Language of document : ECLI:EU:C:2009:130

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 5ης Μαρτίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑429/07

Inspecteur van de Belastingdienst/P/kantoor P

κατά

X BV

[αίτηση του Gerechtshof te Amsterdam (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Πολιτική ανταγωνισμού – Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Amicus curiae – Γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την Επιτροπή – Εθνική ένδικη διαφορά σχετικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής»





I –    Εισαγωγή

1.        Είναι η πρώτη φορά του το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την ή τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εξαρτάται η υποβολή γραπτών παρατηρήσεων από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (2).

2.        Το ζήτημα αυτό, το οποίο τέθηκε με προδικαστική παραπομπή από το Gerechtshof te Amsterdam (Κάτω Χώρες), ανέκυψε στο ιδιαίτερο πλαίσιο μιας φορολογικής διαφοράς σχετικά με τη δυνατότητα μερικής εκπτώσεως ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Η κοινοτική ρύθμιση

3.        Το άρθρο 15 του κανονισμού 1/2003, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία με τα εθνικά δικαστήρια», ορίζει:

«1.      Στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ], τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να ζητούν από την Επιτροπή να τους διαβιβάσει πληροφορίες που κατέχει ή τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού.

2.      Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή αντίγραφο οιασδήποτε γραπτής απόφασης εθνικού δικαστηρίου επί της εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ]. Το εν λόγω αντίγραφο διαβιβάζεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιείται στα μέρη η πλήρης γραπτή απόφαση.

3.      Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών μπορούν να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα εθνικά δικαστήρια της χώρας τους σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ]. Με την άδεια του εν λόγω δικαστηρίου, μπορούν επίσης να υποβάλλουν προφορικές παρατηρήσεις στα εθνικά δικαστήρια των οικείων κρατών μελών. Όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 82 [ΕΚ], η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα δικαστήρια των κρατών μελών. Με την άδεια του εν λόγω δικαστηρίου μπορεί επίσης να υποβάλλει προφορικές παρατηρήσεις.

Προκειμένου να προετοιμάσουν τις παρατηρήσεις τους και μόνο, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών και η Επιτροπή δύνανται να ζητούν από το οικείο δικαστήριο του κράτους μέλους να τους διαβιβάσει οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο για την αξιολόγηση της υπόθεσης ή να εξασφαλίσει τη διαβίβασή του.

[…]»

4.        Στην εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003 εκτίθενται:

«Η συνεπής εφαρμογή της νομοθεσίας του ανταγωνισμού προϋποθέτει επίσης τη συγκρότηση μηχανισμών για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών και της Επιτροπής. Αυτό ισχύει για όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών που εφαρμόζουν τα άρθρα 81 [ΕΚ] ή 82 [ΕΚ], ανεξάρτητα από το εάν τα εφαρμόζουν σε δίκες μεταξύ ιδιωτών ή ενεργώντας ως δημόσιες αρχές επιβολής του νόμου ή ως δευτεροβάθμια όργανα. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να μπορούν να απευθύνονται στην Επιτροπή και να της ζητούν πληροφορίες ή τη γνώμη της σχετικά με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού. Εξάλλου, θα πρέπει να αναγνωρισθεί στην Επιτροπή και στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών η εξουσία να διατυπώνουν παρατηρήσεις, γραπτές ή προφορικές, ενώπιον των δικαστηρίων οσάκις εφαρμόζονται τα άρθρα 81 [ΕΚ] ή 82 [ΕΚ]. Οι παρατηρήσεις αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται εντός των πλαισίων των εθνικών δικονομικών κανόνων και πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μερών. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να κατοχυρωθεί η δυνατότητα της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών να ενημερώνονται επαρκώς για τις διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.»

Β –     Β –       Η εθνική νομοθεσία

5.        Το άρθρο 89h του νόμου της 22ας Μαΐου 1997, με τον οποίο θεσπίστηκαν νέοι κανόνες ανταγωνισμού (Mededingingswet), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 30ής Ιουνίου 2004 (στο εξής: Mededingingswet), ορίζει:

«1.      Όταν δεν είναι διάδικοι, το διοικητικό συμβούλιο [της Nederlandse Mededingingsautoriteit (ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού, στο εξής: NMa)] ή η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύνανται, στο πλαίσιο της εκδικάσεως προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 αν το διοικητικό συμβούλιο [της NMa] ή η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν εκφράσει την επιθυμία τους γι’ αυτό. Ο δικαστής δύναται να τάξει προθεσμία προς τούτο. Επίσης, με άδεια του δικαστή δύνανται να υποβάλουν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

2.      Κατόπιν αιτήσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, ο δικαστής διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο [της NMa] και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όλα τα έγγραφα που αφορά η διάταξη αυτή. Οι διάδικοι δύνανται, εντός προθεσμίας που τάσσει ο δικαστής, να γνωστοποιήσουν την άποψή τους σχετικά με τα έγγραφα που πρέπει να διαβιβαστούν.

3.      Οι διάδικοι δύνανται να απαντήσουν στις παρατηρήσεις του διοικητικού συμβουλίου [της NMa] ή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός προθεσμίας που τάσσει ο δικαστής. Ο τελευταίος δύναται να επιτρέψει στους διαδίκους να απαντήσουν στις παρατηρήσεις αλλήλων.»

6.        Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου της 30ής Ιουνίου 2004 με τον οποίο τροποποιήθηκε ο Mededingingswet, διευκρινίζεται ότι οι γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις της Επιτροπής έχουν τον χαρακτήρα γνώμης και έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού. Προς τούτο, η Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν να τηρούν τους ολλανδικούς δικονομικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, σε μια δίκη μεταξύ αντιδίκων, ο δικαστής έχει παθητικό ρόλο. Κατά συνέπεια, η ανεξαρτησία του δικαστή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα των διαδίκων και να μεριμνούν ώστε να μένουν εμπιστευτικά τα εμπιστευτικά στοιχεία των υποθέσεων. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το εθνικό δικαστήριο έχει την εξουσία να ζητήσει από την Επιτροπή πληροφορίες ή τη γνώμη της.

