Language of document : ECLI:EU:C:2007:388

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÀN MAZÀK

της 28ης Ιουνίου 2007 1(1)

Υπόθεση C-132/05

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Ονομασίες προελεύσεως – Τυρί – “Parmigiano Reggiano” – Χρήση της ονομασίας “Parmesan” – Παράλειψη κράτους μέλους να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως προς διασφάλιση της προστασίας που παρέχεται σε καταχωρισμένη ονομασία προελεύσεως»





1.        Στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αρνούμενη επισήμως να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις, εντός του εδάφους της, για τη διάθεση στο εμπόριο τυριού που φέρει την ονομασία «Parmesan» χωρίς να πληροί τις προδιαγραφές της προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως (στο εξής: ΠΟΠ) «Parmigiano Reggiano», παρέβη το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (2) (στο εξής: βασικός κανονισμός).

2.        Καλύπτει η προστασία που παρέχεται στην καταχωρισμένη ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» τη γερμανική λέξη «Parmesan»; Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία άσκησε η Επιτροπή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

3.        Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση τίθεται το ζήτημα των εκτελεστικών μέτρων που πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την προστασία που παρέχει ο βασικός κανονισμός. Αν υποτεθεί ότι η προστασία που παρέχεται στην καταχωρισμένη ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» καλύπτει τη γερμανική λέξη «Parmesan», οφείλει ένα κράτος μέλος να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως του βασικού κανονισμού, η οποία συνίσταται στην εμπορία υπό την ονομασία «Parmesan» τυριών που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano»;

I –    Προστασία της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» κατά το κοινοτικό δίκαιο

 Ο κανονισμός 2081/92

4.        Το άρθρο 2 του κανονισμού 2081/92 ορίζει:

«1.      Η κοινοτική προστασία των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων επιτυγχάνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.      Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)      “ονομασία προέλευσης”: το όνομα μιας περιοχής, ενός συγκεκριμένου τόπου ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μιας χώρας, το οποίο χρησιμοποιείται στην περιγραφή ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου:

–        που κατάγεται από αυτή την περιοχή, το συγκεκριμένο τόπο ή τη χώρα αυτή, και

–        του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο γεωγραφικό περιβάλλον που περιλαμβάνει τους φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες, και του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία λαμβάνουν χώρα στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή […]»

5.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, έχει ως εξής:

«Οι ονομασίες που έχουν καταστεί κοινές δεν καταχωρούνται.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως “ονομασία που έχει καταστεί κοινή” νοείται το όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου το οποίο, αν και αναφέρεται στον τόπο ή την περιοχή όπου το εν λόγω γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο έχει παραχθεί αρχικά ή εμπορευθεί, έχει πλέον καταστεί κοινό όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου.

Για να διαπιστωθεί αν ένα όνομα έχει καταστεί κοινό, λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες, και ιδίως:

–        η υφισταμένη κατάσταση στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το όνομα και στις περιοχές κατανάλωσης,

–        η κατάσταση που επικρατεί σε άλλα κράτη μέλη,

–        η οικεία, εθνική ή κοινοτική, νομοθεσία.

Εάν, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 6 και 7, μια αίτηση καταχώρησης απορρίπτεται διότι μια ονομασία έχει καταστεί κοινή, η Επιτροπή δημοσιεύει την απόφαση αυτή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

6.        Το άρθρο 10 προβλέπει:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, να έχουν συσταθεί δομές ελέγχου, σκοπός των οποίων θα είναι να εξασφαλίζουν ότι τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που φέρουν προστατευόμενη ονομασία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των προδιαγραφών.

[…]

4.      Εάν οι οριζόμενες υπηρεσίες ελέγχου και/ή οι ιδιωτικοί οργανισμοί κράτους μέλους διαπιστώνουν ότι ένα γεωργικό προϊόν ή ένα τρόφιμο που φέρει προστατευόμενη ονομασία καταγωγής αυτού του κράτους μέλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των προδιαγραφών, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν την τήρηση του παρόντος κανονισμού. Ενημερώνουν το κράτος μέλος για τα μέτρα που έλαβαν κατά τη διενέργεια των ελέγχων τους. Όλες οι λαμβανόμενες αποφάσεις πρέπει να κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα μέρη.»

7.        Το άρθρο 13 του κανονισμού 2081/92 ορίζει:

«1.      Οι καταχωρισμένες ονομασίες προέλευσης προστατεύονται από:

[…]

β)      κάθε αντιποίηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή εάν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως: “είδος”, “τύπος”, “μέθοδος”, “τρόπος”, “απομίμηση” ή παρόμοιες·

[…]

Όταν μια καταχωρισμένη ονομασία περιέχει την ονομασία ενός γεωργικού προϊόντος ή τροφίμου που θεωρείται κοινή, η χρήση αυτής της κοινής ονομασίας για το συγκεκριμένο γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο δεν θεωρείται ότι αντιτίθεται στα στοιχεία α) ή β) του πρώτου εδαφίου.

[…]

3. Οι προστατευόμενες ονομασίες δεν μπορούν να μεταπέσουν σε κοινές.»

 Η καταχώριση της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano»

8.        Ο όρος «Parmigiano Reggiano» καταχωρίστηκε ως ονομασία προελεύσεως δυνάμει του άρθρου 2 και του τίτλου Α του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) 1107/96 της Επιτροπής (3) (στο εξής: κανονισμός περί καταχωρίσεως), με ισχύ από 21ης Ιουνίου 1996.

9.        Η ονομασία «Parmigiano Reggiano» καταχωρίσθηκε με την απλουστευμένη διαδικασία του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού. Η απλουστευμένη αυτή διαδικασία εφαρμόσθηκε μόνον επί αιτήσεων καταχωρίσεως που υποβλήθηκαν εντός έξι μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του βασικού κανονισμού. Σκοπός της ήταν να επεκτείνει σε ολόκληρη την Κοινότητα την προστασία των ονομασιών που υπήρχαν πριν από την έναρξη της ισχύος του βασικού κανονισμού, είτε επειδή ετύγχαναν έννομης προστασίας κατά το εθνικό δίκαιο κάποιων κρατών μελών είτε, στις περιπτώσεις κρατών μελών που δεν είχαν θεσπίσει σύστημα προστασίας, επειδή είχαν καθιερωθεί με τη χρήση. Η απλουστευμένη διαδικασία δεν περιελάμβανε το στάδιο της ενστάσεως που προβλέπει το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού για τη συνήθη διαδικασία καταχωρίσεως.

II – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

10.      Μετά από καταγγελία που υπέβαλαν πλείονες επιχειρήσεις, η Επιτροπή ζήτησε από τις γερμανικές αρχές, με έγγραφο που απέστειλε στις 15 Απριλίου 2003, να υποδείξουν στις αρμόδιες για την καταστολή της απάτης κυβερνητικές υπηρεσίες ότι πρέπει να θέσουν τέρμα στην εμπορία, εντός του γερμανικού εδάφους, προϊόντων που φέρουν την ονομασία «Parmesan» χωρίς να πληρούν τις απαιτήσεις των προδιαγραφών της καταχωρισμένης ονομασίας «Parmigiano Reggiano». Κατά την Επιτροπή, ο όρος «Parmesan» αποτελεί μετάφραση της καταχωρισμένης ονομασίας «Parmigiano Reggiano» και, επομένως, η χρήση του συνιστά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

11.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε με την απάντησή της ότι ο όρος «Parmesan» ανάγεται μεν ιστορικά στην περιοχή της Πάρμα, πλην όμως έχει καταστεί κοινός και χρησιμοποιείται για να προσδιορίζει σκληρά τυριά, τριμμένα ή προοριζόμενα για τρίψιμο, τα οποία προέρχονται από διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Συνεπώς, ο όρος «Parmesan» διαφέρει από την ονομασία «Parmigiano Reggiano» και η χρήση του δεν αντιβαίνει στον βασικό κανονισμό.

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα της Επιτροπής

12.      Δεδομένου ότι οι διάδικοι ενέμειναν στους ισχυρισμούς τους κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, από το οποίο ζητεί:

«–      να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αρνούμενη επισήμως να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις, εντός του εδάφους της, για τη χρήση του όρου “Parmesan” στη σήμανση προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ “Parmigiano Reggiano” και ενθαρρύνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αθέμιτη εκμετάλλευση της καλής φήμης της οποίας χαίρει το αυθεντικό προϊόν που τυγχάνει προστασίας σε ολόκληρη την Κοινότητα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, και

–      να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.»

IV – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

13.      Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινισθεί αν η χρήση του όρου «Parmesan» στη σήμανση προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» από επιχειρήσεις στη Γερμανία συνιστά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού. Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμύνθηκε προβάλλοντας ιδίως τον ισχυρισμό ότι ο όρος «Parmesan» έχει καταστεί κοινός και, ως εκ τούτου, δεν καλύπτεται από την καταχώριση της ονομασίας «Parmigiano Reggiano».

