Language of document : ECLI:EU:T:2012:134

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Μαρτίου 2012 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/EOK — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης — Συμβατότητα της απαλλαγής με εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 απόφαση του Συμβουλίου περί εγκρίσεως — Τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης — Ασφάλεια δικαίου — Χρηστή διοίκηση»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV,

Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον D. O’Hagan, στη συνέχεια από την E. Creedon, επικουρούμενους από τον P. McGarry, barrister,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑50/06 RENV,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J. Gstalter,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑56/06 RENV,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. Aiello, G. De Bellis και S. Fiorentino, avvocati dello Stato,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑60/06 RENV,

Eurallumina SpA, με έδρα το Portoscuso (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον R. Denton και την L. Martin Alegi, solicitors,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑62/06 RENV,

Aughinish Alumina Ltd, με έδρα το Askeaton (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τον J. Handoll και την C. Waterson, solicitors,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑69/06 RENV,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, N. Khan, D. Grespan και από την K. Walkerová,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, V. Vadapalas, K. Jürimäe, K. O’Higgins και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Αλουμίνα

1        Η αλουμίνα (ή οξείδιο του αργιλίου) αποτελεί λευκή σκόνη που χρησιμοποιείται κυρίως στα χυτήρια για παραγωγή αλουμινίου. Η αλουμίνα παράγεται από μετάλλευμα βωξίτη με διαδικασία εξευγενισμού, της οποίας η τελευταία φάση συνίσταται σε πυράκτωση. Περισσότερο από το 90 % της πυρακτωμένης αλουμίνας χρησιμοποιείται στην τήξη του αλουμινίου. Το υπόλοιπο υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία και χρησιμοποιείται σε χημικές εφαρμογές. Υπάρχουν δύο χωριστές αγορές προϊόντων, ήτοι εκείνη της αλουμίνας για μεταλλουργικές χρήσεις και εκείνη της αλουμίνας για χημικές χρήσεις. Τα πετρελαιοειδή μπορούν να χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας.

2        Υπάρχει μόνον ένας παραγωγός αλουμίνας στην Ιρλανδία, στην Ιταλία και στη Γαλλία. Πρόκειται, αντιστοίχως, για την Aughinish Alumina Ltd (στο εξής: AAL), η οποία είναι εγκατεστημένη στην περιφέρεια Shannon, για την Eurallumina SpA, η οποία είναι εγκατεστημένη στη Σαρδηνία, και για την Alcan Inc., η οποία είναι εγκατεστημένη στην περιφέρεια Gardanne. Παραγωγοί αλουμίνας υπάρχουν επίσης στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 Οι οδηγίες περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών

3        Η οδηγία 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), ορίζει τους κανόνες σχετικά με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών.

4        Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 92/81, τα κράτη μέλη επιβάλλουν στα πετρελαιοειδή εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία και καθορίζουν τους συντελεστές σύμφωνα με την οδηγία 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19).

5        Το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 παρέχει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να προβλέψει απαλλαγές από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης πέραν αυτών που προβλέπει ρητώς η οδηγία αυτή. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής:

«Το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής μπορεί να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει περαιτέρω απαλλαγές ή μειώσεις για λόγους ειδικής πολιτικής.

Το κράτος μέλος που σκοπεύει να θεσπίσει τέτοια μέτρα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και της παρέχει όλες τις συναφείς και αναγκαίες πληροφορίες. Η Επιτροπή ενημερώνει τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με το προτεινόμενο μέτρο εντός προθεσμίας ενός μηνός.

Το Συμβούλιο τεκμαίρεται ότι έχει επιτρέψει τη διατήρηση της προτεινόμενης απαλλαγής ή μείωσης εάν, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία τα λοιπά κράτη μέλη ενημερώθηκαν σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, ούτε η Επιτροπή ούτε κανένα κράτος μέλος δεν ζήτησαν να εξεταστεί το ζήτημα από το Συμβούλιο.»

6        Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81:

«Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι οι απαλλαγές ή μειώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν πλέον, κυρίως για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού ή στρέβλωσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ή για λόγους κοινοτικής πολιτικής στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, υποβάλλει τις ενδεδειγμένες προτάσεις στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα σχετικά με τις προτάσεις αυτές.»

7        Το άρθρο 6 της οδηγίας 92/82 καθόρισε τον ελάχιστο συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για το βαρύ πετρέλαιο, που τα κράτη μέλη έπρεπε να εφαρμόσουν από 1ης Ιανουαρίου 1993, στα 13 ευρώ ανά 1 000 kg.

8        Η οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283, σ. 51), κατήργησε τις οδηγίες 92/81 και 92/82 από τις 31 Δεκεμβρίου 2003.

9        Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, η οδηγία 2003/96 δεν εφαρμόζεται επί των χρήσεων των ενεργειακών προϊόντων τα οποία έχουν διπλή χρήση. Κατά την ίδια διάταξη, ένα ενεργειακό προϊόν έχει διπλή χρήση όταν χρησιμοποιείται τόσο ως καύσιμο θέρμανσης όσο και για χρήσεις άλλες εκτός της χρήσης ως καύσιμο κινητήρων ή καύσιμο θέρμανσης. Η χρήση των ενεργειακών προϊόντων για χημική αναγωγή και στο πλαίσιο ηλεκτρολυτικής και μεταλλουργικής κατεργασίας θεωρείται διπλή χρήση. Επομένως, από 1ης Ιανουαρίου 2004, δεν υφίσταται, πλέον, ελάχιστος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης του βαρέος πετρελαίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμίνας.

10      Επιπλέον, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 προβλέπει ότι, υπό την επιφύλαξη ότι το ζήτημα θα εξεταστεί προηγουμένως από το Συμβούλιο, βάσει προτάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις μειώσεις των επιπέδων φορολογίας ή τις απαλλαγές που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Τα σημεία 6, 7 και 8 του εν λόγω παραρτήματος ΙΙ αφορούν, ιδίως, την απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης του βαρέος πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας, αντιστοίχως, στην περιφέρεια Gardanne (Γαλλία), στην περιφέρεια Shannon (Ιρλανδία) και στη Σαρδηνία (Ιταλία).

 Οι αποφάσεις του Συμβουλίου που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81

11      Η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Γαλλική Δημοκρατία προβαίνουν σε απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας, αντιστοίχως, από το 1983, από το 1993 και από το 1997 (στο εξής: ισχύουσα στην Ιρλανδία απαλλαγή, ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή και ισχύουσα στη Γαλλία απαλλαγή ή, συλλήβδην, επίδικες απαλλαγές).

12      Η ισχύουσα στην Ιρλανδία απαλλαγή εισήχθη στο ιρλανδικό δίκαιο με το Statutory instrument 126/1983, Imposition of Duties (265) (Excise Duty on Hydrocarbon Oils) Order, 1983 [πράξη νομοθετικού περιεχομένου περί επιβολής φόρων (αριθ. 265) (ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των ορυκτελαίων)], της 12ης Μαΐου 1983. Εν συνεχεία, περιελήφθη στο άρθρο 100, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Finance Act, 1999 (νόμου περί δημοσίων οικονομικών του 1999). Η εφαρμογή της ως άνω απαλλαγής στην περιφέρεια Shannon επιτράπηκε δυνάμει της αποφάσεως 92/510/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους υφιστάμενους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις υφιστάμενες απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 (ΕΕ L 316, σ. 16). Η έγκριση αυτή επανεξετάστηκε και παρατάθηκε από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998 με την απόφασή του 97/425/ΕΚ, της 30ής Ιουνίου 1997, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81 (ΕΕ L 182, σ. 22). Η ως άνω έγκριση παρατάθηκε εκ νέου από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 με την απόφασή του 1999/880/ΕΚ, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81 (ΕΕ L 331, σ. 73).

13      Η ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή εισήχθη στο ιταλικό δίκαιο με το decreto legislativo 26 ottobre 1995 n° 504, Testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penali e amministrative (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 504, της 26ης Οκτωβρίου 1995, κωδικοποίηση των νομοθετικών διατάξεων για τους φόρους επί της παραγωγής και επί της κατανάλωσης και για τις σχετικές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 279, της 29ης Νοεμβρίου 1995). Η εφαρμογή της ως άνω απαλλαγής στη Σαρδηνία επιτράπηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994 με την απόφαση 93/697/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 (ΕΕ L 321, σ. 29). Η έγκριση αυτή παρατάθηκε για πρώτη φορά από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1996 με την απόφασή του 96/273/ΕΚ, της 22ας Απριλίου 1996, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειώσεις από ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 (ΕΕ L 102, σ. 40). Η ως άνω έγκριση παρατάθηκε για δεύτερη φορά από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998 με την απόφαση 97/425. Η εν λόγω έγκριση παρατάθηκε για τρίτη φορά από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999 με την απόφαση 1999/255/ΕΚ, της 30ής Μαρτίου 1999, για την εξουσιοδότηση, σύμφωνα με την οδηγία 92/81, ορισμένων κρατών μελών να εφαρμόσουν και να συνεχίσουν να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σε ορισμένα πετρελαιοειδή, και για την τροποποίηση της απόφασης 97/425 (ΕΕ L 99, σ. 26). Η ως άνω έγκριση παρατάθηκε για τέταρτη φορά από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 με την απόφασή του 1999/880.

14      Η ισχύουσα στη Γαλλία απαλλαγή εισήχθη στο γαλλικό δίκαιο με το άρθρο 6 του loi de finances rectificative (νόμου περί δημοσίων οικονομικών, όπως αυτός διορθώθηκε) για το έτος 1997, αριθ. 97‑1239, της 29ης Δεκεμβρίου 1997 (JORF της 30ής Δεκεμβρίου 1997, σ. 19101). Η εφαρμογή της ως άνω απαλλαγής στην περιφέρεια Gardanne επιτράπηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998 με την απόφαση 97/425 του Συμβουλίου. Η έγκριση αυτή παρατάθηκε για πρώτη φορά από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999 με την απόφαση 1999/255. Η εν λόγω έγκριση παρατάθηκε για δεύτερη φορά από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 με την απόφαση 1999/880.