7.        Το άρθρο 3.14 του νόμου του 2001 περί φόρου εισοδήματος (Wet Inkomstenbelasting 2001) ορίζει:

«1.      Κατά τον υπολογισμό των κερδών, δεν μπορούν να εκπέσουν τα έξοδα και το κόστος που συνδέεται με τα ακόλουθα κονδύλια:

[…]

c.      Τα πρόστιμα που επιβάλλονται από Ολλανδό δικαστή και τα ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο για να αποφευχθούν δικαστικές διώξεις στις Κάτω Χώρες ή για να τηρηθεί μια προϋπόθεση μειώσεως της ποινής καθώς και τα πρόστιμα που επιβάλλονται από όργανο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του γενικού νόμου περί κρατικών φόρων [(Algemene wet inzake rijksbelastingen)], του νόμου περί τελωνείων [(Douanewet)], του συντονιστικού νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως [(Coördinatiewet Sociale Verzekering)], του νόμου περί διοικητικής αντιμετωπίσεως των παραβάσεων ορισμένων διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας [(Wet administratiefrechtelijke handhaving verkeersvoorschriften)] και του νόμου περί ανταγωνισμού· […]».

III – Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8.        Με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι BPB plc, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Lafarge SA και Gyproc Benelux NV, μετέχοντας μεταξύ των ετών 1992 έως 1998 σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των γυψοσανίδων, παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ (3). Επίσης, με την ίδια απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο σε κάθε μία από τις εταιρίες αυτές. Τα πρόστιμα αυτά καταβλήθηκαν προσωρινά ή διασφαλίστηκαν με τραπεζική εγγύηση.

9.        Τα πρόστιμα που επέβαλε η Επιτροπή επικυρώθηκαν από το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με αποφάσεις του της 8ης Ιουλίου 2008 (4).

10.      Πριν από τη δημοσίευση των αποφάσεων του Πρωτοδικείου με τις οποίες επικυρώθηκε το ποσό των προστίμων αυτών, μια από τις τέσσερις πιο πάνω εταιρίες, την οποία το παραπέμπον δικαστήριο αποκαλεί εταιρία X KG, μετακύλισε μέρος του προστίμου σε μια από τις θυγατρικές της που εδρεύει στις Κάτω Χώρες, την εταιρία X BV (στο εξής: εταιρία Χ).

11.      Στις 13 Μαρτίου 2004, η ολλανδική εφορία απηύθυνε στην εταιρία X ατομική ειδοποίηση για την καταβολή φόρου εταιριών για τη χρήση 2002. Με έγγραφο της 8ης Απριλίου 2004, η ίδια εταιρία υπέβαλε στον Inspecteur van de Belastingdienst/P/kantoor P διοικητική ένσταση κατά της ατομικής ειδοποιήσεως, η οποία διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της 11ης Μαρτίου 2005.

12.      Στις 19 Απριλίου 2005, η εταιρία X έφερε την υπόθεση ενώπιον του Arrondissementsrechtbank Haarlem, το οποίο είναι αρμόδιο για φορολογικές υποθέσεις. Οι διάδικοι αντιδίκησαν επί του ζητήματος αν το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή και που μετακυλίθηκε στην εταιρία X συνιστά πρόστιμο υπό την έννοια του άρθρου 3.14, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου του 2001 περί φόρου εισοδήματος, το οποίο απαγορεύει την έκπτωση, από τα κέρδη μιας επιχειρήσεως, των προστίμων που επιβάλλονται από τα κοινοτικά όργανα.

13.      Με απόφαση της 22ας Μαΐου 2006, το Arrondissementsrechtbank Haarlem δέχθηκε τη δυνατότητα μερικής εκπτώσεως του προστίμου, καθόσον το πρόστιμο είχε ως σκοπό να στερήσει τον παραβάτη από τα οφέλη που απέρρευσαν από την παράβαση.

14.      Η ολλανδική εφορία άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam με δικόγραφο της 30ής Ιουνίου 2006.

15.      Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2007, η Επιτροπή, η οποία ειδοποιήθηκε από δημοσιεύματα του Τύπου και μέσω της NMa για την απόφαση του Arrondissementsrechtbank Haarlem και για την εκκρεμή δίκη, πληροφόρησε το Gerechtshof te Amsterdam ότι επιθυμεί να παρέμβει ως amicus curiae βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε να ταχθεί προς τούτο προθεσμία και να της κοινοποιηθούν τα έγγραφα που είναι αναγκαία για να καταλάβει την ένδικη διαφορά.

16.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Αυγούστου 2007 ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam, οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Επιτροπή κλήθηκαν να διατυπώσουν την άποψή τους επί του ζητήματος αν το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επιτρέπει στην Επιτροπή να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στην κύρια δίκη.

17.      Εκτιμώντας ότι υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιτρέπει το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 στην Επιτροπή να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις σε μια δίκη η οποία αφορά τη δυνατότητα της εφεσίβλητης να αφαιρέσει από τα (φορολογητέα) κέρδη που είχε το 2002 ένα πρόστιμο το οποίο η Επιτροπή επέβαλε στην X KG λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και το οποίο η τελευταία μετακύλισε (κατά ένα μέρος) στην εφεσίβλητη;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.      Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η εταιρία X, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Επίσης, οι τελευταίες καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Δεκεμβρίου 2008.

V –    Ανάλυση

19.      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα δικαστήρια των κρατών μελών «[ό]ταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 82 [ΕΚ]».

20.      Όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου διαφωνούν ως προς την ερμηνεία της εκφράσεως που παρατίθεται αμέσως πιο πάνω.