14.      Στη συνέχεια, θα εξετάσω αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, καθόσον παρέλειψε να λάβει αυτεπαγγέλτως μέτρα προς αντιμετώπιση μιας καταστάσεως η οποία, κατά την άποψη της Επιτροπής, συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από ιδιώτες και αφορά, συγκεκριμένα, τη χρήση του όρου «Parmesan» στη σήμανση προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως «Parmigiano Reggiano». Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα συμβάλει στον καθορισμό του εύρους της υποχρεώσεως που επιβάλλει ο βασικός κανονισμός στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την τήρησή του στο εσωτερικό τους.

V –    Προστατεύεται ο όρος «Parmesan» λόγω της καταχωρίσεως της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano»;

 Κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

1.      Επιτροπή

15.      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιταλική Κυβέρνηση, ισχυρίζεται ότι ο όρος «Parmesan» συνιστά ακριβή μετάφραση της ονομασίας προελεύσεως «Parmigiano Reggiano». Ο όρος αυτός, καθόσον αποτελεί μετάφραση, μπορεί να χρησιμοποιείται, όπως ακριβώς και η απόδοση της ΠΟΠ στη γλώσσα του κράτους καταγωγής της, αποκλειστικώς και μόνο για προϊόντα που πληρούν τις απαιτήσεις των προδιαγραφών της. Από την ιστορική εξέλιξη της ονομασίας «Parmigiano Reggiano» προκύπτει ότι υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ του τυριού της περιοχής όπου παράγεται και του όρου «Parmesan», ο οποίος, ως εκ τούτου, ουδαμώς μπορεί να θεωρηθεί κοινός.

16.      Πάντως, ο όρος «Parmesan», ακόμη και αν δεν συνιστά μετάφραση της σύνθετης ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, κατά λέξη μετάφραση του ιταλικού όρου «Parmigiano» στη γαλλική, από την οποία πέρασε πριν από αιώνες τόσο στη γερμανική όσο και σε άλλες γλώσσες. Η μετάφραση του επιμέρους όρου «Parmigiano» προστατεύεται, διότι, κατά το κοινοτικό δίκαιο, η προστασία που παρέχεται σε μια καταχωρισμένη ονομασία, η οποία περιέχει πλείονες όρους, καλύπτει τόσο τη σύνθετη ονομασία στο σύνολό της όσο και τα συνθετικά της στοιχεία. Συνεπώς, κατά τον βασικό κανονισμό, δεν απαιτείται η χωριστή καταχώριση καθενός από τους επιμέρους όρους για τους οποίους ζητείται προστασία, στο μέτρο που αυτοί αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας σύνθετης ονομασίας, αλλά, αντιθέτως, λαμβάνεται ως δεδομένο ότι καθένα από τα στοιχεία αυτά προστατεύεται. Κατά την Επιτροπή, αυτό σημαίνει ότι ο όρος «Parmesan», ακόμη και αν δεν θεωρηθεί μετάφραση της σύνθετης ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», αλλά, απλώς, κατά λέξη μετάφραση του συστατικού της στοιχείου «Parmigiano», προστατεύεται κατ’ ανάγκη λόγω της καταχωρίσεως της ονομασίας «Parmigiano Reggiano».

17.      Τα συστατικά στοιχεία μιας σύνθετης ονομασίας, λαμβανόμενα μεμονωμένως, προστατεύονται από τον βασικό κανονισμό, εκτός αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει ενημερώσει την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως της οικείας σύνθετης ονομασίας, ότι ζητεί την προστασία ορισμένων μόνον από τους επιμέρους όρους της. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, κατά την έκδοση του κανονισμού περί καταχωρίσεως, τις περιπτώσεις αυτές, διευκρινίζοντας με αντίστοιχες υποσημειώσεις ότι δεν έχει ζητηθεί η προστασία συγκεκριμένου συστατικού στοιχείου μιας σύνθετης ονομασίας. Εντούτοις, στην περίπτωση της ονομασίας προελεύσεως «Parmigiano Reggiano», δεν απαντά στον κανονισμό υποσημείωση σχετική με κάποιο από τα δύο συστατικά στοιχεία αυτής της σύνθετης ονομασίας.

18.      Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι ο όρος «Parmigiano», λαμβανόμενος μεμονωμένως, πρέπει να θεωρηθεί ως κοινό όνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού και ότι, ως τέτοιο, δεν συνδέεται με συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή κατά την αντίληψη των καταναλωτών. Επιπλέον, ούτε η λέξη «Parmesan», ως μετάφραση του ως άνω όρου, έχει καταστεί κοινό όνομα.

19.      Ασφαλώς, μια γεωγραφική ονομασία μπορεί, με την πάροδο του χρόνου και με τη χρήση της στο εμπόριο, να καταστεί κοινή, στο μέτρο που οι καταναλωτές καταλήγουν να την εκλαμβάνουν υπό την έννοια ότι προσδιορίζει το είδος του προϊόντος και όχι τη γεωγραφική του προέλευση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ονομασιών «Camembert» και «Brie».

20.      Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ιστορικά υπήρχε ανέκαθεν στενός σύνδεσμος μεταξύ της συγκεκριμένης περιοχής της Ιταλίας από την οποία προέρχεται αυτό το τυρί και του όρου «Parmesan», γεγονός που αποδεικνύει ότι ο όρος αυτός ουδέποτε έπαυσε να παραπέμπει συνειρμικά σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή. Επομένως, δεν πρόκειται για κοινό όρο, δυνάμενο να διακριθεί από την ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano».

21.      Αν ο όρος «Parmesan» ήταν πράγματι ουδέτερος και δεν είχε διατηρήσει αυτή τη σημασία, δεν θα μπορούσε να δοθεί εύλογη εξήγηση για τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι παρασκευαστές απομιμήσεων να θεμελιώσουν, είτε με λέξεις είτε με εικόνες, ένα σύνδεσμο μεταξύ των προϊόντων τους και της Ιταλίας.

22.      Επιπλέον, το γεγονός ότι μέχρι το 2000 παρασκευαζόταν στην Ιταλία τυρί που έφερε την ονομασία «Parmesan», χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις των προδιαγραφών της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», δεν αποδεικνύει ότι ο επίμαχος όρος αποτελούσε, στην Ιταλία, κοινό όνομα για σκληρά τυριά διαφόρων προελεύσεων, διότι το εν λόγω προϊόν προοριζόταν αποκλειστικώς για εξαγωγή σε χώρες στις οποίες ο όρος «Parmesan» δεν ετύγχανε ειδικής προστασίας, σύμφωνα με την αρχή της εδαφικότητας. Εν πάση περιπτώσει, η ονομασία «Parmigiano Reggiano» προστατεύεται σε κοινοτικό επίπεδο από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού περί καταχωρίσεως, ήτοι από 21ης Ιουνίου 1996.

23.      Η χρήση της ονομασίας «Parmesan» για τυρί που δεν πληροί τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» συνιστά, εν πάση περιπτώσει, υπαινιγμό στην ΠΟΠ αυτή, απαγορευόμενο από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

24.      Συνεπώς, η εμπορία υπό την ονομασία «Parmesan» τυριού που δεν πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές αντιβαίνει στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

2.      Γερμανική Κυβέρνηση

25.      Η Γερμανική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τη Δανική και την Αυστριακή Κυβέρνηση, ισχυρίζεται ότι ο όρος «Parmesan» δεν αποτελεί μετάφραση της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» στη γερμανική, αλλά κοινό όνομα που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μία κατηγορία σκληρών τυριών, τριμμένων ή προοριζομένων για τρίψιμο, στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το τυρί «Parmigiano Reggiano».

26.      Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, οι ονομασίες προελεύσεως προστατεύονται από το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού αποκλειστικώς και μόνον υπό τη συγκεκριμένη μορφή που καταχωρίζονται. Κανένα a contrario επιχείρημα δεν μπορεί να αντληθεί από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Chiciak και Fol (4).

27.      Δεδομένου ότι η λέξη «Parmesan», όπως παραδέχεται και η Επιτροπή, αποτελεί απλώς μετάφραση του επιμέρους όρου «Parmigiano», η χρήση της δεν προσβάλλει την προστασία που παρέχει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού στην ονομασία «Parmigiano Reggiano».

28.      Επιπλέον, στο πλαίσιο της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Bigi (5), η Ιταλική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ρητώς ότι επί τούτου δεν ζήτησε την καταχώριση του όρου «Parmigiano». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ονομασία «Parmigiano», λαμβανομένη μεμονωμένως, δεν προστατεύεται από το κοινοτικό δίκαιο, αφού δεν έχει καταχωρισθεί.

29.      Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση τονίζει ότι, όπως προκύπτει τόσο από την κατάσταση στην Ιταλία και σε άλλα κράτη μέλη όσο και από σχετικές εθνικές και κοινοτικές διατάξεις, ο όρος «Parmigiano», λαμβανόμενος μεμονωμένως, πρέπει να θεωρείται ως κοινή ονομασία, κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού, η ονομασία «Parmigiano» δεν μπορεί να απολαύει της προστασίας που παρέχει ο βασικός κανονισμός λόγω του κοινού χαρακτήρα της.

