Language of document : ECLI:EU:C:2012:697

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 8ης Νοεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑275/11

GfBk Gesellschaft für Börsenkommunikation mbH

κατά

Finanzamt Bayreuth

[αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Φορολογία – ΦΠΑ – Οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Άρθρο 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6 – Φοροαπαλλαγή της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων – Οδηγία 85/611– Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) – Εταιρίες διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων – Έννοια της “διαχειρίσεως” – Εφαρμογή της απαλλαγής σε τρίτους διαχειριστές – “Συγκεκριμένη” δραστηριότητα η οποία συνιστά “ξεχωριστό σύνολο, εκτιμώμενο συνολικώς” – Επιβολή φόρου σε αθέμιτες εμπορικές δραστηριότητες – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας»





1.        Αποτελεί η δραστηριότητα παροχής επενδυτικών συμβουλών σε κινητές αξίες εκ μέρους τρίτου σε εταιρία διαχειρίσεως συλλογικών επενδύσεων «διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων» όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 13, μέρος Β, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (2) απαλλαγή από τον ΦΠΑ; Αυτό είναι, συνοπτικώς, το υποβληθέν από το Bundesfinanzhof ερώτημα στην παρούσα αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

2.        Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο θα έχει την ευκαιρία να εξετάσει μια πάγια μεν νομολογία, η οποία όμως ενέχει δυσχέρειες, σύμφωνα με την οποία οι απαλλαγές του άρθρου 13, μέρος Β, της έκτης οδηγίας (3) εφαρμόζονται σε υπηρεσίες παρεχόμενες από τρίτο διαχειριστή όταν αποτελούν «ένα ξεχωριστό σύνολο, εκτιμώμενο συνολικώς, και είναι συγκεκριμένες και ουσιώδεις για τη διαχείριση τέτοιων κεφαλαίων». Λόγω της γενικής διατυπώσεως του νομολογιακού αυτού κριτηρίου, η εφαρμογή του στην προκειμένη περίπτωση απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια ερμηνείας.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α –       Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Η έκτη οδηγία θέτει στο άρθρο 13, μέρος Β, διάφορες φοροαπαλλαγές, μεταξύ των οποίων πρέπει να τονίσω, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, τις εξής:

«[…] τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

[…]

δ)      τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

3. τις εργασίες, περιλαμβανομένων και των διαπραγματεύσεων, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές και εμβάσματα, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, εξαιρέσει της εισπράξεως απαιτήσεων·

[…]

5. τις εργασίες, περιλαμβανομένης και της διαπραγματεύσεως, αλλ’ εξαιρέσει της φυλάξεως και της διαχειρίσεως, οι οποίες αφορούν μετοχές και μερίδια εταιρειών ή ενώσεων, ομολογίες και λοιπούς τίτλους, εξαιρέσει:

–      τίτλων αντιπροσωπευόντων εμπορεύματα, και

–      δικαιωμάτων ή τίτλων αναφερομένων στο άρθρο 5, παράγραφος 3·

6. τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη·

[…]»

4.        Η οδηγία 85/611/ΕΟΚ, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ως ίσχυε κατά τα έτη 1999 και 2002, στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, καθορίζει τους οργανισμούς αυτούς ως εξής:

«2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2, ως ΟΣΕΚΑ νοούνται οι οργανισμοί:

–        που μοναδικό σκοπό έχουν να επενδύουν συλλογικά σε κινητές αξίες ή/και σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, τα κεφάλαια που συγκεντρώνουν από το κοινό, και των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων, και

–        των οποίων τα μερίδια, μετά από αίτηση των κομιστών, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, με στοιχεία του ενεργητικού των οργανισμών αυτών. Προς αυτές τις εξαγορές ή εξοφλήσεις εξομοιώνονται οι ενέργειες ενός ΟΣΕΚΑ που στοχεύουν στο να μην αποκλίνει αισθητά η χρηματιστηριακή τιμή των μεριδίων του από την καθαρή αξία του ενεργητικού τους.

3.      Οι οργανισμοί αυτοί μπορούν, σύμφωνα με τον νόμο, να λάβουν συμβατική μορφή (αμοιβαία κεφάλαια διαχειριζόμενα από εταιρία διαχείρισης) ή trust (“unit trust”) ή καταστατική μορφή (εταιρία επενδύσεων).»

5.        Το έτος 2002 εγκρίθηκε ευρεία αναθεώρηση της οδηγίας 85/611, η οποία τροποποίησε σε βάθος το καθεστώς των εταιριών διαχειρίσεως (4). Ως συνέπεια της τροποποιήσεως αυτής, το παράρτημα II καθορίζει τον όρο «διαχείριση» των αμοιβαίων κεφαλαίων και των εταιριών διαχειρίσεως και εκθέτει διάφορα παραδείγματα. Το νέο άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/611 παραπέμπει ρητώς στον ενδεικτικό κατάλογο των λειτουργιών του προαναφερθέντος παραρτήματος ως εξής:

«Η δραστηριότητα της διαχείρισης unit trusts/αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρειών επενδύσεων περιλαμβάνει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις λειτουργίες που αναφέρονται στο παράρτημα II, ο κατάλογος των οποίων είναι ενδεικτικός.»

6.        Το παράρτημα II έχει ως εξής:

«Λειτουργίες που περιλαμβάνονται στη δραστηριότητα της συλλογικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου:

–        Διαχείριση επενδύσεων

–        Διαχείριση:

α)      νομικές υπηρεσίες και υπηρεσίες λογιστικής διαχείρισης του αμοιβαίου κεφαλαίου,

β)      πληροφορίες πελατών,

γ)      αποτίμηση του χαρτοφυλακίου και καθορισμός της αξίας των μεριδίων (περιλαμβανομένων των φορολογικών θεμάτων),

δ)      έλεγχος της τήρησης των κανονιστικών διατάξεων,

ε)      τήρηση μητρώου μεριδιούχων,

στ)      διανομή εσόδων,

ζ)      εκδόσεις μεριδίων και εξαγορές,

η)      συμβατικοί διακανονισμοί (συμπεριλαμβανομένης της αποστολής πιστοποιητικών),

θ)      αρχείο.

–        Μάρκετινγκ.»

7.        Ως συνέπεια της μεταρρυθμίσεως του 2002, ο νομοθέτης της Ένωσης προσέθεσε επίσης στην οδηγία 85/611 το άρθρο 5η, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν σε εταιρίες διαχειρίσεως τη δυνατότητα να αναθέτουν σε τρίτους τη διεξαγωγή μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητές τους αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να διασφαλίζεται ότι η ανάθεση της διεξαγωγής των δραστηριοτήτων αυτών δεν εμποδίζει την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας επί της εταιρίας διαχειρίσεως και ότι οι δραστηριότητες διεξάγονται νομοτύπως.

