Language of document : ECLI:EU:C:2012:657

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑581/10 και C‑629/10

Emeka Nelson κ.λπ.

κατά

Deutsche Lufthansa AG

και

TUI Travel plc κ.λπ.

κατά

Civil Aviation Authority

[αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, τις οποίες υπέβαλαν το Amtsgericht Köln και το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court)]

«Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 — Άρθρα 5 έως 7 — Σύμβαση του Μόντρεαλ — Άρθρα 19 και 29 — Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης της πτήσης — Ζήτημα συμβατότητας»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 23ης Οκτωβρίου 2012

1.        Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης — Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης — Δυνατότητα εφαρμογής σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης — Αρχή της ίσης μεταχείρισης

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 3 και άρθρα 5, 6 και 7)

2.        Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης — Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5 έως 7)

3.        Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης — Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης — Ασύμβατο με τη Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5 έως 7· Σύμβαση του Μόντρεαλ του 1999, άρθρα 19, 22 και 29)

4.        Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης — Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης — Παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου — Δεν υφίσταται — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5 έως 7)

5.        Προδικαστικά ερωτήματα — Ερμηνεία — Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας — Αναδρομικότητα — Περιορισμός από το Δικαστήριο — Ασφάλεια δικαίου — Εξουσία εκτίμησης του Δικαστηρίου

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

1.        Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 30-38)

2.        Τα άρθρα 5, 6 και 7 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, έχουν την έννοια ότι οι επιβάτες των καθυστερημένων πτήσεων έχουν δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του κανονισμού αυτού, όταν υφίστανται, λόγω των καθυστερημένων αυτών πτήσεων, απώλεια χρόνου ίση με ή μεγαλύτερη από τρεις ώρες, δηλαδή όταν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις ώρες ή και περισσότερο μετά την ώρα άφιξης που είχε προγραμματίσει αρχικά ο αερομεταφορέας. Εντούτοις, η καθυστέρηση της πτήσης δεν παρέχει στους επιβάτες δικαίωμα αποζημίωσης, αν ο αερομεταφορέας μπορεί να αποδείξει ότι η μεγάλη καθυστέρηση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν, ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, δηλαδή περιστάσεις επί των οποίων δεν έχει, στην πράξη, κανένα έλεγχο ο αερομεταφορέας.

(βλ. σκέψη 40, διατακτ. 1)

3.        Ούτε από τα άρθρα 19, 22 και 29 της Σύμβασης του Μόντρεαλ για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές ούτε από καμία άλλη διάταξη της σύμβασης αυτής προκύπτει ότι οι συντάκτες της εν λόγω σύμβασης είχαν την πρόθεση να εξαιρέσουν τους αερομεταφορείς από οποιαδήποτε άλλη μορφή παρέμβασης, πέρα από τις προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές, π.χ. από τις παρεμβάσεις μέσω των οποίων οι δημόσιες αρχές προτίθενται ενδεχομένως να επιβάλλουν την τυποποιημένη και άμεση αποκατάσταση της ζημίας που οφείλεται στην ταλαιπωρία από τις καθυστερήσεις στην αεροπορική μεταφορά των επιβατών, χωρίς οι επιβάτες αυτοί να είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που συνεπάγεται η άσκηση αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων.

Το μέτρο της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης του Μόντρεαλ. Η απώλεια χρόνου που συνεπάγεται η μεγάλη καθυστέρηση μιας πτήσης, δεδομένου ότι αποτελεί «ταλαιπωρία» κατά την έννοια του κανονισμού 261/2004, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ζημία που προκαλείται λόγω καθυστέρησης», κατά την έννοια του άρθρου 19 της Σύμβασης του Μόντρεαλ, και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 29 της εν λόγω σύμβασης. Εξάλλου, την απώλεια χρόνου υφίστανται εξίσου όλοι οι επιβάτες των πτήσεων με καθυστέρηση, πράγμα που σημαίνει ότι είναι δυνατόν να εφαρμόζεται ένα τυποποιημένο μέτρο για την αντιμετώπισή της, χωρίς να χρειάζεται καμία αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης κάθε ενδιαφερόμενου επιβάτη. Επομένως, το μέτρο αυτό μπορεί να εφαρμόζεται αμέσως. Επιπλέον, δεν υπάρχει κατ’ ανάγκη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αφενός της πραγματικής καθυστέρησης και αφετέρου της απώλειας χρόνου που μπορεί να θεωρηθεί κρίσιμη για την απόδειξη της ύπαρξης δικαιώματος αποζημίωσης δυνάμει του κανονισμού 261/2004 ή για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης αυτής. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στους επιβάτες των πτήσεων με μεγάλη καθυστέρηση, την οποία επιβάλλει ο κανονισμός 261/2004, είναι συμβατή με το άρθρο 29 της Σύμβασης του Μόντρεαλ και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα έναντι του άρθρου αυτού, καθόσον επιβάλλεται σε στάδιο προγενέστερο της εφαρμογής του μηχανισμού που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

