Language of document : ECLI:EU:T:2014:113

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2014 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας — Δέσμευση κεφαλαίων — Εγγραφή ατόμου στους καταλόγους προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα — Προσωπικοί δεσμοί με μέλη του καθεστώτος — Δικαιώματα άμυνας — Δίκαιη δίκη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Βάρος αποδείξεως — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Αναλογικότητα — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής»

Στην υπόθεση T‑202/12,

Bouchra Al Assad, κάτοικος Δαμασκού (Συρία), εκπροσωπούμενη από τους G. Karouni και C. Dumont, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον G. Étienne και την M.-M. Joséphidès,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως, πρώτον, της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/172/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/782/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 87, σ. 103), δεύτερον, της αποφάσεως 2012/739/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2012, για περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας και για την κατάργηση της απόφασης 2011/782/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 330, σ. 21), τρίτον, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 363/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ L 111, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ 2013 L 127, σ. 27), και, τέταρτον, της αποφάσεως 2013/255/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2013, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 147, σ. 14), καθόσον οι εν λόγω πράξεις αφορούν την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, G. Berardis (εισηγητή) και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Bouchra Al Assad, είναι συριακής ιθαγένειας, αδελφή του Προέδρου της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας, Bashar Al Assad, και σύζυγος (μετέπειτα χήρα) του Asif Shawkat, έτερου μέλους της Συριακής Κυβερνήσεως.

2        Στις 9 Μαΐου 2011, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2011/273/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 121, σ. 11).

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την είσοδο στο έδαφός τους, ή τη διέλευση μέσω αυτού, των υπευθύνων για τη βίαιη καταστολή του άμαχου πληθυσμού στη Συρία, καθώς και προσώπων που συνδέονται με αυτούς, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως.

4        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/273 ορίζει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην κυριότητα, την κατοχή ή τον έλεγχο των προσώπων που ευθύνονται για τη βίαιη καταστολή του άμαχου πληθυσμού στη Συρία καθώς και των φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που συνδέονται με αυτά. Οι κανόνες που διέπουν την εν λόγω δέσμευση καθορίζονται στις λοιπές παραγράφους του ίδιου άρθρου.

5        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/273, το Συμβούλιο καταρτίζει τον κατάλογο με τα πρόσωπα έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα.

6        Κατά την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και της αποφάσεως 2011/273, τον κανονισμό (ΕΕ) 442/2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ L 121, σ. 1). Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που κατονομάζονται στο παράρτημα II αυτού.

7        Η απόφαση 2011/273 αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2011/782/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας και για την κατάργηση της αποφάσεως 2011/273 (ΕΕ L 319, σ. 56).

8        Το άρθρο 18, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/782 αντιστοιχούν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/273, με την προσθήκη της προβλέψεως ότι τα εκεί οριζόμενα περιοριστικά μέτρα εφαρμόζονται επίσης στα πρόσωπα τα οποία επωφελούνται των πολιτικών του καθεστώτος ή το υποστηρίζουν.

9        Ο κανονισμός 442/2011 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 36/2012 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 442/2011 (ΕΕ L 16, σ. 1).

10      Με την εκτελεστική απόφαση 2012/172/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/782 (ΕΕ L 87, σ. 103), το όνομα της προσφεύγουσας προσετέθη στον κατάλογο του παραρτήματος Ι της αποφάσεως 2011/782, με την ακόλουθη αιτιολογία:

«Αδερφή του Bashar al Assad, και σύζυγος του Asif Shawkat, Υπαρχηγού Επιτελείου για θέματα Ασφαλείας και Αναγνώρισης. Δεδομένης της προσωπικής σχέσης και εγγενούς χρηματοοικονομικής σχέσης με το Σύρο Πρόεδρο, Bashar Al Assad και άλλες εξέχουσες φυσιογνωμίες του συριακού καθεστώτος, επωφελείται και συνδέεται με το συριακό καθεστώς.»

11      Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 266/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, για την εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ L 87, σ. 45), το όνομα της προσφεύγουσας προσετέθη στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 36/2012, με την ίδια αιτιολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 10, ανωτέρω.

12      Στις 24 Μαρτίου 2012, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2011/782, όπως εφαρμόζεται με την εκτελεστική απόφαση 2012/172, και στον κανονισμό 36/2012, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 266/2012 (ΕΕ C 88, σ. 9) (στο εξής: ανακοίνωση της 24ης Μαρτίου 2012).

13      Κατά την ανακοίνωση αυτή, τα θιγόμενα πρόσωπα και οι οντότητες μπορούν να υποβάλουν στο Συμβούλιο αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως με την οποία τα ονόματά τους εγγράφηκαν στους καταλόγους των παραρτημάτων των πράξεων που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 12, προσκομίζοντας σχετικά δικαιολογητικά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαΐου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/172, καθόσον την αφορά.

15      H προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, με το υπόμνημα απαντήσεως, το ως άνω αίτημα περί ακυρώσεως.

16      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι το Συμβούλιο είχε εν τω μεταξύ εκδώσει την απόφαση 2012/739/ΚΕΠΠΑ, της 29ης Νοεμβρίου 2012, για περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας και για την κατάργηση της απόφασης 2011/782/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 330, σ. 21), ζήτησε να της παρασχεθεί η δυνατότητα να επεκτείνει το αίτημά της περί ακυρώσεως ώστε αυτό να μην αφορά μόνον την εκτελεστική απόφαση 2012/172, αλλά επίσης την απόφαση 2012/739, της οποίας το παράρτημα Ι περιελάμβανε, στο σημείο 71, το όνομά της, με την ίδια αιτιολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 10, ανωτέρω (στο εξής: αίτημα που αφορά την απόφαση 2012/739).

17      Με έγγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2013, το Συμβούλιο δήλωσε ότι δεν έχει να υποβάλει παρατηρήσεις επί του αιτήματος που αφορά την απόφαση 2012/739.