21.      Στην ουσία, κατά την εταιρία X και την Ολλανδική Κυβέρνηση, η έκφραση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να ερμηνευθεί στενά και έχει ως σκοπό να διασφαλίσει τη συνεπή ερμηνεία των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και να βοηθήσει τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές. Έτσι, η παρέμβαση της Επιτροπής ως amici curiae περιορίζεται στο στενό πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ από τα εθνικά δικαστήρια. Η προσέγγιση αυτή συνάδει με το γράμμα, τον σκοπό και το ιστορικό του άρθρου 15 του κανονισμού 1/2003, καθώς και με τα ερμηνευτικά κείμενα του εν λόγω κανονισμού, όπως είναι η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (5). Επιπλέον, κατά τη γνώμη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 με σκοπό ευρύτερο από τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Τέλος, η κυβέρνηση αυτή θεωρεί ότι η συνεπής εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν μπορεί να θιγεί σε μια περίπτωση όπου ο εθνικός δικαστής δεν καλείται να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει το ένα ή το άλλο από τα άρθρα αυτά. Επομένως, το σύνολο των σκέψεων αυτών αποκλείει το να μπορέσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 να υποβάλει παρατηρήσεις σε μια διαφορά εθνικού φορολογικού δικαίου, όπως αυτή της οποίας έχει επιληφθεί το παραπέμπον δικαστήριο.

22.      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη στην ουσία από την Ιταλική Κυβέρνηση, θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί ευρέως το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 και ειδικότερα η έκφραση «συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 82 [ΕΚ]», από την οποία εξαρτάται η υποβολή γραπτών παρατηρήσεών της ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, δεν είναι σωστό να θεωρηθεί ότι η υποβολή γραπτών παρατηρήσεων βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 εξαρτάται από την πρόσθετη προϋπόθεση η εθνική δίκη να αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ. Αντιθέτως, είναι αρκετό η διαφορά να μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη συνεπή εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι διατάξεις της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 1/2003 και η ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ έχουν απλώς ενδεικτική αξία και δεν μπορούν να περιορίσουν μια ευρεία ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού. Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών και στο μέτρο που έχει σημαντική διακριτική ευχέρεια να εξετάσει αν σε μια υπόθεση χρειάζεται η υποβολή γραπτών παρατηρήσεων ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι έχει εξουσία και έννομο συμφέρον να καταθέσει τέτοιες παρατηρήσεις στο πλαίσιο της φορολογικής διαφοράς στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, τα πρόστιμα, εφόσον με αυτά τιμωρούνται μορφές συμπεριφοράς που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, συνδέονται με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, όπως αναφέρει το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ. Πάντως, η δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, έστω και μέρους των προστίμων που επιβάλλονται με απόφαση της Επιτροπής συνεπάγεται τον κίνδυνο να περιοριστεί σημαντικά το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της αποφάσεως αυτής και θέτει σε κίνδυνο τους στόχους της Συνθήκης ΕΚ, και ειδικότερα την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί, αφενός, ότι ο εθνικός δικαστής δεν δεσμεύεται από τις γραπτές παρατηρήσεις που η ίδια καταθέτει και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, δεν αποκτά την ιδιότητα διαδίκου στην κύρια δίκη.

23.      Για να ανακεφαλαιωθεί η προβληματική την οποία θέτει η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, η προβληματική αυτή οδηγεί στο ζήτημα αν στην προϋπόθεση του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 εμπίπτει μια κατάσταση στην οποία, με την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων ενώπιον δευτεροβαθμίου εθνικού δικαστηρίου, η Επιτροπή θέλει να διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή μιας δικής της αποφάσεως σχετικά με την υλοποίηση του άρθρου 81 ΕΚ, συνεπή εφαρμογή την οποία, κατά την Επιτροπή, το εν λόγω δικαστήριο θα μπορέσει να θίξει αν επικυρώσει την ερμηνεία και τη λύση που δόθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

24.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση κατάσταση υπάγεται στις «μη χαρακτηριστικές περιπτώσεις» όπου δύναται να οδηγηθεί στο να χρησιμοποιήσει τις δικονομικές αρμοδιότητες που της παρέχει το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι οι «χαρακτηριστικές περιπτώσεις» που αφορά η διάταξη αυτή είναι εκείνες στις οποίες ο εθνικός δικαστής καλείται να εφαρμόσει τα άρθρα 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ σε δεδομένη κατάσταση και/ή τα εφαρμόζει με συγκεκριμένο τρόπο.

25.      Κατόπιν αυτού, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 την οποία υποστηρίζουν η εταιρία X και η Ολλανδική Κυβέρνηση.

26.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός τους ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να κινεί τη διαδικασία του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει ο κίνδυνος η συνεπής ερμηνεία των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ να θιγεί από μια απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, αρκεί η διαπίστωση ότι το κείμενο της εν λόγω διατάξεως αναφέρει τη «συνεπή εφαρμογή» των εν λόγω άρθρων και όχι μόνον την ερμηνεία τους.

27.      Στη συνέχεια, δεν πείθει ούτε και ο ισχυρισμός της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα υποβολής γραπτών παρατηρήσεων βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 σε μια διαφορά σχετικά με την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, καθόσον ουδόλως υπάρχει ο κίνδυνος η διαφορά αυτή να θίξει τη συνεπή εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, αλλά, το πολύ, την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων αυτών.

28.      Συγκεκριμένα, εφόσον η έννοια της συνέπειας είναι ως εκ της φύσεώς της πολυσήμαντη, η έκφραση του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 κάλλιστα μπορεί να παραπέμψει στις καταστάσεις όπου ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να θίξει τόσο την εσωτερική συνέπεια των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, δηλαδή, στην ουσία, τη συνεπή εφαρμογή των προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών, όσο και την εξωτερική συνέπειά τους, δηλαδή το να διατηρήσουν οι διατάξεις αυτές μια λογική και κατανοητή θέση στο γενικότερο πλαίσιο του συστήματος των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού ή των κανόνων της Συνθήκης (6).

