Language of document : ECLI:EU:C:2013:522

Υπόθεση C‑501/11 P

Schindler Holding Ltd κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Συμπράξεις — Αγορά εγκαταστάσεως και συντηρήσεως ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων — Ευθύνη της μητρικής εταιρίας για τις διαπραχθείσες από τη θυγατρική της παραβιάσεις του δικαίου των συμπράξεων — Εταιρία holding — Εσωτερικό πρόγραμμα εταιρίας για τη συμμόρφωση προς τους κανόνες ανταγωνισμού (“Compliance-Programme”) — Θεμελιώδη δικαιώματα — Αρχές του κράτους δικαίου στο πλαίσιο του καθορισμού των επιβαλλόμενων προστίμων — Διάκριση των εξουσιών, αρχές της νομιμότητας, της μη αναδρομικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ευθύνης λόγω πταίσματος —Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Άρθρο 23, παράγραφος 2 — Κύρος — Νομιμότητα των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής του 1998»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Ιουλίου 2013

1.        Προσφυγή ακυρώσεως — Προσβαλλόμενη πράξη — Εκτίμηση της νομιμότητας σε συνάρτηση με τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως — Αναδρομικές εκτιμήσεις — Μη επιρροή

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.        Θεμελιώδη δικαιώματα — Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου — Νομική πράξη μη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης

(Άρθρο 6 § 3 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 52 § 3)

3.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού — Έλεγχος νομιμότητας πλήρους δικαιοδοσίας, που εκτείνεται τόσο στα νομικά όσο και στα πραγματικά ζητήματα — Παραβίαση — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

4.        Αναίρεση — Λόγοι — Έλλειψη συγκεκριμένης επικρίσεως ορισμένης σκέψεως του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου — Μη προσδιορισμός των επικρινόμενων σκέψεων της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γ΄)

5.        Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος προβαλλόμενος για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 42 § 2 και 113 § 2)

6.        Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Διακριτική ευχέρεια την οποία παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 — Παραβίαση της αρχής της νομιμότητας των ποινών — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

7.        Πράξεις των οργάνων — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού — Νομική φύση — Ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς — Υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Αρμοδιότητα των θεσμικών οργάνων προς έκδοση των πράξεων αυτών

(Άρθρο 290 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

8.        Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων — Παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας — Δεν υφίσταται — Παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

9.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Προσωπικό πεδίο εφαρμογής — Επιχείρηση — Έννοια — Οικονομική οντότητα αποτελούμενη από μία μητρική εταιρία και θυγατρικές — Καταλογισμός παραβάσεως σε μια τέτοια οικονομική ενότητα — Επιτρέπεται — Παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ)

10.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Μαχητός χαρακτήρας — Καθορισμός της εμπορικής πολιτικής — Κριτήρια εκτιμήσεως του τυχόν αυτόνομου χαρακτήρα της

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

11.      Αίτηση αναιρέσεως — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Απαράδεκτο

(Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

12.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Δικαίωμα της ιδιοκτησίας

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 17)

13.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως των συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά — Περιεχόμενο — Αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής — Μη αποφασιστικό κριτήριο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

14.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Νομικό πλαίσιο — Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή — Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή προστίμων και τη μείωση του ποσού τους σε αντάλλαγμα της συνεργασίας των κατηγορουμένων επιχειρήσεων — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 98/C 9/03 και 2002/C 45/03, σημείο 21)

15.      Αίτηση αναιρέσεως — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Αμφισβήτηση, στηριζόμενη σε λόγους επιείκειας, της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ύψος των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβιάσεως των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού — Δεν επιτρέπεται — Αμφισβήτηση της εν λόγω εκτιμήσεως για λόγους σχετικούς με παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Επιτρέπεται

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 31, 56, 65)

2.        Καίτοι, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές, και το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, η Σύμβαση αυτή δεν συνιστά, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 32, 124)