30.      Εν πάση περιπτώσει, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η έκβαση της υπό κρίση διαδικασίας λόγω παραβάσεως εξαρτάται από το αν ο όρος «Parmesan» θεωρείται κοινός στη Γερμανία και είναι πρόδηλον ότι, στο εν λόγω κράτος μέλος, ο όρος αυτός αποτελούσε ανέκαθεν κοινή ονομασία των σκληρών, τριμμένων ή προοριζομένων για τρίψιμο, τυριών.

31.      Επικουρικώς, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν ο όρος «Parmigiano» δεν θεωρηθεί κοινή ονομασία, η χρήση της λέξης «Parmesan» ως μεταφράσεως αυτού του όρου δεν συνιστά αυτομάτως σφετερισμό της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano». Η χρήση όρου που αποτελεί μετάφραση μίας ΠΟΠ ή, κατά μείζονα λόγο, των επιμέρους στοιχείων μίας σύνθετης ΠΟΠ αντιβαίνει στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού μόνον οσάκις γίνεται, στην πράξη, υπαινιγμός σε αυτή την ΠΟΠ.

32.      Πάντως, τέτοιος υπαινιγμός δεν υπάρχει στην περίπτωση του όρου «Parmesan», ο οποίος έχει εξελιχθεί αυτοτελώς σε σχέση με την ονομασία «Parmigiano Reggiano» και έχει καταστεί πλέον, μετά από αιώνες, κοινός στην καθημερινή γλώσσα των καταναλωτών. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της επίμαχης ονομασίας τόσο στη Γερμανία όσο και σε άλλα κράτη μέλη. Συνεπώς, η χρήση του όρου «Parmesan» δεν συνιστά, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, ούτε σφετερισμό της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» ούτε υπαινιγμό σε αυτή.

 Εκτίμηση

1.      Η αρχή: ευρεία προστασία

33.      Η ονομασία «Parmigiano Reggiano», λόγω της καταχωρίσεώς της, μπορεί να χρησιμοποιείται αποκλειστικώς και μόνον από παρασκευαστές που ασκούν τις δραστηριότητες τους σε μία γεωγραφικώς περιορισμένη περιοχή της Ιταλίας και παράγουν αυτό το τυρί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των προδιαγραφών αυτής της ΠΟΠ.

34.      Η προστασία που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο στις ΠΟΠ είναι ευρεία (6). Το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού ρυθμίζει τις λεπτομέρειες αυτής της προστασίας. Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, οι καταχωρισμένες ονομασίες προστατεύονται από κάθε αντιποίηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, ακόμη και αν μνημονεύεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή αν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως «είδος», «τύπος», «μέθοδος», «τρόπος», «απομίμηση» ή παρόμοιες.

2.      Ο περιορισμός: κοινός χαρακτήρας της ονομασίας

35.      Το εύρος της προστασίας των καταχωρισμένων ΠΟΠ περιορίζεται σημαντικά στο μέτρο που η προστασία την οποία παρέχει ο βασικός κανονισμός δεν καλύπτει τις κοινές ονομασίες.

36.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[για] τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως “ονομασία που έχει καταστεί κοινή” νοείται το όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου το οποίο, αν και αναφέρεται στον τόπο ή την περιοχή όπου το εν λόγω γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο έχει παραχθεί αρχικά ή εμπορευθεί, έχει πλέον καταστεί κοινό όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου».

37.      Όσον αφορά τις γεωγραφικές ενδείξεις, αυτό σημαίνει ότι μια ονομασία που παραπέμπει σε κάποιον τόπο, συνήθως δε στον τόπο όπου παραγόταν αρχικώς ένα συγκεκριμένο τρόφιμο, αποκτά γενικό περιεχόμενο ή αποδυναμώνεται προϊόντος του χρόνου. Παραδείγματα προϊόντων που φέρουν γεωγραφικές ονομασίες οι οποίες κατέστησαν κοινές κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι τα τυριά «Roquefort» (που πήρε το όνομά του από πόλη της Γαλλίας) και «Edam» (που πήρε το όνομά του από πόλη της Ολλανδίας).

38.      Ο κοινός χαρακτήρας των ονομασιών απαντά σε τρεις περιπτώσεις στον βασικό κανονισμό. Ειδικότερα, ο κανονισμός αυτός προβλέπει, πρώτον, ότι οι ονομασίες που έχουν καταστεί κοινές δεν καταχωρίζονται (άρθρο 3, παράγραφος 1), δεύτερον, ότι οι προστατευόμενες ονομασίες δεν μπορούν να μεταπέσουν σε κοινές (άρθρο 13, παράγραφος 3) και, τρίτον, ότι δεν προστατεύονται τα συστατικά στοιχεία μιας σύνθετης ονομασίας που έχουν καταστεί κοινά (άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος).

39.      Εν προκειμένω, δεν εξετάζονται η πρώτη και η δεύτερη περίπτωση που αφορούν, αντιστοίχως, το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, διότι ως ΠΟΠ καταχωρίσθηκε η ονομασία «Parmigiano Reggiano», για την οποία ούτε προβάλλεται ισχυρισμός ότι έχει καταστεί κοινή αυτή καθαυτή ούτε, επομένως, αμφισβητείται η καταχώρισή της.

40.      Στην υπό κρίση υπόθεση, ο ισχυρισμός περί ονομασίας που έχει καταστεί κοινή προβάλλεται σε σχέση με τους όρους «Parmesan» και «Parmigiano» και όχι με την καταχωρισμένη ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» στο σύνολό της. Επομένως, το ζήτημα του αν είναι κοινή μια ονομασία τίθεται, εν προκειμένω, στο πλαίσιο του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, το οποίο ορίζει ότι δεν προστατεύονται τα συστατικά στοιχεία των σύνθετων ΠΟΠ που έχουν καταστεί κοινά. Το νομικό πλαίσιο διαφέρει από εκείνο των υποθέσεων «Φέτα» που αφορούσαν τον κοινό χαρακτήρα της ίδιας της ονομασίας της οποίας ζητήθηκε η καταχώριση.

3.      Καλύπτει η προστασία την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού τον όρο «Parmesan»;

41.      Οι ονομασίες καταχωρίζονται συνήθως στη γλώσσα του κράτους καταγωγής της ΠΟΠ. Παραδείγματος χάρη, η Γαλλία έχει επιτύχει την καταχώριση της ΠΟΠ «Camembert de Normandie» και η Γερμανία της ΠΟΠ «Altenburger Ziegenkäse». Οι αποδόσεις των ΠΟΠ στις άλλες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν καταχωρίζονται χωριστά, εκτός αν στην περιοχή στην οποία παράγονται τα προϊόντα που φέρουν την ΠΟΠ χρησιμοποιούνται πλείονες γλώσσες. Σε αυτή την περίπτωση, η ΠΟΠ καταχωρίζεται συνήθως σε όλες τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω περιοχή.

42.      Δεδομένου ότι οι όροι που αποτελούν μετάφραση των ΠΟΠ, κατά γενικό κανόνα, δεν καταχωρίζονται, ανακύπτει το ζήτημα αν η απόδοση μιας ΠΟΠ σε άλλη γλώσσα τυγχάνει της ίδιας προστασίας με την καταχωρισμένη ΠΟΠ. Από τη γραμματική διατύπωση («ακόμη και αν […] η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση») του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, προκύπτει ότι και οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις μιας ΠΟΠ προστατεύονται, κατ’ αρχήν, όπως η ΠΟΠ στην αυθεντική της γλώσσα. Επιπλέον, φρονώ ότι το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την απόφαση Bigi, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία που παρέχει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, καλύπτει και τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις των ΠΟΠ (7).

43.      Πάντως, ο βασικός κανονισμός δεν παρέχει καμία απολύτως ένδειξη για την ορθή ερμηνεία της φράσεως «προστατευόμενη ονομασία που χρησιμοποιείται σε μετάφραση». Το ζήτημα αυτό δεν προκαλεί συνήθως προβλήματα, διότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η ΠΟΠ είτε χρησιμοποιείται στη γλώσσα του κράτους καταγωγής της, και όχι σε μετάφραση, είτε μεταφράζεται κατά λέξη, οπότε δεν υπάρχει περιθώριο αμφιβολίας.

44.      Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Καίτοι δεν αμφισβητείται ούτε ότι η ονομασία «Parmigiano Reggiano» καταχωρίστηκε με την απλουστευμένη διαδικασία του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού ούτε ότι προστατεύεται κατά το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, εντούτοις ανακύπτει το ζήτημα αν ο όρος «Parmesan» πρέπει να θεωρηθεί μετάφραση αυτής της ονομασίας, κατά την έννοια του βασικού κανονισμού, και αν, ως τέτοια, πρέπει να απολαύει της προστασίας που παρέχει αυτός ο κανονισμός.