15      Η απόφαση 2001/224/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84, σ. 23), ήτοι η τελευταία απόφαση του Συμβουλίου για τις επίδικες απαλλαγές, παρατείνει την έγκριση της εφαρμογής των εν λόγω απαλλαγών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της, η απόφαση αυτή «δεν προδικάζει την έκβαση διαδικασιών οι οποίες αφορούν τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ενδέχεται να κινηθούν ιδίως βάσει των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]» και «δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 88 [ΕΚ], τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

 Η διοικητική διαδικασία

16      Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983, η Ιρλανδία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι προετίθετο να υλοποιήσει τη δέσμευση την οποία είχε αναλάβει τον Απρίλιο του 1970 έναντι των αναδόχων ενός έργου εξόρυξης αλουμίνας από βωξίτη στον ποταμόκολπο του Shannon, προς όφελος της AAL, και η οποία αφορούσε απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης για το βαρύ πετρέλαιο που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμίνας. Με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983, η Επιτροπή τόνισε ότι η απαλλαγή αυτή συνιστούσε κρατική ενίσχυση που έπρεπε να κοινοποιηθεί. Η Επιτροπή διευκρίνισε, επίσης, ότι, εάν η ενίσχυση επρόκειτο να τεθεί μόνον από τότε σε εφαρμογή, θα μπορούσε να θεωρήσει το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983 ως κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, η Ιρλανδία ζήτησε από την Επιτροπή να θεωρήσει το εν λόγω έγγραφο ως τέτοια κοινοποίηση. Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία απόφαση κατόπιν της αλληλογραφίας αυτής.

17      Με έγγραφα της 29ης Μαΐου 1998 και της 2ας Ιουνίου 1998, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες, αντιστοίχως, από την Ιταλική Δημοκρατία και από τη Γαλλική Δημοκρατία προκειμένου να εξακριβώσει αν η ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή και η ισχύουσα στη Γαλλία απαλλαγή ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Κατόπιν της από 16 Ιουνίου 1998 υπομνήσεως της Επιτροπής, η Ιταλική Δημοκρατία απάντησε στις 20 Ιουλίου 1998. Η Γαλλική Δημοκρατία, αφού ζήτησε παράταση της προθεσμίας απαντήσεως στις 10 Ιουλίου 1998, η οποία παράταση δόθηκε στις 24 Ιουλίου 1998, απάντησε με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 1998.

18      Με έγγραφα της 17ης Ιουλίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από την Ιταλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσουν τις επίδικες απαλλαγές. Οι γαλλικές αρχές απάντησαν με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2000. Με έγγραφα της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή υπενθύμισε το αίτημά της προς την Ιρλανδία και προς την Ιταλική Δημοκρατία και κάλεσε τις τελευταίες, καθώς και τη Γαλλική Δημοκρατία, να της παράσχουν συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι ιρλανδικές αρχές απάντησαν στο τελευταίο αυτό αίτημα με έγγραφο της 18ης Οκτωβρίου 2000. Κατόπιν της από 20 Νοεμβρίου 2000 υπομνήσεως της Επιτροπής, οι ιταλικές και οι γαλλικές αρχές απάντησαν επίσης στο εν λόγω αίτημα, αντιστοίχως, στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2000.

19      Με τις αποφάσεις C(2001) 3296, C(2001) 3300 και C(2001) 3295, της 30ής Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά, αντιστοίχως, την ισχύουσα στην Ιρλανδία απαλλαγή, την ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή και την ισχύουσα στη Γαλλία απαλλαγή. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην Ιρλανδία, στην Ιταλική Δημοκρατία και στη Γαλλική Δημοκρατία με έγγραφα της 5ης Νοεμβρίου 2001 και δημοσιεύθηκαν, στις 2 Φεβρουαρίου 2002, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 30, σ. 17, σ. 21 και σ. 25).

20      Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν η AAL, η Eurallumina, η Alcan και ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος σχετικά με το Αλουμίνιο. Οι παρατηρήσεις αυτές γνωστοποιήθηκαν στην Ιρλανδία, στην Ιταλική Δημοκρατία και στη Γαλλική Δημοκρατία στις 26 Μαρτίου 2002.

21      Αφού ζήτησε παράταση της σχετικής προθεσμίας με τηλεομοιοτυπία της 1ης Δεκεμβρίου 2001, η οποία παράταση δόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2001, η Ιρλανδία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2002. Με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιρλανδία να της γνωστοποιήσει αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι είχε αναλάβει δέσμευση έναντι της AAL πριν από την προσχώρησή της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η Ιρλανδία ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό με έγγραφο της 26ης Απριλίου 2002. Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002. Αφού ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την αποστολή της απαντήσεώς της με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2001, η οποία παράταση δόθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2001, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2002.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

22      Στις 7 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

23      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την περίοδο προ της 1ης Ιανουαρίου 2004, ημερομηνίας κατά την οποία η οδηγία 2003/96 κατέστη εφαρμοστέα. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση επεκτείνει την ισχύ της επίσημης διαδικασίας έρευνας και για την περίοδο μετά την 1η Ιανουαρίου 2004.

24      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει, ιδίως, τα εξής:

«Άρθρο 1

Οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που χορηγήθηκαν από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία για τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή αλουμίνας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Άρθρο 2

Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 17η Ιουλίου 1990 έως την 2α Φεβρουαρίου 2002, στο μέτρο που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεν πρέπει να ανακτηθούν καθώς αυτό θα αντέκειτο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

Άρθρο 3

Οι ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και οι οποίες χορηγήθηκαν από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι καταβάλουν συντελεστή τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 4

Η ενίσχυση […] η οποία χορηγήθηκε από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι δεν έχουν καταβάλει συντελεστή 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 5

1.      Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσουν από τους δικαιούχους τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 4.

[…]

5.      Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία δίνουν εντολή στους δικαιούχους των μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 να επιστρέψουν, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, τις ενισχύσεις που τους χορηγήθηκαν παράνομα προσαυξημένες με τους τόκους.»

 Οι διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

25      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], αντιστοίχως, στις 16 Φεβρουαρίου 2006 (υπόθεση T‑60/06), στις 17 Φεβρουαρίου 2006 (υποθέσεις T‑50/06 και T‑56/06) και στις 23 Φεβρουαρίου 2006 (υποθέσεις T‑62/06 και T‑69/06), οι προσφεύγουσες, ήτοι η Ιταλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Eurallumina και η AAL άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές με τις οποίες επιδιώκεται η πλήρης ή η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

26      Με χωριστό δικόγραφο, που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Μαρτίου 2006, η AAL υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 242 ΕΚ, με την οποία επιδιώκεται η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που αφορά την AAL. Με διάταξη της 2ας Αυγούστου 2006, T‑69/06 R, Aughinish Alumina κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

27      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [νυν Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου] και μετά από πρόταση του δευτέρου τμήματος, το Πρωτοδικείο, αφού άκουσε τους διαδίκους κατά το άρθρο 51 του ίδιου Κανονισμού, αποφάσισε να παραπέμψει τις υπό κρίση υποθέσεις στο πενταμελές τμήμα.

28      Με διάταξη της 24ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

29      Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Πρωτοδικείο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με το σκεπτικό ότι, με αυτήν, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπείχε από το άρθρο 253 ΕΚ, όσον αφορά τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1). Εξάλλου, στην υπόθεση T‑62/06, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά, αφού διαπίστωσε το απαράδεκτο των αιτημάτων με τα οποία η Eurallumina ζήτησε από το Πρωτοδικείο είτε να αναγνωρίσει ότι η ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή, η οποία επιτράπηκε δυνάμει της αποφάσεως 2001/224, ήταν σύννομη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και ότι όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν ή επρόκειτο να καταβληθούν από την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι την ημερομηνία αυτή ή, τουλάχιστον, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως παράνομη κρατική ενίσχυση ή ότι τα εν λόγω ποσά δεν έπρεπε να ανακτηθούν, είτε να τροποποιήσει τα άρθρα 5 και 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Με δικόγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

31      Με κατ’ αναίρεση απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑11245), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, στο μέτρο που η τελευταία αυτή απόφαση είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση με το σκεπτικό ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999 και στο μέτρο που είχε καταδικάσει την Επιτροπή στα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών πρωτοδίκως, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑69/06 R εξόδων. Επιπλέον, το Δικαστήριο ανέπεμψε τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06 ενώπιον του νυν Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

32      Κατόπιν της αποφάσεως περί αναπομπής και σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι υπό κρίση υποθέσεις ανατέθηκαν στο δεύτερο πενταμελές τμήμα, με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2009.

33      Σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι κατέθεσαν τα υπομνήματά τους γραπτών παρατηρήσεων, αντιστοίχως, την 1η Φεβρουαρίου 2010 η Ιρλανδία, στην υπόθεση T‑50/06 RENV, στις 4 Φεβρουαρίου 2010 η Ιταλική Δημοκρατία, στην υπόθεση T‑60/06 RENV, στις 12 Φεβρουαρίου 2010 η Eurallumina, στην υπόθεση T‑62/06 RENV, στις 16 Φεβρουαρίου 2010 η Γαλλική Δημοκρατία, στην υπόθεση T‑56/06 RENV και η AAL, στην υπόθεση T‑69/06 RENV, και στις 28 Απριλίου 2010 η Επιτροπή στο σύνολο των υπό κρίση υποθέσεων. Με το υπόμνημά της γραπτών παρατηρήσεων, η Γαλλική Δημοκρατία τόνισε, λαμβανομένων υπόψη των κρίσεων που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του περί αναπομπής, ότι παρητείτο από έναν εκ των λόγων ακυρώσεως που είχε προβάλει με το δικόγραφο της προσφυγής της και ο οποίος αφορούσε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

34      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου πενταμελούς τμήματος της 1ης Μαρτίου 2010, οι υπό κρίση υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

35      Επειδή μεταβλήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα και οι υπό κρίση υποθέσεις ανατέθηκαν στο τέταρτο πενταμελές τμήμα, με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2010.