3.        Το γεγονός ότι οι επιβάλλουσες πρόστιμα αποφάσεις στο πεδίο του ανταγωνισμού εκδίδονται από την Επιτροπή δεν συνιστά αυτό καθαυτό παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που θεμελιώνεται σήμερα στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που αντιστοιχεί, στο δίκαιο της Ένωσης, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμβάσεως, στο πλαίσιο του προβλεπόμενου στη Συνθήκη ΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας ο δικαστής της Ένωσης διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία η οποία του απονέμεται δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, και η οποία του παρέχει την εξουσία να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Δεδομένου ότι ο έλεγχος που προβλέπουν οι Συνθήκες συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων, δεν προκύπτει ότι ο έλεγχος νομιμότητας του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που συμπληρώνεται από την κατ’ άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 πλήρη δικαιοδοσία ως προς το ποσό του προστίμου, αντιβαίνει προς τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη.

(βλ. σκέψεις 33, 36, 38)

4.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 43-45, 81, 84, 106)

5.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 54, 55, 83, 106)

6.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 56-58)

7.        Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού δεν συνιστούν ούτε νομοθεσία ούτε νομοθεσία εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση κατά την έννοια του άρθρου 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ούτε τη νομική βάση των επιβαλλόμενων προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, τα οποία επιβάλλονται επί τη βάσει και μόνον του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να παράσχει λόγους που να συνάδουν με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και αρκούνται στην περιγραφή, αφενός, της μεθόδου που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να ελέγξει την παράβαση και, αφετέρου, των κριτηρίων που το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Καμία διάταξη των Συνθηκών δεν απαγορεύει σε θεσμικό όργανο να υιοθετήσει τέτοιον ενδεικτικό κανόνα συμπεριφοράς. Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια προς έκδοση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

(βλ. σκέψεις 66-69)

8.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 75)

9.        Ναι μεν η αρχή της προσωποπαγούς ευθύνης των νομικών προσώπων έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως υπό το πρίσμα της ευθύνης στη σφαίρα του αστικού δικαίου, πλην όμως δεν ασκεί επιρροή για τον προσδιορισμό του αυτουργού παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, το οποίο αναζητεί την πραγματική συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Πράγματι, η επιλογή των συντακτών των Συνθηκών ήταν η χρήση της έννοιας της επιχειρήσεως για τον προσδιορισμό του αυτουργού παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και όχι η χρήση της έννοιας της εταιρίας ή του νομικού προσώπου, η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 54 ΣΛΕΕ. Αυτή η έννοια της επιχειρήσεως περιγράφει μια οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Εντεύθεν προκύπτει ότι μια οικονομική οντότητα που παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού ευθύνεται για την παράβαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 101-104, 129)

10.      Το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της κατά 100 % ή σχεδόν 100 % θυγατρικής της αφορά αποκλειστικώς τη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της σημασίας του σκοπού που συνίσταται στην καταστολή των συμπεριφορών που είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, και συγκεκριμένα προς το άρθρο 81 ΕΚ, και στην αποτροπή της επαναλήψεώς τους, και, αφετέρου, των επιταγών ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, όπως, ιδίως, οι αρχές του τεκμηρίου αθωότητας, της εξατομικεύσεως των ποινών και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και τα δικαιώματα άμυνας, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ισότητας των όπλων. Πάντως, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Εναπόκειται στις οντότητες που επιθυμούν να το ανατρέψουν να προσκομίσουν κάθε στοιχείο που αυτές θεωρούν ότι είναι ικανό να θεμελιώσει ότι η θυγατρική και η μητρική εταιρία δεν συνιστούν ενιαία οικονομική οντότητα, αλλά ότι η θυγατρική επιδεικνύει αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια θυγατρική εταιρία καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαριθμήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπορική πολιτική αποτελεί ένα μόνο στοιχείο μεταξύ περισσοτέρων και, επιπλέον, δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συσταλτικό.