II – Πραγματικά περιστατικά

8.        Η GfBk (Gesellschaft für Börsenkommunikation mbH) είναι γερμανική εταιρία με αντικείμενο τη μετάδοση χρηματιστηριακών πληροφοριών και συμβουλών, καθώς και την παροχή συμβουλών και εμπορία χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

9.        Το 1999, η GfBk συνήψε σύμβαση παροχής των υπηρεσιών της με εταιρία διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων (στο εξής: SGI). Ειδικότερα, η GfBk όφειλε να παρέχει συμβουλές στην SGI «κατά τη διαχείριση του κεφαλαίου», καθώς και να «παρέχει συμβουλές κατά την αγορά ή πώληση περιουσιακών στοιχείων, με συνεχή παρακολούθηση του κεφαλαίου». Η GfBk έπρεπε επίσης να «τηρεί την αρχή της διασποράς του κινδύνου, τους νομοθετικούς επενδυτικούς περιορισμούς […], καθώς και τους [...] επενδυτικούς όρους».

10.      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η αμοιβή της GfBk υπολογιζόταν σε ποσοστό της αξίας του αμοιβαίου κεφαλαίου.

11.      Μεταξύ 1999 και 2002, η GfBk παρείχε στη SGI συμβουλές αγοράς και πωλήσεως κινητών αξιών μέσω τηλεφώνου, τηλεομοιοτυπίας ή διαδικτύου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η GfBk δεν συνέτασσε εκτενείς εκθέσεις, αλλά συγκεκριμένες επενδυτικές συμβουλές τις οποίες η SGI ενέτασσε στο σύστημα εντολών της. Μετά τη διαβίβασή τους, οι συμβουλές αυτές αναλύονταν προκειμένου να εξακριβωθεί ότι δεν ήσαν αντίθετες σε νομοθετικούς περιορισμούς. Μετά τον έλεγχο αυτόν, η SGI εκτελούσε, συχνά εντός ολίγων λεπτών, την επενδυτική συμβουλή.

12.      Κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ των οικονομικών ετών 1999 και 2002, η γερμανική φορολογική αρχή έκρινε ότι οι παρασχεθείσες από την GfBk υπηρεσίες δεν αποτελούσαν «διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων» υπό την έννοια του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας. Η GfBk δεν συντάσσεται με την ερμηνεία αυτή και προσέβαλε τις σχετικές αποφάσεις ενώπιον του Bundesfinanzhof, το οποίο μας υποβάλλει το παρόν προδικαστικό ερώτημα.

III – Το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

13.      Με διάταξη την οποία κατέθεσε στις 5 Μαΐου 2011 ενώπιον του Δικαστηρίου, το Bundesfinanzhof υπέβαλε αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, υπό μορφή τριών δυνατών εναλλακτικών απαντήσεων:

«Είναι η υπηρεσία που παρέχει τρίτος διαχειριστής αμοιβαίου κεφαλαίου επαρκώς συγκεκριμένη και, συνεπώς, απαλλασσόμενη του φόρου, μόνον όταν

α)      αυτός ασκεί διαχειριστική και όχι μόνον συμβουλευτική δραστηριότητα ή όταν

β)      η υπηρεσία, ανάλογα με τη φύση της, διακρίνεται από άλλες υπηρεσίες λόγω μιας ιδιαιτερότητας χαρακτηριστικής για τη σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη φοροαπαλλαγή ή όταν

γ)      ο διαχειριστής δραστηριοποιείται βάσει αναθέσεως καθηκόντων κατά το άρθρο 5ζ της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, όπως η οδηγία αυτή έχει τροποποιηθεί;»

14.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η GfBk, η Γερμανική, η Λουξεμβουργιανή και η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

15.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2012, ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις η GfBk, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, αντιστοίχως.

IV – Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος

16.      Μολονότι το υποβληθέν από το Bundesfinanzhof ερώτημα έχει τη μορφή εναλλακτικών λύσεων, αντιλαμβάνομαι ότι αφορά μάλλον τα τρία επιχειρήματα τα οποία δύνανται να αντιταχθούν στην εφαρμογή της απαλλαγής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας στις υπηρεσίες παροχής εκ μέρους τρίτου διαχειριστή συμβουλών και πληροφοριών για επενδύσεις σε κινητές αξίες. Επομένως, το ζητούμενο από το Δικαστήριο είναι η εξέταση καθενός από τα εν λόγω επιχειρήματα προκειμένου να ερμηνευθεί ορθώς η προαναφερθείσα διάταξη.

 Α –       Η πρώτη περίπτωση: εφαρμογή της έννοιας «διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων» στις υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών κaι πληροφοριών τις οποίες παρέχει τρίτος διαχειριστής

17.      Με την πρώτη περίπτωση, το Bundesfinanzhof ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί ο χαρακτηρισμός της παρεχόμενης από την GfBk υπηρεσίας και, ειδικότερα, η συγκεκριμένη φύση της υπηρεσίας αυτής, προκειμένου να την χαρακτηρίσει ως «διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων» και, επομένως, ως απαλλασσόμενη υπηρεσία δυνάμει του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.

18.      Γεγονός είναι –και είναι η πρώτη παρατήρηση την οποία θεωρώ σκόπιμη– ότι ο κανόνας που εφαρμόζει το Δικαστήριο, κατά την εξέταση του κατά πόσον δραστηριότητα η οποία ανατίθεται σε τρίτον εμπίπτει στην προαναφερθείσα απαλλαγή, είναι σύνθετος. Όπως ανέφερα στην αρχή των προτάσεών μου, η δυσκολία της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται, συγκεκριμένα, στην εφαρμογή του νομολογιακού κριτηρίου, εφαρμοστέου σε περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που ανατίθενται σε τρίτον, σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να αποτελούν «ένα ξεχωριστό σύνολο, εξεταζόμενο συνολικώς, και να είναι συγκεκριμένες και ουσιώδεις για τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων» προκειμένου να απαλλάσσονται του ΦΠΑ.

