Language of document : ECLI:EU:T:2010:498

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Μερική διαγραφή φορολογικής οφειλής κατόπιν πτωχευτικού συμβιβασμού – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς»

Στην υπόθεση T‑11/07,

Frucona Košice a.s., με έδρα το Košice (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη από τον B. Hartnett, barrister, και τους O. H. Geiss και A. Barger, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Martenczuk και K. Walkerová,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη St. Nicolaus-trade a.s., με έδρα την Μπρατισλάβα (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη από τον N. Smaho, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/254/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2006, περί της κρατικής ενίσχυσης C 25/2005 (πρώην NN 21/2005), που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice, a.s. (ΕΕ L 112, σ. 14),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Kαντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

1        Το 1999 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 288, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1999).

2        Κατά την παράγραφο 31 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999:

«Η χορήγηση της ενίσχυσης προϋποθέτει την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο, για κάθε μεμονωμένη ενίσχυση, επικυρώνεται από την Επιτροπή.»

3        Όσον αφορά μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), η παράγραφος 55, υπό τον τίτλο «Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση των ΜΜΕ», προβλέπει τα εξής:

«Οι ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που ανήκουν στην κατηγορία των ΜΜΕ […] κατά κανόνα, επηρεάζουν τους όρους των εμπορικών συναλλαγών λιγότερο από ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, και ως εκ τούτου οι όροι που αναφέρονται στις [παραγράφους] 29 έως 47 εφαρμόζονται πιο ελαστικά. Η χορήγηση ενισχύσεων στις ΜΜΕ δεν συνδέεται κατά κανόνα με τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων (βλ. [παραγράφους] 35 έως 39), εκτός εάν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις σε επί μέρους κλάδους και υπάρχουν λιγότερες απαιτήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο των εκθέσεων (βλ. [παραγράφους] 45, 46 και 47). Αντίθετα, η αρχή της “εφάπαξ ενίσχυσης” ([βλ. παραγράφους] 48 έως 51) ισχύει απόλυτα για τις ΜΜΕ.»

2.     Εθνική κανονιστική ρύθμιση

4        Οι ισχύοντες στη Σλοβακία κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού περιλαμβάνονται στον zákon 328/1991 Zb. o konkurze a vyrovnaní [νόμος 328/1991 περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, στο εξής: νόμος περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού].

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Η προσφεύγουσα

5        Η προσφεύγουσα Frucona Košice a.s. είναι σλοβακική εταιρία με έδρα το Košice (Σλοβακία), πόλη ευρισκόμενη σε περιοχή η οποία έως τις 7 Ιουνίου 2006 ήταν επιλέξιμη για τη χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ. Κατά την ίδρυσή της το 1995, η προσφεύγουσα απέκτησε το ενεργητικό και το παθητικό πρώην κρατικής επιχειρήσεως.

6        Αρχικώς, η προσφεύγουσα δραστηριοποιούνταν, αφενός, στον τομέα της παραγωγής οινοπνευματωδών, αφετέρου, στον τομέα παραγωγής ειδών διατροφής, όπως φρούτων, λαχανικών και κονσερβοποιημένων χυμών, καθώς και στην παραγωγή ανθρακούχων και μη ανθρακούχων ποτών. Στις 6 Μαρτίου 2004 της αφαιρέθηκε η άδεια παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε καταβάλει τους οφειλόμενους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Έκτοτε, έπαυσε την παραγωγή και περιορίστηκε στη διανομή οινοπνευματωδών, βάσει συμβάσεως που συνήψε στις 24 Αυγούστου 2004 με την Old Herold, s.r.o. Κατά τη σύμβαση αυτή, η προσφεύγουσα εκμίσθωσε στην Old Herold τις εγκαταστάσεις τής παραγωγής οινοπνευματωδών στο Košice και στο Obišovce (Σλοβακία), όπου η Old Herold, έχοντας τη σχετική άδεια, παρήγαγε οινοπνευματώδη τα οποία η προσφεύγουσα εν συνεχεία αγόραζε και μεταπωλούσε, με το σήμα Frucona, στους πελάτες της.

2.     Εθνικές διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες

7        Την 1η Ιανουαρίου 2004, όταν τέθηκε σε ισχύ ο zákon č. 609/2003 Z.z., ktorým sa mení a dopĺňa zákon Slovenskej národnej rady č. 511/1992 Zb. o správe daní a poplatkov a o zmenách v sústave územných finančných orgánov v znení neskorších predpisov a ktorým sa menia a dopľňajú niektoré ďalšie zákony (νόμος 609/2003, για την τροποποίηση και συμπλήρωση του νόμου 511/1992, σχετικά με τις αρμόδιες για φόρους, τέλη και εισφορές διοικητικές αρχές και τις τροποποιήσεις του συστήματος των τοπικών φορολογικών αρχών, καθώς και για την τροποποίηση και συμπλήρωση ορισμένων άλλων νόμων), ο οποίος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο υποκείμενος στον φόρο μπορεί να ζητήσει παράταση για την καταβολή του φόρου μόνον άπαξ ετησίως, η προσφεύγουσα αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, λόγω των οποίων δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης τους οποίους όφειλε για τον Ιανουάριο του 2004 και οι οποίοι κατέστησαν απαιτητοί στις 25 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους. Κατά το παρελθόν, είχε επανειλημμένως δοθεί στην προσφεύγουσα παράταση για την εξόφληση των φορολογικών οφειλών της, κατόπιν συστάσεως χρηματικών εγγυήσεων υπέρ των σλοβακικών φορολογικών αρχών. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα βρέθηκε υπερχρεωμένη κατά την έννοια του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού.

8        Ενόψει των οικονομικών δυσχερειών που αναμενόταν ότι θα προκύψουν με βάση τις προτάσεις τροποποιήσεως και κατόπιν της τελικής τροποποιήσεως της νομοθεσίας, σχετικά με την παράταση της καταβολής των φόρων, πραγματοποιήθηκε, στις 16 Δεκεμβρίου 2003 και στις 23 Ιανουαρίου 2004, συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων της προσφεύγουσας, με επικεφαλής τον γενικό διευθυντή της, και εκπροσώπων της γενικής διεύθυνσης φορολογίας της Σλοβακίας. Στις 30 Ιανουαρίου 2004, ο γενικός διευθυντής της προσφεύγουσας συναντήθηκε επίσης με τον Σλοβάκο Υπουργό Οικονομικών. Κατά τις συναντήσεις αυτές, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στους συνομιλητές της, μεταξύ άλλων, την πρότασή της για διακανονισμό των φορολογικών υποχρεώσεών της με πτωχευτικό συμβιβασμό.

9        Στο μεταξύ, η προσφεύγουσα ήλθε σε επαφή με την τοπική φορολογική αρχή στην οποία υπάγεται, δηλαδή την υπηρεσία Košice IV (στο εξής: τοπική φορολογική αρχή). Με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2004, ενημέρωσε την εν λόγω αρχή ότι δεν θα ήταν σε θέση να καταβάλει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τον Φεβρουάριο του 2004 και πρότεινε στην εν λόγω αρχή τμηματική εξόφληση του οφειλομένου υπολοίπου εντός πέντε ετών ή πτωχευτικό συμβιβασμό στο πλαίσιο του οποίου θα κατέβαλλε μόνον το 35 % των οφειλομένων. Με έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 2004, ο διευθυντής της τοπικής φορολογικής αρχής απέρριψε την πρώτη εναλλακτική λύση και, όσον αφορά τη δεύτερη εναλλακτική λύση, απάντησε ως εξής: «[…] η φορολογική αρχή δεν έχει κατ’ αρχήν αντιρρήσεις για την επίτευξη πτωχευτικού συμβιβασμού, αλλά δεν μπορεί να δεχθεί την πρότασή σας για καταβολή, στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού, του 35 % του οφειλόμενου ποσού. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις του πτωχευτικού συμβιβασμού θα συζητηθούν πριν την υποβολή της σχετικής προτάσεως».

10      Στις 8 Μαρτίου 2004, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Krajský súd v Košiciach (περιφερειακό δικαστήριο του Košice, Σλοβακία) αίτηση πτωχευτικού συμβιβασμού, όπου ανέφερε ότι είναι υπερχρεωμένη και περιέγραφε, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, τα μέτρα που θα της επέτρεπαν να ανακτήσει τη χρηματοοικονομική ισορροπία της κατά το πέρας της σχετικής διαδικασίας. Σύμφωνα με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, η συνολική φορολογική οφειλή ανερχόταν σε [εμπιστευτικό] σλοβακικές κορώνες (SKK) επί συνολικού χρέους 644,6 εκατομμυρίων SKK περίπου. Στο πλαίσιο της προτάσεώς της πτωχευτικού συμβιβασμού, η προσφεύγουσα πρότεινε σε όλους τους εγχειρόγραφους δανειστές της, καθώς και σε ορισμένους προνομιούχους, να καταβάλει στον καθένα το 35 % της αντίστοιχης συνολικής οφειλής.

11      Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 46 επ. του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού και, ως εκ τούτου, επέτρεψε την κίνηση της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ζήτησε, μεταξύ άλλων, από τους δανειστές της προσφεύγουσας να αποδείξουν τις απαιτήσεις τους. Διόρισε, επίσης, διαχειριστή και κάλεσε την προσφεύγουσα και τους δανειστές της σε επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού, την οποία όρισε για τις 9 Ιουλίου 2004 (στο εξής: επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού της 9ης Ιουλίου 2004). Τέλος, επικύρωσε τους όρους του πτωχευτικού συμβιβασμού όπως τους είχε διαμορφώσει η προσφεύγουσα με την πρότασή της της 8ης Μαρτίου 2004.

12      Πριν την έγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού από το Krajský súd v Košiciach, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην τοπική φορολογική αρχή εκθέσεις ελέγχου, προκειμένου αυτή να αξιολογήσει τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα του πτωχευτικού συμβιβασμού, της δικαστικής εκκαθαρίσεως και της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών στο σλοβακικό δίκαιο. Στις 26 Απριλίου 2004, υπέβαλε την πρώτη έκθεση ελέγχου, την οποία είχε καταρτίσει η εσωτερική ελέγκτρια M. K. (στο εξής: έκθεση K) και σύμφωνα με την οποία η πώληση του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε [εμπιστευτικό]. Στις 7 Ιουλίου 2004, υπέβαλε δεύτερη έκθεση ελέγχου, καταρτισθείσα από ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρία, την E (στο εξής: έκθεση E), όπου αναφερόταν [εμπιστευτικό]. Στο τέλος του Ιουνίου του 2004, υποβλήθηκε στην τοπική φορολογική αρχή προσωρινό κείμενο της εκθέσεως E.

13      Στις 21 Ιουνίου 2004 η σλοβακική φορολογική αρχή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε ότι στις 17 Ιουνίου 2004 τα διαθέσιμα της προσφεύγουσας ανέρχονταν σε [εμπιστευτικό] SKK.

14      Με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2004, η γενική διευθύντρια της γενικής διευθύνσεως φόρων της Σλοβακίας έδωσε στην τοπική φορολογική αρχή την εντολή να μη δεχθεί, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού της 9ης Ιουλίου 2004, την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας ως μη ευνοϊκή για τη Σλοβακική Δημοκρατία, βάσει του από 15 Ιανουαρίου 2004 συνημμένου εγγράφου του Υπουργού Οικονομικών της Σλοβακίας, με το οποίο ο Υπουργός έδινε την εντολή να μην αποδέχονται οι φορολογικές αρχές μείωση των φορολογικών χρεών υπέρ των φορολογουμένων.

15      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού της 9ης Ιουλίου 2004, οι δανειστές της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένης της σλοβακικής φορολογικής αρχής, αποδέχθηκαν την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας.

16      Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach, ενέκρινε τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Πρώτον, διαπίστωσε ότι οι δανειστές της προσφεύγουσας απέδειξαν τις απαιτήσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού. Ειδικότερα, διαπίστωσε ότι η απαίτηση της σλοβακικής φορολογικής αρχής ανέρχεται σε [εμπιστευτικό] SKK περίπου, για την οποία ο πτωχευτικός συμβιβασμός προέβλεπε την καταβολή του 35 %, ήτοι 224,3 εκατομμύρια SKK περίπου. Εν συνεχεία, διαπίστωσε ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού της 9ης Ιουλίου 2004, υπέρ της σχετικής προτάσεως της προσφεύγουσας ψήφισαν όλοι οι δανειστές, σύμφωνα με τα άρθρα 58, παράγραφοι 4 και 5, και 58b, παράγραφοι 1, στοιχείο α΄, και 2, του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, περιλαμβανομένης της τοπικής φορολογικής αρχής, η οποία, ως προνομιούχος δανειστής, ψήφισε χωριστά. Επίσης, το εν λόγω δικαστήριο, αφού υπενθύμισε τις προϋποθέσεις εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, έκρινε ότι οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν εν προκειμένω.

17      Στις 14 Ιουλίου 2004, η γενική διεύθυνση φορολογίας της Σλοβακίας έθεσε τον διευθυντή της τοπικής φορολογικής αρχής σε αργία και τον αντικατέστησε.

18      Με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2004, η τοπική φορολογική αρχή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός, με τον οποίον είχε συμφωνήσει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουλίου 2004 και στο πλαίσιο του οποίου δεν απαιτείται καταβολή όλης της φορολογικής οφειλής, συνιστά έμμεση κρατική ενίσχυση, για την οποία απαιτείται έγκριση της Επιτροπής. Ζήτησε επίσης από την προσφεύγουσα να της υποβάλει έως τις 19 Νοεμβρίου 2004 σχέδιο επενδύσεως των ποσών που δεν απαιτείται να καταβληθούν δυνάμει της αποφάσεως του Krajský súd v Košiciach της 29ης Απριλίου 2004.

19      Με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2004, το Najvyšší súd Slovenskej republiky (ανώτατο δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση που είχε ασκήσει η τοπική φορολογική αρχή τον Αύγουστο του 2004 κατά της αποφάσεως του Krajský súd v Košiciach της 14ης Ιουλίου 2004 και κήρυξε την εν λόγω απόφαση έγκυρη και εκτελεστή από της 23ης Ιουλίου 2004.

20      Με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα απάντησε στο έγγραφο της τοπικής φορολογικής αρχής της 20ής Οκτωβρίου 2004 ότι υπέβαλε «αίτηση πτωχευτικού συμβιβασμού» και όχι «αίτηση κρατικής ενισχύσεως». Με το έγγραφό της αυτό, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι, κατ’ αυτήν, η σύμφωνη γνώμη που διατυπώνει υπάλληλος φορολογικής αρχής δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση. Ανέφερε επίσης ότι, κατά την άποψή της, το αίτημα περί καταρτίσεως επενδυτικού σχεδίου είναι «αβάσιμο».

21      Στις 14 Δεκεμβρίου 2004, ασκήθηκε σε βάρος του διευθυντή της τοπικής φορολογικής αρχής, ο οποίος είχε τεθεί σε αργία στις 14 Ιουλίου 2004, δίωξη για απάτη και κατάχρηση.

22      Στις 17 Δεκεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα κατέβαλε στην τοπική φορολογική αρχή, σύμφωνα με τον πτωχευτικό συμβιβασμό, 224,3 εκατομμύρια SKK, ποσό που αντιστοιχεί στο 35 % της συνολικής οφειλής της. Με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2004, το Krajský súd v Košiciach επικύρωσε τον πτωχευτικό συμβιβασμό, με ισχύ από τις 23 Ιουλίου 2004, και περάτωσε τη σχετική διαδικασία.

23      Προς επιβεβαίωση των πλεονεκτημάτων του πτωχευτικού συμβιβασμού σε σχέση με τη δικαστική εκκαθάριση, η προσφεύγουσα υπέβαλε τρίτη έκθεση ελέγχου, με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 2005, καταρτισθείσα από την H [εμπιστευτικό] (στο εξής: έκθεση H), η οποία ανέφερε ότι [εμπιστευτικό].

24      Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2006, το Špeciálny súd v Pezinku (ειδικό δικαστήριο του Pezinok, Σλοβακία) απάλλαξε από όλες τις κατηγορίες τον διευθυντή της τοπικής φορολογικής αρχής, ο οποίος είχε τεθεί σε αργία στις 14 Ιουλίου 2004.

25      Κατόπιν ασκήσεως εκτάκτου ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως του Krajský súd v Košiciach της 14ης Ιουλίου 2004, το Najvyšší súd Slovenskej republiky, με απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του Krajský súd v Košiciach της 14ης Ιουλίου 2004, με το σκεπτικό ότι κακώς περιλήφθηκαν στον πτωχευτικό συμβιβασμό τα οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας, ύψους 424 490 SKK. Κατά τα λοιπά, το Najvyšší súd Slovenskej republiky απέρριψε το έκτακτο ένδικο μέσο. Με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2006, το Krajský súd v Košiciach διέταξε την εκτέλεση της αποφάσεως του Najvyšší súd Slovenskej republiky της 27ης Απριλίου 2006 και διόρθωσε το οφειλόμενο στην τοπική φορολογική αρχή ποσό σε 640,4 εκατομμύρια SKK (το 35 % του ποσού αυτού ανέρχεται σε 224,1 εκατομμύρια SKK).

3.     Διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής

26      Με έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 2004 υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία για παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ της προσφεύγουσας.

27      Με έγγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από την Σλοβακική Δημοκρατία να της διαβιβάσει στοιχεία σχετικά με το επίμαχο μέτρο, ήτοι τη μερική διαγραφή της φορολογικής οφειλής της προσφεύγουσας στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού.

28      Με έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι για το ενδεχόμενο να έχει λάβει η προσφεύγουσα κρατική ενίσχυση και της ζήτησε να εγκρίνει την ενίσχυση αυτή ως σκοπούσα τη διάσωση προβληματικής εταιρείας.

29      Η Επιτροπή, αφού συγκέντρωσε συμπληρωματικά στοιχεία, κοινοποίησε στη Σλοβακική Δημοκρατία, με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2005, την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με το επίμαχο μέτρο (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως). Με την απόφαση αυτή, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕ C 233, σ. 47), οι ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του επίμαχου μέτρου.

30      Με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί του επίμαχου μέτρου. Με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα επίσης υπέβαλε στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί του επίμαχου μέτρου, οι οποίες διαβιβάστηκαν στην Σλοβακική Δημοκρατία, προκειμένου αυτή να απαντήσει, πράγμα που έπραξε με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2005.

31      Στις 28 Μαρτίου 2006 διεξήχθη συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και της προσφεύγουσας. Κατά τη συνάντηση αυτή, η προσφεύγουσα ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι επέλεξε τον πτωχευτικό συμβιβασμό αντί της δικαστικής εκκαθαρίσεως, ότι η Old Herold παράγει προϊόντα χρησιμοποιώντας περιουσιακά στοιχεία και το σήμα της προσφεύγουσας, ότι η συνεργασία τους άρχισε τον Ιούλιο του 2004, βάσει συμφωνίας αποκλειστικής διανομής των προϊόντων της Old Herold, ότι διαθέτει εγγυημένα περιουσιακά αξίας 194 εκατομμύρια SKK, ότι σκοπός της εκθέσεως E ήταν να αποδειχθεί στην τοπική φορολογική αρχή ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός ήταν προτιμότερος από τη δικαστική εκκαθάριση, ότι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί η εταιρία E χρησιμοποίησε στοιχεία της 31ης Μαρτίου 2004, ότι η Old Herold της χορήγησε πίστωση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2004 και ότι παγίως εξοφλούσε τις υποχρεώσεις της εντός 14 έως 60 ημερών.