36      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, κάλεσε τους διαδίκους καθώς και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι και το Συμβούλιο ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εμπροθέσμως.

37      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011.

 Τα αιτήματα που προέβαλαν οι διάδικοι κατόπιν της αναπομπής

38      Στην υπόθεση T‑50/06 RENV, η Ιρλανδία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που αφορά την ισχύουσα στην Ιρλανδία απαλλαγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39      Στην υπόθεση T‑69/06 RENV, η AAL ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που η εν λόγω απόφαση την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40      Στην υπόθεση T‑60/06 RENV, η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που αφορά την ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

41      Στην υπόθεση T‑62/06 RENV, η Eurallumina ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ή τα άρθρα 1 και 4 έως 6 αυτής ή, επικουρικώς, τα άρθρα 5 και 6 αυτής, στο μέτρο που η εν λόγω απόφαση ή τα εν λόγω άρθρα την αφορούν·

και/ή

–        να αναγνωρίσει ότι η ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή, η οποία επιτράπηκε δυνάμει της αποφάσεως 2001/224, είναι σύννομη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και ότι όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν ή επρόκειτο να καταβληθούν από την Ιταλική Δημοκρατία δεν πρέπει να θεωρηθούν ως παράνομη κρατική ενίσχυση ή, τουλάχιστον, δεν πρέπει να ανακτηθούν·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Στην υπόθεση T‑56/06 RENV, η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ή, επικουρικώς, το άρθρο 5 αυτής, στο μέτρο που η εν λόγω απόφαση ή το εν λόγω άρθρο αφορά την ισχύουσα στη Γαλλία απαλλαγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43      Στις υπό κρίση υποθέσεις, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των αναγνωριστικού χαρακτήρα αιτημάτων της Eurallumina

44      Δεν συντρέχει, πλέον, λόγος να εξετασθούν τα αιτήματα της Eurallumina με τα οποία επιδιώκεται να αναγνωρίσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή, η οποία επιτράπηκε δυνάμει της αποφάσεως 2001/224, είναι σύννομη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και ότι όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν ή επρόκειτο να καταβληθούν από την Ιταλική Δημοκρατία δεν πρέπει να θεωρηθούν ως παράνομη κρατική ενίσχυση ή, τουλάχιστον, δεν πρέπει να ανακτηθούν. Συγκεκριμένα, τα ως άνω αιτήματα ήδη απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα με την απόφαση Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω. Δεδομένου ότι οι διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως δεν αναιρέθηκαν, ως προς το ζήτημα αυτό, με την απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, αυτές έχουν προσλάβει ισχύ δεδικασμένου.

 Συνοπτική παράθεση των λόγων ακυρώσεως και των αιτιάσεων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες

45      Προς στήριξη των αιτημάτων τους περί ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ένα σύνολο λόγων ακυρώσεως και αιτιάσεων που συμπίπτουν εν μέρει, έστω και αν το αντικείμενό τους είναι, από τυπικής απόψεως, διαφορετικό, καθόσον καθεμία εκ των προσφευγουσών θέτει υπό αμφισβήτηση την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο στο μέτρο που, ως προς την Ιταλική Δημοκρατία (υπόθεση T‑60/06 RENV) και την Eurallumina (υπόθεση T‑62/06 RENV), η εν λόγω απόφαση αφορά την ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή, μόνο στο μέτρο που, ως προς την Ιρλανδία (υπόθεση T‑50/06 RENV) και την AAL (υπόθεση T‑69/06 RENV), η εν λόγω απόφαση αφορά την ισχύουσα στην Ιρλανδία απαλλαγή και μόνο στο μέτρο που, ως προς τη Γαλλική Δημοκρατία (υπόθεση T‑56/06 RENV), η εν λόγω απόφαση αφορά την ισχύουσα στη Γαλλία απαλλαγή. Οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως και οι ως άνω αιτιάσεις αντλούνται από παραβιάσεις της αρχής της ασφαλείας δικαίου, της αρχής της τεκμαιρόμενης ισχύος και πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων της Ένωσης, της αρχής «lex specialis derogat legi generali», της αρχής της χρηστής διοικήσεως, της αρχής του «estoppel», της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, της αρχής του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και από παραβάσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιγ΄, ΕΚ, του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, ΕΚ, του άρθρου 88 ΕΚ και του άρθρου 157 ΕΚ, των κανόνων που έχουν κωδικοποιηθεί στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, περιπτώσεις i, iii και iv, του κανονισμού 659/1999, του άρθρου 14, παράγραφος 1, και των άρθρων 17 έως 19 του ίδιου κανονισμού, του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματός της II, των κανόνων που διέπουν τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, και ιδίως του σημείου 82, στοιχείο α΄, του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ 2001, C 37, σ. 3), και των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9), καθώς και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

46      Πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες στρέφονται, ιδίως, κατά του αποτελέσματος στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εφαρμόζοντας τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων στις επίδικες απαλλαγές. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορούσε, από νομικής απόψεως, να αντίκειται στα έννομα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224. Πάντως, τούτο ισχύει στην περίπτωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι επίδικες απαλλαγές που χορηγήθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από τη Γαλλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και η οποία εντέλλεται, στο μέτρο που οι εν λόγω ενισχύσεις ήσαν ασύμβατες προς την κοινή αγορά, την ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων από τους δικαιούχους τους ενώ το Συμβούλιο είχε επιτρέψει στα οικεία κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις εν λόγω απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Επιπλέον, η AAL προβάλλει ότι η εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί να καταλήγει συννόμως, εν προκειμένω, σε ένα αποτέλεσμα που να αντίκειται στον επιδιωκόμενο από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιγ΄, ΕΚ και από το άρθρο 157 ΕΚ σκοπό, ήτοι στην προστασία και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Ένωσης. Πάντως, η προσβαλλόμενη απόφαση αποδυναμώνει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της Ένωσης σε διεθνές επίπεδο.

47      Δεύτερον, οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προέβαλαν η Ιταλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η AAL στρέφονται, ιδίως, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που αυτή προσδίδει τον χαρακτηρισμό ή στηρίζεται στον χαρακτηρισμό, εκ μέρους της Επιτροπής, των χορηγηθεισών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 επιδίκων απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

48      Τρίτον, οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προέβαλαν η Ιταλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η AAL στρέφονται, ιδίως, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που αυτή προσδίδει τον χαρακτηρισμό ή στηρίζεται στον χαρακτηρισμό, εκ μέρους της Επιτροπής, των χορηγηθεισών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και ισχυουσών στην Ιταλία και στην Ιρλανδία απαλλαγών, πλην της περιόδου προ της 17ης Ιουλίου 1990 όσον αφορά την ισχύουσα στην Ιρλανδία ενίσχυση, ως νέων ενισχύσεων παρά ως υφιστάμενων ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 88 ΕΚ.

49      Τέταρτον, οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία στρέφονται, ιδίως, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που με αυτή αναγνωρίζεται ότι η κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 βάσει της ισχύουσας στην Ιταλία απαλλαγής δεν μπορεί να κριθεί συμβατή προς την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, για τον λόγο ότι φέρεται ότι συνδέεται στενά με την υλοποίηση, εκ μέρους της Eurallumina, στόχων αναγομένων στην προστασία του περιβάλλοντος ή για τον λόγο ότι φέρεται ότι διευκόλυνε την οικονομική ανάπτυξη της Σαρδηνίας.

50      Πέμπτον, οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στρέφονται, ιδίως, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που αυτή εντέλλεται τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και την Ιταλική Δημοκρατία να προβούν στην ανάκτηση, από τους δικαιούχους, των κρατικών ενισχύσεων που φέρεται ότι χορηγήθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 βάσει των επιδίκων απαλλαγών.

51      Εν προκειμένω, είναι σκόπιμο να εξετασθούν, ευθύς εξ αρχής, οι λόγοι ακυρώσεως ή οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες και οι οποίοι αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από παράνομη εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στις επίδικες απαλλαγές που χορηγήθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από τη Γαλλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις.

 Επί των λόγων ακυρώσεως και των αιτιάσεων που αντλούνται από παράνομη εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στις απαλλαγές που χορηγήθηκαν βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως και σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις

52      Στην υπόθεση T‑50/06 RENV, με τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η Ιρλανδία υποστηρίζει, ιδίως, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου και την αρχή του «estoppel», με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χορηγηθείσα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και ισχύουσα στην Ιρλανδία απαλλαγή ήταν εν μέρει ασύμβατη προς την κοινή αγορά, υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ενώ η εν λόγω απαλλαγή είχε χορηγηθεί βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις. Η Ιρλανδία παρατηρεί ότι η Επιτροπή ουδέποτε έθεσε υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως. Εξάλλου, με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η Ιρλανδία προβάλλει, ιδίως, ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αρχή του «estoppel», στο μέτρο που εφάρμοσε τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων στην ισχύουσα εντός της Ιρλανδίας απαλλαγή πολύ μετά το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβε γνώση της ενισχύσεως που φέρεται ότι χορηγήθηκε βάσει της εν λόγω απαλλαγής.