29.      Πάντως, αν θεωρηθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 αφορά τη συνέπεια υπό τη δεύτερη έννοιά της, δεν αποκλείεται, όπως θα εξετάσω στη συνέχεια, το ενδεχόμενο ο εθνικός δικαστής που εκδικάζει μια διαφορά εθνικού δικαίου κάλλιστα να θίξει τη συνεπή εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

30.      Εν προκειμένω, κατ’ εμέ εύκολα μπορεί κανείς να δει ότι μια εθνική δικαστική απόφαση, η οποία επιτρέπει την έκπτωση, από τα φορολογητέα κέρδη, του συνόλου ή μέρους ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής για την υλοποίηση του άρθρου 81 ΕΚ, δύναται να θίξει τη συνεπή εφαρμογή της τελευταίας αποφάσεως εντός των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι σχετικές επιχειρήσεις.

31.      Ασφαλώς, στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η υποβολή γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 έχει σχέση με μια περίπτωση όπου το ζήτημα είναι περισσότερο να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή μιας αποφάσεως για την υλοποίηση του άρθρου 81 ΕΚ και λιγότερο να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της τελευταίας διατάξεως.

32.      Ωστόσο, νομίζω ότι θα ήταν τυπολατρικό οι συνέπειες που περιγράφτηκαν μόλις πιο πάνω να συναχθούν ευθέως από την προταθείσα στο σημείο 28 των προτάσεών μου δεύτερη ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003.

33.      Κατ’ αρχάς, μολονότι η έννοια της συνέπειας διακρίνεται από την έννοια της ομοιομορφίας, κατά το ότι η πρώτη μπορεί να έχει διαβαθμίσεις πράγμα που κατ’ αρχήν δεν μπορεί να συμβεί όσον αφορά τη δεύτερη, πρέπει να σημειωθεί ότι η τελευταία έννοια χρησιμοποιείται σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού 1/2003 αντί της έννοιας της «συνέπειας» ή της εκφράσεως «συνεπής εφαρμογή» που χρησιμοποιούνται στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις του νομοθετήματος αυτού. Έτσι, η έκφραση «ομοιόμορφη εφαρμογή» χρησιμοποιείται στη δανική («ensartede anvendelse»), στην ιταλική («applicazione uniforme») και στη σουηδική («enhetliga tillämpningen») απόδοση του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, ενώ ο όρος ομοιόμορφη χρησιμοποιείται στη γερμανική («einheitliche»), στη δανική και στη σουηδική απόδοση των σχετικών αιτιολογικών σκέψεων του εν λόγω κανονισμού.

34.      Στη συνέχεια, η έννοια της συνέπειας ή, ακριβέστερα, η έκφραση «συνεπής εφαρμογή» είναι αρκετά ευλύγιστη για να μπορέσουν να υπαχθούν στον μηχανισμό του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 καταστάσεις στις οποίες ένα εθνικό δικαστήριο θα έθετε ή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ομοιόμορφη, ακόμη και αποτελεσματική, εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ (7). Η προσέγγιση αυτή φαίνεται ακόμη πιο ενδεδειγμένη εφόσον οι στόχοι του κανονισμού 1/2003 είναι να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (8), στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής επιτηρήσεως που της αναθέτει το κοινοτικό δίκαιο (9), επιτελεί μια πρωτεύουσα λειτουργία.

35.      Τέλος, εφόσον η ερμηνεία του άρθρου 81 ΕΚ είναι ένα με την ίδια τη διάταξη αυτή, δύσκολα μπορώ να διανοηθώ ότι η Επιτροπή δεν θα μπορεί να επικαλεστεί τον μηχανισμό του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, ενδεχομένως με την αιτιολογία ότι το θεσμικό αυτό όργανο θεωρείται ότι έχει ως σκοπό μόνο να διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή μιας αποφάσεως που, η ίδια, εφαρμόζει και ερμηνεύει το άρθρο 81 ΕΚ. Εν προκειμένω, νομίζω ότι είναι αδύνατον η γενομένη από το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 παραπομπή στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ να μην έχει σχέση όχι μόνο με την ερμηνεία που το Δικαστήριο δίνει στις διατάξεις αυτές, αλλά και με τη στηριζόμενη στις ίδιες διατάξεις πρακτική της Επιτροπής σχετικά με τη λήψη αποφάσεών της, εκτός αν, φυσικά, η πρακτική αυτή θεωρηθεί παράνομη από τον κοινοτικό δικαστή.

36.      Βέβαια, θα μπορούσε ακόμα να αντιταχθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 έχει σκοπό να διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή μόνον των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, και όχι άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, όπως το άρθρο 83 ΕΚ βάσει του οποίου η Επιτροπή έχει την εξουσία, μεταξύ άλλων, να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που έχουν παραβεί την απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

37.      Ωστόσο, μια τέτοια αντίρρηση θα αγνοούσε την κατά το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ «εντελέχεια» των προστίμων, τα οποία σκοπό έχουν να «εξασφαλίσουν την τήρηση των απαγορεύσεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] και του άρθρου 82 [ΕΚ]» και τα οποία, επομένως, είναι ένα από τα μέσα που παρέχονται στην Επιτροπή για να μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα επιτηρήσεως που της αναθέτει το κοινοτικό δίκαιο (10).

38.      Πάντως, υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν, το λιγότερο, τεχνητό να θεωρηθεί ότι, παρά τον εγγενή σύνδεσμο των προστίμων με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, εκ των προτέρων δεν θα μπορούσε να θίξει τη συνεπή εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ μια εθνική δίκη στην οποία θα εγειρόταν ένα ζήτημα σχετικό με τη φύση των προστίμων που επιβάλλονται με απόφαση της Επιτροπής για να διασφαλιστεί η τήρηση της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

39.      Έτσι, φθάνω στην κύρια αντίρρηση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και της εταιρίας X ότι ο μηχανισμός του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 σχεδιάστηκε να ενεργοποιείται μόνον όταν ένα εθνικό δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει τα άρθρα 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

40.      Η επιχειρηματολογία αυτή, το δέχομαι, δεν στερείται παντελώς βάσεως, καθόσον, χωρίς αμφιβολία, ο μηχανισμός του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 προβλέφθηκε στην ουσία για να ενεργοποιείται όταν τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να αποφανθούν επί της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και/ή του άρθρου 82 ΕΚ.

