Language of document : ECLI:EU:C:2013:768

Υπόθεση C‑40/12 P

Gascogne Sack Deutschland GmbH

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των πλαστικών βιομηχανικών σάκων — Καταλογισμός στη μητρική εταιρία της παραβάσεως που διέπραξε η θυγατρική — Υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 26ης Νοεμβρίου 2013

1.        Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις — Ισχυρισμός στηριζόμενος σε στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Νέο στοιχείο το οποίο δικαιολογεί την όψιμη προβολή αιτιάσεως στηριζόμενης στην παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας — Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρο 6 ΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 42 § 2, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2, εδ. 1)

2.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Προσβολή της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας — Δεν υφίσταται

[Άρθρο 81 § 1 ΕΚ (νυν άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2]

3.        Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη μια έμμεση αιτιολογία — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1)

4.        Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος προβαλλόμενος για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 296 § 2 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58)

5.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Τήρηση εξασφαλιζόμενη από το Δικαστήριο — Δικαίωμα κάθε προσώπου σε δίκαιη δίκη — Τήρηση ευλόγου προθεσμίας — Κατοχύρωση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών — Αναφορά στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

6.        Αναίρεση — Λόγοι — Διαδικαστική πλημμέλεια — Παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της δίκης — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

7.        Ένδικη διαδικασία — Διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Εύλογη διάρκεια — Διαφορά με αντικείμενο την ύπαρξη παραβιάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Υπέρβαση της εύλογης διάρκειας — Συνέπειες

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

8.        Ένδικη διαδικασία — Διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Εύλογη διάρκεια — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

9.        Εξωσυμβατική ευθύνη — Αίτημα στηριζόμενο στην υπερβολική διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις — Έλλειψη νομιμότητας — Ζημία — Αιτιώδης σύνδεσμος — Κριτήρια εκτιμήσεως — Σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού

(Άρθρα 256 ΣΛΕΕ, 269 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

10.      Αναίρεση — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Αμφισβήτηση, για λόγους επιείκειας, της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το ύψος του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου — Δεν εμπίπτει — Λόγος αντλούμενος από την οικονομική κατάσταση της αναιρεσείουσας — Απαράδεκτο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

1.        Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, με την οποία ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενσωματώθηκε στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, αποτελεί νέο νομικό στοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και, άρα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ειδικότερα, ακόμα και πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει επανειλημμένα ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη το οποίο απορρέει, ιδίως, από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση διασφαλίζει ως γενική αρχή βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΕΕ.

Η ερμηνεία αυτή την οποία έχει δεχθεί το Δικαστήριο για την εφαρμογή του Κανονισμού του Διαδικασίας ισχύει mutatis mutandis και για την εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 28, 29)

2.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 30)

3.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 35, 40, 41)

4.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 46, 47, 50-52, 62-65)

5.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 75, 76, 102)

6.        Όσον αφορά το παραδεκτό λόγου αντλούμενου από διαδικαστική πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, ο οποίος προβάλλεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι οι διάδικοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, εφόσον εκτιμούν ότι στοιχειοθετείται παραβίαση των εφαρμοστέων κανόνων, να προβάλουν διαδικαστική πλημμέλεια, εντούτοις δεν μπορεί να υποχρεώνονται να το πράξουν σε στάδιο κατά το οποίο τα πλήρη αποτελέσματα της παραβιάσεως αυτής δεν είναι ακόμη γνωστά.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την υπέρβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης, ο διάδικος που εκτιμά ότι η υπέρβαση αυτή θίγει τα συμφέροντά του δεν υποχρεούται να προβάλει αμέσως τη βλάβη αυτή. Μπορεί, ενδεχομένως, να αναμείνει το πέρας της διαδικασίας προκειμένου να γνωρίσει τη συνολική διάρκειά της και να έχει, άρα, στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να προσδιορίσει τη βλάβη που εκτιμά ότι έχει υποστεί. Κατά συνέπεια, λόγος αναιρέσεως αντλούμενος από τέτοια πλημμέλεια είναι παραδεκτός, ακόμη και αν ο αναιρεσείων την προβάλει για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση.

(βλ. σκέψη 78)

7.        Η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεώς του, που απορρέει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εκδικάζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του εντός ευλόγου προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως.

Κατά συνέπεια, αίτημα με το οποίο διώκεται η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της υπερβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά πρέπει να αχθεί ενώπιον του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου.

Εξάλλου, εάν δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ότι ο αναιρεσείων, αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο ή το ποσό προστίμου ενώ όλοι οι λόγοι αναιρέσεως κατά των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο ως προς το ποσό του προστίμου και τη συμπεριφορά για την οποία αυτό αποτελεί την κύρωση απορρίφθηκαν.

(βλ. σκέψεις 80, 81, 84, 89, 90)

8.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 91-93, 97-102)

9.        Στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήματος με το οποίο διώκεται η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της υπερβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, εξετάζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομιστούν προς τον σκοπό αυτό, τόσο το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας όσο και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της υπερβολικής διάρκειας της επίμαχης ένδικης διαδικασίας.

Συναφώς, στην περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή δεν τήρησε τις επιταγές σχετικά με την εύλογη διάρκεια της δίκης, στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο εναπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να λάβει υπόψη τις γενικές αρχές του δικαίου που εφαρμόζονται στις έννομες τάξεις των κρατών μελών για την εκδίκαση αγωγών λόγω παρόμοιων παραβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει ιδίως να ερευνήσει αν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, πέρα από την ύπαρξη περιουσιακής ζημίας, μη περιουσιακή βλάβη την οποία έχει ενδεχομένως υποστεί ο διάδικος τον οποίον θίγει η υπέρβαση της διάρκειας και η οποία θα έπρεπε, κατά περίπτωση, να ικανοποιηθεί επαρκώς.

Ως εκ τούτου, στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εναπόκειται να αποφαίνεται επί τέτοιων αιτημάτων αποζημιώσεως, κρίνοντας σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό εκείνου που επιλήφθηκε της ένδικης διαφοράς η διάρκεια της διαδικασίας επί της οποίας επικρίνεται και εφαρμόζοντας τα κριτήρια που καθόρισε το Δικαστήριο για την εκτίμηση του κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο τήρησε την αρχή της εύλογης διάρκειας.

(βλ. σκέψεις 94-96, 109)

10.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 106, 107)