

«Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης που προκαλούν οι δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι. Η παρούσα οδηγία προβλέπει μέτρα αποφυγής και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μείωσης των εκπομπών από τις ανωτέρω δραστηριότητες στην ατμόσφαιρα, το νερό και το έδαφος, και μέτρα για τα απόβλητα, ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του, με την επιφύλαξη της οδηγίας ΕΕΠ, και των άλλων σχετικών κοινοτικών διατάξεων.»

16.      Τα απαιτούμενα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η αίτηση αδείας απαριθμούνται στο άρθρο 6 της οδηγίας ΟΠΕΡ:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι η αίτηση αδείας που απευθύνεται στην αρμόδια αρχή περιλαμβάνει περιγραφή:

α)      της εγκατάστασης και των δραστηριοτήτων της·

[...]

δ)      των συνθηκών του χώρου όπου θα λειτουργήσει η εγκατάσταση·

[...]

ι)      των κύριων εναλλακτικών περιπτώσεων που μελετήθηκαν από τον αιτούντα, εάν υπάρχουν, εν περιλήψει.

Στην αίτηση έκδοσης αδείας περιλαμβάνεται επίσης μη τεχνικού περιεχομένου συγκεφαλαίωση των λεπτομερειών κατά τα στοιχεία α΄ έως ι΄.

2. Στις περιπτώσεις που πληροφορίες παρεχόμενες σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, [...] ή άλλες πληροφορίες χορηγούμενες βάσει άλλων νομοθετημάτων, ανταποκρίνονται σε κάποια από τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνονται ή να επισυνάπτονται στην αίτηση.»

17.      Το άρθρο 9 της οδηγίας ΟΠΕΡ περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με το περιεχόμενο της αδείας:

«1. Τα κράτη μέλη βεβαιώνονται ότι η άδεια περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα τήρησης των όρων χορήγησης αδειών κατά τα άρθρα 3 και 10, για να εξασφαλίζεται η προστασία της ατμόσφαιρας, του νερού και του εδάφους επιτυγχάνοντας έτσι υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.

2. Σε περίπτωση νέας εγκατάστασης ή ουσιαστικής μεταβολής στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο 4 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, για τη χορήγηση της αδείας λαμβάνεται υπόψη κάθε κατάλληλη πληροφορία ή συμπέρασμα ληφθέν εκ της εφαρμογής των άρθρων 5, 6 και 7 της προαναφερθείσας οδηγίας.

[...]

4.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, οι κατά την παράγραφο 3 οριακές τιμές εκπομπής ή οι ισοδύναμες παράμετροι και τεχνικά μέτρα βασίζονται στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, χωρίς να προδιαγράφουν τη χρήση συγκεκριμένης τεχνικής ή τεχνολογίας, και λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης εγκατάστασης, της γεωγραφικής της θέσης και των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι όροι της αδείας προβλέπουν διατάξεις για την ελαχιστοποίηση της διασυνοριακής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση και εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.»

18.      Το άρθρο 15 της οδηγίας ΟΠΕΡ ρυθμίζει τη συμμετοχή του κοινού:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται έγκαιρα και πραγματικά στο ενδιαφερόμενο κοινό η δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία:

α)      έκδοσης αδείας για νέες εγκαταστάσεις·

β)      [...]

Η διαδικασία που καθορίζεται στο παράρτημα V εφαρμόζεται για τους σκοπούς της εν λόγω συμμετοχής του κοινού.

2.      [...]

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των περιορισμών που θέτει το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 4, της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.»

19.      Το άρθρο 16 της οδηγίας ΟΠΕΡ περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις σε σχέση με την παροχή ένδικης προστασίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 2, της συμβάσεως του Ώρχους.

20.      Το παράρτημα V διευκρινίζει τις πληροφορίες στις οποίες πρέπει να έχει πρόσβαση το κοινό:

«1.      Το κοινό ενημερώνεται (με ανακοινώσεις ή άλλα πρόσφορα μέσα όπως τα ηλεκτρονικά μέσα όπου αυτά είναι διαθέσιμα) για τα ακόλουθα ζητήματα κατά την έναρξη της διαδικασίας λήψης απόφασης ή, το αργότερο, αμέσως μόλις καταστεί ευλόγως δυνατή η παροχή των πληροφοριών:

α)      την αίτηση αδείας, ή, ανάλογα με την περίπτωση, την πρόταση για την ενημέρωση αδείας ή των όρων της σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των στοιχείων που απαριθμούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 1·

[...]

γ)      λεπτομέρειες σχετικά με τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη λήψη της απόφασης, τις αρχές από τις οποίες μπορούν να παρασχεθούν σχετικές πληροφορίες και τις αρχές προς τις οποίες μπορούν να υποβληθούν παρατηρήσεις ή ερωτήματα και λεπτομέρειες του χρονοδιαγράμματος για τη διαβίβαση των παρατηρήσεων ή ερωτημάτων·

[...]

στ)      υπόδειξη του χρονοδιαγράμματος και του τόπου όπου οι σχετικές πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες καθώς και τα μέσα διά των οποίων καθίστανται διαθέσιμες·

[...]

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε εύλογο χρονικό διάστημα, τίθενται στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού τα εξής:

α)      σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι κύριες εκθέσεις και συμβουλές που παρέχονται στην αρμόδια αρχή ή αρχές κατά τον χρόνο που το ενδιαφερόμενο κοινό ενημερώνεται σύμφωνα με το σημείο 1·

β)      σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/4/ΕΚ, πληροφορίες πλην των πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 1 και σχετίζονται με την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 8, και οι οποίες καθίστανται διαθέσιμες μόνον αφού έχει ενημερωθεί το ενδιαφερόμενο κοινό, σύμφωνα με το σημείο 1.»

21.      Τα στοιχεία 3 και 4 του παραρτήματος V ρυθμίζουν τις διαβουλεύσεις με το κοινό:

«3.      Το ενδιαφερόμενο κοινό έχει το δικαίωμα να απευθύνει παρατηρήσεις και γνώμες στην αρμόδια αρχή, πριν από τη λήψη της απόφασης.

4.      Τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης.»

2.      Η οδηγία περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων

22.      Η οδηγία περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (7) (στο εξής: οδηγία ΧΥΤΑ) ρυθμίζει την κατασκευή και τη λειτουργία των ΧΥΤΑ.

23.      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ΧΥΤΑ προβλέπει τις τεχνικές απαιτήσεις των ΧΥΤΑ οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΟΠΕΡ:

«Όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά των χώρων υγειονομικής ταφής, η παρούσα οδηγία περιέχει, για τους χώρους στους οποίους έχει εφαρμογή η οδηγία 96/61/ΕΚ, τους σχετικούς τεχνικούς κανόνες για τη διατύπωση, υπό συγκεκριμένη μορφή, των γενικών απαιτήσεων της οδηγίας 96/61/ΕΚ. Οι σχετικές απαιτήσεις της οδηγίας 96/61/ΕΚ θα θεωρείται ότι πληρούνται εφόσον ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.»

24.      Το άρθρο 7 της οδηγίας ΧΥΤΑ ορίζει το περιεχόμενο της αιτήσεως αδείας. Οφείλει ιδίως να περιλαμβάνει:

«δ)      περιγραφή του χώρου, συμπεριλαμβανομένων των υδρολογικών και γεωλογικών χαρακτηριστικών του.»

25.      Το άρθρο 8 θέτει τις προϋποθέσεις για την έκδοση αδείας:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)      η αρμόδια αρχή εκδίδει άδεια λειτουργίας χώρου ταφής μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)      η μελέτη του χώρου ταφής πληροί όλες τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων, με την επιφύλαξη του άρθρου 3, παράγραφοι 4 και 5·

ii) […]».

26.      Το παράρτημα I της οδηγίας ΧΥΤΑ διευκρινίζει τις απαιτήσεις για τους ΧΥΤΑ και ιδίως όσον αφορά τον τόπο εγκαταστάσεώς τους:

«1.      Θέση

1.1.      Για τη θέση του χώρου ταφής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις που αφορούν:

α)      τις αποστάσεις των ορίων του χώρου από κατοικημένες περιοχές και χώρους αναψυχής, υδατορεύματα, στάσιμα επιφανειακά ύδατα και άλλες γεωργικές ή αστικές περιοχές·

β)      την ύπαρξη υπόγειων ή παράκτιων υδάτων ή ζωνών προστασίας της φύσης στην περιοχή·

γ)      τις γεωλογικές και υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής·

δ)      τον κίνδυνο πλημμυρών, καθιζήσεων, κατολισθήσεων ή χιονοστιβάδων στον χώρο ταφής·

ε)      την προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής.

1.2.      Ο χώρος ταφής μπορεί να εγκρίνεται μόνον εάν τα χαρακτηριστικά του όσον αφορά τις προαναφερόμενες απαιτήσεις ή τα επανορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, δείχνουν ότι δεν συνιστά σοβαρό κίνδυνο για το περιβάλλον.»

3.      Η οδηγία για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες

27.      Το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας ΟΠΕΡ αναφέρεται στην οδηγία για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες (8) (στο εξής: οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση). Το άρθρο 4 προβλέπει εξαιρέσεις:

«1.      […]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων περιβαλλοντικών πληροφοριών εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά:

[...]

δ)      τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών όταν η εθνική ή κοινοτική νομοθεσία προβλέπει αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου·

[...]

Οι λόγοι απόρριψης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ερμηνεύονται συσταλτικά, λαμβανομένου υπόψη, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η άρνηση. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται, δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχεία α΄, δ΄, στ΄, ζ΄ και η΄, να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων που αφορούν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον.

[...]

3.      […]

4.      Περιβαλλοντικές πληροφορίες που κατέχουν οι δημόσιες αρχές ή που βρίσκονται στην κατοχή άλλων για λογαριασμό όμως των δημοσίων αρχών και οι οποίες έχουν ζητηθεί από τον αιτούντα, διατίθενται εν μέρει κατά το μέτρο που είναι δυνατόν να διαχωριστούν από πληροφορίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1, στοιχεία δ΄ και ε΄, ή της παραγράφου 2, από τις υπόλοιπες των αιτουμένων πληροφοριών.»

4.      Η οδηγία ΕΕΠ

28.      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ΕΕΠ ορίζει την έννοια της αδείας ως εξής:

«Απόφαση της ή των αρμόδιων αρχών που δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το σχέδιο.»

29.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΕΕΠ προβλέπει τη θεμελιώδη υποχρέωση διεξαγωγής εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους να χρειάζονται άδεια και εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αυτά τα σχέδια καθορίζονται στο άρθρο 4.»

30.      Το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΕΠ περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις περί ένδικης προστασίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 2, της συμβάσεως του Ώρχους.

 Γ – Το σλοβακικό δίκαιο

31.      Στη Σλοβακία η οδηγία ΟΠΕΡ μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τον νόμο 245/2003. Όσον αφορά την προκειμένη διαδικασία έχει σημασία ιδίως το άρθρο 8, παράγραφοι 3 και 4, που ρυθμίζει τη σχέση προς τις λοιπές διοικητικές διαδικασίες:

«(3)      Σε περίπτωση ολοκληρωμένης άδειας εκμεταλλεύσεως απαιτούσας συγχρόνως άδεια κατασκευής νέου έργου ή τροποποιήσεως υπάρχοντος έργου, η διαδικασία περιλαμβάνει επίσης πολεοδομική διαδικασία, διαδικασία τροποποιήσεως πριν από την περάτωση του έργου και διαδικασία αδειοδοτήσεως εργασιών διαρρυθμίσεως. Στο πλαίσιο χορηγήσεως της ολοκληρωμένης αδείας η πολεοδομική υπηρεσία μετέχει ως ενδιαφερόμενη Αρχή (άρθρο 10, παράγραφος 2).

(4)      Δεν αποτελούν μέρος της ολοκληρωμένης άδειας η πολεοδομική διαδικασία, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της εγκαταστάσεως και ο καθορισμός των προϋποθέσεων για την αποτροπή σοβαρών βιομηχανικών ατυχημάτων.»

32.      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί και το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο g, το οποίο προβλέπει ότι με την αίτηση χορηγήσεως αδείας πρέπει να υποβληθεί και ενδεχόμενη απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως:

«Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται:

[...]

η απόφαση για τη χρήση της γης, εφόσον πρόκειται για νέο έργο ή επέκταση υφιστάμενου έργου,

[...]».

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

33.      Η κύρια δίκη αφορά την κατασκευή ΧΥΤΑ στη σλοβακική πόλη Pezinok. Σε περιοχή όπου υφίστατο κάποτε πλινθοποιείο λειτουργεί επί πολλές δεκαετίες παλαιός ΧΥΤΑ. Επιβάλλεται πλέον η κατασκευή νέου ΧΥΤΑ στην ίδια περιοχή στη θέση παλαιού αργιλορυχείου.

34.      Σύμφωνα με τη δικογραφία, το σχέδιο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο τριών διαδοχικών αποφάσεων, οι οποίες εκδόθηκαν χωριστά στο πλαίσιο αυτοτελών διοικητικών διαδικασιών. Ο δήμος και η Περιφερειακή Αρχή Πολεοδομικού Σχεδιασμού προσδιόρισαν τον τόπο εγκατάστασης, το Υπουργείο Περιβάλλοντος αποφάσισε σχετικά με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον και η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος εξέδωσε, κατόπιν διαδικασίας δύο βαθμών, ολοκληρωμένη άδεια εγκαταστάσεως. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς σε σχέση με αυτήν την τελευταία απόφαση.

 A      Επί του τόπου εγκαταστάσεως

35.      Στις 26 Ιουνίου 1997 ο δήμος της Pezinok ενέκρινε πολεοδομικό σχέδιο υπό μορφή γενικού κανονισμού με αριθμό 2/1997, το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων και την κατασκευή ΧΥΤΑ στη θέση του παλαιού αργιλορυχείου σε άμεση γειτνίαση (περίπου 300 μ.) με την πόλη. Ωστόσο, ο δήμος τροποποίησε το εν λόγω σχέδιο το έτος 2002, ενώ το 2006, αφού το σλοβακικό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει το υφιστάμενο σχέδιο, ενέκρινε νέο σχέδιο προβλέποντας πάντα ότι στην επίμαχη περιοχή δεν επιτρέπεται η κατασκευή ΧΥΤΑ.

36.      Η εταιρία Ekologická skládka a.s. είχε ζητήσει ήδη από τις 7η Αυγούστου 2002 τον προσδιορισμό του τόπου εγκαταστάσεως του νέου ΧΥΤΑ. Ο δήμος απέρριψε το σχετικό αίτημα στις 30 Νοεμβρίου 2006, αλλά η περιφερειακή Πολεοδομική Αρχή της Μπρατισλάβα τροποποίησε αυτήν την απόφαση στις 7 Μαΐου 2007 και χορήγησε άδεια χρήσης της γης στην οποία προσδιοριζόταν και ο τόπος εγκαταστάσεως του ΧΥΤΑ.

37.      Στο πλαίσιο αυτής της διοικητικής διαδικασίας, διάφοροι κάτοικοι (στο εξής: Križan κ.λπ.) υπέβαλαν ενστάσεις. Προέβαλαν ιδίως την παράβαση του τροποποιημένου πολεοδομικού σχεδίου του 2006, καθώς και τη μεροληπτική στάση των υπαλλήλων της περιφερειακής Αρχής. Εντούτοις, οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι αποκλείσθηκαν από τη διαδικασία με την αιτιολογία ότι, σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, τα δικαιώματά τους δεν θίγονταν άμεσα. Ως εκ τούτου, στην τροποποιητική απόφαση δεν εξετάσθηκαν οι ανωτέρω ενστάσεις.

