Language of document : ECLI:EU:T:2012:110

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 2012 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Περιβαλλοντικός φόρος επί των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο — Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων — Πλεονέκτημα — Επιλεκτικός χαρακτήρας»

Στην υπόθεση T‑210/02 RENV,

British Aggregates Association, με έδρα το Lanark (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον C. Pouncey, την J. Coombes, solicitors, και τον L. Van den Hende, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από την M. Afonso, τους J. Flett και B. Martenczuk,

καθής,

υποστηριζομένης από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την T. Harris, στη συνέχεια, από τον S. Ossowski, επικουρούμενους από την M. Hall και τον G. Facenna, barristers,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2002) 1478 τελικό, της 24ης Απριλίου 2002, σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενισχύσεως N 863/01 — Ηνωμένο Βασίλειο/Φόρος επί των αδρανών υλικών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka, S. Frimodt Nielsen, J. Schwarcz και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαΐου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 25 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑210/02, British Aggregates κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑2789, στο εξής: αναιρεθείσα απόφαση ή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου), ως εξής:

«1      Η British Aggregates Association είναι ένωση η οποία έχει ως μέλη μικρές ανεξάρτητες επιχειρήσεις εκμεταλλευόμενες λατομεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Περιλαμβάνει 55 μέλη εκμεταλλευόμενα περισσότερα από 100 λατομεία.

2      Τα αδρανή είναι κοκκώδη υλικά, χημικώς ουδέτερα, χρησιμοποιούμενα στον κατασκευαστικό κλάδο καθώς και στα δημόσια έργα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως έχουν, επί παραδείγματι ως λιθογόμωση ή σκύρο έρματος ή αναμεμιγμένα με συνδετικά υλικά όπως το τσιμέντο (επιτρέποντας έτσι τη λήψη σκυροδέματος) ή η άσφαλτος. Ορισμένα εκ φύσεως κοκκώδη υλικά, όπως η άμμος και οι αμμοχάλικες, επιτυγχάνονται με κοσκίνισμα. Άλλα υλικά, όπως το σκληρό πέτρωμα, πρέπει να λειαίνονται πριν από το κοσκίνισμα. Τα προοριζόμενα για διάφορες χρήσεις αδρανή υλικά πρέπει να ανταποκρίνονται στις αντίστοιχες προδιαγραφές, ενώ οι φυσικές ιδιότητες του πρωτογενούς υλικού είναι καθοριστικής σημασίας για το αν είναι κατάλληλο για τη σχεδιαζόμενη χρήση. Έτσι, οι προδιαγραφές σε περίπτωση επιχώσεως είναι λιγότερο αυστηρές από εκείνες που αφορούν τα υποστρώματα οδοποιίας, οι οποίες με τη σειρά τους είναι λιγότερο αυστηρές από εκείνες που αφορούν επιφάνειες εντατικής χρήσεως όπως οι στρώσεις φθοράς των οδοστρωμάτων ή τα σκύρα έρματος σιδηροτροχιών. Ένα ευρύτερο φάσμα υλικών χρησιμοποιούνται ως αδρανή στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι προδιαγραφές είναι λιγότερο αυστηρές, ενώ είναι ολιγαριθμότερα τα ανταποκρινόμενα στις αυστηρότερες προδιαγραφές υλικά.

[Ο] Finance Act του 2001

3      Τα άρθρα 16 έως 49 του δευτέρου τμήματος του Finance Act του 2001 (φορολογικός νόμος έτους 2001, στο εξής: νόμος) και τα παραρτήματα 4 έως 10 αυτού θεσπίζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Aggregates Levy (φόρο επί των αδρανών υλικών, στο εξής: AGL ή φόρος).

4      Οι πρoβλέπουσες την επιβολή του AGL διατάξεις τέθηκαν σε ισχύ την 1η Απριλίου 2002, κατ’ εφαρμογήν του εκτελεστικού του νόμου κανονισμού.

5      Ο νόμος τροποποιήθηκε με τα άρθρα 129 έως 133 και το παράρτημα 38 του Finance Act του 2002 (φορολογικού νόμου έτους 2002). Οι ούτω τροποποιηθείσες διατάξεις προβλέπουν απαλλαγές για τα απόβλητα (spoils) που προέρχονται από την εξόρυξη ορισμένων ορυκτών, ιδίως του σχιστόλιθου, του σχίστη, της καολινικής αργίλου και του πυριτικού αργιλίου. Εξάλλου, προβλέπουν μεταβατική περίοδο για την επιβολή του φόρου στη Βόρεια Ιρλανδία.

6      Ο AGL είναι ύψους 1,60 λίρας στερλίνας (GBP) ανά τόνο αδρανών υλικών που αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμεταλλεύσεως (άρθρο 16, παράγραφος 4, του νόμου).

7      Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του νόμου, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι ο AGL οφείλεται αφ’ ης στιγμής συγκεκριμένη ποσότητα αδρανών υλικών υποκειμένων στον φόρο αποτελεί αντικείμενο εμπορικής εκμεταλλεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νόμου. Άρα, αφορά τόσο τα εισαγόμενα αδρανή υλικά όσο και τα εξορυσσόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

8      Το άρθρο 13, παράγραφος 2, υπό a, του εκτελεστικού κανονισμού παρέχει στον εκμεταλλευόμενο τη δυνατότητα να τύχει φορολογικής ελαφρύνσεως εφόσον τα υποκείμενα στον φόρο αδρανή υλικά εξάγονται ή μεταφέρονται εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε άλλη επεξεργασία.

9      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει:

“Στο παρόν τμήμα ορίζονται (υπό την επιφύλαξη του άρθρου 18 που ακολουθεί) ως ‘αδρανή υλικά’ το πέτρωμα, ο χάλικας ή η άμμος, καθώς και όλα τα υλικά που ενσωματώνονται στα ανωτέρω προσωρινά ή αναμιγνύονται με φυσικό τρόπο.”

10      Το άρθρο 17, παράγραφος 2, του νόμου προβλέπει ότι ένα αδρανές υλικό δεν φορολογείται μόνον σε τέσσερις περιπτώσεις: όταν απαλλάσσεται ρητώς, όταν έχει χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για κατασκευαστικούς σκοπούς, όταν έχει ήδη υπαχθεί σε φόρο επί των αδρανών υλικών ή όταν, κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νόμου, δεν ευρίσκεται πλέον στον τόπο προελεύσεώς του.

11      Το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του νόμου, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις απαλλαγής από τον φόρο.

12      Εξάλλου, το άρθρο 18, παράγραφοι 1, 2 και 3, του νόμου, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τις εξαιρούμενες του φόρου διεργασίες και τα εμπίπτοντα στην εν λόγω εξαίρεση υλικά.

Διοικητική και ένδικη, ενώπιον του εθνικού δικαστή, διαδικασία

13      Με επιστολή της 24ης Σεπτεμβρίου 2001, περιήλθε σε γνώση της Επιτροπής [η πρώτη] καταγγελία […] δύο επιχειρήσεων, ουδαμώς συνδεομένων με την προσφεύγουσα και αιτουμένων να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους στο οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1). Οι καταγγέλλουσες εκτιμούσαν κατ’ ουσίαν ότι ο αποκλεισμός ορισμένων υλικών από το πεδίο εφαρμογής του AGL, η απαλλαγή των εξαγωγών και οι αφορώσες τη Βόρεια Ιρλανδία παρεκκλίσεις συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

14      Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2001, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κοινοποίησε στην Επιτροπή το καθεστώς κρατικής ενισχύσεως τιτλοφορούμενο “Σταδιακή εισαγωγή του φόρου επί των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία”.

15      Με έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή κοινοποίησε στο οικείο κράτος μέλος συνοπτική έκθεση της πρώτης καταγγελίας και το κάλεσε, αφενός, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτής και, αφετέρου, να προσκομίσει συμπληρωματικές πληροφορίες επί του AGL, αίτημα στο οποίο υπήρξε ανταπόκριση με έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 2002.

16      Η προσφεύγουσα άσκησε στις 11 Φεβρουαρίου 2002 προσφυγή κατά του AGL ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division […]. Προέβαλε ιδίως την παράβαση των κοινοτικών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Με απόφαση της 19ης Απριλίου 2002, το High Court of Justice απέρριψε την προσφυγή, αναγνωρίζοντας πάντως στην προσφεύγουσα το δικαίωμα να ασκήσει έφεση ενώπιον του Court of Appeal (England & Wales) […]. Μετά την εκ μέρους της [προσφεύγουσας] άσκηση εφέσεως, το Court of Appeal διέταξε την αναστολή της δίκης ενόψει της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Με επιστολή της 15ης Απριλίου 2002, η προσφεύγουσα υπέβαλε εν τω μεταξύ στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με τον AGL […]. Ισχυρίστηκε κατ’ ουσίαν ότι ο αποκλεισμός ορισμένων υλικών από το πεδίο εφαρμογής του AGL, καθώς και η απαλλαγή των εξαγωγών, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Όσον αφορά τις προβλεπόμενες για τη Βόρεια Ιρλανδία παρεκκλίσεις που κοινοποίησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτές είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

18      Η Επιτροπή εξέδωσε στις 24 Απριλίου 2002 [την προσβαλλόμενη απόφαση] περί μη προβολής αντιρρήσεων έναντι του AGL […].

19      Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 2 Μαΐου 2002 από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Της κοινοποιήθηκε επισήμως από την Επιτροπή με επιστολή της 27ης Ιουνίου 2002.

20      Με την απόφασή της (αιτιολογική σκέψη 43), η Επιτροπή εκτιμά ότι ο φόρος δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στον βαθμό που το πεδίο εφαρμογής του δικαιολογείται από τη λογική και τη φύση του φορολογικού συστήματος. Εξάλλου, εκτιμά ότι η χορηγηθείσα στη Βόρεια Ιρλανδία απαλλαγή, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

21      Περιγράφοντας το πεδίο εφαρμογής του AGL, η Επιτροπή υπογραμμίζει κατ’ ουσίαν ότι ο οικείος φόρος εισπράττεται επί των παρθένων αδρανών υλικών, “οριζομένων ως των αδρανών υλικών προερχομένων από κοιτάσματα ορυκτών που αποτελούν αντικείμενο μιας πρώτης εξορύξεως” και συντιθεμένων “από κομμάτια πετρωμάτων, άμμου και χαλίκων και δυναμένων να χρησιμοποιηθούν χωρίς να έχουν υποστεί κατεργασία ή μετά από μηχανική κατεργασία όπως είναι η θραύση, η έκπλυση και ο διαχωρισμός κατά μέγεθος” (αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9). Ως προς τα εξαιρούμενα υλικά και τους επιδιωκόμενους στόχους, στις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Ο AGL δεν επιβάλλεται σε υλικά αποτελούντα υποπροϊόντα ή απόβλητα άλλων διεργασιών. Σύμφωνα με τις αρχές [του Ηνωμένου Βασιλείου], μεταξύ των ανωτέρω υλικών καταλέγονται τα κατάλοιπα σχίστη και πυριτικού αργιλίου, τα στείρα, οι ανόργανες ουσίες, η τέφρα υψικαμίνων, τα απόβλητα υάλου και καουτσούκ. Ομοίως, δεν πλήττει τα ανακυκλωμένα αδρανή υλικά, κατηγορία στην οποία εμπίπτουν τα πετρώματα, η άμμος και οι χάλικες που έχουν χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον άπαξ (γενικώς στον κατασκευαστικό κλάδο και στα δημόσια έργα).

Κατά τις αρχές [του Ηνωμένου Βασιλείου], ο αποκλεισμός παρομοίων υλικών από το πεδίο εφαρμογής του AGL στοχεύει στο να ενθαρρύνει τη χρήση τους ως κατασκευαστικών υλικών και να μειώσει την υπερβολική εξόρυξη παρθένων αδρανών υλικών, προάγοντας με τον τρόπο αυτόν την ορθολογική διαχείριση των πόρων.

Τα αρχικά σχέδια των αρχών [του Ηνωμένου Βασιλείου] έχουν ως αφετηρία την πεποίθηση ότι ο AGL θα καταστήσει εφικτή τη μείωση του όγκου της ζητήσεως παρθένων αδρανών υλικών κατά 20 εκατομμύρια τόνους ετησίως κατά μέσον όρο, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς ετήσια ζήτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο της τάξεως των 230 έως 250 εκατομμυρίων τόνων.”

22      Ως προς την αφορώσα το πεδίο εφαρμογής του AGL εκτίμηση, η προσβαλλόμενη απόφαση εξαγγέλλει με τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 31:

“Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο AGL θα πλήξει μόνον την εμπορική εκμετάλλευση πετρωμάτων, άμμου και χάλικα που χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά. Δεν θα πλήξει τα ανωτέρω υλικά αν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς. Ο AGL θα εισπράττεται μόνον επί των παρθένων αδρανών υλικών. Δεν θα εισπράττεται επί των αδρανών υλικών που εξορύσσονται ως υποπροϊόντα ή απόβλητα προερχόμενα από άλλες διεργασίες (δευτερογενή αδρανή υλικά) ούτε επί των ανακυκλωμένων αδρανών υλικών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο AGL αφορά μόνον ορισμένους τομείς δραστηριότητας και ορισμένες επιχειρήσεις. Κατόπιν αυτού, παρατηρεί ότι επιβάλλεται να εκτιμηθεί αν το πεδίο εφαρμογής του AGL δικαιολογείται από τη λογική και την οικονομία του φορολογικού συστήματος.