41.      Έτσι, είναι προφανές ότι η μετάβαση από μια ιδιαιτέρως συγκεντρωτική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, όπως εκείνη που υπήρχε υπό τον κανονισμό 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (11), σε ένα καθεστώς αποσυγκεντρωτικής εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, όπως αυτό που θεσμοθέτησε ο κανονισμός 1/2003, απαιτεί τη χρησιμοποίηση μηχανισμών κατάλληλων να διασφαλίσουν την «πραγματική», «αποτελεσματική», «ομοιόμορφη» και/ή «συνεπή» εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, ανάλογα με τις διάφορες εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο κανονισμός 1/2003 (12). Είναι αλήθεια και ότι στους μηχανισμούς αυτούς περιλαμβάνονται οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 15 του κανονισμού 1/2003 μηχανισμοί που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ, από τη μια πλευρά, των δικαστηρίων των κρατών μελών και, από την άλλη πλευρά, της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

42.      Ωστόσο, θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος μηχανισμός συνεργασίας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί το εθνικό δικαστήριο αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ, αλλά κάλλιστα μπορεί να επεκταθεί σε μια κατάσταση όπου ο εθνικός δικαστής, μολονότι έχει επιληφθεί μιας διαφοράς εθνικού δικαίου, αποφαίνεται, στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς, επί του νοήματος ή του περιεχομένου μιας εγγενώς συνδεδεμένης με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ εννοίας ή εκφράσεως του κοινοτικού δικαίου, όπως ένα πρόστιμο που επιβάλλεται από την Επιτροπή.

43.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 αναφέρεται μόνο στη «συνεπή εφαρμογή» των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Έτσι, σε αντίθεση, αφενός, με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά τις αιτήσεις των εθνικών δικαστηρίων, «στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ]», να τους δώσει η Επιτροπή πληροφορίες ή τη γνώμη της, και, αφετέρου, με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά τη διαβίβαση στην Επιτροπή των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων «επί της εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ]», το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 δεν εξαρτά την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής από την ύπαρξη εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στην οποία τούτο καλείται να αποφανθεί επί της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

44.      Στη συνέχεια, ναι μεν η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003 αναφέρει ότι «πρέπει να αναγνωρισθεί στην Επιτροπή […] η εξουσία να διατυπών[ει] παρατηρήσεις, γραπτές […], ενώπιον των δικαστηρίων οσάκις εφαρμόζονται τα άρθρα 81 [ΕΚ] ή 82 [ΕΚ]» (13), πλην όμως τούτο, από μόνο του, δεν περιορίζει την παρασχεθείσα στην Επιτροπή δυνατότητα να υποβάλλει υπό άλλες συνθήκες παρατηρήσεις, αρκεί να τηρείται η προϋπόθεση που περιλαμβάνεται στο ίδιο το κείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού αυτού.

45.      Επιπλέον, θα παρατηρήσω ότι το τμήμα μιας περιόδου της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 1/2003 το οποίο παρέθεσα στο προηγούμενο σημείο των προτάσεών μου δεν αντικατοπτρίζει με ακρίβεια το κείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, αφενός, διαπιστώνεται ότι η περίοδος αυτή αντιμετωπίζει με πανομοιότυπο τρόπο τις γραπτές παρατηρήσεις και τις προφορικές παρατηρήσεις που η Επιτροπή υποβάλλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ενώ το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 εξαρτά τις δεύτερες από προηγούμενη άδεια του εθνικού δικαστηρίου. Αφετέρου, η ίδια περίοδος θέτει σε ίση μοίρα τις παρατηρήσεις που διατυπώνει η Επιτροπή και εκείνες που υποβάλλουν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού, ενώ, όπως δέχεται και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η προϋπόθεση που ισχύει για την πρώτη («όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 82 [ΕΚ]») είναι, τουλάχιστον στο γράμμα της, διαφορετική από εκείνη που αφορά τις δεύτερες, οι οποίες δύνανται να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους «σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ]».

46.      Κατά συνέπεια, από αυτή την περίοδο της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως δεν μπορεί να συναχθεί ένα τόσο αυστηρό συμπέρασμα όσο εκείνο που η Ολλανδική Κυβέρνηση πρότεινε σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003.

47.      Ομοίως, ναι μεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ της διαβιβάσεως στην Επιτροπή, ολόκληρης, κάθε γραπτής αποφάσεως των εθνικών δικαστηρίων «επί της εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ]», σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, και της ευχέρειας του κοινοτικού αυτού οργάνου να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις στα δικαστήρια των κρατών μελών, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού, πλην όμως ο σύνδεσμος αυτός δεν μπορεί να αναχθεί σε προϋπόθεση για την κατάθεση των εν λόγω παρατηρήσεων.

48.      Συγκεκριμένα, αν συνέβαινε αυτό, η Επιτροπή ποτέ δεν θα μπορούσε να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον των πρωτοβαθμίων εθνικών δικαστηρίων ή όταν δεν τηρήθηκε η υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 αλλά όταν η Επιτροπή μπόρεσε με άλλον τρόπο να λάβει γνώση μιας δικαστικής αποφάσεως που θεωρεί ότι μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη συνεπή εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, και επομένως απαιτεί να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου τα εν λόγω δικαστήρια αποφαίνονται επί της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ.