38.      Επίσης, απορρίφθηκε σχετική προσφυγή του δήμου της Pezinok κατά της τροποποιητικής αποφάσεως, καθόσον δεν ήταν δυνατόν ο δήμος να παρίσταται στη διαδικασία αυτή ως πρωτοβάθμια διοικητική Αρχή και ως αντίδικος (9). Οι Križan κ.λπ. ισχυρίζονται ότι θα γινόταν δεκτή η προσφυγή τους κατά του αποκλεισμού τους από τη διαδικασία (10), αλλά εν τω μεταξύ η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως είχε καταστεί απρόσβλητη.

 Β      Επί της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον

39.      Κατόπιν αιτήσεως την οποία υπέβαλε η εταιρία Pezinské tehelne a.s. στις 16 Δεκεμβρίου 1998, το Υπουργείο Περιβάλλοντος διεξήγαγε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του σχεδίου κατασκευής ΧΥΤΑ και στις 26 Ιουλίου 1999 έλαβε οριστική θέση όσον αφορά τις επιπτώσεις του εν λόγω σχεδίου στο περιβάλλον.

40.      Παράλληλα προς τη διαδικασία προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως, το Υπουργείο Περιβάλλοντος παρεξέτεινε έως την 1η Φεβρουαρίου 2008 την ισχύ της εκ μέρους του εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με απόφαση την οποία εξέδωσε στις 27 Μαρτίου 2006 κατόπιν σχετικού αιτήματος της Pezinské tehelne a.s.

 Γ      Επί της ολοκληρωμένης αδείας της εγκαταστάσεως

41.      Μετά το πέρας αμφότερων των ανωτέρω διαδικασιών και κατόπιν αιτήσεως την οποία υπέβαλε η Ekologická skládka στις 25 Σεπτεμβρίου 2007, η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος της Σλοβακίας κίνησε την ολοκληρωμένη διαδικασία βάσει του νόμου 245/2003 ο οποίος μεταφέρει την οδηγία ΟΠΕΡ στην εσωτερική έννομη τάξη. Στις 17 Οκτωβρίου 2007, η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος δημοσίευσε την αίτηση και κάλεσε το κοινό να συμμετάσχει στη σχετική διαβούλευση.

42.      Στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διοικητικής διαδικασίας, οι Križan κ.λπ. καθώς και ο δήμος της Pezinok υποστήριξαν ότι η αίτηση δεν ήταν πλήρης, διότι δεν περιελάμβανε απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκατάστασης, όπως απαιτείται από τον νόμο. Μετά από αίτημα της Επιθεωρήσεως Περιβάλλοντος η εταιρία Ekologická skládka προσκόμισε μεν την ισχύουσα απόφαση της περιφερειακής πολεοδομικής Αρχής σχετικά με τον προσδιορισμό του τόπου εγκαταστάσεως, αλλά επικαλέσθηκε την προστασία της βάσει του επιχειρηματικού απορρήτου· κατά συνέπεια, αποκλείσθηκε η πρόσβαση στην εν λόγω απόφαση.

43.      Στις 22 Ιανουαρίου 2008 η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος χορήγησε την ολοκληρωμένη άδεια για την κατασκευή και τη λειτουργία του ΧΥΤΑ.

44.      Κατά της αποφάσεως αυτής, οι Križan κ.λπ. καθώς και ο δήμος της Pezinok υπέβαλαν ένσταση την οποία εξέτασε επίσης η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος. Προέβαλαν ιδίως την παράβαση του πολεοδομικού σχεδίου και το ότι δεν είχαν πρόσβαση στην απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι ο υπό σχεδιασμό ΧΥΤΑ δεν απείχε αρκούντως από κατοικημένη περιοχή και δεν συνήδε με τη συνολική προστασία του περιβάλλοντος.

45.      Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος δημοσίευσε την απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως αναρτώντας την σε πίνακα ανακοινώσεων στην οικεία υπηρεσία από τις 14 Μαρτίου έως τις 14 Απριλίου 2008. Με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2008 απέρριψε τη σχετική ένσταση. Ως προς την παράβαση του πολεοδομικού σχεδίου, η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος διαπίστωσε ότι η ένσταση αυτή έπρεπε να προβληθεί κατά τη διαδικασία της αποφάσεως περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως.

 Δ      Επί της ένδικης διαδικασίας

46.      Κατά της δευτεροβάθμιας αποφάσεως της Επιθεωρήσεως Περιβάλλοντος της 18ης Αυγούστου 2008, οι Križan κ.λπ. καθώς και ο δήμος της Pezinok άσκησαν προσφυγή ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου της Μπρατισλάβα, το οποίο την απέρριψε με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008.

47.      Περαιτέρω, στον δεύτερο βαθμό, το Ανώτατο Δικαστήριο κήρυξε, αρχικώς, μη εκτελεστή την ολοκληρωμένη άδεια με προσωρινή απόφαση της 6ης Απριλίου 2009 και, εν συνεχεία, ακύρωσε την επίμαχη άδεια με οριστική απόφαση της 28ης Μαΐου 2009. Στο σκεπτικό των αποφάσεών του, υπογράμμισε την καθυστερημένη δημοσίευση της αποφάσεως προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως και επέκρινε την παράταση ισχύος της αποφάσεως σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον.

48.      Η εταιρία Ekologická skládka προσέβαλε, ως αντισυνταγματικές, τις ανωτέρω αποφάσεις ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Με απόφασή του της 27ης Μαΐου 2010, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσωρινή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2009 καθώς και η οριστική απόφαση της 28ης Μαΐου 2009 αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και ανέπεμψε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση νέας αποφάσεως.

49.      Στο σκεπτικό της αποφάσεώς του το Συνταγματικό Δικαστήριο επισήμανε ιδίως ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έλεγξε επαρκώς αν στην κατ’ ένσταση διαδικασία είχε εξασφαλισθεί η δέουσα συμμετοχή του κοινού κατά την έννοια της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας. Τούτο δεν αποκλειόταν από δικονομικής απόψεως.

50.      Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο επέκρινε τις διαπιστώσεις που αφορούσαν την παράταση ισχύος της αποφάσεως περί εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η απόφαση αυτή δεν συνιστούσε αντικείμενο της διαδικασίας, καθόσον οι αναιρεσείοντες δεν την προσέβαλαν με το δικόγραφο της προσφυγής τους, ενώ για τον έλεγχο αυτής της εκτιμήσεως [ΕΕΠ] προβλέπεται, άλλωστε, ειδική διαδικασία.

 Ε – Τα ερωτήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου

51.      Μετά την αναπομπή της υποθέσεως, η διαδικασία εκκρεμεί εκ νέου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

1.      Παρέχει τη δυνατότητα ή επιβάλλει το δίκαιο [της Ένωσης] (και ειδικότερα το άρθρο 267 ΣΛΕΕ) στο ανώτατο δικαστήριο κράτους μέλους να θέσει “αυτεπαγγέλτως” προδικαστικό ερώτημα στο [Δικαστήριο] επίσης σε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας κατά το οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο αναίρεσε απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου στηριζόμενη ιδίως στην εφαρμογή του πλαισίου [του δικαίου της Ένωσης] σχετικά με το περιβάλλον και επέβαλε σε αυτό να ακολουθήσει τις νομικές θέσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου που στηρίζονται σε προσβολή των δικονομικών και ουσιαστικών συνταγματικών δικαιωμάτων προσώπου που μετέσχε σε διαδικασία, χωρίς να λάβει υπόψη την πτυχή [δικαίου της Ένωσης] της εν λόγω υποθέσεως, δηλαδή όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο, ως δικαστήριο δικάζον σε τελευταίο βαθμό, έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος να τεθεί προδικαστικό ερώτημα στο [Δικαστήριο] και, σε προδικαστικό επίπεδο, απέκλεισε την εφαρμογή του δικαιώματος για ένα αποδεκτό περιβάλλον και την προστασία του στην υπό εξέταση υπόθεση;

2.      Είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο θεμελιώδης σκοπός της ολοκληρωμένης προλήψεως, όπως αυτός ορίζεται ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 8, 9 και 23 και στα άρθρα 1 και 15 της οδηγίας ΟΠΕΡ, και, εν γένει, στο πλαίσιο [του δικαίου της Ένωσης] σχετικά με το περιβάλλον, δηλαδή η πρόληψη και ο έλεγχος της ρυπάνσεως με τη συμμετοχή του κοινού προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του, όταν, κατά την έναρξη της διαδικασίας ολοκληρωμένης προλήψεως, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν έχει πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 6 σε συνδυασμό με άρθρο 15 της οδηγίας ΟΠΕΡ), και ιδίως σε μια πολεοδομική απόφαση σχετικά με τη δημιουργία χώρου υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, και όταν στη συνέχεια, στην πρωτοβάθμια διαδικασία, το έγγραφο που έλειπε υποβλήθηκε από τον αιτούντα υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γνωστοποιηθεί στα άλλα μέρη της διαδικασίας επειδή καλύπτεται από επαγγελματικό απόρρητο, ενώ εύλογα είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι η πολεοδομική αυτή απόφαση (κυρίως το αιτιολογικό της) θα επηρέαζε σημαντικά τις υποδείξεις, παρατηρήσεις και λοιπές προτάσεις που κατατέθηκαν;

3.      Επιτυγχάνονται οι σκοποί της οδηγίας ΕΕΠ, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του πλαισίου [του δικαίου της Ένωσης] σχετικά με το περιβάλλον, και ειδικότερα λαμβανομένης υπόψη της προϋποθέσεως του άρθρου 2 ότι, πριν δοθεί άδεια, ορισμένα σχέδια υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, όταν η αρχική γνώμη του Υπουργείου Περιβάλλοντος, που διατυπώθηκε το 1999 και με την οποία περατώθηκε στο παρελθόν μια διαδικασία εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρατείνεται αρκετά χρόνια αργότερα, με μια απλή απόφαση χωρίς διεξαγωγή νέας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων; Με άλλα λόγια θα μπορούσε να λεχθεί ότι απόφαση εκδοθείσα βάσει της οδηγίας ΕΕΠ έχει απεριόριστη διάρκεια ισχύος;

4.      Μήπως η υποχρέωση που απορρέει γενικά από την οδηγία ΟΠΕΡ (και ειδικότερα από το προοίμιό της και από τα άρθρα της 1 και 15α), δηλαδή να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη την πρόληψη και τον έλεγχο της ρυπάνσεως παρέχοντας στο κοινό τακτικές, δίκαιες και ταχείες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΕΠ και με τα άρθρα 6 και 9, παράγραφοι 2 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, ισχύει για τη δυνατότητα του κοινού να ζητήσει τη λήψη διοικητικού ή δικαστικού προσωρινού μέτρου κατ’ εφαρμογήν του εσωτερικού δικαίου (π.χ., να ζητήσει αναστολή εκτελέσεως μιας ολοκληρωμένης άδειας) που να διατάσσει την προσωρινή, δηλαδή μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας, παύση κατασκευής της εγκαταστάσεως;

5.      Είναι δυνατόν, μέσω δικαστικής αποφάσεως που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της οδηγίας ΟΠΕΡ, της οδηγίας ΕΕΠ ή του άρθρου 9, παράγραφοι 2 έως 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, στο πλαίσιο της εφαρμογής του προβλεπόμενου από το άρθρο 191, παράγραφοι 1 και 2, [ΣΛΕΕ] δικαιώματος του κοινού για δίκαιη δικαστική προστασία όσον αφορά την περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να θιγεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας του φορέα εκμεταλλεύσεως επί της εγκαταστάσεώς του, το οποίο διασφαλίζεται, π.χ., από το άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, δηλαδή με την ακύρωση, στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, ισχύουσας ολοκληρωμένης άδειας για νέα εγκατάσταση;

52.      Οι Križan κ.λπ., ο δήμος της Pezinok, η σλοβακική Επιθεώρηση Περιβάλλοντος της Μπρατισλάβα και η εταιρία Ekologická skládka a.s., καθώς και η Τσεχική Δημοκρατία, η Αυστριακή Δημοκρατία, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιανουαρίου 2012 μετείχε και η Γαλλική Δημοκρατία, ενώ απείχε η Ekologická skládka.

IV – Νομική εκτίμηση

 Α      Επί του πρώτου ερωτήματος – Δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου

53.      Με το πρώτο ερώτημα το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποκλείει την υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Το Ανώτατο Δικαστήριο οφείλει, πράγματι, βάσει του εθνικού δικαίου να κρίνει τη διαφορά της κύριας δίκης κατά τρόπο σύμφωνο προς την εκτίμηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, τίθεται και το ζήτημα αν το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να υποβάλει αυτεπαγγέλτως τη σχετική αίτηση, ήτοι χωρίς να προηγηθούν αντίστοιχα αιτήματα των διαδίκων.

54.      Το ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης παρέχει τη δυνατότητα ή επιβάλλει στο Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάζει αυτεπαγγέλτως συγκεκριμένα νομικά ζητήματα, το οποίο τίθεται και στο σκεπτικό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, θα διερευνηθεί σε σχέση με το τρίτο ερώτημα (11). Κατά τη νομολογία, η κρίσιμη σημασία μιας ρυθμίσεως μπορεί να εξαρτάται και μόνον από το αν αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (12). Το Ανώτατο Δικαστήριο, λοιπόν, αναφέρεται σε δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξετάσεως μόνο σε σχέση με τα νομικά ζητήματα που τίθενται στο πλαίσιο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος.

55.      Κατά τη νομολογία, τόσο οι απαιτήσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσο και η έλλειψη αιτημάτων των διαδίκων περί υποβολής ερωτημάτων στο Δικαστήριο δεν αποκλείουν την υποβολή αιτήσεως για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

56.      Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο –είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων (13)– όταν κρίνουν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφανθούν (14).

57.      Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει κατά το άρθρο 267, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού. Το ένδικο μέσο κατά την έννοια αυτήν πρέπει να δύναται να έχει ως αντικείμενο την ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (15), καθόσον η υποχρέωση παραπομπής την οποία φέρουν τα δικαστήρια που αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό έχει ως σκοπό να προλαμβάνει τον σχηματισμό, σε κάποιο κράτος μέλος, εθνικής νομολογίας αποκλίνουσας από τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (16).

58.      Λαμβάνω υπόψη ως δεδομένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακίας συνιστά –τουλάχιστον στη διαφορά της κύριας δίκης– δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Ασφαλώς, οι αποφάσεις του μπορούν να ελεγχθούν από το σλοβακικό Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά το δικαστήριο αυτό εξασφαλίζει μόνον την τήρηση του σλοβακικού Συντάγματος και δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει αν οι εθνικές Αρχές και τα εθνικά δικαστήρια τηρούν το δίκαιο της Ένωσης (17).

59.      Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι η ύπαρξη κανόνα του εθνικού δικαίου κατά τον οποίο τα δικαστήρια που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό δεσμεύονται από τις εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αναιρεί την ευχέρεια των πρώτων αυτών δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης το οποίο αφορούν οι νομικές αυτές εκτιμήσεις. Το δικαστήριο που δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό πρέπει να είναι ελεύθερο, όταν κρίνει ότι η νομική εκτίμηση που διατυπώθηκε από ανώτερο δικαστήριο θα μπορούσε να το οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης, να υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα τα οποία το απασχολούν (18).