32      Με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2006, η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή αντίγραφο της αποφάσεως του Špeciálny súd v Pezinku της 6ης Μαρτίου 2006.

33      Με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2006, η Σλοβακική Δημοκρατία απέστειλε στην Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία.

34      Στις 7 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/254/ΕΚ σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 25/05 (πρώην NN 21/05) που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στην προσφεύγουσα (ΕΕ L 112, σ. 14, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

35      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση, που η Σλοβακική Δημοκρατία χορήγησε υπέρ της εταιρείας Frucona Košice, a.s., ύψους 416515990 SKK, δεν είναι συμβατή με την ενιαία αγορά.

Άρθρο 2

1.       Η Σλοβακική Δημοκρατία να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα αναγκαία για την επιστροφή της εκνόμως χορηγηθείσας ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 από [την προσφεύγουσα].

2.      Η επιστροφή να πραγματοποιηθεί χωρίς αναβολή και σε εναρμόνιση με τη διαδικασία που ορίζει η εθνική νομοθεσία, εφόσον αυτή επιτρέπει την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσης απόφασης.

3.      Στο ποσό που θα επιστραφεί θα πρέπει να υπολογιστούν οι τόκοι για όλη την περίοδο από την ημερομηνία, που αυτή δόθηκε στη διάθεση της [προσφεύγουσας], έως την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής.

4.      Οι τόκοι υπολογίζονται σε εναρμόνιση με αυτά που ορίζοντα στο κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου που καθορίζει λεπτομερώς όρους για την εφαρμογή του άρθρου [88 ΕΚ]. Το ποσοστό των τόκων θα εφαρμοσθεί ως σύνθετος τόκος καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο σημείο 3.

Άρθρο 3

Η Σλοβακική Δημοκρατία πρέπει μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε σε συνάρτηση με την παρούσα απόφαση. Οι πληροφορίες αυτές να δοθούν με τη χρήση του ερωτηματολογίου της παραγράφου I της παρούσας απόφασης

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Σλοβακική Δημοκρατία.»

36      Στις 2 Νοεμβρίου 2006 η πρεσβεία της Σλοβακικής Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) απέστειλε στην προσφεύγουσα αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

37      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 12 Ιανουαρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

38      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Οκτωβρίου 2006, η εταιρία St. Nicolaus-trade a.s. ζήτησε να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής.

39      Με διάταξη της 11ης Οκτωβρίου 2007, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα αυτό και αποφάσισε ότι η παρεμβαίνουσα, εφόσον υπέβαλε το αίτημά της μετά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων του άρθρου 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, διαθέτει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας δικαιώματα.

40      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάλεσε την προσφεύγουσα και την Επιτροπή να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

41      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Οκτωβρίου 2009.

42      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ή, τουλάχιστον, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει το άρθρο 1 αυτής,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

44      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής, η παρεμβαίνουσα ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της ουσίας

45      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει δέκα λόγους, οι οποίοι αφορούν, πρώτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό του ύψους της επίμαχης ενισχύσεως, δεύτερον, παράβαση ουσιώδους διαδικαστικού κανόνα και του άρθρου 33 ΕΚ, τρίτον, κατ’ ουσίαν, αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, τέταρτον, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δικαστική εκκαθάριση είναι επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό, πέμπτον, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών είναι επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό, έκτον, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, λόγω του ότι η Επιτροπή δεν αντεπεξήλθε στο βάρος αποδείξεως που φέρει και παρέβη τους κανόνες που διέπουν το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, έβδομον, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, λόγω παραλείψεως της Επιτροπής να αξιολογήσει επαρκώς και να λάβει υπόψη της τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της, όγδοον, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, λόγω του ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της αλυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία, ένατον, παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, και, δέκατον, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, λόγω μη χαρακτηρισμού του πτωχευτικού συμβιβασμού ως δικαιολογημένης ενισχύσεως με σκοπό την αναδιάρθρωση και λόγω αναδρομικής εφαρμογής των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2004).

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το ποσό που αναγράφεται στο άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήτοι 416 515 990 SKK, είναι προδήλως εσφαλμένο. Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την απόφαση του Najvyšší súd Slovenskej republiky της 27ης Απριλίου 2006, με την οποία μειώθηκε κατά 424 490 SKK το ποσό της φορολογικής οφειλής που ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού. Το ακριβές ποσό είναι 416 240 072 SKK. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση ή, τουλάχιστον, το άρθρο 1 αυτής είναι, ως εκ τούτου, ακυρωτέα.

47      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

48      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T‑371/94 και T‑394/94, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2405, σκέψη 81, και της 14ης Ιανουαρίου 2004, T‑109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑127, σκέψη 50).

49      Ειδικότερα, κατά τη νομολογία, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν την εξέδωσε (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 168· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 16).

50      Επομένως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του κοινοτικού δικαστή πραγματικά στοιχεία μη προβληθέντα κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4103, σκέψη 31, και της 13ης Ιουνίου 2002, C‑382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑5163, σκέψεις 49 και 76, προπαρατεθείσα απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 51).

51      Ομοίως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά ή νομικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλά δεν της υποβλήθηκαν, καθόσον η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και υποθετικά ποια είναι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να της υποβληθούν (απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 49 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

52      Εν προκειμένω, από την περίληψη της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (C 233, σ. 47), προκύπτει ότι, για τον προσδιορισμό του ύψους της κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση του Krajský súd v Košiciach της 14ης Ιουλίου 2004, περί εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού, στοιχεία τα οποία δεν αμφισβήτησε η Σλοβακική Δημοκρατία με τις παρατηρήσεις της 10ης Οκτωβρίου 2005 ούτε η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της της 24ης Οκτωβρίου 2005.

53      Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν είχε ενημερωθεί από την προσφεύγουσα ή από την Σλοβακική Δημοκρατία για την απόφαση του Najvyšší súd Slovenskej republiky της 27ης Απριλίου 2006, με την οποία μειώθηκε η φορολογική οφειλή της προσφεύγουσας που επρόκειτο να ληφθεί υπόψη κατά τη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού.

54      Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας στις σκέψεις 48 έως 50 νομολογίας, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, για τον προσδιορισμό του ύψους της κρατικής ενισχύσεως, στηρίχθηκε στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση του Krajský súd v Košiciach της 14ης Ιουλίου 2004 και δεν έλαβε υπόψη της την απόφαση του Najvyšší súd Slovenskej republiky της 27ης Απριλίου 2006. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

2.     Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως σχετικά με παράβαση ουσιώδους κανόνα της διαδικασίας και παράβαση του άρθρου 33 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους διαδικαστικού κανόνα και είναι, ως εκ τούτου, ακυρωτέα. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι παράγει αγροτικά προϊόντα τα οποία, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως, ενέπιπταν στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚ, οπότε αρμόδια γενική διεύθυνση (ΓΔ) για τη διεξαγωγή της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν η ΓΔ «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη» και όχι η ΓΔ «Ανταγωνισμός». Για τους ίδιους λόγους, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να φέρουν την υπογραφή του αρμοδίου για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη μέλους της Επιτροπής και όχι του αρμοδίου για τον ανταγωνισμό. Αφετέρου, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον σκοπό του άρθρου 33 ΕΚ.

56      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα, αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

57      Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση ουσιώδους διαδικαστικού κανόνα, στηρίζεται στην παραδοχή ότι, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως, η προσφεύγουσα παρήγαγε κυρίως γεωργικά προϊόντα που εμπίπτουν στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚ, οπότε μόνον η ΓΔ «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη» και το συναφώς αρμόδιο μέλος της Επιτροπής είχαν αρμοδιότητα να διεξαγάγουν έρευνα για την επίμαχη ενίσχυση και να εκδώσουν την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, καθώς και την προσβαλλόμενη απόφαση.

58      Όπως, όμως, προβάλλει η Επιτροπή, από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 24ης Οκτωβρίου 2005 και, πιο συγκεκριμένα, από τον εκεί παρατιθέμενο πίνακα 1, προκύπτει σαφώς ότι το 2004 ο συνολικός κύκλος εργασιών της προσφεύγουσας ανερχόταν σε 880,3 εκατομμύρια SKK περίπου και ο κύκλος εργασιών από τις πωλήσεις οινοπνευματωδών ανερχόταν σε 728,8 εκατομμύρια SKK περίπου. Η δραστηριότητα αυτή αντιστοιχεί επομένως στο 82 % του συνολικού κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας. Δεδομένου, πάντως, του σημαντικού μεγέθους του μέρους του κύκλου εργασιών που αντιστοιχεί στις σχετικές με τα οινοπνευματώδη δραστηριότητες, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως, οι δραστηριότητες αυτές υπολείπονταν των σχετικών με τα γεωργικά προϊόντα. Επομένως, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, διαπιστώνεται ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας προέρχονταν από δραστηριότητες σχετικές με την παραγωγή οινοπνευματωδών. Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως προδήλως αβάσιμο.

59      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τον σκοπό του άρθρου 33 ΕΚ, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών. Κατά πάγια νομολογία, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 94 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

60      Εν προκειμένω, πάντως, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε πραγματικά ή νομικά στοιχεία που να στηρίζουν την αιτίασή της περί παραβάσεως του άρθρου 33 ΕΚ. Επομένως, δεν ανέπτυξε το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως όπως επιτάσσει το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως προδήλως απαράδεκτο.

61      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι αμφότερα τα σκέλη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέα, το πρώτο ως προδήλως αβάσιμο και το δεύτερο ως προδήλως απαράδεκτο.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του τμήματος 3 του παραρτήματος IV της Συνθήκης Προσχωρήσεως, του άρθρου 253 ΕΚ, του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, λόγω αναρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εξετάσει το επίμαχο μέτρο. Υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το μέτρο αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, πρόκειται για μέτρο που θεσπίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή πριν την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας), όταν η σλοβακική φορολογική αρχή αποφάσισε να μην επιλέξει τη δικαστική εκκαθάριση και την αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατά την κίνηση της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού στις 29 Απριλίου 2004, ευλόγως θεωρούσε δεδομένο ότι η σλοβακική φορολογική αρχή θα προβεί σε όλες τις τυπικές πράξεις που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού. Μετά την ημερομηνία αυτή, η έγκριση της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού κατά τη σχετική επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουλίου 2004 είχε τυπικό μόνο χαρακτήρα. Προβάλλει, επιπλέον, ότι μετά την ημερομηνία αυτή έπαυσε η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου. Επομένως, το εν λόγω μέτρο αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να διατάξει την ανάκτησή του δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1).

63      Ειδικότερα, προβάλλεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διατυπώνει αντιφατικές εκτιμήσεις όσον αφορά τον χρόνο χορηγήσεως της κρατικής ενισχύσεως. Αφενός, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, προς στήριξη της εκτιμήσεώς της ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε με την έκδοση νομικώς δεσμευτικής πράξεως, δηλαδή στις 9 Ιουλίου 2004. Αφετέρου, η Επιτροπή στηρίζει τη διαπίστωσή της ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση στο γεγονός ότι η σλοβακική φορολογική αρχή δεν ακολούθησε «τη δέουσα διαδικασία πριν την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού». Πάντως, τόσο από τη διοικητική πρακτική της Επιτροπής όσο και από τη νομολογία προκύπτει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η ύπαρξη ενισχύσεως στοιχειοθετήθηκε βάσει παραλείψεως ενέργειας, χωρίς να υπάρχει νομικώς δεσμευτικό έγγραφο.

64      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το επίμαχο μέτρο έπαυσε να εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας. Προβάλλει, συναφώς, ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν συνεπάγεται για τη Σλοβακική Δημοκρατία υποχρεώσεις μετά την προσχώρηση, καθώς δεν απαιτούνταν πληρωμή ή επιπλέον διαγραφή οφειλής.

65      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

66      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 61 έως 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ορισμένα από τα κρίσιμα για την υπόθεση περιστατικά είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως της Σλοβακικής Δημοκρατίας. Εν συνεχεία, επισημαίνει ότι οι μεταγενέστερες της προσχωρήσεως πράξεις εμπίπτουν προδήλως στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ, διευκρινίζοντας ότι, κατά την άποψή της, ο προσδιορισμός του χρόνου εφαρμογής εκάστου μέτρου πρέπει να γίνεται με κριτήριο τον χρόνο εκδόσεως της νομικά δεσμευτικής πράξεως με την οποία «το αρμόδιο εθνικό όργανο [δεσμεύεται να χορηγήσει την ενίσχυση]». Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού δεν αποτελεί πράξη «οργάνου που παρέχει [την] ενίσχυση», αλλά «πράξη του αποδέκτη», και, αφετέρου, ότι η δικαστική απόφαση περί εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν αποτελεί πράξη του «οργάνου που παρέχει [την] ενίσχυση». Εξάλλου, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, δεν αποδείχθηκε ότι η γενική διεύθυνση φορολογίας της Σλοβακικής Δημοκρατίας έδωσε τη συγκατάθεσή της για το επίμαχο μέτρο κατά τη συνάντηση του Δεκεμβρίου του 2003. Αντιθέτως, οι σλοβακικές αρχές αρνήθηκαν ότι έδωσαν τέτοια συγκατάθεση. Κατά την Επιτροπή, «η απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής να ακυρώσει μέρος των οφειλών» ελήφθη στις 9 Ιουλίου 2004, δηλαδή μετά την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας, όταν η τοπική φορολογική αρχή συμφώνησε με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας. Επομένως, η Επιτροπή θεώρησε ότι έχει αρμοδιότητα να «εξετάσει» το επίμαχο μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

67      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίζεται στην παραδοχή ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε πριν την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας.

68      Το κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αυτό της «νομικά δεσμευτικής πράξεως με την οποία το αρμόδιο εθνικό όργανο δεσμεύεται να χορηγήσει την ενίσχυση» (βλ., συναφώς, απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 74).

69      Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να προσδιοριστεί το αντικείμενο του επίμαχου μέτρου. Κατά την προσφεύγουσα, το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε πριν την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας, όταν η τοπική φορολογική αρχή αποφάσισε να μην κινήσει τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως ή τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών.

70      Πάντως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση διοικητικής αρχής κράτους μέλους να μην κινήσει διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως ή διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών διαφέρει από την απόφαση περί αποδοχής προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού, συνέπεια της οποίας, εν προκειμένω, είναι η παραίτηση της τοπικής φορολογικής αρχής από το 65 % των απαιτήσεών της έναντι της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, ενώ η απόφαση του δανειστή να μην κινήσει διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως ή διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών συνεπάγεται απλώς αναβολή της ενδεχόμενης αναγκαστικής εισπράξεως της απαιτήσεως, αντιθέτως, η απόφαση του δανειστή να αποδεχθεί πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού συνεπάγεται, υπό την αίρεση της εγκρίσεως του εν λόγω πτωχευτικού συμβιβασμού από το αρμόδιο δικαστήριο, ότι ο δανειστής παραιτείται οριστικά από την απαίτησή του ή από μέρος αυτής. Επομένως, οι δύο αυτές αποφάσεις διαφέρουν προδήλως μεταξύ τους.

71      Ομοίως, όπως ρητώς προκύπτει από το γράμμα τόσο της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως όσο και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το επίμαχο μέτρο συνίσταται αποκλειστικά στην παραίτηση της τοπικής φορολογικής αρχής από το 65 % των απαιτήσεών της έναντι της προσφεύγουσας στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού. Το επίμαχο μέτρο ουδόλως σχετίζεται με απόφαση της τοπικής φορολογικής αρχής να μην κινήσει διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως ή αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών.

72      Επομένως, για την εξέταση του βασίμου του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, αρκεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίον η τοπική φορολογική αρχή αποφάσισε να εγκρίνει την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας.

73      Κατά κύριο λόγο, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά την προσφεύγουσα, η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού εγκρίθηκε με την απόφαση του Krajský súd v Košiciach της 29ης Απριλίου 2004. Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι με την απόφαση αυτή το Krajský súd v Košiciach απλώς ενέκρινε την κίνηση της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί το περιεχόμενο της αποφάσεως του Krajský súd v Košiciach της 29ης Απριλίου 2004, στον βαθμό που η προσφεύγουσα προβάλλει, προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε πριν την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας, οπότε η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εξετάσει το συμβατό του εν λόγω μέτρου με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ.

74      Συναφώς, πρώτον, από τις διατάξεις του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού και ειδικότερα του άρθρου 50 του εν λόγω νόμου προκύπτει ότι, πριν την έγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο δικαστής διαπιστώνει με απόφασή του αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κινήσεως της σχετικής διαδικασίας. Εν προκειμένω, η απόφαση του Krajský súd v Košiciach της 29ης Απριλίου 2004 δεν συνιστά απόφαση περί εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού.

75      Συγκεκριμένα, αφενός, κατά τις διατάξεις του άρθρου 58, παράγραφος 1, του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, οι ενδιαφερόμενοι δανειστές που έχουν αποδείξει τις απαιτήσεις τους μπορούν να διατυπώσουν προτάσεις ή παρατηρήσεις και να ψηφίσουν εγγράφως επί της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού, και μάλιστα πριν τη διεξαγωγή της σχετικής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κατά το άρθρο 58, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου.

76      Αφετέρου, κατά το άρθρο 50, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, και το άρθρο 58, παράγραφος 2, του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, η κίνηση της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να διαπιστώσει, κατά τη σχετική επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ποιοι από τους δανειστές δέχονται την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού. Ο δικαστής εγκρίνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό μόνον αν έχει συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 58a και 58b του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού και εφόσον έχουν τηρηθεί οι διατάξεις των άρθρων 60 και 61 του εν λόγω νόμου. Επομένως, από τις διατάξεις του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού προκύπτει ότι απόφαση περί εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού χωρεί μόνον αφού κινηθεί η οικεία διαδικασία και αφού οι δανειστές αποδείξουν τις απαιτήσεις τους και κληθούν, το αργότερο κατά τη σχετική επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να ψηφίσουν επ’ αυτού.

77      Επιπλέον, από την απόφαση του Krajský súd v Košiciach της 29ης Απριλίου 2004 προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε από τους ενδιαφερόμενους δανειστές να αποδείξουν εντός δέκα εβδομάδων τις απαιτήσεις που θα προβάλλουν στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, διέταξε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις 9 Ιουλίου 2004 και δέχθηκε τους όρους πτωχευτικού συμβιβασμού που διατύπωσε η προσφεύγουσα με τη σχετική πρότασή της της 8ης Μαρτίου 2004.