19.      Συναφώς, όλα τα μέρη υποστήριξαν διαφορετικές απόψεις. Αφενός, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία και η Επιτροπή θεωρούν ότι η παροχή συμβουλών και πληροφοριών εκ μέρους της GfBk δεν είναι επαρκώς συγκεκριμένη και επαρκώς διακριτή. Αφετέρου, ηGfBk και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποστηρίζουν ότι η παροχή υπηρεσίας είναι συγκεκριμένη και πλήρης και θεωρούν ότι εμπίπτει στην απαλλαγή. Υπέρ της πρώτης απαντήσεως συνηγορεί κυρίως το γεγονός ότι η SGI φέρει την τελική ευθύνη λήψεως αποφάσεων, περιλαμβανομένης της νομικής ευθύνης. Επίσης, προβάλλεται το γεγονός ότι οι επενδυτικές συμβουλές αγοράς και πωλήσεως εκ μέρους της GfBk είναι απλώς ενδείξεις τις οποίες η SGI έχει την ευχέρεια να απορρίψει κατά το δοκούν. Η GfBk και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου επικαλούνται την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Abbey National (5), με την οποία έγινε δεκτό ότι ορισμένες υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν τρίτοι εμπίπτουν στην απαλλαγή του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.

20.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να εξετασθεί, κατά πρώτον, η συναφής νομολογία του Δικαστηρίου και, συγκεκριμένα, η προπαρατεθείσα απόφαση Abbey National, την οποία ανέφεραν πλειστάκις όλοι οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία.

1.      Η απόφαση Abbey National

21.      Η απόφαση Abbey National απάντησε σε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχει τρίτος διαχειριστής σε εταιρία επενδύσεων, οι οποίες συνίστανται, μεταξύ άλλων, στον υπολογισμό του ποσού των εσόδων και της τιμής των μεριδίων ή μετοχών του κεφαλαίου, στην εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, στην τήρηση λογιστικής, στην προετοιμασία των δηλώσεων για τη διανομή των εσόδων, στην παροχή πληροφοριών και τεκμηριώσεων για τους περιοδικούς λογαριασμούς και τις φορολογικές δηλώσεις, στατιστικές και τον ΦΠΑ, καθώς και την προετοιμασία της προβλέψεως των εσόδων (6). Όσον αφορά όλες αυτές τις ποικίλες υπηρεσίες, τις οποίες το Δικαστήριο περιέλαβε υπό τον τίτλο «διοικητική και λογιστική διαχείριση» (7), η απόφαση επιβεβαίωσε «κατ’ αρχήν» ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας (8).

22.      Για να καταλήξει στην κρίση αυτή, το Δικαστήριο βασίστηκε σε διάφορα στοιχεία, τα οποία ισχύουν επίσης για την υπό κρίση υπόθεση, όπως θα εκθέσω κατωτέρω.

23.      Πρώτον, η απόφαση Abbey National αφορά τη σκοπιμότητα της απαλλαγής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, η οποία είναι «να διευκολύνει τους μικρούς επενδυτές να επενδύουν σε τίτλους μέσω οργανισμών επενδύσεων» (9). Κατά συνέπεια, ο σκοπός της απαλλαγής είναι να διασφαλιστεί η φορολογική ουδετερότητα του φόρου μεταξύ των επενδυτών οι οποίοι προβαίνουν σε άμεσες επενδύσεις και των επενδυτών οι οποίοι προσφεύγουν σε συλλογικές επενδύσεις με τη διαμεσολάβηση εταιρίας διαχειρίσεως ή επενδύσεων (10).

24.      Δεύτερον, η προπαρατεθείσα απόφαση τονίζει ότι η «διαχείριση» αμοιβαίου κεφαλαίου, κατά την έννοια του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, δεν περιλαμβάνει μόνον τις λειτουργίες, αφεαυτές, δηλαδή τις σχετικές με διαχείριση χαρτοφυλακίου, αλλά και τις σχετικές με «διοίκηση οργανισμών συλλογικών επενδύσεων» (11). Για να καθορίσει ποιες υπηρεσίες «διοικήσεως» είναι επαρκώς συγκεκριμένες ώστε να εμπίπτουν την έννοια της «διαχειρίσεως» υπό την ακριβή έννοια του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί το παράρτημα II της οδηγίας 85/611. Κατά το Δικαστήριο, το παράρτημα «επισημαίνει», υπό τον τίτλο «Διοίκηση», ποιες υπηρεσίες τέτοιου είδους είναι επαρκώς συγκεκριμένες όσον αφορά την απαλλαγή του ΦΠΑ.

25.      Τρίτον, η απόφαση δεν δέχεται ότι η εν λόγω «διαχείριση» πρέπει να αφορά αποκλειστικώς ένα συγκεκριμένο υποκείμενο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο τονίζει ρητώς τίνι τρόπω η διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων κατά το άρθρο 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας «καθορίζεται σε σχέση με τη φύση των υπηρεσιών που παρέχονται και όχι βάσει του παρέχοντος την υπηρεσία ή του λήπτη αυτής» (12). Επομένως, και σύμφωνα με όσα έκρινε το Δικαστήριο σε προγενέστερες αποφάσεις σχετικά με άλλες απαλλαγές του προαναφερθέντος άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄ (13), τίποτα δεν αποκλείει την ανάλυση της «διαχειρίσεως» σε διάφορες διακριτές υπηρεσίες και τίποτα δεν εμποδίζει την παροχή ορισμένων υπηρεσιών από τρίτον διαχειριστή (14).

26.      Τέλος, στην απόφαση Abbey National γίνεται επίκληση της προγενέστερης νομολογίας σχετικά με το άρθρο 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, της έκτης οδηγίας, προς υπενθύμιση του ότι, εν πάση περιπτώσει, οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχει τρίτος διαχειριστής «πρέπει να αποτελούν ένα ξεχωριστό σύνολο, εξεταζόμενο συνολικώς, και να είναι συγκεκριμένες και ουσιώδεις για την παροχή της περιγραφόμενης στο σημείο 6 υπηρεσίας», ήτοι, τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων.

27.      Το κριτήριο αυτό δεν αναπτύσσεται περισσότερο στην απόφαση Abbey National, ούτε σε άλλες αποφάσεις σχετικά με τις λοιπές απαλλαγές του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, της έκτης οδηγίας. Ωστόσο, από τις αποφάσεις αυτές προκύπτουν ορισμένες παράμετροι βάσει των οποίων Δικαστήριο έκρινε σε κάθε υπόθεση. Οι παράμετροι αυτές, οι οποίες δύνανται να είναι σαφέστερες από τον κανόνα ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες πρέπει να είναι συγκεκριμένες και διακριτές, είναι οι εξής: η παρεχόμενη από τρίτον υπηρεσία πρέπει να συνδέεται εγγενώς με την υπηρεσία την οποία παρέχει η εταιρία διαχειρίσεως ή επενδύσεων, καθώς και να έχει σημαντική αυτονομία όσον αφορά το περιεχόμενό της. Επίσης, η ανατιθέμενη σε τρίτον υπηρεσία πρέπει να είναι συνεχής ή, τουλάχιστον, να είναι προβλέψιμη. Αντιθέτως, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ανατιθέμενη σε τρίτον υπηρεσία προκαλεί μεταβολή στη νομική ή οικονομική κατάσταση της εταιρίας προς την οποία παρέχεται η εν λόγω υπηρεσία.