[…] [Σ]το πλαίσιο της ασκήσεως της ευχέρειάς του να προσδιορίζει το εθνικό φορολογικό σύστημά του, το Ηνωμένο Βασίλειο εκκίνησε από την αντίληψη ότι με την επιβολή του AGL θα μεγιστοποιηθεί η προσφυγή σε ανακυκλωμένα αδρανή υλικά ή σε άλλα προϊόντα υποκαταστάσεως σε σχέση με τα παρθένα αδρανή υλικά και στην προώθηση ορθολογικής χρήσεως των παρθένων αδρανών υλικών, ενός φυσικού και μη ανανεώσιμου πόρου. Οι περιβαλλοντικές ζημίες που απηχεί η εξόρυξη αδρανών υλικών, κάτι που το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να περιορίσει μέσω του AGL, περιλαμβάνουν τις ηχητικές οχλήσεις, τον κονιορτό, τις προσβολές της βιοποικιλότητας και την οπτική υποβάθμιση.”

23      Εξ αυτού η Επιτροπή συνήγαγε, στην αιτιολογική σκέψη 32, ότι “ο AGL είναι ειδικός φόρος, το πεδίο εφαρμογής του οποίου είναι πολύ περιορισμένο και ο οποίος θεσπίζεται από το κράτος μέλος με γνώμονα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του οικείου τομέα δραστηριότητας” και ότι “[η] δομή και το περιεχόμενο του φόρου αντανακλούν τη σαφή διάκριση μεταξύ της εξορύξεως παρθένων αδρανών υλικών, η οποία επάγεται ανεπιθύμητες για το περιβάλλον συνέπειες, και την παραγωγή δευτερογενών ή ανακυκλωμένων αδρανών υλικών, η οποία εμφανίζεται ως σημαντική συνεισφορά στην επεξεργασία των πετρωμάτων, χαλίκων και άμμου που προέρχονται από εξορύξεις, άλλες εργασίες ή επεξεργασίες που λαμβάνουν χώρα νομίμως για διαφόρους σκοπούς.”

24      Όσον αφορά την απαλλαγή των εξαγομένων, χωρίς να έχουν υποστεί μεταποίηση στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, αδρανών υλικών, στην αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται:

“[…] παρόμοια λύση δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα αδρανή υλικά μπορούν να απαλλάσσονται στο Ηνωμένο Βασίλειο εφόσον χρησιμοποιούνται σε απαλλασσόμενες διαδικασίες παραγωγής (επί παραδείγματι παραγωγής υάλου, πλαστικών, χάρτου, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων). Δεδομένου ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ασκούν έλεγχο επί της χρήσεως των αδρανών υλικών εκτός του εδάφους του, η απαλλαγή των εξαγωγών καθίσταται αναγκαία προκειμένου να παρέχεται ασφάλεια δικαίου στους εξαγωγείς αδρανών υλικών και να αποφεύγεται η άνιση μεταχείριση των εξαγωγών αδρανών υλικών που σε διαφορετική περίπτωση θα δικαιούνταν απαλλαγής εντός του Ηνωμένου Βασιλείου.”

25      Με την αιτιολογική σκέψη 34, η Επιτροπή καταλήγει ως εξής:

“[ω]ς εκ της φύσεως και της γενικής οικονομίας του εν λόγω φόρου, δεν θα έπρεπε να επιβάλλεται στα δευτερογενή ή στα ανακυκλούμενα αδρανή υλικά. Η επιβολή φόρου επί της εξορύξεως πρωτογενών αδρανών υλικών θα συμβάλει στη μείωση της εξορύξεως πρωτογενών αδρανών υλικών, στη μειωμένη χρήση μη ανανεώσιμων πόρων και στις αρνητικές για το περιβάλλον συνέπειες. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα τυχόν πλεονεκτήματα που απορρέουν για ορισμένες επιχειρήσεις από τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής του AGL δικαιολογούνται εκ της φύσεως και της γενικής οικονομίας του φορολογικού συστήματος.”»

 Επίμαχες διαδικασίες και αιτήματα των διαδίκων

2        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουλίου 2002, η προσφεύγουσα British Aggregates Association άσκησε προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2002) 1478 τελικό, της 24ης Απριλίου 2002, σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενισχύσεως N 863/01 — Ηνωμένο Βασίλειο/Φόρος επί των αδρανών υλικών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3        Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2002, επετράπη στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβει προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4        Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, την παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεύτερον, την έλλειψη αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ, τρίτον, την εκ μέρους της Επιτροπής αθέτηση της υποχρεώσεώς της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και, τέταρτον, την εκ μέρους του ιδίου οργάνου αθέτηση των υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

5        Η Επιτροπή αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής, υποστηρίζοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσε ατομικώς την προσφεύγουσα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

6        Το Πρωτοδικείο, με την αναιρεθείσα απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, έκρινε παραδεκτή την προσφυγή για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 45 έως 68 της αποφάσεως αυτής. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι οποίοι εξετάσθηκαν από κοινού, καθώς και τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως για τους λόγους που εκτίθενται αντιστοίχως στις σκέψεις 104 έως 156, 163 έως 173 και 177 έως 180 της αναιρεθείσας αποφάσεως, σκέψη 1 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 27 Νοεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, ζητώντας την αναίρεση της προπαρατεθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλην του κεφαλαίου που αφορά τη χορηγηθείσα απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία. Η Επιτροπή άσκησε παρεμπίπτουσα αίτηση αναιρέσεως, με αίτημα να αναιρεθεί η εν λόγω απόφαση και να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή. Το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε την απόρριψη της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως.

8        Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑10505, στο εξής: αναιρετική απόφαση), το Δικαστήριο αναίρεσε την προπαρατεθείσα στη σκέψη 1 απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιόν του.

9        Το Δικαστήριο επικύρωσε στο σύνολό της την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 24 έως 58).

10      Επί της ουσίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε δύο νομικά σφάλματα του Γενικού Δικαστηρίου.

11      Κατά το Δικαστήριο, αφενός, με τις σκέψεις 115, 117, 120, 121 και 128 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 1 αναιρεθείσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια του όρου «ενίσχυση», ιδίως το κριτήριο του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός πλεονεκτήματος, το οποίο δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις σε συνάρτηση με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει βάσει των αποτελεσμάτων τους. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τον επιδιωκόμενο περιβαλλοντικό σκοπό για να δικαιολογήσει την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ των μέτρων που συνιστούσαν επιλεκτικό πλεονέκτημα (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 82 έως 92).

12      Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Πρωτοδικείο, ιδίως με τις σκέψεις 118, 134, 139, 154 και 171 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 1 αναιρεθείσας αποφάσεως, με τις οποίες αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή είχε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, έσφαλε σχετικά με την έκταση ασκήσεως του δικαστικού ελέγχου της έννοιας της ενισχύσεως, η οποία είναι νομική έννοια και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, κατά το Δικαστήριο, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει, κατ’ αρχήν, να ασκεί πλήρη έλεγχο όσον αφορά το ζήτημα αν ορισμένο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται, επίσης, και στις αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή βάσει της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή οφείλει, χωρίς να έχει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως, να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, όταν η προκαταρκτική εξέταση δεν της επιτρέπει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες εκτιμήσεως. Κατά το Δικαστήριο, το συγκεκριμένο νομικό σφάλμα βαρύνει το σύνολο της ουσιαστικής αναλύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Πρωτοδικείο (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 109 έως 115).

13      Το Δικαστήριο δέχθηκε, επίσης, μια αιτίαση που αφορούσε τη σκέψη 112 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 1 αναιρεθείσας αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο έκρινε, κατ’ ουσία, με την ανωτέρω σκέψη ότι η Επιτροπή είχε δεχθεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και ειδικότερα στο σημείο 29 του σκεπτικού της, ότι ως «πρωτογενή αδρανή υλικά» νοούνταν κυρίως τα «υποκείμενα στον AGL» αδρανή υλικά, ενώ ως «δευτερογενή αδρανή υλικά» νοούνταν κυρίως τα «απαλλασσόμενα» αδρανή υλικά που απαριθμούνταν στον νόμο. Το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τα ανωτέρω, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή είχε περιορισθεί στο να επισημάνει στο ανωτέρω σημείο ότι «ο AGL δεν πρόκειται να εισπραχθεί επί των παραγώγων προϊόντων ή των αποβλήτων πρώτης εξορύξεως οσάκις ο νόμος τα απαλλάσσει». Κατά το Δικαστήριο, με την εκτίμησή του αυτή το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και υποκατέστησε με τη δική του ερμηνεία την αμέσως απορρέουσα από την προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνεία, μολονότι κάτι τέτοιο δεν δικαιολογούνταν από κανένα ουσιαστικό στοιχείο (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 140 έως 145, ιδίως σκέψη 144, και σκέψη 151).

14      Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο δέχθηκε μια αιτίαση που αφορούσε τη σκέψη 150 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 1 αναιρεθείσας αποφάσεως, σχετικά με την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 253 ΕΚ. Κατά το Δικαστήριο, σε αντίθεση προς την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, η αιτιολογία που θεμελιώνεται στο άρθρο 91 ΕΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που στηρίζεται στην αδυναμία των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου να ελέγξουν τη χρήση των υλικών ως αδρανών εκτός του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά, στην πραγματικότητα, αποτελεί διαφορετική αιτιολογία που διατυπώνεται μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το Πρωτοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογία αυτή ως σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 172 έως 179, ιδίως σκέψη 178).

15      Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους αναιρέσεως που αντλούνταν από νομική πλάνη λόγω, αφενός, της μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 185 έως 189) και, αφετέρου, της ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 192 έως 194).

16      Το Δικαστήριο αποφάσισε τελικώς να αναιρέσει την προπαρατεθείσα στη σκέψη 1 απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιόν του λόγω δύο νομικών σφαλμάτων που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 11 και 12, και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 195, 197 και 198).

17      Κατόπιν αναπομπής της παρούσας υποθέσεως, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που επάγεται για την επίλυση της διαφοράς η προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 αναιρετική απόφαση. Σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσαν υπομνήματα γραπτών παρατηρήσεων.

18      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην του κεφαλαίου που αφορά τη χορηγηθείσα απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της αναιρετικής δίκης.

19      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

20      Κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Μαΐου 2011.

22      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να του υποβάλουν, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων, όλα τα έγγραφα ή τις παραπομπές στα έγγραφα που ήδη περιέχονταν στον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως σχετικά με ορισμένα πραγματικά στοιχεία της διοικητικής διαδικασίας η οποία είχε κινηθεί μετά την κοινοποίηση του Aggregates Levy (φόρου επί των αδρανών υλικών, στο εξής: AGL ή φόρος) σε σχέση με την εξόρυξη «παρθένων» αδρανών υλικών που προορίζονταν για εμπορική εκμετάλλευση. Το Γενικό Δικαστήριο άφησε, συνεπώς, ανοιχτή την προφορική διαδικασία, γεγονός που περιελήφθη στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

23      Με αυτοτελές δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου 2011, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσουν πρόσθετα στοιχεία σχετικά με ορισμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία αμφισβητήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 13 και στις 14 Ιουλίου 2011 αντίστοιχα.