78      Τέλος, τονίζεται ότι, με τις παρατηρήσεις της της 24ης Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι, στις 29 Απριλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach ενέκρινε το πρώτο στάδιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού λόγω συνδρομής όλων των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων. Ανέφερε επιπλέον ότι το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού ολοκληρώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Ιουλίου 2004 με την οποία το Krajský súd v Košiciach ενέκρινε τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

79      Κατόπιν των προεκτεθέντων στις σκέψεις 74 έως 78 ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι η απόφαση του Krajský súd v Košiciach της 29ης Απριλίου 2004 δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική πράξη κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 68 ανωτέρω. Με την εν λόγω απόφαση, το Krajský súd v Košiciach απλώς διαπίστωσε ότι εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις κινήσεως της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού.

80      Δεύτερον, όσον αφορά τις συνέπειες αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, με την απόφαση αυτή ο οφειλέτης και οι δανειστές του παύουν να έχουν δικαίωμα κινήσεως διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως όσο διαρκεί η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού. Ωστόσο, το άρθρο 66 του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού προβλέπει ότι, αν η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού δεν γίνει αποδεκτή από τους ενδιαφερόμενους δανειστές, ο δικαστής περατώνει τη σχετική διαδικασία. Συνεπώς, μετά το χρονικό σημείο αυτό, οι ενδιαφερόμενοι δανειστές δύνανται να κινήσουν διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως.

81      Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι η σλοβακική φορολογική αρχή είχε εν προκειμένω την ιδιότητα του προνομιούχου δανειστή. Επίσης δεν αμφισβητείται ότι, κατά τις διατάξεις του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, προϋπόθεση της εγκρίσεως της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού από τον δικαστή είναι να γίνει αποδεκτή η πρόταση αυτή από τους προνομιούχους δανειστές. Πάντως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η τοπική φορολογική αρχή είχε διαβεβαιώσει την προσφεύγουσα, πριν την έκδοση της αποφάσεως του Krajský súd v Košiciach της 29ης Απριλίου 2004, ότι θα αποδεχθεί την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της 8ης Μαρτίου 2004. Επομένως, κακώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Σλοβακική Δημοκρατία θέσπισε το επίμαχο μέτρο πριν την 1η Μαΐου 2004.

82      Κατά τα λοιπά, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 57 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι σλοβακικές αρχές διατύπωσαν ρητώς, σε δύο περιπτώσεις, την αντίθεσή τους στην αποδοχή της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας. Με έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 2004, το Υπουργείο Οικονομικών της Σλοβακίας έδωσε εντολή στη γενική διεύθυνση φορολογίας να μην αποδέχεται προτάσεις πτωχευτικού συμβιβασμού που περιλαμβάνουν διαγραφή φορολογικών χρεών. Με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2004, η εν λόγω γενική διεύθυνση φορολογίας έδωσε εντολή στην τοπική φορολογική αρχή να μην αποδεχθεί την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας.

83      Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, βεβαίως, ότι, με την απόφασή του της 6ης Μαρτίου 2006, το Špeciálny súd v Pezinku έκρινε ότι τα έγγραφα της 15ης Ιανουαρίου και της 6ης Ιουλίου 2004 δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Πλην όμως, παρά το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, οι συστάσεις που διατυπώθηκαν εμφαίνουν κατά τρόπο ιδιαίτερα σαφή τη θέση της γενικής διευθύνσεως φορολογίας της Σλοβακίας, η οποία ήταν αντίθετη όχι μόνο στην πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας, αλλά και γενικά στη διαγραφή φορολογικών χρεών στη Σλοβακική Δημοκρατία. Επομένως, κακώς προσάπτεται στην Επιτροπή ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε τη διαπίστωσή της περί μη συμφωνίας των σλοβακικών αρχών όσον αφορά την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας στα έγγραφα της 15ης Ιανουαρίου και της 6ης Ιουλίου 2004.

84      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η τοπική φορολογική διατύπωσε ρητώς τη συμφωνία της επί της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού της 9ης Ιουλίου 2004. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση του Krajský súd v Košiciach, της 14ης Ιουλίου 2004, περί εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού στηρίχθηκε στην ομόφωνη αποδοχή της προτάσεως αυτής από τους δανειστές της προσφεύγουσας.

85      Η σλοβακική φορολογική αρχή, ως προνομιούχος δανειστής, μπορούσε έως τις 9 Ιουλίου 2004, να αντιταχθεί στην πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας, οπότε το Krajský súd v Košiciach θα περάτωνε αυτοδικαίως τη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού που είχε κινηθεί στις 29 Απριλίου 2004. Συγκεκριμένα, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι το Krajský súd v Košiciach δεν θα μπορούσε να επικυρώσει τον πτωχευτικό συμβιβασμό, αν η τοπική φορολογική αρχή, ως προνομιούχος δανειστής, δεν έδινε τη συγκατάθεσή της. Επομένως, έως τις 9 Ιουλίου 2004, η τοπική φορολογική αρχή μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας και να έχει, έτσι, το δικαίωμα, μετά την περάτωση της σχετικής διαδικασίας από το Krajský súd v Košiciach, να κινήσει είτε τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών είτε τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως. Εξάλλου, από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 24ης Οκτωβρίου 2005, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι η τοπική φορολογική αρχή ήταν πεπεισμένη ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός, τον οποίον η εν λόγω αρχή αποδέχθηκε στις 9 Ιουλίου 2004, ήταν προτιμότερος από τη δικαστική εκκαθάριση, υποστήριξε ότι η φορολογική αρχή μπορούσε να παρέμβει σε διάφορα στάδια της οικείας διαδικασίας και να αποτρέψει τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Ο ισχυρισμός αυτός αντιφάσκει προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε πριν τις 29 Απριλίου 2004.

86      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η παραίτηση της τοπικής φορολογικής αρχής από το 65 % των απαιτήσεών της έναντι της προσφεύγουσας συμπίπτει χρονικά με τη ρητή αποδοχή της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού στις 9 Ιουλίου 2004. Επομένως, η νομικά δεσμευτική πράξη με την οποία οι σλοβακικές αρχές αποφάσισαν τη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως είναι μεταγενέστερη της προσχωρήσεως της Σλοβακικής Δημοκρατίας.

87      Κατά συνέπεια, τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

4.     Επί του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

88      Επισημαίνεται ότι ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορούν, αντιστοίχως, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα σχετικά με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι τόσο η δικαστική εκκαθάριση όσο και η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών θα ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

89      Πάντως, από την αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, για να εξετάσει αν το επίμαχο μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή χρησιμοποίησε το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Προς τούτο, εξέτασε αν τα έσοδα των φορολογικών αρχών της Σλοβακικής Δημοκρατίας από τη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού υπερέβαιναν τα έσοδα που θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη δικαστική εκκαθάριση ή από την αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών. Συνεπώς, η διαπίστωση ότι μια από τις δύο αυτές διαδικασίες είναι επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό θα αρκούσε για να αποφανθεί η Επιτροπή ότι δεν τηρείται εν προκειμένω το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και ότι, ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

90      Επισημαίνεται ακόμη ότι ο έκτος, ο έβδομος, ο όγδοος και ο ένατος λόγος ακυρώσεως, στον βαθμό που αμφισβητείται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, συνδέονται είτε με τον τέταρτο είτε με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως.

91      Συνεπώς, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

92      Μόνον αν αποδειχθεί εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό θα πρέπει εν συνεχεία να εξεταστεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και στο πλαίσιο του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως κατά το μέτρο που αυτοί συνδέονται με τον πέμπτο, όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

 Επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό

 Επί των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

93      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν της απέφερε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, διότι η σλοβακική φορολογική αρχή ενήργησε ως ιδιώτης δανειστής, επιδιώκοντας αποκλειστικά και μόνο το μέγιστο δυνατό όφελος για τη Σλοβακική Δημοκρατία. Κατά την προσφεύγουσα, ο πτωχευτικός συμβιβασμός όχι μόνο δεν της απέφερε «προδήλως μεγαλύτερο» πλεονέκτημα, αλλά αποτελεί την αυτονόητη επιλογή κάθε ιδιώτη δανειστή μεταξύ, αφενός, της μερικής, αλλά άμεσης εισπράξεως της οφειλής και, αφετέρου, της μακράς και δαπανηρής διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η οποία εμπεριέχει τον κίνδυνο εισπράξεως χαμηλότερου ποσού σε σχέση με αυτό που θα εισπραττόταν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή κατέληξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε διαφορετικό συμπέρασμα, διότι στηρίχθηκε σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, σε εσφαλμένα συμπεράσματα, σε αβάσιμες παραδοχές και σε αστήρικτους ισχυρισμούς, προβληθέντες από κράτος μέλος το οποίο εξαρχής και για λόγους σκοτεινούς και ύποπτους παραδέχθηκε ότι χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση.

94      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία και τις εκθέσεις τρίτων σχετικά με το ζήτημα αυτό. Υποστηρίζει ότι η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ πτωχευτικού συμβιβασμού και δικαστικής εκκαθαρίσεως συνίσταται στη διάρκεια των αντίστοιχων διαδικασιών. Ενώ, στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού, τα οφειλόμενα ποσά καταβάλλονται στους δανειστές εντός επομένων του συμβιβασμού μηνών, στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως οι δανειστές εισπράττουν το προϊόν της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού κατόπιν πολύ μακρύτερης διαδικασίας. Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή απλώς παραπέμπει στην άποψη των σλοβακικών αρχών ότι, εν προκειμένω, λόγω του περιορισμένου αριθμού δανειστών και της υπάρξεως στοιχείων του ενεργητικού με θετική αξία, η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως θα διεξαγόταν ταχύτερα από το σύνηθες, χωρίς όμως να εξηγεί πώς είναι δυνατόν να μειωθεί η διάρκεια της διαδικασίας λόγω των παραμέτρων αυτών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εξάλλου, ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι δεν διαμόρφωσε γνώμη σχετικά με το ζήτημα της πιθανής διάρκειας της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως του ενεργητικού της προσφεύγουσας. Επομένως, κατά τη σύγκριση μεταξύ δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, δεν έλαβε υπόψη της τις «απώλειες εσόδων από τόκους».

95      Κατά την προσφεύγουσα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, λόγω των παραμέτρων αυτών, η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως θα καθίστατο ταχύτερη από το σύνηθες, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της πολλά άλλα στοιχεία της υποθέσεως, λόγω των οποίων η διαδικασία θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο. Προβάλλει, συναφώς, ότι ο αριθμός των πιθανών αγοραστών ήταν περιορισμένος, διότι τα περισσότερα από τα στοιχεία του ενεργητικού ήταν μηχανές ειδικές για την παραγωγή και την επεξεργασία ποτών. Εξάλλου, η γεωγραφική θέση τους θα συνιστούσε μειονέκτημα όσον αφορά τη μεταφορά και το εξειδικευμένο προσωπικό. Η προσφεύγουσα φρονεί, επομένως, ότι τόσο η ακίνητη περιουσία όσο και τα μέσα παραγωγής δεν είχαν καμία αξία για τους σημαντικούς παραγωγούς οινοπνευματωδών στη Σλοβακία και ότι η πώλησή τους θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής.

96      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά την έρευνα, τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής στοιχεία προερχόμενα από διάφορες πηγές όσον αφορά τη μέση διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία. Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι διαβίβασε στην Επιτροπή, συνημμένη στις παρατηρήσεις της της 24ης Οκτωβρίου 2005, έκθεση της Διεθνούς Τράπεζας του 2004, από την οποία προκύπτει ότι μια ιδανικά εξελισσόμενη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία διαρκεί κατά μέσο όρο τέσσερα έτη και οκτώ μήνες. Εξάλλου, από τη συνημμένη στην προσφυγή έκθεση της Διεθνούς Τράπεζας του 2002 προκύπτει επίσης ότι η δικαστική εκκαθάριση είναι η χειρότερη επιλογή για τον δανειστή και διαρκεί από τρία έως επτά έτη, οι δε προνομιούχοι δανειστές κάνουν λόγο για ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό εισπράξεως των οφειλομένων, το οποίο κυμαίνεται από 5 έως 10 %, κατόπιν αφαιρέσεως των διοικητικών εξόδων. Δεύτερον, επισημαίνει ότι, σε έκθεση του 2004, η οποία διαβιβάστηκε στην Επιτροπή συνημμένη στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 24ης Οκτωβρίου 2005, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Σλοβακίας εκτίμησε ότι η διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία κυμαίνεται από τρία έως επτά έτη. Τρίτον, από την έκθεση H προκύπτει ότι [εμπιστευτικό]. Τέταρτον, με τις εκθέσεις του 2002 και του 2003 επί της προόδου της Σλοβακικής Δημοκρατίας ενόψει της προσχωρήσεως στην Ένωση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε δυσχέρειες και απαιτούμενες βελτιώσεις στις διαδικασίες δικαστικής εκκαθαρίσεως και αφερεγγυότητας.

97      Κατά την προσφεύγουσα, ακόμη και αν η αναγραφόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως είχε υπολογιστεί βάσει του συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε στην έκθεση E, είναι πρόδηλο ότι και ο πλέον αισιόδοξος ιδιώτης δανειστής θα επέλεγε να εισπράξει 225 εκατομμύρια SKK τον Δεκέμβριο του 2004, αντί του ενδεχομένου να εισπράξει το πολύ 239 εκατομμύρια SKK (275 εκατομμύρια SKK που αντιστοιχούν στη συνολική πιθανολογούμενη αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, μείον 36 εκατομμύρια SKK που είναι το ελάχιστο κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως) σε διάστημα «λίγο μικρότερο του μέσου όρου» έως επτά ετών. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, λόγω, αφενός, της διαφοράς των 14 εκατομμυρίων SKK μεταξύ του ποσού που αναμένεται να εισπραχθεί στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού και του αντίστοιχου στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως και, αφετέρου, του προεξοφλητικού επιτοκίου 5,1 % που ίσχυε τον Μάρτιο του 2004, για να επιλέξει ο ιδιώτης δανειστής τη δικαστική εκκαθάριση αντί του πτωχευτικού συμβιβασμού, θα έπρεπε η σχετική διαδικασία να διαρκέσει το πολύ δεκατρεισήμισι μήνες. Εν προκειμένω, όμως, η διαδικασία αυτή δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να έχει τόσο μικρή διάρκεια.

98      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία και τις εκθέσεις τρίτων σχετικά με το ζήτημα αυτό. Υποστηρίζει ότι το κόστος αυτό ανέρχεται, σύμφωνα με την έκθεση E, σε [εμπιστευτικό] SKK, που αντιστοιχεί στο [εμπιστευτικό] επί εκτιμώμενης αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας [εμπιστευτικό] SKK, και, σύμφωνα με την έκθεση K, σε [εμπιστευτικό] SKK, που αντιστοιχεί στο [εμπιστευτικό] επί εκτιμώμενης αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας [εμπιστευτικό] SKK. Από την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, η οποία εκτιμήθηκε σε 275 εκατομμύρια SKK, η Επιτροπή αφαίρεσε, ως κόστος της διαδικασίας, 36 εκατομμύρια SKK, δηλαδή το ποσό που θα αντιστοιχούσε σε αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού 204 εκατομμύρια SKK. Η αναλογία κόστους προς αξία πωλήσεως μειώνεται κατά το μέτρο που αυξάνεται η αξία αυτή. Επομένως, η Επιτροπή κακώς εκτίμησε ότι το αναγραφόμενο στην έκθεση K κόστος είναι χαμηλότερο από το αναγραφόμενο στην έκθεση E. Η προσφεύγουσα προβάλλει επιπλέον ότι η Επιτροπή, βασιζόμενη στο κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία, όπως αυτό εκτιμήθηκε με την έκθεση της Διεθνούς Τράπεζας του 2004 και αντιστοιχεί στο 18 % της αξίας πωλήσεως του ενεργητικού στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, διαπίστωσε ότι η αναμενόμενη αξία πωλήσεως βάσει των διαθέσιμων στις 17 Ιουνίου 2004 στοιχείων ήταν χαμηλότερη από την αντίστοιχη στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατά τη δικαστική εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα συνέχιζε την παραγωγή δεν είναι «πειστικό», διότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε πλέον άδεια παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε πλέον να παράγει οινοπνευματώδη.

99      Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τις συμπληρωματικές εργασίες και τα έξοδα διαχείρισης που θα απαιτούνταν σε περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως. Προβάλλει ότι θα ήταν υποχρεωμένη να συνεχίσει την καταβολή μισθών και δαπανών λειτουργίας και ότι θα έπρεπε καταγγέλλει σταδιακά τις συμβάσεις εργασίας, καταβάλλοντας αποζημιώσεις απολύσεως.

100    Τέταρτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της μια προηγούμενη περίπτωση στη σλοβακική αγορά οινοπνευματωδών, όπως θα έπραττε ο επιμελής ιδιώτης δανειστής. Υπενθυμίζει σχετικά ότι, με τις παρατηρήσεις της της 24ης Οκτωβρίου 2005, επέστησε την προσοχή της Επιτροπής στη δικαστική εκκαθάριση της Liehofruct White Lady Distillery, s.r.o. Levoča (στο εξής: Liehofruct). Υποστηρίζει ότι η εταιρία αυτή, όπως και η προσφεύγουσα, είχε αποκτήσει πρώην κρατική επιχείρηση παραγωγής οινοπνευματωδών και ότι «οι φορολογικές αρχές ήταν οι σημαντικότεροι δανειστές της». Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η δικαστική εκκαθάριση της Liehofruct άρχισε τον Ιούλιο του 1999, ότι για την πώληση του ενεργητικού της απαιτήθηκαν δέκα πλειστηριασμοί, κατά τους οποίους οι υψηλότερες προσφορές ανήλθαν μόλις στο 30 % της εκτιμηθείσας αξίας της επιχειρήσεως και ότι, μετά από οκτώ έτη, η διαδικασία δεν είχε ακόμη περατωθεί. Τούτο αποδεικνύει ότι δεν θα βρισκόταν ευχερώς αγοραστής για μια επιχείρηση με απαρχαιωμένο εξοπλισμό στα ανατολικά της Σλοβακίας

101    Απαντώντας στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν διευκρίνισε ως προς τι ομοιάζει η περίπτωση της δικαστικής εκκαθαρίσεως της Liehofruct με την περίπτωσή της, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το ζήτημα αυτό έπρεπε να διερευνηθεί από την Επιτροπή, της οποίας η παράλειψη συνιστά πρόδηλη πλάνη. Αμφισβητεί επίσης τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το ενεργητικό θα πωλούνταν στην αγοραία τιμή. Κατά την προσφεύγουσα, ο επιμελής δανειστής αναμένει ότι η τιμή πωλήσεως του ενεργητικού του οφειλέτη του στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα είναι χαμηλότερη από την αγοραία τιμή.