60.      Επίσης, προκειμένου να διασφαλίζεται η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, η λειτουργία αυτού του συστήματος συνεργασίας προϋποθέτει ότι ο εθνικός δικαστής θα είναι ελεύθερος να υποβάλει στο Δικαστήριο σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνει ενδεδειγμένο, και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, οποιοδήποτε αναγκαίο κατά την κρίση του προδικαστικό ερώτημα (19).

61.      Εξάλλου, η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη. Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο που έχει ασκήσει την ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 267, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεσμεύεται, όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη, από την ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων που έχει δώσει το Δικαστήριο και είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόζει τις εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων, εφόσον κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία αυτή, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης (20).

62.      Οι σκέψεις αυτές διατυπώθηκαν μεν όσον αφορά δικαστήρια τα οποία δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό, αλλά πρέπει να ισχύουν κατά μείζονα λόγο για δικαστήρια τα οποία κρίνουν σε τελευταίο βαθμό ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, μολονότι υπόκεινται στον έλεγχο Συνταγματικού Δικαστηρίου ως προς την τήρηση του εθνικού συνταγματικού δικαίου. Ασφαλώς, το συνταγματικό δίκαιο κράτους μέλους μπορεί να υπερέχει του κοινού εθνικού δικαίου, αλλά δεν δύναται να αποκλείει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (21).

63.      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιβάλλει σε δικαστήριο κράτους μέλους του οποίου η απόφαση επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο να υποβάλει αυτεπαγγέλτως αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη και αν δεν υφίσταται σχετικό αίτημα των διαδίκων, εφόσον εγείρονται αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο διαφοράς η οποία εκκρεμεί ενώπιον του, μολονότι το Συνταγματικό Δικαστήριο του κράτους μέλους έχει αποφανθεί επί της διαφοράς και έχει επιβάλει στο εν λόγω δικαστήριο να κρίνει την υπόθεση σύμφωνα με την εκτίμηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου επί των ζητημάτων του εθνικού συνταγματικού δικαίου.

 Β       Επί του δευτέρου ερωτήματος – Πρόσβαση στην απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας

64.      Το δεύτερο ερώτημα αφορά την πρόσβαση στην απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως του ΧΥΤΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας.

65.      Κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διοικητικής διαδικασίας, θεωρήθηκε ότι η απόφαση αυτή καλύπτεται από το επιχειρηματικό απόρρητο και ως εκ τούτου δεν γνωστοποιήθηκε το περιεχόμενό της. Εντούτοις, στον δεύτερο βαθμό της διοικητικής διαδικασίας το κοινό απέκτησε πρόσβαση στην εν λόγω απόφαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνισθεί αν η πορεία της ανωτέρω διαδικασίας συνάδει με την οδηγία ΟΠΕΡ.

66.      Συνεπώς, πρέπει, αρχικώς, να εξετασθεί αν η απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως καταλέγεται μεταξύ των πληροφοριών οι οποίες πρέπει να γνωστοποιούνται, κατ’ αρχήν, στο κοινό στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας (βλ., σχετικά, υπό 2), εν συνεχεία, σε ποιον βαθμό μπορεί η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου να δικαιολογεί την εξαίρεση από την υποχρέωση γνωστοποιήσεως (βλ., σχετικά, υπό 3) και, εν τέλει, αν η γνωστοποίηση στο στάδιο της δευτεροβάθμιας διοικητικής διαδικασίας ήταν έγκαιρη κατά τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ή πραγματοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση (βλ., σχετικά, υπό 4). Κατ’ αρχάς όμως πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένες αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του παρόντος ερωτήματος (βλ., σχετικά, υπό 1).

1.      Επί του παραδεκτού του δευτέρου ερωτήματος

67.      Η Ekologická Skládka υποστηρίζει ότι βάσει του σλοβακικού δικαίου η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως είναι ανεξάρτητη από την ολοκληρωμένη άδεια εγκαταστάσεως (άρθρο 8, παράγραφος 4, του νόμου 245/2003). Η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως δεν μπορούσε, λοιπόν, να αμφισβητηθεί πλέον στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας. Επομένως, δεν ήταν αναγκαία η γνωστοποίηση. Η Ekologická Skládka συνάγει, μάλιστα, το συμπέρασμα ότι το δεύτερο ερώτημα δεν είναι κρίσιμο για την έκβαση της κύριας δίκης και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο.

68.      Εντούτοις, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιόρισε με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, απολαύουν τεκμηρίου λυσιτελείας. Το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα σε αυτό ερωτήματα (22).

69.      Το ερώτημα αν και υπό ποιες συνθήκες πρέπει να γνωστοποιείται η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας εγκαταστάσεως έχει σχέση, προφανώς, με διαφορά η οποία αφορά τη νομιμότητα της αδείας. Όντως, σφάλμα κατά τη γνωστοποίηση μπορεί να συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια. Συνεπώς, το δεύτερο ερώτημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποβάλλεται παραδεκτώς.

2.      Επί της ανάγκης παροχής προσβάσεως στην απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως

70.      Οι πληροφορίες στις οποίες πρέπει να έχει πρόσβαση το κοινό κατά τη διαδικασία εκδόσεως ολοκληρωμένης αδείας κρίνονται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του άρθρου 6 και του παραρτήματος V της οδηγίας ΟΠΕΡ.

 α)      Επί της δημοσιοποιήσεως πληροφοριών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως ολοκληρωμένης αδείας

71.      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας ΟΠΕΡ, πρέπει να παρέχεται έγκαιρα και πραγματικά στο ενδιαφερόμενο κοινό η δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία εκδόσεως αδείας για νέες εγκαταστάσεις. Η διαδικασία που καθορίζεται στο παράρτημα V εφαρμόζεται για τους σκοπούς της εν λόγω συμμετοχής του κοινού.

72.      Το παράρτημα V, σημείο 1, της οδηγίας ΟΠΕΡ προβλέπει ότι το κοινό ενημερώνεται για συγκεκριμένα γεγονότα κατά την έναρξη της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως ή, το αργότερο, αμέσως μόλις καταστεί ευλόγως δυνατή η παροχή των πληροφοριών. Μεταξύ αυτών των γεγονότων καταλέγεται ιδίως η αίτηση αδείας συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των στοιχείων που απαριθμούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 1.

73.      Το παράρτημα V, σημείο 2, ορίζει ότι σε εύλογο χρονικό διάστημα, τίθενται στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού συγκεκριμένες πληροφορίες. Συναφώς, πρόκειται, πρώτον, για τις κύριες εκθέσεις και συμβουλές που παρέχονται στην αρμόδια αρχή ή αρχές κατά τον χρόνο που το ενδιαφερόμενο κοινό ενημερώνεται σύμφωνα με το σημείο 1 (στοιχείο α΄) και, δεύτερον, για πληροφορίες πλην των πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 1 και σχετίζονται με την απόφαση και οι οποίες καθίστανται διαθέσιμες μόνον αφού έχει ενημερωθεί το ενδιαφερόμενο κοινό σύμφωνα με το σημείο 1 (στοιχείο β΄).

74.      Οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να ερμηνευθούν συσταλτικώς υπό την έννοια ότι πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού μόνον οι πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται ρητώς στο παράρτημα V, σημείο 2, της οδηγίας ΟΠΕΡ, ενώ για τις πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στο σημείο 1 το κοινό ενημερώνεται με ανακοινώσεις κατά την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως αδείας. Ωστόσο, υπό το πρίσμα αυτής της ερμηνείας, δεν θα ήταν δυνατή η πρόσβαση στα σχετικά πρωτότυπα έγγραφα –ιδίως στην αίτηση αδείας.

75.      Οι πληροφορίες οι οποίες πρέπει να γνωστοποιούνται όμως κατά το παράρτημα V, σημείο 1, στοιχεία γ΄ και στ΄, συνηγορούν υπέρ της ευρύτερης προσβάσεως στα πρωτότυπα έγγραφα. Συγκεκριμένα, πρέπει να υποδεικνύονται οι αρμόδιες Αρχές καθώς και το χρονοδιάγραμμα και ο τόπος όπου οι σχετικές πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες καθώς και τα μέσα διά των οποίων καθίστανται διαθέσιμες. Δηλαδή, η ενημέρωση του κοινού κατά το σημείο 1 δεν αποκλείει, αλλά καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε επιπλέον πληροφορίες οι οποίες είναι σημαντικές όσον αφορά τη διαδικασία εκδόσεως αδείας.

76.      Εξάλλου, θα ήταν αντιφατική η λογική στο πλαίσιο της οποίας θα καθίσταντο διαθέσιμες κατά το παράρτημα V, σημείο 2, στοιχείο β΄, μεταγενέστερες πληροφορίες, κρίσιμες για την έκδοση αδείας, ενώ θα αποκλειόταν η πρόσβαση σε πληροφορίες υφιστάμενες κατά την έναρξη της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας.

77.      Περαιτέρω, η μη δημοσιοποίηση της αιτήσεως αδείας και των συνημμένων εγγράφων της θα συνιστούσε περιορισμό της υποχρέωσης ενημερώσεως του κοινού κατά παράβαση των διατάξεων της οδηγίας ΟΠΕΡ, ως ίσχυε πριν τροποποιηθεί, η οποία προέβλεπε ρητώς στο άρθρο 15, παράγραφος 1, την πρόσβαση του κοινού στην αίτηση αδείας. Με την τροποποίηση του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας ΟΠΕΡ διά της οδηγίας 2003/35 (23) ο νομοθέτης δεν είχε σκοπό να περιορίσει τη διαφάνεια, αλλά να προσαρμόσει την εν λόγω διάταξη στις ευρύτερες απαιτήσεις της συμβάσεως του Ώρχους, όπως προκύπτει και από τη δέκατη και ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της τροποποιητικής οδηγίας.

78.      Η σύμβαση αυτή δεν επιδιώκει τον περιορισμό της ενημερώσεως του κοινού, αλλά προβλέπει ρητώς στο άρθρο 6, παράγραφος 6, ότι πρέπει να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, οι οποίες είναι διαθέσιμες κατά τη στιγμή της διαδικασίας συμμετοχής του κοινού. Οι διατάξεις της οδηγίας ΟΠΕΡ όσον αφορά την ενημέρωση του κοινού οφείλουν να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διεθνούς δικαίου υποχρεώσεις της Ένωσης που απορρέουν από τη σύμβαση του Ώρχους, η οποία άλλωστε τίθεται σε εφαρμογή με την εν λόγω οδηγία (24). Συνεπώς, οι επίμαχες διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, επιβάλλεται η παροχή προσβάσεως σε όλες τις πληροφορίες οι οποίες είναι σχετικές με τη διαδικασία χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας.

 β)      Επί της δημοσιοποιήσεως της αποφάσεως προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως

79.      Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως έπρεπε, κατ’ αρχήν, να καταστεί διαθέσιμη στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας, εφόσον ήταν σχετική με την άδεια.

80.      Αυθορμήτως, γίνεται δεκτό ότι η διαδικασία χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας μιας εγκαταστάσεως αφορά και τον προσδιορισμό του τόπου εγκαταστάσεως. Το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του το οποίο επιδιώκουν τα άρθρα 1 και 9, παράγραφος 1, της οδηγίας ΟΠΕΡ θα ενισχυόταν, ασφαλώς, αν η επιλογή του τόπου εγκαταστάσεως γινόταν με γνώμονα τη μείωση των δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον.

81.      Εντούτοις, η οδηγία ΟΠΕΡ δεν αφορά συνολικώς την άδεια μιας εγκαταστάσεως, αλλά προβλέπει (μόνον) τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των διαφόρων πληττόμενων στοιχείων του περιβάλλοντος, δηλαδή, ιδίως του αέρα, των υδάτων και του εδάφους. Ρυθμίζει κυρίως τη λειτουργία της εγκαταστάσεως και τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται. Βεβαίως, η απόφαση σχετικά με τον τόπο εγκαταστάσεως μπορεί να επηρεάζει την ολοκληρωμένη άδεια· για παράδειγμα, το άρθρο 9, παράγραφος 4, της οδηγίας ΟΠΕΡ προβλέπει ότι στους όρους της αδείας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η γεωγραφική θέση της συγκεκριμένης εγκαταστάσεως και οι τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Ωστόσο, δεν προβλέπεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας πρέπει να προσδιορίζεται ο τόπος εγκαταστάσεως ή να ελέγχεται η υφιστάμενη απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως. Επομένως, η απόφαση αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί, κατ’ εξαίρεση, μόνον εμμέσως, σε περίπτωση που η εγκατάσταση δεν μπορεί να εγκριθεί κατά την οδηγία ΟΠΕΡ λόγω των συνθηκών που επικρατούν στον προσδιορισμένο τόπο εγκαταστάσεως.

82.      Ως προς τους ΧΥΤΑ όμως ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στην οδηγία ΧΥΤΑ. Στον βαθμό που οι ΧΥΤΑ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΟΠΕΡ, η οδηγία ΧΥΤΑ προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, τους σχετικούς «τεχνικούς κανόνες» για τη διατύπωση, υπό συγκεκριμένη μορφή, των γενικών απαιτήσεων της οδηγίας ΟΠΕΡ. Οι σχετικές απαιτήσεις της οδηγίας ΟΠΕΡ θα θεωρείται ότι πληρούνται εφόσον ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας ΧΥΤΑ.

83.      Το παράρτημα I, σημείο 1, της οδηγίας ΧΥΤΑ ρυθμίζει την επιλογή του τόπου εγκαταστάσεως ενός ΧΥΤΑ. Το σημείο 1.1, στοιχείο α΄, ορίζει ιδίως ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η απόσταση των ορίων του ΧΥΤΑ από κατοικημένες περιοχές και χώρους αναψυχής, καθώς και από αστικές περιοχές. Κατά το σημείο 1.2, ο ΧΥΤΑ μπορεί να εγκρίνεται μόνον εάν τα χαρακτηριστικά του δείχνουν ότι δεν συνιστά σοβαρό κίνδυνο για το περιβάλλον.

84.      Ασφαλώς, μπορεί να αμφισβητηθεί το αν οι κανόνες της οδηγίας ΧΥΤΑ για την επιλογή του τόπου εγκαταστάσεως συγκεκριμενοποιούν τους «σχετικούς τεχνικούς κανόνες» της οδηγίας ΟΠΕΡ κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ΧΥΤΑ, αλλά εν πάση περιπτώσει, κατά το άρθρο 8, στοιχείο α΄, περίπτωση i, της οδηγίας ΧΥΤΑ, η άδεια ενός ΧΥΤΑ πρέπει να πληροί όλες τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να εκδοθεί ολοκληρωμένη άδεια ΧΥΤΑ, εάν δεν έχουν τηρηθεί οι κανόνες επιλογής του τόπου εγκαταστάσεως.