24      Με αυτοτελή δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο συμμορφώθηκαν προς το αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου περί προσκομίσεως εγγράφων. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των εν λόγω εγγράφων στις 18 Ιουλίου 2011 και περατώθηκε η προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

25      Καθόσον το Δικαστήριο επικύρωσε τελεσιδίκως την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 1 αναιρεθείσα απόφαση, σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 24 έως 58), γεγονός το οποίο αναγνώρισαν οι διάδικοι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παρούσα προσφυγή είναι παραδεκτή και να περιορισθεί το Γενικό Δικαστήριο στην εξέταση της ουσιαστικής νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

26      Προς τούτο, μετά την αναπομπή της παρούσας υποθέσεως λόγω των νομικών σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν με τις σκέψεις 82 έως 92 και 109 έως 115 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 αναιρετική αποφάσεως, εξαιτίας της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εσφαλμένης ερμηνείας της έννοιας της ενισχύσεως και της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 10 έως 12 και 16 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να επανεξετάσει το σύνολο των σχετικών πραγματικών περιστατικών που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαφοράς και να τα χαρακτηρίσει εκ νέου βάσει της απαγορεύσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

27      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, συνεπώς, αναγκαίο να εξετάσει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

2.     Ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

 Συνοπτική έκθεση των παρατηρήσεων των διαδίκων μετά την αναπομπή

28      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση της έννοιας της ενισχύσεως, ιδίως δε του επιλεκτικού χαρακτήρα των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τον AGL. Ούτε η Επιτροπή ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο απέδειξαν ότι, βάσει του περιβαλλοντικού σκοπού που επιδιώκει ο AGL, η διαφορετική μεταχείριση ορισμένων αδρανών υλικών μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη φύση, τη γενική οικονομία ή την περιβαλλοντική λογική του νόμου. Η ασυνέπεια του πεδίου εφαρμογής του AGL συνεπάγεται, επομένως, επιλεκτικά πλεονεκτήματα τα οποία απαγορεύει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά την προσφεύγουσα, η ασυνέπεια αυτή επιβεβαιώνεται, ιδίως, με την απαλλαγή από τον φόρο ορισμένων υλικών όπως ο σχιστόλιθος, η άργιλος και ο σχίστης, μολονότι τα υλικά αυτά συνιστούν «αδρανή υλικά» κατά την έννοια του νόμου και τα αδρανή αντικαταστατών υλικών υπόκεινται στον φόρο. Εντούτοις, ελλείψει σαφούς ορισμού της έννοιας των αδρανών υλικών, μια τέτοια απαλλαγή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα ότι ο AGL επιδιώκει να ενθαρρύνει τον περιορισμό της ζητήσεως «παρθένων» αδρανών υλικών έναντι λιγότερο επιζήμιων για το περιβάλλον υλικών, ιδίως με την προώθηση της χρήσεως ανακυκλωμένων αδρανών υλικών και άλλων υποκατάστατων προϊόντων καθώς και την αποτελεσματική χρήση των εν λόγω παρθένων αδρανών υλικών ως μη ανανεώσιμου πόρου (σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Όσον αφορά την απαλλαγή των εξαγωγών, η προσφεύγουσα καλεί το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει το σκεπτικό της αιτιολογικής σκέψεως 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τις εξαγωγές αδρανών υλικών, γεγονός το οποίο ενείχε τον κίνδυνο άνισης μεταχειρίσεως των εξαγομένων αδρανών υλικών. Συγκεκριμένα, το 90 % των εξαχθέντων και απαλλαγέντων από τον φόρο αδρανών υλικών προερχόταν από ένα μόνο λατομείο γρανίτη, ευρισκόμενο στο Glensanda της Σκοτίας, του οποίου κανένα προϊόν δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε απαλλασσόμενες στο Ηνωμένο Βασίλειο διεργασίες. Κατά συνέπεια, ο πραγματικός δικαιολογητικός λόγος της απαλλαγής αυτής δεν είχε καμία σχέση με τη φύση ή τη γενική οικονομία ενός περιβαλλοντικού φόρου, αλλά συνίστατο στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας. Η απαλλαγή των εξαγωγών συνεπαγόταν, επομένως, ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

30      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει «καταρχάς να εκτιμήσει την ύπαρξη ενός μέτρου (ή ενός “συστήματος”) το οποίο δεν περιέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως και δεν λαμβάνει υπόψη τον περιβαλλοντικό σκοπό ή τη φύση ή [τη] γενική οικονομία του συστήματος».

31      Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της Επιτροπής, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι μια εξαιρετική φορολογική επιβάρυνση η οποία πλήττει περιορισμένο τομέα δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν οι σκοποί που επιδιώκει ο φόρος ή η φύση και η γενική οικονομία του συστήματος. Εν προκειμένω, τα αδρανή υλικά υπόκεινται στον φόρο, ενώ δεν υπόκεινται στον φόρο αυτό όλα τα άλλα υλικά πλην των αδρανών ή των υλικών που δεν χρησιμοποιούνται ως αδρανή. Διαπιστώνεται, δεύτερον, ότι το σύστημα προβλέπει εξαιρέσεις για τα ανακυκλωμένα προϊόντα και για τα υποκατάστατα των παρθένων αδρανών υλικών, όπως τα υλικά εξορύξεως, ακόμα και αν αυτά χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά, και ότι οι παρεκκλίσεις αυτές συνδέονται με τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος και συμβάλλουν αποτελεσματικώς στην περαιτέρω μείωση της εξορύξεως παρθένων αδρανών υλικών. Εντούτοις, η προσφεύγουσα εμμένει στην αρχική εσφαλμένη θέση της με την οποία επιδιώκει να μεταθέσει τον περιβαλλοντικό σκοπό που συνδέεται με τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος από το δεύτερο στο πρώτο στάδιο της εν λόγω αιτιολογίας. Αντιθέτως προς όσα αποφάνθηκε το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 1 αναιρεθείσα απόφαση, η αιτιολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε φόρο ο οποίος συνιστά εξαιρετική φορολογική επιβάρυνση η οποία πλήττει περιορισμένο τομέα, ανεξαρτήτως των σκοπών που επιδιώκει. Η προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 αναιρετική απόφαση επισήμανε ορθώς το εν λόγω σφάλμα επικύρωσε και την προσβαλλόμενη απόφαση και τη θέση της Επιτροπής.

32      Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα περί λογικής ανακολουθίας του AGL για τον λόγο ότι δεν υπόκεινται στον φόρο άλλοι τομείς με συγκρίσιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 82, 86 και 87). Μια εξαιρετική φορολογική επιβάρυνση η οποία πλήττει περιορισμένο τομέα, ήτοι τα αδρανή υλικά, δεν ενέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως υπέρ όλων των άλλων τομέων που δεν υπόκεινται στον φόρο. Οι εν λόγω άλλοι τομείς δεν υπόκεινται στον φόρο διότι είτε δεν αφορούν αδρανή υλικά (όπως ο άνθρακας, ο λιγνίτης, η άργιλος, το πυριτικό αργίλιο, η καολινική άργιλος, ο σχιστόλιθος και ο σχίστης· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 129), είτε δεν χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά (όπως ο ασβεστόλιθος που προορίζεται για την παραγωγή τσιμέντου και η άμμος που προορίζεται για την παραγωγή υάλου) (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 90 έως 92 και 128, πρώτη περίοδος). Με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 1 αναιρεθείσα απόφαση, το Πρωτοδικείο ορθώς απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα της προσφεύγουσας και έκρινε ότι εναπόκειται κατ’ αρχήν στο κράτος μέλος να καθορίσει τα υποκείμενα στον φόρο αγαθά ή υπηρεσίες, χωρίς τούτο να συνεπάγεται κρατική ενίσχυση υπέρ των άλλων τομέων με συγκρίσιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον (σκέψεις 114 έως 116, 128 και 129 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω).

33      Εντούτοις, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ένα στοιχείο το οποίο δεν προέκυπτε από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν προβλήθηκε από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης διότι δεν συνάδει προς την πάγια νομολογία (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 84, 85 και 87), ήτοι τον περιβαλλοντικό σκοπό (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 115 και 128). Πράγματι, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως περιοριζόμενη στους περιβαλλοντικούς φόρους, εφαρμόζοντας την αιτιολογία αυτή σε κάθε φόρο ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδίωκε. Το Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε το σφάλμα αυτό (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 86 και 87). Για να το διορθώσει, το Πρωτοδικείο έπρεπε να απαλείψει τον περιβαλλοντικό σκοπό από το εν λόγω μέρος της αιτιολογίας του για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια εξαιρετική φορολογική επιβάρυνση η οποία πλήττει περιορισμένο τομέα δεν ενέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως υπέρ όλων των άλλων τομέων που δεν υπόκεινται στον φόρο και ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση υπέρ των άλλων υλικών πλην των αδρανών και των υλικών που προορίζονται για χρήσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του AGL. Η Επιτροπή διευκρινίζει, συναφώς, ότι η προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 αναιρετική απόφαση απορρίπτει ρητώς τις διάφορες αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με το γεγονός ότι ορισμένα αδρανή υλικά υπόκεινται στον φόρο ενώ δεν υπόκεινται σ’ αυτόν ορισμένα άλλα υλικά πλην των αδρανών ή υλικών που δεν χρησιμοποιούνται ως αδρανή.

34      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η σκέψη 88 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 αναιρετικής αποφάσεως επιβεβαιώνει την εκτίμηση αυτή επισημαίνοντας ότι η προσθήκη με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 1 αναιρεθείσα απόφαση του περιβαλλοντικού σκοπού έρχεται προδήλως σε αντίθεση προς την απαλλαγή άλλων επιζήμιων για το περιβάλλον τομέων, όπως ο τομέας του άνθρακα και προς την προβολή άλλων σκοπών προκειμένου να δικαιολογηθεί η μη υπαγωγή των εν λόγω άλλων τομέων στον φόρο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η πρόθεση διατηρήσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Συναφώς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ορθώς ότι μια τέτοια αντίθεση δεν μπορεί να αρθεί με την προβολή λόγων που στηρίζονται στη φύση ή στη γενική οικονομία του συστήματος, καθόσον «δεν έχει σημασία ο σκοπός αλλά τα αποτελέσματα» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 84, 85 και 87).

35      Όσον αφορά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διάκριση, με τις σκέψεις 120 και 121 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 1 αναιρεθείσας αποφάσεως, της υπό κρίση υποθέσεως από την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, C‑143/99, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (Συλλογή 2001, σ. I‑8365, στο εξής: απόφαση Adria-Wien Pipeline), η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ αντιμετωπίζει τις κρατικές παρεμβάσεις αναλόγως των επιπτώσεών τους και επομένως ανεξαρτήτως των χρησιμοποιούμενων τεχνικών (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 89). Όσον αφορά τις επιπτώσεις, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο AGL είναι ειδικός φόρος ο οποίος πλήττει περιορισμένο τομέα, ήτοι τα αδρανή υλικά (σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το εν λόγω χαρακτηριστικό της εξαιρετικής φορολογικής επιβαρύνσεως που πλήττει περιορισμένο τομέα δικαιολογεί τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι ο φόρος αυτός δεν συνιστά αυτός καθαυτόν, και ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώκει, κρατική ενίσχυση υπέρ όλων των άλλων υλικών πλην των αδρανών ή των υλικών που δεν χρησιμοποιούνται ως αδρανή (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 90 έως 92). Κατά την άποψη της Επιτροπής, το χαρακτηριστικό αυτό συνιστά, εξάλλου, το «ουδέτερο σημείο αναφοράς», ή «το σύστημα», ή «το σύνηθες χαρακτηριστικό», το οποίο «δεν εμπεριέχει αυτό καθαυτό στοιχεία κρατικής ενισχύσεως και δεν θεσπίσθηκε λαμβανομένων υπόψη του σκοπού που επιδιώκει ο φόρος ή […] της φύσεως ή της γενικής οικονομίας του συστήματος ούτε στηρίζεται στα ανωτέρω», καθιστώντας δυνατό να καθορισθεί αν άλλες απαλλαγές από τον φόρο συνδέονται ή όχι με τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος. Ένας τέτοιος περιορισμένος τομέας ως «σημείο αναφοράς» δεν υπήρχε στην περίπτωση της προπαρατεθείσας υποθέσεως Adria-Wien Pipeline, διότι το επίμαχο μέτρο είχε επιπτώσεις σε μεγάλο μέρος της γενικής οικονομίας, γεγονός το οποίο δικαιολογούσε μια διαφορετική προσέγγιση.

36      Η Επιτροπή καλεί, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο να επανεξετάσει, τηρώντας τις απαιτήσεις που αφορούν το επίπεδο του δικαστικού ελέγχου, πρώτον, τον καθορισμό του τομέα των αδρανών υλικών (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 75, 90, 91, 110, 138 και 139, και αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 96 έως 101). Εν προκειμένω, η Επιτροπή στήριξε την ανάλυσή της στο πεδίο εφαρμογής του φόρου, όπως αυτό είχε καθορισθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα άλλα υλικά πλην των αδρανών υλικών, όπως ο άνθρακας, ο λιγνίτης, η άργιλος, το πυριτικό αργίλιο, η καολινική άργιλος, ο σχιστόλιθος και ο σχίστης και τα αδρανή υλικά που δεν χρησιμοποιούνται ως τέτοια, όπως, μεταξύ άλλων, ο ασβεστόλιθος που προορίζεται για την παραγωγή τσιμέντου και η άμμος που προορίζεται για την παραγωγή υάλου, δεν υπόκεινται στον φόρο διότι δεν εμπίπτουν στον τομέα των αδρανών υλικών. Δεν είναι, συνεπώς, ορθό το επιχείρημα, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι τα οικεία υλικά είναι στο σύνολό τους αδρανή υλικά. Η προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 αναιρετική απόφαση (σκέψη 130) επιβεβαιώνει, επίσης, ότι ορισμένα υλικά δεν υπόκεινται στον φόρο διότι δεν είναι αδρανή υλικά. Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί εκ νέου η υπαγωγή στον φόρο αδρανών υλικών υψηλών τεχνικών προδιαγραφών, όπως οι χρησιμοποιούμενες για ποδηλατοδρόμους, για την οδόστρωση και για το σκύρο έρματος σιδηροτροχιών ερυθρές ψηφίδες, διότι είναι αδρανή υλικά, ανεξαρτήτως αν υπάρχουν υποκατάστατα των εν λόγω υλικών (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 85, 90 έως 92, 135 και 136, και αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 125, 126, 130 και 131). Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να επανεξετάσει την υπαγωγή στον φόρο δευτερογενών «υλικών», όπως ο ασβεστόλιθος και η άμμος, διότι χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως «δευτερογενών» προϊόντων ορισμένων λατομείων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 86, 90 έως 92 και 137, αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 146 έως 151). Τέταρτον, πρέπει να εξετασθεί εκ νέου η μη υπαγωγή στον φόρο άλλων προϊόντων πλην των αδρανών υλικών και απορριμμάτων ανορύξεως, όπως ο σχιστόλιθος, ο σχίστης, η άργιλος, το πυριτικό αργίλιο, η καολινική άργιλος, ο άνθρακας και ο λιγνίτης, ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά, διότι η ενθάρρυνση της χρήσεως υποκατάστατων των παρθένων υλικών συνδέεται με τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 83, 94 έως 98 και 130 έως 132, και αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 152 έως 154 και 160 έως 162). Τέλος, όσον αφορά την απαλλαγή των εξαγωγών, η Επιτροπή καλεί το Γενικό Δικαστήριο να επανεξετάσει αν η απαλλαγή αυτή δικαιολογείται από τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 22 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

37      Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί ιδίως το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι βασικές έννοιες του AGL ουδέποτε ορίσθηκαν σαφώς και ότι στις εν λόγω έννοιες αποδιδόταν διαφορετικό περιεχόμενο αναλόγως των περιστάσεων.