18      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

19      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε εκ νέου να της παρασχεθεί η δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματά της, ώστε αυτά να αφορούν επίσης τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 363/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 (ΕΕ L 111, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ 2013, L 127, σ. 27), και την απόφαση 2013/255/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2013, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ L 147, σ. 14), καθόσον οι εν λόγω πράξεις, των οποίων οι κατάλογοι που περιλαμβάνουν το όνομά της αποτελούν παράρτημα, επηρεάζουν την προσωπική της κατάσταση (στο εξής, αντιστοίχως: αίτημα που αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 και αίτημα που αφορά την απόφαση 2013/255).

20      Επίσης την 30ή Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε να της παρασχεθεί η δυνατότητα να προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία, σχετικά με τον θάνατο του συζύγου της και με την εγκατάστασή της στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με τα τέκνα της, τα οποία φοιτούσαν σε εκεί σχολείο (στο εξής: προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων).

21      Με απόφαση του προέδρου του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Αυγούστου 2013, τα νέα αποδεικτικά στοιχεία προσετέθησαν στη δικογραφία.

22      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Σεπτεμβρίου 2013, το Συμβούλιο δήλωσε ότι δεν έχει να υποβάλει παρατηρήσεις επί του αιτήματος που αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 ούτε επί του αιτήματος που αφορά την απόφαση 2013/255.

23      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2013, το Συμβούλιο υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι η προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων ουδόλως επηρέαζε την έκβαση της υπό κρίση προσφυγής, δεδομένου ότι ο θάνατος του συζύγου της προσφεύγουσας και η φοίτηση των τέκνων της σε σχολείο στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν μετέβαλαν τους δεσμούς της με το συριακό καθεστώς. Εξάλλου, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα έγγραφα δεν αποδείκνυαν ότι η ίδια είχε εγκαταλείψει τη Συρία.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013. Μεταξύ άλλων, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης αφορούσε την απόφαση 2012/172, βάσει της οποίας το όνομα της προσφεύγουσας ενεγράφη στο παράρτημα Ι της αποφάσεως 2011/782. Η δήλωση αυτή καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

25      Επί τη ευκαιρία, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε το Συμβούλιο να προσκομίσει το αποδεικτικό ατομικής κοινοποιήσεως του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 στην προσφεύγουσα.

26      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2013, το Συμβούλιο προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, αφενός, της ατομικής κοινοποιήσεως του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 και του διορθωτικού του μέσω συστημένης επιστολής της 13ης Μαΐου 2013 σε εκπρόσωπο της προσφεύγουσας στην υπό κρίση υπόθεση και, αφετέρου, ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος έλαβε την εν λόγω επιστολή στις 17 Μαΐου 2013. Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί των προσκομισθέντων από το Συμβούλιο αποδεικτικών στοιχείων κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2013.

27      Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας, ώστε να μπορέσει να υποβάλει στο Συμβούλιο αίτηση επανεξετάσεως της προσωπικής της καταστάσεως.

28      Στις 22 Οκτωβρίου 2013, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, αφού άκουσε το Συμβούλιο, απέρριψε την αίτηση αναστολής και, αφετέρου, αποφάσισε την περάτωση της προφορικής διαδικασίας.

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση 2012/172, καθόσον την αφορά·

–        να ακυρώσει την απόφαση 2012/739, καθόσον την αφορά·

–        να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013, καθόσον την αφορά·

–        να ακυρώσει την απόφαση 2013/255, καθόσον την αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

30      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού των αιτημάτων προσαρμογής των αιτημάτων της προσφεύγουσας

31      Η προσφεύγουσα ζήτησε τη διεύρυνση του αντικειμένου της προσφυγής της ακυρώσεως, ώστε αυτή να στρέφεται επίσης κατά της αποφάσεως 2012/739, του εκτελεστικού κανονισμού 363/2013 και της αποφάσεως 2013/255.

 Επί του αιτήματος που αφορά την απόφαση 2012/739 και επί του αιτήματος που αφορά την απόφαση 2013/255

32      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 16 και 19 ανωτέρω, από της ασκήσεως της προσφυγής, αφενός, η απόφαση 2011/782, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση 2012/172, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την απόφαση 2012/739 και, αφετέρου, δεδομένου ότι η τελευταία δεν μπορεί πλέον να εφαρμοσθεί, εκδόθηκε η απόφαση 2013/255. Το όνομα της προσφεύγουσας συμπεριλαμβάνεται στους καταλόγους του παραρτήματος Ι της αποφάσεως 2012/739 και της αποφάσεως 2013/255, με αιτιολογία ίδια με εκείνη της αποφάσεως 2012/172, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 10, ανωτέρω.

33      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, οσάκις, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, η προσβαλλόμενη πράξη αντικαθίσταται με άλλη η οποία έχει το ίδιο αντικείμενο, πρέπει αυτή να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οργανισμός ή θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ασκηθείσα προσφυγή κατά ορισμένης πράξεώς του, να προσαρμόζει την προσβαλλόμενη πράξη ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να διευρύνει τα αρχικά του αιτήματα και τους αρχικώς προβληθέντες λόγους ακυρώσεώς του ώστε να αφορούν και τη μεταγενέστερη πράξη ή να προβάλει συμπληρωματικά αιτήματα και λόγους ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 8, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 2013, T‑200/11, Al Matri κατά Συμβουλίου, σκέψη 80).

34      Συνεπώς, πρέπει να κριθεί παραδεκτή η αίτηση που αφορά την απόφαση 2012/739 και η αίτηση που αφορά την απόφαση 2013/255. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των ημερομηνιών εκδόσεως των αποφάσεων αυτών (29 Νοεμβρίου 2012 και 31 Μαΐου 2013 αντιστοίχως), βάσει των οποίων η προσφεύγουσα εξακολουθεί να θίγεται από τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, οι αιτήσεις αυτές, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2013 και στις 30 Ιουλίου 2013 αντιστοίχως, κατατέθηκαν ασφαλώς εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως καθ’ εκάστης των επίμαχων αποφάσεων.