Εξάλλου, η κατάρτιση από τη μητρική εταιρία κώδικα συμπεριφοράς για την πρόληψη των παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού και των συναφών προς το δίκαιο αυτό κατευθυντήριων γραμμών εκ μέρους των θυγατρικών της, αφενός μεν, δεν αναιρεί το γεγονός ότι υφίσταται η παράβαση που διαπιστώθηκε σε βάρος της, αφετέρου δε, δεν αποδεικνύει ότι οι εν λόγω θυγατρικές καθόριζαν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική τους. Η εφαρμογή του εν λόγω κώδικα συμπεριφοράς μάλλον υποδηλώνει ότι η μητρική εταιρία ασκούσε όντως έλεγχο επί της εμπορικής πολιτικής των θυγατρικών της. Επιπλέον, το γεγονός ότι ορισμένοι υπάλληλοι των θυγατρικών της δεν συμμορφώθηκαν προς τον εν λόγω κώδικα συμπεριφοράς δεν αρκεί προς απόδειξη του αυτόνομου χαρακτήρα της εμπορικής πολιτικής των επίμαχων θυγατρικών.

(βλ. σκέψεις 108-110, 112-114)

11.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 115, 158,159)

12.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 124, 128)

13.      Στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, ναι μεν ο πραγματικός αντίκτυπος μιας παραβάσεως επί της αγοράς αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πλην όμως πρόκειται για ένα κριτήριο μεταξύ περισσοτέρων, όπως η φύση της παραβάσεως και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς. Επομένως, το αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί, αυτό καθαυτό, αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου. Ειδικότερα, στοιχεία αναγόμενα στην πρόθεση μπορεί να είναι περισσότερο σημαντικά από εκείνα που αφορούν τις συνέπειες, ιδίως όταν πρόκειται για παραβάσεις εγγενώς σοβαρές, όπως η κατανομή αγορών. Εξάλλου, από το σημείο 1, A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον δύναται να μετρηθεί. Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης μόνον επαλλήλως θα μπορούσε να έχει λάβει υπόψη του τον πραγματικό αντίκτυπο της επίμαχης παραβάσεως στην αγορά, εφόσον ήταν δυνατή η εκτίμηση του αντίκτυπου αυτού.

(βλ. σκέψεις 134-136)

14.      Όταν ασκεί έλεγχο νομιμότητας επί απόφασης επιβολής προστίμων για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να επαφίεται στο περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή ούτε όσον αφορά την επιλογή των συνεκτιμώμενων στοιχείων κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού ούτε όσον αφορά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών προκειμένου να αρνηθεί τη διενέργεια διεξοδικού ελέγχου των νομικών και των πραγματικών ζητημάτων. Ο κανόνας αυτός τυγχάνει επίσης εφαρμογής όταν ο δικαστής εξετάζει αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις σε αντάλλαγμα της συνεργασίας των κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Εν πάση περιπτώσει, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν απαγορεύει την ευνοϊκή μεταχείριση μόνον εκείνης της επιχειρήσεως η οποία προσκομίζει σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία, δεδομένου ότι ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι θεμιτός.

(βλ. σκέψεις 155, 159)

15.      Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατά πλήρη δικαιοδοσία επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κυρώσεως είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους ενός προστίμου.

Συναφώς, το αν ένα πρόστιμο συνιστά δυσανάλογη επιβάρυνση για τον αποδέκτη του δεν μπορεί να κριθεί μόνο βάσει του ονομαστικού ποσού του προστίμου. Εξαρτάται επίσης, μεταξύ άλλων, από την ικανότητα πληρωμής του αποδέκτη του. Στην περίπτωση επιβολής προστίμων σε επιχείρηση που συνιστά οικονομική οντότητα αποτελούμενη μόνον τύποις από περισσότερα νομικά πρόσωπα, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη μεμονωμένα η ικανότητα πληρωμής καθενός από τα πρόσωπα αυτά.

(βλ. σκέψεις 164, 165, 168, 169)