49.      Εξ αυτών συνάγω ότι η υποβολή γραπτών παρατηρήσεων από την Επιτροπή ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών δεν μπορεί να εξαρτηθεί από μια πρόσθετη ή σιωπηρή προϋπόθεση ότι η ικανή να θίξει τη συνεπή εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ εκτίμηση από ένα εθνικό δικαστήριο πρέπει να γίνει στο πλαίσιο διαφοράς εντός της οποίας το δικαστήριο αυτό καλείται να εφαρμόσει τα εν λόγω άρθρα.

50.      Με τις παρατηρήσεις της, η Ολλανδική Κυβέρνηση άφησε να νοηθεί ότι η προσέγγιση αυτή θα δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου εφόσον θα καταστεί απεριόριστη η δυνατότητα της Επιτροπής να υποβάλλει παρατηρήσεις στα εθνικά δικαστήρια, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003.

51.      Η αιτίαση αυτή δεν πείθει. Συγκεκριμένα, τα όρια για τη χρήση του μηχανισμού του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 είναι εκείνα που θέτει η προϋπόθεση που περιέχεται στην εν λόγω παράγραφο. Άλλωστε, όπως εξέθεσα πιο πάνω, μου φαίνεται ότι, ανεξάρτητα από τη φύση της επίμαχης διαφοράς, οι εκτιμήσεις ενός εθνικού δικαστηρίου που έχουν σχέση με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη συνεπή εφαρμογή τους είναι καθοριστικές για να μπορέσει η Επιτροπή να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003.

52.      Ακριβώς αυτή νομίζω ότι είναι η κατάσταση εν προκειμένω, κατάσταση που έκανε την Επιτροπή να θελήσει να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου.

53.      Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, για να μην εφαρμόσει το άρθρο 3.14, παράγραφος 1, στοιχείο c, του ολλανδικού νόμου του 2001 περί φόρου εισοδήματος, το Arrondissementsrechtbank Haarlem, το οποίο εκδίκασε σε πρώτο βαθμό τη φορολογική διαφορά, έκρινε ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται με απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ έχουν στην ουσία τον χαρακτήρα «αφαιρέσεως ενός οφέλους», πράγμα που έκανε το δικαστήριο αυτό να δεχθεί ότι τα πρόστιμα αυτά μπορούν, τουλάχιστον εν μέρει, να εκπέσουν από τα φορολογητέα κέρδη.

54.      Πάντως, μια τέτοια εκτίμηση επί της φύσεως των προστίμων που επιβάλλονται από την Επιτροπή αφορά χωρίς αμφιβολία μια έννοια που ανάγεται στο κοινοτικό δίκαιο και που συνδέεται εγγενώς με την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ και/ή του άρθρου 82 ΕΚ. Με άλλα λόγια, έστω και αν η διαφορά της οποίας είχε επιληφθεί το Arrondissementsrechtbank Haarlem είναι φορολογικής φύσεως, οι εκτιμήσεις του δικαστηρίου αυτού σαφώς έχουν σχέση με ένα ζήτημα που εγγενώς συνδέεται με την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ και/ή του άρθρου 82 ΕΚ.

55.      Όπως προκύπτει από το σημείο 2.3 της αποφάσεως περί παραπομπής καθώς και από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου, ακριβώς η εκτίμηση αυτή, η οποία αφορά τη φύση των προστίμων που επιβάλλονται με απόφαση της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, είναι εκείνη που η Επιτροπή θεωρεί ότι θέτει σε κίνδυνο τη συνεπή εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της νομολογίας του Δικαστηρίου ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται εντός αυτού του πλαισίου έχουν ως σκοπό την καταστολή των παράνομων μορφών συμπεριφοράς καθώς και την αποτροπή της επαναλήψεώς τους (14). Επιπλέον, η νομολογία αυτή κάνει την Επιτροπή να ισχυριστεί ότι η «αφαίρεση ενός οφέλους» σαφώς δεν είναι ο πρώτος στόχος των προστίμων που επιβάλλει στις επιχειρήσεις που έχουν παραβεί τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού (15).

56.      Επομένως, ακριβώς κατόπιν της εκτιμήσεως από το Arrondissementsrechtbank Haarlem σχετικά με τη φύση των προστίμων που επιβάλλονται από την Επιτροπή, η τελευταία, ειδοποιηθείσα από δημοσιεύματα του Τύπου και από την NMa για τη δίκη που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, έκρινε ότι η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ απαιτεί να υποβάλει ενώπιον του δικαστηρίου αυτού γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με την εκτίμηση που εκτίθεται στην απόφαση του Arrondissementsrechtbank Haarlem και που υπομνήσθηκε λίγο πιο πάνω.

57.      Υπό τις συνθήκες αυτές, νομίζω ότι χωρίς να υπερκεράσει την προϋπόθεση του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 η Επιτροπή θεωρεί στην παρούσα υπόθεση ότι έχει το δικαίωμα να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου.

58.      Αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζουν η εταιρία X και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η λύση αυτή, κατ’ εμέ, δεν συνεπάγεται ούτε παραμόρφωση του μηχανισμού του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 ούτε σφετερισμό της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών.

59.      Όσο για το πρώτο σημείο, θα υπενθυμίσω ότι η εταιρία X ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, μολονότι δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου στην κύρια δίκη, έχει ίδιον συμφέρον να κριθεί στη δίκη αυτή ότι αποκλείεται η δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, των προστίμων που το κοινοτικό αυτό όργανο επιβάλλει για παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, πράγμα που θεωρεί ότι υπερβαίνει τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στο εν λόγω κοινοτικό όργανο στο πλαίσιο του ρόλου του ως amici curiae, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003.

60.      Πέρα από το γεγονός ότι ο κανονισμός 1/2003 δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «amicus curiae» και ότι, κατά μείζονα λόγο, δεν ορίζει την έννοιά της (16), δύο κύριοι λόγοι με κάνουν να απορρίψω την επιχειρηματολογία αυτή.