 Επί του αιτήματος που αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013

35      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 11 ανωτέρω, το όνομα της προσφεύγουσας προσετέθη στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 36/2012 με τον εκτελεστικό κανονισμό 266/2012.

36      Ωστόσο, είναι σαφές ότι το εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας δίκης δεν έβαλλε κατά του κανονισμού 36/2012, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον εκτελεστικό κανονισμό 266/2012.

37      Είναι επίσης σαφές ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 363/2013 τροποποιεί τον κανονισμό 36/2012.

38      Συναφώς, προκύπτει από την υπομνησθείσα στη σκέψη 33 ανωτέρω νομολογία ότι το αίτημα προσαρμογής των αιτημάτων έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή για τον προσφεύγοντα την τροποποίηση του αντικειμένου της προσφυγής του οσάκις η αρχικώς προσβληθείσα πράξη, κατά τη διάρκεια της δίκης, αντικαταστάθηκε ή τροποποιήθηκε από άλλη πράξη.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η αίτηση που αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 είναι απαράδεκτη, λόγω του ότι η προσφεύγουσα διευρύνει το αντικείμενο της προσφυγής της σε πράξη που είχε παραλείψει να προσβάλει με το δικόγραφο της προσφυγής της, χωρίς να είναι αναγκαίο το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος κατά πόσον η σχετική αίτηση υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής.

40      Βάσει των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα παραδεκτώς προσβάλλει με την προσφυγή της την εκτελεστική απόφαση 2012/172, βάσει της οποίας το όνομά της ενεγράφη στον κατάλογο του παραρτήματος Ι της αποφάσεως 2011/782, την απόφαση 2012/739 και την απόφαση 2013/255, καθόσον οι εν λόγω πράξεις την αφορούν (στο εξής συλλήβδην: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

 Επί της ουσίας

41      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τους ακόλουθους τέσσερις λόγους ακυρώσεως:

–        πρώτον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος δίκαιης δίκης και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας,

–        δεύτερον, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως,

–        τρίτον, έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν επαρκή σύνδεσμο μεταξύ της ιδίας και της καταστάσεως λόγω της οποίας επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας,

–        τέταρτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

42      Πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, στη συνέχεια ο πρώτος, έπειτα ο τρίτος και, τέλος, ο τέταρτος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

43      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν προσδιορίζουν τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς του, έκρινε ότι η ίδια έπρεπε να υπαχθεί στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας. Η αιτιολογία των εν λόγω αποφάσεων είναι κατά την προσφεύγουσα ασαφής και γενικόλογη, και περιορίζεται στην απλή μνεία των προσωπικών και οικογενειακών της δεσμών, αντί να παρέχει αντικειμενικά στοιχεία τα οποία να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι συμμετέχει στις ενέργειες για τις οποίες υποτίθεται ότι είναι υπεύθυνοι οι οικείοι της.

44      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν της κοινοποιήθηκε καμία συμπληρωματική αιτιολογία κατόπιν της εκδόσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων.

45      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

46      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως, όπως προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι νόμιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον τελευταίο να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής. Η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία χωρεί παρέκκλιση μόνον για επιτακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με τη βλαπτική για αυτόν πράξη, καθόσον η έλλειψή της δεν μπορεί να θεραπευθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 49, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 80).

47      Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο οφείλει να γνωστοποιεί στο θιγόμενο από τα περιοριστικά μέτρα πρόσωπο ή την οντότητα τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι πρέπει να ληφθούν τα μέτρα αυτά, εκτός αν επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια είτε της Ένωσης είτε των κρατών μελών της ή απορρέοντες από τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της αποκλείουν τη γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων. Το Συμβούλιο οφείλει, επίσης, να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση των οικείων μέτρων, καθώς και τους λόγους για τους οποίους τα έκρινε επιβεβλημένα (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 81).

48      Εξάλλου, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικώς. Δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψεις 53 και 54, και Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 82).

49      Στην προκειμένη περίπτωση, η παρασχεθείσα από το Συμβούλιο αιτιολογία από της εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στους καταλόγους των περιοριστικών μέτρων κατά της Συρίας και εξής ήταν παγίως η ακόλουθη:

«Αδερφή του Bashar al Assad, και σύζυγος του Asif Shawkat, Υπαρχηγού Επιτελείου για θέματα Ασφαλείας και Αναγνώρισης. Δεδομένης της προσωπικής σχέσης και εγγενούς χρηματοοικονομικής σχέσης με το Σύρο Πρόεδρο, Bashar Al Assad και άλλες εξέχουσες φυσιογνωμίες του συριακού καθεστώτος, επωφελείται και συνδέεται με το συριακό καθεστώς.»

50      Επισημαίνεται ότι από την αιτιολογία η προσφεύγουσα κατανόησε ότι το όνομά της ενεγράφη από το Συμβούλιο στους καταλόγους των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας λόγω των προσωπικών και οικογενειακών της δεσμών.

51      Το ότι η προσφεύγουσα πράγματι κατανόησε ότι το Συμβούλιο βασίστηκε στους εν λόγω δεσμούς επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής προέβαλε ένα λόγο ακυρώσεως, τον τρίτο, ο οποίος αμφισβητεί ακριβώς τη δυνατότητα του Συμβουλίου να λαμβάνει μέτρα έναντί της μόνον βάσει τέτοιων δεσμών.

52      Εξάλλου, δεδομένου ότι οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο προέβη στην εν λόγω επιλογή εκτίθενται σαφώς στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να εκτιμήσει τη βασιμότητά τους.

53      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διαχωρίζεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το τελευταίο εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας πράξεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή. Εάν η αιτιολογία αυτή είναι πλημμελής, τούτο πλήττει την ουσιαστική νομιμότητα της πράξεως, όχι όμως την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής μολονότι προβάλλει εσφαλμένους λόγους (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 181, και προπαρατεθείσα απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 60).