53      Στην υπόθεση T‑56/06 RENV, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που απηύθυνε εντολή για την ανάκτηση της ενισχύσεως που φέρεται ότι χορηγήθηκε μεταξύ της 3ης Φεβρουαρίου 2002 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 βάσει της ισχύουσας στη Γαλλία απαλλαγής, ενώ είχε επιτραπεί στη Γαλλική Δημοκρατία να εφαρμόσει την εν λόγω απαλλαγή με τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224.

54      Στην υπόθεση T‑60/06 RENV, με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε, ιδίως, την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που απηύθυνε εντολή για την ανάκτηση της ενισχύσεως που φέρεται ότι χορηγήθηκε μεταξύ της 3ης Φεβρουαρίου 2002 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 βάσει της ισχύουσας στην Ιταλία απαλλαγής, ενώ είχε επιτραπεί στην Ιταλική Δημοκρατία να εφαρμόσει την εν λόγω απαλλαγή με τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224.

55      Στην υπόθεση T‑62/06 RENV, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Eurallumina προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου, την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων της Ένωσης και την αρχή «lex specialis derogat legi generali», με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χορηγηθείσα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και ισχύουσα στην Ιταλία απαλλαγή ήταν εν μέρει ασύμβατη προς την κοινή αγορά, υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ενώ η εν λόγω απαλλαγή είχε χορηγηθεί βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις. Εξάλλου, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Eurallumina προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που απηύθυνε εντολή για την ανάκτηση της ενισχύσεως που φέρεται ότι χορηγήθηκε μεταξύ της 3ης Φεβρουαρίου 2002 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 βάσει της ισχύουσας στην Ιταλία απαλλαγής, χωρίς να λάβει υπόψη ότι είχε επιτραπεί στην Ιταλική Δημοκρατία να εφαρμόσει την εν λόγω απαλλαγή με τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224.

56      Στην υπόθεση T‑69/06 RENV, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η AAL προσάπτει, ιδίως, στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου, την αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων της Ένωσης και την αρχή «lex specialis derogat legi generali», καθώς και ότι ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χορηγηθείσα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και ισχύουσα στην Ιρλανδία απαλλαγή ήταν εν μέρει ασύμβατη προς την κοινή αγορά, υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ενώ η εν λόγω απαλλαγή είχε χορηγηθεί βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις. Επιπλέον, με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η AAL προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου, την αρχή της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας και την αρχή της χρηστής διοικήσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που εφάρμοσε τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων στην ισχύουσα εντός της Ιρλανδίας απαλλαγή πολύ μετά το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβε γνώση της εν λόγω απαλλαγής. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η AAL υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε, ιδίως, την αρχή της ασφαλείας δικαίου καθόσον εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απηύθυνε εντολή για την ανάκτηση της ενισχύσεως που φέρεται ότι είχε χορηγηθεί στην εν λόγω εταιρία μεταξύ της 3ης Φεβρουαρίου 2002 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 βάσει της ισχύουσας στην Ιρλανδία απαλλαγής, ενώ είχε επιτραπεί στην Ιρλανδία να εφαρμόσει την εν λόγω απαλλαγή με τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224.

57      Στις υποθέσεις T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, η Επιτροπή αντικρούει το σύνολο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών και ζητεί την απόρριψη των λόγων ακυρώσεως και των αιτιάσεων που αντλούνται από παράνομη εφαρμογή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στις απαλλαγές που χορηγήθηκαν βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως και σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις.

58      Σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας, είναι σκόπιμο να εξετασθούν, πρώτον, οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που αντλούνται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου και/ή της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης. Με τους ως άνω λόγους ακυρώσεως και με τις ως άνω αιτιάσεις, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι, αποφασίζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι επίδικες απαλλαγές που χορηγήθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από τη Γαλλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και απευθύνοντας εντολή, στο μέτρο που οι ενισχύσεις αυτές ήσαν ασύμβατες προς την κοινή αγορά, για ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων από τους δικαιούχους τους, εκμηδένισε εν μέρει τα έννομα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224 και οι οποίες επέτρεψαν στα οικεία κράτη μέλη να εφαρμόσουν τις εν λόγω απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

59      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑475/01, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2004, σ. I‑8923, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Κατ’ εξαίρεση από την αρχή αυτή, οι πράξεις οι οποίες πάσχουν πλημμέλεια η σοβαρότητα της οποίας είναι τόσο πρόδηλη ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης πρέπει να θεωρούνται ότι δεν παρήγαγαν κανένα έννομο αποτέλεσμα, έστω προσωρινό, δηλαδή να θεωρούνται ως νομικώς ανυπόστατες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους επιταγών, τις οποίες πρέπει να τηρεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και του σεβασμού της νομιμότητας (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Η σοβαρότητα των συνεπειών που συνδέονται με την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της ασφαλείας δικαίου αποβλέπει στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπει το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, C‑305/00, Schulin, Συλλογή 2003, σ. I‑3525, σκέψη 58, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑199/03, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑8027, σκέψη 69). Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, ώστε να μην μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, T‑229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1689, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εντούτοις, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς η παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου αν το υποκείμενο δικαίου, του οποίου η πραγματική και νομική κατάσταση επηρεαζόταν από την επίμαχη πράξη, δεν τήρησε τις προϋποθέσεις που τέθηκαν με την πράξη αυτή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 1999, T‑37/97, Forges de Clabecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑859, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου επιτάσσει, επίσης, να πράττουν τα όργανα της Ένωσης, για λόγους αρχής, παν το δυνατόν για να αποφεύγονται οι ασυνέπειες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, και τούτο όλως ιδιαιτέρως στην περίπτωση που οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε έναν και τον αυτό σκοπό, όπως είναι η επικράτηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1993, C‑225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3203, σκέψεις 41 και 42, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2001, T‑156/98, RJB Mining κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑337, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Εξάλλου, στο μέτρο που οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως και οι υπό κρίση αιτιάσεις θέτουν το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ των κανόνων περί εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών, και ιδίως εκείνων που αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να υπομνηστούν τα ακόλουθα.

64      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το άρθρο 2 ΕΚ προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η αποστολή που ανατέθηκε στην Κοινότητα προϋπέθετε τη «δημιουργία κοινής αγοράς». Για τους σκοπούς του άρθρου 2 ΕΚ, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και ζ΄, ΕΚ προέβλεπε ότι η δράση της Κοινότητας περιελάμβανε, σύμφωνα με τους όρους και με το χρονοδιάγραμμα που προέβλεπε η Συνθήκη ΕΚ, «μια εσωτερική αγορά την οποία θα χαρακτηρίζει η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων» καθώς και «ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά».

65      Η Συνθήκη ΕΚ παρέσχε στην Κοινότητα μέσα δράσεως προοριζόμενα να εξαλείψουν διάφορα είδη στρεβλώσεων που έβλαπταν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

66      Το άρθρο 93 ΕΚ σκοπεί στην άμβλυνση των εμποδίων στις εμπορικές συναλλαγές τα οποία προκύπτουν από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών φορολογικών συστημάτων, ακόμη και όταν αυτά εφαρμόζονται κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 171/78, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 225, σκέψη 20). Το εν λόγω άρθρο προέβλεπε, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ότι «[τ]ο Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, [εξέδιδε] διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των λοιπών εμμέσων φόρων, στον βαθμό που η εναρμόνιση αυτή [ήταν] αναγκαία για να εξασφαλιστεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσα στην προθεσμία του άρθρου 14». Έτσι, δυνάμει του άρθρου 93 ΕΚ, το Συμβούλιο εξουσιοδοτήθηκε να προβεί σε προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης καθ’ ό μέτρο ήταν αναγκαίο για να εξασφαλισθεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, C‑166/98, Socridis, Συλλογή 1999, σ. I‑3791, σκέψη 25, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, Συλλογή 1999, σ. I‑3793, σημείο 53).

67      Από τις αιτιολογικές σκέψεις και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/81, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 93 ΕΚ, προκύπτει ότι σκοπός της είναι, μέσω της εναρμονίσεως των ειδικών φόρων καταναλώσεως που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, να υλοποιήσει την ελεύθερη κυκλοφορία των επιμάχων προϊόντων και, κατά τον τρόπο αυτόν, να προωθήσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑184/97, BP Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3145, σκέψη 61).

68      Επιπλέον, από την έκτη αιτιολογική σκέψη και από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 απορρέει ότι, στους τομείς που καλύπτονται από την εναρμόνιση των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, δεν είναι δυνατό να θεσπισθούν συμπληρωματικές απαλλαγές μονομερώς από τα κράτη μέλη, αλλά προς τούτο είναι αναγκαία η παρέμβαση του Συμβουλίου το οποίο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να επιτρέψει στα κράτη μέλη, για λόγους ειδικής πολιτικής, να εφαρμόσουν τέτοιες παρεκκλίσεις, όταν και επί όσο χρόνο τούτο είναι συμβατό προς την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

69      Έτσι, η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/81 προβλέπει «ότι ενδείκνυται να επιτραπεί στα κράτη μέλη η προαιρετική εφαρμογή ορισμένων άλλων εξαιρέσεων ή μειωμένων συντελεστών εντός του εδάφους τους, όταν αυτό δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού». Από την ως άνω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, στο σύνολό του, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που μπορούν να προκαλέσουν τα μέτρα εφαρμογής της διατάξεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογίαν, απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψη 62).