102    Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την προπαρατεθείσα στη σκέψη 96 έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Σλοβακίας του 2004, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, οι προνομιούχοι δανειστές σπανίως εισπράττουν ποσοστό μεγαλύτερο από 5 έως 10 % των απαιτήσεών τους έναντι αφερέγγυου οφειλέτη. Η απαισιόδοξη αυτή εκτίμηση, όμως, αντιφάσκει προς την εξαιρετικά αισιόδοξη εκτίμηση που διατύπωσαν εν προκειμένω οι σλοβακικές αρχές σχετικά με τη δικαστική εκκαθάριση. Η παράλειψη της Επιτροπής να επισημάνει την αντίφαση αυτή συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

103    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ο λόγος για τον οποίον τα διαθέσιμά της υπολογίστηκαν σε [εμπιστευτικό] SKK είναι ότι, κατόπιν της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού, η Old Herold της χορήγησε παράταση για την καταβολή προς αυτήν οφειλών που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες τον Ιούλιο του 2004. Η προσφεύγουσα, χωρίς να αμφισβητεί την ύπαρξη των διαθεσίμων αυτών, υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, η Old Herold, ως δανειστής, θα έπρεπε επίσης να εξοφληθεί. Ο επιμελής ιδιώτης δανειστής δεν θα ανέμενε ότι η αξία πωλήσεως των στοιχείων του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού, των αποθεμάτων και των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων θα υπερέβαινε τα 63,3 εκατομμύρια SKK, μετά από αφαίρεση των δαπανών μισθοδοσίας, των διοικητικών και δικαστικών δαπανών, καθώς και μετά από τη μερική εξόφληση των υφιστάμενων δανειστών, περιλαμβανομένης της Old Herold. Προβάλλει, τέλος, ότι από την πώληση των αποθεμάτων στην Old Herold εισπράχθηκαν [εμπιστευτικό] SKK, λόγω του ότι η πώληση αυτή έγινε στο πλαίσιο μακροχρόνιας συμβάσεως με την Old Herold και λόγω της πίστεως της εν λόγω εταιρίας στην ευόδωση του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η Old Herold δεν θα αγόραζε τα εν λόγω αποθέματα υπό συνθήκες πτωχεύσεως. Επομένως, δεν είναι εύλογο να συνυπολογιστούν τα ποσά αυτά πλαίσιο της εκτιμήσεως του «δυνητικού οικονομικού οφέλους» από τη δικαστική εκκαθάριση.

104    Η προσφεύγουσα προβάλλει ακόμη ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, όσον αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα, η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί απλώς με την κατάσχεσή τους δεν είναι λυσιτελής, στον βαθμό που τα εν λόγω διαθέσιμα ήταν ήδη δεσμευμένα υπέρ της σλοβακικής φορολογικής αρχής.

105    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

106    Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 49 ανωτέρω, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν εξέδωσε τη σχετική απόφαση.

107    Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα αντλεί πλεονέκτημα από το επίμαχο μέτρο, το οποίο συνίσταται σε διαγραφή χρέους με συναίνεση των δανειστών στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού. Αντιθέτως, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν, εν προκειμένω, βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να αποκομίσει υπό ομαλές συνθήκες της αγοράς τέτοιο οικονομικό πλεονέκτημα και, συνεπώς, αν το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

108    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, στο μέτρο που η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή, όπως και του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή από την Επιτροπή απαιτεί πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη ήσαν ακριβή, αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 2004, T‑36/99, Lenzing κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3597, σκέψη 150 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 59).

109    Υπενθυμίζεται ακόμη ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, στα οικονομικά ζητήματα, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται να ελέγξει την ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως από την Επιτροπή (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C‑12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I‑987, σκέψη 39, και Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 56).

110    Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, αλλά και το αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των στοιχείων που απαιτείται να ληφθούν υπόψη προς εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αρκούν προς θεμελίωση των αντληθέντων από αυτά συμπερασμάτων (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 55, σκέψη 5, της 22ας Οκτωβρίου 1991, C‑16/90, Nölle, Συλλογή 1991, σ. I‑5163, σκέψη 12, και της 18ης Ιουλίου 2007, C‑326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑326/05 P, Συλλογή 2007, σ. I‑6557, σκέψη 76). Πάντως, στο πλαίσιο του ανωτέρω ελέγχου, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της (διάταξη της 25ης Απριλίου 2002, C‑323/00 P, DSG Dradenauer Stahlgesellschaft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3919, σκέψη 43).

111    Τέλος, στις περιπτώσεις όπου τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων ενέχει θεμελιώδη σημασία. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, συναφώς, ότι στις εγγυήσεις αυτές καταλέγονται η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχεία και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του (βλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, καθώς και της 7ης Μαΐου 1992, C-258/90 και C-259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑2901, σκέψη 26).

112    Επομένως, ο έλεγχος νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι δεν πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, περιορίζεται στον έλεγχο του αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

113    Δεύτερον, εν προκειμένω, για τη διενέργεια του ελέγχου νομιμότητας πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής τέσσερα στοιχεία.

114    Το πρώτο είναι ότι η σλοβακική φορολογική αρχή που χορήγησε την επίμαχη ενίσχυση έχει αναμφισβήτητα την ιδιότητα του δανειστή. Κατά πάγια νομολογία, ένας δημόσιος οργανισμός που αποδέχεται διαγραφή χρέους προς αυτόν πρέπει να συγκρίνεται προς ιδιώτη δανειστή ο οποίος επιδιώκει να εισπράξει τις απαιτήσεις του έναντι οφειλέτη ευρισκόμενου σε οικονομική δυσχέρεια. Η ιδιότητα του δανειστή πρέπει, ειδικότερα, να διακρίνεται από αυτή του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ο οποίος ακολουθεί διαρθρωτική πολιτική, γενική ή εξειδικευμένη, με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T‑152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3049, σκέψη 167 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

115    Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η δημόσια διοικητική αρχή που χορήγησε την επίμαχη ενίσχυση έχει την ιδιότητα του προνομιούχου ιδιώτη δανειστή, πράγμα που ουδείς εκ των διαδίκων αμφισβητεί. Υπενθυμίζεται, συγκεκριμένα, ότι, όταν μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής καταστάσεώς της προτείνει στους δανειστές της συμφωνία ή σειρά συμφωνιών προς ρύθμιση του χρέους της, ώστε να βελτιώσει την κατάστασή της και να μην τεθεί υπό εκκαθάριση, κάθε δανειστής αναγκάζεται να επιλέξει μεταξύ, αφενός, του ποσού που του προσφέρεται στο πλαίσιο της προτεινόμενης συμφωνίας και, αφετέρου, του ποσού που εκτιμά ότι μπορεί να ανακτήσει κατά το πέρας της εκκαθαρίσεως της επιχειρήσεως. Η επιλογή του επηρεάζεται από σειρά παραγόντων, όπως η ιδιότητά του ως ενυπόθηκου, προνομιούχου ή εγχειρόγραφου δανειστή, η φύση και η έκταση των ενδεχομένων ασφαλειών που κατέχει, η αξιολόγηση των πιθανοτήτων εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως καθώς και το κέρδος που θα αποκόμιζε σε περίπτωση εκκαθαρίσεως (απόφαση HAMSA κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 168).

116    Το τρίτο στοιχείο είναι η εκ μέρους της Επιτροπής ιδιαίτερα συνετή εκτίμηση της αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, συναφώς, ότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αποτίμησε το προϊόν της δικαστικής εκκαθαρίσεως στην κατώτατη αξία, ήτοι σε 275 εκατομμύρια SKK. Συγκεκριμένα, ο υπολογισμός της λογιστικής αξίας του ενεργητικού της προσφεύγουσας σύμφωνα με τον εν λόγω πίνακα, στηρίχθηκε, αφενός, ως επί το πλείστον σε στοιχεία υποβληθέντα από την προσφεύγουσα και, αφετέρου, όσον αφορά τα διαθέσιμα στις 17 Ιουνίου 2004 στοιχεία, στα αποτελέσματα του ελέγχου που διενήργησε η σλοβακική φορολογική αρχή στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας στις 21 Ιουνίου 2004.

117    Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το βάσιμο των στοιχείων που συγκέντρωσε η σλοβακική φορολογική αρχή κατά τον έλεγχο της 21ης Ιουνίου 2004. Αφετέρου, η Επιτροπή όχι μόνον επέδειξε, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις υποσημειώσεις 20 και 23 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, απόλυτη σύνεση κατά την αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, αλλ’ επιπλέον έλαβε υπόψη της κατά την κατάρτιση του εν λόγω πίνακα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 84 έως 87 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τους δείκτες ρευστοποίησης που περιλαμβάνονται στην έκθεση E, μολονότι θεωρούσε τους εν λόγω δείκτες υπερβολικά χαμηλούς.

118    Εξάλλου, σύμφωνα με τον πίνακα 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή αποτίμησε τα υφιστάμενα στις 17 Ιουνίου 2004 πάγια στοιχεία του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως σε 90 εκατομμύρια SKK, ενώ η λογιστική αξία τους ανερχόταν σε 200 εκατομμύρια SKK. Όπως, όμως, προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα, στον βαθμό που, όπως η ίδια αναφέρει, επρόκειτο για απαιτήσεις ασφαλισμένες τουλάχιστον μέχρι το ποσό των 194 εκατομμυρίων SKK, θα μπορούσε να αντλήσει από τη ρευστοποίηση των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού ποσό τουλάχιστον ίσο προς την αξία των εν λόγω ασφαλισμένων απαιτήσεων. Ωστόσο, στον πίνακα 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε τον δείκτη ρευστοποίησης που αναγράφεται στην έκθεση E.

119    Τέλος, στον πίνακα 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή, για να υπολογίσει την αξία πωλήσεως των αποθεμάτων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, εφάρμοσε τον δείκτη ρευστοποίησης 20 % που περιλαμβάνεται στην έκθεση E, ενώ, στις 17 Ιουνίου 2004, η λογιστική αξία των εν λόγω αποθεμάτων είχε μειωθεί κατά 125 εκατομμύρια SKK, δηλαδή κατά 60 % σε σχέση με τα υφιστάμενα τον Μάρτιο του 2004 αποθέματα.

120    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εκτίμηση της αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως στις 17 Ιουνίου 2004, όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αντιστοιχεί στην απολύτως ελάχιστη αξία που ο ιδιώτης δανειστής θα λάμβανε υπόψη του προκειμένου να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό που εγκρίθηκε στις 9 Ιουλίου 2004.

121    Το τέταρτο στοιχείο είναι η μερική διαγραφή του χρέους της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς τον πτωχευτικό συμβιβασμό, ο οφειλέτης δεν μπορεί να επιτύχει διαγραφή χρέους στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Με άλλα λόγια, στο τέλος της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, αν το προϊόν της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού του οφειλέτη δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, αυτοί διατηρούν την απαίτησή τους έναντι του οφειλέτη για εξόφληση των οφειλομένων.

122    Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων.

123    Καταρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθη υπόψη η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία και οι εκθέσεις τρίτων επί του ζητήματος αυτού, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή όχι μόνον παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, την άποψη της Σλοβακικής Δημοκρατίας ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ήταν μικρότερη του μέσου όρου, αλλ’ επιπλέον παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και την άποψη της προσφεύγουσας ότι η δικαστική εκκαθάριση στη Σλοβακία διαρκεί από τρία έως επτά έτη. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προσφεύγουσα επικαλείται, προς στήριξη της απόψεώς της, στοιχεία, στατιστικά δεδομένα και την περίπτωση σλοβακικής εταιρίας ευρισκόμενης σε κατάσταση παρόμοια με τη δική της. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της το εν λόγω ζήτημα και την άποψη της προσφεύγουσας επ’ αυτού.

124    Όσον αφορά, εξάλλου, τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, τονίζεται ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα στερούνται αξιοπιστίας και συνοχής. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα έθεσε υπόψη της Επιτροπής μια γενική εκτίμηση σχετικά με τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία, χωρίς να έχει λάβει υπόψη της τα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως. Επίσης, ορισμένες από τις εκτιμήσεις αυτές έγιναν κατά προσέγγιση και ήταν, σε ορισμένο βαθμό, αντιφατικές μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επικαλείται τις προαναφερθείσες στη σκέψη 96 ανωτέρω τέσσερις εκθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η δικαστική εκκαθάριση διαρκεί, αντιστοίχως, τέσσερα έτη και οκτώ μήνες, τρεις μήνες έως επτά έτη ή περισσότερο από έξι έτη.

125    Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης τις εκθέσεις της Επιτροπής του 2002 και του 2003 σχετικά με την πρόοδο της Σλοβακικής Δημοκρατίας ενόψει της προσχωρήσεώς της στην Ένωση. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή κάνει λόγο, με τις εκθέσεις αυτές, για δυσχέρειες και για βελτιώσεις που απαιτούνται όσον αφορά τις διαδικασίες δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχεύσεως στη Σλοβακία. Διαπιστώνεται, πάντως, ότι οι εκθέσεις αυτές της Επιτροπής αφορούν μεν τη διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία, αλλά δεν λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως.

126    Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να αναφέρει τα πορίσματα της εκθέσεως K, σχετικά με την πιθανή διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεώς της. Με την έκθεση αυτή, την οποία προσκόμισε η ίδια η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως εκτιμήθηκε σε «δύο έτη περίπου (ανάλογα με τις συνθήκες εργασίας του εκκαθαριστή)». Τονίζεται, πάντως, ότι η εν λόγω εκτίμηση περί της διάρκειας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, εκτός του ότι είναι προδήλως πολύ πιο αισιόδοξη σε σχέση με άλλες εκτιμήσεις που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, επιπλέον αφορά ειδικά την προσφεύγουσα.

127    Επίσης, όπως προβάλλει η Επιτροπή, όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ο αριθμός των δανειστών δεν είναι μεγάλος και υφίστανται στοιχεία του ενεργητικού με θετική αξία εκκαθαρίσεως, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως μπορεί να είναι μικρότερη από τον μέσο όρο. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθώς οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η απαίτηση της σλοβακικής φορολογικής αρχής έναντι της προσφεύγουσας αντιστοιχεί περίπου στο 99 % του παθητικού της εταιρίας. Επομένως, η σλοβακική φορολογική αρχή μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, βέβαια, ότι, λόγω των χαρακτηριστικών, της γεωγραφικής θέσεως και της παλαιότητας των περισσοτέρων στοιχείων του ενεργητικού της, η αναζήτηση αγοραστή θα ήταν δυσχερής και, συνεπώς, η δικαστική εκκαθάριση θα καθυστερούσε. Ωστόσο, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο ισχυρισμός αυτός της προσφεύγουσας κρίνεται αβάσιμος βάσει πολλών στοιχείων και, ειδικότερα, του ότι κατέστη δυνατή η πώληση στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας μετά την αφαίρεση της άδειας παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών.

128    Όσον αφορά, τέλος, το αν ο πλέον αισιόδοξος ιδιώτης δανειστής θα επέλεγε να εισπράξει 225 εκατομμύρια SKK τον Δεκέμβριο του 2004, αντί του ενδεχομένου να εισπράξει το πολύ 239 εκατομμύρια SKK σε διάστημα που κυμαίνεται από «λίγο μικρότερο του μέσου όρου» έως επτά έτη, υπενθυμίζεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 116 έως 120 ανωτέρω, η Επιτροπή αποτίμησε το προϊόν της δικαστικής εκκαθαρίσεως στην κατώτατη αξία, ήτοι σε 275 εκατομμύρια SKK. Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και, ειδικότερα, λόγω της σύνεσης με την οποία η Επιτροπή υπολόγισε την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως, ο υπολογισμός που διενεργεί η προσφεύγουσα δεν είναι λυσιτελής, αν ληφθεί υπόψη η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως σε σχέση τα έσοδα του ιδιώτη δανειστή από την εν λόγω πώληση, συνυπολογιζομένων των πιστωτικών τόκων.

129    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

130    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το κόστος της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία και τις εκθέσεις τρίτων επί του ζητήματος αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το κόστος αυτό αντιστοιχούσε, σύμφωνα με την έκθεση E, στο 22 % του προϊόντος της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της, το οποίο εκτιμήθηκε σε 204 εκατομμύρια SKK, και, σύμφωνα με την έκθεση K, στο 28 % του προϊόντος της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της, το οποίο εκτιμήθηκε σε 78 εκατομμύρια SKK.

131    Συναφώς, τονίζεται, πρώτον, ότι το ποσοστό 28 % για το οποίο κάνει λόγο η προσφεύγουσα είναι προδήλως εσφαλμένο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έκθεση K, η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, θα απέφερε, σύμφωνα με το σενάριο III, 100 εκατομμύρια SKK. Ο ελεγκτής κατέληξε στο ποσό αυτό αφού αφαίρεσε 22 εκατομμύρια SKK που αντιστοιχούν στο κόστος της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Επομένως, το εν λόγω κόστος αντιστοιχεί στο 22 % και όχι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, στο 28 % της αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας.

132    Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, από την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, η οποία εκτιμήθηκε σε 275 εκατομμύρια SKK, αφαίρεσε, ως κόστος της διαδικασίας αυτής, 36 εκατομμύρια SKK, δηλαδή το ποσό που αντιστοιχεί σε αξία πωλήσεως 204 εκατομμύρια SKK.

133    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε τα εξής:

«Την αξιοπιστία της [έκθεσης E] στη συνέχεια επηρεάζει και ο τρόπος υπολογισμού διαφόρων καταβολών που έχουν σχέση με τη διαδικασία εκκαθάρισης, τα οποία θα αφαιρούνταν από τα συνολικά έσοδα από την πώληση περιουσίας. Ενώ η [εταιρεία E] αφαίρεσε για καταβολές 45 [εκατομμύρια] SKK, ο αποδέκτης στα στοιχεία που έχει παρουσιάσει αναφέρει ποσό 36 [εκατομμύρια] SKK και η εκτίμηση του οικονομικού ελεγκτή[, της K,] είναι το ανώτερο 22 [εκατομμύρια]. SKK. Αυτές οι διαφορές δημιουργούν αμφιβολίες για την ακρίβεια των υπολογισμών της [εταιρείας E], σε σχέση με το ύψος των καταβολών, και όσον αφορά το ύψος των εσόδων, που θα μπορούσαν να εισπραχθούν στην περίπτωση της εκκαθάρισης. Είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε ότι όσον αφορά την κατάσταση [της προσφεύγουσας] κατά την 17 Ιουνίου 2004 και με καταβολές 36 [εκατομμύρια] SKK, τα έσοδα από την πτώχευση ήταν μεγαλύτερα σε σχέση με την προτεινόμενη εκκαθάριση.»

134    Βεβαίως, η προσφεύγουσα ορθώς προσάπτει στην Επιτροπή ότι συνέκρινε τις δύο εκτιμήσεις που διατυπώνονται, όσον αφορά το κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, στην έκθεση E και στην έκθεση K, χωρίς να έχει λάβει υπόψη της ότι το κόστος αυτό υπολογίστηκε επί δύο μη συγκρίσιμων απολύτων αξιών, ήτοι επί των αξιών πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, όπως αυτές εκτιμήθηκαν με τις δύο αυτές εκθέσεις. Επομένως, η προσφεύγουσα ορθώς αμφισβητεί τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε τα στοιχεία που παρατίθενται συναφώς στις δύο αυτές εκθέσεις. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 130 και 131 ανωτέρω, σύμφωνα με τις δύο αυτές εκθέσεις, το κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως ανέρχεται στο 22 % της αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθάρισης.