38      Συγκεκριμένα, οι εκμεταλλευόμενοι λατομεία χρησιμοποιούν πολύ συχνά τον όρο «πρωτογενές αδρανές υλικό» για να περιγράψουν το πρωτογενές ή κύριο αδρανές υλικό που παράγει το λατομείο. Οι εν λόγω εκμεταλλεύσεις παράγουν συνήθως διάφορα αδρανή υλικά, τα οποία διαφέρουν αναλόγως των φυσικών ιδιοτήτων τους, των τεχνικών προδιαγραφών τους και της επάρκειάς τους για ορισμένες εφαρμογές. Έτσι, τα αδρανή υλικά υψηλών προδιαγραφών μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή πίσσας ή σκυροδέματος, ενώ τα αδρανή υλικά μειωμένων προδιαγραφών μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως λιθογόμωση ή σκύρο έρματος. Τα πρωτογενή αδρανή υλικά θεωρούνται, κατά κανόνα, ότι έχουν μεγαλύτερη αξία, λόγω της μεγάλης ζητήσεώς τους και της αρκετά υψηλής περιεκτικότητάς τους που τα καθιστά κατάλληλα για μεγάλη γκάμα εφαρμογών. Η οικονομική βιωσιμότητα της εξορύξεως εξαρτάται σημαντικά από τη γεωλογία της περιοχής, και ως ένα βαθμό, από το κατά πόσο εύκολη είναι η επί τόπου μεταφορά των αναγκαίων υλικών για τον καθαρισμό της πρώτης ύλης και τη μεγιστοποίηση των επιθυμητών ιδιοτήτων της.

39      Αντιθέτως, οι εκμεταλλευόμενοι λατομεία χρησιμοποιούν πολύ συχνά τον όρο «δευτερογενή αδρανή υλικά» για να περιγράψουν τα αδρανή υλικά που συνιστούν παράγωγα προϊόντα από την παραγωγή των πρωτογενών αδρανών υλικών, η οποία συχνά ενέχει ορισμένη φυσική κατεργασία, όπως η θραύση, το κοσκίνισμα, η λείανση και η σύνθλιψη. Σε κάθε στάδιο της εν λόγω κατεργασίας, τα προκύπτοντα παράγωγα αδρανή υλικά δεν έχουν τόσο υψηλή περιεκτικότητα όπως τα πρωτογενή αδρανή υλικά και, για τον λόγο αυτό, διαχωρίζονται από τα δεύτερα. Τα παράγωγα αδρανή υλικά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής κατεργασίας σε διάφορα στάδια προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα όσον αφορά τις ιδιότητές τους ως αδρανών υλικών. Συγκεκριμένα, παράγεται μια γκάμα προϊόντων διαφόρων περιεκτικοτήτων και ποιοτήτων ή ολοένα και πιο περιορισμένης αξίας, μέχρις ότου να προκύψει ένα πολύ μικρό κοκκώδες υλικό, ήτοι «λεπτά σωματίδια», τα οποία έχουν περιορισμένη χρήση και μειωμένη ζήτηση. Δεν πρόκειται, εντούτοις, απαραιτήτως για παράγωγα προϊόντα ή απόβλητα. Αντιθέτως, τα περισσότερα παράγωγα αδρανή υλικά έχουν ιδιαιτέρως υψηλή αξία και ποιότητα και αποτελούν αντικείμενο έρευνας, με αποτέλεσμα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μόνον τα «λεπτά σωματίδια» να μπορούν να χαρακτηρισθούν ως απόβλητα. Κατά συνέπεια, η περιεκτικότητα του δευτερογενούς αδρανούς υλικού, η οποία είναι μειωμένη σε σύγκριση με την περιεκτικότητα του πρωτογενούς αδρανούς υλικού, συνιστά το κύριο στοιχείο που επιτρέπει τη διάκριση των εν λόγω δύο ειδών αδρανών υλικών. Ο όρος «δευτερογενές αδρανές υλικό» χρησιμοποιείται, επίσης, ενίοτε και για τα παράγωγα προϊόντα ορισμένων διεργασιών εξορύξεως και παρασκευής, οι οποίες δεν αποσκοπούν μεν στην παραγωγή αδρανών υλικών, αλλά καταλήγουν αναπόφευκτα στην παραγωγή τέτοιων υλικών, όπως τα κατάλοιπα της μεταλλευτικής εξορύξεως, η εξόρυξη πυριτικού αργιλίου, η παραγωγή σχιστόλιθου, η τέφρα των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και η σκωρία των υψικαμίνων. Οι εν λόγω διεργασίες πρέπει, συνεπώς, να διακριθούν από την εκμετάλλευση αδρανών υλικών.

40      Το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι επιθυμεί να μειώσει την απόρριψη τέτοιων παράγωγων προϊόντων ως αποβλήτων και για τον λόγο αυτό επιχειρεί να ενθαρρύνει τη χρησιμοποίησή τους ως βιώσιμη εναλλακτική λύση της εξορύξεως αδρανών υλικών αυτής καθαυτήν. Καίτοι ο AGL δεν ορίζει τα υλικά αυτά ως «δευτερογενή αδρανή υλικά», ο ορισμός αυτός χρησιμοποιείται κατά κόρο στους οικείους τομείς. Από την ορολογία που χρησιμοποιείται στον τομέα της εκμεταλλεύσεως λατομείων μπορεί, εντούτοις, να συναχθεί εσφαλμένο συμπέρασμα, στο μέτρο που τα υποκείμενα και μη υποκείμενα στον φόρο υλικά καθορίζονται συχνά εσφαλμένως ως πρωτογενή και δευτερογενή αδρανή υλικά αντιστοίχως, μολονότι στην κατηγορία των υποκειμένων στον φόρο αδρανών υλικών συγκαταλέγονται τόσο πρωτογενή όσο και δευτερογενή αδρανή υλικά. Εξάλλου, ο όρος «παρθένα αδρανή υλικά» παραπέμπει τόσο σε πρωτογενή όσο και σε δευτερογενή αδρανή υλικά, τα οποία δεν έχουν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως διότι αποτέλεσαν αντικείμενο πρόσφατης εξορύξεως. Συνεπώς, τα ανακυκλωμένα αδρανή υλικά δεν είναι παρθένα αδρανή υλικά.

41      Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απέδειξαν ότι τον AGL διέπει μια συνεπής περιβαλλοντική αντίληψη ή παρέλειψαν να αποδείξουν ότι το πεδίο εφαρμογής του AGL μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση και τη γενική οικονομία του. Δεν αμφισβητείται ότι η εξόρυξη αδρανών υλικών έχει πολλές αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες, στις οποίες περιλαμβάνονται η ηχορύπανση, η σκόνη, η οπτική ρύπανση, η ζημία που προξενεί στη βιοποικιλότητα και η απώλεια ανέσεων. Σκοπός του AGL είναι να ενσωματώσει αυτά τα περιβαλλοντικά κόστη στην τιμή των αδρανών υλικών προκειμένου να μειωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η εκμετάλλευση παρθένων αδρανών υλικών, να ενθαρρυνθεί η αποτελεσματική χρησιμοποίησή τους, η χρήση άλλων ανακυκλωμένων υλικών καθώς και η χρήση υλικών τα οποία θα απορρίπτονταν ειδάλλως ως απόβλητα. Καίτοι ο AGL εισπράττεται αμέσως από τους παραγωγούς αδρανών υλικών, η φορολογική επιβάρυνση πλήττει τελικώς τους τελικούς χρήστες των αδρανών υλικών, καθόσον οι εν λόγω παραγωγοί μετακυλίουν το κόστος του φόρου στους πελάτες τους μέσω του καθορισμού των τιμών τους. Υπό την έννοια αυτή, ο AGL είναι έμμεσος φόρος ο οποίος πλήττει τους τελικούς καταναλωτές των παρθένων αδρανών υλικών.

42      Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί την ύπαρξη ανακολουθιών στη γενική οικονομία του AGL λόγω επιλεκτικών πλεονεκτημάτων υπέρ ορισμένων μη υποκειμένων στον φόρο τομέων ή προϊόντων. Το Γενικό Δικαστήριο δεν οφείλει να επανεξετάσει λεπτομερώς τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τη φύση, τη λογική και το πεδίο εφαρμογής του AGL, καθόσον το Δικαστήριο τα απέρριψε σε μεγάλο βαθμό, υπό το πρίσμα των δεσμευτικών κρίσεων του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά περιστατικά (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 94 έως 101). Εξάλλου, η φύση και η λογική του AGL, καθώς και οι περιβαλλοντικές αρχές που τον δικαιολογούν είναι απλές, συνεπείς και αιτιολογημένες. Συγκεκριμένα, η μη υπαγωγή στον φόρο ορισμένων υλικών, όπως το πυριτικό αργίλιο, η καολινική άργιλος, ο σχιστόλιθος και άλλα μεταλλευτικά και βιομηχανικά απόβλητα, οφείλεται στη φύση και στη συνολική δομή του AGL, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει η εν λόγω απαλλαγή στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

43      Όσον αφορά την απαλλαγή από τον φόρο του σχιστόλιθου, του σχίστη και του πυριτικού αργιλίου, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι από τη διαδικασία παραγωγής σχιστόλιθου και πυριτικού αργιλίου προκύπτουν πολλά παράγωγα αδρανή υλικά. Επιπροσθέτως, ορισμένοι τομείς της αγοράς αδρανών υλικών χρησιμοποιούν επιτυχώς τέτοια παράγωγα προϊόντα σε αντικατάσταση άλλων παρθένων αδρανών υλικών που υπόκεινται στον AGL. Συγκεκριμένα, οι διεργασίες εξορύξεως πυριτικού αργιλίου, σχιστόλιθου, άνθρακα και άλλων υλικών δεν αποσκοπούν στην παραγωγή αδρανών υλικών, αλλά καταλήγουν αναπόφευκτα στην παραγωγή υλικών κατάλληλων για τέτοιου είδους χρήση. Αν και τέτοιου είδους διεργασίες εξορύξεως παράγουν, ως ένα βαθμό, απόβλητα και είναι επιζήμιες για το περιβάλλον, δεν υπάρχει εντούτοις κανένας αποτελεσματικότερος τρόπος παραγωγής υλικών όπως ο σχιστόλιθος και το πυριτικό αργίλιο. Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με τον AGL σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος, πρέπει να ευνοηθεί, στο μέτρο του δυνατού, η χρήση ως αδρανών υλικών των παράγωγων προϊόντων τέτοιων διεργασιών αντί της χρήσεως άλλων παρθένων αδρανών υλικών, ιδίως όταν η μόνη εναλλακτική δυνατότητα είναι η απόρριψη των εν λόγω παράγωγων προϊόντων ως αποβλήτων. Συγκεκριμένα, σημαντικός όγκος των παράγωγων υλικών των εν λόγω διεργασιών πωλείται σήμερα ως αδρανή υλικά μη υποκείμενα στον AGL, ενώ πριν από τη θέσπιση του φόρου αυτού η πλειονότητα των υλικών αυτών προοριζόταν για απόρριψη. Όσον αφορά την απαλλαγή υλικών τα οποία προορίζονται για άλλες χρήσεις πλην της χρήσεως ως αδρανών υλικών, όπως η πυριτική άμμος για την κατασκευή υάλου, η εν λόγω απαλλαγή ισχύει όταν συντρέχουν σωρευτικώς δύο κύριες προϋποθέσεις, ήτοι, αφενός, όταν δεν υπάρχει κανένα βιώσιμο υποκατάστατο υλικό και, αφετέρου, όταν το συγκεκριμένο υλικό δεν χρησιμοποιείται ως αδρανές υλικό.