70      Τούτο επιβεβαιώνεται από την όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/81, στην οποία εκτίθεται ότι είναι αναγκαίο «να προβλεφθεί διαδικασία αναθεώρησης όλων των εξαιρέσεων ή μειωμένων συντελεστών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ώστε να παρακολουθείται η συνεχής δυνατότητά τους να συμβαδίζουν με την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς», καθώς και από το άρθρο 8, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας, εκ του οποίου απορρέει ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής, επανεξετάζει τις αποφάσεις του περί εγκρίσεως όταν η Επιτροπή κρίνει ότι οι επιτραπείσες απαλλαγές ή μειώσεις δεν μπορούν πλέον να διατηρηθούν, ιδίως για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού ή στρεβλώσεως της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

71      Οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που οφείλονται σε κρατικές ενισχύσεις εξετάζονται από την Επιτροπή στο πλαίσιο καθεστώτος προηγούμενης εγκρίσεως των ενισχύσεων από την Επιτροπή, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. Πράγματι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι κρατικές ενισχύσεις υπόκεινται σε μια διαδικασία υποχρεωτικής κοινοποιήσεως στην Επιτροπή. Η διαδικασία αυτή αφορά όλες τις κρατικές ενισχύσεις, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών ενισχύσεων. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους χωρίς την έγκριση της Επιτροπής. Η Επιτροπή εξετάζει τη συμβατότητα των ενισχύσεων προς την εσωτερική αγορά, όχι βάσει των μορφών που μπορούν να προσλάβουν, αλλά βάσει των αποτελεσμάτων τους. Πράγματι, η αρχή της ασυμβατότητας προς την εσωτερική αγορά, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 87 ΕΚ, εφαρμόζεται επί των ενισχύσεων «υπό οποιαδήποτε μορφή», και ιδίως επί ορισμένων φορολογικών μέτρων. Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τις ενισχύσεις ως προς τις οποίες η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είναι ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά. Όταν οι επίμαχες ενισχύσεις έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή, κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων, η κατάργησή τους συνεπάγεται κατ’ αρχήν ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να ανακτήσει τις ενισχύσεις αυτές από τους δικαιούχους τους.

72      Από τις σκέψεις 64 έως 71 ανωτέρω προκύπτει ότι οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε αυτοί οι οποίοι αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 93 ΕΚ και στην οδηγία 92/81, και οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 87 ΕΚ έως 89 ΕΚ, αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, ήτοι στην προώθηση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς διά της καταπολεμήσεως, ιδίως, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Λαμβανομένου υπόψη του κοινού σκοπού τους, η συνεπής εφαρμογή των διαφόρων αυτών κανόνων επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η έννοια της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού έχει το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο νόημα στον τομέα της εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, από τις σκέψεις 66 έως 70 ανωτέρω προκύπτει ότι οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε αυτοί οι οποίοι αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 93 ΕΚ και στην οδηγία 92/81, αναθέτουν ρητώς στα όργανα της Ένωσης, δηλαδή στην Επιτροπή, η οποία προτείνει, και στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, το καθήκον να εκτιμούν κατά πόσον υφίσταται τυχόν στρέβλωση του ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτρέψουν ή όχι σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόσει ή να εξακολουθήσει να εφαρμόζει μια απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, ή κατά πόσον υφίσταται τυχόν αθέμιτος ανταγωνισμός ή τυχόν στρέβλωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς που να δικαιολογούν την επανεξέταση μιας εγκρίσεως που έχει ήδη χορηγηθεί βάσει του τελευταίου αυτού άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81. Σε περίπτωση αρνητικής εκτιμήσεως επ’ αυτού, απόκειται στην Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο να μην επιτρέψει την απαλλαγή που ζητήθηκε ή, εφόσον ενδείκνυται, να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ήδη χορηγηθείσα έγκριση της απαλλαγής. Σε περίπτωση διαφορετικής εκτιμήσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, επ’ αυτού, η Επιτροπή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που αντλεί από το άρθρο 230 ΕΚ προκειμένου να ασκήσει, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου να επιτρέψει μια απαλλαγή ή να διατηρήσει μια ήδη χορηγηθείσα έγκριση απαλλαγής προκειμένου να ελεγχθεί η αντικειμενική έλλειψη κάθε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, κάθε αθέμιτου ανταγωνισμού ή κάθε στρεβλώσεως της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς που να προκαλείται από την εν λόγω απαλλαγή.

73      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έννοια της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τη συμπεριφορά ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 72). Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ κηρύσσει ασύμβατες με την εσωτερική αγορά, στο μέτρο που επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. Έτσι, η διάταξη αυτή αφορά τις αποφάσεις των κρατών μελών με τις οποίες τα τελευταία, στο πλαίσιο της επιδιώξεως των δικών τους οικονομικών και κοινωνικών στόχων, θέτουν, μέσω μονομερών και αυτοτελών αποφάσεων, στη διάθεση των επιχειρήσεων ή άλλων υποκειμένων δικαίου πόρους ή τους παρέχουν πλεονεκτήματα με σκοπό να ευνοηθεί η πραγματοποίηση των επιδιωκομένων οικονομικών ή κοινωνικών στόχων (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit italiana, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 605, σκέψη 31 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑351/02, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1047, σκέψη 100).

74      Εξ αυτού έπεται ότι για να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων ως ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, EK, πρέπει αυτά, μεταξύ άλλων, να μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑4397, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 101), λαμβανομένου υπόψη ότι το ζήτημα του καταλογισμού μιας ενισχύσεως σε ένα κράτος είναι διαφορετικό από το ζήτημα αν η ενίσχυση χορηγήθηκε μέσω κρατικών πόρων (βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75      Ακριβώς με γνώμονα τους κανόνες που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 59 έως 74 ανωτέρω πρέπει να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, ως εκ του ότι φέρεται ότι εξουδετέρωσε παρανόμως ορισμένα έννομα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, εφαρμόζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων στις επίδικες απαλλαγές που χορηγήθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003.

76      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Γαλλική Δημοκρατία στηρίχθηκαν στις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, προκειμένου να εφαρμόσουν ή να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, αντιστοίχως, στη Σαρδηνία, στην περιφέρεια Shannon και στην περιφέρεια Gardanne, τούτο δε προς όφελος της Eurallumina, της AAL και της Alcan. Συγκεκριμένα, όπως παρατηρήθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω, οι εν λόγω αποφάσεις περί εγκρίσεως αποτελούσαν αναγκαία προϋπόθεση για να μπορούν τα οικεία κράτη μέλη να χορηγούν συννόμως τις εν λόγω απαλλαγές. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δέχεται ότι «τα κράτη μέλη […] δικαιούνταν να βασιστούν στη διατύπωση των αποφάσεων 92/510/ΕΟΚ, 93/697/ΕΚ, 96/273/ΕΚ, 97/425/ΕΚ, 1999/255/ΕΚ, 1999/880/ΕΚ και 2001/224/ΕΚ».

77      Οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, επέτρεψαν, σαφώς και απεριφράστως, στην Ιταλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία και στη Γαλλική Δημοκρατία να εφαρμόσουν ή να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας, αντιστοίχως, στη Σαρδηνία, στην περιφέρεια Shannon και στην περιφέρεια Gardanne, κατ’ απώτατο χρονικό όριο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, υπό τη μόνη επιφύλαξη τυχόν προηγούμενης εξετάσεως εκ μέρους του Συμβουλίου, βάσει προτάσεως της Επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Στον βαθμό που συνοδεύονταν από ορισμένες περιοριστικές προϋποθέσεις γεωγραφικής και χρονικής φύσεως, οι ως άνω αποφάσεις είχαν δεσμευτική ισχύ έναντι των οικείων κρατών μελών, γεγονός το οποίο έλαβε υπόψη, εξάλλου, η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 17 και 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

78      Δεν αμφισβητείται ότι η Ιταλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Γαλλική Δημοκρατία συμμορφώθηκαν πλήρως προς τις περιοριστικές προϋποθέσεις γεωγραφικής και χρονικής φύσεως που τέθηκαν με τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως. Τα εν λόγω κράτη μέλη εφάρμοσαν ή εξακολούθησαν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές μόνο στις περιφέρειες που μνημονεύονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, ήτοι, αντιστοίχως, στη Σαρδηνία, στην περιφέρεια Shannon και στην περιφέρεια Gardanne. Επιπλέον, τα εν λόγω κράτη μέλη χορήγησαν τις επίδικες απαλλαγές κατά την περίοδο στην οποία οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως παρήγαν τα αποτελέσματά τους, ήτοι κατά την περίοδο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

79      Βεβαίως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως αποτελούσαν αναγκαία, αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για να μπορούν τα οικεία κράτη μέλη να χορηγήσουν τις επίδικες απαλλαγές. Κατά την Επιτροπή, οι ως άνω αποφάσεις δεν απέκλειαν τη δυνατότητα, σε περίπτωση που οι επίδικες απαλλαγές αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, κοινοποιήσεως των εν λόγω απαλλαγών στην Επιτροπή και εγκρίσεώς τους από αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ. Το γεγονός ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως τελούσαν υπό την αίρεση τυχόν μεταγενέστερης εφαρμογής των διαδικασιών και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, επιβεβαιώνεται από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2001/224, η οποία αναφέρεται ρητώς στην ενδεχόμενη κίνηση διαδικασιών και στην ενδεχόμενη λήψη αποφάσεων εκ μέρους της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ.