135    Ομοίως, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατά τη διαδικασία εξετάσεως, η προσφεύγουσα απλώς διευκρίνισε ότι αν πώληση των στοιχείων του ενεργητικού απέφερε 203,6 εκατομμύρια SKK, τα έξοδα του εκκαθαριστή θα αντιστοιχούσαν στο 1,9 %, χωρίς να προσδιορίσει το πιθανό ύψος των λοιπών εξόδων. Συγκεκριμένα, στο σημείο 50 των παρατηρήσεών της της 24ης Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα αναφέρει ρητώς ότι το κόστος της δικαστικής εκκαθαρίσεως εκτιμάται σε περίπου 18 % και ανέρχεται σε 32 εκατομμύρια SKK, πλέον των εξόδων του εκκαθαριστή, τα οποία εκτιμώνται σε 3,8 εκατομμύρια SKK (ήτοι 1,9 % επί 203,6 εκατομμυρίων SKK που είναι η εκτιμηθείσα αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως).

136    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, με την αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή όχι μόνον έλαβε υπόψη της την άποψη της προσφεύγουσας ότι το κόστος της δικαστικής εκκαθαρίσεως ανέρχεται σε 36 εκατομμύρια SKK, αλλ’ αναφέρει επιπλέον ότι, ακόμη και αν το κόστος αυτό αφαιρεθεί από την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, οι σλοβακικές αρχές θα αποκόμιζαν ποσό μεγαλύτερο από το προταθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Από το σημείο 50 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 24ης Οκτωβρίου 2005 προκύπτει ότι η εκτίμηση του κόστους της δικαστικής εκκαθαρίσεως σε 36 εκατομμύρια SKK προκύπτει από την άθροιση των εξόδων του εκκαθαριστή και των εξόδων της δικαστικής εκκαθαρίσεως (3,8 εκατομμύρια SKK + 32 εκατομμύρια SKK = 35,8 εκατομμύρια SKK). Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι η εκτίμηση αυτή του κόστους της δικαστικής εκκαθαρίσεως στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε 204 εκατομμύρια SKK.

137    Όπως, όμως, παραδέχεται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, η αναλογία του κόστους της δικαστικής εκκαθαρίσεως προς την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού του οφειλέτη μειώνεται κατά το μέτρο που αυξάνεται η αξία αυτή. Από την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η οποία εκτιμήθηκε σε 275 εκατομμύρια SKK, η Επιτροπή έκρινε ότι πρέπει να αφαιρέσει 36 εκατομμύρια SKK, συνυπολογίζοντας έτσι μέρος του κόστους της δικαστικής εκκαθαρίσεως το οποίο επίσης αντιστοιχεί στο 13 % της εν λόγω αξίας (275 εκατομμύρια SKK – 36 εκατομμύρια SKK = 239 εκατομμύρια SKK). Αν η Επιτροπή αφαιρούσε ποσό αντίστοιχο του 18 % της εν λόγω αξίας, δηλαδή το ποσό που η προσφεύγουσα θεωρεί ως πρόσφορο με βάση την έκθεση της Διεθνούς Τράπεζα του 2004, θα διαπίστωνε όντως ότι η αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ανερχόταν, κατόπιν αφαιρέσεως του σχετικού κόστους, σε 225,5 εκατομμύρια SKK. Εντούτοις, μολονότι το ποσό αυτό είναι σχεδόν ίσο προς το ποσό που εισέπραξαν οι δανειστές στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 116 έως 120 ανωτέρω, η Επιτροπή εκτίμησε κατά τρόπο υπερβολικά συνετό την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως. Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι, εν προκειμένω, το ποσό που οι σλοβακικές αρχές θα μπορούσαν να αποκομίσουν από την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως, κατόπιν αφαιρέσεως του σχετικού κόστους, θα ήταν οπωσδήποτε μεγαλύτερο από αυτό που αποκόμισαν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν συνιστά πρόδηλη πλάνη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε, κατόπιν αφαιρέσεως του σχετικού κόστους, ποσό μεγαλύτερο από αυτό που αποκόμισαν οι σλοβακικές αρχές στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού.

138    Τρίτον, κρίνεται αλυσιτελές το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι συμπληρωματικές εργασίες και τα έξοδα διαχείρισης που θα απαιτούνταν στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Συγκεκριμένα, τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα δεν στηρίζονται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, εξάλλου, τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι, παρά την απώλεια της άδειας παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών στις 6 Μαρτίου 2004, εξακολούθησε η παραγωγή και διανομή τέτοιων προϊόντων, πράγμα που οπωσδήποτε είχε ως συνέπεια την πραγματοποίηση κύκλου εργασιών ικανού να καλύψει μέρος των δαπανών προσωπικού και διαχειρίσεως.

139    Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθη υπόψη μια προηγούμενη περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως στη σλοβακική αγορά οινοπνευματωδών, αυτή της Liehofruct, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς ότι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνεκτίμησε την περίπτωση αυτή.

140    Συγκεκριμένα, αφενός, στην υποσημείωση 11 στο σημείο 40 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία και την αξία πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, ότι «[η προσφεύγουσα] φέρει ως παράδειγμα εταιρεία, η οποία έχει παρόμοια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα […]». Πάντως, από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 24ης Οκτωβρίου 2005 προκύπτει ότι η μόνη προηγούμενη παρόμοια περίπτωση στη Σλοβακία, την οποία επικαλείται, είναι αυτή της εταιρίας Liehofruct. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το παράδειγμα στο οποίο αναφέρεται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τη δικαστική εκκαθάριση της Liehofruct.

141    Αφετέρου, από το σημείο 43 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 24ης Οκτωβρίου 2005 προκύπτει ότι, κατά το συγκεκριμένο στάδιο της έρευνας, δεν είχε θέσει υπόψη της Επιτροπής στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό της ότι η περίπτωση της Liehofruct ήταν ανάλογη προς τη δική της.

142    Εξάλλου, κακώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή όφειλε να ερευνήσει το συγκεκριμένο ζήτημα και ότι η σχετική παράλειψή της συνιστά πρόδηλη πλάνη. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και να εικάζει ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της έχουν υποβληθεί (βλ. απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 49 και τη σχετική νομολογία που παρατίθεται εκεί).

143    Τέλος, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υποστήριξε με τα δικόγραφα της Επιτροπής ότι η πώληση στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε ποσό ίσο προς την αγοραία τιμή τους. Συγκεκριμένα, από το σημείο 123 του υπομνήματος αντικρούσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβαλε απλώς ότι η σλοβακική φορολογική αρχή, ως προνομιούχος δανειστής, θα μπορούσε να εισπράξει σχεδόν το 100 % της αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, αξίας που προκύπτει πίνακα που προηγείται του εν λόγω σημείου 123 και εκτιμήθηκε βάσει της αγοραίας αξίας κατόπιν εφαρμογής των δεικτών ρευστοποίησης και αποτυπώνεται στον. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, από τον πίνακα 4 αυτής, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ότι ο υπολογισμός της αγοραίας αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας έπρεπε να γίνει δια της εφαρμογής δείκτη ρευστοποίησης επί της λογιστικής αξίας των στοιχείων αυτών.

144    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθη υπόψη η έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Σλοβακίας του 2004, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, οι προνομιούχοι δανειστές σπανίως εισπράττουν ποσοστό μεγαλύτερο από 5 έως 10 % των απαιτήσεών τους έναντι αφερέγγυου οφειλέτη, επισημαίνεται ότι, όπως προβάλλει η Επιτροπή, η εν λόγω έκθεση είχε γενικό χαρακτήρα και δεν αφορούσε ειδικά την περίπτωση της προσφεύγουσας και τα χαρακτηριστικά του κύριου δανειστή της, δηλαδή της σλοβακικής φορολογικής αρχής. Επιπλέον, τα στοιχεία που η Σλοβακική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εξετάσεως του επίμαχου μέτρου αφορούσαν συγκεκριμένα την προσφεύγουσα και τα χαρακτηριστικά του κύριου δανειστή της. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη επειδή δεν έλαβε υπόψη της την έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Σλοβακίας του 2004.

145    Τέλος, έκτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η εκτίμηση περί υφιστάμενων στις 17 Ιουνίου 2004 διαθεσίμων ύψους [εμπιστευτικό] SKK, την οποία η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, στηρίχθηκε στην παράταση της καταβολής των οφειλών προς την Old Herold στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού, επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έπρεπε να συνυπολογίσει το μέρος των διαθεσίμων που προκύπτει από την προαναφερθείσα παράταση.

146    Συγκεκριμένα, πρώτον, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία εξετάσεως, η προσφεύγουσα εξέθεσε το ζήτημα αυτό στην Επιτροπή. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως τόνισε η Επιτροπή, η προσφεύγουσα επιχειρεί, με τα δικόγραφά της, να προσδιορίσει το ποσό των διαθεσίμων που προέκυψε από την παράταση της καταβολής των οφειλών προς την Old Herold βάσει συγκεχυμένων ή και αντιφατικών ακόμη εκτιμήσεων.

147    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως τόνισε η Επιτροπή, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, με την προσφυγή της, ότι η απαίτηση της Old Herold ανερχόταν σε [εμπιστευτικό] SKK στις 31 Ιουλίου 2004 και ότι, έως την πραγματοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού τον Δεκέμβριο του 2004, η απαίτηση αυτή αυξήθηκε στα [εμπιστευτικό] SKK. Επομένως, είναι αντιφατικό να ισχυρίζεται τώρα η προσφεύγουσα ότι τα υφιστάμενα στις 17 Ιουνίου 2004 διαθέσιμα δεν έπρεπε ληφθούν υπόψη καθόλου ή τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, επειδή προέκυψαν κατόπιν της παρατάσεως που δόθηκε από την Old Herold για την εξόφληση των απαιτήσεων της. Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας, που παρατίθεται στη σκέψη 104 ανωτέρω, ότι τα εν λόγω διαθέσιμα ήταν σε κάθε περίπτωση δεσμευμένα από τη σλοβακική φορολογική αρχή καθιστά τα σχετικά επιχειρήματά της ακόμη περισσότερο συγκεχυμένα και αντιφατικά. Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε πρόδηλη αδυναμία να εξηγήσει γιατί τα υφιστάμενα στις 17 Ιουνίου 2004 διαθέσιμά της δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο ενδεχόμενης δικαστικής εκκαθαρίσεως.

148    Εξάλλου, από τα στοιχεία του πίνακα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο οποίος, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 80 και 82 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καταρτίστηκε μεταξύ άλλων βάσει του δείκτη ρευστοποίησης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην έκθεση E όσον αφορά την υφιστάμενη στις 31 Μαρτίου 2004 κατάσταση, προκύπτει ότι, αφενός, από τις 31 Μαρτίου έως τις 17 Ιουνίου 2004, η λογιστική αξία των αποθεμάτων της προσφεύγουσας μειώθηκε κατά 125 εκατομμύρια SKK, δηλαδή κατά λίγο περισσότερο από 40 %. Επομένως, οι συνθήκες για την πώληση των αποθεμάτων της προσφεύγουσας κατά το διάστημα αυτό είχαν καταστεί πολύ ευνοϊκότερες σε σχέση με τις συνθήκες που ελήφθησαν υπόψη για την κατάρτιση της εκθέσεως E, σύμφωνα με την οποία ο δείκτης ρευστοποίησης των αποθεμάτων προσδιορίστηκε σε 20 %. Αφετέρου, από τις 31 Μαρτίου έως τις 17 Ιουνίου 2004, η λογιστική αξία των διαθεσίμων της προσφεύγουσας αυξήθηκε κατά 111 εκατομμύρια SKK. Υπό τις περιστάσεις αυτές και ελλείψει άλλου σχετικού στοιχείου προερχόμενου από την προσφεύγουσα, δεν μπορεί να επικριθεί η Επιτροπή για την εκτίμησή της ότι αύξηση αυτή των διαθεσίμων προέρχεται από την πώληση των αποθεμάτων κατά το διάστημα αυτό. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι από την πώληση των αποθεμάτων της στην Old Herold αποκόμισε [εμπιστευτικό] SKK. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η πώληση αυτή έγινε βάσει μακροχρόνιας συμβάσεως με την Old Herold και λόγω της εμπιστοσύνης της εταιρίας αυτής στην ευόδωση του πτωχευτικού συμβιβασμού. Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη καθώς δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο υποβληθέν κατά τη διαδικασία εξετάσεως της επίμαχης ενισχύσεως.

149    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, εφόσον τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του τέταρτου λόγου είναι όλα αβάσιμα, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, κρίνοντας ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

150    Εξάλλου, όσον αφορά την εκτίμηση περί του αν η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό, από την εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτουν ενδείξεις βάσει των οποίων να είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η ουσιαστική ακρίβεια, καθώς και η αξιοπιστία και η συνοχή των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα σύνολο πρόσφορων στοιχείων στα οποία η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της ότι δεν πληρούται εν προκειμένω το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

151    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε τη δικαστική εκκαθάριση επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

 Επί των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά τη δικαστική εκκαθάριση 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

152    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, αντί να αποδείξει ότι η Σλοβακική Δημοκρατία δεν ενήργησε ως ιδιώτης δανειστής, στηρίχθηκε αποκλειστικά στη μη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους της προσφεύγουσας, αντιστρέφοντας έτσι παρανόμως το βάρος αποδείξεως. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τους «κανόνες δικαίου που απορρέουν από τη νομολογία του [Δικαστηρίου] σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή».

153    Ειδικότερα, η Επιτροπή, για να κρίνει αν η διαγραφή της οφειλής συνεπάγεται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου, έπρεπε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 170 της αποφάσεως HAMSA κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, να προσδιορίσει αν η μείωση αυτή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή στην οποία θα συμφωνούσε ένας συνετός και απαισιόδοξος ιδιώτης δανειστής. Η Επιτροπή όφειλε, προς τεκμηρίωση της διαπιστώσεώς της ότι δεν πληρούται εν προκειμένω το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και ότι η διαγραφή της οφειλής συνιστά, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση, να προσκομίσει «αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία οικονομικής φύσεως» δυνάμενα να εξεταστούν από το Γενικό Δικαστήριο. Δεν απόκειται στο κράτος μέλος ή στον υπέρ ου η διαγραφή να αποδείξουν ότι δεν πρόκειται για κρατική ενίσχυση.

154    Εν προκειμένω, πάντως, η Επιτροπή, πέραν των εσφαλμένων συμπερασμάτων της σχετικά με τις προσκομισθείσες από την προσφεύγουσα εκθέσεις ανεξάρτητων τρίτων, παρέλειψε επίσης να τεκμηριώσει με αποδεικτικά στοιχεία την άποψή της ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η διαγραφή χρεών στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή που θα δεχόταν ο συνετός και απαισιόδοξος ιδιώτης δανειστής. Η Επιτροπή απλώς διαπίστωσε, βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων, ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε κατά πάσα πιθανότητα στους δανειστές, «έσοδα» πολύ υψηλότερα σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Ομοίως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι, με την απόφαση 2003/283/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με τα μέτρα που ενέκρινε η Ισπανία υπέρ της Refractarios Especiales SA (ΕΕ 2003, L 108, σ. 21, στο εξής: απόφαση Refractarios Especiales), έγινε δεκτό ότι ο ιδιώτης δανειστής ενεργεί υπό μια συνετή και απαισιόδοξη οπτική. Επομένως, ο εν λόγω δανειστής θα έδιδε μεγαλύτερη σημασία στην «αρνητική εικόνα» των διαδικασιών δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία.

155    Η προσφεύγουσα προβάλλει, επίσης, ότι κακώς η Επιτροπή της προσάπτει επανειλημμένως, με τα δικόγραφά της, ότι δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία κατά την έρευνα. Το επιχείρημα αυτό καθιστά εμφανείς, αφενός, τις προσαπτόμενες στην Επιτροπή παραλείψεις και, αφετέρου, την αδυναμία της Επιτροπής να αντιληφθεί ποιες υποχρεώσεις υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.

156    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα, ζητεί την απόρριψη όλων των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη του έκτου λόγου ακυρώσεως όσον αφορά τη δικαστική εκκαθάριση.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

157    Τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που επιδιώκεται να αποδειχθεί εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη από τον πτωχευτικό συμβιβασμό, συνοψίζονται ως εξής. Αφενός, η προσφεύγουσα επικρίνει την Επιτροπή διότι δέχθηκε ότι η Σλοβακική Δημοκρατία δεν ενήργησε ως ιδιώτης δανειστής με βάση αποκλειστικά και μόνο τη μη προσκόμιση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη της απόψεώς της. Αφετέρου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

158    Πρώτον, σχετικά με το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι η Σλοβακική Δημοκρατία δεν ενήργησε ως ιδιώτης δανειστής με βάση αποκλειστικά και μόνο τη μη προσκόμιση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη της απόψεώς της, πρέπει να γίνει δεκτό, πρώτον, ότι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 142 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υποχρεούται κατά τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και να εικάζει ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της έχουν υποβληθεί.

159    Δεύτερον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, δόθηκε επανειλημμένως στην προσφεύγουσα, όχι μόνον με την ανταλλαγή εγγράφων, αλλά και κατά τη συνάντηση της 28ης Μαρτίου 2006, η δυνατότητα να υποβάλει στην Επιτροπή οποιοδήποτε στοιχείο είχε στη διάθεσή της προς ενημέρωση της Επιτροπής ενόψει των επόμενων ενεργειών της.

160    Τρίτον, από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τις αιτιολογικές σκέψεις 78 έως 92 ειδικότερα προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που της προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να αποδείξει ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε ποσό μικρότερο από το εισπραχθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού.

161    Τέταρτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή, πέραν των εσφαλμένων συμπερασμάτων της σχετικά με τις καταρτισθείσες από τρίτους εκθέσεις που της προσκόμισε, παρέλειψε επίσης να στηρίξει με αποδεικτικά στοιχεία την άποψή της ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό, από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 123 έως 151 ανωτέρω προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος.

162    Τονίζεται, πέμπτον, ότι η Επιτροπή, ενώ στην παράγραφο 38 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως αναφέρει ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού επί των οποίων είχαν απαίτηση προνομιακής ικανοποιήσεως οι σλοβακικές αρχές ανερχόταν σε 397,5 εκατομμύρια SKK περίπου, στην προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνον αναφέρει ότι, κατά την προσφεύγουσα, η αξία των στοιχείων του ενεργητικού που δόθηκαν ως εγγύηση στις σλοβακικές αρχές είναι 194 εκατομμύρια SKK (βλ. αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), αλλά λαμβάνει επίσης υπόψη της το ποσό αυτό κατά τη σύγκριση της αξίας πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως προς το ποσό που εισπράχθηκε κατά τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

163    Βάσει των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η Σλοβακική Δημοκρατία δεν ενήργησε ως ιδιώτης δανειστής στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στη μη προσκόμιση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη της απόψεώς της.

164    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, πρέπει να γίνει δεκτό, πρώτον, ότι κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικαλούμενη την απόφαση HAMSA κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή, για να κρίνει αν η διαγραφή χρέους συνεπάγεται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου, έπρεπε να προσδιορίσει αν διαγράφηκε ποσό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα δεχόταν ο συνετός και απαισιόδοξος ιδιώτης δανειστής.