85.      Ακόμη και αν οι απαιτήσεις της οδηγίας ΧΥΤΑ σχετικά με τον τόπο εγκαταστάσεως ΧΥΤΑ αποκλείονταν από τη διαδικασία χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας, η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως θα παρέμενε κρίσιμη. Πράγματι, στη σχετική διαδικασία πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφορες τοπικές συνθήκες. Επί παραδείγματι, το άρθρο 7, στοιχείο δ΄, της οδηγίας ΧΥΤΑ ορίζει ότι η αίτηση αδείας πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή της περιοχής εγκαταστάσεως, συμπεριλαμβανομένων των υδρολογικών και γεωλογικών χαρακτηριστικών της (25). Οι απαιτήσεις προστασίας του εδάφους και των υδάτων κατά το παράρτημα I, σημείο 3, αναφέρονται σε αυτές τις προϋποθέσεις οι οποίες αφορούν τον τόπο εγκαταστάσεως. Η διοικητική απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως ΧΥΤΑ θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη και αυτά τα στοιχεία και επομένως να περιλαμβάνει αντίστοιχες πληροφορίες.

86.      Τέλος, η εκ των προτέρων απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως ΧΥΤΑ είναι σημαντική όσον αφορά τη σχετική διαδικασία χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας στον βαθμό που θέτει ένα πλαίσιο για την ολοκληρωμένη άδεια βάσει του εθνικού δικαίου.

87.      Συνεπώς, η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως συνιστά, σε κάθε περίπτωση, πληροφορία σχετική με τη διαδικασία χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο g, του σλοβακικού νόμου 245/2003 απαιτεί ρητώς την προσκόμιση αυτής της αποφάσεως κατά την υποβολή της αιτήσεως αδείας. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας πρέπει, κατ’ αρχήν, να παρέχεται πρόσβαση σε προγενέστερη διοικητική απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως.

3.      Επί της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου

88.      Η πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες όμως μπορεί να αποκλεισθεί εάν η γνωστοποίησή τους θίγει συμφέροντα άξια προστασίας. Το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας ΟΠΕΡ ορίζει ότι οι απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, ισχύουν με την επιφύλαξη των περιορισμών που θέτει το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 4, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

89.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων περιβαλλοντικών πληροφοριών εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών όταν η εθνική νομοθεσία ή το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου.

90.      Ωστόσο, οι λόγοι αποκλεισμού της προσβάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση χρήζουν συσταλτικής ερμηνείας, κατά την οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το δημόσιο συμφέρον ως προς τη γνωστοποίηση (26). Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της ανωτέρω οδηγίας, ακόμη και αν τα έγγραφα καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, πρέπει να παρέχεται πρόσβαση τουλάχιστον στα αποσπάσματά τους τα οποία δεν εμπίπτουν στο σχετικό πεδίο προστασίας.

91.      Το Δικαστήριο δεν δύναται να εκτιμήσει κατά τρόπο οριστικό σε ποιον βαθμό μπορεί το επιχειρηματικό απόρρητο να δικαιολογήσει την εμπιστευτική μεταχείριση της αποφάσεως προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως, διότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν παρείχε περισσότερα στοιχεία όσον αφορά την ενδεχόμενη κάλυψη από το επιχειρηματικό απόρρητο. Κατά συνέπεια, αρμόδια για την εξέταση αυτή είναι τα εθνικά δικαστήρια.

92.      Εντούτοις, δεδομένης της γνωστοποιήσεως της αποφάσεως προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας διοικητικής διαδικασίας μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εν λόγω απόφαση δεν περιείχε πληροφορίες οι οποίες καλύπτονταν από το επιχειρηματικό απόρρητο. Μέχρι τούδε, άλλωστε, δεν επισημάνθηκε καμία ένδειξη, ούτε και από την Ekologická Skládka, ότι η επίμαχη απόφαση περιείχε εν γένει πληροφορίες οι οποίες έχρηζαν προστασίας. Αντιθέτως, υφίσταται σημαντικό δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες περί του τόπου εγκαταστάσεως ενός ΧΥΤΑ. Το συμφέρον αυτό υπερτερεί, κατά κανόνα, έναντι του συμφέροντος προστασίας επιχειρηματικών πληροφοριών.

93.      Συνεπώς, θα ληφθεί ως δεδομένο στη συνέχεια ότι η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως δεν προστατεύεται, συνολικώς ή εν μέρει, από το επιχειρηματικό απόρρητο.

4.      Επί του χρόνου της γνωστοποιήσεως

94.      Κατόπιν τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν η γνωστοποίηση της αποφάσεως προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως στο στάδιο της δευτεροβάθμιας διοικητικής διαδικασίας ήταν έγκαιρη υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της οδηγίας ΟΠΕΡ ή αν πραγματοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση.

95.      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας ΟΠΕΡ επιβάλλει να παρέχεται έγκαιρα και πραγματικά στο ενδιαφερόμενο κοινό, η δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία εκδόσεως αδείας για νέες εγκαταστάσεις. Σαφέστερο είναι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της συμβάσεως του Ώρχους, στην εφαρμογή του οποίου αποσκοπεί η οδηγία. Το άρθρο αυτό επιβάλλει τη συμμετοχή του κοινού από το αρχικό ακόμα στάδιο όταν είναι ανοικτές όλες οι επιλογές και η συμμετοχή του κοινού μπορεί ακόμα να είναι ουσιαστική.

96.      Δεν αρκεί όμως μόνον η γνωστοποίηση των πληροφοριών. Κατά το παράρτημα V, σημείο 3, της οδηγίας ΟΠΕΡ, το ενδιαφερόμενο κοινό έχει το δικαίωμα να απευθύνει παρατηρήσεις και γνώμες στην αρμόδια αρχή, πριν από τη λήψη της αποφάσεως. Το σημείο 4 προβλέπει ότι τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά τη λήψη της αποφάσεως. Αντίστοιχο είναι το περιεχόμενο του άρθρου 6, παράγραφοι 7 και 8, της συμβάσεως του Ώρχους.

97.      Σε περίπτωση που –όπως πρέπει να γίνει δεκτό εν προκειμένω– η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως δεν καλυπτόταν πλήρως από την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και όφειλε να καταστεί διαθέσιμη, η πρωτοβάθμια διοικητική διαδικασία χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας δεν θα πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία ΟΠΕΡ. Το κοινό δεν είχε πρόσβαση στην απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως και δεν μπορούσε να λάβει θέση ως προς το αν τηρήθηκε η εν λόγω απόφαση ή αν αυτή είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος I, σημείο 1, της οδηγίας ΧΥΤΑ.

98.      Για τον λόγο αυτόν, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η γνωστοποίηση ήταν πολύ καθυστερημένη. Ως εκ τούτου, η δέουσα συμμετοχή του κοινού δεν ήταν εξασφαλισμένη.

99.      Κατά τη δευτεροβάθμια διοικητική διαδικασία όμως γνωστοποιήθηκε η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως και το κοινό είχε στη διάθεσή του 30 ημέρες προκειμένου να υποβάλει παρατηρήσεις όπως προέβλεπε η απόφαση εκδόσεως ολοκληρωμένης αδείας η οποία τροποποιήθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Το σλοβακικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχική διαδικαστική πλημμέλεια είναι δυνατόν να θεραπευθεί διά της ανωτέρω γνωστοποιήσεως. Επισήμανε ότι, κατά τις γενικές αρχές της σλοβακικής διοικητικής διαδικασίας, το δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο μπορεί να τροποποιήσει συνολικώς τη διοικητική απόφαση και οφείλει να λάβει υπόψη δεόντως τη γνώμη του κοινού.

100. Τόσο η οδηγία ΟΠΕΡ όσο και η οδηγία ΧΥΤΑ δεν προβλέπουν ρυθμίσεις περί θεραπείας των διαδικαστικών πλημμελειών. Εντούτοις, το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα θεραπείας διαδικαστικών πλημμελειών (27) και από τις ανωτέρω οδηγίες δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αποκλείουν τη θεραπεία διαδικαστικών πλημμελειών. Στην απόφαση Wells υφίσταται αντίστοιχη προσέγγιση σε σχέση με την πλήρη παράλειψη εξετάσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και εκτιμάται ότι η αναστολή ήδη χορηγηθείσας αδείας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η (παραλειφθείσα) αξιολόγηση των επιπτώσεων του οικείου σχεδίου στο περιβάλλον όπως προβλέπεται από την οδηγία ΕΕΠ, συνιστά κατάλληλο μέτρο θεραπείας της παραβάσεως των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας (28).

101. Λόγω της απουσίας ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης περί θεραπείας διαδικαστικών πλημμελειών στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας ΧΥΤΑ, μπορούν να εφαρμοσθούν οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, οι διαδικαστικοί κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πλήρους προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (29).

102. Η αρχή της ισοδυναμίας τηρείται όταν εφαρμόζονται οι συνήθεις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη θεραπεία διαδικαστικών πλημμελειών. Το μέτρο θεραπείας συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας εφόσον μπορεί να εξασφαλίσει στους δικαιούχους το καθεστώς στο οποίο θα βρίσκονταν εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η διαδικαστική πλημμέλεια (30). Επιπλέον, το μέτρο θεραπείας δεν πρέπει να παρέχει την ευκαιρία αποφυγής ή μη εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και οφείλει να συνιστά εξαίρεση (31). Ειδάλλως θα καθίστατο αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής για τους δικαιούχους η άσκηση των δικαιωμάτων τους.

103. Επομένως, το γεγονός ότι στη δευτεροβάθμια διαδικασία κατέστησαν προσβάσιμες οι αρχικώς παραλειφθείσες πληροφορίες και παρασχέθηκε η δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων, καθώς και το γεγονός ότι το δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο είχε δικαίωμα να τροποποιήσει την πρωτοβάθμια απόφαση λαμβάνοντας υπόψη τις υποβληθείσες παρατηρήσεις συνιστούν αναγκαίες άλλα ανεπαρκείς προϋποθέσεις για τη θεραπεία της διαδικαστικής πλημμέλειας.

104. Συγκεκριμένα, η θεραπεία προϋποθέτει επίσης ότι όλες οι επιλογές ήταν όντως ανοικτές κατά τον χρόνο της συμπληρωματικής συμμετοχής του κοινού. Σε άλλη περίπτωση, η εκ των υστέρων αναπλήρωση του παραλειφθέντος διαδικαστικού σταδίου θα είχε αμιγώς τυπικό χαρακτήρα και δεν θα μπορούσε να παράσχει δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στο κοινό.

105. Περαιτέρω, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν αν όλες οι επιλογές ήταν όντως ανοικτές κατά τον χρόνο της συμπληρωματικής συμμετοχής του κοινού. Συναφώς, μπορούν να εξετάσουν, παραδείγματος χάρη, τις συνέπειες της παρακάμψεως ενός σταδίου της διοικητικής διαδικασίας. Επίσης, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν αν κατά τον χρόνο της θεραπείας η πρωτοβάθμια απόφαση είχε εφαρμοσθεί ήδη στην πράξη παράγοντας τετελεσμένα γεγονότα ή αν το δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο έκρινε αμερόληπτα και αντικειμενικά τις ενδεχόμενες ενστάσεις. Δεδομένου ότι η απόφαση αφορά τον τόπο εγκαταστάσεως ΧΥΤΑ, θα ήταν εύλογη ιδίως η συνεκτίμηση των απαιτήσεων του παραρτήματος I, σημείο 1, της οδηγίας ΧΥΤΑ όσον αφορά την επιλογή τόπων εγκαταστάσεως ΧΥΤΑ.

5.      Συμπέρασμα επί του δευτέρου ερωτήματος

106. Συνοψίζοντας, λοιπόν, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας ΧΥΤΑ το κοινό πρέπει να έχει πρόσβαση στην προγενέστερη απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του παραρτήματος V της οδηγίας ΟΠΕΡ, εφόσον αυτή η πρόσβαση δεν αποκλείεται για λόγους υπέρτερης σημασίας, παραδείγματος χάρη, λόγω προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου. Εάν αποκλεισθεί αρχικώς η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο χωρίς επαρκείς δικαιολογητικούς λόγους, η έλλειψη αυτή μπορεί να θεραπευθεί εκ των υστέρων κατά το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, εφόσον η καθυστερημένη πρόσβαση μπορεί να εξασφαλίσει στο κοινό το ίδιο καθεστώς συμμετοχής το οποίο θα υφίστατο εάν το επίμαχο έγγραφο είχε καταστεί εξαρχής διαθέσιμο.

 Γ      Επί του τρίτου ερωτήματος – Η εφαρμογή της οδηγίας ΕΕΠ

107. Με το τρίτο ερώτημα το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η ισχύς της αρχικής εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του σχεδίου κατασκευής ΧΥΤΑ, του έτους 1999, μπορεί να παραταθεί το 2006 χωρίς να εξετασθούν εκ νέου οι πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

108. Η Ekologická Skládka αμφισβητεί ότι το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο για την έκβαση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν συνιστούν αντικείμενο της κύριας δίκης. Θα μπορούσαν να εξετασθούν μόνο στο πλαίσιο ειδικά προβλεπόμενης διαδικασίας και δεν προβλήθηκαν ούτε από τους διαδίκους της κύριας δίκης.

109. Ο ανωτέρω ισχυρισμός συνδέεται με το ζήτημα το οποίο παρέμεινε εκκρεμές κατά την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ήτοι αν το δίκαιο της Ένωσης παρέχει τη δυνατότητα ή επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο να εξετάζει αυτεπαγγέλτως συγκεκριμένα ζητήματα περιβαλλοντικού δικαίου, μολονότι αυτό δεν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο (32). Επομένως, στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος, σε συνδυασμό με το πρώτο ερώτημα, πρέπει να εξετασθεί αν η οδηγία ΕΕΠ επιτρέπει την παράταση ισχύος της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων χωρίς εκ νέου έλεγχο των πιθανών επιπτώσεων στο περιβάλλον (βλ., σχετικά, υπό 1), αν το εν λόγω ερώτημα πρέπει να εξετασθεί σε σχέση με την ολοκληρωμένη άδεια, μολονότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει ειδική διαδικασία για την προβολή ελλείψεων της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (βλ., σχετικά, υπό 2), και αν το επίμαχο ερώτημα οφείλει ή μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως βάσει του δικαίου της Ένωσης (βλ., σχετικά, υπό 3).

1.      Επί της οδηγίας ΕΕΠ

 α)      Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας ΕΕΠ

110. Πριν εξετασθεί αν η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έτους 1999 μπορεί να ισχύσει το 2006 χωρίς να ελεγχθούν εκ νέου οι πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον, πρέπει να διευκρινισθεί αν η οδηγία ΕΕΠ μπορεί εν γένει να τύχει εφαρμογής.

111. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την οδηγία ΕΕΠ στις περιπτώσεις που η άδεια χορηγήθηκε μεν μετά από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας ΕΕΠ στο εθνικό δίκαιο, αλλά η διαδικασία χορηγήσεως αδείας κινήθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή (σχέδια έργων αποκαλούμενα pipe-line) (33).

112. Κατά το άρθρο 2 της Πράξεως Προσχωρήσεως (34) η οδηγία ΕΕΠ έπρεπε να μεταφερθεί στην έννομη τάξη της Σλοβακίας από την ημερομηνία προσχωρήσεως, δηλαδή την 1η Μαΐου 2004.

113. Ως πράξη με την οποία εκκίνησε τυπικώς η διαδικασία εκδόσεως αδείας θα μπορούσε να θεωρηθεί, εκ πρώτης όψεως, η υποβολή αιτήσεως εκδόσεως ολοκληρωμένης αδείας. Η σχετική αίτηση υποβλήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2007 και ως εκ τούτου θα μπορούσε να δικαιολογεί, εν προκειμένω, την εφαρμογή της οδηγίας ΕΕΠ.

114. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία της δικογραφίας, πρέπει να εξετασθεί επίσης αν οι τρεις διαδοχικές διαδικασίες, ήτοι η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, ο προσδιορισμός του τόπου εγκαταστάσεως και η έκδοση ολοκληρωμένης αδείας, συνιστούν ενιαία διαδικασία χορηγήσεως αδείας κατά την έννοια της οδηγίας ΕΕΠ (35). Εάν αυτό γίνει δεκτό, η υποβολή αιτήσεως για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στις 16 Δεκεμβρίου 1998 θα πρέπει να θεωρηθεί ως πράξη με την οποία εκκίνησε τυπικώς η διαδικασία χορηγήσεως αδείας κατά την έννοια της οδηγίας ΕΕΠ. Στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί η οδηγία ΕΕΠ.

115. Υπέρ αυτής της προσεγγίσεως συνηγορεί ιδίως το ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις εξετάσθηκαν ειδικά με σκοπό την κατασκευή ΧΥΤΑ. Το γεγονός ότι κατά το σλοβακικό δίκαιο οι επιπτώσεις στο περιβάλλον ελέγχονται ανεξάρτητα από τη βασική διαδικασία χορηγήσεως αδείας δεν θα έπρεπε να διευρύνει το χρονικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΕΠ.

116. Δεδομένου ότι η διαδικασία εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον είναι επίσημη διοικητική διαδικασία, διαφέρει από τις ανεπίσημες επαφές κατά την προετοιμασία της αιτήσεως αδείας οι οποίες δεν αναγνωρίζονται από το Δικαστήριο ως πράξεις ενάρξεως της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας (36).

117. Συνεπώς, η έναρξη της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας διά της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον εάν η σχετική εκτίμηση αφορούσε άλλο έργο, το οποίο ουδέποτε άρχισε να υλοποιείται (37). Συναφώς, είναι κρίσιμο αν το σχέδιο κατασκευής του ΧΥΤΑ είχε συνεχή εξέλιξη ή είχε διακοπεί για ορισμένο χρονικό διάστημα (38).

118. Ο δήμος της Pezinok είχε τροποποιήσει, εν τω μεταξύ, επανειλημμένως τα σχέδιά του απορρίπτοντας την κατασκευή ΧΥΤΑ, αλλά κατά το σλοβακικό δίκαιο οι αποφάσεις αυτές δεν είχαν προφανώς ως αποτέλεσμα τη λήξη του επίμαχου σχεδίου. Μολονότι υφίσταται επιφανειακή ομοιότητα, η προκειμένη περίπτωση διαφέρει από εκείνη της αποφάσεως Gedeputeerde Staten van Noord-Holland. Και σε αυτήν την υπόθεση το δημοτικό συμβούλιο είχε προβεί επανειλημμένως σε θεμελιώδεις τροποποιήσεις των σχεδίων του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η τελευταία πράξη σχεδιασμού συνιστά νέο σχέδιο (39). Στη διαδικασία αυτή όμως το δημοτικό συμβούλιο υπέβαλλε με δική του πρωτοβουλία την αίτηση εκκινώντας κάθε φορά νέα διαδικασία χορηγήσεως αδείας (40).

119. Εν προκειμένω, την αίτηση υπέβαλε η Ekologická Skládka. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι υφίστατο συνεχής εξέλιξη, καθόσον οι καθυστερήσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο οφείλονταν κυρίως στην αντίθετη στάση του δήμου της Pezinok.

120. Ασφαλώς, η αίτηση για την έναρξη της διαδικασίας εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον υποβλήθηκε από άλλη εταιρία, την Pezinské tehelne a.s. Οι δύο εταιρίες όμως συνδέονται προφανώς μεταξύ τους. Η Pezinské tehelne a.s. υποστηρίζει προδήλως την υλοποίηση του σχεδίου, δεδομένου ότι ζήτησε την παράταση ισχύος της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ενώ η Ekologická Skládka μετείχε στη διαδικασία προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως. Περαιτέρω, αμφότερες οι εταιρίες άσκησαν από κοινού τη διοικητική προσφυγή η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της αποφάσεως περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως.

121. Άλλωστε, ακόμη και η πλήρης αντικατάσταση της εταιρίας η οποία πρόκειται να υλοποιήσει ένα σχέδιο δεν συνεπάγεται υποχρεωτικώς την προσωρινή διακοπή υλοποιήσεως του σχεδίου. Πράγματι, δεν αποκλείεται η μεταβίβαση της οικονομικής διαχειρίσεως ενός σχεδίου από μια εταιρία σε άλλη εταιρία χωρίς να επέλθει ουσιαστική μεταβολή στο ίδιο το σχέδιο.

122. Εν τέλει όμως απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν αν το σχέδιο κατασκευής ΧΥΤΑ είχε συνεχή εξέλιξη ή είχε διακοπεί για ορισμένο χρονικό διάστημα και έπειτα ξεκίνησε εκ νέου. Για τον λόγο αυτόν πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω το προκείμενο ερώτημα, μολονότι τίθεται εν αμφιβόλω, από χρονικής απόψεως, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας ΕΕΠ.

123. Εξάλλου, το ενδιαφέρον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να προκύψει από τις επισημάνσεις πολλών μετεχόντων στη διαδικασία οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η Σλοβακία είχε ήδη διαμορφώσει και εφάρμοζε την εθνική της νομοθεσία σύμφωνα με την οδηγία ΕΕΠ πριν από την προσχώρησή της στην Ένωση. Συνεπώς, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων η οποία είχε διεξαχθεί αποκλειστικώς κατά το εθνικό δίκαιο λόγω του χρόνου διεξαγωγής της ενδέχεται να χρήζει όμοιας μεταχειρίσεως με εκτίμηση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΕΠ (41). Η απόφαση Ynos (42) δεν αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο, καθόσον η διαδικασία χορηγήσεως αδείας εκκίνησε μεν πριν από την προσχώρηση της Σλοβακίας, αλλά περατώθηκε πολύ αργότερα.

 β)      Επί των κριτηρίων παρατάσεως της ισχύος της αποφάσεως περί εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον

124. Αν γίνει δεκτό εν τέλει ότι η οδηγία ΕΕΠ μπορεί να εφαρμοσθεί ως προς την άδεια του σχεδίου κατασκευής ΧΥΤΑ ή ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει την τήρηση των απαιτήσεων της εν λόγω οδηγίας, τίθεται το ζήτημα αν η ισχύς της αποφάσεως περί εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έτους 1999 παρατάθηκε το 2006 κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία ΕΕΠ.

125. Συναφώς, το εθνικό δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει, κατ’ αρχάς, αν η εκτίμηση που διεξήχθη το έτος 1999 πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις της οδηγίας ΕΕΠ. Μια ανεπαρκής περιβαλλοντική εκτίμηση, δηλαδή, δεν θα συνιστούσε περιβαλλοντική εκτίμηση κατά την έννοια της οδηγίας ακόμη και σε περίπτωση παρατάσεως της ισχύος της.

126. Η οδηγία ΕΕΠ δεν προβλέπει ρητώς αν μπορεί να παραταθεί η ισχύς περιβαλλοντικής εκτιμήσεως η οποία είναι επαρκής από απόψεως περιεχομένου. Ωστόσο, κρίσιμος είναι ο σκοπός της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΕΕΠ. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους. Αυτή η εκτίμηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε επιπτώσεις οι οποίες προκλήθηκαν κατά την υλοποίηση του σχεδίου σε κάποια χρονική στιγμή στο παρελθόν. Αντιθέτως, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις επιπτώσεις οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν πράγματι αναμενόμενες κατά τον χρόνο χορηγήσεως της αδείας.

127. Τούτο προκύπτει, άλλωστε, και από το παράρτημα II, σημείο 13, της οδηγίας ΕΕΠ, που αφορά τις τροποποιήσεις σχεδίων (43), οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται υπό ευρεία έννοια (44).

128. Αν μεταβληθούν εν τω μεταξύ οι περιβαλλοντικές συνθήκες ή τροποποιηθεί το σχέδιο, καθιστώντας δυνατή την πρόκληση άλλων σημαντικών επιπτώσεων, η διαδικασία περιβαλλοντικής εκτιμήσεως πρέπει να συμπληρωθεί ή και να επαναληφθεί δεόντως. Επομένως, μπορεί να κριθεί αναγκαίο να εξετασθεί αν η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον κατά τον χρόνο χορηγήσεως της αδείας περιγράφει δεόντως όλες τις ενδεχόμενες σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου (45)· επιβάλλεται λοιπόν ένα είδος ενημερωτικού ελέγχου, προκειμένου να διαπιστώνεται εάν απαιτείται συμπληρωματική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

129. Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, διάφορα δεδομένα θα μπορούσαν να θεωρηθούν κρίσιμα όσον αφορά τον ενημερωτικό έλεγχο.

130. Το πρώτο ζήτημα έχει σχέση με τη χρονική εξέλιξη. Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει, κατ’ αρχήν, να λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του σχεδίου, όπως αυτή προκύπτει από την ολοκληρωμένη άδεια (46). Δεν θα προκαλούσε όμως έκπληξη αν οι επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον μεταβάλλονταν σε σύγκριση με το περιεχόμενο της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Για τον λόγο αυτόν, καίτοι η οδηγία ΧΥΤΑ εκδόθηκε το ίδιο έτος με την απόφαση περί εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οι απαιτήσεις της έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τη χορήγηση της ολοκληρωμένης αδείας. Μολονότι η Σλοβακία εφάρμοζε το δίκαιο της Ένωσης και πριν από την προσχώρησή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι οι προβλέψεις της οδηγίας ΧΥΤΑ όσον αφορά τις επιπτώσεις των ΧΥΤΑ στο περιβάλλον είχαν ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

131. Επιπλέον, ο δήμος της Pezinok είχε τροποποιήσει τα σχέδιά του μετά την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ανάγκη επανεκτιμήσεως των επιπτώσεων του σχεδίου κατασκευής ΧΥΤΑ στο περιβάλλον ιδίως υπό το πρίσμα της μεταβληθείσας χρήσεως όμορων εκτάσεων η οποία δεν είχε ληφθεί αρχικώς υπόψη. Η χρήση αυτών των εκτάσεων μπορεί να είναι πιο ευάλωτη στις επιπτώσεις του ΧΥΤΑ ή να εντείνει τις σωρευτικές επιπτώσεις οι οποίες προβλέπονταν κατά την αρχική εκτίμηση (47).

132. Εξάλλου, οι αυξημένες σωρευτικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να οφείλονται και στο γεγονός ότι ο υφιστάμενος ΧΥΤΑ της Pezinok δεν διέκοψε τη λειτουργία του το 2001 όπως προβλεπόταν κατά την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά εξακολούθησε να λειτουργεί, τουλάχιστον, έως τις 31 Οκτωβρίου 2007 και ενδεχομένως για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να έχει αυξηθεί η αρχική περιβαλλοντική επιβάρυνση της περιοχής.

 γ)      Επί της συμμετοχής του κοινού στην απόφαση σχετικά με την επάρκεια παλαιότερης εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

133. Σύμφωνα με το σκεπτικό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, επίσης, αν ο ενημερωτικός έλεγχος μπορούσε να διεξαχθεί κατόπιν απλής αιτήσεως του φορέα του σχεδίου χωρίς οποιαδήποτε άλλη συμμετοχή του κοινού.

134. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά τον ενημερωτικό έλεγχο διαπιστώνεται αν απαιτείται εκ νέου συμμετοχή του κοινού. Επιβάλλεται λοιπόν η στάθμιση μεταξύ του συμφέροντος για αποτελεσματική και ταχεία διοικητική διαδικασία και των δικαιωμάτων του κοινού. Η συμμετοχή του κοινού θα επιβράδυνε τη διαδικασία, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας ενδέχεται να απαιτούνται περισσότεροι έλεγχοι, προκειμένου να διαπιστωθεί μετά από κάθε μεταβολή των συνθηκών αν η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων παραμένει επίκαιρη.

135. Το κοινό, ακόμη και αν δεν συμμετέχει κατά τη λήψη αποφάσεως στο πλαίσιο του ενημερωτικού ελέγχου, δεν στερείται άλλων δικαιωμάτων. Το είδος της ανωτέρω αποφάσεως παρουσιάζει ομοιότητες με την προεκτίμηση στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται αν ορισμένα σχέδια μικρότερης κλίμακας, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της οδηγίας ΕΕΠ, οφείλουν να υποβληθούν εν γένει σε περιβαλλοντική εκτίμηση. Κατά την προεκτίμηση, οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει να εξασφαλίζουν ότι δεν θα διαφύγει της εκτιμήσεως κανένα σχέδιο δυνάμενο να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατά την έννοια της οδηγίας, εκτός εάν το αποκλειόμενο ειδικό σχέδιο μπορεί να θεωρηθεί βάσει συνολικής εκτιμήσεως ως μη δυνάμενο να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (48). Το κοινό, όπως εξάλλου και οι λοιπές εμπλεκόμενες εθνικές αρχές, πρέπει να μπορούν να βεβαιώνονται για τη συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή ενδεχομένως διά της δικαστικής οδού (49). Προκειμένου να εξασφαλισθεί η παροχή αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται να καθιστά γνωστούς τους λόγους της αρνήσεώς της στο κοινό και στις Αρχές είτε με την ίδια την απόφαση είτε, κατόπιν αιτήσεώς τους, με μεταγενέστερη γνωστοποίηση (50).

136. Αυτές οι αρχές πρέπει να ισχύουν και ως προς τον ενημερωτικό έλεγχο, διότι και αυτός έχει ως σκοπό να εντοπίσει σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις οι οποίες δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη δεόντως. Με αυτό το κριτήριο απόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν αν και με ποιον τρόπο θα συμμετέχει το κοινό κατά τη λήψη αποφάσεως στο πλαίσιο του ενημερωτικού ελέγχου (51).

 δ)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

137. Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι, αν η οδηγία ΕΕΠ μπορεί να εφαρμοσθεί ratione temporis, εξακολουθεί να ισχύει προγενέστερη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εφόσον περιγράφει δεόντως τις ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον κατά τον χρόνο χορηγήσεως της αδείας. Δεν επιβάλλεται η συμμετοχή του κοινού όταν διεξάγεται εξέταση για να διαπιστωθεί αν μεσολάβησε μεταβολή των περιβαλλοντικών συνθηκών ή του σχεδίου σε βαθμό ικανό να προκαλέσει άλλες σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον.

2.      Επί του παραδεκτού του διαχωρισμού της ένδικης προστασίας σε σχέση με τις διαφορετικές προϋποθέσεις χορηγήσεως αδείας

138. Όλες οι ανωτέρω σκέψεις έχουν σημασία για την κύρια δίκη μόνον αν οι ελλείψεις της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορούν να προβληθούν εν γένει στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας. Τούτο αποκλείεται προφανώς από το σλοβακικό δίκαιο, καθόσον το Συνταγματικό Δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, σε ειδική διαδικασία ένδικης προστασίας. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί υπό το φως του δικαίου της Ένωσης αν η εξέταση ενδεχόμενων ελλείψεων προγενέστερης εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί να εξαιρεθεί από την ένδικη διαδικασία ελέγχου της ολοκληρωμένης αδείας ΧΥΤΑ και να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής διαδικασίας ένδικης προστασίας.