45.      Στην υπόθεση Bigi (8), το ζήτημα αν ο όρος «Parmesan» συνιστά ακριβή μετάφραση της ονομασίας «Parmigiano Reggiano» τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με την υποβολή ενστάσεως απαραδέκτου.

46.      Ο γενικός εισαγγελέας Léger υποστήριξε με τις προτάσεις του ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιστορικής και ετυμολογικής εξελίξεως της επίμαχης ονομασίας, ο όρος «Parmesan» πρέπει να θεωρηθεί ως «πιστή», αν όχι κατά λέξη, μετάφραση της αντίστοιχης ΠΟΠ και, επομένως, οι ονομασίες «Parmigiano» ή «Parmesan» και «Parmigiano Reggiano» είναι ταυτόσημες ή, τουλάχιστον, ισοδύναμες (9).

47.      Το Δικαστήριο, πάντως, επισήμανε απλώς ότι τα περισσότερα από τα κράτη μέλη που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις (10) υποστήριξαν ότι οι όροι «Parmigiano Reggiano» και «Parmesan» είναι ισοδύναμοι και αποφάνθηκε ότι δεν είναι καθόλου πρόδηλον ότι η ονομασία «Parmesan» έχει καταστεί κοινή (11). Βάσει αυτών των στοιχείων, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που υπέβαλε η Γερμανική Κυβέρνηση.

48.      Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι ο όρος «Parmesan» δεν αποτελεί κατά λέξη μετάφραση του όρου «Parmigiano Reggiano» στη γερμανική γλώσσα, αλλά ότι πρόκειται για ονομασία προερχόμενη από τη γαλλική απόδοση του επιμέρους όρου «Parmigiano», που είναι ένα από τα συστατικά στοιχεία της σύνθετης ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano». Εντούτοις, διαφωνούν ως προς το αν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, ο όρος «Parmesan» μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως η δανεισμένη από τη γαλλική γλώσσα γερμανική απόδοση της ονομασίας προελεύσεως «Parmigiano Reggiano».

49.      Κατά τη γνώμη μου, ο όρος «Parmesan» μπορεί να θεωρηθεί ως μετάφραση του όρου «Parmigiano Reggiano», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, μόνον αν οι καταναλωτές εκλαμβάνουν γενικώς τους δύο όρους ως ισοδύναμους.

50.      Πάντως, τα χωρία που επικαλέστηκε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποδεικνύουν μεν ότι ο όρος «Parmesan» προήλθε αρχικώς από την ονομασία «Parmigiano», η οποία υποδήλωνε το τυρί που παράγεται στην περιοχή της Πάρμα, πλην όμως δεν αποδεικνύουν ότι η λέξη «Parmesan» εξακολουθεί να θεωρείται ως ισοδύναμη της ονομασίας «Parmigiano Reggiano», η οποία παραπέμπει αποκλειστικώς και μόνο σε ένα ορισμένο είδος τυριού που παράγεται στην περιοχή της Emilia-Romagna. Από τις συσκευασίες προϊόντων που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει, απλώς, ότι οι καταναλωτές συνδέουν πιθανώς τη λέξη «Parmesan» με την Ιταλία, το κράτος καταγωγής της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano».

51.      Αντιθέτως, η Γερμανική Κυβέρνηση, προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι ο όρος «Parmesan» δεν αποτελεί μετάφραση της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», επικαλείται ιδίως μία διμερή συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Ιταλίας και της Αυστρίας το 1954, στην οποία ο όρος «Parmigiano Reggiano» μεταφράσθηκε στη γερμανική ως «Parmigiano Reggiano», και όχι ως «Parmesan». Η συμφωνία αυτή έπαυσε μεν να ισχύει λόγω της εκδόσεως του βασικού κανονισμού, πλην όμως συνιστά συγκεκριμένο πραγματικό στοιχείο περί της γερμανικής αποδόσεως του όρου «Parmigiano Reggiano», την οποία προέκριναν αμφότερες η Ιταλία και η Αυστρία, και μάλιστα αφότου ο Ιταλός νομοθέτης αποφάσισε να προστατεύσει αυτή την ονομασία με νόμο.

52.      Φρονώ ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο όρος «Parmesan» είναι ισοδύναμος με τον όρο «Parmigiano Reggiano» και ότι, επομένως, αποτελεί μετάφρασή του. Το μόνο που αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας είναι ότι οι όροι «Parmesan» και «Parmigiano» είναι ισοδύναμοι και, ως εκ τούτου, συνιστούν διαφορετικές γλωσσικές αποδόσεις της ίδιας έννοιας.

53.      Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι η λέξη «Parmesan», ανεξαρτήτως του αν αποτελεί μετάφραση της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», μπορεί να συνιστά υπαινιγμό σε αυτή την ΠΟΠ, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, οπότε καλύπτεται από την προστασία που παρέχει ο κανονισμός αυτός στην ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano».

54.      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού απαγορεύει κάθε υπαινιγμό σε ΠΟΠ «ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος».

55.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο όρος «υπαινιγμός» του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός προϊόντος περιλαμβάνει μέρος της προστατευομένης ονομασίας, κατά τρόπον ώστε ο καταναλωτής, ενόψει του ονόματος αυτού του προϊόντος, να ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο αφορά η προστατευόμενη ονομασία (12).

56.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν αποκλείεται να υπάρχει υπαινιγμός σε προστατευόμενη [σύνθετη] ονομασία ελλείψει οποιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των οικείων προϊόντων, ακόμα και όταν τα επιμέρους στοιχεία της σύνθετης ονομασίας στα οποία παραπέμπουν οι επίμαχοι όροι δεν καλύπτονται από την προστασία που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο (13). Όπως ρητώς ορίζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, η μνεία της πραγματικής καταγωγής του προϊόντος επί της συσκευασίας του δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς το αν συντρέχει περίπτωση αντιποιήσεως, απομιμήσεως ή υπαινιγμού (14).

57.      Το Δικαστήριο, όταν αντιμετώπισε το ζήτημα αν η χρήση του σήματος «Cambozola» συνιστούσε υπαινιγμό στην ΠΟΠ «Gorgonzola», έκρινε ότι η οπτική ομοιότητα (το επίμαχο προϊόν ήταν μαλακό τυρί με μπλε στίγματα, του οποίου η εξωτερική όψη έχει αναλογίες με το τυρί Gorgonzola) και η φωνητική ομοιότητα (το σήμα του επίμαχου προϊόντος περιέχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με την ονομασία «Gorgonzola», αμφότεροι δε οι όροι λήγουν με τις ίδιες δύο συλλαβές) αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια κατά την εκτίμηση της υπάρξεως υπαινιγμού (15).

58.      Στην υπό κρίση υπόθεση, υφίσταται φωνητική ομοιότητα μεταξύ της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» και της λέξης «Parmesan», η οποία έχει τα ίδια τέσσερα πρώτα γράμματα με αυτή τη σύνθετη ονομασία και αποτελεί, όπως συμφωνούν οι διάδικοι, μετάφραση του ενός από τα συστατικά της στοιχεία, ήτοι του επιμέρους όρου «Parmigiano». Επιπλέον, υφίσταται και οπτική ομοιότητα, καθόσον αμφότερα τα ονόματα χρησιμοποιούνται για το ίδιο είδος σκληρού τυριού, το οποίο είναι τριμμένο ή προορίζεται για τρίψιμο.

59.      Επομένως, ο όρος «Parmesan» φαίνεται, κατ’ αρχήν, να συνιστά υπαινιγμό στην ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano».

60.      Εντούτοις, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο όρος «Parmesan» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπαινιγμός στην ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», καθόσον έχει καταστεί κοινός. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν η Γερμανική Κυβέρνηση προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι δεν προστατεύονται οι επιμέρους όροι των σύνθετων ονομασιών που έχουν καταστεί κοινοί (16).

61.      Το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Δανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (καλούμενη και «Φέτα Ι»), ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτάσσει ρητά ότι, για να διαπιστωθεί αν μια ονομασία έχει καταστεί κοινή, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων καταλέγονται υποχρεωτικά εκείνοι που απαριθμούνται ρητώς σε αυτή τη διάταξη, ήτοι η τρέχουσα κατάσταση στο κράτος μέλος καταγωγής της ονομασίας και στις περιοχές καταναλώσεως, η κατάσταση που επικρατεί σε άλλα κράτη μέλη και η οικεία εθνική ή κοινοτική νομοθεσία (17).

62.      Με την απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής και Δανία κατά Επιτροπής («Φέτα ΙΙ») (18), το Δικαστήριο εκτίμησε τον κοινό χαρακτήρα της ονομασίας «φέτα» ιδίως βάσει: i) της καταστάσεως της παραγωγής εντός και εκτός του κράτους καταγωγής της ονομασίας, ii) της καταναλώσεως της φέτας και της αντιλήψεως που έχουν για αυτό το τυρί οι καταναλωτές εντός και εκτός του κράτους καταγωγής της ονομασίας, iii) της υπάρξεως ειδικών εθνικών ρυθμίσεων σχετικών με τη φέτα, και iv) του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται η επίμαχη ονομασία στο κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι διάφοροι κρίσιμοι παράγοντες συνηγορούσαν υπέρ του ότι η οικεία ονομασία δεν είχε καταστεί κοινή. Στην πράξη, φαίνεται ότι το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία σε δύο στοιχεία, ήτοι ότι η φέτα παράγεται και καταναλώνεται, κυρίως, στην Ελλάδα και ότι οι καταναλωτές συνδέουν την ονομασία «φέτα» με τυρί που προέρχεται από την Ελλάδα.