54      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς το βάσιμο της παρασχεθείσας από το Συμβούλιο αιτιολογίας όσον αφορά την προσφεύγουσα πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αποδείξεως επαρκούς συνδέσμου μεταξύ της προσφεύγουσας και της καταστάσεως λόγω της οποίας ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος δίκαιης δίκης και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

55      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το όνομά της ενεγράφη από το Συμβούλιο στον κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, μέτρα τα οποία κατ’ αυτήν είναι ποινικής φύσεως, χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερωθεί για τους λόγους της εγγραφής αυτής και χωρίς να της έχει δοθεί, συναφώς, η δυνατότητα προηγούμενης ακροάσεως. Η ανάγκη να εφαρμοστούν τα εν λόγω μέτρα αιφνιδιαστικώς δεν θα έπρεπε, κατά την προσφεύγουσα, να είχε εμποδίσει τη διεξαγωγή ακροάσεως πριν τη λήψη τους.

56      Επιπροσθέτως, κατά την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του να της κοινοποιήσει την εκτελεστική απόφαση 2012/172, συμπεριλαμβανομένων των λόγων της εγγραφής της στον κατάλογο, μολονότι ήταν αδύνατον να μη γνωρίζει τη διεύθυνσή της. Η δημοσίευση της ανακοινώσεως της 24ης Μαρτίου 2012 δεν της παρέσχε, όπως υποστηρίζει, τη «συγκεκριμένη δυνατότητα» να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της εγγραφής της. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η οριζόμενη στην εν λόγω ανακοίνωση διαδικασία επανεξετάσεως δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να προβάλει τις θέσεις της και δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις. Κατά συνέπεια, στερείται σημασίας το ότι δεν υπέβαλε σχετική αίτηση.

57      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, καθόσον το Συμβούλιο δεν της κοινοποίησε τους λόγους για τους οποίους υπήχθη στα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας.

58      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

59      Υπενθυμίζεται ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια διαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως περιοριστικού μέτρου κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ αναγνωρίζει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑27/09 P, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, Συλλογή 2011, σ. II‑13427, σκέψη 66).

60      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, η αρχή αυτή έχει δε εξάλλου επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 37, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑6351, σκέψη 335, στο εξής: απόφαση Kadi).

61      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, στον οποίο πρέπει ιδίως να παρέχεται η δυνατότητα να περιλαμβάνει τη νομιμότητα των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η αρμόδια αρχή της Ένωσης προκειμένου να εγγράψει όνομα προσώπου ή επωνυμία οντότητας στους καταλόγους των αποδεκτών των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν από την ίδια, συνεπάγεται την υποχρέωση της οικείας αρχής να γνωστοποιήσει τους λόγους αυτούς στο θιγόμενο πρόσωπο ή την οντότητα, στο μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί της εν λόγω αναγραφής είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατόν μετά τη λήψη της εν λόγω αποφάσεως, ώστε να παρασχεθεί στους αποδέκτες αυτούς η δυνατότητα να ασκήσουν, εμπροθέσμως, το δικαίωμά τους προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi, σκέψη 336).

62      Η τήρηση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των λόγων αυτών είναι, πράγματι, αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στους αποδέκτες των περιοριστικών μέτρων η δυνατότητα να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, εάν είναι σκόπιμο να προσφύγουν στον δικαστή της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 15), αλλά και προκειμένου να παρασχεθεί στον δικαστή της Ένωσης πλήρως η δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της οικείας πράξεως της Ένωσης, όπως επιβάλλει η Συνθήκη (απόφαση Kadi, σκέψη 337).

63      Ωστόσο, σύμφωνα με τις επιταγές της εν λόγω νομολογίας, το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2011/782, το άρθρο 27, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2012/739 και το άρθρο 30, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2013/255 προβλέπουν ότι το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του στο θιγόμενο πρόσωπο ή την οντότητα, μαζί με τους λόγους για την εγγραφή του στον κατάλογο, είτε άμεσα, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση σχετικής ανακοινώσεως, παρέχοντας τη δυνατότητα στο πρόσωπο ή στην οντότητα αυτή να υποβάλει παρατηρήσεις. Εάν υποβληθούν παρατηρήσεις ή προσκομισθούν νέα ουσιώδη στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει σχετικώς το οικείο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οντότητα ή τον οργανισμό.

64      Στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν της εκδόσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2011/172, δημοσιεύθηκε η ανακοίνωση της 24ης Μαρτίου 2012, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της στο Συμβούλιο.

65      Το γεγονός ότι η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύθηκε μετά την πρώτη εγγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στον κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν μπορεί να κριθεί αφ’ εαυτού ως προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

66      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τις αρχές της Ένωσης, προκειμένου να μη θιγούν τα δικαιώματα άμυνας και, ιδίως, το δικαίωμα ακροάσεως, ενόψει της επιβολής περιοριστικών μέτρων, η γνωστοποίηση, πριν από την αρχική εγγραφή ονόματος προσώπου ή επωνυμίας οντότητας στον κατάλογο για την επιβολή των μέτρων αυτών, των λόγων της οικείας εγγραφής στο θιγόμενο πρόσωπο ή την οντότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, σκέψη 338).

67      Πράγματι, παρόμοια εκ των προτέρων γνωστοποίηση θα διακύβευε την αποτελεσματικότητα των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που επιβάλλουν οι οικείες αρχές (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, σκέψη 339).

68      Προς επίτευξη του επιδιωκομένου με αυτά σκοπού, τέτοια μέτρα πρέπει, ως εκ της φύσεώς τους, να επιβάλλονται αιφνιδιαστικώς και να εφαρμόζονται αμέσως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kadi, σκέψη 340).

69      Συνεπώς, το Συμβούλιο δεν είχε την υποχρέωση να ακούσει την προσφεύγουσα πριν από την αρχική αναγραφή του ονόματός της στους καταλόγους των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας.