28.      Ας δούμε τώρα αν οι παράμετροι αυτές, όπως προκύπτουν από τη μέχρι τούδε νομολογία, πληρούνται εν προκειμένω.

2.      Η δραστηριότητα παροχής επενδυτικών συμβουλών, υπό το πρίσμα της νομολογίας

29.      Το συγκεκριμένο ζήτημα περί του οποίου μας ερωτά το Bundesfinanzhof αφορά το κατά πόσον η δραστηριότητα της GfBk δύναται να ανατεθεί σε τρίτον και κατά πόσον, στην περίπτωση αυτή, δύναται να τύχει της απαλλαγής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, της έκτης οδηγίας. Προς τούτο, υπενθυμίζεται, όπως είδαμε μετά την ανάλυση της αποφάσεως Abbey National, ότι οι ανατεθείσες σε τρίτον υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται σε εταιρία διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων εμπίπτουν στην απαλλαγή. Η επιβληθείσα από το Δικαστήριο προϋπόθεση είναι να αποτελούν οι εν λόγω υπηρεσίες «ένα ξεχωριστό σύνολο, εξεταζόμενο συνολικώς, και να [είναι] συγκεκριμένες και ουσιώδεις για τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων».

30.      Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 27 των προτάσεων αυτών, για την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου πρέπει να δοθεί προσοχή σε διάφορα χαρακτηριστικά. Θα τα εξετάσω ένα προς ένα, καθώς και ορισμένα επιχειρήματα προβληθέντα από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή, για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι, κατ’ αρχήν, και με την επιφύλαξη ορισμένων εκτιμήσεων περί των πραγματικών περιστατικών που απόκεινται στο αιτούν δικαστήριο, οι παρεχόμενες από την GfBk υπηρεσίες πληρούν τις προϋποθέσεις του κριτηρίου κατά το οποίο πρέπει να είναι συγκεκριμένες και διακριτές.

 α)     Εγγενής σχέση της παρεχόμενης υπηρεσίας με τη δραστηριότητα διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων

31.      Η επιβαλλόμενη με την απόφαση Abbey National απαίτηση να είναι συγκεκριμένες και πλήρεις οι παρεχόμενες υπηρεσίες προϋποθέτει εγγενή σχέση μεταξύ υπηρεσίας και της δραστηριότητας σχετικά με αμοιβαία κεφάλαια. Τελικώς, πρέπει να εξατομικευθεί η παροχή υπηρεσιών οι οποίες χαρακτηρίζουν τα αμοιβαία κεφάλαια και τα διαφοροποιούν από την άποψη αυτή από λοιπές οικονομικές δραστηριότητες. Ως απλό παράδειγμα, ο υπολογισμός των μεριδίων και μετοχών των αμοιβαίων κεφαλαίων, ή η πρόταση αγοράς ή πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, είναι δραστηριότητα που χαρακτηρίζει αμοιβαία κεφάλαια, αλλά δεν ισχύει το αυτό για κατασκευαστική εταιρία. Προδήλως, τίποτα δεν εμποδίζει κατασκευαστική εταιρία να πραγματοποιεί δραστηριότητες χρηματοοικονομικών επενδύσεων, αλλά δεν πρόκειται για χαρακτηριστικές ή τυπικές δραστηριότητες και –υπό αυτή την έννοια– ιδιαίτερες δραστηριότητες του εμπορικού τομέα των κατασκευών.

32.      Αντιθέτως, υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως για ομάδες πληροφορικής ή μάλιστα, όπως τόνισαν ορισμένα κράτη μέλη και η Επιτροπή, υπηρεσία καθαρισμού μπορούν να παρέχονται αδιακρίτως σε εταιρία διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων ή σε επιχείρηση του κατασκευαστικού τομέα, χωρίς να μπορεί να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για συγκεκριμένη υπηρεσία κανενός από τους δύο αυτούς εμπορικούς τομείς. Πρόκειται λοιπόν για υπηρεσίες, ούτως ειπείν, ουδέτερες ή ανταλλάξιμες από απόψεως του περιεχομένου τους, εφόσον δύνανται να παρέχονται αδιακρίτως στις μεν και στις δε εταιρίες.

33.      Στην περίπτωση υπηρεσιών παροχής συμβουλών και πληροφοριών σχετικά με αυστηρή διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων ή με την αγορά και πώληση στοιχείων του ενεργητικού, είναι σαφές ότι πρόκειται για χαρακτηριστική δραστηριότητα αμοιβαίων κεφαλαίων. Η GfBk προβαίνει σε συστάσεις αφορώσες δραστηριότητες τις οποίες μπορεί μεταγενέστερα να αναπτύξει η SGI, αλλά υπό την ιδιότητά της, δηλαδή, ως υπεύθυνης της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων. Επομένως, ευρισκόμεθα ενώπιον ιδιαιτέρως χαρακτηριστικών υπηρεσιών των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, οι οποίοι, κατά την οδηγία 85/611, έχουν ως μοναδικό σκοπό «να επενδύσουν συλλογικά σε κινητές αξίες [και/ή] κεφάλαια που συγκεντρώνουν από το κοινό […]» (15).

34.      Οι περιστάσεις στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση Abbey National συμβάλλουν, επίσης, στην επιβεβαίωση ότι η πραγματοποιούμενη από την GfBk δραστηριότητα είναι συγκεκριμένη. Εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δραστηριότητες διοικητικής και λογιστικής διαχειρίσεως ενέχουν συγκεκριμένο χαρακτήρα όσον αφορά την απαλλαγή του προαναφερθέντος άρθρου 13, η ίδια απάντηση πρέπει να δοθεί ως προς δραστηριότητα συνδεόμενη στενώς με τον πυρήνα της δραστηριότητας αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως είναι η επεξεργασία των πληροφοριών με σκοπό τις επενδύσεις σε κινητές αξίες. Στον βαθμό κατά τον οποίο οι δραστηριότητες διοικητικής διαχειρίσεως, όπως η τήρηση λογιστικής, ο υπολογισμός των εσόδων και της τιμής των μεριδίων και μετοχών των αμοιβαίων κεφαλαίων, ή η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, συνιστούν ξεχωριστό σύνολο και είναι συγκεκριμένες, a fortiori θεωρώ ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ισχύει επίσης για τοσούτω μάλλον συγκεκριμένη υπηρεσία, όπως η υπηρεσία παροχής συμβουλών και πληροφοριών για τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων ή την αγορά και πώληση περιουσιακών στοιχείων.