44      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμβατότητα ή μη του AGL προς την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εξορύξεως διαφόρων υλικών, τον καθορισμό του «τομέα των αδρανών υλικών» από την Επιτροπή και τη φερόμενη πραγματική δικαιολογητική βάση που διέπει τις απαλλαγές ορισμένων υλικών, η οποία συνίσταται στη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, έχουν απορριφθεί στο σύνολό τους από το Δικαστήριο (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 99 έως 101, 128 έως 132, 149, 150, 161 και 162) και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν. Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα αυτά είναι προδήλως εσφαλμένα δεδομένης της ανωτέρω εκτιθέμενης φύσεως και λογικής του AGL (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 129, 133, 134, 138 και 153). Εξάλλου, η προσφεύγουσα χρησιμοποιεί συγκεχυμένα τους όρους «πρωτογενή αδρανή υλικά», «δευτερογενή αδρανή υλικά» και «παρθένα αδρανή υλικά», η δε σημασία που αποδίδει στους όρους αυτούς δεν στηρίζεται σε κανένα προβλεπόμενο από τον νόμο ορισμό των εννοιών αυτών.

 Ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

 Ως προς τα κριτήρια που διέπουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα ενός πλεονεκτήματος

45      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσία, στην Επιτροπή ότι ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια της ενισχύσεως, ιδίως τα κριτήρια του πλεονεκτήματος και του επιλεκτικού χαρακτήρα του, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και ότι εφάρμοσε εσφαλμένως την έννοια αυτή.

46      Όσον αφορά το κριτήριο του πλεονεκτήματος, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, με διάφορους τρόπους, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν ταυτόσημα αποτελέσματα (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 8ης Μαΐου 2003, C‑328/99 και C‑399/00, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑4035, σκέψη 35· της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-289, σκέψη 131, και της 15ης Ιουνίου 2006, C‑393/04 και C‑41/05, Air Liquide Industries Belgium, Συλλογή 2006, σ. I‑5293, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όσον αφορά τον φορολογικό τομέα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ένα μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή και το οποίο περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ομοίως, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση ένα μέτρο που χορηγεί σε ορισμένες επιχειρήσεις μείωση φόρου ή μετάθεση του χρόνου καταβολής του κανονικώς οφειλόμενου φόρου (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., σκέψη 132).

47      Όσον αφορά το κριτήριο του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, πρέπει να εξετάζεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής», κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο (απόφαση Adria-Wien Pipeline, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 41· βλ., επίσης, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2005, C‑172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I‑1627, σκέψη 40· της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 119· της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑7115, σκέψη 54, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑428/06 έως C‑434/06, UGT-Rioja κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑6747, σκέψη 46).

48      Εντούτοις, δεν πληροί αυτή την προϋπόθεση επιλεκτικότητας το μέτρο που, μολονότι αποτελεί πλεονέκτημα για τον αποδέκτη του, δικαιολογείται από τη φύση ή την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται (βλ., συναφώς, αποφάσεις Adria-Wien Pipeline, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 42 και Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 52). Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού του συστήματος και ότι, συναφώς, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση προς το σύστημα αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των σκοπών αυτών (απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 81). Πράγματι, φορολογικές απαλλαγές οι οποίες υπαγορεύονται από έναν εξωγενή σκοπό σε σχέση με το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται δεν εξαιρούνται των επιταγών του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

49      Εξάλλου, προκειμένου να εξετασθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος που χορηγεί το επίμαχο μέτρο, ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς έχει αυξημένη σημασία στις περιπτώσεις φορολογικών μέτρων, καθόσον η ίδια η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να προσδιοριστεί μόνον σε σχέση με την αποκαλούμενη «κανονική» φορολογία (βλ., συναφώς, απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 56, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2004, T‑308/00, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1933, σκέψη 81). Ο χαρακτηρισμός ενός φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού» προϋποθέτει, πρώτον, τον εκ των προτέρων προσδιορισμό και εξέταση του κοινού ή «κανονικού» φορολογικού συστήματος που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος. Πρέπει, δεύτερον, να εξεταστεί και να στοιχειοθετηθεί, σε σχέση με το συγκεκριμένο κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς, ο ενδεχομένως επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος που χορηγεί το επίμαχο φορολογικό μέτρο, αποδεικνύοντας ότι το εν λόγω μέτρο παρεκκλίνει του κοινού αυτού συστήματος, καθόσον διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται, από απόψεως του σκοπού που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα του οικείου κράτους μέλους, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

50      Κατά συνέπεια, πρέπει πρώτον να προσδιοριστούν τα κριτήρια που καθορίζουν την «κοινή» φορολογία που προβλέπει ο AGL.

 Ως προς την «κοινή» φορολογία που προβλέπει ο AGL

51      Εν προκειμένω, οι διάδικοι συνομολογούν ότι το πλαίσιο αναφοράς εντός του οποίου πρέπει να καθορισθούν η κοινή φορολογία και τα τυχόν επιλεκτικά πλεονεκτήματα είναι ο AGL αυτός καθαυτός, με τον οποίο θεσπίσθηκε ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς, το οποίο εφαρμόζεται στον τομέα των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

52      Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 31 έως 33 ανωτέρω), ακόμα και αν υποτεθεί ότι το καθεστώς αυτό μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εξαιρετική φορολογική επιβάρυνση η οποία πλήττει μόνον ορισμένο οικονομικό τομέα», δεν εξαιρείται εκ του λόγου τούτου της απαγορεύσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., συναφώς, απόφαση Heiser, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 42), διότι το καθεστώς αυτό μπορεί να προβλέπει διαφοροποιήσεις εντός του ιδίου τομέα, οι οποίες ενδέχεται να πληρούν τις προϋποθέσεις του πλεονεκτήματος και της επιλεκτικότητας, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στη σκέψη 47 ανωτέρω. Εξάλλου, λόγω του νομικού χαρακτήρα της έννοιας της ενισχύσεως, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 111), ο σκοπός ενός κρατικού μέτρου, όπως εν προκειμένω ο περιβαλλοντικός σκοπός, ή ο «οικολογικός» χαρακτήρας ενός ειδικού φορολογικού καθεστώτος ή καθεστώτος που αφορά συγκεκριμένο τομέα δεν αρκεί για να αποκλειστεί εκ προοιμίου ο χαρακτηρισμός του εν λόγω μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 84), καθόσον ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά του και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αιτίες ή οι σκοποί του (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 85 έως 88). Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έννοια της ενισχύσεως επιβάλλει να εξετάζεται αν ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς ή καθεστώς που αφορά συγκεκριμένο τομέα προβλέπει διαφοροποιήσεις οι οποίες συνεπάγονται την ευνοϊκή μεταχείριση «ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων παραγωγής» εντός του συγκεκριμένου τομέα που αφορά το εν λόγω καθεστώς, γεγονός το οποίο προϋποθέτει καταρχάς τον προσδιορισμό της «κοινής» φορολογίας στην οποία στηρίζεται (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω).

53      Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις γραπτές παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. σκέψεις 37 έως 43 ανωτέρω) και τις απαντήσεις των διαδίκων στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αρχή της «κοινής» φορολογίας στην οποία στηρίζεται ο AGL είναι η αρχή της εμπορικής εκμεταλλεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο ενός υποκειμένου στον φόρο υλικού λόγω της ιδιότητάς του ως «αδρανούς υλικού» [άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, και άρθρο 17, παράγραφος 1, του Finance Act 2001 (φορολογικός νόμος του έτους 2001, στο εξής: νόμος)], χωρίς ο νόμος να καθορίζει επακριβώς τον όρο «αδρανές υλικό» ή τα γενικά κριτήρια της φορολογήσεως που καθορίζουν τον όρο αυτό, ιδίως βάσει των φυσικοχημικών ιδιοτήτων, της συνθέσεως, του μεγέθους ή της εμπορικής αξίας των οικείων υλικών.

54      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι κατ’ επανάληψη χρησιμοποιούμενοι, τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της δίκης, επιθετικοί προσδιορισμοί των αδρανών υλικών ως «παρθένων», «πρωτογενών» ή «δευτερογενών» είναι άνευ σημασίας, καθόσον από το γράμμα των διατάξεων του AGL δεν προκύπτει καμία τέτοιου είδους διάκριση. Πράγματι, όπως παραδέχθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφενός, το κοινό φορολογικό καθεστώς του AGL δεν προσδιορίζεται βάσει της γενικής έννοιας του αδρανούς υλικού, αφετέρου δε, ο νόμος εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του AGL τα αδρανή υλικά που προέρχονται από ορισμένα υλικά (άρθρο 17 του νόμου), ανεξαρτήτως της φυσικής καταστάσεώς τους, ή ορισμένες διεργασίες εξορύξεως ή παραγωγής («Απαλλασσόμενες διεργασίες» βάσει του άρθρου 18 του νόμου), ή τα αδρανή υλικά που προορίζονται για εξαγωγή (άρθρο 16, παράγραφος 2, του νόμου). Συγκεκριμένα, ο AGL περιέχει έναν κατάλογο αδρανών υλικών προερχομένων από υλικά ή διεργασίες εξορύξεως ή παραγωγής που απαλλάσσονται από τον φόρο, ανεξαρτήτως αν τυχόν εμπίπτουν σε μια από τις φερόμενες κατηγορίες αδρανών υλικών (άρθρο 17, παράγραφοι 2 έως 4, και άρθρο 18, παράγραφοι 1 έως 3, του νόμου).

55      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αρχή της κοινής φορολογίας που διέπει τον AGL στηρίζεται μόνο στην έννοια της εμπορικής εκμεταλλεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο υλικού υποκειμένου στον φόρο λόγω της ιδιότητάς του ως «αδρανούς υλικού».

56      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προδήλως παρέλειψε να λάβει υπόψη την εν λόγω αρχή της κοινής φορολογίας για τον καθορισμό του επιλεκτικού χαρακτήρα τυχόν πλεονεκτημάτων που συνεπάγεται ο AGL. Συγκεκριμένα, η περιγραφή του πεδίου εφαρμογής του AGL, ιδίως στη δεύτερη και στην τρίτη φράση του σημείου 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αντιστοιχεί στον ανωτέρω καθορισμό της κοινής φορολογίας. Πράγματι, κατά τις εν λόγω φράσεις, ο φόρος επιβάλλεται, κατ’ ουσία, μόνο στα «παρθένα» αδρανή υλικά και όχι «στα εξορυσσόμενα αδρανή υλικά ως υποπροϊόντα ή απόβλητα άλλων διεργασιών (δευτερογενή αδρανή υλικά) ούτε στα ανακυκλωμένα αδρανή υλικά». Εντούτοις, ο AGL δεν προβλέπει τέτοιο γενικό φορολογικό κανόνα που να διακρίνει βάσει των ανωτέρω διαφορετικών κατηγοριών αδρανών υλικών («παρθένων», «δευτερογενών» και «ανακυκλωμένων»).

57      Η διαπίστωση αυτή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση με τη σκέψη 144 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 αναιρετικής αποφάσεως, η οποία δεν αφορά τον καθορισμό της αρχής της κοινής φορολογίας που διέπει τον AGL και, κατά μείζονα λόγο, δεν κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ορθή ερμηνεία της εν λόγω αρχής. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε απλώς ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως το σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεχόμενο ότι με τον όρο «πρωτογενή αδρανή υλικά» νοούνταν κυρίως τα υποκείμενα στον AGL αδρανή υλικά, ενώ με τον όρο «δευτερογενή αδρανή υλικά» νοούνταν κυρίως τα «επακριβώς απαριθμούμενα με το νόμο απαλλασσόμενα αδρανή υλικά» (αναιρεθείσα απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 112). Ακόμα και αν υποτεθεί ότι, στο πλαίσιο αυτό, είναι λυσιτελής η χρήση των όρων «πρωτογενή» και/ή «δευτερογενή» αδρανή υλικά, η αρχή της κοινής φορολογίας που διέπει τον AGL, όπως εκτίθεται στη σκέψη 55 ανωτέρω, ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο ένα «δευτερογενές» αδρανές υλικό να συνιστά και «παρθένο» αδρανές υλικό ή να υπόκειται κατ’ αρχήν στον AGL ακριβώς διότι εμπίπτει στην έννοια του «αδρανούς υλικού». Πράγματι, αντιθέτως προς όσα επισημαίνονται με κατηγορηματικό τρόπο στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός και μόνον ότι με τον όρο «δευτερογενή αδρανή υλικά» νοούνται τα «εξορυσσόμενα αδρανή υλικά ως υποπροϊόντα ή απόβλητα άλλων διεργασιών» δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι τα εν λόγω αδρανή υλικά απαλλάσσονται από τον φόρο. Το ίδιο ισχύει και για τα «ανακυκλωμένα» αδρανή υλικά, καθόσον συνιστούν «αδρανή υλικά» κατά την έννοια του AGL (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω).