165    Αφενός, όπως υπενθυμίζεται με τη σκέψη 114 ανωτέρω, ένας δημόσιος οργανισμός όπως εν προκειμένω η φορολογική αρχή πρέπει να συγκρίνεται προς ιδιώτη δανειστή ο οποίος επιδιώκει να εισπράξει τις απαιτήσεις του από οφειλέτη ευρισκόμενο σε οικονομική δυσχέρεια. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα αλυσιτελώς επικαλείται την απόφαση Refractarios Especiales προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι ο ιδιώτης δανειστής υιοθετεί συνετή και απαισιόδοξη οπτική. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή απλώς έκρινε ότι τα επίμαχα στοιχεία πρέπει να εξεταστούν «κατά συνετό και απαισιόδοξο τρόπο, και σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη δανειστή» (βλ. αιτιολογική σκέψη 62 της αποφάσεως Refractarios Especiales). Επομένως, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή δεν χαρακτηρίζει τον ιδιώτη δανειστή ως συνετό και απαισιόδοξο, αλλά εξετάζει τη συγκεκριμένη περίπτωση βάσει δύο διαφορετικών παραμέτρων, ήτοι, αφενός, υπό μια συνετή και απαισιόδοξη οπτική και, αφετέρου, με βάση το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι ο ιδιώτης δανειστής ενεργεί υπό μια συνετή και απαισιόδοξη οπτική.

166    Αφετέρου, όσον αφορά το αν η Επιτροπή, για να κρίνει αν η διαγραφή χρέους συνεπάγεται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου, έπρεπε να προσδιορίσει αν διαγράφηκε ποσό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα δεχόταν ο συνετός και απαισιόδοξος ιδιώτης δανειστής, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 116 έως 120 ανωτέρω, η Επιτροπή αποτίμησε το προϊόν της δικαστικής εκκαθαρίσεως στην κατώτατη αξία, ήτοι σε 275 εκατομμύρια SKK. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 121 ανωτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στο τέλος της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, αν το προϊόν της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού του οφειλέτη δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, αυτοί διατηρούν την απαίτησή τους έναντι του οφειλέτη για εξόφληση των οφειλομένων. Επομένως, το ποσό των 275 εκατομμυρίων SKK, που κατά την εκτίμηση της Επιτροπής θα απέφερε η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, δεν μπορεί να αποτελέσει το μέτρο συγκρίσεως μεταξύ του προϊόντος της εν λόγω πωλήσεως και του ποσού που εισπράχθηκε στο πλαίσιο του εγκριθέντος στις 9 Ιουλίου 2004 πτωχευτικού συμβιβασμού. Λαμβανομένων υπόψη των εγγυήσεων υπέρ της Σλοβακικής Δημοκρατίας, των συνθηκών πωλήσεως των αποθεμάτων της προσφεύγουσας από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2004, οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 148 ανωτέρω, ήταν πολύ ευνοϊκότερες σε σχέση με τις διαπιστώσεις της εκθέσεως E, καθώς και των υφιστάμενων στις 17 Ιουνίου 2004 διαθεσίμων της προσφεύγουσας, είναι εύλογη η διαπίστωση ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε ποσό πολύ υψηλότερο σε σχέση με το εισπραχθέν από τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Επομένως, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι δεν πληρούται εν προκειμένω το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

167    Δεύτερον, κακώς προσάπτει η προσφεύγουσα στην Επιτροπή ότι δεν τεκμηρίωσε με «αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία οικονομικής φύσεως» τη διαπίστωσή της σχετικά με το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Συγκεκριμένα, όπως υπενθυμίζεται με τη σκέψη 108 ανωτέρω, η εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου από την Επιτροπή απαιτεί πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις. Συναφώς, όπως επισημαίνεται με τις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, η μεν Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια, ο δε δικαστής της Ένωσης, καίτοι δύναται να ελέγξει την ερμηνεία των οικονομικής φύσεως στοιχείων από την Επιτροπή, εντούτοις δεν δύναται να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέχει την υποχρέωση να προσκομίσει «αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία οικονομικής φύσεως» προς στήριξη των διαπιστώσεών της σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

168    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν ευδοκιμεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί μη ορθής εφαρμογής, από την Επιτροπή, του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε τη δικαστική εκκαθάριση επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

 Επί των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά τη δικαστική εκκαθάριση 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

169    Η προσφεύγουσα προσάπτει ουσιαστικά στην Επιτροπή ότι δεν διενήργησε την έρευνα κατά τρόπο επιμελή και ότι δεν αξιολόγησε τις εκθέσεις που της διαβίβασε.

170    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, εφόσον διαπίστωσε ότι οι εκθέσεις που της διαβίβασε και η έκθεση E ειδικότερα δεν ήταν αξιόπιστες, λόγω «συγκεκριμένων ελλείψεων συνοχής», έπρεπε να της ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με τα προσκομισθέντα στοιχεία και να ζητήσει τη γνώμη ειδικού σχετικά με την έκθεση Ε ή τον πτωχευτικό συμβιβασμό εν γένει, σύμφωνα με ρητό αίτημα της προσφεύγουσας. Λόγω της παραλείψεως της Επιτροπής να ζητήσει διευκρινίσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι «παντελώς αναξιόπιστη» και συνιστά «σοβαρή παραβίαση» της υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξετάζει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία με επιμέλεια και αμεροληψία.

171    Οι ισχυρισμοί της Επιτροπής περί ελλείψεως αξιοπιστίας της εκθέσεως Ε δεν τεκμηριώνονται από τα πραγματικά περιστατικά. Κακώς επικρίνεται η εταιρία E επειδή χρησιμοποίησε τα διαθέσιμα στις 31 Μαρτίου 2004 στοιχεία, δεδομένου ότι, όταν κατάρτισε την έκθεσή της τον Μάιο του 2004, τα εν λόγω στοιχεία ήταν τα μόνα διαθέσιμα.

172    Κακώς η Επιτροπή προσήψε στην εταιρία E ότι στην έκθεσή της χρησιμοποίησε υπερβολικά χαμηλό δείκτη ρευστοποίησης του αποθέματος, ήτοι 20 %. Αφενός, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο εκκαθαριστής δεν θα μπορούσε, στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, να πωλήσει το απόθεμα ετοίμων προϊόντων στη συμβατική τιμή και υπενθυμίζει ότι δεν ήταν δυνατή η διάθεση του αποθέματος ημιτελών προϊόντων και πρώτων υλών στην αγορά. Υποστηρίζει, αφετέρου, ότι η εταιρία E εκτίμησε ότι η απόδοση από την πώληση των αποθεμάτων θα ήταν χαμηλότερη του 20 %.

173    Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την έκθεση E, το «προϊόν» της ρευστοποιήσεώς τους θα ήταν υψηλότερο του 20 %. Υποστηρίζει, επίσης, ότι πολλές από τις αναφερόμενες στην έκθεση Ε απαιτήσεις δεν ήταν δυνατόν να εισπραχθούν και έπρεπε να διαγραφούν. Εξάλλου, από τη «συνολική ονομαστική αξία» των απαιτήσεων θα έπρεπε να αφαιρεθεί ποσό 10 εκατομμυρίων SKK που αντιστοιχεί σε μεταφερθείσα φορολογική απαίτηση. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διπλή διόρθωση στην αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλόμενης αποφάσεως «δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».

174    Όσον αφορά τον δείκτη ρευστοποίησης των στοιχείων του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού και την αξία των υποθηκευμένων στοιχείων του ενεργητικού, η Επιτροπή, επίσης κακώς, εκτίμησε, βάσει της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που είχαν δοθεί ως εγγύηση, ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε ποσό υψηλότερο από αυτό που προκύπτει μετά την εφαρμογή του δείκτη 45% σύμφωνα με την έκθεση Ε. Ο εν λόγω δείκτης ρευστοποίησης αποτυπώνει το περιορισμένο ενδιαφέρον για τα εν λόγω στοιχεία του εξοπλισμού, τα οποία είτε βρίσκονται σε κακή κατάσταση, είτε είναι απαρχαιωμένα είτε η αξία τους έχει αποσβεστεί. Η Επιτροπή δεν μπορεί να εξομοιώσει την αξία των στοιχείων του ενεργητικού που δόθηκαν ως εγγύηση με τα ποσά που η σλοβακική φορολογική αρχή θα προσδοκούσε να εισπράξει από την πώληση των στοιχείων αυτών του ενεργητικού στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως. Ο επιμελής ιδιώτης δανειστής γνωρίζει ότι η λογιστική αξία των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού είναι υψηλότερη από την πραγματική αξία πωλήσεώς τους, ιδίως σε περίπτωση αναγκαστικής πωλήσεως. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή έχει δεχθεί, με άλλες αποφάσεις της σχετικές με κρατικές ενισχύσεις, ότι η τιμή στην οποία πωλεί τα στοιχεία του ενεργητικού ο εκκαθαριστής στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως απέχει πολύ από την αγοραία αξία των στοιχείων αυτών. Με την απόφαση Refractarios Especiales, η Επιτροπή έκρινε ότι η εκτίμηση περί πολύ χαμηλής πραγματικής αξίας πωλήσεως στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι και άλλοι δανειστές αποδέχθηκαν τη διαγραφή πολύ μεγάλου μέρους των απαιτήσεών τους.

175    Τέλος, όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη της την έκθεση K και την έκθεση H ως στοιχεία υπέρ του ισχυρισμού της προσφεύγουσας ότι πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, όσον αφορά την έκθεση Κ, η Επιτροπή δεν ζήτησε να της κοινοποιηθεί ούτε επιδίωξε να διευκρινίσει τις αντιφάσεις που θεωρεί ότι υφίστανται μεταξύ των δύο αυτών εκθέσεων. Επίσης, η Επιτροπή απέρριψε την έκθεση H, χωρίς να λάβει υπόψη της ότι, στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, μπορεί να παρέλθει υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα έως την είσπραξη των απαιτήσεων και ότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση αυτή [εμπιστευτικό]. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση των διαπιστώσεων της εκθέσεως H.

176    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε τη δικαστική εκκαθάριση επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

177    Πρώτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή, εφόσον διαπίστωσε ότι οι εκθέσεις που της διαβίβασε και η έκθεση E ειδικότερα δεν ήταν αξιόπιστες, λόγω «συγκεκριμένων ελλείψεων συνοχής», έπρεπε να της ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με τα προσκομισθέντα στοιχεία και να ζητήσει τη γνώμη ειδικού σχετικά με την έκθεση Ε ή τον πτωχευτικό συμβιβασμό εν γένει, όπως ρητώς ζήτησε η προσφεύγουσα.

178    Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι, εξαιρέσει του οικείου κράτους μέλους, δύνανται μόνο να προσκομίσουν στοιχεία προς ενημέρωση της Επιτροπής ενόψει των μελλοντικών ενεργειών της (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973, 70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 609, σκέψη 19) και, συνεπώς, δεν μπορούν να απαιτήσουν κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που γίνεται με το κράτος μέλος (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s Γαλλία, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 59, και Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 82).

179    Εξάλλου, ουδεμία διάταξη σχετική με τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων επιφυλάσσει στον δικαιούχο της ενίσχυσης ιδιαίτερο ρόλο σε σχέση με άλλους ενδιαφερομένους. Διευκρινίζεται, συναφώς, ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν κινείται «κατά» του δικαιούχου ή των δικαιούχων των ενισχύσεων, ώστε αυτοί να μπορούν να προβάλουν δικαιώματα εξίσου ευρέα με τα δικαιώματα άμυνας καθαυτά (απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 83).

180    Τέλος, όπως υπενθυμίζεται με τις σκέψεις 49 και 50 ανωτέρω, η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν την εξέδωσε, απόκειται δε στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και, ενδεχομένως, στον δικαιούχο των ενισχύσεων να προσκομίσουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με την κοινή αγορά και να γνωστοποιήσουν τυχόν ειδικές περιστάσεις που διέπουν την επιστροφή των καταβληθεισών ενισχύσεων σε περίπτωση που η Επιτροπή την απαιτήσει.

181    Βάσει των προεκτεθέντων, κακώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η παράλειψη της Επιτροπής να ζητήσει διευκρινίσεις συνιστά σοβαρή παραβίαση της υποχρεώσεώς της να εξετάζει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία με επιμέλεια και αμεροληψία.

182    Δεύτερον, κρίνεται αλυσιτελές το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι κακώς επικρίνεται η εταιρία E για τη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων στις 31 Μαρτίου 2004 στοιχείων, διότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω, η τοπική φορολογική αρχή αποφάσισε να εγκρίνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό στις 9 Ιουλίου 2004. Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε να ελέγξει αν πληρούται εν προκειμένω το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς μόνο βάσει των πλέον πρόσφατων σε σχέση με την ημερομηνία αυτή στοιχείων.

183    Πάντως, η Σλοβακική Δημοκρατία έθεσε υπόψη της Επιτροπής τα διαθέσιμα στις 17 Ιουνίου 2004 στοιχεία, τα οποία προέκυψαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησε η σλοβακική φορολογική αρχή στις 21 Ιουνίου 2004 και των οποίων η αξιοπιστία δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα. Τονίζεται, τέλος, ότι ακόμη και αν η έκθεση Ε καταρτίστηκε τον Μάιο του 2004, η ίδια η προσφεύγουσα αναφέρει ότι σχέδιο της εκθέσεως αυτής διαβιβάστηκε στη σλοβακική φορολογική αρχή στα τέλη Ιουνίου του 2004 και ότι το τελικό κείμενο της εν λόγω εκθέσεως διαβιβάστηκε στις 7 Ιουλίου 2004.

184    Επομένως, κατά τα δύο αυτά χρονικά σημεία πριν τη διεξαγωγή της ακροατηρίου συζητήσεως επί του πτωχευτικού συμβιβασμού στις 9 Ιουλίου 2004, η προσφεύγουσα και, κατά συνέπεια, η εταιρία E είχαν στη διάθεσή τους στοιχεία του Ιουνίου του 2004 στοιχεία, τα οποία είχε συγκεντρώσει η σλοβακική φορολογική αρχή στις 21 Ιουνίου 2004, η δε προσφεύγουσα οπωσδήποτε γνώριζε ότι τα στοιχεία αυτά συγκεντρώθηκαν από τις υπηρεσίες της τοπικής φορολογικής αρχής. Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε, είτε η ίδια είτε δια της εταιρίας E, να καταρτίσει πίνακα παρόμοιο με τον πίνακα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς αποτύπωση της εξελίξεως της οικονομικής καταστάσεώς της μετά τον Μάρτιο του 2004 και, μάλιστα, πριν τις 17 Ιουνίου 2004.

185    Τρίτον, δεν ευδοκιμεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή κακώς προσάπτει στην εταιρία E ότι στην έκθεσή της χρησιμοποίησε υπερβολικά χαμηλό δείκτη ρευστοποίησης του αποθέματος, ήτοι 20 %.

186    Η αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλόμενης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι [η προσφεύγουσα] είχε τη δυνατότητα να κερδίσει το 2004 [λιγότερο από 150 εκατομμύρια] SKK από την πώληση αποθεμάτων[, δηλαδή περισσότερο] από [το 40-50]% της λογιστικής αξίας των αποθεμάτων, που η εταιρεία [E] χρησιμοποίησε ως βάση για την αξιολόγησή της. Αυτό απτά ενισχύει τον ισχυρισμό ότι το 20 % ως συντελεστής ρευστοποίησης ήταν πολύ χαμηλός. Η εξέλιξη των μελετών το 2004, όσον αφορά τα αποθέματα, ενισχύει αυτή την κατάληξη. Εκτός αυτού, [η ίδια η προσφεύγουσα] στα επιχειρηματικά [της] σχέδια εκτίμησε τα έσοδα από την πώληση αποθεμάτων κατά την περίοδο Μάρτιος-Μάιος 2004 σε [λιγότερο από 110 εκατομμύρια]. SKK […]. Η εταιρεία [E] αυτή την εκτίμηση την αγνόησε. Τέλος, από τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων [της προσφεύγουσας] δύναται να θεωρηθεί ότι τα αποθέματα αποτελούσαν έτοιμα προϊόντα, που εύκολα θα πωλούνται απευθείας [σε διανομείς ή σε καταναλωτές], και όχι [προϊόντα ημιτελή], τα οποία θα χρειάζονταν περαιτέρω επεξεργασία.»

187    Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 119 ανωτέρω, η λογιστική αξία του αποθέματος της προσφεύγουσας είχε μειωθεί κατά 125 εκατομμύρια SKK, δηλαδή κατά 60 % σε σχέση με τον Μάρτιο του 2004. Επομένως, η Επιτροπή, πέραν των δύο ενδείξεων που παραθέτει στην αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διέθετε αρκούντως αξιόπιστα και συγκλίνοντα στοιχεία ώστε να αμφισβητήσει τον δείκτη ρευστοποίησης 20 % που χρησιμοποίησε η εταιρία E για τα αποθέματα της προσφεύγουσας βάσει των διαθέσιμων τον Μάρτιο του 2004 στοιχείων.

188    Τέταρτον, είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις. Καταρχάς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από την έκθεση Ε δεν προκύπτει ότι το «προϊόν» της ρευστοποίησης των εν λόγω απαιτήσεων θα υπερέβαινε το 20 %. Η αιτίαση αυτή, συνεπώς, δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η διπλή διόρθωση στην αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλόμενης αποφάσεως «δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα». Η προσφεύγουσα δεν τεκμηρίωσε την αιτίαση αυτή, η οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τέλος, τούτο ισχύει και για τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι, αφενός, πολλές από τις αναφερόμενες στην έκθεση της εταιρίας Ε απαιτήσεις δεν ήταν δυνατόν να εισπραχθούν και έπρεπε να διαγραφούν και, αφετέρου, ότι από τη «συνολική ονομαστική αξία» των απαιτήσεων έπρεπε να αφαιρεθεί ποσό 10 εκατομμυρίων SKK που αντιστοιχεί σε μεταφερθείσα φορολογική απαίτηση.

189    Πέμπτον, σχετικά με το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, όσον αφορά τον δείκτη ρευστοποίησης των στοιχείων του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού και την αξία των υποθηκευμένων στοιχείων του ενεργητικού, η Επιτροπή κακώς εκτίμησε, βάσει της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που είχαν δοθεί ως εγγύηση, ότι, στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού θα απέφερε ποσό μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή του δείκτη 45% σύμφωνα με την έκθεση Ε, από την αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτουν τα εξής:

«Ο συντελεστής ρευστοποίησης 45 % για την αμετάβλητη περιουσία φαίνεται να είναι επίσης πολύ χαμηλός. Σύμφωνα με [την προσφεύγουσα] η αξία των περιουσιακών στοιχείων υποθηκευμένη υπέρ της Δ.Ο.Υ. ήταν 194 εκατ. SKK. Αυτή η αξία εκφράζεται σύμφωνα με [την προσφεύγουσα] σε τιμές που εκτιμήθηκαν από ανεξάρτητους εκτιμητές στην αλλαγή των ετών 2003 και 2004. Σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής τέτοια “εκτίμηση των τιμών” θα έπρεπε να εκφράζει τη γενική αξία της περιουσίας, η οποία εκφράζει σε ποια τιμή δύναται το περιουσιακό στοιχείο να πωληθεί το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η εταιρεία [E] δεν παρέχει καμία εξήγηση, γιατί τα έσοδα από την πώληση της αμετάβλητης περιουσίας στα πλαίσια της πτώχευσης ανήλθε μόνο σε 45 % της λογιστικής τους αξίας των 205 [εκατομμυρίων] SKK, ενώ [η ίδια η προσφεύγουσα] εκτίμησε τα περιουσιακά αυτά στοιχεία πολύ ακριβότερα.»