35.      Στον ισχυρισμό αυτό μπορεί να αντιταχθεί, όπως έπραξε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι οι δραστηριότητες παροχής συμβουλών και πληροφοριών δεν απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας 85/611. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευοδωθεί, εφόσον η οδηγία 85/611, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, τονίζει ότι η απαρίθμηση του παραρτήματος αυτού «δεν είναι εξαντλητική». Η γενική εισαγγελέας J. Kokott, στις προτάσεις τις οποίες ανέπτυξε στην υπόθεση Abbey National, το εξέφρασε σαφέστατα κρίνοντας ότι «οι έννοιες του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 85/611 δεν αποτελούν ορισμούς των υπηρεσιών διαχειρίσεως ενός αμοιβαίου κεφαλαίου, αλλά περιγραφή των τυπικών καθηκόντων της εταιρίας διαχειρίσεως» (16). Συνεπώς, δεδομένου του κυρίως ενδεικτικού χαρακτήρα του παραρτήματος αυτού, το γεγονός ότι οι παρεχόμενες από την GfBk υπηρεσίες δεν απαριθμούνται ρητώς στο προαναφερθέν παράρτημα δεν εμποδίζει να περιλαμβάνονται στην κατηγορία των συγκεκριμένων υπηρεσιών οι οποίες εμπίπτουν στις δραστηριότητες «διαχειρίσεως» αμοιβαίων κεφαλαίων.

 β)     Αυτονομία της υπηρεσίας σε σχέση με τη δραστηριότητα διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων

36.      Ο υπό εξέταση νομολογιακός κανόνας του ξεχωριστού συνόλου συγκεκριμένων υπηρεσιών αφορά επίσης την αυτονομία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ήτοι, την ικανότητα αναλήψεως της ευθύνης παροχής υπηρεσιών επαρκώς καθορισμένων ώστε να μην συγχέονται με άλλες υπηρεσίες τις οποίες παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας. Μέχρι ενός σημείου, η προϋπόθεση αυτή αφορά τον καθοριστικό χαρακτήρα της υπηρεσίας και εξ αυτού το Δικαστήριο χρησιμοποίησε, σε διάφορες περιπτώσεις, το επίθετο «ουσιώδης» αναφερόμενο στην απαίτηση να είναι η υπηρεσία «ξεχωριστό σύνολο, εξεταζόμενο συνολικώς» (17).

37.      Συνεπώς, υπηρεσία αποτελούσα ένα «ξεχωριστό σύνολο, εξεταζόμενο συνολικώς» είναι αυτή η οποία, πρώτον, δεν συγχέεται με άλλες υπηρεσίες τις οποίες ήδη παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας. Παραδείγματος χάρη, αν εταιρία διαχειρίσεως ασκεί ήδη δραστηριότητες λογιστικής και αποδεικνύεται ότι η εταιρία αυτή διαθέτει εσωτερικό τμήμα λογιστικής το οποίο καλύπτει το σύνολο της υπηρεσίας, δυσκόλως μπορεί να διακριθεί υπηρεσία λογιστικής την οποία παρέχει τρίτος από αυτήν η οποία διεξάγεται εντός της εταιρίας. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει τίνι τρόπω η παρεχόμενη από τρίτον υπηρεσία χάνει την αυτονομία της, εφόσον η αποδέκτρια της υπηρεσίας εταιρία εκτελεί η ίδια την υπηρεσία αυτή.

 γ)     Συνέχεια της υπηρεσίας

38.      Τρίτον, η υπηρεσία ως ξεχωριστό σύνολο, εξεταζόμενο συνολικώς, πρέπει να έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Άλλως ειπείν, δεν πρέπει να πρόκειται για σποραδική και μεμονωμένη παροχή, εφόσον στην αντίθετη αυτή περίπτωση δεν θα ήταν επαρκώς σημαντική ώστε να περιληφθεί στην απαλλαγή του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι η υπηρεσία πρέπει να παρέχεται αδιαλείπτως, καθόσον τούτο θα απέκλειε εντελώς όλες αυτές τις δραστηριότητες οι οποίες δεν παρέχονται τακτικώς. Κατά τη γνώμη μου, σημαίνει ότι η επίδικη ανάθεση σε τρίτον πρέπει να ανταποκρίνεται σε επιχειρηματική επιλογή του διαχειριστή, η οποία, επομένως, έχει ορισμένο βαθμό σταθερότητας.

39.      Στην παρούσα υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή. Πρόκειται για ανάλυση η οποία απαιτεί εξέταση των πραγματικών περιστατικών προς εξακρίβωση του αν η GfBk της παρείχε υπηρεσίες σε διαρκή βάση, κατά τρόπο ώστε να διαπιστώνεται ότι μπορεί ως ένα βαθμό να αναμένεται η συνεχής παροχή υπηρεσιών. Αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι υπηρεσίες παροχής συμβουλών και πληροφοριών προέρχονταν αποκλειστικώς από την GfBk, ή επίσης από άλλους τρίτους διαχειριστές, και είχαν χρονική συνοχή, θα επιβεβαιωθεί ότι ευρισκόμεθα ενώπιον δραστηριότητας η οποία είναι αρκούντως αυτοτελής ώστε να αποτελεί «ένα ξεχωριστό σύνολο, εξεταζόμενο συνολικώς».

 δ)     Αλυσιτελές το κριτήριο της μεταβολής της νομικής και οικονομικής καταστάσεως

40.      Τέλος, πρέπει να εξεταστεί το προβληθέν από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την Επιτροπή επιχείρημα, ότι η λήψη των σημαντικών κατά νόμο αποφάσεων δεν απόκειται στην GfBk, αλλά στη διαχειρίστρια εταιρία, όπερ επιβεβαιώνει την ανυπαρξία συγκεκριμένης και διακριτής «διαχειρίσεως» για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.

41.      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, εφόσον θεωρείται σιωπηρώς απορριφθέν με την απόφαση Abbey National. Στην υπόθεση αυτή, όπως είδαμε, οι επίδικες υπηρεσίες ήσαν όλες συνήθεις και χαρακτηριστικές δραστηριότητες εταιρίας διαχειρίσεως, αλλά τίποτα δεν εμπόδισε να χαρακτηριστούν ως συγκεκριμένη και διακριτή «διαχείριση» υπό την έννοια του πλειστάκις αναφερθέντος άρθρου 13. Τούτο συνάδει με την ιδέα ότι δεν είναι απαραίτητη η επέλευση μεταβολής της νομικής ή οικονομικής καταστάσεως, αλλά η ουσιαστική ανάθεση σε τρίτον της δραστηριότητας της «διαχειρίσεως».