63.      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι διάδικοι παρέσχαν ορισμένα εμπειρικά στοιχεία σχετικά με τον κοινό ή μη χαρακτήρα του όρου «Parmesan». Εντούτοις, δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την παραγωγή και την κατανάλωση στην Ιταλία του τυριού «Parmigiano Reggiano» ή άλλων τυριών που διατίθενται στο εμπόριο υπό την ονομασία «Parmesan», είτε στη Γερμανία είτε σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

64.      Οι διάδικοι επικαλέστηκαν απλώς λήμματα λεξικών ή χωρία ειδικών συγγραμμάτων, τα οποία δεν παρέχουν συνολική εικόνα του τρόπου με τον οποίο ο όρος «Parmesan» γίνεται αντιληπτός στη Γερμανία ή αλλού.

65.      Ως αποδεικτικά στοιχεία προσκομίστηκαν επίσης συσκευασίες προϊόντων και διαφημιστικό υλικό, από τα οποία προκύπτει απλώς ότι ορισμένοι παρασκευαστές τυριών που διατίθενται στο εμπόριο υπό την ονομασία «Parmesan», χωρίς να πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», καταβάλλουν προσπάθειες προκειμένου να θεμελιώσουν ένα σύνδεσμο μεταξύ των προϊόντων τους και της Ιταλίας, αλλά όχι της συγκεκριμένης περιοχής όπου παράγεται το τυρί Parmigiano Reggiano. Εντούτοις, είναι αμφίβολο αν απλώς και μόνον η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του οικείου προϊόντος και του κράτους μέλους καταγωγής της επίμαχης ΠΟΠ αρκεί, εν προκειμένω (19), για να αποδειχθεί ότι ο χρησιμοποιούμενος όρος έχει καταστεί κοινός.

66.      Όσον αφορά το ζήτημα της μεταχειρίσεως της οποίας τυγχάνει η ονομασία «Parmesan» κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συνολικά στοιχεία ούτε για την ύπαρξη νομοθετικών διατάξεων σχετικών με αυτή την ονομασία ούτε για τον τρόπο που χρησιμοποιείται αυτός ο όρος στο εθνικό δίκαιο των λοιπών κρατών μελών. Η Γερμανία προσκόμισε στοιχεία σχετικά με μία και μόνον αλλοδαπή νομοθετική διάταξη του αυστριακού δικαίου, στην οποία η λέξη «Parmesan» φαίνεται να χρησιμοποιείται ως κοινός όρος.

67.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Γερμανία δεν προσκόμισε καν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η ονομασία «Parmesan» έχει καταστεί κοινή στη Γερμανία. Προς τούτο, φρονώ ότι θα ήταν χρήσιμο να προσκομισθούν, μεταξύ άλλων, αναλυτικά στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο η ονομασία «Parmesan» γίνεται αντιληπτή από τους καταναλωτές, όπως παραδείγματος χάρη πορίσματα σχετικής έρευνας, καθώς και στοιχεία σχετικά με την παραγωγή και την κατανάλωση τυριών που διατίθενται στο εμπόριο υπό τις ονομασίες «Parmigiano Reggiano» και «Parmesan». Πάντως, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να ζητηθεί από ένα κράτος μέλος να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι κάποιος όρος έχει καταστεί κοινός εκτός του εδάφους του.

 Συμπέρασμα

68.      Δεδομένου ότι η Γερμανική Κυβέρνηση προέβαλε μεν εν προκειμένω τον αμυντικό ισχυρισμό ότι ο όρος «Parmesan» έχει καταστεί κοινός, πλην όμως δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξή του, η χρήση αυτού του όρου για τυριά που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» πρέπει, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, να θεωρηθεί ότι προσβάλλει την προστασία την οποία παρέχει στην εν λόγω ΠΟΠ το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

69.      Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποχρεούται να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις για παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, η οποία συνίσταται, εν προκειμένω, στην εμπορία υπό την ονομασία «Parmesan» τυριών που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano».

VI – Υποχρεούται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις για την παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού;

 Επιχειρήματα των διαδίκων

1.      Επιτροπή

70.      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, καθόσον αρνήθηκε επισήμως να επιβάλει κυρώσεις, εντός του εδάφους της, για τη χρήση της ονομασίας «Parmesan». Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως μέτρα κατά των παραβάσεων του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού, και όχι να επαφίενται απλώς στην εκ μέρους ιδιωτών άσκηση αγωγών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

71.      Τα κράτη μέλη πρέπει να επεμβαίνουν αυτεπαγγέλτως για να διασφαλίζουν την επίτευξη των σκοπών του βασικού κανονισμού, ήτοι την προστασία των συμφερόντων των παραγωγών προϊόντων που φέρουν καταχωρισμένη ονομασία προελεύσεως, την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών παραγωγής και την προστασία των καταναλωτών. Η αυτεπάγγελτη λήψη μέτρων είναι αναγκαία προς αποτροπή της διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του βασικού κανονισμού. Προς τούτο, τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να λαμβάνουν πρόσφορα διοικητικά μέτρα και να προβλέπουν την επιβολή επαρκών ποινικών κυρώσεων.

72.      Η δυνατότητα των ιδιωτών να ασκήσουν αγωγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν αρκεί συναφώς, καθόσον η οικεία ένδικη διαδικασία αφορά αποκλειστικώς και μόνον την προστασία ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων, χωρίς να διασφαλίζεται η επίτευξη των λοιπών σκοπών που επιδιώκει ο βασικός κανονισμός.

73.      Το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι ουδέποτε έχει ασκηθεί ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων αγωγή λόγω της διαθέσεως στο εμπόριο τυριών που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» δεν ασκεί επιρροή, καθόσον τα κράτη μέλη, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού, θα όφειλαν, εν πάση περιπτώσει, να έχουν επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις για την παράνομη εμπορία υπό την ονομασία «Parmesan» προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», χωρίς να χρειάζεται η υποβολή καταγγελίας ή η άσκηση αγωγής εκ μέρους ιδιώτη ή ενώσεως για την προστασία των καταναλωτών.

74.      Η υποχρέωση των κρατών μελών να επεμβαίνουν αυτεπαγγέλτως λαμβάνοντας μέτρα προκύπτει με σαφήνεια από το γράμμα του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνήσουν για τη σύσταση δομών ελέγχου προς αποτροπή της αθέμιτης χρήσεως των ΠΟΠ. Επιπλέον, σε πολλά κράτη μέλη, ο έλεγχος της τηρήσεως του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού εμπίπτει στις αρμοδιότητες των οικείων οργανισμών ελέγχου. Η υποχρέωση θεσπίσεως διοικητικών και ποινικών κυρώσεων επιβεβαιώνει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ενεργούν αυτεπαγγέλτως.

75.      Κατά την Επιτροπή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, παραλείποντας να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού κατά τον ίδιο τρόπο που η Γαλλική Δημοκρατία είχε αθετήσει τις υποχρεώσεις της παραλείποντας να ενεργήσει, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (20).

2.      Γερμανική Κυβέρνηση

76.      Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, το οποίο καθορίζει το εύρος της προστασίας των καταχωρισμένων γεωγραφικών ενδείξεων και ονομασιών προελεύσεως, εφαρμόζεται απευθείας στα κράτη μέλη και απονέμει στους δικαιούχους ονομασιών προελεύσεως και στους χρησιμοποιούντες νομίμως τέτοιες ονομασίες δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται από τα εθνικά δικαστήρια. Συναφώς, αγωγές λόγω προσβολής της προστασίας που παρέχεται σε καταχωρισμένη ονομασία μπορούν να ασκηθούν βάσει του δικαίου περί σημάτων, της νομοθεσίας περί τροφίμων και του δικαίου του ανταγωνισμού.

77.      Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, εναπόκειται στα γερμανικά δικαστήρια να εξετάσουν αν η χρήση του όρου «Parmesan» στη σήμανση προϊόντων που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που ισχύουν για την ονομασία «Parmigiano Reggiano» συνιστά παράβαση των διατάξεων του βασικού κανονισμού.