58      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τις εύλογες εξηγήσεις που παρέσχε το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 37 έως 40 ανωτέρω και, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή, στο πλαίσιο ενός μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοιχούν στην εξήγηση που περιέχεται στο σημείο 19 της κοινοποιήσεως του AGL, στην οποία, όπως και στον νόμο, ουδόλως γίνεται αναφορά σε «πρωτογενή» και/ή «δευτερογενή» αδρανή υλικά. Κατ’ ουσία, από τις εξηγήσεις αυτές προκύπτει ότι, αφενός η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση για τον προσδιορισμό αδρανών υλικών διαφορετικών κατηγοριών δεν αντιστοιχεί στην ορολογία του AGL, αλλά μάλλον στην ορολογία που χρησιμοποιείται στον τομέα της εκμεταλλεύσεως λατομείων, και ότι, αφετέρου, υφίσταται σημαντική αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των εννοιών «δευτερογενή» αδρανή υλικά —σε αντίθεση προς τα «πρωτογενή» αδρανή υλικά— και «παρθένα» αδρανή υλικά. Συγκεκριμένα, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, στα «παρθένα» αδρανή υλικά συγκαταλέγονται τόσο τα «πρωτογενή» όσο και τα «δευτερογενή» αδρανή υλικά, ενώ τα «ανακυκλωμένα» αδρανή υλικά δεν είναι «παρθένα» αδρανή υλικά. Ο λόγος της ανωτέρω αλληλοεπικαλύψεως είναι ότι τα «δευτερογενή» αδρανή υλικά προσδιορίζουν συχνά τα αδρανή υλικά που συνιστούν παράγωγα προϊόντα ή υποπροϊόντα της παραγωγής «πρωτογενών» αδρανών υλικών, δηλαδή της πρώτης εξορύξεως ορισμένων υλικών του υπεδάφους με σκοπό τη λήψη αδρανών υλικών κατά την έννοια του AGL. Η κύρια διαφορά μεταξύ «πρωτογενών» και «δευτερογενών» αδρανών υλικών έγκειται στη σύνθεσή τους, η οποία καθορίζει τη συγκεκριμένη βιομηχανική χρήση τους. Κατά συνέπεια, τόσο τα «πρωτογενή» όσο και τα «δευτερογενή» αδρανή υλικά μπορεί να είναι «παρθένα» αδρανή υλικά, εφόσον αποτέλεσαν αντικείμενο πρόσφατης εξορύξεως ή δεν χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν (ως αδρανή υλικά). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και οι λοιποί διάδικοι αναγνώρισαν την αναγκαιότητα της εν λόγω διευκρινίσεως εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου.

59      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τα εκτιθέμενα στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο AGL δεν προβλέπει καμία γενική απαλλαγή των «δευτερογενών» αδρανών υλικών, ισχύουσα για όλα τα υλικά που εμπίπτουν στην έννοια του «αδρανούς υλικού», αλλά περιορίζεται απλώς στο να χαρακτηρίζει ως απαλλασσόμενα αδρανή υλικά είτε συγκεκριμένα υλικά τα οποία προσδιορίζονται ρητώς από τον νόμο είτε συγκεκριμένες διεργασίες εξορύξεως ή παραγωγής ενός εκ των ανωτέρω υλικών είτε τα εξαγόμενα αδρανή υλικά.

60      Κατά συνέπεια, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα (αναιρεθείσα απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 79), η Επιτροπή, προβαίνοντας σε εσφαλμένη περιγραφή του πεδίου εφαρμογής του AGL στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέδειξε ότι δεν κατανόησε ορθώς την αρχή της κοινής φορολογίας που διέπει τον νόμο, η οποία είναι ικανή να επηρεάσει τη νομιμότητα της εκτιμήσεώς της σχετικά με το αν οι φορολογικές απαλλαγές συνιστούν ενίσχυση και, ιδίως, σχετικά με τον ενδεχόμενο επιλεκτικό χαρακτήρα τους κατά την έννοια της ανωτέρω παρατιθέμενης στις σκέψεις 47 έως 49 νομολογίας.

61      Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί αν και κατά πόσο, εν προκειμένω, το εν λόγω σφάλμα της Επιτροπής επηρέασε την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμησή της σχετικά με τα λοιπά κριτήρια που διέπουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συναφώς, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή ορθώς απέρριψε την ύπαρξη πλεονεκτημάτων απορρεόντων από φορολογικές διαφοροποιήσεις που επαγόταν ο AGL, για τον λόγο και μόνον ότι «το πεδίο εφαρμογής του AGL» δικαιολογούνταν από τη λογική και τη γενική οικονομία του (βλ. σημεία 29, 34 και 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Ως προς τις ενδεχόμενες φορολογικές διαφοροποιήσεις που επάγεται ο AGL 

–       Ως προς τα κριτήρια που διέπουν το συγκρίσιμο των επίμαχων καταστάσεων

62      Πρέπει να υπομνησθεί ότι για να εκτιμηθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας των πλεονεκτημάτων που επάγεται ορισμένο φορολογικό σύστημα, πρέπει να εξετασθεί αν τα μέτρα που στηρίζονται στο εν λόγω σύστημα μπορούν να ευνοήσουν «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής», κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει το οικείο μέτρο (απόφαση Adria-Wien Pipeline, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 41).

63      Όπως αναγνώρισαν οι διάδικοι ομοφώνως, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο AGL έχει ως κύριο σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, μολονότι τούτο δεν προκύπτει ευθέως από το γράμμα του.

64      Ο σκοπός αυτός συνίσταται, κατ’ ουσία, στην ενθάρρυνση της χρήσεως στον κατασκευαστικό τομέα αδρανών υλικών που αποτελούν υποπροϊόντα ή απόβλητα προερχόμενα από ορισμένες διεργασίες (τα λεγόμενα επίσης «δευτερογενή» αδρανή υλικά), ή ανακυκλωμένων αδρανών υλικών, προκειμένου να μειωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η χρήση αδρανών υλικών που εξορύσσονται στα λατομεία (των λεγομένων επίσης «πρωτογενών» αδρανών υλικών), μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων και, ως εκ τούτου, να περιοριστούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συνδέονται με την εν λόγω διεργασία της εξορύξεως (στο εξής: σκοπός μειώσεως της ζητήσεως ή περιβαλλοντικός σκοπός του AGL). Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς, κατ’ ουσία, ότι λαμβανομένης υπόψη της ανακολουθίας που χαρακτηρίζει το πεδίο εφαρμογής του νόμου, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με συστηματικό τρόπο και ότι ο AGL ευνοεί τα αδρανή που προέρχονται από ορισμένα υλικά έναντι των προερχομένων από άλλα υλικά, τα οποία εντούτοις τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όπως και η αρχή της κοινής φορολογίας η οποία διέπει τον AGL και εκτίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 53 έως 55, αυτός ο γενικός ορισμός του περιβαλλοντικού σκοπού του AGL, ο οποίος δεν προβλέπεται ρητώς από το γράμμα του νόμου, δεν διακρίνει μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών υλικών από τα οποία μπορούν να προκύψουν τέτοια αδρανή υλικά.

65      Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται στον ανωτέρω ορισμό του περιβαλλοντικού σκοπού του AGL (βλ. σημεία 5, 29, 31, 32 και 35 της εν λόγω αποφάσεως· βλ., επίσης, αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 150 και 161).

66      Κατά τα λοιπά, εν προκειμένω, δεν απαιτείται να εξετασθεί το ζήτημα αν ο AGL διέπεται, επίσης, από την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία δεν απορρέει ούτε από το γράμμα των οικείων διατάξεων του AGL ούτε από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 128 έως 131). Η αρχή αυτή προϋποθέτει ότι ο φόρος επιβάλλεται, καταρχήν, σε κάθε δραστηριότητα εξορύξεως ορυκτών για την εσωτερικοποίηση του περιβαλλοντικού κόστους που επάγεται η εν λόγω δραστηριότητα. Η προσφεύγουσα παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, αν ένας τέτοιος συμπληρωματικός σκοπός συνεπαγόταν ότι ο φόρος θα έπρεπε να βαρύνει κάθε εξορυσσόμενο ορυκτό του υπεδάφους, ανεξαρτήτως αν υπήρχε πρόθεση εμπορικής εκμεταλλεύσεώς του ως αδρανούς υλικού, τούτο θα ενείχε τον κίνδυνο όχι μόνον αμφισβητήσεως της αρχής της κοινής φορολογίας, όπως αυτή εκτίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 53 έως 55, αλλά και παρεμποδίσεως της συνεπούς και αποτελεσματικής επιτεύξεως του σκοπού της μειώσεως της ζητήσεως.

67      Πρέπει, συνεπώς, να εξακριβωθεί αν ο AGL προβλέπει ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής έναντι άλλων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής (στο εξής: φορολογική διαφοροποίηση) που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, δεδομένου του περιβαλλοντικού σκοπού του AGL, όπως εκτίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 63 και 64.

68      Πράγματι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή μετά την αναπομπή της παρούσας υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 30 έως 33 ανωτέρω), στο πλαίσιο της εξετάσεως του συγκρίσιμου των επίμαχων καταστάσεων, ούτε η Επιτροπή ούτε το Γενικό Δικαστήριο μπορούν να αγνοήσουν τον εν λόγω περιβαλλοντικό σκοπό του AGL (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 87· απόφαση Adria-Wien Pipeline, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 41, και σκέψη 49 ανωτέρω), καθόσον τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαφορετικές καταστάσεις και, συνεπώς, τον συγκρίσιμο χαρακτήρα τους πρέπει, ιδίως, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση καθώς και των αρχών και σκοπών του τομέα στον οποίο εμπίπτει η εν λόγω πράξη (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑9895, σκέψη 26, και της 12ης Μαΐου 2011, C‑176/09, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι‑3727, σκέψη 32).

69      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι δεδομένου του περιβαλλοντικού σκοπού του AGL, ο αποκλεισμός πολλών υλικών από το πεδίο εφαρμογής του θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητη φορολογική διαφοροποίηση εις βάρος ορισμένων άλλων υλικών (αναιρεθείσα απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 81 έως 86).

70      Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί αν από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα του περιβαλλοντικού σκοπού του AGL, τα εν λόγω απαλλασσόμενα υλικά τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με άλλα υποκείμενα στον φόρο υλικά.

–       Ως προς το συγκρίσιμο των καταστάσεων αδρανών υλικών όπως η άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής (καολινική άργιλος) και ο σχίστης με τις καταστάσεις άλλων αδρανών υλικών

71      Όσον αφορά, ιδίως, αδρανή υλικά όπως ο άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής και ο σχίστης, τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφοι 3 και 4, και του άρθρου 18, παράγραφος 3, του AGL, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ορθώς προβάλλει ότι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους στην εμπορική πρακτική ως «παρθένων», «πρωτογενών» ή «δευτερογενών» αδρανών υλικών, τα εν λόγω αδρανή υλικά πληρούν, καταρχήν, το κριτήριο της κοινής φορολογίας βάσει του AGL, καθόσον συνιστούν «αδρανή υλικά» κατά την έννοια του νόμου. Αυτή η γενική διαπίστωση δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την Επιτροπή ούτε από το Ηνωμένο Βασίλειο που απλώς υποστηρίζουν ότι τα υλικά αυτά δεν αποτελούν συνήθως αντικείμενο εκμεταλλεύσεως με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως αδρανή υλικά.

72      Εντούτοις, στο μέτρο που τα ανωτέρω υλικά χρησιμοποιούνται και αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμεταλλεύσεως ως αδρανή υλικά, επί παραδείγματι για την κατασκευή κτιρίων ή οδών, τελούν σε συγκρίσιμη ή και πανομοιότυπη κατάσταση με άλλα υποκατάστατα αδρανή υλικά τα οποία υπόκεινται στον φόρο. Συναφώς, ούτε η Επιτροπή ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο μπόρεσαν να αντικρούσουν το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχει, τουλάχιστον, ενδεχόμενη σχέση ανταγωνισμού ή υποκαταστάσεως μεταξύ των εν λόγω διαφόρων αδρανών υλικών για τη χρησιμοποίηση ή την εμπορική εκμετάλλευσή τους. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής και του Ηνωμένου Βασιλείου ότι υλικά όπως ο σχιστόλιθος, ο άργιλος αγγειοπλαστικής, το πυριτικό αργίλιο και ο σχίστης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του AGL για τον λόγο ότι δεν εμπίπτουν στον «τομέα των αδρανών υλικών», ότι δεν χρησιμοποιούνται «κατά κανόνα» ή «παραδοσιακώς» ως αδρανή υλικά, ούτε εξορύσσονται για τον σκοπό αυτό, ότι δεν διατηρούν «σημαντική ανταγωνιστική σχέση με τον φορολογούμενο τομέα» (βλ. σκέψεις 32 και 36 ανωτέρω), καθόσον η ένταξη των εν λόγω υλικών στο πεδίο εφαρμογής του φόρου, βάσει του ισχύοντος κανόνα της κοινής φορολογίας (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω), δεν εξαρτάται από την πραγματική και αποδεδειγμένη εκμετάλλευσή τους ως αδρανών υλικών. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αμφισβήτησαν το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους υπάρχουν πολλά λατομεία που παράγουν (πρωτογενή) αδρανή υλικά όπως ο σχίστης και ο σχιστόλιθος.