42.      Συγκεκριμένα, η γενική εισαγγελέας J. Kokott διαφώνησε συναφώς με το κριτήριο του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro (18), και το Δικαστήριο ακολούθησε την πρότασή της. Με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Abbey National, η γενική εισαγγελέας απέρριψε το υποδειχθέν κριτήριο (χρησιμοποιηθέν από το Δικαστήριο σε άλλες απαλλαγές του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄), αναφερόμενη στο γενικότερο περιεχόμενο του σημείου 6, αλλά και υποστηρίζοντας ότι «αν η απαλλαγή περιοριζόταν στις δραστηριότητες οι οποίες επηρεάζουν τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου, θα απαλλασσόταν μόνο ένα περιορισμένο μέρος της δραστηριότητας του αμοιβαίου κεφαλαίου» (19). Συντάσσομαι με τη συλλογιστική αυτή και θεωρώ ότι και το Δικαστήριο θα συνταχθεί με αυτήν, εφόσον αποφαινόμενο στην υπόθεση Abbey National δεν έλαβε υπόψη του το κριτήριο της μεταβολής της νομικής και οικονομικής καταστάσεως.

 ε)     Η συσταλτική ερμηνεία της απαλλαγής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας

43.      Τέλος, δεν επιθυμώ να παραλείψω την εξέταση ενός γενικότερου επιχειρήματος, το οποίο προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας, σχετικά με τον αυστηρό χαρακτήρα που αρμόζει στην ερμηνεία των απαλλαγών του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, και βασίζεται σε πάγια νομολογία, δυνάμει της οποίας, ως παρεκκλίσεις από γενικό κανόνα, οι απαλλαγές του ΦΠΑ πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς.

44.      Η γενική εισαγγελέας J. Kokott, με τις παρατεθείσες προτάσεις της στην υπόθεση Abbey National, ανέλυσε ορθώς το επιχείρημα αυτό. Με τις προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας τόνισε ότι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έρθει σε σύγκρουση με παγιωθείσα νομολογιακώς πρακτική, σύμφωνα με την οποία είναι ευκταία η ομοιόμορφη ερμηνεία των περιλαμβανομένων σε διάφορες νομοθετικές πράξεις ιδίων εννοιών. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας και του παραρτήματος II της οδηγίας 85/611, όσον αφορά την έννοια της «διαχειρίσεως», η γενική εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαφωνία είναι μάλλον πλασματική παρά αληθής. Κατά τη γνώμη της, καμία διάταξη της οδηγίας 85/611 δεν επιβάλλει ακριβή ορισμό της έννοιας της «διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων». Κατά το μάλλον ή ήττον, όπως προαναφέρθηκε, η παρατεθείσα οδηγία αναφέρεται με αμιγώς ενδεικτικό τρόπο στον κατάλογο του παραρτήματος II, με την επιφύλαξη ότι τα δικαστήρια ολοκληρώνουν την έννοια της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων υπό το πρίσμα των σκοπών και της συστηματικής αναλύσεως της έννομης τάξης της Ένωσης.

45.      Επομένως, αυτό που προτείνω στο Δικαστήριο δεν αποτελεί διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της «διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων». Αντιθέτως, η ερμηνεία την οποία προτείνω προσδίδει νόημα στην έννοια της «διαχειρίσεως» στο πλαίσιο αναθέσεως της παροχής υπηρεσιών σε τρίτους και συγχρόνως διασφαλίζει την ερμηνευτική συνοχή με άλλα νομοθετήματα του δικαίου της Ένωσης. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε και το Δικαστήριο στην απόφαση Abbey National, δηλαδή ότι ερμηνεία του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας, συνάδουσα με την οδηγία 85/611, ενισχύει την ερμηνεία που δόθηκε συναφώς στον όρο «διαχείριση», χωρίς τούτο να αποτελεί, σε καμία περίπτωση, διασταλτική ερμηνεία των όρων της απαλλαγής.

 στ)   Ανακεφαλαίωση

46.      Υπό το πρίσμα των εκτεθέντων επιχειρημάτων, και αφού απορρίφθηκε το ότι η προτεινόμενη ερμηνεία αποτελεί διασταλτική ερμηνεία της απαλλαγής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, θεωρώ ότι η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι υπηρεσία συμβουλών και πληροφοριών, την οποία παρέχει τρίτος, περί της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων και αγοράς ή πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων αποτελεί δραστηριότητα συγκεκριμένης και διακριτής «διαχειρίσεως», υπό την προϋπόθεση ότι διαπιστώνεται η αυτονομία και η συνέχεια της υπηρεσίας σε σχέση με τις δραστηριότητες που ασκεί πράγματι η αποδέκτρια της υπηρεσίας, όπερ αποτελεί ζήτημα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 B –       Η δεύτερη περίπτωση: συμφωνία με την προβαλλομένη αρχή της οριζόντιας φορολογικής ουδετερότητας

47.      Στη συνέχεια, το Bundesfinanzhof ζητεί να διευκρινιστεί αν υπηρεσία όπως η παρεχόμενη από την GfBk δύναται να διακριθεί από άλλες υπηρεσίες λόγω μιας ιδιαιτερότητας χαρακτηριστικής για τη φοροαπαλλαγή της. Πάντως, κατά τη χρονική στιγμή υποβολής του ερωτήματος αυτού με την αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο μας υποβάλλει τελικώς ερώτημα βάσει αυτού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχή της «οριζόντιας» φορολογικής ουδετερότητας. Δηλαδή, η ύπαρξη παραβάσεως της έκτης οδηγίας λόγω ευνοϊκής φορολογικής μεταχειρίσεως ενός υποκειμένου στον φόρο (της διαχειρίστριας εταιρίας ή των εταιριών αμοιβαίων κεφαλαίων οι οποίες προσφεύγουν σε υπηρεσίες παροχής συμβουλών) σε αντίθεση με άλλον (επενδυτές οι οποίοι προβαίνουν σε άμεσες επενδύσεις, μολονότι κάνουν επίσης χρήση των υπηρεσιών παροχής συμβουλών). Επομένως, αντιλαμβάνομαι ότι το Bundesfinanzhof, κάνοντας μνεία στο ερώτημά του των «χαρακτηριστικών ιδιοτήτων» της υπηρεσίας, αποσκοπεί στην εξέταση εκ μέρους του Δικαστηρίου της προβαλλομένης αυτής διακριτικής συμπεριφοράς.