78.      Εφόσον παρέχεται αυτή η ένδικη προστασία στους ιδιώτες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Η εκ μέρους των αρμοδίων δημόσιων αρχών αυτεπάγγελτη επιβολή κυρώσεων για τέτοιες παραβάσεις δεν απαιτείται προς διασφάλιση της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

79.      Η υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνήσουν για τη σύσταση δομών ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού, δεν συνεπάγεται απαίτηση ad hoc ελέγχου όλων των πιθανών παραβάσεων του άρθρου 13 εκ μέρους επιχειρήσεων στη Γερμανία. Μολονότι η διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού δεν είναι απολύτως σαφής, εντούτοις από τη σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών της αποδόσεων προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιταλικής καταγωγής της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», εναπόκειται μάλλον στο «Consorzio del Formaggio Parmigiano Reggiano», και όχι στους γερμανικούς οργανισμούς ελέγχου, να εξετάζει αν πληρούνται οι οικείες προδιαγραφές, οσάκις χρησιμοποιείται αυτή η ΠΟΠ.

80.      Το προβλεπόμενο από το γερμανικό δίκαιο σύστημα παροχής ένδικης προστασίας αρκεί για να διασφαλίσει την επίτευξη των σκοπών του βασικού κανονισμού σε αυτό το κράτος μέλος. Επιπλέον, η δυνατότητα προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά οποιασδήποτε συμπεριφοράς που προσβάλλει την προστασία της οποίας τυγχάνει μια καταχωρισμένη ονομασία δεν παρέχεται κατ’ αποκλειστικότητα στα πρόσωπα που χρησιμοποιούν νομίμως αυτή την ΠΟΠ, αλλά και σε ανταγωνιστές, ενώσεις επιχειρήσεων και οργανώσεις καταναλωτών. Ο ευρύς κύκλος των προσώπων που έχουν ενεργητική νομιμοποίηση αποδεικνύει ότι τα προβλεπόμενα από τη γερμανική νομοθεσία εκτελεστικά μέτρα του βασικού κανονισμού συνιστούν ένα γενικό και αποτελεσματικό σύστημα πρόληψης και καταστολής των παραβάσεων του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού.

81.      Ναι μεν είναι αληθές ότι ο βασικός κανονισμός επιδιώκει πλείονες σκοπούς, όπως η προστασία τόσο ορισμένων οικονομικών συμφερόντων όσο και, γενικώς, των καταναλωτών, πλην όμως ουδαμώς προκύπτει από τις διατάξεις του ότι το ισχύον στη Γερμανία σύστημα πρόληψης και καταστολής των παραβάσεων μέσω ασκήσεως προσφυγής των ιδιωτών στα εθνικά δικαστήρια δεν αρκεί για να διασφαλίσει την προσήκουσα προστασία των ονομασιών προελεύσεως. Αντιθέτως, το γερμανικό αυτό σύστημα συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και την προστασία των καταναλωτών έναντι των πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού.

82.      Επομένως, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, τα κράτη μέλη μπορούν κάλλιστα να αποφασίσουν ότι οι δημόσιες αρχές τους πρέπει να επιβάλλουν αυτεπαγγέλτως κυρώσεις οσάκις συντρέχει παράβαση των διατάξεων του βασικού κανονισμού, πλην όμως, κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, πρόκειται για δυνατότητα και όχι για υποχρέωση των κρατών μελών.

 Αντικείμενο της υπό κρίση διαδικασίας και απόδειξη της προσαπτομένης παραβάσεως

83.      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις ασκείται προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεώς της. Η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη της προσαπτομένης παραβάσεως, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο (21).

84.      Δεν αμφισβητείται ότι το γερμανικό νομικό σύστημα προβλέπει μια σειρά ενδίκων βοηθημάτων προς διασφάλιση της προστασίας την οποία παρέχει ο βασικός κανονισμός στις ονομασίες προελεύσεως. Επιπλέον, το γερμανικό δίκαιο αναγνωρίζει, συναφώς, ενεργητική νομιμοποίηση σε ευρύ κύκλο οικονομικών φορέων.

85.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας «αρνήθηκε επισήμως να επιβάλει κυρώσεις», εντός του εδάφους της, για τη χρήση της ονομασίας «Parmesan» στη σήμανση προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού. Επομένως, η υπό κρίση διαδικασία λόγω παραβάσεως δεν αφορά το συμβατό μιας εθνικής διατάξεως με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσάπτει στις γερμανικές αρχές εσφαλμένη διοικητική πρακτική, καθόσον δεν επέβαλαν κυρώσεις στις επιχειρήσεις οι οποίες φέρονται να παραβίασαν, με τη συμπεριφορά τους, το κοινοτικό δίκαιο στο εσωτερικό κράτους μέλους.

86.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις τίθεται ζήτημα εκτελέσεως εθνικής διατάξεως κράτους μέλους από τις διοικητικές του αρχές, απαιτείται, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του, η προσκόμιση ιδιαίτερων αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με αυτά που λαμβάνονται συνήθως υπόψη στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως η οποία αφορά μόνον το περιεχόμενο εθνικής διατάξεως. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη παραβάσεως κράτους μέλους μπορεί να στηριχθεί μόνο σε επαρκώς τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη απόδειξη της προσαπτομένης στις εθνικές διοικητικές αρχές πρακτικής, η οποία καταλογίζεται στο οικείο κράτος μέλος (22).

87.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία δεν αφορά ενέργεια αλλά παράλειψη των διοικητικών αρχών κράτους μέλους, φρονώ ότι, για να αναγνωρισθεί η ύπαρξη παραβάσεως βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι οι γερμανικές διοικητικές αρχές υποχρεούνταν να ενεργήσουν αυτεπαγγέλτως και δεν το έπραξαν.

 Εκτίμηση

88.      Σύμφωνα με τις γενικές αρχές οι οποίες αποτελούν τη βάση της Κοινότητας και διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, εναπόκειται στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, να διασφαλίζουν την εκτέλεση των κοινοτικών ρυθμίσεων στο εσωτερικό τους (23). Κατά πάγια νομολογία, εφόσον το κοινοτικό δίκαιο, περιλαμβανομένων των γενικών του αρχών, δεν προβλέπει κοινούς κανόνες προς τούτο, οι εθνικές αρχές ενεργούν, κατά την εκτέλεση αυτών των ρυθμίσεων, βάσει των τυπικών και ουσιαστικών κανόνων του εθνικού τους δικαίου (24).

89.      Ο βασικός κανονισμός περιέχει ορισμένους κοινούς κανόνες σχετικούς με την εκτέλεση των διατάξεών του. Το άρθρο 10 του βασικού κανονισμού πραγματεύεται ρητώς με τον έλεγχο της τηρήσεως, εκ μέρους των παραγωγών, των προδιαγραφών των ΠΟΠ.

90.      Το άρθρο 10, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, οσάκις διαπιστώνεται ότι κάποιο τρόφιμο που φέρει ΠΟΠ δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των σχετικών προδιαγραφών, πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα προς διασφάλιση της τηρήσεως αυτού του κανονισμού. Πάντως, η διάταξη αυτή δεν καθορίζει επακριβώς το κράτος μέλος του οποίου οι αρχές υποχρεούνται να ενεργήσουν σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προδιαγραφές συγκεκριμένης ΠΟΠ. Από τη γερμανική απόδοση του κανονισμού (25) προκύπτει ότι οι αρχές ελέγχου που οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα είναι εκείνες του κράτους μέλους καταγωγής του προϊόντος που δεν πληροί τις σχετικές προδιαγραφές. Άλλες γλωσσικές αποδόσεις της ίδιας διατάξεως δεν ενισχύουν αυτή την ερμηνεία, καθόσον προβλέπουν ότι η υποχρέωση επεμβάσεως βαρύνει τις αρχές ελέγχου του κράτους μέλους καταγωγής της ΠΟΠ, και όχι τις αρχές ελέγχου του κράτους μέλους καταγωγής του επίμαχου προϊόντος (26). Σύμφωνα με αυτές τις γλωσσικές αποδόσεις, μόνον οι ιταλικές αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα κατά της εμπορίας προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano».

91.      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «οι δαπάνες των ελέγχων που προβλέπει ο παρών κανονισμός βαρύνουν τους παραγωγούς που χρησιμοποιούν την προστατευόμενη ονομασία». Το στοιχείο αυτό συνηγορεί επίσης υπέρ της απόψεως ότι οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 10 έλεγχοι αφορούν αποκλειστικώς και μόνον την τήρηση των προδιαγραφών από τους παραγωγούς που χρησιμοποιούν την ΠΟΠ στο κράτος μέλος καταγωγής της.

92.      Μολονότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το γράμμα του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού δεν είναι απολύτως σαφές, εντούτοις φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη τόσο του σκοπού όσο και της γενικής οικονομίας αυτού του κανονισμού, η υποχρέωση διενέργειας ελέγχων δεν είναι δυνατό να περιορίζεται απλώς στην εξέταση του κατά πόσον τα προϊόντα που παράγονται στο κράτος μέλος καταγωγής μιας ΠΟΠ πληρούν τις προδιαγραφές της.