61.      Πρώτον, όπως παρατήρησα σε πολλές περιπτώσεις στις προτάσεις μου, η μοναδική προϋπόθεση που το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 θέτει για να ενεργοποιήσει η Επιτροπή το δικαίωμά της υποβολής γραπτών παρατηρήσεων ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών είναι η προϋπόθεση ότι τίθεται σε κίνδυνο η συνεπής εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ. Κατά συνέπεια, πέρα από την τήρηση της επιτακτικής αυτής προϋποθέσεως η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το ενδεχόμενο να έχει η Επιτροπή λιγότερο ή περισσότερο άμεσο συμφέρον και/ή λιγότερο ή περισσότερο σαφώς εκπεφρασμένο συμφέρον να λυθεί προς συγκεκριμένη κατεύθυνση η διαφορά εντός του πλαισίου της οποίας σκοπεύει να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις. Άλλωστε, λόγω της ιδιαίτερης αποστολής της Επιτροπής να επιτηρεί την τήρηση του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα των κανόνων ανταγωνισμού, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να γίνει στην πράξη διάκριση μεταξύ αυτού που ανάγεται στο κοινοτικό δημόσιο συμφέρον και αυτού που ανάγεται σε ένα πιο εξατομικευμένο συμφέρον της Επιτροπής, αν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοιο συμφέρον. Εν προκειμένω, π.χ., κάλλιστα αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει γενικό συμφέρον να έχει συνεπή, ομοιόμορφα και χρήσιμα αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα μια απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα σε επιχειρήσεις που παρέβησαν την απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

62.      Στην πραγματικότητα, κατ’ εμέ θα ήταν μάταιη η προσπάθεια να οριοθετηθεί ο μηχανισμός του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 με γνώμονα τα λιγότερο ή περισσότερα άμεσα και ρητά συμφέροντα που φέρεται ότι έχει η Επιτροπή, και μάλιστα όταν πληρούται η μοναδική προϋπόθεση της διατάξεως αυτής.

63.      Δεύτερον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι γραπτές παρατηρήσεις που η Επιτροπή υποβάλλει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 δεν δεσμεύουν το εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου κατατίθενται, όπως άλλωστε υπενθυμίζει ρητώς η αιτιολογική έκθεση του νόμου της 30ής Ιουνίου 2004 με τον οποίο τροποποιήθηκε ο εφαρμοστέος στην παρούσα υπόθεση Mededingingswet, ότι η Επιτροπή δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου στην κύρια δίκη ούτε εξομοιώνεται με διάδικο, όπως άλλωστε η ίδια η εταιρία X δέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (17), και ότι η υποβολή των παρατηρήσεων αυτών δεν θίγει, μεταξύ άλλων, τα αναγνωρισμένα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων της κύριας δίκης (18).

64.      Κατά συνέπεια, ουδόλως προκύπτει ότι, καταθέτοντας γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, η Επιτροπή θα υπερβεί τα όρια που επιβάλλονται στο δικαίωμά της να υποβάλλει τέτοιες παρατηρήσεις, όπως τα όρια αυτά προβλέπονται από το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, ή δεν θα τηρήσει τη διαδικασία που καθορίζει η διάταξη αυτή ή τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες.

65.      Αυτή η διαδικαστικής φύσεως παρατήρηση με φέρνει να εξετάσω, και με κάνει να απορρίψω, την εκτεθείσα στο σημείο 58 των προτάσεών μου δεύτερη επίκριση που η Ολλανδική Κυβέρνηση διατύπωσε σχετικά με τον σφετερισμό της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, πέρα απ’ όσα ελέχθησαν στο προηγούμενο σημείο, είναι αρκετό να προστεθεί ότι τέτοιος σφετερισμός δεν μπορεί να υπάρξει όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, το διάβημα της Επιτροπής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003.

66.      Τέλος, και για κάθε περίπτωση που αυτό θα είναι χρήσιμο, η προσέγγιση που προτείνω αφορά μόνον τη δυνατότητα της Επιτροπής να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου. Φυσικά, η προσέγγιση αυτή δεν θίγει την ευχέρεια του τελευταίου, σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ, να θέσει στο Δικαστήριο το επί της ουσίας ζήτημα ως προς το αν το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει ένα κράτος μέλος, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων, να παράσχει σε ένα φορολογούμενο τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη του, ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ (19).

67.      Μετά από όλες αυτές τις σκέψεις, θεωρώ ότι εμπίπτει στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 μια κατάσταση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου η Επιτροπή θέλει να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις σε ένα εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί μιας διαφοράς σχετικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ.

VI – Συμπέρασμα

68.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα του Gerechtshof te Amsterdam την εξής απάντηση:

«Εμπίπτει στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, μια κατάσταση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου η Επιτροπή θέλει να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις σε ένα εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί μιας διαφοράς σχετικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ 2003, L 1, σ. 1.


3 – Απόφαση 2005/471/EK της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ κατά των BPB plc, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Société Lafarge SA και Gyproc Benelux NV (Υπόθεση COMP/E-1/37.152 – Γυψοσανίδες) (ΕΕ L 166, σ. 8).


4 – Αποφάσεις T-50/03, Saint Gobain Gyproc Belgium κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή)· T-52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή)· T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή) και T-54/03, Lafarge κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή). Σημειωτέον ότι κατά των αποφάσεων στις υποθέσεις Knauf Gips κατά Επιτροπής και Lafarge κατά Επιτροπής εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν αντιστοίχως υπό τα στοιχεία C-407/08 P και C‑413/08 P.


5 – ΕΕ 2004, C 101, σ. 54.