73      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η εξόρυξη μη υποκειμένων στον φόρο υλικών, όπως ο σχιστόλιθος και ο άργιλος, βλάπτει το περιβάλλον τουλάχιστον εξίσου, αν όχι περισσότερο, από την εξόρυξη άλλων υποκειμένων στον φόρο υλικών, η οποία μπορεί επίσης να συνεπάγεται την παραγωγή απορριμμάτων, αποβλήτων ή άλλων υποπροϊόντων δυναμένων να χρησιμοποιηθούν ως αδρανή υλικά (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, οι διάδικοι υπογράμμισαν πόσο αναποτελεσματική είναι η εξόρυξη σχιστόλιθου, αργίλου αγγειοπλαστικής και πυριτικού αργιλίου και πόσο σημαντικές είναι οι ποσότητες απορριμμάτων και αποβλήτων των εν λόγω υλικών που υποβαθμίζουν το τοπίο, με αποτέλεσμα η οικεία διεργασία εξορύξεως να έχει ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για το περιβάλλον, λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης του Ηνωμένου Βασιλείου απάλλαξε τα υλικά αυτά από τον φόρο με σκοπό να ενθαρρύνει τη χρησιμοποίησή τους ή την ανακύκλωσή τους ως αδρανών υλικών (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, αυτά τα διαφορετικά αδρανή υλικά τελούν a priori σε συγκρίσιμη τουλάχιστον κατάσταση βάσει του περιβαλλοντικού σκοπού του AGL.

74      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμο ότι ακριβώς ο εν λόγω επιζήμιος για το περιβάλλον χαρακτήρας της εξορύξεως μη υποκειμένων στον φόρο υλικών είναι το στοιχείο που διακρίνει την κατάστασή τους από την κατάσταση των υποκειμένων στον φόρο υλικών, καθόσον ούτε το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε το έγγραφο του Ηνωμένου Βασιλείου της 19ης Φεβρουαρίου 2002, μαζί με τη γραπτή απάντηση της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 2005 στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ούτε οι απαντήσεις που έδωσαν οι εν λόγω διάδικοι στις προφορικές ερωτήσεις που τους υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις συναφώς.

–       Ως προς τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση συγκρίσιμων καταστάσεων

75      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η απαλλαγή από τον φόρο ορισμένων αδρανών υλικών, όπως ο σχιστόλιθος, ο άργιλος αγγειοπλαστικής, το πυριτικό αργίλιο και ο σχίστης και η υπαγωγή στον φόρο άλλων αδρανών υλικών, καίτοι, όσον αφορά τον περιβαλλοντικό σκοπό του AGL, τα συγκεκριμένα διαφορετικά αδρανή υλικά τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση όσον αφορά τη χρήση τους ως «αδρανών υλικών», συνιστά φορολογική διαφοροποίηση από την οποία ενδέχεται να προκύψουν επιλεκτικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 47 νομολογίας.

76      Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι είναι λυσιτελής η διαφοροποίηση μεταξύ «πρωτογενών» και «δευτερογενών» αδρανών υλικών, η οποία εντούτοις δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω), οι παραγωγοί αδρανών υλικών τα οποία υπόκεινται στον φόρο και μπορούν να υποκατασταθούν από απαλλασσόμενα αδρανή υλικά υφίστανται διπλή δυσμενή μεταχείριση. Πράγματι, τα εν λόγω αδρανή υλικά όχι μόνον υπόκεινται στον AGL, αλλά και υφίστανται, τουλάχιστον σε σημαντικότερο βαθμό από τα απαλλασσόμενα υλικά, τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τον αναπροσανατολισμό της ζητήσεως προς απαλλασσόμενα «δευτερογενή» αδρανή υλικά εξαιτίας της φορολογήσεως μόνον των υποκειμένων στον φόρο αδρανών υλικών.

77      Τα επιχειρήματα που προβάλλουν η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούν να αναιρέσουν την εκτίμηση αυτή.

78      Αντιθέτως, κατόπιν σαφούς ερωτήσεως που υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρείχαν εξηγήσεις όσον αφορά το ζήτημα αν η απαλλαγή αδρανών υλικών όπως η άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής και ο σχίστης έχει ως αναγκαίο επακόλουθο τη μεγαλύτερη ζήτηση στον κατασκευαστικό τομέα αυτών των αδρανών υλικών, δηλαδή ένα οικονομικό κίνητρο να εξορύσσονται περισσότερα από τα εν λόγω απαλλασσόμενα («πρωτογενή») αδρανή υλικά. Ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός της ζητήσεως προς τα απαλλασσόμενα («πρωτογενή») αδρανή υλικά ενισχύει τις οικονομικές ανισότητες που ήδη συνεπάγεται η φορολογική διαφοροποίηση αυτή καθαυτή στην εμπορική εκμετάλλευση των υποκειμένων στον φόρο και δυνάμενων να υποκατασταθούν αδρανών υλικών. Επιπροσθέτως, ενέχει τον κίνδυνο να θίγει ενδεχομένως ο περιβαλλοντικός σκοπός του AGL, ο οποίος ακριβώς συνίσταται στην αποθάρρυνση της εξορύξεως και στην αποτελεσματικότερη εξόρυξη ορισμένων («πρωτογενών») αδρανών υλικών, κυρίως των απαλλασσομένων από τον φόρο υλικών, και στη διασφάλιση της ρευστοποιήσεως των αποθεμάτων απορριμμάτων και αποβλήτων των εν λόγω υλικών.

79      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η γενική απαλλαγή από τον φόρο αδρανών υλικών όπως η άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής και ο σχίστης συνεπάγεται φορολογική διαφοροποίηση σε βάρος υποκατάστατων αδρανών υλικών τα οποία προέρχονται από άλλα υποκείμενα στον AGL υλικά. Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνώρισε, μεν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως βάσει του AGL, αλλά υποστήριξε ότι οι εν λόγω διαφορές μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τη φύση και τη γενική οικονομία του θεσπισθέντος φορολογικού συστήματος.

80      Εξάλλου, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε από το γεγονός ότι, με τις σκέψεις 158 έως 163 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν επέκρινε τη σκέψη 130 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 1 αναιρεθείσας αποφάσεως. Πράγματι, το Δικαστήριο απάντησε με τις εν λόγω σκέψεις σε συγκεκριμένη αιτίαση της προσφεύγουσας, η οποία στηριζόταν ιδίως σε παράνομη εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου υποκατάσταση του σκεπτικού που αφορούσε τους λόγους απαλλαγής ορισμένων υλικών, όπως ο σχίστης και ο σχιστόλιθος κακής ποιότητας, η άργιλος και τα απόβλητα πυριτικού αργιλίου και αργίλου αγγειοπλαστικής, ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά μετά την εξόρυξή τους, βάσει των επιδιωκόμενων περιβαλλοντικών σκοπών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει, στο πλαίσιο αυτό και μόνον, ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα υλικά αυτά «χρησιμοποιούνταν ελάχιστα ως αδρανή υλικά λόγω του υψηλού κόστους μεταφοράς τους» δεν έπασχε από νομικό σφάλμα, καθόσον «η ενθάρρυνση της χρήσης παρθένων υλικών που χρησιμοποιούνται έως σήμερα ελάχιστα ως αδρανή υλικά είναι […] σύμφωνη με τον σκοπό εξορθολογισμού της χρήσης των αδρανών υλικών» και, συνεπώς, «η ενθάρρυνση της χρήσης των εν λόγω υλικών δεν κλονίζει ούτε τη φύση ούτε τη περιβαλλοντική γενική οικονομία του AGL» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 161· βλ., επίσης, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, Συλλογή 2008, σ. I‑10521, σημεία 120 έως 122). Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε, εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό επί του ζητήματος αν ο αναπροσανατολισμός της ζητήσεως υπέρ αδρανών υλικών προερχομένων από τα ανωτέρω απαλλασσόμενα υλικά θα μπορούσε να αποτελέσει φορολογική διαφοροποίηση σε βάρος των υποκειμένων στον φόρο αδρανών υλικών.

81      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτή η κύρια επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, κατά την οποία ο AGL συνεπάγεται φορολογική διαφοροποίηση μεταξύ, αφενός, των απαλλασσομένων από τον φόρο υλικών και, αφετέρου, των υποκατάστατων αδρανών υλικών που προέρχονται από υποκείμενα στον φόρο υλικά, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν οι λοιπές αιτιάσεις και τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα.

82      Εντούτοις, η εν λόγω φορολογική διαφοροποίηση επάγεται επιλεκτικά πλεονεκτήματα υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή τομέων παραγωγής μόνον εφόσον δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση ή από την οικονομία του φορολογικού συστήματος που θεσπίζει ο AGL (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω).

 Ως προς την αιτιολόγηση βάσει της φύσεως ή της γενικής οικονομίας του AGL

83      Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί αν η Επιτροπή έκρινε βασίμως ότι τα διαπιστωθέντα φορολογικά πλεονεκτήματα υπέρ ορισμένων τομέων παραγωγής ή ορισμένων υλικών δικαιολογούνταν από τη φύση ή από τη γενική οικονομία του AGL, διότι τούτο είναι το μόνο λυσιτελές πλαίσιο αναφοράς εν προκειμένω (βλ. σημεία 5, 29, 31 και 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ., επίσης, σκέψη 51 ανωτέρω).

84      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά την εν λόγω εξέταση, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση προς αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των σκοπών αυτών, καθόσον οι ανωτέρω σκοποί και μηχανισμοί, ως θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού αυτού συστήματος, μπορούν να δικαιολογήσουν ένα τέτοιο μέτρο, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος να αποδείξει (βλ., συναφώς, απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψεις 80 και 81).

85      Όπως εκτίθεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, ο κύριος περιβαλλοντικός σκοπός του AGL είναι να ενθαρρύνει τη μείωση της ζητήσεως, στον κατασκευαστικό τομέα, των λεγόμενων «πρωτογενών» αδρανών υλικών έναντι των λεγόμενων «δευτερογενών» αδρανών υλικών, τα οποία είναι υποπροϊόντα ή απόβλητα άλλων διεργασιών, καθώς και έναντι των «ανακυκλωμένων» αδρανών υλικών, χωρίς με τον εν λόγω γενικό ορισμό να γίνεται διάκριση μεταξύ διαφόρων υλικών από τα οποία προέρχονται κατά κανόνα τέτοια αδρανή υλικά. Τα κριτήρια που καθορίζουν τον «κοινό» χαρακτήρα της φορολογήσεως που προβλέπει ο AGL (βλ. σκέψεις 53 και 54 ανωτέρω) και ο σκοπός αυτός συνιστούν, συνεπώς, τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του νόμου, βάσει των οποίων πρέπει να εξετασθεί αν είναι ενδεχομένως δικαιολογημένη μια φορολογική διαφοροποίηση.

86      Βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απέδειξαν ότι η φορολογική διαφοροποίηση που συνδέεται με την απαλλαγή από τον φόρο αδρανών υλικών όπως η άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής και ο σχίστης δικαιολογείται από την αρχή της «κοινής» φορολογίας στην οποία στηρίζεται ο AGL ή από τον περιβαλλοντικό σκοπό του AGL.

87      Αφενός, η εν λόγω φορολογική διαφοροποίηση παρεκκλίνει σαφώς από τη λογική της κοινής φορολογίας του AGL, καθόσον τα απαλλασσόμενα από τον φόρο αδρανή υλικά συνιστούν, στο σύνολό τους, τουλάχιστον δυνητικώς, «αδρανή υλικά» τα οποία υπόκεινται σε εμπορική εκμετάλλευση κατά την έννοια του νόμου.

88      Αφετέρου, η εν λόγω φορολογική διαφοροποίηση μπορεί να θίξει διττώς τον περιβαλλοντικό σκοπό του AGL.

89      Πρώτον, υπό την επιφύλαξη τυχόν αντιθέτων αποδείξεων, τις οποίες δεν έχουν προσκομίσει έως τώρα η Επιτροπή ή το Ηνωμένο Βασίλειο, η απαλλαγή από τον φόρο αδρανών υλικών όπως η άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής και ο σχίστης ενέχει τον κίνδυνο αυξημένης ζητήσεως στον κατασκευαστικό τομέα «πρωτογενών» αδρανών υλικών του τύπου αυτού αντί των «δευτερογενών» αδρανών υλικών, δηλαδή των υποπροϊόντων ή αποβλήτων ορισμένων διεργασιών, συμπεριλαμβανομένων των προερχομένων από άλλα υποκατάστατα υλικά, τα οποία όμως υπόκεινται στον φόρο, και συνεπώς της εντατικοποιήσεως της εξορύξεως των εν λόγω «πρωτογενών» αδρανών υλικών, κάτι το οποίο θα ήταν αντίθετο προς τον περιβαλλοντικό σκοπό που έχει ο AGL να ενθαρρύνει τη χρήση μόνον αυτών των «δευτερογενών» αδρανών υλικών και να αποτρέψει την απόρριψη και απόθεσή τους (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω). Συναφώς, παρά τη γενική διαπίστωση ότι τα εν λόγω υλικά δεν συνιστούν «παραδοσιακώς» ή «κατά κανόνα» αδρανή υλικά, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπόρεσαν να αμφισβητήσουν το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί υπάρξεως στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους πολλών λατομείων τα οποία παράγουν («πρωτογενή») αδρανή υλικά όπως ο σχίστης και ο σχιστόλιθος, τα οποία μπορούν, συνεπώς, να τύχουν της εν λόγω απαλλαγής από τον φόρο κατά τον ανωτέρω εκτιθέμενο τρόπο.