70      Εντούτοις, στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως 2012/739 και της αποφάσεως 2013/255, οι οποίες αποτελούν μεταγενέστερες πράξεις διατηρούσες το όνομα της προσφεύγουσας στους καταλόγους με τα ονόματα των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται τα περιοριστικά μέτρα, δεν μπορεί να γίνει λυσιτελής επίκληση του επιχειρήματος περί του στοιχείου αιφνιδιασμού των εν λόγω μέτρων (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, σκέψη 62).

71      Παρά ταύτα, προκύπτει από τη νομολογία ότι το δικαίωμα ακροάσεως πριν την έκδοση πράξεων οι οποίες διατηρούν περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπων που ήδη κατονομάζονται από αυτές προϋποθέτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη νέα στοιχεία εις βάρος των προσώπων αυτών (βλ. συναφώς, και κατ’ αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, σκέψη 63).

72      Στην προκειμένη περίπτωση, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο, όταν διατήρησε το όνομα της προσφεύγουσας στους καταλόγους των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, δεν έλαβε υπόψη του κανένα νέο στοιχείο το οποίο να μην είχε ήδη γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα κατόπιν της αρχικής εγγραφής της.

73      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 63 ανωτέρω, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, να τύχει ακροάσεως από το Συμβούλιο χωρίς αυτό να την καλέσει ρητώς προς τούτο πριν την έκδοση κάθε μεταγενέστερης πράξεως, ελλείψει νέων στοιχείων εις βάρος της που να ελήφθησαν υπόψη.

74      Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας.

75      Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο, την ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως 2012/739, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες κατά των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2012/739 και στον κανονισμό 36/2012, όπως εφαρμόζονται με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1117/2012 του Συμβουλίου (ΕΕ C 370, σ. 6).

76      Ομοίως, στις 23 Απριλίου 2013, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες κατά των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2012/739, όπως εφαρμόζεται με την εκτελεστική απόφαση 2013/185/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, και στον κανονισμό 36/2012, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 363/2013 (ΕΕ C 115, σ. 5).

77      Το περιεχόμενο των εν λόγω ανακοινώσεων αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν με αυτό της ανακοινώσεως της 24ης Μαρτίου 2012.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία κατά τη διάρκεια πλειόνων μηνών να αμφισβητήσει τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την εγγραφή και τη διατήρησή της στον κατάλογο των προσώπων κατά των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα.

79      Όσον αφορά το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα ακροάσεως, διαπιστώνεται ότι ούτε η επίδικη ρύθμιση ούτε η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας παρέχουν στους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα τέτοιας ακροάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2008, T‑256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑3019, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Αναφορικά δε με το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη μη ατομική κοινοποίηση της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/172, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν επιχείρησε καν να αμφισβητήσει τη διαβεβαίωση του Συμβουλίου ότι δεν διέθετε τη διεύθυνσή της κατά τον χρόνο της εκδόσεως της εν λόγω πράξεως.

81      Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο ήταν αδύνατον να μη γνωρίζει τη διεύθυνση της προσφεύγουσας, πρέπει να επισημανθεί ότι, αφενός, η έλλειψη ατομικής κοινοποιήσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/172, μολονότι επηρεάζει τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, εντούτοις δεν δικαιολογεί, αφ’ εαυτής, την ακύρωση της επίμαχης πράξεως. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται επιχειρήματα που να αποδεικνύουν ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η έλλειψη ατομικής κοινοποιήσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/172 είχε ως συνέπεια προσβολή των δικαιωμάτων της δικαιολογούσα την ακύρωση της τελευταίας καθόσον την αφορά.

82      Βάσει των σκέψεων που προηγήθηκαν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας δεν εθίγησαν ούτε κατά την εγγραφή της ούτε κατά τη διατήρησή της στους καταλόγους των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας.

83      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν επαρκή σύνδεσμο μεταξύ της προσφεύγουσας και της καταστάσεως βάσει της οποίας επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας

84      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν περιλαμβάνουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ, αφενός, της ιδίας, της συμπεριφοράς της και των δραστηριοτήτων της και, αφετέρου, των σκοπών των περιοριστικών μέτρων κατά της Συρίας. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είναι, όπως υποστηρίζει, απλώς μητέρα απασχολούμενη αποκλειστικά με οικιακές εργασίες η οποία δεν ασκεί κανένα δημόσιο ή οικονομικό αξίωμα, η απλή ύπαρξη των προσωπικών και οικογενειακών δεσμών που μνημονεύονται στις ως άνω αποφάσεις δεν δικαιολογεί, κατ’ αυτήν, την εγγραφή της στους καταλόγους των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι εν τω μεταξύ ο σύζυγός της απεβίωσε.

85      Κατά την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο συνήγαγε, ως μη όφειλε, εκ των προσωπικών και οικογενειακών της δεσμών, ότι επωφελείται από το συριακό καθεστώς και ότι συνδέεται με αυτό, μολονότι το Συμβούλιο ενομιμοποιείτο να την εγγράψει στις επίμαχες λίστες μόνο εάν διέθετε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πραγματική της συμπεριφορά, τα οποία να θεμελιώνουν την προσωπική της ευθύνη. Συναφώς, η προσφεύγουσα σημειώνει μεταξύ άλλων την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2012, C‑376/10 P, Tay Za κατά Συμβουλίου. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι δεν αρκεί το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει απλώς κατά πόσον ευσταθούν in abstracto οι λόγοι που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο, αλλά οφείλει να βεβαιωθεί ότι αυτό βασίστηκε σε ειδικές και συγκεκριμένες πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία, κάτι που κατά την προσφεύγουσα δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση. Πρόκειται, κατά την προσφεύγουσα, για τον ίδιο τύπο ελέγχου που πραγματοποιεί το Γενικό Δικαστήριο επί των περιοριστικών μέτρων κατά τρομοκρατών.