80      Συναφώς, αφενός, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε στην αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις προγενέστερες της αποφάσεως 2001/224 αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως «δεν αναφέρεται πιθανή ασυμφωνία με τους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων ούτε γίνεται αναφορά σε υποχρέωση κοινοποίησης». Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο εξαρτούσε ρητώς τα παραγόμενα εκ των εν λόγω αποφάσεων αποτελέσματα από την κοινοποίηση, εκ μέρους των οικείων κρατών μελών, των επιδίκων απαλλαγών στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ, και από την έκδοση, εκ μέρους της τελευταίας, αποφάσεως περί μη προβολής αντιρρήσεων ή θετικής αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

81      Αφετέρου, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, όπως παρατέθηκε εν μέρει στη σκέψη 15 ανωτέρω, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ρητή έκφραση της βουλήσεως του Συμβουλίου να εξαρτά τα αποτελέσματα της εκ μέρους του εγκρίσεως από την τήρηση, εκ μέρους των οικείων κρατών μελών, της υποχρεώσεώς τους να κοινοποιήσουν τις επίδικες απαλλαγές στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ, και από την έκδοση, εκ μέρους της Επιτροπής, αποφάσεως περί μη προβολής αντιρρήσεων ή θετικής αποφάσεως ως προς τις εν λόγω απαλλαγές, τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους.

82      Επισημαίνεται κυρίως ότι η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 5 της αποφάσεως 2001/224 αντικρούσθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, από το Συμβούλιο με την απάντησή του στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω). Κληθέν να λάβει θέση επί του ζητήματος αν μια εξέταση των επιδίκων απαλλαγών υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, η οποία κατέληξε, όπως εν προκειμένω, σε μια αρνητική τελική απόφαση της Επιτροπής μπορούσε να θέσει πρόωρα τέρμα στις εν λόγω απαλλαγές, παρά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 της αποφάσεως 2001/224, κατά το οποίο επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία και στη Γαλλική Δημοκρατία να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, το Συμβούλιο απάντησε ότι, ελλείψει οποιασδήποτε ενέργειας της Επιτροπής είτε κατά την άσκηση των εξουσιών που αυτή αντλεί από το άρθρο 230 ΕΚ είτε με την εκ μέρους της υποβολή νέας προτάσεως δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας, «η απόφαση 2001/224 παρέμενε έγκυρη και επιτρεπόταν στα [οικεία] κράτη μέλη να στηριχθούν επί της εγκρίσεως που παρασχέθηκε με την εν λόγω απόφαση προκειμένου να διατηρήσουν σε ισχύ τις επίδικες απαλλαγές». Από την ως άνω απάντηση απορρέει ότι το Συμβούλιο δεν είχε τη βούληση να εξαρτά τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2001/224 από την ενδεχόμενη μεταγενέστερη κίνηση διαδικασιών και από την ενδεχόμενη μεταγενέστερη λήψη αποφάσεων εκ μέρους της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

83      Εν πάση περιπτώσει, η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 5 της αποφάσεως 2001/224 και της περιλαμβανόμενης στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφοράς στην ενδεχόμενη κίνηση διαδικασιών και στην ενδεχόμενη λήψη αποφάσεων δυνάμει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο μέτρο που θα κατέληγε, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, σε ασυνεπή εφαρμογή των κανόνων περί εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, η οποία θα ήταν αντίθετη προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου (βλ. σκέψη 62 ανωτέρω).

84      Πρώτον, η ως άνω ερμηνεία δεν καθιστά δυνατή τη συνεπή εφαρμογή των σχετικών εν προκειμένω κανόνων δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που, σύμφωνα με τους κανόνες που εκτέθηκαν στις σκέψεις 66 έως 68 ανωτέρω, οι διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, οι οποίες εκδόθηκαν με ομοφωνία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, στηρίζονταν σε μια κοινή εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής, κατά την οποία οι επίδικες απαλλαγές δεν προκαλούσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν παρεμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, πράγμα από το οποίο προέκυπτε ότι ένα από τα στοιχεία του ορισμού των κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, συγκεκριμένα το ότι αυτές συνεπάγονταν νόθευση του ανταγωνισμού, δεν συνέτρεχε εκ των προτέρων.

85      Η ως άνω κοινή εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής επιβεβαιώνεται από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 92/510, κατά την οποία «έχει γίνει αποδεκτό από την Επιτροπή και όλα τα άλλα κράτη μέλη ότι όλες αυτές οι απαλλαγές [...] δεν προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ούτε παρεμποδίζουν την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς», καθώς και από μια παρεμφερή παρατήρηση που εμφαίνεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 93/697 και της αποφάσεως 96/273.

86      Επιπλέον, η ως άνω εκτίμηση επιβεβαιώνεται από την απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (σκέψη 83), με την οποία το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι «η Επιτροπή είχε κρίνει, κατά την εκ μέρους του Συμβουλίου έκδοση των εγκρινουσών τις επίμαχες απαλλαγές αποφάσεων, ότι οι απαλλαγές αυτές δεν νόθευαν τον ανταγωνισμό και δεν παρεμπόδιζαν την άρτια λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».

87      Η ως άνω εκτίμηση επιβεβαιώνεται, επίσης, από το Συμβούλιο, με την απάντησή του στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), όπου το Συμβούλιο τονίζει ότι, «ενεργώντας βάσει των εξουσιών που του έχουν απονεμηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 93 ΕΚ, και, επομένως, αφού έλαβε υπόψη την απαίτηση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, επέτρεψε στα τρία οικεία κράτη μέλη, σε μια περίπτωση η οποία, όπως είχε περιέλθει σε γνώση του, περιελάμβανε τρεις συγκεκριμένους δικαιούχους και τρεις άλλους επιχειρηματικούς φορείς σε άλλα κράτη, οι οποίοι επίσης παρήγαν αλουμίνα, να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν [τις επίδικες απαλλαγές], των οποίων το περιεχόμενο, η έκταση και τα αποτελέσματα ήσαν απολύτως γνωστά τόσο [στο Συμβούλιο] όσο και στην Επιτροπή, μέχρι μια ορισμένη ημερομηνία».

88      Εξάλλου, σύμφωνα με την κοινή εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής, στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 97/425, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 1999/255, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 1999/880 καθώς και, με παραπλήσια διατύπωση, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 1999/255, έχει προβλεφθεί ότι «η Επιτροπή θα [επανεξέταζε], σε τακτά διαστήματα [...] τις απαλλαγές για να διασφαλίσει ότι συμβιβάζονται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και με τους άλλους στόχους της Συνθήκης [ΕΚ]».

89      Τέλος, η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τον χρόνο που οι αποφάσεις περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, εκδόθηκαν από το Συμβούλιο, το οποίο τις υιοθέτησε ομοφώνως κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, «[α]πό τη διατύπωση αυτή [προέκυπτε] ότι [απουσίαζε] ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις κρατικές ενισχύσεις όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 87 της Συνθήκης, και συγκεκριμένα η νόθευση του ανταγωνισμού».

90      Λαμβανομένης υπόψη της κοινής εκτιμήσεως του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία χρησίμευσε ως έρεισμα για όλες τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως και κατά την οποία οι επίδικες απαλλαγές δεν προκαλούσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν παρεμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, θα ήταν ασυνεπές να ερμηνευθεί η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2001/224 και η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφορά στην ενδεχόμενη κίνηση διαδικασιών και στην ενδεχόμενη λήψη αποφάσεων δυνάμει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ υπό την έννοια ότι το Συμβούλιο προετίθετο να εξαρτά τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2001/224 από την ενδεχόμενη κίνηση διαδικασιών και από την ενδεχόμενη λήψη αποφάσεων εκ μέρους της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Αντιθέτως, η ως άνω κοινή εκτίμηση συνάδει προς την αντίστροφη ερμηνεία, κατά την οποία το Συμβούλιο δεν εκδήλωσε την πρόθεση να εξαρτήσει τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2001/224 από την έκβαση ενδεχόμενων μεταγενέστερων διαδικασιών και ενδεχόμενων μεταγενέστερων αποφάσεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

91      Δεύτερον, η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία δεν καθιστά δυνατή τη συνεπή εφαρμογή των σχετικών εν προκειμένω κανόνων δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που η επιλεκτικότητα, σε περιφερειακό επίπεδο, των επιδίκων απαλλαγών αποτελούσε συνέπεια που απέρρεε ευθέως από τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, οι οποίες είχαν ορίσει τις περιοριστικές προϋποθέσεις εφαρμογής των επιδίκων απαλλαγών από γεωγραφικής απόψεως. Όπως επισήμανε η ίδια η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 17 και 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επίδικες απαλλαγές δεν μπορούσαν, όπως είχε προβλεφθεί στις επίμαχες εθνικές νομοθεσίες, να τύχουν εφαρμογής σε ολόκληρο το έδαφος των οικείων κρατών μελών, αλλά μόνο στις περιφέρειες που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι της αποφάσεως 2001/224, στο οποίο παρέπεμπε το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως, και, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εν λόγω απαλλαγές «ήταν περιφερειακά επιλεκτικές, διότι οι αποφάσεις [του Συμβουλίου περί εγκρίσεως] επέτρεπαν μόνο απαλλαγές σε ορισμένες περιοχές και οι ενδεχόμενοι επενδυτές που θα ενδιαφέρονταν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στην παραγωγή αλουμίνας σε άλλες περιοχές δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι θα τύχουν ανάλογης μεταχείρισης». Κατά συνέπεια, η επιλεκτικότητα, σε περιφερειακό επίπεδο, των μέτρων αυτών δεν μπορούσε, άνευ ετέρου, να καταλογισθεί στα οικεία κράτη μέλη, αλλά αποτελούσε συνέπεια απορρέουσα από τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως.