90      Δεύτερον, στο μέτρο αυτό, δεν διασφαλίζεται πλέον η αποτελεσματική και συνεπής μείωση της ζητήσεως αυτής και η στροφή προς τη χρησιμοποίηση «δευτερογενών» αδρανών υλικών όλων των κατηγοριών, δηλαδή των υποπροϊόντων και αποβλήτων ορισμένων διεργασιών ή των «ανακυκλωμένων» αδρανών υλικών, προκειμένου να αποφευχθεί η απόρριψη των εν λόγω «δευτερογενών» αδρανών υλικών και να ενθαρρυνθεί η αποτελεσματικότερη εξόρυξη των «πρωτογενών» αδρανών υλικών στο σύνολό τους και όχι μόνον των προερχομένων από ορισμένα απαλλασσόμενα υλικά. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν προδήλως αντίθετο προς τον επιδιωκόμενο περιβαλλοντικό σκοπό του AGL που προβάλλει το Ηνωμένο Βασίλειο. Εξάλλου, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το ενδεχόμενο επωφελές για το περιβάλλον αποτέλεσμα, βάσει του εν λόγω σκοπού, το οποίο συνίσταται στην ανάλωση καταρχάς των υφιστάμενων αποθεμάτων «δευτερογενών» αδρανών υλικών, όπως η άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής και ο σχίστης, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη διαπιστωθείσα φορολογική διαφοροποίηση, καθόσον το εν λόγω αποτέλεσμα, το οποίο δεν είναι χρονικώς περιορισμένο, ενέχει τον κίνδυνο, υπό την επιφύλαξη τυχόν αντιθέτων αποδείξεων που δεν προσκόμισε εν προκειμένω το Ηνωμένο Βασίλειο, δημιουργίας ανάλογων προβλημάτων αποθεμάτων αποβλήτων αδρανών υλικών προερχομένων από άλλα υποκείμενα στον φόρο υλικά, των οποίων η ζήτηση έχει πλέον διοχετευθεί αλλού, γεγονός το οποίο θα ήταν επίσης αντίθετο προς τον περιβαλλοντικό σκοπό του AGL.

91      Ως εκ τούτου, από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων από τις οποίες προκύπτει η ύπαρξη επιλεκτικών πλεονεκτημάτων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν δικαιούνταν να καταλήξει στο συμπέρασμα, με τις σκέψεις 34 και 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «τα τυχόν πλεονεκτήματα που απορρέουν για ορισμένες επιχειρήσεις από τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής του AGL δικαιολογούνται εκ της φύσεως και της γενικής οικονομίας του [επίμαχου] φορολογικού συστήματος».

92      Η Επιτροπή ερμήνευσε, συνεπώς, εσφαλμένως εν προκειμένω την έννοια της ενισχύσεως, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, με αποτέλεσμα να είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο μέτρο που αφορά την ύπαρξη φορολογικής διαφοροποιήσεως από την εφαρμογή του AGL, η οποία δεν δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του επίμαχου φορολογικού συστήματος.

93      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να εξετάσει την αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της ενισχύσεως, όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την απαλλαγή των εξαγωγών αδρανών υλικών, η οποία αφορά μια άλλη πτυχή της προσβαλλομένης αποφάσεως που δεν περιλαμβάνεται στην αιτίαση η οποία έγινε δεκτή με την προηγούμενη σκέψη.

 Ως προς την απαλλαγή των εξαγωγών αδρανών υλικών

94      Όπως προκύπτει από το άρθρο 16, παράγραφος 2, του νόμου, η γεωγραφική εμβέλεια του πεδίου εφαρμογής του AGL περιορίζεται στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, με αποτέλεσμα την απαλλαγή από τον φόρο της διαθέσεως στο εμπόριο των αδρανών υλικών εκτός του εν λόγω εδάφους, ήτοι κάθε οικονομικής συναλλαγής που συνδέεται με την εξαγωγή τους (βλ., επίσης, άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο a, του εκτελεστικού διατάγματος του νόμου). Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα καλεί το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την αιτιολογία που εκτίθεται στο σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ήταν σε θέση να ελέγχουν τις εξαγωγές αδρανών υλικών, γεγονός το οποίο ενέχει τον κίνδυνο άνισης μεταχειρίσεως των εξαγομένων αδρανών υλικών (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω).

95      Προκειμένου να καθοριστεί αν η απαλλαγή των εξαγωγών συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή τομέων παραγωγής, πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 47 αρχή, καταρχάς, αν τα εξαγόμενα αδρανή υλικά και τα αδρανή υλικά που διατίθενται στο εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο τελούν σε συγκρίσιμες, αν όχι πανομοιότυπες, καταστάσεις.

96      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με τις σκέψεις 174 έως 178 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 253 ΕΚ, όσον αφορά την ερμηνεία του περιεχομένου της αιτιολογίας που εκτίθεται στη σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αναιρεθείσα απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 150). Το Δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι η αιτιολογία αυτή «αναφέρεται στην άνιση μεταχείριση που θα προέκυπτε σε περίπτωση μη απαλλαγής των εξαγόμενων αδρανών υλικών, αφού τα αδρανή υλικά που διατίθενται στο εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο απαλλάσσονται εφόσον χρησιμοποιούνται για ορισμένους σκοπούς, ενώ τα αδρανή υλικά που χρησιμοποιούνται για τους ίδιους σκοπούς στο κράτος εισαγωγής υπόκεινται στον AGL λόγω αδυναμίας των αρχών [του Ηνωμένου Βασιλείου] να ελέγξουν τη χρήση των αδρανών υλικών εκτός Ηνωμένου Βασιλείου» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 176).

97      Όπως επισήμανε η Επιτροπή στο σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του AGL, με τον οποίο επιδιώκεται η φορολόγηση μόνο των υλικών που χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα υλικά που διατίθενται στο εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο και εκείνα που εξάγονται στην αλλοδαπή τελούν όντως σε διαφορετικές καταστάσεις για τον λόγο ότι, η εφαρμογή του καθοριστικού κριτηρίου φορολογήσεως, δηλαδή της εμπορικής εκμεταλλεύσεως του συγκεκριμένου υλικού ως αδρανούς υλικού, δεν μπορεί καταρχήν να εξακριβωθεί από τις αρχές [του Ηνωμένου Βασιλείου] μετά την εξαγωγή. Πράγματι, οι αρχές αυτές δεν μπορούν ή μπορούν μόνο δυσχερώς να καθορίσουν αν ένα εξαγόμενο υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να τύχει εκμεταλλεύσεως ως αδρανές υλικό, αν όντως θα χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο ή αν θα χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς, γεγονός το οποίο εξαρτάται επίσης από τους κανόνες περί προδιαγραφών που ισχύουν στο κράτος προορισμού. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μπορούν να προσδιορίσουν εύκολα τις φυσικοχημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για εξαγωγή, ώστε να καθορίσουν αν μπορούν ή όχι να χρησιμοποιηθούν σε διεργασίες που να διασφαλίζουν την απαλλαγή τους από τον φόρο βάσει του AGL. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι τούτο συντρέχει εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 53 και 54 ανωτέρω, ο χαρακτηρισμός ως «αδρανές» ή απαλλασσόμενο υλικό δεν εξαρτάται ακριβώς από τις ιδιότητες αυτές, αλλά, ιδίως, από την ανά περίπτωση απαλλαγή ορισμένων ονομαστικώς οριζομένων υλικών ή υλικών τα οποία προέρχονται από διεργασίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του AGL. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι τα εξαγόμενα υλικά και τα υλικά που διατίθενται στο εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση επιβεβαιώνεται βάσει του περιβαλλοντικού σκοπού του AGL (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω), καθόσον, στην περίπτωση της εξαγωγής, ο νομοθέτης και οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι σε θέση να αναπροσανατολίσουν, μέσω της διαφορετικής φορολογήσεως, τη ζήτηση αδρανών υλικών σύμφωνα με τον σκοπό αυτό.

98      Τέλος δεν αποδείχθηκε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το 90 % των εξαχθέντων και, συνεπώς, απαλλαγέντων αδρανών υλικών προερχόταν από λατομείο γρανίτη, ευρισκόμενο στο Glensanda της Σκοτίας, και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε απαλλασσόμενες στο Ηνωμένο Βασίλειο διεργασίες. Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχει αποδειχθεί, το επιχείρημα αυτό δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 97 ανωτέρω. Πράγματι, ακόμα και αν τα υλικά αυτά ήταν υποκείμενα στον φόρο, στην περίπτωση εμπορικής εκμεταλλεύσεώς τους ως αδρανή υλικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, το επιχείρημα αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου είναι σε θέση να εξακριβώσουν ότι τα εξαγόμενα υλικά τελούν, στο κράτος προορισμού, σε νομική και πραγματική κατάσταση κατά την οποία θα ήταν υποκείμενα στον AGL, αν είχαν τύχει της ίδιας εκμεταλλεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο.

99      Κατά συνέπεια, καθόσον οι επίμαχες καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η απαλλαγή των εξαγωγών συνεπάγεται φορολογικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες μπορεί να συνιστούν επιλεκτικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Δεν είναι, επομένως, αναγκαίο να εξεταστεί αν η απαλλαγή αυτή μπορεί να ενθαρρύνει την εκμετάλλευση «πρωτογενών» αδρανών υλικών και να έχει, ακολούθως, συνέπειες αντίθετες μεν προς τον περιβαλλοντικό σκοπό του AGL, αλλά δυνάμενες να δικαιολογηθούν από τη φύση και την οικονομία του.

100    Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένο διότι εκθέτει, αφενός, ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έχουν τη δυνατότητα ελέγχου της «χρήσεως των αδρανών υλικών εκτός του εδάφους του» και, αφετέρου, ότι είναι αναγκαίο να «αποφεύγεται η άνιση μεταχείριση των εξαγωγών αδρανών υλικών».

101    Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί. Εντούτοις, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ο παράνομος χαρακτήρας του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως προκύπτει από το σημείο 43 αυτής, κατά το οποίο η Επιτροπή δεν προβάλλει αντιρρήσεις κατά του AGL στο σύνολό του, για τον λόγο ότι «το πεδίο εφαρμογής του δικαιολογείται από τη λογική και τη φύση του [επίμαχου] φορολογικού συστήματος».

102    Κατόπιν των σφαλμάτων που διέπραξε η Επιτροπή κατά την εφαρμογή της έννοιας της ενισχύσεως, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 51 έως 92 ανωτέρω, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην του κεφαλαίου που αφορά τη χορηγηθείσα απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαφοράς, λόγω παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

103    Με την αναιρετική απόφασή του, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Απόκειται, επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούν στις διάφορες διαδικασίες, κατά το άρθρο 121 του Κανονισμού Διαδικασίας.

104    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

105    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που άσκησαν παρέμβαση φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής C(2002) 1478 τελικό, της 24ης Απριλίου 2002, σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενισχύσεως N 863/01 — Ηνωμένο Βασίλειο/Φόρος επί των αδρανών υλικών, πλην του κεφαλαίου που αφορά τη χορηγηθείσα απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η British Aggregates Association ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

Azizi

Labucka

Frimodt Nielsen

Schwarcz

 

       Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαρτίου 2012.

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Επίμαχες διαδικασίες και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2. Ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

Συνοπτική έκθεση των παρατηρήσεων των διαδίκων μετά την αναπομπή

Ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

Ως προς τα κριτήρια που διέπουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα ενός πλεονεκτήματος

Ως προς την «κοινή» φορολογία που προβλέπει ο AGL

Ως προς τις ενδεχόμενες φορολογικές διαφοροποιήσεις που επάγεται ο AGL

— Ως προς τα κριτήρια που διέπουν το συγκρίσιμο των επίμαχων καταστάσεων

— Ως προς το συγκρίσιμο των καταστάσεων αδρανών υλικών όπως η άργιλος, ο σχιστόλιθος, το πυριτικό αργίλιο, ο άργιλος αγγειοπλαστικής (καολινική άργιλος) και ο σχίστης με τις καταστάσεις άλλων αδρανών υλικών

— Ως προς τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση συγκρίσιμων καταστάσεων

Ως προς την αιτιολόγηση βάσει της φύσεως ή της γενικής οικονομίας του AGL

Ως προς την απαλλαγή των εξαγωγών αδρανών υλικών

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.