139. Η οδηγία ΟΠΕΡ δεν επιβάλλει τη διεξαγωγή εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας ΟΠΕΡ ορίζει μεν ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες που αντλήθηκαν κατά την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά κατά τα λοιπά η οδηγία ΟΠΕΡ εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας ΕΕΠ, όπως προβλέπει το άρθρο 1 και η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη. Συνεπώς, η οδηγία ΟΠΕΡ επιτρέπει, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις εν λόγω οδηγίες στο πλαίσιο ανεξάρτητων διαδικασιών, καθώς και να διαχωρίζουν τον δικαστικό έλεγχο αυτών των διαδικασιών.

140. Ωστόσο, κατά το σλοβακικό δίκαιο, η ολοκληρωμένη άδεια του ΧΥΤΑ συνιστά άδεια λειτουργίας κατά την έννοια της οδηγίας ΟΠΕΡ, αλλά και άδεια κατασκευής του ΧΥΤΑ (άρθρο 8, παράγραφος 3, του σλοβακικού νόμου 245/2003). Η άδεια κατασκευής του ΧΥΤΑ είναι άδεια η οποία εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ΕΕΠ. Ως εκ τούτου, μπορεί να εκδοθεί μόνον κατόπιν εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Καθίσταται λοιπόν πρόδηλο ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων συνδέεται με τη χορήγηση ολοκληρωμένης αδείας κατά το σλοβακικό δίκαιο, μολονότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει αυτήν τη σύνδεση.

141. Το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΕΠ ορίζει ότι κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού πρέπει να έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας ΕΕΠ περί συμμετοχής του κοινού. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος της αδείας κατασκευής του ΧΥΤΑ πρέπει να επεκτείνεται και στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

142. Εντούτοις, η απαίτηση πρόβλεψης ελεγκτικής διαδικασίας δεν αποκλείει κατ’ ανάγκη την εξέταση συγκεκριμένων ζητημάτων –όπως η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων– στο πλαίσιο ειδικών ελεγκτικών διαδικασιών.

143. Συγκεκριμένα, το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει τις λεπτομέρειες διαμορφώσεως της ελεγκτικής διαδικασίας. Αυτό είναι καθήκον των κρατών μελών. Πάντως, οι διαδικαστικοί κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πλήρους προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (52).

144. Ενδέχεται να υφίστανται θεμιτοί λόγοι όσον αφορά τη θέσπιση ειδικών ελεγκτικών διαδικασιών για την εξέταση συγκεκριμένων ζητημάτων. Οι αιτούντες απολαύουν μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου, ιδίως, όταν συγκεκριμένα ζητήματα επιλύονται κατά τρόπο οριστικό εξαρχής, πριν από τη διεξαγωγή ευρύτερων επιπρόσθετων διαδικασιών.

145. Ωστόσο, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν δύναται ως εκ της φύσεώς της να ενταχθεί πλήρως σε καθεστώς ασφάλειας δικαίου. Συγκεκριμένα, πρέπει να περιλαμβάνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις οι οποίες απορρέουν από το εγκριθέν σχέδιο και την υφιστάμενη κατάσταση του οικείου περιβάλλοντος (53). Συνεπώς, σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, θα ήταν αυθαίρετη η διατύπωση οριστικών τελικών διαπιστώσεων σχετικά με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τουλάχιστον οι ελλείψεις της εν λόγω εκτιμήσεως, οι οποίες είτε δημιουργούνται είτε αναγνωρίζονται εκ των υστέρων, πρέπει να μπορούν να προβληθούν σε μεταγενέστερο χρονικό στάδιο.

146. Επιπλέον, οι ελλείψεις ορισμένων ανεξάρτητων διαδικαστικών σταδίων πρέπει να επηρεάζουν και τα επόμενα στάδια. Για παράδειγμα, εάν στο πλαίσιο επιλύσεως διαφοράς συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ήταν εσφαλμένη, δεν είναι δυνατόν διαρκούσης αυτής της διαδικασίας να εγκριθεί οριστικώς ή να εκτελεσθεί το επίμαχο σχέδιο (54). Συγχρόνως, η διάσπαση της ένδικης προστασίας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αποκλεισθούν από τον έλεγχο συγκεκριμένων ανεξάρτητων διαδικαστικών σταδίων πρόσωπα και οργανώσεις που έχουν δικαίωμα, κατά το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΕΠ, να ζητήσουν ενώπιον δικαστηρίου την εξέταση της ουσιαστικής ή της διαδικαστικής νομιμότητας αποφάσεως. Τέλος, το επίμαχο σύστημα δεν μπορεί να συνεπάγεται δυσανάλογη αύξηση των δαπανών που απαιτείται να καταβάλλει το κοινό προκειμένου να προσφύγει κατά σχεδίου.

147. Εθνικό σύστημα ένδικης προστασίας το οποίο δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν θα ήταν σύμφωνο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, καθόσον θα καθιστούσε αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούνται από το δίκαιο περιβάλλοντος της Ένωσης.

148. Σε αυτήν την περίπτωση, η πρακτική αποτελεσματικότητα της σχετικής οδηγίας θα επέβαλε τον έλεγχο προγενέστερων διαδικαστικών πλημμελειών στο πλαίσιο διαφοράς η οποία αφορά μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας (55). Τούτο θα ίσχυε, ιδίως, στην περίπτωση που η συμπεριφορά των εθνικών αρχών σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί ένδικης προστασίας είχαν στερήσει παντελώς ορισμένο πρόσωπο από τη δυνατότητα προβολής των δικαιωμάτων του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (56), παραδείγματος χάρη, εάν οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν αποκρύψει τις δυνατότητες ένδικης προστασίας.

149. Το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες, προκειμένου να διευκρινίσει κατά τρόπο οριστικό στην παρούσα διαδικασία εάν η διαμόρφωση της ένδικης προστασίας στη Σλοβακία ή η εφαρμογή της στην επίμαχη, εν προκειμένω, διαδικασία συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας. Από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτουν σχετικές αμφιβολίες. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέχει στοιχεία τα οποία συνιστούν ενδείξεις ότι υφίστατο συμπαιγνία μεταξύ της Ekologická skládka και των αρμόδιων Αρχών:

–        Αναφέρεται ρητώς ότι ο διευθυντής της υπηρεσίας η οποία εξέδωσε την απόφαση περί προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως ήταν και ιδιοκτήτης εκτάσεων εντός της περιοχής του σχεδίου καθώς και μέλος, από κοινού με τις αδερφές του, του εποπτικού συμβουλίου της Ekologická skládka (57).

–        Οι Križan κ.λπ. αποκλείσθηκαν από τη διαδικασία προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως, καθόσον δεν θίγονταν άμεσα τα δικαιώματά τους, αλλά στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας θεωρήθηκε ότι δεσμεύονταν από την απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως (58).

–        Κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας, η απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως παρέμεινε μυστική άνευ προφανούς λόγου (59).

150. Η συγκεκριμένη εξέταση αυτών των στοιχείων απόκειται στα εθνικά δικαστήρια τα οποία, εάν υφίστανται αμφιβολίες, μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα, προκειμένου να λάβουν διευκρινίσεις όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικότητας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

151. Συνοψίζοντας, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εξαίρεση των ενδεχόμενων ελλείψεων προγενέστερης εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εξέταση που διενεργείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας ελέγχου της ολοκληρωμένης αδείας κατασκευής ΧΥΤΑ και η πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας ένδικης προστασίας για την εξέταση των εν λόγω ελλείψεων συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ότι αυτός ο διαχωρισμός της ένδικης προστασίας δεν καθιστά αδύνατο ή εξαιρετικά δυσχερή τον δικαστικό έλεγχο της ολοκληρωμένης αδείας. Εάν η διαμόρφωση της ένδικης προστασίας ή η εφαρμογή της δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, η πρακτική αποτελεσματικότητα των σχετικών οδηγιών επιβάλλει τον έλεγχο προγενέστερων διαδικαστικών πλημμελειών στο πλαίσιο διαφοράς η οποία αφορά μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας.

3.      Επί της αυτεπάγγελτης εξετάσεως συγκεκριμένων νομικών ζητημάτων

152. Εντούτοις, η εξέταση ενδεχόμενων ελλείψεων της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην κύρια δίκη θα μπορούσε να αποκλεισθεί βάσει μιας περαιτέρω διαπιστώσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, το Συνταγματικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι διάδικοι δεν θα αμφισβητούσαν την ισχύ της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ως εκ τούτου, διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ultra petita και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο υπερέβη την αρμοδιότητά του. Για τον λόγο αυτόν, το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν μπορεί, κατά το δίκαιο της Ένωσης, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το εν λόγω ζήτημα.

153. Συναφώς, ελλείψει σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ισχύει, κατ’ αρχήν, η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών η οποία όμως πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (60).

154. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει καμία ένδειξη όσον αφορά τα ζητήματα του εθνικού δικαίου τα οποία μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως. Επομένως, δεν υφίσταται σημείο αναφοράς προκειμένου να ερευνηθεί αν η αρχή της ισοδυναμίας επιβάλλει την αυτεπάγγελτη εξέταση των ελλείψεων της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η προκειμένη περίπτωση διαφέρει, λοιπόν, από την απόφαση van der Weerd που αφορούσε το ζήτημα αν οι επίμαχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης είναι αντίστοιχες των εθνικών διατάξεων δημοσίας τάξεως (ordre public), οι οποίες μπορούν να λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως βάσει του ολλανδικού δικαίου (61).

155. Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας τίθεται το ζήτημα αν ο εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της διατάξεως αυτής στο σύνολο της διαδικασίας, την εξέλιξη και τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, και οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (62). Πρόκειται για ανά περίπτωση εκτιμήσεις, κατόπιν εξετάσεως όλου του ιδιαιτέρου πραγματικού και νομικού πλαισίου κάθε υποθέσεως, οι οποίες δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτομάτως σε διαφορετικούς τομείς από τους τομείς εντός των οποίων εκδόθηκαν (63).

156. Κατ’ αρχήν, η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αποκλείει εθνικές διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από την παράβαση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την επιβαλλόμενη ουδετερότητά τους, εξερχόμενα των ορίων της ένδικης διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους διαδίκους, και στηριζόμενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων (64).

157. Ο περιορισμός αυτός της εξουσίας του εθνικού δικαστηρίου δικαιολογείται από την αρχή κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης και, κατά συνέπεια, το δικαστήριο μπορεί να ενεργεί αυτεπαγγέλτως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Η αρχή αυτή προστατεύει τα δικαιώματα άμυνας και διασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή της δίκης, ιδίως προλαμβάνοντας καθυστερήσεις συμφυείς προς την εξέταση νέων ισχυρισμών (65).

158. Αυτές οι επισημάνσεις διατυπώθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών οι οποίες αφορούσαν την υπαγωγή σε δημόσιο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως (66) καθώς και την εντόπιση παρουσίας επιζωοτίας προκειμένου να ληφθούν μέτρα σε βάρος της οικείας αγροτικής εκμετάλλευσης (67).

159. Αντιθέτως, η πιο σημαντική περίπτωση, στην οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, εντούτοις, να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από το δίκαιο της Ένωσης, αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (68). Λαμβάνοντας υπόψη την υποδεέστερη κατάσταση των καταναλωτών σε σχέση προς τους αντισυμβαλλομένους τους, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται για επιτακτικής φύσεως διάταξη, η οποία τείνει να αναπληρώσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με πραγματική ισορροπία ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα. Για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της διατάξεως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας (69).

160. Το περιβάλλον χρήζει επίσης προστασίας και υφίσταται σημαντικό δημόσιο συμφέρον για την ορθή διεξαγωγή της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων η οποία επιβάλλεται κατά το δίκαιο της Ένωσης.

161. Ωστόσο, η οδηγία ΕΕΠ δεν περιλαμβάνει διάταξη, αντίστοιχη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί καταχρηστικών ρητρών, η οποία να αφορά τις συνέπειες μιας ελλιπούς εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την ισχύ των αδειών. Δεν ορίζει, ιδίως, ότι η άδεια θα καθίστατο ανίσχυρη σε περίπτωση ελλείψεων της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

162. Εν προκειμένω, μπορεί να παραμείνει ανοικτό το ζήτημα αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως η πλήρης παράλειψη της επιβαλλόμενης, κατά το δίκαιο της Ένωσης, εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Πάντως, η εν λόγω εκτίμηση συνιστά σημαντική βάση για την αμφισβήτηση ορισμένου σχεδίου κατά τις διατάξεις του δικαίου περιβάλλοντος.

163. Φρονώ όμως ότι δεν επιβάλλεται να εξετάζονται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως οι αμφιβολίες σχετικά με τον επίκαιρο χαρακτήρα εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εφόσον υφίσταται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να παρέχονται επαρκή στοιχεία σε πιθανούς προσφεύγοντες προκειμένου να προβάλλουν ενδεχόμενες ελλείψεις αυτής της εκτιμήσεως. Εξάλλου, τέτοιες ελλείψεις μπορεί να προκύψουν σχετικά εύκολα με την πάροδο του χρόνου ή λόγω μεταβολής των εξωτερικών συνθηκών, χωρίς να προκαλέσουν κατ’ ανάγκη πρόσθετες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τέλος, συμπληρωματική εκτίμηση απαιτείται μόλις καταστεί πιθανή η πρόκληση πρόσθετων επιπτώσεων. Εάν τα δικαστήρια όφειλαν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τον επίκαιρο χαρακτήρα της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, θα υφίσταντο σοβαροί διαδικαστικοί κίνδυνοι, χωρίς να εξασφαλίζεται οπωσδήποτε ανάλογο όφελος για το περιβάλλον. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον για την εξέταση επίκαιρης εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν έχει την απαιτούμενη βαρύτητα η οποία θα δικαιολογούσε την αυτεπάγγελτη παρέμβαση. Αντιθέτως, επαρκεί η εξέταση αυτών των αμφιβολιών μόνον κατόπιν ρητών σχετικών αιτιάσεων.

164. Η στάθμιση αυτή μπορεί να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα όσον αφορά άλλα ζητήματα του δικαίου περιβάλλοντος. Θα ήταν εύλογο, δηλαδή, να εξετασθεί κατά τους ισχυρισμούς των Križan κ.λπ. αν η λειτουργία του παλαιού ΧΥΤΑ της Pezinok συνάδει με το άρθρο 14 της οδηγίας ΧΥΤΑ (70). Το ζήτημα αυτό συνδέεται με σοβαρούς κινδύνους υγείας. Εντούτοις, η λειτουργία του παλαιού ΧΥΤΑ δεν συνιστά προφανώς αντικείμενο της κύριας δίκης.

165. Όσον αφορά τον νέο ΧΥΤΑ, από τα στοιχεία που παρέχει το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω ΧΥΤΑ πρόκειται να λειτουργήσει κατά παράβαση των σχετικών τεχνικών προδιαγραφών. Επομένως, το έργο αυτό θα μπορούσε, μάλιστα, να βελτιώσει τις συνθήκες προστασίας του περιβάλλοντος σε αντίθεση προς την εξακολούθηση της λειτουργίας του παλαιού ΧΥΤΑ.

166. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι δεν υφίστανται ειδικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος κατά το δίκαιο περιβάλλοντος της Ένωσης οι οποίοι να επιβάλλουν στο Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και αντιθέτως προς τις εθνικές διατάξεις ενδεχόμενες αμφιβολίες σχετικά με τον επίκαιρο χαρακτήρα της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

167. Η αρχή της αποτελεσματικότητας όμως επιβάλλει να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως τα νομικά ζητήματα του δικαίου της Ένωσης, εφόσον οι διάδικοι δεν είχαν πράγματι τη δυνατότητα να προβάλουν ισχυρισμό βασιζόμενο στο δίκαιο της Ένωσης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (71).

168. Εάν από τα στοιχεία που παρέχει το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με τη συμπαιγνία μεταξύ της Ekologická skládka και των αρμόδιων Αρχών (72) προέκυπτε όντως παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας, θα έπρεπε επίσης να γίνει δεκτό ότι οι Križan κ.λπ. δεν είχαν εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να προβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τον ισχυρισμό ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν ήταν επίκαιρη. Στην περίπτωση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο θα όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το εν λόγω ζήτημα.

4.      Συμπέρασμα επί του τρίτου ερωτήματος

169. Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

Εάν η οδηγία ΕΕΠ μπορεί να εφαρμοσθεί ratione temporis, η χορήγηση αδείας σχεδίου δύναται να στηριχθεί σε προγενέστερη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών του, εφόσον η εκτίμηση αυτή περιγράφει δεόντως τις ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον κατά τον χρόνο χορηγήσεως της αδείας. Δεν επιβάλλεται η συμμετοχή του κοινού όταν διεξάγεται εξέταση για να διαπιστωθεί αν μεσολάβησε μεταβολή των περιβαλλοντικών συνθηκών ή του σχεδίου σε βαθμό ικανό να προκαλέσει άλλες σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Η εξαίρεση του επίκαιρου χαρακτήρα προγενέστερης εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εξέταση που διενεργείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας ελέγχου της ολοκληρωμένης αδείας κατασκευής ΧΥΤΑ και η πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας ένδικης προστασίας για την εξέταση των εν λόγω ελλείψεων συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ότι αυτός ο διαχωρισμός της ένδικης προστασίας δεν καθιστά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερή τον δικαστικό έλεγχο της ολοκληρωμένης αδείας υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εάν η διαμόρφωση της ένδικης προστασίας ή η εφαρμογή της δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, η πρακτική αποτελεσματικότητα των σχετικών οδηγιών επιβάλλει τον έλεγχο προγενέστερων διαδικαστικών πλημμελειών στο πλαίσιο διαφοράς η οποία αφορά μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας.

Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν είναι επίκαιρη η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εφόσον οι δικαιούχοι δεν είχαν εκ των πραγμάτων δυνατότητα να προβάλουν αυτόν τον ισχυρισμό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αυτό πρέπει να γίνει δεκτό, ιδίως, εάν η διαμόρφωση της ένδικης προστασίας ή η εφαρμογή της δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η αρχή της αποτελεσματικότητας.

       Επί του τέταρτου ερωτήματος – Προσωρινή προστασία

170. Με το τέταρτο ερώτημα το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η ένδικη προστασία του κοινού κατά την οδηγία ΟΠΕΡ και την οδηγία ΕΕΠ παρέχει τη δυνατότητα στο κοινό να ζητήσει τη λήψη διοικητικού ή δικαστικού ασφαλιστικού μέτρου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία (παραδείγματος χάρη, να ζητήσει να διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως μιας ολοκληρωμένης αποφάσεως) που να διατάσσει την προσωρινή αναστολή λειτουργίας εγκαταστάσεως μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως.

171. Τόσο η οδηγία ΟΠΕΡ όσο και η οδηγία ΕΕΠ δεν προβλέπουν μέτρα προσωρινής ένδικης προστασίας, αλλά κατά πάγια νομολογία το εθνικό δικαστήριο, στην κρίση του οποίου έχει υποβληθεί διαφορά διεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να μπορεί να διατάσσει προσωρινά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί σχετικά με την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του δικαίου της Ένωσης δικαιωμάτων (73).

172. Αυτή η υποχρέωση συνιστά έκφραση του κατοχυρωμένου στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας το οποίο οφείλουν να εξασφαλίζουν τα κράτη μέλη όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

173. Εξάλλου, το άρθρο 9, παράγραφος 4, της συμβάσεως του Ώρχους, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία της οδηγίας ΟΠΕΡ και της οδηγίας ΕΕΠ (74), ορίζει επίσης ότι στο πλαίσιο της ένδικης προστασίας που χορηγούν οι εν λόγω οδηγίες πρέπει να προβλέπονται και κατάλληλα προσωρινά μέτρα.

174. Από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτουν επίσης αμφιβολίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς το αν οφείλει να προηγηθεί ακρόαση του διαδίκου πριν από την επιβολή προσωρινού μέτρου εις βάρος του.

175. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της δίκαιης δίκης η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως (75). Ασφαλώς, οι συγκεκριμένοι τρόποι ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως ποικίλλουν ενδεχομένως ανάλογα με το κατά πόσον επείγουσα είναι η απόφαση· οποιοσδήποτε όμως περιορισμός ασκήσεως αυτού του δικαιώματος πρέπει να δικαιολογείται δεόντως και να περιβάλλεται δικονομικές εγγυήσεις διασφαλίζουσες στα εμπλεκόμενα πρόσωπα αποτελεσματική δυνατότητα αμφισβητήσεως των θεσπισθέντων στα πλαίσια του επείγοντος μέτρων (76).

176. Ως εκ τούτου, σε ιδιαιτέρως επείγουσες περιπτώσεις ασφαλιστικών μέτρων, το δικαστήριο δύναται να παραλείψει αρχικώς την ακρόαση όλων των εμπλεκομένων προσώπων (77), αλλά πρέπει είτε να την αναπληρώσει το συντομότερο δυνατόν (78) είτε να καταστήσει δυνατή τουλάχιστον την αμφισβήτηση των επίμαχων μέτρων στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας με την άσκηση ενδίκου μέσου, το οποίο θα παρέχει σε όλους τους εμπλεκομένους τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

177. Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ένδικη προστασία του κοινού κατά την οδηγία ΟΠΕΡ και την οδηγία ΕΕΠ περιλαμβάνει τη δυνατότητα λήψης διοικητικού ή δικαστικού ασφαλιστικού μέτρου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, το οποίο καθιστά δυνατή την προσωρινή αναστολή λειτουργίας εγκαταστάσεως. Σε ιδιαιτέρως επείγουσες περιπτώσεις μπορεί να παραλειφθεί η ακρόαση των εμπλεκομένων προσώπων, εφόσον τους παρέχεται η δυνατότητα να κινήσουν το συντομότερο δυνατόν διαδικασία ελέγχου της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων.

 Ε –      Επί του πέμπτου ερωτήματος – Εύρος προστασίας της ιδιοκτησίας

178. Με το πέμπτο ερώτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν είναι δυνατόν δικαστική απόφαση, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας ΟΠΕΡ, της οδηγίας ΕΕΠ και του άρθρου 9, παράγραφοι 2 και 4, της συμβάσεως του Ώρχους και ανακαλεί ισχύουσα άδεια για νέα εγκατάσταση, να προσβάλλει παρανόμως το δικαίωμα ιδιοκτησίας του φορέα εκμετάλλευσης της νέας εγκαταστάσεως. Ζητεί ιδίως να αποσαφηνισθεί ο τρόπος εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας προκειμένου να σταθμιστεί το δημόσιο συμφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος με το ιδιωτικό δικαίωμα της προστασίας της ιδιοκτησίας αν το περιεχόμενο αυτού του δικαιώματος ιδιοκτησίας (ειδικότερα δε η πτυχή της απρόσκοπτης απόλαυσης της ιδιοκτησίας) οδηγεί αναπόφευκτα ή συνδέεται αναγκαστικά με την παρέμβαση στο περιβάλλον που προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης.

179. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αναγνωρίζεται στο άρθρο 17,του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Ωστόσο, στο δικαίωμα ιδιοκτησίας μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση δυνάμενη να θίξει την ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιωμάτων (79).

180. Στην κύρια δίκη τίθενται δύο διαφορετικά ζητήματα ιδιοκτησίας. Αφενός, το δικαίωμα ιδιοκτησίας της περιοχής όπου προβλέπεται να εγκατασταθεί ο ΧΥΤΑ, του οποίου η χρήση περιορίζεται από την επιφύλαξη της χορηγήσεως αδείας, και, αφετέρου, το δικαίωμα κατασκευής και λειτουργίας του ΧΥΤΑ στην περιοχή, το οποίο θεμελιώνεται ενδεχομένως στην άδεια.

181. Το δικαίωμα κατασκευής και λειτουργίας ΧΥΤΑ αποκτά χαρακτήρα δικαιώματος ιδιοκτησίας μόνον όταν η ισχύς της αδείας καταστεί απρόσβλητη. Πριν από αυτό το στάδιο υφίσταται μόνον η προσδοκία της δυνατότητας κατασκευής και λειτουργίας ΧΥΤΑ. Οι απλές προσδοκίες όμως δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο προστασίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (80), ιδίως όταν αμφισβητείται η πραγματοποίησή τους (81).

182. Αντιθέτως, η επιφύλαξη της χορηγήσεως αδείας για τον ΧΥΤΑ περιορίζει τη χρήση της ιδιοκτησίας στις οικείες εκτάσεις.

183. Η επιφύλαξη αυτή επιβάλλει τη διεξαγωγή πολλών διοικητικών διαδικασιών πριν εγκριθεί η επιδιωκόμενη χρήση. Συναφώς, η οδηγία ΕΕΠ πρέπει να εξασφαλίσει ότι θα εντοπισθούν όλες οι σημαντικές επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον και θα περιληφθούν στην απόφαση. Η οδηγία ΟΠΕΡ έχει ως σκοπό την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της εγκαταστάσεως. Επίσης, αμφότερες οι οδηγίες παρέχουν τη δυνατότητα συνολικής αμφισβητήσεως της ουσιαστικής και διαδικαστικής νομιμότητας αποφάσεων.

184. Δυνάμει των ρυθμίσεων αυτών, ορισμένα σχέδια ενδέχεται να μην υλοποιηθούν καθόλου και άλλα σχέδια να καθυστερήσουν ή να περιορισθούν ως προς τη μορφή τους.

185. Εντούτοις, αυτοί οι περιορισμοί της ιδιοκτησίας μπορεί να δικαιολογούνται, κατ’ αρχήν, από το γενικό συμφέρον για υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος (82) το οποίο συνιστά σκοπό της Ένωσης κατά το άρθρο 191 ΣΛΕΕ και το άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (83).

186. Επομένως, η απαγόρευση ορισμένης χρήσης της γης η οποία μπορεί να βλάψει υπέρμετρα το περιβάλλον συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Επίσης, πρέπει να επιτρέπεται η υποβολή σχεδίων, τα οποία μπορεί να βλάψουν σημαντικά το περιβάλλον, σε προσεκτική εκτίμηση πριν καταστεί δυνατή η υλοποίησή τους. Συναφώς, δεν προκύπτει προδήλως ότι οι απαιτήσεις της οδηγίας ΕΕΠ, της οδηγίας ΟΠΕΡ ή της συμβάσεως του Ώρχους θα μπορούσαν να θεωρηθούν δυσανάλογες.

187. Τέλος, το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, επιβάλλει την παροχή δυνατότητας δικαστικού ελέγχου όσον αφορά την τήρηση διατάξεων που δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την ανάκληση των αδειών οι οποίες εκδόθηκαν κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων.

188. Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι δικαστική απόφαση η οποία πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας ΟΠΕΡ, της οδηγίας ΕΕΠ και του άρθρου 9, παράγραφοι 2 και 4, της συμβάσεως του Ώρχους και ανακαλεί ισχύουσα άδεια για νέα εγκατάσταση δεν προσβάλλει παρανόμως το δικαίωμα ιδιοκτησίας του φορέα εκμετάλλευσης της νέας εγκαταστάσεως.

V –    Συμπέρασμα

189. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1.      Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιβάλλει σε δικαστήριο κράτους μέλους του οποίου η απόφαση επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο να υποβάλει αυτεπαγγέλτως αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη και αν δεν υφίσταται σχετικό αίτημα των διαδίκων, εφόσον εγείρονται αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο διαφοράς η οποία εκκρεμεί ενώπιον του, μολονότι το Συνταγματικό Δικαστήριο του κράτους μέλους έχει αποφανθεί επί της διαφοράς και έχει επιβάλει στο εν λόγω δικαστήριο να κρίνει την υπόθεση σύμφωνα με την εκτίμηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου επί των ζητημάτων του εθνικού συνταγματικού δικαίου.

2.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως ολοκληρωμένης αδείας ΧΥΤΑ το κοινό πρέπει να έχει πρόσβαση στην προγενέστερη απόφαση προσδιορισμού του τόπου εγκαταστάσεως, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του παραρτήματος V της οδηγίας 2008/1/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, εφόσον αυτή η πρόσβαση δεν αποκλείεται για λόγους υπέρτερης σημασίας, παραδείγματος χάρη, λόγω προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου. Εάν αποκλεισθεί αρχικώς η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο χωρίς επαρκείς δικαιολογητικούς λόγους, η έλλειψη αυτή μπορεί να θεραπευθεί εκ των υστέρων κατά το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, εφόσον η καθυστερημένη πρόσβαση μπορεί να εξασφαλίσει στο κοινό το ίδιο καθεστώς συμμετοχής το οποίο θα υφίστατο εάν το επίμαχο έγγραφο είχε καταστεί εξαρχής διαθέσιμο.

3.      Εάν η οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/35/ΕΚ μπορεί να εφαρμοσθεί ratione temporis, η χορήγηση αδείας σχεδίου δύναται να στηριχθεί σε προγενέστερη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών του, εφόσον η εκτίμηση αυτή περιγράφει δεόντως τις ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον κατά τον χρόνο χορηγήσεως της αδείας. Δεν επιβάλλεται η συμμετοχή του κοινού όταν διεξάγεται εξέταση για να διαπιστωθεί αν μεσολάβησε μεταβολή των περιβαλλοντικών συνθηκών ή του σχεδίου σε βαθμό ικανό να προκαλέσει άλλες σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Η εξαίρεση του επίκαιρου χαρακτήρα προγενέστερης εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εξέταση που διενεργείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας ελέγχου της ολοκληρωμένης αδείας κατασκευής ΧΥΤΑ και η πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας ένδικης προστασίας για την εξέταση των εν λόγω ελλείψεων συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ότι αυτός ο διαχωρισμός της ένδικης προστασίας δεν καθιστά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερή τον δικαστικό έλεγχο της ολοκληρωμένης αδείας υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εάν η διαμόρφωση της ένδικης προστασίας ή η εφαρμογή της δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, η πρακτική αποτελεσματικότητα των σχετικών οδηγιών επιβάλλει τον έλεγχο προγενέστερων διαδικαστικών πλημμελειών στο πλαίσιο διαφοράς η οποία αφορά μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας.

Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν είναι επίκαιρη η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εφόσον οι δικαιούχοι δεν είχαν εκ των πραγμάτων δυνατότητα να προβάλουν αυτόν τον ισχυρισμό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αυτό πρέπει να γίνει δεκτό, ιδίως, εάν η διαμόρφωση της ένδικης προστασίας ή η εφαρμογή της δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η αρχή της αποτελεσματικότητας.