6 – Μολονότι οι θεωρητικοί του δικαίου δεν συμφωνούν ως προς τον ορισμό της έννοιας της συνέπειας, θεωρούν γενικά, και χάριν παραδείγματος, ότι η έννοια αυτή περιέχει, στην ουσία, στοιχεία ενός νομικού συστήματος τα οποία, λαμβανόμενα στο σύνολό τους, έχουν νόημα [βλ., ιδίως εν προκειμένω, MacCormick, N., «Coherence in Legal Justification» στο Peczenik, A. (επιμέλεια), TheoryofLegalScience, Reidel, 1984, σ. 235]. Επίσης, διακρίνουν, γενικά, μεταξύ τοπικής συστημικής συνέπειας και συνολικής συστημικής συνέπειας, όπου η πρώτη αφορά την κατάσταση στην οποία μόνον ορισμένα πεδία ενός νομικού συστήματος έχουν συνέπεια μεταξύ τους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για το σύνολο των πεδίων του συστήματος τα οποία αλληλεπιδρούν με λογικό και κατανοητό τρόπο: βλ., στο σημείο αυτό, Amaya Navarro, A., AnInquiryintotheNatureofCoherenceanditsRoleinLegalArgument, Doctoral Thesis, European University Institute, Φλωρεντία, 2006, ιδίως σ. 35 έως 37, καθώς και Bertea, S., «Looking for Coherence within the European Community», EuropeanLawJournal, αριθ. 2, 2005, σ. 157.


7 – Χωρίς να θέλω να ανοίξω μια συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως της κύριας δίκης ή να θέλω να λάβω θέση επί της προβληματικής που υπάρχει εκεί, η σχέση μεταξύ συνεπούς εφαρμογής και αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ στο ιδιαίτερο πλαίσιο της δυνατότητας εκπτώσεως των προστίμων εξετάστηκε, τουλάχιστον σιωπηρώς, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T-10/89, Hoechst κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-629, σκέψεις 368 και 369), όπου το Πρωτοδικείο απέκλεισε το ότι η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που η ίδια έχει επιβάλει για παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, δύναται να στηριχθεί στην υπόθεση ότι το πρόστιμο αυτό θα αφαιρεθεί από τα φορολογητέα κέρδη, καθόσον η υπόθεση αυτή «θα είχε ως συνέπεια να επιβαρυνθεί με μέρος του προστίμου το κράτος στο οποίο υπάγεται φορολογικά η επιχείρηση», με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί η φορολογητέα βάση της επιχειρήσεως. Μου φαίνεται ότι το Πρωτοδικείο, με το να επιμείνει ότι «δεν είναι […] δυνατόν η Επιτροπή να καθόρισε το ύψος του προστίμου […] στηριζόμενη σε μια τέτοια υπόθεση», θέλησε να υπογραμμίσει ότι η περίπτωση αυτή δεν θα στοιχούσε με το καθεστώς ευθύνης των επιχειρήσεων των οποίων οι μορφές συμπεριφοράς αντίκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και θα καθιστούσε αναποτελεσματική την εν λόγω απαγόρευση και ατελέσφορο τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των προστίμων που επιβάλλονται για να επιτευχθεί η τήρηση της απαγορεύσεως αυτής.


8 – Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 1 και 34 του κανονισμού 1/2003.


9 – Αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 105), και της 7ης Ιουνίου 2007, C-76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-4405, σκέψη 22).


10 – Προαναφερθείσες αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 105) και Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής (σκέψη 22).


11 – ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25. Η πιο πρόσφατη τροποποίησή του έγινε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1216/1999 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 148, σ. 5).


12 – Στην απόδοση του κανονισμού 1/2003 στη γαλλική γλώσσα, ο όρος «effectif[ve]» («πραγματική») χρησιμοποιείται στις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 8 και, ως επίρρημα, στο άρθρο 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού· ο όρος «efficace» («αποτελεσματική») χρησιμοποιείται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 34· ο όρος «uniforme» («ομοιόμορφη») χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 22 και στον τίτλο του άρθρου 16 του κανονισμού 1/2003· ο όρος «cohérent(e)» («συνεπής») χρησιμοποιείται στις αιτιολογικές σκέψεις 14, 17, 19 και 21 καθώς και στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Όπως εξέθεσα στο σημείο 33 των προτάσεών μου, οι διακρίσεις αυτές δεν έχουν οπωσδήποτε σημασία σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού 1/2003.


13 – Η υπογράμμιση δική μου.


14 – Βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 173), και της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 37), και προαναφερθείσα απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής (σκέψη 22).


15 – Χωρίς να λάβω οριστικά θέση επί του ζητήματος αυτού, η άποψη της Επιτροπής φαίνεται να ενισχύεται από τις εκτιμήσεις που έγιναν στην απόφαση της 8ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 292 έως 294), ότι το όφελος που οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να αντλήσουν από τις περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές τους ανήκει, τουλάχιστον σιωπηρώς, στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση τηςσοβαρότητας της παραβάσεως, ο δε συνυπολογισμός του στοιχείου αυτού δύναται να διασφαλίσει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου.


16 – Στην πράξη, η έννοια αυτή είναι δύσκολο να οριοθετηθεί, ιδίως δε σε σχέση με την έννοια της παρεμβάσεως: βλ. De Schutter, O., «Le tiers à l’instance devant la Cour de justice de l’Union européenne», στο Ruiz Fabri, H., και Sorel, J.-M., Le tiers à l’instance, Pedone, Παρίσι, 2005.


17 – Πρέπει να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 επιτρέπει στην Επιτροπή να ζητήσει τα αναγκαία έγγραφα για την αξιολόγηση της υποθέσεως μόνον και μόνο για να της δώσει τη δυνατότητα να προετοιμάσει τις παρατηρήσεις της.


18 – Βλ., συναφώς, 21η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003 καθώς και, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, άρθρο 89h, παράγραφος 3, του Mededingingswet.


19 – Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση συμφωνεί με την Επιτροπή ως προς το ότι ο ολλανδικός νόμος του 2001 περί φόρου εισοδήματος αποκλείει τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, των προστίμων που επιβάλλονται από την Επιτροπή για παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.