190    Εξάλλου, όπως προβάλλει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, από την έκθεση Ε και από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι ο εξοπλισμός που περιλαμβάνεται στο πάγιο ενεργητικό ήταν σε κακή κατάσταση, απαρχαιωμένος ή ότι η αξία του είχε αποσβεσθεί. Σημειωτέον, επίσης, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή, τόσο με την αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσο και με τα δικόγραφά της, ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού που δόθηκαν ως εγγύηση κανονικά αντικατοπτρίζει τη γενική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, η οποία αντιστοιχεί στην αγοραία αξία τους. Συναφώς, πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι ένας δανειστής όπως η σλοβακική φορολογική αρχή, ακόμη και αν είναι προνομιούχος, μεριμνά, κατ’ αρχήν, ώστε να συσταθούν υπέρ του εγγυήσεις αξίας τουλάχιστον ίσης προς την αγοραία αξία των στοιχείων του ενεργητικού επί των οποίων συστήνονται. Εφόσον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αγοραία αξία, όφειλε να προσκομίσει στην Επιτροπή στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό αυτόν. Η προσφεύγουσα, αντιθέτως, αρκείται στην επίκληση της συμπεριφοράς του συνετού δανειστή, χωρίς καν να λαμβάνει υπόψη της ότι ο κύριος δανειστής της δύναται να ικανοποιηθεί προνομιακά από ορισμένα πάγια στοιχεία του ενεργητικού της. Είναι βέβαιον ότι ο προνομιούχος δανειστής εκτιμά τις δυνατότητες εισπράξεως των απαιτήσεών του, λαμβάνοντας υπόψη την αξία των στοιχείων επί των οποίων έχει αποκτήσει προνόμιο.

191    Τέλος, έκτον, είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή κακώς αποφάσισε να μη λάβει υπόψη της την έκθεση K και την έκθεση H ως στοιχεία υπέρ του ισχυρισμού της προσφεύγουσας ότι πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα και όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, δεν απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από την προσφεύγουσα την κοινοποίηση της εκθέσεως K ή διευκρινίσεις σχετικά με τις προβαλλόμενες αντιφάσεις μεταξύ της εκθέσεως αυτής και της εκθέσεως Ε. Όσον αφορά τις αιτιάσεις που διατυπώνει η προσφεύγουσα κατά της εκτιμήσεως του σχετικού με τη δικαστική εκκαθάριση περιεχομένου της εκθέσεως Η από την Επιτροπή, από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 124 ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες.

192    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε τη δικαστική εκκαθάριση επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

 Επί του επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως σχετικά με τη δικαστική εκκαθάριση

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

193    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διαμόρφωσε εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με τα κρίσιμα ζητήματα της υπό κρίσης υποθέσεως, διότι προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκ μέρους της Σλοβακικής Δημοκρατίας αμφισβήτηση της διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και στις εσωτερικές διαφωνίες των σλοβακικών φορολογικών αρχών. Η Επιτροπή, καίτοι διαμόρφωσε, βάσει των στοιχείων αυτών, βλαπτική και άδικη κρίση, εντούτοις δεν έλαβε υπόψη της την έκβαση της διαδικασίας που κίνησε η Σλοβακική Δημοκρατία ενώπιον του εν λόγω εθνικού δικαστηρίου. Η Επιτροπή επέλεξε να μη λάβει υπόψη της τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα και απλώς επανέλαβε μη τεκμηριωμένους και μη στηριζόμενους στα πραγματικά περιστατικά ισχυρισμούς της Σλοβακικής Δημοκρατίας. Η Επιτροπή, πάντως, γνώριζε ότι τα βασικά στοιχεία της επιχειρηματολογίας των σλοβακικών αρχών είχαν απορριφθεί από τα σλοβακικά δικαστήρια. Ομοίως, ορισμένοι ισχυρισμοί ήταν εσφαλμένοι, όπως, π.χ., ο ισχυρισμός ότι η Old Herold ήταν δυνητικός αγοραστής των σχετικών με την παραγωγή περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας. Κατά την προσφεύγουσα, στο εργοστάσιο της Old Herold στο Trenčin (Σλοβακία) υπήρχε πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό, πράγμα που αποδεικνύει ότι, από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2004, η εταιρία αυτή μπορούσε προβεί στην απόσταξη όλων των προϊόντων με το σήμα Frucona χωρίς να είναι απαραίτητο να μειώσει τη δική της παραγωγή. Η «απόλυτη πίστη» της Επιτροπής προς τους ισχυρισμούς της Σλοβακικής Δημοκρατίας συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

194    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δέχθηκε τα έγγραφα της 15ης Ιανουαρίου και της 6ης Ιουλίου 2004 ως στοιχεία που αποδεικνύουν τη διαφωνία των σλοβακικών αρχών με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας. Όπως, όμως, προκύπτει από την απόφαση του Špeciálny súd v Pezinku της 6ης Μαρτίου 2006, η γενική διεύθυνση φορολογίας της Σλοβακίας δεν τήρησε την αρχή της αυτοτέλειας των τοπικών φορολογικών αρχών κατά την έκδοση αποφάσεων. Ομοίως, από τις αποφάσεις του Najvyšší súd Slovenskej republiky της 25ης Οκτωβρίου 2004 και της 27ης Απριλίου 2006 προκύπτει ότι η σλοβακική φορολογική αρχή παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού της 9ης Ιουλίου 2004. Η προσφεύγουσα προβάλλει επιπλέον ότι, στον βαθμό που ο όρος «κρατική ενίσχυση» έχει αντικειμενική έννοια, η Επιτροπή όφειλε, χωρίς να απαιτείται να λάβει υπόψη της τις αδιαμφισβήτητες εν προκειμένω διαφωνίες στο εσωτερικό της διοίκησης, να στηριχθεί αποκλειστικά στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι ο διευθυντής της τοπικής φορολογικής αρχής που ενέκρινε τον πτωχευτικό συμβιβασμό απαλλάχθηκε από το Špeciálny súd v Pezinku από όλες τις σε βάρος του κατηγορίες. Με την απόφασή του αυτή, το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, ότι ο εν λόγω διευθυντής ενήργησε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του και ότι, δεχόμενος τον πτωχευτικό συμβιβασμό, ενήργησε προς το συμφέρον της Σλοβακικής Δημοκρατίας και, αφετέρου, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε ο εισαγγελέας, η σλοβακική φορολογική αρχή δεν θα μπορούσε να «εισπράξει αμέσως» το ποσό των 308 εκατομμύρια SKK από τα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού της προσφεύγουσας, όπως δέχθηκε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, το Špeciálny súd v Pezinku χαρακτήρισε το ποσό αυτό των 308 εκατομμύρια SKK πολύ υψηλό. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, το εθνικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα έγγραφα της 15ης Ιανουαρίου και της 6ης Ιουλίου 2004 (τα οποία επικαλείται η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) δεν είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως ενώπιον του Najvyšší súd Slovenskej republiky κατά της αποφάσεως του Špeciálny súd v Pezinku, το πρώτο ανέπεμψε την υπόθεση στο δεύτερο, ζητώντας του να συγκεντρώσει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία. Τον Σεπτέμβριο του 2006, το Špeciálny súd v Pezinku ζήτησε την υποβολή εκθέσεως, η οποία του υποβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2006, προς αξιολόγηση των συμπερασμάτων της εκθέσεως Ε.

195    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε τη δικαστική εκκαθάριση επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

196    Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπως αυτές περιγράφονται στη σκέψη 114 ανωτέρω, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι μόνον το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Επομένως, η προσφεύγουσα κακώς υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να στηριχθεί αποκλειστικά στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

197    Δεύτερον, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 83 ανωτέρω, το γεγονός ότι το Špeciálny súd v Pezinku Pezinku έκρινε ότι τα έγγραφα της 15ης Ιανουαρίου και της 6ης Ιουλίου 2004 δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, περιέχουν απλώς συστάσεις, δεν εμποδίζει εν προκειμένω την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι από τα δύο αυτά έγγραφα προκύπτει αντίθεση της γενικής διευθύνσεως φορολογίας της Σλοβακίας όχι μόνο στην πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας, αλλά και γενικά στη διαγραφή φορολογικών χρεών στη Σλοβακική Δημοκρατία.

198    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή κακώς θεώρησε την Old Herold δυνητικό αγοραστή των αγαθών παραγωγής, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Old Herold ενδιαφερόταν προδήλως για τα στοιχεία του ενεργητικού της προσφεύγουσας, τόσο βραχυπρόθεσμα, δηλαδή για τα αποθέματα, όσο και, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μακροπρόθεσμα, δηλαδή για τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού. Συγκεκριμένα, εφόσον, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εσφαλμένη η κρίση της ότι η μίσθωση, από την Old Herold, του εξοπλισμού παραγωγής της προσφεύγουσας, μετά την απώλεια της άδειάς της παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών, αποδεικνύει όχι μόνον ότι τα εν λόγω μισθωμένα στοιχεία του ενεργητικού ήταν σε λειτουργική κατάσταση, αλλά και ότι η Old Herold ενδιαφερόταν να αποκτήσει τον εξοπλισμό παραγωγής. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στο εργοστάσιο της Old Herold στο Trenčin υπήρχε πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό, δεν αποκλείεται η εταιρία αυτή να επιθυμούσε να αναπτύξει δραστηριότητα στον τομέα των οινοπνευματωδών, προκειμένου να ενισχύσει τη συνεργασία της με την προσφεύγουσα, κατά μείζονα λόγο αφού η προσφεύγουσα είχε αναλάβει, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας συνεργασίας, τη διανομή των οινοπνευματωδών προϊόντων της. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

199    Τέταρτον, εσφαλμένος είναι και ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Špeciálny súd v Pezinku της 6ης Μαρτίου 2006, η Επιτροπή έπρεπε να δεχθεί ότι το ποσό των 308 εκατομμύρια SKK που έλαβε υπόψη της ήταν πολύ υψηλό. Συγκεκριμένα, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι το Špeciálny súd v Pezinku απλώς διαπίστωσε ότι, εφόσον το ποσό των εγγυημένων απαιτήσεων ανέρχεται σε 200 εκατομμύρια SKK, ήταν εσφαλμένη η κατηγορία ότι το άμεσα εισπράξιμο ποσό ανέρχεται σε 308 εκατομμύρια SKK.

200    Εξάλλου, από την απόφαση του Špeciálny súd v Pezinku της 6ης Μαρτίου 2006 προκύπτει ότι η κρίση του εν λόγω εθνικού δικαστηρίου όσον αφορά την αξία των στοιχείων του ενεργητικού που δόθηκαν ως εγγύηση στις σλοβακικές αρχές (200 εκατομμύρια SKK) συμπίπτει περίπου με την εκτίμηση της προσφεύγουσας (194 εκατομμύρια SKK). Επομένως, εφόσον, όπως επισημαίνεται με τη σκέψη 162 ανωτέρω, η εκτίμηση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά το ποσό των εγγυημένων απαιτήσεων είναι τουλάχιστον ίση προς την εκτίμηση της προσφεύγουσας (όχι όμως της Σλοβακικής Δημοκρατίας, ήτοι 397 εκατομμύρια SKK), δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που προσκόμισε συναφώς η προσφεύγουσα.

201    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο όγδοος λόγος ακυρώσεως, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή κακώς εκτίμησε ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

 Επί του επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη δικαστική εκκαθάριση

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

202    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

203    Ειδικότερα, πολλά σημεία της συλλογιστικής της Επιτροπής παρέμειναν αδιευκρίνιστα. Αφενός, η προσφεύγουσα, ενώ δεν αρνείται ότι η σλοβακική φορολογική αρχή, ως προνομιούχος δανειστής, είχε πλεονέκτημα σε σχέση με τους λοιπούς δανειστές, εντούτοις προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι η σλοβακική φορολογική αρχή βρισκόταν σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς δανειστές. Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν αντιλαμβάνεται «κατά πόσον είναι λυσιτελείς οι σκέψεις 100 επ. [της προσβαλλόμενης αποφάσεως] […] σε σχέση με τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά την κρατική ενίσχυση».

204    Η Επιτροπή αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του ένατου λόγου ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

205    Αφενός, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τον ισχυρισμό της περί ευνοϊκότερης οικονομικής καταστάσεως της σλοβακικής φορολογικής αρχής σε σχέση με τους λοιπούς δανειστές, τονίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει τα εξής:

«Εντούτοις, η νομική και οικονομική θέση της Δ.Ο.Υ., ήταν πριν την εκκαθάριση πλεονεκτικότερη, σε σχέση με τους ιδιώτες δανειστές. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να διερευνηθεί, εάν η Δ.Ο.Υ. έκανε χρήση όλων των προσιτών μέσων προς απόκτηση του όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσού για κάλυψη των αξιώσεών της, ως αν ενεργούσε ως δανειστής στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς.»

206    Είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν τεκμηριώνει επαρκώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον ισχυρισμό ότι η σλοβακική φορολογική αρχή βρισκόταν από νομικής και οικονομικής απόψεως σε ευνοϊκότερη θέση.

207    Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν θίγει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την νομική ιδιότητα της τοπικής φορολογικής αρχής, ότι δηλαδή πρόκειται για προνομιούχο δανειστή, ούτε τα πλεονεκτήματα που η εν λόγω αρχή αντλεί από την ιδιότητα αυτή σε σχέση με τους λοιπούς δανειστές, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών διατάξεις της σλοβακικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή, πάντως, προβάλλει, με τα δικόγραφά της, ότι, εν προκειμένω, το νομικό πλεονέκτημα που διαθέτει η τοπική φορολογική αρχή ως προνομιούχος δανειστής συνιστά επίσης οικονομικό πλεονέκτημα, διότι η εν λόγω αρχή, λόγω της ιδιότητάς της αυτής, είχε την εξασφάλιση ότι, σε σχέση με τους λοιπούς ιδιώτες δανειστές της προσφεύγουσας, θα εισπράξει την απαίτησή της κατά προτεραιότητα και σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της διαδικασίας εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού, τουλάχιστον μέχρι το ποσό των 194 εκατομμυρίων SKK. Επομένως, το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

208    Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν αντιλαμβάνεται «κατά πόσον είναι λυσιτελείς οι σκέψεις 100 επ. [της προσβαλλόμενης αποφάσεως] […] σε σχέση με τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά την κρατική ενίσχυση», επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι η ανάλυσή της υπό τον τίτλο «Η κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]» αναπτύσσεται σε τρία μέρη, στο τρίτο εκ των οποίων εξετάζονται οι έμμεσες αποδείξεις που προσκομίστηκαν από τις σλοβακικές αρχές και την προσφεύγουσα. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 109 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε τις αποδείξεις αυτές. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι προδήλως αβάσιμο.

209    Είναι, συνεπώς, απορριπτέος ως αβάσιμος ο ένατος λόγος ακυρώσεως, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή κακώς εκτίμησε ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

210    Βάσει των διαπιστώσεων που απορρέουν από τις σκέψεις 151, 168, 192, 201 και 209 ανωτέρω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, καθώς και, για τους ίδιους λόγους, ο έκτος, ο έβδομος, ο όγδοος και ο ένατος λόγος κατά το μέρος που σχετίζονται με τον τέταρτο.

211    Τέλος, βάσει, αφενός, των προκαταρκτικών παρατηρήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 88 έως 92 ανωτέρω και, αφετέρου, των διαπιστώσεων που διατυπώνονται με τις σκέψεις 149 έως 151 ανωτέρω, παρέλκει, όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η εξέταση του βασίμου του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορούν την ορθότητα του χαρακτηρισμού της αναγκαστικής είσπραξης φορολογικών οφειλών ως επωφελέστερης σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

212    Επομένως, η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

5.     Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα λόγω αρνήσεως της Επιτροπής να χαρακτηρίσει τον πτωχευτικό συμβιβασμό ως δικαιολογημένη ενίσχυση αναδιάρθρωσης και λόγω αναδρομικής εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2004

 Επιχειρήματα των διαδίκων

213    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ και τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999, διότι χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ως ενίσχυση, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για προβληματική επιχείρηση και ο πτωχευτικός συμβιβασμός έγινε στο πλαίσιο σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο περιορίστηκε στο απολύτως αναγκαίο και αποσκοπούσε στη αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της. Επιπλέον, η Επιτροπή εφάρμοσε αναδρομικά τις κατευθυντήριες γραμμές του 2004, ενώ δεχόταν ότι εφαρμοστέες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Επιπλέον, η Επιτροπή απλώς ανέφερε ότι δεν αποκαταστάθηκε η βιωσιμότητα της προσφεύγουσας και ότι η ενίσχυση δεν περιορίστηκε στο απολύτως αναγκαίο. Η Επιτροπή δεν εξέτασε τα λοιπά κριτήρια βάσει των οποίων ένα μέτρο χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση με σκοπό την αναδιάρθρωση ούτε την ύπαρξη αντισταθμιστικών μέτρων. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τις διατάξεις της παραγράφου 55 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, η οποία προβλέπει λιγότερο αυστηρή εφαρμογή, ως προς τις ΜΜΕ, των προϋποθέσεων των παραγράφων 29 έως 47 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

214    Η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι όσον αφορά την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της, υπέβαλε στο Krajský súd v Košiciach σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο περιλάμβανε πολλά μέτρα. Το σχέδιο αυτό θα εφαρμοζόταν υπό την εποπτεία του διορισθέντος από το Krajský súd v Košiciach διαχειριστή και θα καθιστούσε δυνατή την «αποκατάσταση» της βιωσιμότητάς της χωρίς άλλη κρατική παρέμβαση. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι το σχέδιο αυτό εκπονήθηκε και υποβλήθηκε στο Krajský súd v Košiciach πριν την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας, οπότε δεν ήταν δυνατή η κοινοποίησή του. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν γίνει δεκτό ότι η παράλειψη καταρτίσεως σχεδίου αναδιάρθρωσης με τον τρόπο που απαιτεί η Επιτροπή συνεπάγεται αυτομάτως τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως μη συμβατού με την κοινή αγορά, τα νέα κράτη μέλη δεν θα μπορούσε να εφαρμόσουν κανένα μέτρο πριν την προσχώρησή τους, έστω και αν πληρούνταν όλα τα λοιπά κριτήρια. Μια τέτοια πολιτική θα παραβίαζε το άρθρο 12 ΕΚ.

215    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αποκαταστάθηκε η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της. Φρονεί, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τούτο επιτεύχθηκε χάρη στην αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων της στον τομέα της αποστάξεως και στη συνεργασία της με την Old Herold. Εφόσον οι οικονομικές δυσχέρειες ήταν απόρροια των όρων καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των οινοπνευματωδών, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι απέφυγε τις δυσχέρειες αυτές παύοντας την παραγωγή οινοπνευματωδών. Επιπλέον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να ζητήσει εκ νέου άδεια παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών, διότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε ούτε σκόπευε να ζητήσει τέτοια άδεια και αποχώρησε από την αγορά εντός της οποίας υποτίθεται ότι το επίμαχο μέτρο νοθεύει τον ανταγωνισμό.