4.      Η ένδικη προστασία του κοινού κατά την οδηγία 2008/1 και την οδηγία 85/337 περιλαμβάνει τη δυνατότητα λήψεως διοικητικού ή δικαστικού ασφαλιστικού μέτρου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, το οποίο καθιστά δυνατή την προσωρινή αναστολή λειτουργίας εγκαταστάσεως. Σε ιδιαιτέρως επείγουσες περιπτώσεις μπορεί να παραλειφθεί η ακρόαση των εμπλεκομένων προσώπων, εφόσον τους παρέχεται η δυνατότητα να κινήσουν το συντομότερο δυνατόν διαδικασία ελέγχου της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων.

5.      Δικαστική απόφαση η οποία πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2008/1, της οδηγίας 85/337 και του άρθρου 9, παράγραφοι 2 και 4, της συμβάσεως του Ώρχους, για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, και ανακαλεί ισχύουσα άδεια για νέα εγκατάσταση δεν προσβάλλει παρανόμως το δικαίωμα ιδιοκτησίας του φορέα εκμετάλλευσης της νέας εγκαταστάσεως.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2–      Οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 24, σ. 8). Την οδηγία αυτήν αντικαθιστά από τις 7 Ιανουαρίου 2014 η οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης, ΕΕ L 334, σ. 17).


3–      Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985 (ΕΕ L 175, σ. 40) όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον (ΕΕ L 156, σ. 17). Την οδηγία αυτήν κωδικοποιεί και αντικαθιστά από τις 16 Φεβρουαρίου 2012 η οδηγία 2011/92/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1).


4–      Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2005, L 124, σ. 4).


5 – Εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 124, σ. 1).


6–      Οδηγία του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26).


7–      Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999 (ΕΕ L 182, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ)1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ L 284, σ. 1).


8–      Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41, σ. 26).


9–      Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2010 (1 Sžo 373/2009, παράρτημα 15 του υπομνήματος της Ekologická skládka της 15ης Δεκεμβρίου 2012, σ. 82 επ.).


10 – Παραπέμπουν στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010 (Sžp 52/2009) και της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (Sžp 3/2011).


11–      Βλ. κατωτέρω, υπό Δ. 3 (σημεία 152 επ.).


12 – Βλ. τις αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, C-240/98 έως C-244/98, Océano Grupo και Salvat Editores (Συλλογή 2000, σ. I-4941, σκέψη 26), της 21ης Νοεμβρίου 2002, C‑473/00, Cofidis (Συλλογή 2002, σ. I‑10875, σκέψη 33) και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑168/05, Mostaza Claro (Συλλογή 2006, σ. I‑10421, σκέψη 29), οι οποίες στηρίζονται στο περιεχόμενο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).


13 – Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, C‑104/10, Kelly (Συλλογή 2011, σ. I‑6813, σκέψη 61).


14–      Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, C‑173/09, Elchinov (Συλλογή 2010, σ. I‑8889, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


15–      Βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2002, C-99/00, Lyckeskog (Συλλογή 2002, σ. I-4839, σκέψεις 17 και 18).


16–      Απόφαση Lyckeskog (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 14 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17 – Βλ. απόφαση του σλοβακικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 2010 (I. ÚS 223/09-131, παράρτημα 9 της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, σημείο 16).


18–      Απόφαση Elchinov (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


19 – Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, C‑188/10 και C‑189/10, Melki (Συλλογή 2010, σ. I‑5667, σκέψη 52).


20–      Απόφαση Elchinov (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 29 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


21 – Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft (Συλλογή 1970, σ. 1125, σκέψη 3), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑409/06, Winner Wetten (Συλλογή 2010, σ. I-8015, σκέψη 61).


22–      Αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑355/97, Beck και Bergdorf (Συλλογή 1999, σ. I‑4977, σκέψη 22), της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C‑94/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σκέψη 25), της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑478/07, Budĕjovický Budvar (Συλλογή 2009, σ. I‑7721, σκέψη 63), και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, C‑145/10, Painer (Συλλογή 2011, σ. I‑12533, σκέψη 59).


23–      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.


24 – Απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, C‑115/09, Trianel Kohlekraftwerk Lünen (Συλλογή 2011, σ. ,I‑3673, σκέψη 41). Βλ., εν γένει, τις αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52), της 14ης Ιουλίου 1998, C‑341/95, Bettati (Συλλογή 1998, σ. I‑4355, σκέψη 20), της 1ης Απριλίου 2004, C‑286/02, Bellio F.lli (Συλλογή 2004, σ. I‑3465, σκέψη 33), της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05, SGAE (Συλλογή 2006, σ. I‑11519, σκέψη 35), και της 14ης Μαΐου 2009, C‑161/08, Internationaal Verhuis- en Transportbedrijf Jan de Lely (Συλλογή 2009, σ. I‑4075, σκέψη 38).


25–      Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας ΟΠΕΡ, καθώς και το στοιχείο ι΄ της ίδιας διατάξεως, βάσει του οποίου απαιτείται περιγραφή των κύριων εναλλακτικών περιπτώσεων που μελετήθηκαν από τον αιτούντα, εάν υπάρχουν, εν περιλήψει, ήτοι και των εναλλακτικών τόπων εγκαταστάσεως.


26 – Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑266/09, Stichting Natuur en Milieu (Συλλογή 2010, σ. I‑13119, σκέψη 52), και της 28ης Ιουλίου 2011, C‑71/10, Office of Communications (Συλλογή 2011, σ. I‑7205, σκέψη 22).


27 – Βλ. την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, C‑109/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 56), σχετικά με τη θεραπεία διαδικαστικών σφαλμάτων στο πλαίσιο διαδικασίας περί συμπράξεων την οποία κίνησε η Επιτροπή, και την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, C‑334/90, Marichal-Margrève (Συλλογή 1992, σ. I‑101, σκέψη 25), σε σχέση με το δίκαιο του τελωνειακού καθεστώτος.


28–      Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑201/02, Wells (Συλλογή 2004, σ. Ι‑723, σκέψη 65). Βλ. όμως και την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2008, C‑215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2008, σ. I‑4911, σκέψεις 57 έως 60).


29 – Απόφαση Trianel Kohlekraftwerk Lünen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 43).


30 – Βλ., σχετικά με το δίκαιο της διαδικασίας περί συμπράξεων, την απόφαση Solvay κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27).


31 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 57).


32–      Βλ., ανωτέρω, σημείο 54.


33 – Αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1998, C‑81/96, Gedeputeerde Staten van Noord-Holland (Συλλογή 1998, σ. I‑3923, σκέψη 23) και Wells (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 43).


34 – ΕΕ 2003, L 236, σ. 33.


35–      Βλ. αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2006, C‑508/03, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2006, σ. Ι‑3969, σκέψη 102), της 17ης Μαρτίου 2011, C‑275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I‑1753, σκέψη 37), και της 18ης Οκτωβρίου 2011, C‑128/09 έως C‑131/09, C‑134/09 και C‑135/09, Boxus και Roua (Συλλογή 2011, σ. I‑9711, σκέψη 44).


36 – Απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995, C‑431/92, Επιτροπή κατά Γερμανίας, «Großkrotzenburg» (Συλλογή 1995, σ. I‑2189, σκέψη 32).


37–      Απόφαση Gedeputeerde Staten van Noord-Holland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 25).


38–      Βλ. τις προτάσεις μου της 13ης Οκτωβρίου 2011 στην εκκρεμούσα υπόθεση C‑43/10, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοκαρνανίας κ.λπ. (σημείο 169).


39–      Απόφαση Gedeputeerde Staten van Noord-Holland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 25).


40 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 5ης Μαρτίου 1998 στην υπόθεση C‑81/96, Gedeputeerde Staten van Noord-Holland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σημείο 47).


41 – Βλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, C‑297/88 και C‑197/89, Dzodzi, (Συλλογή 1990, σ. I‑3763, σκέψεις 37 επ.), της 17ης Ιουλίου 1997, C‑130/95, Giloy (Συλλογή 1997, σ. I‑4291, σκέψη 28), και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑48/07, Les Vergers du Vieux Tauves (Συλλογή 2008, σ. I‑10627, σκέψεις 21 επ.).


42 – Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑302/04, Ynos (Συλλογή 2006, σ. I‑371, σκέψη 36).


43 – Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, C‑560/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας, «M-501» (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, διαθέσιμη μόνο στη γαλλική και ισπανική γλώσσα, σκέψεις 103 επ.).


44 – Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑72/95, Kraaijeveld κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑5403, σκέψη 39).


45 – Βλ. τις αποφάσεις Wells (υποσημείωση 28, σκέψη 47), της 4ης Μαΐου 2006, C‑290/03, Barker (Συλλογή 2006, σ. I‑3949, σκέψεις 47 επ.), Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψεις 103 έως 106), καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοκαρνανίας κ.λπ. (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 38, σημείο 140).


46–      Βλ., ανωτέρω, σημείο 128.


47 – Βλ., σχετικά με τη συνεκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων, την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2011, C‑404/09, Επιτροπή κατά Ισπανίας, «ισπανική καφέ αρκούδα» (Συλλογή 2011, σ. I‑11853, σκέψεις 76 επ.), και Επιτροπή κατά Ισπανίας, M-501 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψεις 98 επ.).


48 – Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2004, C‑87/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας, «Loto zero» (Συλλογή 2004, σ. I‑5975, σκέψη 44).


49 – Απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, C‑75/08, Mellor (Συλλογή 2009, σ. I‑3799, σκέψη 58).


50–      Απόφαση Mellor (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49, σκέψη 59).


51 – Βλ., σχετικά με τη ρύθμιση των τηλεπικοινωνιών, την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C‑426/05, Tele2 Telecommunication (Συλλογή 2008, σ. I‑685, σκέψη 52).


52 – Αποφάσεις Trianel Kohlekraftwerk Lünen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 43), καθώς και Boxus και Roua (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 52).


53–      Βλ., ανωτέρω, σημείο 128.


54 – Βλ. την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, C-41/11, Inter-Environnement Wallonie (σκέψη 47), σχετικά με την περιβαλλοντική εκτίμηση σχεδίων και προγραμμάτων.


55 – Απόφαση Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 37).


56 – Βλ. τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑231/96, Edis (Συλλογή 1998, σ. I‑4951, σκέψη 48), της 17ης Νοεμβρίου 1998, C‑228/96, Aprile (Συλλογή 1998, σ. I‑7141, σκέψη 43), της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C‑327/00, Santex (Συλλογή 2003, σ. I‑1877, σκέψεις 57 επ.), της 15ης Απριλίου 2010, C‑542/08, Barth (Συλλογή 2010, σ. I‑3189, σκέψη 33), καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑89/10 και C‑96/10, Q-Beef (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 51).


57–      Σημείο 6 της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.


58–      Σημεία 5, 6 και 49 της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.


59 – Βλ. τις παρατηρήσεις επί του δευτέρου ερωτήματος, σημεία 88 επ.


60–      Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C‑222/05 έως C‑225/05, van der Weerd κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑4233, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σχετικά με τις γενικές απαιτήσεις αυτών των αρχών, βλ., ανωτέρω, σημεία 101 και 143.


61 – Απόφαση van der Weerd κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψεις 29 επ.).


62 – Αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C‑312/93, Peterbroeck (Συλλογή 1995, σ. I‑4599, σκέψη 14), C‑430/93 και C‑431/93, van Schijndel και van Veen (Συλλογή 1995, σ. I‑4705, σκέψη 19), καθώς και van der Weerd κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 33).


63–      Απόφαση Cofidis (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 37).


64 – Αποφάσεις van Schijndel και van Veen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62, σκέψη 22), καθώς και van der Weerd κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 33).


65 – Αποφάσεις van Schijndel και van Veen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62, σκέψη 21), καθώς και van der Weerd κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 35).


66 – Απόφαση van Schijndel και van Veen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62).


67–      Απόφαση van der Weerd κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60).


68–      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


69 – Βλ., πλέον των αποφάσεων που παρατίθενται στην υποσημείωση 12, τις αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, C‑243/08, Pannon GSM (Συλλογή 2009, σ. I‑4713, σκέψεις 22 επ.), και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑40/08, Asturcom Telecomunicaciones (Συλλογή 2009, σ. I‑9579, σκέψεις 30 επ.).


70 – Βλ. την εκκρεμή διαδικασία C‑331/11, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (ΕΕ 2011, C 28, σ. 4), η οποία αφορά ΧΥΤΑ στην Žilina — Považský Chlmec.


71 – Βλ. την απόφαση van der Weerd κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψεις 40 επ.)· βλ. και την απόφαση Peterbroeck (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62).


72–      Βλ., ανωτέρω, σημείο 149.


73 – Αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 1990, C‑213/89, Factortame κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I‑2433, σκέψη 21), της 11ης Ιανουαρίου 2001, C‑226/99, Siples (Συλλογή 2001, σ. I‑277, σκέψη 19), και της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 67).


74–      Βλ., ανωτέρω, σημείο 78.


75 – Αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, C‑7/98, Krombach (Συλλογή 2000, σ. I‑1935, σκέψεις 27 και 39 επ.), της 2ας Μαΐου 2006, C‑341/04, Eurofood IFSC (Συλλογή 2006, σ. I‑3813, σκέψη 66), και της 2ας Απριλίου 2009, C‑394/07, Gambazzi (Συλλογή 2009, σ. I‑2563, σκέψη 28).


76 – Αποφάσεις Eurofood IFSC, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75 και της 15ης Ιουλίου 2010, C‑256/09, Purrucker (Συλλογή 2010, σ. I‑7349, σκέψη 95). Βλ., επίσης, τη νέα τάση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η οποία αποτυπώνεται στην απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Micallef κατά Μάλτας (προσφυγή αριθ. 17056/06, § 86).


77 – Βλ. την απόφαση της 21ης Μαΐου 1980, 125/79, Denilauler (Συλλογή 1980, σ. 1553, σκέψη 15).


78 – Για παράδειγμα, η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑27/09 P, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran (Συλλογή 2011, σ. I‑11381, σκέψη 61), σχετικά με την επιβολή διοικητικών μέτρων. Βλ., επίσης, το άρθρο 50, παράγραφος 4, της συμφωνίας TRIPS.


79 – Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, C‑548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2011, σ. I‑11381, σκέψη 114 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και το άρθρο 17, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.


80–      Βλ. αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1974, 4/73, Nold κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 14) και της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I‑4973, σκέψη 79 επ.), καθώς και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Νοεμβρίου 1991, Pine Valley Developments Ltd κ.λπ. κατά Ιρλανδίας (προσφυγή αριθ. 12742/87, § 51).


81 – Απόφαση του ΕΔΔΑ της 11ης Ιανουαρίου 2007, Anheuser-Busch Inc. κατά Πορτογαλίας (προσφυγή αριθ. 73049/01, Recueil des arrêts et décisions 2007-I, §§ 64 επ.).


82 – Αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 240/83, ADBHU (Συλλογή 1985, σ. 531, σκέψη 13), καθώς και της 9ης Μαρτίου 2010, C‑379/08 και C‑380/08, ERG κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I‑2007, σκέψη 80), και αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 29ης Μαρτίου 2010, Depalle κατά Γαλλίας (προσφυγή αριθ. 34044/02, § 81), και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, Pine Valley Developments Ltd κ.λπ. κατά Ιρλανδίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 80, § 57), καθώς και της 22ας Νοεμβρίου 2011, Curmi κατά Μάλτας (προσφυγή αριθ. 2243/10, § 44).


83 – Βλ., επίσης, την ένατη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Συνθήκης ΕΕ και το άρθρο 11 ΣΛΕΕ.