(βλ. σκέψεις 46-49, 52, 53, 55-57)

4.        Όσον αφορά τη σαφήνεια των υποχρεώσεων που επιβάλλει στους αερομεταφορείς ο κανονισμός 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να έχουν οι πολίτες τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματά τους και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν αναλόγως τα μέτρα τους. Αν όμως ληφθεί υπόψη η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι αερομεταφορείς δεν μπορούν να ισχυρίζονται βασίμως ότι αντιβαίνει στην εν λόγω αρχή η υποχρέωση που τους επιβάλλει ο κανονισμός 261/2004 να καταβάλλουν στους επιβάτες αποζημίωση σε περίπτωση καθυστέρησης της πτήσης. Συγκεκριμένα, οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση και οι αερομεταφορείς είναι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς από πότε οι μεν δικαιούνται αποζημίωση και οι δε υποχρεούνται να καταβάλουν την αποζημίωση αυτή, ενώ η επιβολή ενός σαφούς χρονικού περιορισμού δίδει επίσης τη δυνατότητα αποφυγής του ενδεχομένου να προβαίνουν τα εθνικά δικαστήρια σε διαφορετική αξιολόγηση της έννοιας της μεγάλης καθυστέρησης, πράγμα που θα δημιουργούσε ενδεχομένως νομική αβεβαιότητα.

Εξάλλου, η υποχρέωση αποζημίωσης των επιβατών των καθυστερημένων πτήσεων δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Η σημασία που έχει ο σκοπός της προστασίας των καταναλωτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι επιβάτες των αεροσκαφών, μπορεί να δικαιολογήσει τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες που ενδέχεται να υφίστανται ορισμένοι επιχειρηματίες, ακόμη και αν οι συνέπειες αυτές είναι σημαντικές. Επιπλέον, δεδομένου ότι η απώλεια χρόνου που υφίσταται ο επιβάτης είναι αμετάκλητη και αντικειμενική και μπορεί να υπολογιστεί εύκολα, το μέτρο που συνίσταται στην άμεση χορήγηση χρηματικής αποζημίωσης κατ’ αποκοπή σε όλους τους επιβάτες που έχουν υποστεί την ταλαιπωρία αυτή αποτελεί ιδιαίτερα ενδεδειγμένο για την περίπτωση μέτρο. Η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης αφορά άλλωστε μόνο τις μεγάλες καθυστερήσεις και το ποσό της αποζημίωσης μπορεί να μειώνεται κατά 50 %, αν η καθυστέρηση δεν υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες. Τέλος, δεν οφείλεται αποζημίωση, αν ο αερομεταφορέας μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση ή η καθυστέρηση οφειλόταν σε έκτακτες περιστάσεις, επί των οποίων δεν έχει, στην πράξη, κανένα έλεγχο ο αερομεταφορέας αυτός. Εξάλλου, ο αερομεταφορέας μπορεί να αξιώσει αποζημίωση από οποιοδήποτε πρόσωπο προκάλεσε την καθυστέρηση, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων.

(βλ. σκέψεις 66-68, 75, 77-81)

5.        Μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής με την έννομη τάξη της Ένωσης, να αποφασίζει τον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεστεί μια διάταξη που αυτό έχει ερμηνεύσει προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν συναφθεί καλοπίστως. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο οφείλει πάντως να προσδιορίζει το χρονικό σημείο από το οποίο και μόνο αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η ερμηνεία που έχει δώσει σε μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ερμηνείας αυτής επιτρέπεται να προβλέπεται μόνο με την ίδια την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας. Η αρχή αυτή εγγυάται την ίση μεταχείριση των κρατών μελών και των πολιτών έναντι του δικαίου αυτού και ανταποκρίνεται έτσι στις επιταγές που απορρέουν από την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Όταν η ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο συμπίπτει με την ερμηνεία που έχει δώσει με προγενέστερη απόφασή του, με την οποία δεν περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματά της, δεν συντρέχει λόγος να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα με τη μεταγενέστερη απόφαση.

(βλ. σκέψεις 89-91, 93, 94)