86      Τέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η κατ’ αυτήν έλλειψη παντός αποδεικτικού στοιχείου στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν δύναται να αντισταθμισθεί από τα αποσπάσματα δημοσιευμάτων από ιστοσελίδες που προσκομίστηκαν από το Συμβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αποδειχθεί ότι η ίδια εμπλέκεται στη συριακή πολιτική ζωή. Συγκεκριμένα, πρόκειται για πληροφορίες που αποτελούν απλώς και μόνον εικασίες.

87      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

88      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/782, οι περιορισμοί όσον αφορά την εισδοχή στο έδαφος των κρατών μελών και η δέσμευση κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών πόρων δεν εφαρμόζονται μόνο έναντι των υπευθύνων για τη βίαιη καταστολή εις βάρος του άμαχου πληθυσμού στη Συρία αλλά επίσης στα πρόσωπα που επωφελούνται των πολιτικών του καθεστώτος ή το υποστηρίζουν, καθώς και στα πρόσωπα τα οποία συνδέονται με αυτό. Οι εν λόγω διατάξεις απαντούν εκ νέου αντιστοίχως στα άρθρα 24, παράγραφος 1, και 25, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2012/739, στα άρθρα 27, παράγραφος 1, και 28, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/255.

89      Το Συμβούλιο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιδίωξε να χρησιμοποιήσει τεκμήριο κατά το οποίο τα πρόσωπα τα οποία αποδεδειγμένως διατηρούν δεσμούς με μέλη του συριακού καθεστώτος κρίνεται ότι επωφελούνται εξ αυτού ή ότι το υποστηρίζουν, και, κατά συνέπεια, ότι συνδέονται με αυτό.

90      Όσον αφορά την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι «επωφελείται από το συριακό καθεστώς και συνδέεται με αυτό», για τον λόγο ότι τυγχάνει αδερφή του προέδρου Bashar Al Assad, ότι ήταν η σύζυγος του Asif Shawkat, Υπαρχηγού Επιτελείου για θέματα Ασφαλείας και Αναγνώρισης, και ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με άλλα πρόσωπα-κλειδιά του συριακού καθεστώτος.

91      Πρέπει να εξεταστεί εάν το Συμβούλιο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

92      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά περιοριστικά μέτρα έναντι τρίτου κράτους, προκύπτει από τη νομολογία ότι οι κατηγορίες φυσικών προσώπων τα οποία ενδέχεται να θιγούν από αυτά περιλαμβάνουν εκείνα των οποίων το συνδετικό στοιχείο προς το επίμαχο τρίτο κράτος προκύπτει σαφέστατα, ήτοι, μεταξύ άλλων, τα άτομα τα οποία συνδέονται με τους ηγέτες της εν λόγω χώρας. Παρόμοιο κριτήριο μπορεί συνεπώς να χρησιμοποιηθεί, αρκεί να έχει προβλεφθεί από τις πράξεις με τις οποίες θεσπίζονται τα προκείμενα περιοριστικά μέτρα και να ανταποκρίνεται στον σκοπό των πράξεων αυτών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψεις 68 και 69).

93      Στην προκειμένη περίπτωση, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η προσφεύγουσα είναι προδήλως πρόσωπο που συνδέεται με την ηγεσία του συριακού καθεστώτος, λόγω του οικογενειακού της δεσμού με τον πρόεδρο της χώρας αυτής και, για όσο ο σύζυγός της ήταν εν ζωή, των καθηκόντων που αυτός εκτελούσε.

94      Αντιθέτως, αφενός, μετά τον θάνατο του τελευταίου, απέκειτο στο Συμβούλιο να τροποποιήσει την απόφαση 2012/739 σχετικώς και να λάβει υπόψη του το γεγονός αυτό κατά την έκδοση της αποφάσεως 2013/255.

95      Αφετέρου, η αναφορά σε «άλλα πρόσωπα-κλειδιά του συριακού καθεστώτος» είναι εξαιρετικά ασαφής, και δεν εξαρκεί για να δικαιολογήσει την εγγραφή και τη διατήρηση της προσφεύγουσας στους καταλόγους των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

96      Εντούτοις, και μόνο το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι η αδερφή του Bashar Al Assad εξαρκεί ώστε το Συμβούλιο βασίμως να εκτιμά ότι αυτή συνδέεται με την ηγεσία της Συρίας υπό την έννοια των προαναφερθεισών στην ανωτέρω σκέψη 88 διατάξεων, πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι η ύπαρξη παραδόσεως οικογενειακής διαχειρίσεως της εξουσίας στη χώρα αυτή συνιστά διαβόητο γεγονός το οποίο το Συμβούλιο μπορούσε να λάβει υπόψη.

97      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα επικαλείται κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, η εφαρμογή στην περίπτωσή της τεκμηρίου σύμφωνα με το οποίο επωφελείται του συριακού καθεστώτος και συνδέεται προς αυτό δεν αντιβαίνει προς την προπαρατεθείσα νομολογία Tay Za κατά Συμβουλίου. Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σύνδεσμος μεταξύ κράτους έναντι του οποίου εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν από το Συμβούλιο και φυσικού προσώπου το οποίο είναι μέλος της οικογένειας διευθύνοντος συμβούλου επιχειρήσεως, ο οποίος θεωρείται ότι συνδέεται με την κυβέρνηση του εν λόγω κράτους, δεν εξαρκούσε ώστε το πρόσωπο αυτό να υπαχθεί στα εν λόγω περιοριστικά μέτρα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψεις 63 έως 65). Εντούτοις, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι δυνατόν να υπαχθούν στις κατηγορίες φυσικών προσώπων έναντι των οποίων ενδεχομένως να στρέφονται στοχευμένα περιοριστικά μέτρα τα πρόσωπα εκείνα των οποίων το συνδετικό στοιχείο με την τρίτη χώρα προκύπτει σαφέστατα, δηλαδή οι ηγέτες των τρίτων χωρών και τα άτομα που συνδέονται με αυτούς (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 68). Ωστόσο, είναι προφανές ότι στην προκειμένη περίπτωση ο σύνδεσμος μεταξύ της προσφεύγουσας και του συριακού καθεστώτος είναι ουσιωδώς αμεσότερος και δεν υπόκειται στους ίδιους περιορισμούς με αυτούς που διατύπωσε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου.