93.      Από το σύστημα προστασίας που προβλέπει ο βασικός κανονισμός προκύπτει ότι για την ορθή εφαρμογή αυτού του κανονισμού απαιτούνται δύο είδη ελέγχου. Αφενός, πρέπει να πραγματοποιούνται συστηματικοί έλεγχοι για να διαπιστώνεται αν οι επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητές τους στην περιοχή όπου παράγονται τα προϊόντα τα οποία φέρουν συγκεκριμένη ΠΟΠ τηρούν τις απαιτήσεις των προδιαγραφών της. Αφετέρου, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα κατά της αθέμιτης χρήσεως της ΠΟΠ εκτός της περιοχής παραγωγής των οικείων προϊόντων. Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα τι είδους μέτρα πρέπει να προβλέπονται σε αυτές τις περιπτώσεις.

94.      Το γερμανικό νομικό σύστημα προβλέπει ότι η προστασία των καταχωρισμένων ονομασιών διασφαλίζεται με την παροχή ενδίκων βοηθημάτων σε ευρύ κύκλο προσώπων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι ενώσεις προστασίας καταναλωτών και οι επιχειρηματικές οργανώσεις. Επομένως, η δυνατότητα προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων παρέχεται και σε πρόσωπα που ενδέχεται να έχουν συμφέροντα πολύ ευρύτερα σε σχέση με εκείνα των παραγωγών προϊόντων που καλύπτονται από ΠΟΠ.

95.      Παρ’ όλ’ αυτά, θεωρώ ότι, για τους σκοπούς της αποτελεσματικής εφαρμογής του κανονισμού, η παροχή αυτών των ενδίκων βοηθημάτων δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να θεσπίσουν, ταυτοχρόνως, και τους κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου, ανεξαρτήτως της παρεχομένης ένδικης προστασίας. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, ορίζει ότι τα κράτη μέλη «μεριμνούν ώστε, το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, να έχουν συσταθεί δομές ελέγχου, σκοπός των οποίων θα είναι να εξασφαλίζουν ότι τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που φέρουν προστατευόμενη ονομασία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των προδιαγραφών». Λαμβανομένης υπόψη της τόσο γενικής διατυπώσεως αυτής της διατάξεως, η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του βασικού κανονισμού συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, γενικώς, να θεσπίζουν επαρκείς δομές ελέγχου, περιλαμβάνουσες υπηρεσίες ή οργανισμούς που να εξετάζουν και να εξακριβώνουν ότι τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο σε συγκεκριμένο κράτος μέλος και υπό συγκεκριμένη ΠΟΠ πληρούν τις προδιαγραφές της, ανεξαρτήτως του τόπου καταγωγής της. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν, παραδείγματος χάρη, να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων που διενεργούνται προς διασφάλιση της τηρήσεως άλλων κανόνων της νομοθεσίας περί τροφίμων (27).

96.      Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, από τον βασικό κανονισμό δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτές οι υπηρεσίες ελέγχου πρέπει συστηματικώς να ενεργούν αυτεπαγγέλτως και ελλείψει οποιασδήποτε παρακινήσεως από τρίτον, παραδείγματος χάρη, υπό τη μορφή καταγγελίας υποβληθείσας από παρασκευαστές προϊόντων που φέρουν νομίμως μια ΠΟΠ ή από καταναλωτές ή από άλλους παραγωγούς.

97.      Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τα σχετικά με αυτό το θέμα έγγραφα της Επιτροπής. Ο δημοσιευθείς από την Επιτροπή «οδηγός των κοινοτικών κανονισμών» που αφορούν την «προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων, των ονομασιών προελεύσεως και των βεβαιώσεων ιδιοτυπίας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων», προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα και ρυθμίζουν τις πρακτικές λεπτομέρειες για τη διασφάλιση της προστασίας των αποκλειστικών δικαιωμάτων. Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν αν οι υπηρεσίες ελέγχου που έχουν ορίσει προς τούτο πρέπει να ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία (αυτεπαγγέλτως) ή κατόπιν καταγγελιών από τους δικαιούχους των ΠΟΠ/ΠΓΕ/ΕΠΙΠ» (28).

98.      Προκύπτει εντεύθεν ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων του βασικού κανονισμού, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών αν θα διενεργήσουν έλεγχο σε συγκεκριμένη περίπτωση και, κατόπιν, αν θα λάβουν μέτρα, εφόσον ανακαλύψουν εμπορεύματα που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΠΟΠ.

99.      Η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από καταστάσεις στις οποίες, λόγω της φύσεως των διακυβευομένων συμφερόντων, η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών ως προς το αν θα ενεργήσουν αυτεπαγγέλτως είναι πολύ πιο περιορισμένη. Παραδείγματος χάρη, οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν τη διενέργεια ελέγχων και, ενδεχομένως, την επιβολή κυρώσεων, ακόμη και αν το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει τέτοια μέτρα και χωρίς οποιαδήποτε παρακίνηση από τρίτον, σε περιπτώσεις στις οποίες οι ιδιώτες ή οι επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα κίνητρο να υποβάλουν καταγγελία (29) ή οσάκις η παραμικρή καθυστέρηση θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία, όπως όταν η αρχή της προφυλάξεως επιτάσσει την ανάληψη άμεσης δράσεως προκειμένου να αποσυρθούν επικίνδυνα τρόφιμα από την αγορά ή να τεθεί τέρμα σε συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στο περιβάλλον. Εντούτοις, η υπό κρίση υπόθεση δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτές τις καταστάσεις.

100. Πάντως, τα κράτη μέλη, ακόμη και σε καταστάσεις στις οποίες έχουν, κατ’ αρχήν, σχετικώς ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των μέτρων που πρέπει να λάβουν και να εφαρμόσουν στην πράξη προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, ενδέχεται να υποχρεούνται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αναλάβουν δράση. Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας ότι, στην υπόθεση αυτή, οι γαλλικές αρχές υπερέβησαν τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας, καθόσον δεν άσκησαν ποινική δίωξη για εγκλήματα που διαπράττονταν επί σειρά ετών με την ανοχή της αστυνομίας και παρά την υποβολή καταγγελιών ενώπιον των δικαστικών αρχών (30).

101. Ωστόσο, εν προκειμένω, τα πραγματικά περιστατικά, όπως προκύπτουν από τη δικογραφία, είναι διαφορετικά. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να είναι συναφές, από χρονικής απόψεως, με την υπό κρίση διαδικασία (31) και να αφορά έστω και μία περίπτωση υποβολής καταγγελίας ή ασκήσεως αγωγής ή να αποδεικνύει, πολύ περισσότερο, ότι αποτελεί πρακτική των γερμανικών διοικητικών αρχών να μη λαμβάνουν μέτρα, παρά τις καταγγελίες και τις αγωγές που έχουν ως αίτημα τη διασφάλιση της προστασίας της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano» έναντι των παραβάσεων που διαπράττονται σε γερμανικό έδαφος.

102. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην πράξη, η Επιτροπή στήριξε τον ισχυρισμό της ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή της παράνομης χρήσεως της ονομασίας «Parmesan» αποκλειστικώς και μόνο στην απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ότι ο όρος αυτός έχει καταστεί κοινός. Κατά τη γνώμη μου, οποιοδήποτε επιχείρημα περιέχεται στη σχετική με τον κοινό χαρακτήρα της ονομασίας «Parmesan» αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία πρέπει να θεωρηθεί ως αμυντικός ισχυρισμός προβληθείς στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και δεν μπορεί να ερμηνευθεί αυτό καθαυτό ως επίσημη άρνηση της Γερμανίας να προστατεύσει την καταχωρισμένη ονομασία «Parmigiano Reggiano».

103. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν απέδειξε με επαρκώς τεκμηριωμένο και εμπεριστατωμένο τρόπο ότι οι γερμανικές αρχές υποχρεούνταν να λάβουν αυτεπαγγέλτως μέτρα στην υπό κρίση υπόθεση και δεν το έπραξαν.

 Συμπέρασμα

104. Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 αυτού του κανονισμού, δεν υποχρέωνε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις για την εμπορία, στο έδαφός της, τυριού που φέρει την ονομασία «Parmesan» χωρίς να πληροί τις προδιαγραφές της ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano». Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όφειλε να λάβει αυτεπαγγέλτως μέτρα χωρίς έξωθεν παρακίνηση που να συνιστά πρόσφορο και επαρκή λόγο για να ενεργήσει.

105. Συνεπώς, φρονώ ότι η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

VII – Δικαστικά έξοδα

106. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εάν ο νικήσας διάδικος υπέβαλε σχετικό αίτημα. Εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ζήτησε να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

VIII – Πρόταση

107. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να απορρίψει την προσφυγή, και

2)      να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – ΕΕ 1992, L 208, σ. 1.


3 Κανονισμός 1107/96 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1996, σχετικά με την καταχώριση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου (ΕΕ 1996, L 148, σ. 1)


4 – Συνεκδικασθείσες αποφάσεις C-129/97 και C-130/97 (Συλλογή 1998, σ. I-3315, σκέψη 37).


5 – Απόφαση της 25ης Ιουνίου 2002, C-66/00 (Συλλογή 2002, σ. I-5917).