48.      Αντιλαμβανόμενος υπό αυτή την έννοια το δεύτερο μέρος του προδικαστικού ερωτήματος, φρονώ ότι δεν ευρισκόμεθα ενώπιον προσβολής της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Συγκεκριμένα, ένας από τους σκοπούς της απαλλαγής του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας είναι ακριβώς η διευκόλυνση των μικρών επενδυτών να επενδύουν το κεφάλαιό τους σε αμοιβαία κεφάλαια. Η απαλλαγή αυτή ανταποκρίνεται στην ανάγκη διασφαλίσεως της φορολογικής ουδετερότητας, εφόσον, σε αντίθετη περίπτωση, θα επιβάλλονταν κυρώσεις σε όποιον κάνει χρήση των επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια (που υπόκεινται σε ΦΠΑ) υπέρ των άμεσων επενδυτών (οι οποίοι διεκπεραιώνουν την υπηρεσία οι ίδιοι). Δεδομένου ότι τα αμοιβαία κεφάλαια έχουν ως συνέπεια τη διευκόλυνση των μικρών επενδυτών για επενδύσεις ή των επενδυτών χωρίς ειδικές γνώσεις για μια συγκεκριμένη αγορά, η απαλλαγή αποτελεί κίνητρο για τους επενδυτές αυτούς τους οποίους ο νομοθέτης έκρινε ότι χρήζουν υποστηρίξεως (20).

49.      Εν πάση περιπτώσει, και οπωσδήποτε, το επιχείρημα ότι η εφαρμογή της απαλλαγής στην GfBk προϋποθέτει δυσμενή διακριτική μεταχείριση των ιδιωτών επενδυτών οι οποίοι προσφεύγουν άμεσα στις υπηρεσίες της, υπέρ των εταιριών διαχειρίσεως, μας οδηγεί σε ατέρμονη αλυσίδα δυσμενών διακρίσεων. Όπως προσφάτως εξέθεσε η γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston στην υπόθεση Deutsche Bank, «αν έπρεπε να επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση από απόψεως του ΦΠΑ σε όλες τις δραστηριότητες οι οποίες βρίσκονται μερικώς σε ανταγωνισμό οι μεν με τις δε, τούτο θα οδηγούσε τελικώς στην εξάλειψη όλων των διαφορετικών μεταχειρίσεων από απόψεως ΦΠΑ, εφόσον πρακτικώς κάθε δραστηριότητα συμπίπτει σε ορισμένο βαθμό με κάποια άλλη. Τούτο (αναμφιβόλως) συνεπάγεται την εξάλειψη όλων των απαλλαγών, εφόσον ο μοναδικός λόγος υπάρξεως του συστήματος του ΦΠΑ είναι η φορολόγηση των συναλλαγών» (21).

50.      Στην απόφαση η οποία εκδόθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση, το Δικαστήριο βασίστηκε στο σημείο αυτό στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα και πρόσθεσε, επιπλέον, ότι η φορολογική ουδετερότητα «δεν είναι κανόνας πρωτογενούς δικαίου δυνάμενος να καθορίσει το κύρος μιας απαλλαγής, αλλά ερμηνευτική αρχή η οποία πρέπει να εφαρμόζεται παραλλήλως με την αρχή ότι οι απαλλαγές πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς» (22).

51.      Συνεπώς, η αποδοχή του ότι η GfBk εμπίπτει στην απαλλαγή του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας δεν συνιστά, κατά την άποψή μου, αντίθετη προς την απαίτηση της φορολογικής ουδετερότητας λύση, λαμβανομένου υπόψη ότι η απαίτηση αυτή νοείται ως απαγόρευση διακρίσεων μεταξύ φορολογούμενων ευρισκομένων σε παρεμφερείς καταστάσεις.

 Γ –       Η τρίτη περίπτωση: οι νομικές συνέπειες αναθέσεως υπηρεσίας σε τρίτον άνευ αδείας, υπό την έννοια της οδηγίας 85/611

52.      Τρίτον και τέλος, το Bundesfinanzhof ζητεί να διευκρινιστεί η συνέπεια αθέμιτης δραστηριότητας επί της ερμηνείας της απαλλαγής. Όπως αναφέρεται στη δικογραφία, κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η δραστηριότητα, η SGI δεν είχε λάβει την απαιτούμενη άδεια βάσει της οποίας θα ήταν δυνατή η ανάθεση υπηρεσίας στην GfBk. Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η κατάσταση αυτή αντίκειται στην οδηγία 85/611, ως ίσχυε κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί αν το γεγονός αυτό ασκεί επιρροή στην ερμηνεία του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.

53.      Επί του σημείου αυτού, μόνον η Ελληνική Δημοκρατία και η Επιτροπή διετύπωσαν παρατηρήσεις. Ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση απλώς υποστηρίζει τη μη εφαρμογή της απαλλαγής όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εποπτείας της οδηγίας 85/611, η Επιτροπή παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου περί επιβολής του ΦΠΑ σε αθέμιτες δραστηριότητες. Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο νομικός χαρακτηρισμός μιας δραστηριότητας ως θεμιτής ή αθέμιτης, δεν πρέπει να έχει καμία συνέπεια για την ερμηνεία του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.

54.      Συμφωνώ με την προταθείσα από την Επιτροπή ερμηνεία αλλά, για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, κρίνω ότι δεν χρειάζεται να αναλυθεί λεπτομερώς η νομολογία του Δικαστηρίου περί της επιβολής ΦΠΑ σε αθέμιτες δραστηριότητες (23).

55.      Για να εξετασθεί η τελευταία αυτή περίπτωση, σημειωτέον ότι κάθε ανάθεση καθηκόντων συνεπάγεται μεταβίβαση εξουσίας λήψεως αποφάσεων μεταξύ ιδιωτών, όπερ οδηγεί σε σχέση εξουσιοδοτούντος και εξουσιοδοτουμένου. Η ανάθεση καθηκόντων συνεπάγεται, εξ ορισμού, ότι ο εξουσιοδοτούμενος δύναται να μεταβάλει προϋπάρχουσες νομικές καταστάσεις ή να δημιουργεί νέες νομικές καταστάσεις, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του εξουσιοδοτούντος. Επομένως, τούτο εξηγεί το ότι όταν διαχειρίστρια εταιρία αναθέτει ίδια καθήκοντα και μεταβιβάζει την εξουσία λήψεως αποφάσεως σε τρίτον, προϋποθέτοντας ότι η εξουσιοδοτούμενη έχει την εξουσία μεταβολής μιας νομικής καταστάσεως, η οδηγία απαιτεί την έκδοση άδειας από τις αρμόδιες αρχές πριν την ανάθεση υπηρεσίας.