216    Όσον αφορά το αν η ενίσχυση περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, η Επιτροπή υποστήριξε, αφενός, ότι η Σλοβακική Δημοκρατία δεν έπρεπε να δεχθεί να καταβάλει η προσφεύγουσα ποσοστό μικρότερο του 35,84 % του χρέους και, αφετέρου, ότι η εισφορά της προσφεύγουσας ήταν πολύ χαμηλή. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι καταβολή ποσού μεγαλύτερου του 35 % θα έθετε σε κίνδυνο τη «βιωσιμότητα του πτωχευτικού συμβιβασμού». Υποστηρίζει ότι, μη δυνάμενη να εξασφαλίσει τραπεζικό δάνειο, ήταν υποχρεωμένη να συγκεντρώσει από άλλες πηγές τα 231 εκατομμύρια SKK που απαιτούνταν για τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Μεταξύ των πηγών αυτών είναι η πίστωση ύψους [εμπιστευτικό] SKK που της χορήγησε η Old Herold. Η Επιτροπή αξιολόγησε εσφαλμένως την εν λόγω πίστωση, καθώς στην προσφεύγουσα δεν δόθηκε τέτοιο ποσό, αλλά μόνο παράταση για την εξόφλησή του, ώστε να έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει κεφάλαια. Με την απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, το Najvyšší súd Slovenskej republiky επιβεβαίωσε ότι η αξία των κινητών στοιχείων του ενεργητικού που είχε στη διάθεσή της η προσφεύγουσα μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό ήταν η ελάχιστη αναγκαία για την επιβίωσή της. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν διέθετε επιπλέον κεφάλαια και ότι δεν διαπιστώθηκε νόθευση του ανταγωνισμού μετά τον Ιούλιο του 2004.

217    Όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής περί της εισφοράς της προσφεύγουσας στην αναδιάρθρωση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι έκρινε ότι το δάνειο που της χορήγησε η Old Herold δεν συνιστά τέτοια εισφορά, με το σκεπτικό ότι η παροχή προθεσμίας σαράντα ημερών για την πληρωμή συνιστά συνήθη πρακτική. Προβάλλει, συναφώς, ότι η παροχή τέτοιας προθεσμίας κατά τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού βαίνει πέραν της «συνήθους εμπορικής πρακτικής» και, ως εκ τούτου, συνιστά μέτρο αναδιάρθρωσης. Κατ’ αυτήν, οι προμηθευτές οι οποίοι, σε αντίθεση με την Old Herold, δεν έχουν «κανένα μακροπρόθεσμο οικονομικό συμφέρον έναντι [αυτής]», δεν θα την προμήθευαν με εμπορεύματα χωρίς προηγουμένως να λάβουν πληρωμή ή εγγυήσεις. Κατά τα λοιπά, από την πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων προκύπτει ότι, στο παρελθόν, η εισφορά δικαιούχου σε σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά 35 % έχει κριθεί επαρκής.

218    Τέλος, τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει την Επιτροπή για αναδρομική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 και, ειδικότερα, του νέου κατωτάτου ορίου που προβλέπεται εκεί. Η εν λόγω αναδρομική εφαρμογή συνιστά από μόνη της επαρκή λόγο ακυρώσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, άπαξ και εφάρμοσε το νέο κατώτατο όριο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2004, έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι, στις ενισχυόμενες περιοχές, όπως είναι η περιοχή του Košice, το μέγεθος της εισφοράς του δικαιούχου αξιολογείται λιγότερο αυστηρά.

219    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δέκατου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

220    Διαπιστώνεται, καταρχάς, σχετικά, πρώτον, με το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί παραβάσεως του άρθρου 12 ΕΚ, ότι η προσφεύγουσα δεν ανέφερε σε τι συνίσταται η παράβαση της διατάξεως αυτής, η οποία απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις. Επομένως, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

221    Δεύτερον, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή εφάρμοσε αναδρομικά τις κατευθυντήριες γραμμές του 2004. Αφενός, από πολλές αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδιαίτερα δε από τις αιτιολογικές 116 έως 118 και 120 έως 136, προκύπτει ότι η Επιτροπή, όχι μόνο διαπίστωσε ότι εν προκειμένω έχουν εφαρμογή οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999, αλλ’ επιπλέον εξέτασε το συμβατό του επίμαχου μέτρου υπό το πρίσμα αυτών των κατευθυντήριων γραμμών. Αφετέρου, στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλόμενης αποφάσεως γίνεται όντως αναφορά, δια της παραπομπής στην υποσημείωση 36 της εν λόγω αποφάσεως, στο προβλεπόμενο από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2004 κατώτατο όριο του 40 % όσον αφορά την εισφορά του δικαιούχου, πλην όμως η παραπομπή αυτή δεν τεκμηριώνει την άποψη της προσφεύγουσας περί αναδρομικής εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι με την παραπομπή αυτή απλώς τεκμηριώνεται η άποψη της Επιτροπής ότι η πρακτική της κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 και η εξέλιξη της πολιτικής της όσον αφορά το κριτήριο του ελάχιστου αναγκαίου ύψους της ενισχύσεως «είχαν ως συνέπεια τον καθορισμό κατώτατων ορίων με τις [κατευθυντήριες γραμμές του 2004]». Κατά τα λοιπά, όπως σαφώς προκύπτει από τη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 152 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή ρητώς ανέφερε ότι εισφορά της προσφεύγουσας μικρότερη του 27 % «θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανοποιητική σύμφωνα με [κατευθυντήριες γραμμές] του 1999 μόνο στην περίπτωση που όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις για παροχή ενίσχυσης είχαν εκπληρωθεί». Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 και το επιχείρημα περί αναδρομικής εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

222    Τρίτον, εξίσου εσφαλμένος είναι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την παράγραφο 55 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών επί των ΜΜΕ. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα είναι «μεσαία επιχείρηση» κατά την έννοια της νομοθεσίας της Ένωσης. Αφετέρου, με την αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, για τις ΜΜΕ, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 προέβλεπαν ότι οι προϋποθέσεις εγκρίσεως της ενισχύσεως μπορούν να είναι λιγότερο αυστηρές όσον αφορά την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων και το περιεχόμενο των εκθέσεως παρακολούθησης. Στο δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου αναφέρεται επίσης ότι «[τα στοιχεία αυτά] δεν [απαλλάσσουν] τις επιχειρήσεις αυτές από την υποχρέωση να καταστρώσουν σχέδιο αναδιάρθρωσης και τα [κράτη μέλη] από την υποχρέωση να παρέχουν ενίσχυση για αναδιάρθρωση υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής αντισταθμιστικών μέτρων». Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις διατάξεις της παραγράφου 55 κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

223    Τέταρτον, από την αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, με το έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία ζήτησε ρητώς από την Επιτροπή να εγκρίνει το επίμαχο μέτρο ως ενίσχυση για τη διάσωση επιχειρήσεως ευρισκόμενης σε προβληματική οικονομική κατάσταση.

224    Σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το επίμαχο μέτρο δεν είναι συμβατό με την κοινή αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

225    Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης, συμβατές με την κοινή αγορά δύνανται να θεωρηθούν «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον».

226    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ απονέμει στην Επιτροπή ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την έγκριση ενισχύσεων κατ’ εξαίρεση της γενικής απαγορεύσεως της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, καθώς κατά την εκτίμηση, στην περίπτωση αυτή, του συμβατού κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά ανακύπτουν προβλήματα για την επίλυση των οποίων απαιτείται η συνεκτίμηση πολύπλοκων πραγματικών περιστατικών και οικονομικών περιστάσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, C‑39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑3547, σκέψη 36 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί). Δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον εκδόντα την απόφαση στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν υφίστανται τα πραγματικά περιστατικά, αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή αν συντρέχει κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 2002, T‑126/99, Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2427, σκέψη 32, και της 14ης Οκτωβρίου 2004, T‑137/02, Pollmeier Malchow κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3541, σκέψη 52).

227    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα πράξεως πρέπει να εκτιμάται με βάση τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, οι δε πολύπλοκες εκτιμήσεις της Επιτροπής πρέπει να εξετάζονται μόνο βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της όταν τις πραγματοποίησε (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 1999, T‑123/97, Salomon κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2925, σκέψη 48, και Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 33).

228    Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει κατευθύνσεις όσον αφορά την εκ μέρους της άσκηση της διακριτικής ευχέρειας με πράξεις όπως οι προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές περιέχουν ενδεικτικούς κανόνες σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει το εν λόγω θεσμικό όργανο και δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3997, σκέψη 98 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

229    Τέλος, ελλείψει αξιόπιστου σχεδίου αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή δύναται να αρνηθεί την έγκριση των επίμαχων ενισχύσεων κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑17/99, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψεις 44 έως 49).

230    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέτασε τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, οι οποίες ορίζουν τα κριτήρια βάσει των οποίων κρίνεται το συμβατό ενισχύσεως σκοπούσας την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχείρησης με την κοινή αγορά.

231    Όπως προκύπτει από των παράγραφο 31 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, μια ενίσχυση κρίνεται συμβατή με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ εφόσον συνδέεται με εγκεκριμένο από την Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης. Εξάλλου, κατά τις παραγράφους 32 έως 40 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, το σχέδιο αυτό, του οποίου η διάρκεια πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχειρήσεως εντός εύλογου χρόνου, βάσει ρεαλιστικών υποθέσεων όσον αφορά τους μελλοντικούς όρους λειτουργίας, περιορίζοντας ταυτόχρονα το ύψος και την ένταση της ενισχύσεως στο ελάχιστο αναγκαίο. Εξάλλου, κατά τις παραγράφους 43 και 45 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση υποχρεούται να εφαρμόσει πλήρως το σχέδιο αναδιάρθρωσης, όπως αυτό έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Η εφαρμογή και η ορθή εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου υπόκεινται στον έλεγχο της Επιτροπής, στην οποία υποβάλλονται λεπτομερείς ετήσιες εκθέσεις. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, τηρήθηκαν οι απαιτήσεις αυτές.

232    Δεύτερον, εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, καθώς δεν υπήρχε σχέδιο αναδιάρθρωσης και το επίμαχο μέτρο δεν περιορίστηκε στο ελάχιστο αναγκαίο.

233    Πρώτον, σχετικά με τη διαπίστωση της Επιτροπής περί ελλείψεως του προβλεπόμενου από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 «σχεδίου αναδιάρθρωσης», η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι υπέβαλε στο Krajský súd v Košiciach σχέδιο το οποίο περιελάμβανε μεγάλο αριθμό μέτρων αναδιάρθρωσης, αφετέρου, ότι το σχέδιο εφαρμόστηκε υπό την εποπτεία του διορισθέντος από το Krajský súd v Košiciach διαχειριστή και, τέλος, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το σχέδιο αυτό.

234    Από τη δικογραφία, πάντως, δεν προκύπτει ότι κατά τον χρόνο χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως οι σλοβακικές αρχές είχαν όντως καταρτίσει, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες στη σκέψη 231 ανωτέρω απαιτήσεις, σχέδιο αναδιάρθρωσης δυνάμενο να υποβληθεί στην Επιτροπή.

235    Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η τοπική φορολογική αρχή, με το έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2004, είχε επιστήσει την προσοχή της προσφεύγουσας στο γεγονός ότι η εγκριθείσα από την τοπική φορολογική αρχή διαγραφή χρέους συνιστά κρατική ενίσχυση, υποκείμενη στην έγκριση της Επιτροπής, και, για τον λόγο αυτόν, ζήτησε από την προσφεύγουσα να της υποβάλει, εντός μηνός περίπου, επενδυτικό σχέδιο. Πλην όμως, με το έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα όχι μόνον αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αλλά αρνήθηκε ρητώς να υποβάλει το επενδυτικό σχέδιο που είχε ζητήσει η φορολογική αρχή ενόψει της υποβολής στην Επιτροπή αιτήματος για έγκριση της επίμαχης ενισχύσεως.

236    Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή προδήλως έλαβε υπόψη της, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το επιχειρηματικό σχέδιο που υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς στο εν λόγω σχέδιο με τις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 81 της προσβαλλόμενης αποφάσεως και, με τις αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 141 της προσβαλλόμενης αποφάσεως (οι οποίες περιλαμβάνονται στο τμήμα της αποφάσεως όπου εξετάζεται το συμβατό του επίμαχου μέτρου με την κοινή αγορά), εξέτασε, τόσο από τυπικής όσο και από ουσιαστικής απόψεως, αν το συγκεκριμένο σχέδιο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σχέδιο αναδιάρθρωσης» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999. Συναφώς, με την αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, έχοντας υπόψη «την απουσία έκθεσης χρεοκοπίας, μέτρα απαραίτητα για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων όπως και την απουσία προϋποθέσεων αγοράς και προοπτικής […] κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επιχειρηματικό σχέδιο που παρουσίασε ο αποδέκτης δεν είναι πραγματικό σχέδιο αναδιάρθρωσης όπως ορίζεται από τις [κατευθυντήριες γραμμές του]1999». Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν» αμφιβολίες όσον αφορά την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της προσφεύγουσας.

237    Συνεπώς, μολονότι η Επιτροπή προδήλως έλαβε υπόψη της και εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το επιχειρηματικό σχέδιο που υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, με τα δικόγραφά της, προβάλλει απλώς ότι το υποβληθέν στο Krajský súd v Košiciach επιχειρηματικό σχέδιο περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό μέτρων αναδιάρθρωσης, τέθηκε σε εφαρμογή υπό την εποπτεία του διορισθέντος από το δικαστήριο αυτό διαχειριστή και της παρέσχε τη δυνατότητα να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά της χωρίς άλλη κρατική παρέμβαση.

238    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να ανατρέψει τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 141 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το συγκεκριμένο σχέδιο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από τυπικής όσο και ουσιαστικής απόψεως ως «σχέδιο αναδιάρθρωσης» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

239    Τέλος, εσφαλμένος είναι και ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι το σχέδιο αυτό καταρτίστηκε και υποβλήθηκε στο Krajský súd v Košiciach πριν την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατή η κοινοποίησή του. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι, εφόσον η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε πριν την προσχώρηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας, δεν ισχύει η επιβαλλόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως. Όπως, όμως, επισημάνθηκε με τη σκέψη 86 ανωτέρω, η παραίτηση της τοπικής φορολογικής αρχής από το 65 % των απαιτήσεών της έναντι της προσφεύγουσας συμπίπτει χρονικά με τη ρητή αποδοχή της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού στις 9 Ιουλίου 2004. Επομένως, η νομικά δεσμευτική πράξη με την οποία οι σλοβακικές αρχές δέχθηκαν τη μερική διαγραφή της φορολογικής οφειλής της προσφεύγουσας στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού είναι μεταγενέστερη της προσχωρήσεως της Σλοβακικής Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια, ίσχυε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως του επίμαχου μέτρου, βάσει των τυπικών και ουσιαστικών κανόνων που ίσχυαν στις 9 Ιουλίου 2004. Όπως, όμως, υπενθυμίζεται με τη σκέψη 231 ανωτέρω, μέτρο ενισχύσεως όπως το επίμαχο εν προκειμένω πρέπει να συνδέεται με σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

240    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το υποβληθέν από την προσφεύγουσα σχέδιο δεν αποτελεί σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, είναι απόρροια πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

241    Κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 229 ανωτέρω και όπως επισημάνθηκε με την αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ελλείψει αξιόπιστου σχεδίου αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή ορθώς αρνήθηκε να εγκρίνει τις επίμαχες ενισχύσεις κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

242    Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αν πληρούται το κριτήριο περί περιορισμού του ποσού και της εντάσεως της ενισχύσεως στο ελάχιστο αναγκαίο, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 40 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν ως εκ περισσού τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως, προς στήριξη του ισχυρισμού ότι κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι το επίμαχο μέτρο δεν πληροί το κριτήριο αυτό.

243    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999, οι δικαιούχοι πρέπει κανονικά να συμβάλλουν ουσιωδώς στην αναδιάρθρωση με ίδιους πόρους ή με εξωτερική χρηματοδότηση παρεχομένη με τους όρους της αγοράς.

244    Αντιθέτως, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν η παράταση πληρωμής που παρέσχε η Old Herold στην προσφεύγουσα συνιστά ίδια εισφορά της προσφεύγουσας στο σχέδιο αναδιάρθρωσής της.

245    Όπως, όμως, επισήμανε η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 149 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η παράταση που παρέσχε η Old Herold στην προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί εισφορά προερχόμενη από εξωτερικές πηγές και, ειδικότερα, από δανειστή ο οποίος έχει εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητά της. Συγκεκριμένα, αρκεί η παρατήρηση ότι, κατά τη συνάντηση της 28ης Μαρτίου 2006 μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και της προσφεύγουσας, η δεύτερη επισήμανε ρητώς ότι η Old Herold της χορήγησε «πίστωση» κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2004 και ότι εξοφλούσε παγίως τις υποχρεώσεις της εντός 14 έως 60 ημερών. Επομένως, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η παράταση των 40 ημερών που χορήγησε η Old Herold στην προσφεύγουσα συνιστά συνήθη πρακτική, τουλάχιστον στο πλαίσιο της εξοφλήσεως των οφειλών εντός 14 έως 60 ημερών, στην οποία αναφέρθηκε η ίδια η προσφεύγουσα, και ότι, ως εκ τούτου, δεν συνιστά εισφορά στην αναδιάρθρωση προερχόμενη από εξωτερικές πηγές.

246    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά την αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου σε σχέση με το κόστος της αναδιάρθρωσης ήταν προδήλως εσφαλμένες.

247    Επομένως, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 και, ως εκ τούτου, έκρινε το επίμαχο μέτρο μη συμβατό με τη Συνθήκη ΕΚ.

248    Κατά συνέπεια, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως είναι συνολικά απορριπτέος ως αβάσιμος.

249    Βάσει των διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν με τις σκέψεις 54, 61, 87, 210, 211 και 248 ανωτέρω, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής είναι απορριπτέοι, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

250    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Frucona Košice a.s. στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2010.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

1.  Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

2.  Εθνική κανονιστική ρύθμιση

Ιστορικό της διαφοράς

1.  Η προσφεύγουσα

2.  Εθνικές διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες

3.  Διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί της ουσίας

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως σχετικά με παράβαση ουσιώδους κανόνα της διαδικασίας και παράβαση του άρθρου 33 ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του τμήματος 3 του παραρτήματος IV της Συνθήκης Προσχωρήσεως, του άρθρου 253 ΕΚ, του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, λόγω αναρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δικαστική εκκαθάριση ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό

Επί των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά τη δικαστική εκκαθάριση

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά τη δικαστική εκκαθάριση

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως σχετικά με τη δικαστική εκκαθάριση

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη δικαστική εκκαθάριση

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα λόγω αρνήσεως της Επιτροπής να χαρακτηρίσει τον πτωχευτικό συμβιβασμό ως δικαιολογημένη ενίσχυση αναδιάρθρωσης και λόγω αναδρομικής εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2004

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.