92      Λαμβανομένου υπόψη ότι η επιλεκτικότητα, σε περιφερειακό επίπεδο, των επιδίκων απαλλαγών δεν απέρρεε από μονομερείς και αυτοτελείς αποφάσεις των οικείων κρατών μελών, αλλά από τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, θα ήταν ασυνεπές να ερμηνευθεί η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2001/224 και η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφορά στην ενδεχόμενη κίνηση διαδικασιών και στην ενδεχόμενη λήψη αποφάσεων δυνάμει των άρθρων 87 EK και 88 ΕΚ υπό την έννοια ότι το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να εξαρτήσει τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2001/224 από την ενδεχόμενη κίνηση διαδικασιών και από την ενδεχόμενη λήψη αποφάσεων εκ μέρους της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Αντιθέτως, το γεγονός αυτό συνηγορεί υπέρ της αντίστροφης ερμηνείας, κατά την οποία το Συμβούλιο δεν είχε την πρόθεση να εξαρτήσει τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2001/224 από την έκβαση ενδεχόμενων μεταγενέστερων διαδικασιών και ενδεχόμενων μεταγενέστερων αποφάσεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

93      Τρίτον, η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία δεν καθιστά δυνατή τη συνεπή εφαρμογή των σχετικών εν προκειμένω κανόνων δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που η μη τήρηση εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκ μέρους της Ιρλανδίας και εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας του ελάχιστου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθορίστηκε με την οδηγία 92/82 και ο οποίος, για την υπό εξέταση περίοδο, ανερχόταν σε 13 ευρώ ανά 1 000 kg, ήταν σύμφωνη προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224 και οι οποίες επέτρεπαν στα οικεία κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Όπως επισήμανε η ίδια η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «και στις τρεις περιπτώσεις [των απαλλαγών που επιτράπηκαν από το Συμβούλιο] επρόκειτο για πλήρεις απαλλαγές». Έτσι, οι ως άνω απαλλαγές διακρίνονταν από τις μειώσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή από την επιβολή διαφοροποιημένων συντελεστών ειδικού φόρου κατανάλωσης που είχαν επιτραπεί δυνάμει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι οι επιβαλλόμενοι συντελεστές έπρεπε να τηρούν τις προβλεπόμενες από την οδηγία 92/82 υποχρεώσεις, και ιδίως τους ελάχιστους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθορίστηκαν με την εν λόγω οδηγία. Κατά συνέπεια, η μη καταβολή από την Eurallumina, από την AAL και από την Alcan, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ειδικού φόρου κατανάλωσης που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στον ελάχιστο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθορίστηκε με την οδηγία 92/82 και ο οποίος ανερχόταν, για την υπό εξέταση περίοδο, σε 13 ευρώ ανά 1 000 kg, πρέπει να καταλογισθεί στις αποφάσεις του Συμβουλίου με τις οποίες επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία και στη Γαλλική Δημοκρατία να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν, μέχρι την ημερομηνία αυτή, πλήρεις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας, αντιστοίχως, στη Σαρδηνία, στην περιφέρεια Shannon και στην περιφέρεια Gardanne.

94      Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των μέτρων που το Συμβούλιο είχε εγκρίνει, δηλαδή πλήρεις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αντί για μειώσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης που να τηρούν τον ελάχιστο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθορίστηκε με την οδηγία 92/82, θα ήταν παράδοξο, με την αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο εξέφρασε τη βούλησή του να εξαρτήσει τα αποτελέσματα της εν λόγω αποφάσεως από μια μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία τα οικεία κράτη μέλη μπορούσαν να εφαρμόζουν νομίμως μόνο μειώσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιβαλλόμενοι συντελεστές θα τηρούσαν τον ελάχιστο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης ύψους 13 ευρώ ανά 1 000 kg, που καθορίστηκε με την οδηγία 92/82 (βλ. αιτιολογική σκέψη 76 και άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, η φύση των μέτρων που εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο συνάδει προς την αντίστροφη ερμηνεία, κατά την οποία το Συμβούλιο δεν είχε την πρόθεση να εξαρτήσει τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2001/224 από την έκβαση ενδεχόμενων μεταγενέστερων διαδικασιών και ενδεχόμενων μεταγενέστερων αποφάσεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

95      Από τις σκέψεις 83 έως 94 ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224 και η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφορά στην ενδεχόμενη κίνηση διαδικασιών και στην ενδεχόμενη λήψη αποφάσεων εκ μέρους της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ δεν μπορούν, όπως υποστηρίχθηκε από την Επιτροπή, να αφορούν περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μειώσεις του συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ενεργώντας απλώς σε πλήρη συμμόρφωση με μια έγκριση που χορηγήθηκε από ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψεις 15, 16, 24 και 25, και της 15ης Ιουλίου 2010, C‑582/08, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2010, σ. Ι‑7195, σκέψεις 47 έως 52). Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία θα έθιγε την επιτακτική αρχή της εξασφαλίσεως της συνεπούς εφαρμογής των σχετικών εν προκειμένω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, κάτι το οποίο επιβάλλει η αρχή της ασφαλείας δικαίου (σκέψη 62 ανωτέρω). Επομένως, η ως άνω αιτιολογική σκέψη και η ως άνω αναφορά αφορούν, κατ’ αρχήν, περιπτώσεις οι οποίες είναι διαφορετικές από αυτές της προκειμένης υποθέσεως και στις οποίες τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μειώσεις του συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές από τον συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης χρησιμοποιώντας ένα περιθώριο εκτιμήσεως που επιφυλάχθηκε υπέρ των εν λόγω κρατών μελών δυνάμει του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 113· βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Socridis, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψεις 19 και 20) ή μη τηρώντας τις προϋποθέσεις που προβλέπονται ρητώς από το εν λόγω δίκαιο προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως είναι οι ελάχιστοι συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθορίζονται στην οδηγία 92/82.

96      Επομένως, η Επιτροπή αβασίμως υποστηρίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Γαλλική Δημοκρατία, εξακολουθώντας να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές κατά την περίοδο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, παρέβλεψαν μια προϋπόθεση η οποία τέθηκε με τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, συμπεριλαμβανομένης της αποφάσεως 2001/224, και η οποία εξαρτούσε τα παραγόμενα από τις εν λόγω αποφάσεις αποτελέσματα από την έκβαση ενδεχόμενων μεταγενέστερων διαδικασιών και ενδεχόμενων μεταγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

97      Συνεπώς, το σύνολο των προϋποθέσεων που τέθηκαν με τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, τηρήθηκαν από τα οικεία κράτη μέλη, οπότε τα τελευταία αυτά κράτη μέλη χορήγησαν τις επίδικες απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 στηριζόμενα όχι μόνο στις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, αλλά και ενεργώντας απλώς σε πλήρη συμμόρφωση προς τις προϋποθέσεις που καθορίστηκαν από τις εν λόγω αποφάσεις.

98      Επιπλέον, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, δεν μπορούσαν να έχουν, εν πάση περιπτώσει, ως αποτέλεσμα να απαλλάξουν την Ιταλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και τη Γαλλική Δημοκρατία από την υποχρέωσή τους να τηρούν τις διαδικασίες και τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε, κατά την άσκηση των δικών του αρμοδιοτήτων στον τομέα της φορολογικής εναρμονίσεως, να σφετερισθεί την οιονεί αποκλειστική αρμοδιότητά της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω, τα πλεονεκτήματα που οι επίδικες απαλλαγές είχαν ενδεχομένως παράσχει στους δικαιούχους τους, προκειμένου να είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, έπρεπε να είναι αποτέλεσμα μιας αυτοτελούς και μονομερούς αποφάσεως των οικείων κρατών μελών. Πάντως, εν προκειμένω, τα τελευταία αυτά κράτη είχαν χορηγήσει τα επίδικα πλεονεκτήματα στηριζόμενα στις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και τηρώντας το σύνολο των προϋποθέσεων που τέθηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις. Όπως ορθώς παρατήρησαν οι προσφεύγουσες, με τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα εν λόγω πλεονεκτήματα έπρεπε, ως εκ τούτου, να καταλογισθούν στην Ένωση, η οποία, μέσω ενός από τα θεσμικά όργανά της, είχε επιτρέψει στην Ιταλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία και στη Γαλλική Δημοκρατία να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 λαμβάνοντας υπόψη ότι, ιδίως, οι απαλλαγές αυτές δεν προκαλούσαν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

99      Συνεπώς, επί όσο χρόνο οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, ήσαν σε ισχύ χωρίς να έχουν τροποποιηθεί από το Συμβούλιο ή να έχουν ακυρωθεί από τον δικαστή της Ένωσης, η Επιτροπή δεν μπορούσε, ιδίως στο πλαίσιο ασκήσεως των οιονεί αποκλειστικών εξουσιών που αντλούσε από τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, να προβεί στον χαρακτηρισμό των επιδίκων απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επιπλέον, στο μέτρο που οι προβλεπόμενες από το άρθρο 88 ΕΚ διαδικαστικές υποχρεώσεις απέρρεαν από τον χαρακτηρισμό των σχετικών μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή αβασίμως προσήπτε στα οικεία κράτη μέλη ότι δεν της κοινοποίησαν τις επίδικες απαλλαγές που είχαν χορηγήσει, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και τηρουμένων των προϋποθέσεων που είχαν τεθεί με τις εν λόγω αποφάσεις.