56.      Πάντως, η κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η GfBk είναι σαφώς διαφορετική. Ουδέποτε της μεταβιβάστηκαν ειδικά καθήκοντα εξαρτώμενα από προηγούμενη εντολή. Συγκεκριμένα, η δραστηριότητά της έγκειται στη «διαχείριση» αμοιβαίων κεφαλαίων, η «διαχείριση» αυτή όμως, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, είναι σαφώς ευρύτερη έννοια η οποία δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε τη μεταβίβαση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων και, κατά συνέπεια, τη μεταβολή νομικών καταστάσεων. Ανέφερα ήδη το χαρακτηριστικό αυτό στοιχείο της δραστηριότητας «διαχειρίσεως» στις παραγράφους 41 και 42 των προτάσεων αυτών, και παραπέμπω στα εκεί εκτεθέντα επιχειρήματα.

57.      Επομένως, και στο μέτρο κατά το οποίο στον όρο «διαχείριση» του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας περιλαμβάνονται υπηρεσίες μη συνεπαγόμενες τη μεταβολή νομικών καταστάσεων, θεωρώ ότι η μη ύπαρξη εξουσιοδοτήσεως υπέρ της GfBk δεν επηρεάζει την εφαρμογή της απαλλαγής του προαναφερθέντος άρθρου.

V –    Πρόταση

58.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στα υποβληθέντα από το Bundesfinanzhof προδικαστικά ερωτήματα:

«Το άρθρο 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι υπηρεσία συμβουλών και πληροφοριών, την οποία παρέχει τρίτος, σχετικά με τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων και την αγορά ή πώληση ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων συνιστά συγκεκριμένη και διακριτή δραστηριότητα “διαχειρίσεως”, υπό την προϋπόθεση ότι διαπιστώνεται η αυτονομία και η συνέχεια της υπηρεσίας σε σχέση με τις δραστηριότητες τις οποίες πράγματι ασκεί η αποδέκτρια της υπηρεσίας, όπερ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Η προτεινόμενη ερμηνεία του άρθρου 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της οδηγίας 77/388 δεν επηρεάζεται λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως οριζόντιας φορολογικής ουδετερότητας.

Το άρθρο 13, μέρος Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της οδηγίας 77/388 έχει την έννοια ότι, καθόσον στον όρο “διαχείριση” περιλαμβάνονται υπηρεσίες μη συνεπαγόμενες τη μεταβολή νομικών καταστάσεων, η μη ύπαρξη εξουσιοδοτήσεως υπέρ της GfBk δεν επηρεάζει την εφαρμογή της απαλλαγής του προπαρατεθέντος άρθρου.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2 – Έκτη οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).


3 –      Σημειωτέον ότι ο ratione temporis εφαρμοστέος κανόνας στην υπό κρίση υπόθεση είναι η έκτη οδηγία. Ωστόσο, η συλλογιστική αυτή δύναται απολύτως να εφαρμοστεί επί του παρόντος, εφόσον η οδηγία 2006/112 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1), η οποία ανακάλεσε την έκτη οδηγία, διατυπώνει την ίδια παρέκκλιση και με ταυτόσημη διατύπωση στην παράγραφο 1, στοιχείο ζ΄, του άρθρου 135.


4 – Οδηγία 2001/107/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τη ρύθμιση των εταιρειών διαχείρισης και τα απλοποιημένα ενημερωτικά δελτία (ΕΕ L 41, σ. 20) και οδηγία 2001/108/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όσον αφορά τις επενδύσεις των ΟΣΕΚΑ (ΕΕ L 41, σ. 35).


5 – Aπόφαση της 17ης Μαΐου 2006, C‑169/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2006, σ. I‑4027, σκέψη 63).


6 –      Βλ. σκέψη 26 της αποφάσεως Abbey National.


7 – Προαναφερθείσα απόφαση Abbey National, σκέψη 66.


8 – Προαναφερθείσα απόφαση Abbey National, σκέψη 69.


9 – Προαναφερθείσα απόφαση Abbey National, σκέψη 62.


10 – Όπ.π.


11 – Προαναφερθείσα απόφαση Abbey National, σκέψη 64.


12 – Προαναφερθείσα απόφαση Abbey National, σκέψη 67 (η υπογράμμιση δική μου).


13 –      Βλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, C‑2/95, SDC (Συλλογή 1997, σ. I‑3017, σκέψη 66), σε σχέση με το σημείο 5 («τις εργασίες […] σχετικά με μετοχές και μερίδια εταιρειών ή ενώσεων, ομολογίες και λοιπούς τίτλους […]»)· της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C‑235/00, CSC Financial Services (Συλλογή 2001, σ. I‑10237, σκέψη 23)· της 21ης Ιουνίου 2007, C‑453/05, Ludwig (Συλλογή 2007, σ. I‑5083, σκέψη 36), σε σχέση με το σημείο 1 («τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων, καθώς και τη διαχείριση πιστώσεων ενεργούμενη από εκείνον ο οποίος τις χορήγησε»)· της 28ης Οκτωβρίου 2010, C‑175/09, AXA UK (Συλλογή 2010, σ. I‑10701, σκέψη 27), σε σχέση με το σημείο 3 («τις εργασίες, περιλαμβανομένων και των διαπραγματεύσεων, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές και εμβάσματα, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα […]»)· της 22ας Οκτωβρίου 2009, C‑242/08, Swiss Re Germany Holding (Συλλογή 2009, σ. I‑10099, σκέψη 45), σε σχέση με το σημείο 2 («διαπραγμάτευση και την ανάληψη υποχρεώσεων, προσωπικών ή χρηματικών εγγυήσεων και λοιπών ασφαλειών, καθώς και τη διαχείριση ενεγγύων πιστώσεων ενεργούμενη από εκείνον, ο οποίος τις χορήγησε») και επίσης με το σημείο 3· ή με την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑350/10, Nordea Pankki (Συλλογή 2011, σ. Ι‑7359, σκέψη 27), σε σχέση με το προαναφερθέν σημείο 5.


14 – Προαναφερθείσα απόφαση Abbey National, σκέψη 67.


15 – Άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 85/611.


16 – Προτάσεις στην προαναφερθείσα υπόθεση Abbey National της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, σημείο 79.


17 – Όπ.π.


18 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro της 18ης Μαΐου 2004 στην υπόθεση BBl (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2004, C‑8/03, Συλλογή 2004, σ. I‑10157), σημείο 33.


19 – Προαναφερθείσες προτάσεις, σημείο 66.


20–      Προαναφερθείσες προτάσεις, σημεία 27 και 28.


21 – Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 8ης Μαΐου 2012 (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C‑44/11), σημείο 60.


22–      Προαναφερθείσα απόφαση Deutsche Bank, σκέψη 45.


23–      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Αυγούστου 1993, C‑111/92, Lange (Συλλογή 1993, σ. I‑4677, σκέψη 12), και της 11ης Ιουνίου 1998, C‑283/95, Fischer (Συλλογή 1998, σ. I‑3388, σκέψη 21).