98      Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί εάν το τεκμήριο το οποίο χρησιμοποίησε το Συμβούλιο, κατά το οποίο η προσφεύγουσα επωφελείται του συριακού καθεστώτος και συνδέεται με αυτό, είναι ανάλογο του επιδιωκόμενου σκοπού και εάν είναι μαχητό, δεδομένου ότι το ζήτημα εάν αυτό θίγει τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας εξετάσθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

99      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2011/273, το Συμβούλιο έλαβε περιοριστικά μέτρα έναντι τρίτου κράτους, ήτοι της Συρίας, αντιδρώντας στη βίαιη καταστολή εις βάρος του άμαχου πληθυσμού από τις αρχές της εν λόγω χώρας. Τον ίδιο σκοπό επιδιώκουν επίσης οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες ακολούθησαν την απόφαση 2011/273. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι εάν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα στρέφονταν μόνο κατά των ηγετών του συριακού καθεστώτος, οι επιδιωκόμενοι από το Συμβούλιο σκοποί δεν θα μπορούσαν ίσως να επιτευχθούν, καθώς οι εν λόγω ηγέτες θα μπορούσαν εύκολα να καταστρατηγήσουν τα ως άνω μέτρα μέσω των οικείων τους. Επ’ αυτού υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της «τρίτης χώρας» δύναται να περιλαμβάνει όχι μόνο τους ηγέτες αυτής, αλλά επίσης τα άτομα που συνδέονται με αυτούς (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψεις 43 και 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι το επίμαχο τεκμήριο είναι μαχητό. Συγκεκριμένα, προκύπτει από τις αναφερθείσες στη σκέψη 63 ανωτέρω διατάξεις ότι το Συμβούλιο παρέχει στα πρόσωπα έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα τη δυνατότητα να του υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και επανεξετάζει την απόφασή του εάν προσκομισθούν νέα ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία ή εάν υποβληθούν παρατηρήσεις. Τα πρόσωπα έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα παραμένουν, συνεπώς, ελεύθερα να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο, αποδεικνύοντας ότι, παρά τους προσωπικούς ή οικογενειακούς τους δεσμούς με τους ηγέτες του συριακού καθεστώτος, δεν επωφελούνται από αυτό και δεν συνδέονται με αυτό, ερειδόμενοι κυρίως σε στοιχεία και πληροφορίες που μόνο τα ίδια είναι σε θέση να διαθέτουν.

101    Μολονότι αληθεύει ότι, κατά τη νομολογία, απόκειται στην αρμόδια αρχή της Ένωσης, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την απόδειξη της ελλείψεως του βασίμου των λόγων αυτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2013, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, σκέψη 121∙ βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψεις 37 και 107), προσήκει η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός, το οποίο έγινε δεκτό από το Συμβούλιο, ότι είναι η αδελφή του Bashar Al Assad, αλλά ασκεί απλώς κριτική στα συμπεράσματα που το Συμβούλιο άντλησε από το γεγονός αυτό, δηλαδή το ότι η ίδια επωφελείται του συριακού καθεστώτος και συνδέεται με αυτό.

102    Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν έκανε χρήση της δυνατότητας υποβολής στο Συμβούλιο των παρατηρήσεών της προκειμένου να εξηγήσει για ποιο λόγο οι οικογενειακοί της δεσμοί δεν εξαρκούσαν για να δικαιολογήσουν την εγγραφή της ούτε υπέβαλε σε αυτό αίτηση επανεξετάσεως της καταστάσεώς της προσκομίζοντάς του στοιχεία τα οποία να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, παρά τη σχέση της με τον Bashar Al Assad, δεν επωφελείτο του συριακού καθεστώτος και δεν συνδεόταν με αυτό.

103    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, η προσφεύγουσα αρκέστηκε σε απλές διαβεβαιώσεις σχετικά με τον υποτιθέμενο ρόλο της ως μητέρας απασχολούμενης αποκλειστικά με οικιακές εργασίες, στις οποίες το Συμβούλιο απήντησε προσκομίζοντας, ως παράδειγμα, αποσπάσματα δημοσιευμάτων ιστοσελίδων ορισμένων μέσων μαζικής ενημερώσεως σχετικά με τον πολιτικό ρόλο της προσφεύγουσας. Τα εν λόγω αποσπάσματα δημοσιευμάτων δεν χρησιμεύουν ως απόδειξη της άμεσης εμπλοκής της προσφεύγουσας στην καταστολή του άμαχου πληθυσμού στη Συρία, αλλά αποκλειστικώς ως επιβεβαίωση ότι το Συμβούλιο μπορούσε να συναγάγει ότι αυτή συνδεόταν με το καθεστώς.

104    Αφετέρου, η προσφεύγουσα προσκομίζει νέα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι τα τέκνα της φοιτούν ήδη σε σχολείο στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι και η ίδια η προσφεύγουσα έχει εγκαταλείψει τη Συρία, δεν εξαρκεί, αφ’ εαυτού, ώστε να κριθεί ότι η προσφεύγουσα αποσκίρτησε από το συριακό καθεστώς και χρειάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Συγκεκριμένα, όπως σημειώνει και το Συμβούλιο, η ενδεχόμενη αλλαγή κατοικίας της προσφεύγουσας μπορεί να εξηγηθεί από πλείστους όσους άλλους λόγους, όπως η επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας στη Συρία.

105    Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι η χρήση του τεκμηρίου από το Συμβούλιο προβλέφθηκε από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω) και καθιστά δυνατή την εκπλήρωση των σκοπών τους (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω).

106    Βάσει των προεκτεθέντων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής

107    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εγγραφή της στους καταλόγους των προσώπων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται ιδίως στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων περί επιλήψιμης συμπεριφοράς από μέρους της, η εγγραφή αυτή ούτε αναγκαία ήταν ούτε υπηρετούσε την επίτευξη των επιδιωκόμενων από τα ως άνω μέτρα σκοπών.