100    Η Επιτροπή, ενώ υπείχε ένα τέτοιο καθήκον (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω), ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διέθετε προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή την τροποποίηση των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, ή προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση των ίδιων αποφάσεων ή την κήρυξη ως ανίσχυρης της οδηγίας 92/81, στο σύνολό της ή μόνον του άρθρου 8, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας. Η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε, στην αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν θα ανέμενε κανείς από [αυτήν] να υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις για έγκριση εθνικών μέτρων τα οποία ενδέχεται να μην συμβιβάζονται με άλλες διατάξεις της Συνθήκης χωρίς μάλιστα να επισημαίνει το ενδεχόμενο αυτό, ιδίως όταν οι προτάσεις αφορούν πολύ συγκεκριμένο θέμα και μικρό αριθμό δικαιούχων, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, και όταν οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν στην αποφυγή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας» ούτε «ότι [αυτή] θα πρότεινε στο Συμβούλιο την έγκριση της παράτασης υφιστάμενης απαλλαγής, σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρούσε ότι οποιαδήποτε ενίσχυση στην υπάρχουσα απαλλαγή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά». Ομοίως, δεν θα ανέμενε κανείς ότι, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που υπέχει η Επιτροπή να εξασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων σε σχέση με τις λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ισχύουν για τις επίδικες απαλλαγές (σκέψη 61 ανωτέρω), το εν λόγω θεσμικό όργανο, στην περίπτωση που εκτιμούσε ότι ορισμένα αποτελέσματα, τα οποία παρήγαγαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως ή η οδηγία 92/81, ήσαν ασύμβατα προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, θα απείχε από την άσκηση των εξουσιών του προκειμένου να επιτύχει την τροποποίηση ή τη μερική ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων ή την κήρυξη ως ανίσχυρης της διατάξεως του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, βάσει της οποίας είχαν εκδοθεί οι ίδιες αποφάσεις.

101    Το γεγονός ότι οι επίδικες απαλλαγές δεν μπορούσαν, εν προκειμένω, να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν απέκλειε ότι οι εν λόγω απαλλαγές εξακολουθούσαν να διέπονται από το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, οπότε μπορούσαν να υπόκεινται, ενδεχομένως, σε «διαδικασίες οι οποίες αφορούν τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς», όπως προέβλεπε η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224. Έτσι, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1 της αποφάσεως 2001/224 επιβεβαιώνει ότι η έγκριση που χορηγήθηκε από το Συμβούλιο έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2006, «[μ]ε την επιφύλαξη προηγούμενης εξέτασης από το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής», σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι, επί του ερείσματος αυτού, η Επιτροπή ουδέποτε υπέβαλε στο Συμβούλιο σχετική πρόταση, στηριζόμενη στην εκτίμηση ότι οι επίδικες απαλλαγές δεν μπορούσαν, πλέον, να διατηρηθούν σε ισχύ, ιδίως για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού ή στρεβλώσεως της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

102    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έκανε χρήση των εξουσιών που αντλούσε από το άρθρο 230 ΕΚ προκειμένου να ζητήσει την ακύρωση της μίας ή της άλλης εκ των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, με το αιτιολογικό ότι η μία ή η άλλη εκ των αποφάσεων αυτών έπασχε από πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την αντικειμενική έλλειψη κάθε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, κάθε αθέμιτου ανταγωνισμού ή κάθε στρεβλώσεως της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς που να προκαλείται από τις επίδικες απαλλαγές. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν προέβαλε, βάσει του άρθρου 241 ΕΚ (νυν άρθρου 277 ΣΛΕΕ), ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της οδηγίας 92/81, στο σύνολό της ή μόνον του άρθρου 8, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, ούτε οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως ούτε η οδηγία 92/81 ακυρώθηκαν, εν όλω ή εν μέρει ή κηρύχθηκαν ανίσχυρες από τον δικαστή της Ένωσης.

103    Τέλος, η Επιτροπή ουδέποτε υποστήριξε, ακόμη και με τα δικόγραφά της στις υπό κρίση υποθέσεις, ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, ή ότι η οδηγία 92/81, στο σύνολό της ή μόνον το άρθρο 8, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, έπρεπε να θεωρηθούν ως ανυπόστατες πράξεις ή έστω μόνον ότι οι εν λόγω πράξεις βαρύνονταν με έλλειψη νομιμότητας.

104    Συνεπώς, όπως ορθώς υποστήριξε το Συμβούλιο απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), κατά τον χρόνο που η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η απόφαση 2001/224 υφίστατο και παρέμενε σε ισχύ. Υπέρ της τελευταίας αυτής αποφάσεως, των προηγηθεισών αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως καθώς και της οδηγίας 92/81, ιδίως δε του άρθρου της 8, παράγραφος 4, υφίστατο το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο ισχύει για κάθε πράξη της Ένωσης. Οι ανωτέρω πράξεις παρήγαγαν όλα τα έννομα αποτελέσματά τους. Κατά συνέπεια, είχε επιτραπεί στην Ιταλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία και στη Γαλλική Δημοκρατία να στηρίζονται επί των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, προκειμένου να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές, αντιστοίχως, στη Σαρδηνία, στην περιφέρεια Shannon και στην περιφέρεια Gardanne, ιδίως, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Οι ως άνω αποφάσεις παρεμπόδιζαν, κατ’ αρχήν, το ενδεχόμενο να καταλογίσει η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στα οικεία κράτη μέλη τις προαναφερθείσες επίδικες απαλλαγές και, ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο να χαρακτηρίσει η Επιτροπή τις εν λόγω απαλλαγές ως κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και το ενδεχόμενο να εντέλλεται η Επιτροπή τη μερική ανάκτησή τους, στον βαθμό που τις θεωρούσε ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

105    Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον θέτει ευθέως υπό αμφισβήτηση το κύρος των επιδίκων απαλλαγών που χορηγήθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από τη Γαλλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση, εμμέσως πλην σαφώς, το κύρος των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και των αποτελεσμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω αποφάσεις. Ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας δικαίου καθώς και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

106    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτοί, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, οι λόγοι ακυρώσεως ή οι αιτιάσεις που αντλούνται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου και/ή της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

107    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, την οποία προέβαλε η Eurallumina στην υπόθεση T‑62/06 RENV, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή δεν χορηγεί, αυτή καθαυτή, δικαιώματα σε ιδιώτες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, T‑196/99, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3597, σκέψη 43), εκτός αν αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων δικαιωμάτων (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3995, σκέψη 127, και της 13ης Νοεμβρίου 2008, T‑128/05, SPM κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 127).

108    Από τις προηγηθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, έθιξε, μεταξύ άλλων, τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης οι οποίες, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 20 και 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχαν χορηγηθεί από την Ιταλική Δημοκρατία στην Eurallumina, για το εργοστάσιό της στη Σαρδηνία, κατ’ εφαρμογήν της εγκρίσεως που χορηγήθηκε από το Συμβούλιο με την απόφαση 2001/224. Πάντως, επί όσο χρόνο οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/24, ήσαν σε ισχύ και ούτε είχαν τροποποιηθεί από το Συμβούλιο ούτε είχαν ακυρωθεί από τον δικαστή της Ένωσης, η αρχή της ασφαλείας δικαίου καθώς και η αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης απέκλειαν την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση, στο πλαίσιο ασκήσεως των οιονεί αποκλειστικών εξουσιών της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, απόφαση που να αντίκειται στα παραγόμενα από την απόφαση 2001/224 αποτελέσματα θέτοντας υπό αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων, τα συγκεκριμένα δικαιώματα που η Ιταλική Δημοκρατία είχε απονείμει στην Eurallumina κατ’ εφαρμογήν της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

109    Συνεπώς, η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να λάβει υπόψη τα συγκεκριμένα δικαιώματα τα οποία η Ιταλική Δημοκρατία είχε απονείμει στην Eurallumina κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2001/224 και τα οποία, ως αποτελέσματα απορρέοντα από την τελευταία αυτή απόφαση, προστατεύονταν, από νομικής απόψεως, δυνάμει της αρχής της ασφαλείας δικαίου και της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, παραβίασε και την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

110    Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως ή οι λοιπές αιτιάσεις που προέβαλαν η Ιρλανδία, στην υπόθεση T‑50/06 RENV, η AAL, στην υπόθεση T‑69/06 RENV, η Ιταλική Δημοκρατία, στην υπόθεση T‑60/06 RENV, η Eurallumina, στην υπόθεση T‑62/06 RENV και η Γαλλική Δημοκρατία, στην υπόθεση T‑56/06 RENV, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και στο μέτρο που με την απόφαση αυτή εντέλλονται η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης ανερχόμενο τουλάχιστον σε 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος πετρελαίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

111    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

112    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑69/06 R εξόδων, σύμφωνα με τα αιτήματα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία, στο μέτρο που η απόφαση αυτή διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και στο μέτρο που με την απόφασή αυτή απευθύνεται διαταγή στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία και στην Ιταλική Δημοκρατία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης ανερχόμενο τουλάχιστον σε 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος πετρελαίου.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιρλανδία, στην υπόθεση T‑50/06 RENV, η Γαλλική Δημοκρατία, στην υπόθεση T‑56/06 RENV, η Ιταλική Δημοκρατία, στην υπόθεση T‑60/06 RENV, η Eurallumina SpA, στην υπόθεση T‑62/06 RENV, και η Aughinish Alumina Ltd, στην υπόθεση T‑69/06 RENV, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑69/06 R εξόδων.

Pelikánová

Vadapalas

Jürimäe

O’Higgins

 

      Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαρτίου 2012.

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Αλουμίνα

Οι οδηγίες περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81

Η διοικητική διαδικασία

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Οι διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

Τα αιτήματα που προέβαλαν οι διάδικοι κατόπιν της αναπομπής

Σκεπτικό

Επί των αναγνωριστικού χαρακτήρα αιτημάτων της Eurallumina

Συνοπτική παράθεση των λόγων ακυρώσεως και των αιτιάσεων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες

Επί των λόγων ακυρώσεως και των αιτιάσεων που αντλούνται από παράνομη εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στις απαλλαγές που χορηγήθηκαν βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως και σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσες διαδικασίας: η αγγλική, η γαλλική και η ιταλική.