6 Βλ, για περαιτέρω ανάλυση, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-465/02 και C-466/02, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής και Βασίλειο της Δανίας κατά Επιτροπής («Φέτα II») (Συλλογή 2005, σ. I-9115, σημεία 26 έως 28).


7 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 20.


8 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5.


9 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 υπόθεση Bigi (σημεία 45 έως 55, ιδίως σημείο 53).


10 – Αυτή η επισήμανση του Δικαστηρίου προκαλεί κατάπληξη, διότι στην υπόθεση εκείνη κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις τέσσερις κυβερνήσεις, ήτοι η Ιταλική, η Ελληνική, η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση. Δύο από αυτές, ήτοι η Γερμανική και «ως ένα βαθμό» η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν δέχθηκαν ότι ο όρος «Parmesan» αποτελεί ακριβή μετάφραση της ονομασίας «Parmigiano Reggiano». Όμως, στην ίδια υπόθεση, δύο ακόμη κυβερνήσεις, η Γαλλική και η Πορτογαλική, ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις. Προφανώς, οι δύο αυτές κυβερνήσεις συντάχθηκαν με την άποψη της Ιταλίας και της Ελλάδας, οπότε αποτέλεσαν, από κοινού με αυτές, την πλειονότητα, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 υπόθεση Bigi, σημείο 47).


11 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση Bigi, σκέψη 20.


12 – Απόφαση της 4ης Μαρτίου 1999, C-87/97, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola (Συλλογή 1999, σ. I-1301, σκέψη 25).


13 – Όπ.π., σκέψη 26.


14 – Όπ.π., σκέψη 29.


15 – Όπ.π., σκέψη 27.


16 – Συναφώς, πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι, αν ο όρος «Parmigiano» και η λέξη «Parmesan», ως μετάφρασή του, συνιστούν υπαινιγμό στην ΠΟΠ «Parmigiano Reggiano», παρέλκει η εξέταση του ζητήματος των συνεπειών που έχει η καταχώριση σύνθετης ονομασίας για τα επιμέρους στοιχεία της, διότι καθίσταται πρόδηλον ότι, αν το συστατικό στοιχείο μιας σύνθετης ΠΟΠ συνιστά υπαινιγμό σε αυτήν, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, η χρήση του για τον προσδιορισμό προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές αυτής της ΠΟΠ συνιστά, κατ’ ανάγκην, προσβολή της προστασίας που παρέχει αυτό το άρθρο στην επίμαχη ΠΟΠ.


17 – Απόφαση της 16ης Μαρτίου 1999, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑289/96, C‑293/96 και C‑299/96, Βασίλειο της Δανίας κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑1541, σκέψη 88).


18 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.


19 – Στην υπόθεση Φέτα II, το γεγονός ότι οι συσκευασίες προϊόντων που χρησιμοποιούνταν εκτός Ελλάδος υποδήλωναν ένα σύνδεσμο μεταξύ της ονομασίας «φέτα» και των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων κρίθηκε ως στοιχείο που αποδείκνυε ότι αυτή η ονομασία δεν έχει καταστεί κοινή. Στην υπόθεση εκείνη, η περιοχή παραγωγής της φέτας κάλυπτε σημαντικό τμήμα του ελληνικού εδάφους. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι ο σύνδεσμος μεταξύ της ονομασίας «φέτα» και της Ελλάδος αποδείκνυε επαρκώς ότι οι καταναλωτές συνδέουν αυτή την ΠΟΠ με την περιοχή παραγωγής του τυριού φέτα, με συνέπεια να αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτή η ονομασία να έχει καταστεί κοινή. Εντούτοις, είναι αμφίβολο αν η ίδια προσέγγιση μπορεί να εφαρμοσθεί και στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον η περιοχή παραγωγής του τυριού Parmigiano Reggiano καλύπτει πολύ μικρό τμήμα του ιταλικού εδάφους. Για τον λόγο αυτό, μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η τυχόν θεμελίωση συνδέσμου μεταξύ του όρου «Parmesan» και της Ιταλίας συνεπάγεται αυτομάτως ότι οι καταναλωτές προσδοκούν ότι το τυρί που φέρει αυτή την ονομασία προέρχεται από την περιοχή Emilia-Romagna, όπου παράγεται το τυρί Parmigiano Reggiano.


20 – Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, C-265/95 (Συλλογή 1997, σ. I-6959).


21 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1982, 96/81, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1982, σ. 1791, σκέψη 6), της 26ης Ιουνίου 2003, C-404/00, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας (Συλλογή 2003, σ. I-6695, σκέψη 26), της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-434/01, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2003, σ. I-13239, σκέψη 21), και της 29ης Απριλίου 2004, C-194/01, Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (Συλλογή 2004, σ. I-4579, σκέψη 34).


22 – Βλ., σχετικώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, C-287/03, Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου (Συλλογή 2005, σ. I-3761, σκέψη 28).


23 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2004, C-480/00, C-481/00, C-484/00, C-489/00, C-490/00, C-491/00, C 497/00, C-498/00 και C-499/00, Azienda Agricola Ettore Ribaldi κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-2943, σκέψη 42), της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-285/93, Dominikanerinnen-Kloster Altenhohenau (Συλλογή 1995, σ. I-4069, σκέψη 26), και της 13ης Απριλίου 2000, C-292/97, Karlsson κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-2737, σκέψη 27).


24 – Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ. (Συλλογή 1983, σ. I-2633, σκέψη 17), της 16ης Ιουλίου 1998, C-298/96, Oelmühle Hamburg και Schmidt Söhne (Συλλογή 1998, σ. I-4767, σκέψη 24), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-255/00, Grundig Italiana (Συλλογή 2002, σ. I-8003, σκέψη 33).


25 – «Stellt eine benannte Kontrollbehörde und/oder eine private Kontrollstelle eines Mitgliedstaats fest, dass ein mit einer geschützten Bezeichnung versehenes Agrarerzeugnis oder Lebensmittel mit Ursprung in ihrem Mitgliedstaat die Anforderungen der Spezifikation nicht erfüllt, so trifft sie die erforderlichen Maßnahmen, um die Einhaltung dieser Verordnung zu gewährleisten.»


26 – Η ιταλική απόδοση δεν αφήνει, συναφώς, κανένα περιθώριο αμφιβολίας: «Qualora constatino che un prodotto agricolo o alimentare recante una denominazione protetta originaria del suo Stato membro non risponde ai requisiti del disciplinare, le autorità di controllo designate e/o gli organismi privati di uno Stato membro prendono i necessari provvedimenti per assicurare il rispetto del presente regolamento.»


Η γαλλική απόδοση είναι επίσης αρκούντως σαφής: «Lorsque les services de contrôle désignés et/ou les organismes privés d’un État membre constatent qu’un produit agricole ou une denrée alimentaire portant une dénomination protégée originaire de son État membre ne répond pas aux exigences du cahier des charges, ils prennent les mesures nécessaires pour assurer le respect du présent règlement.»


Η αγγλική απόδοση είναι λιγότερο σαφής: «If a designated inspection authority and/or private body in a Member State establishes that an agricultural product or a foodstuff bearing a protected name of origin in that Member State does not meet the criteria of the specification, they shall take the steps necessary to ensure that this Regulation is complied with.»


27 – Πράγματι, αυτήν ακριβώς την προσέγγιση ακολουθεί το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 2006, L 93, σ. 12). Ο κανονισμός αυτός τέθηκε σε ισχύ στις 31 Μαρτίου 2006 και κατάργησε τον βασικό κανονισμό. Το άρθρο 10 φέρει τον τίτλο «επίσημοι έλεγχοι» και ορίζει ότι «τα κράτη μέλη ορίζουν την ή τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για ελέγχους όσον αφορά τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 882/2004 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων]». Το άρθρο 11 αφορά ειδικώς την «εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τις προδιαγραφές» και προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το κόστος των σχετικών ελέγχων φέρουν οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε αυτούς.


28 – «Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων, των ονομασιών προελεύσεως και των βεβαιώσεων ιδιοτυπίας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων», Οδηγός των κοινοτικών κανονισμών, 2η έκδοση, Αύγουστος 2004, Direction générale de l’agriculture et de la politique de la qualité alimentaire dans l’Union Européenne. Το έγγραφο αυτό διατίθεται σε μορφή pdf στην αγγλική γλώσσα στον ιστότοπο της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/agriculture/publi/gi/broch_en.pdf).


29 – Βλ., παραδείγματος χάρη, την υποχρέωση των κρατών μελών να αναζητήσουν τα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από το ΕΓΤΠΕ: βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 1990, C-34/89, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-3603), και της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-28/89, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-581)


30 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20.


31 – Το ζήτημα της υπάρξεως παραβάσεως κράτους μέλους πρέπει να εξετάζεται βάσει της κατάστασης που επικρατεί στο οικείο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-384/99, Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-10633, σκέψη 16), της 15ης Μαρτίου 2001, C-147/00, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Συλλογή 2001, σ. I-2387, σκέψη 26), και της 15ης Ιουλίου 2004, C-272/01, Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας (Συλλογή 2004, σ. I-6767, σκέψη 29).