108    Κατά την προσφεύγουσα, η δέσμευση των κεφαλαίων της συνεπεία των προσβαλλομένων αποφάσεων θίγει επίσης το δικαίωμά της στην ιδιοκτησία, το οποίο προστατεύεται ιδίως από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς την εμποδίζει να απολαύσει ελεύθερα τα αγαθά της, χωρίς αυτός ο περιορισμός του δικαιώματός της να είναι αναγκαίος ή πρόσφορος για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από το Συμβούλιο σκοπών. Παρά τη συντηρητική τους φύση και την εφαρμογή τους μόνον στους ευρισκόμενους εντός της Ένωσης χρηματοοικονομικούς πόρους, τα περιοριστικά μέτρα τα οποία εφαρμόζονται εις βάρος της της στερούν το δικαίωμά της στην ιδιοκτησία, λόγω αδυναμίας διαθέσεως.

109    Για αντίστοιχους λόγους, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν με τα επίμαχα μέτρα στην ελευθερία της να ταξιδεύει θίγουν, κατά την προσφεύγουσα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής, κατοχυρωμένο ιδίως στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

110    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προβλεπόμενες στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δυνατότητες παρεκκλίσεως από τους εν λόγω περιορισμούς δεν επαρκούν, δεδομένου ότι προϋποθέτουν πρόσθετη αίτηση εκ των υστέρων, αφού δηλαδή έχει θιγεί η ίδια η ουσία των επίμαχων δικαιωμάτων και ότι η χορήγηση των παρεκκλίσεων αυτών επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου και των κρατών μελών.

111    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

112    Υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Όσον αφορά το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αναγνωρίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑356/11 και C‑357/11, Ο. κ.λπ., σκέψη 76).

113    Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα δεν απολαύουν, στο δίκαιο της Ένωσης, απόλυτης προστασίας, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi, σκέψη 355). Κατά συνέπεια, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση δυναμένη να θίξει την ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιωμάτων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Ιουλίου 1996, C‑84/95, Bosphorus, Συλλογή 1996, σ. I‑3953, σκέψη 21, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑539/10 P και C‑550/10 P, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψη 121).

114    Επιπροσθέτως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οικεία διάταξη σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2011, C‑176/09, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. I‑3727, σκέψη 61, και προπαρατεθείσα απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψη 122).

115    Στην προκειμένη περίπτωση, η δέσμευση κεφαλαίων, περιουσιακών στοιχείων και άλλων χρηματοοικονομικών πόρων των προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως συνδεόμενα με το συριακό καθεστώς καθώς και η απαγόρευση εισόδου τους στο έδαφος της Ένωσης (στο εξής: επίμαχα μέτρα) που επιβλήθηκαν με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις συνιστούν συντηρητικά μέτρα τα οποία δεν εκλαμβάνονται ως στερούντα από τα θιγόμενα πρόσωπα την ιδιοκτησία τους ή το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Kadi, σκέψη 358). Πάντως, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα συνεπάγονται αναμφισβήτητα περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και θίγουν την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψη 120).

116    Όσον αφορά τον κατάλληλο χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων υπό το πρίσμα ενός σκοπού γενικού συμφέροντος τόσο θεμελιώδους για τη διεθνή κοινότητα όσο η προστασία του αμάχου πληθυσμού, αυτά δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν, αφ’ εαυτών, ως ακατάλληλα (βλ., υπό την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα απόφαση Bosphorus, σκέψη 26, απόφαση Kadi, σκέψη 363, και προπαρατεθείσα απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψη 123).

117    Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων, διαπιστώνεται ότι εναλλακτικά και λιγότερο δεσμευτικά μέτρα, όπως το σύστημα προηγούμενης άδειας ή η υποχρέωση εκ των υστέρων δικαιολογήσεως της χρήσεως των καταβληθέντων κεφαλαίων, δεν θα καθιστούσαν δυνατή εξίσου αποτελεσματικώς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της ασκήσεως πιέσεως στους υποστηρικτές του συριακού καθεστώτος που διώκει τον άμαχο πληθυσμό, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας καταστρατηγήσεως των επιβληθέντων περιορισμών (βλ., κατ’ αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψη 125).

118    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 19, παράγραφοι 3 έως 7, της αποφάσεως 2011/782, το άρθρο 25, παράγραφοι 3 έως 11, της αποφάσεως 2012/739, καθώς και το άρθρο 28, παράγραφοι 3 έως 11, της αποφάσεως 2013/255 προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτρέπεται η χρήση των δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγούνται συγκεκριμένες άδειες για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων.

119    Επίσης, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2011/782 και το άρθρο 24, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2012/739, καθώς και το άρθρο 27, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2013/255, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να επιτρέψει την είσοδο στο έδαφός του για λόγους επείγουσας ανθρωπιστικής ανάγκης.

120    Τέλος, η διατήρηση του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί δυσανάλογη λόγω του φερομένου ως εν δυνάμει απεριόριστου χαρακτήρα της. Συγκεκριμένα, η διατήρηση αυτή αποτελεί το αντικείμενο περιοδικής επανεξετάσεως ώστε να διασφαλίζεται ότι θα διαγράφονται τα πρόσωπα και οι οντότητες που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια αναγραφής τους στον επίμαχο κατάλογο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Kadi, σκέψη 365, και προπαρατεθείσα απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψη 129).

121    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, δεδομένης της πρωταρχικής σημασίας της προστασίας του άμαχου πληθυσμού στη Συρία, καθώς και των προβλεπομένων εξαιρέσεων στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι περιορισμοί στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής της προσφεύγουσας οι οποίοι επιβλήθηκαν συνεπεία των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν είναι δυσανάλογοι.

122    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, και, συνεκδοχικώς, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

123    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Bouchra Al Assad στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Berardis

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαρτίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.