Language of document : ECLI:EU:C:2013:766

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 21ης Νοεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑559/12 P

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — La Poste — Δημόσιο νομικό πρόσωπο με ίδια νομική προσωπικότητα —Ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως — Απεριόριστη έμμεση κρατική εγγύηση — Έννοια του πλεονεκτήματος — Βάρος και απαιτούμενος βαθμός αποδείξεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Με την υπό κρίση αίτηση η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση T‑154/10, Γαλλία κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία αυτό απέρριψε την προσφυγή της Γαλλίας κατά της αποφάσεως 2010/605/ΕΕ της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 56/07 (πρώην E 15/05) που χορήγησε η Γαλλία στη La Poste (στο εξής: επίμαχη απόφαση) (2).

2.        Σε γενικό επίπεδο, η έκδοση αποφάσεως επί της υπό κρίση αναιρέσεως προϋποθέτει την ανάλυση τριών σημαντικών ζητημάτων. Πρώτον, είναι αναγκαία η ανάλυση της έννοιας της έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως της οποίας ετύγχανε η La Poste (3) και η οποία χαρακτηρίσθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην επίμαχη απόφαση, ως ασύμβατη κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, δεύτερον, η ανάλυση του ζητήματος του βάρους αποδείξεως και του απαιτούμενου βαθμού αποδείξεως της υπάρξεως τέτοιου είδους εγγυήσεως, και, τρίτον, του ζητήματος αν, και, ανά περίπτωση, κατά ποιον τρόπο πρέπει να αποδεικνύει η Επιτροπή την ύπαρξη πλεονεκτήματος απορρέοντος από έμμεση εγγύηση του Δημοσίου.

3.        Υπογραμμίζεται ότι η ιδιαιτερότητα της παρούσας υποθέσεως έγκειται προπαντός στον έμμεσο χαρακτήρα της συγκεκριμένης εγγυήσεως, γεγονός που καθιστά ιδιαιτέρως περίπλοκη την εφαρμογή των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Συναφώς, επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η επισήμανση ότι ορισμένα θεμελιώδη για την εμπεριστατωμένη εξέταση της δικογραφίας ζητήματα δεν αμφισβητήθηκαν ή, τουλάχιστον, δεν αναπτύχθηκαν επαρκώς στο πλαίσιο της υπό κρίση αναιρέσεως. Τούτο ισχύει ως προς αυτή καθεαυτή την έννοια της έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως κατά το δίκαιο της Ένωσης, η οποία φρονώ ότι δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί οριστικώς. Το ίδιο ισχύει επίσης ως προς την ενδεχόμενη σχέση μεταξύ του επίμαχου καθεστώτος των EPIC και της έννοιας της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, η οποία δεν εξετάσθηκε παρά μόνον περιορισμένως.

II – Το νομικό πλαίσιο, η επίμαχη απόφαση και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

4.        Όσον αφορά το διέπον το νομικό καθεστώς της La Poste δίκαιο και το ιστορικό της διαφοράς, παραπέμπω στη λεπτομερή παράθεσή τους στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

5.        Όσον αφορά την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής, αυτή κατάληξε στο συμπέρασμα, στο άρθρο της 1, ότι «[η] χορηγούμενη από τη Γαλλία απεριόριστη εγγύηση στη La Poste συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Η Γαλλία οφείλει να καταργήσει αυτή την ενίσχυση το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2010». Επιπλέον, κατά το άρθρο 2 της ίδιας αποφάσεως, «η πραγματική μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία θα καταργήσει εκ των πραγμάτων την απεριόριστη εγγύηση την οποία λαμβάνει. Η πραγματική κατάργηση αυτής της απεριόριστης εγγύησης το αργότερο στις 31 Μαρτίου 2010 συνιστά κατάλληλο μέτρο για την εξάλειψη, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, της διαπιστωθείσας στο άρθρο 1 κρατικής ενισχύσεως».

6.        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Απριλίου 2010, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλε ότι η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα, αφενός, ότι υπήρχε κρατική εγγύηση υπέρ της La Poste και, αφετέρου, ότι το μέτρο αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση, καθότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη ευνοϊκής μεταχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (4).

7.        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό τους τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία και, ως εκ τούτου, απεφάνθη υπέρ της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως.

III – Επί των λόγων αναιρέσεως

8.        Με την αναίρεση που άσκησε, στις 5 Δεκεμβρίου 2012, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο δεύτερος και ο τρίτος διαιρούνται σε τέσσερα σκέλη. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του, καθόσον έκρινε ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως αφορούσαν την ύπαρξη ευνοϊκής μεταχειρίσεως και όχι το κριτήριο μεταφοράς κρατικών πόρων. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο τη χορήγηση κρατικής εγγυήσεως προς τη La Poste. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε επανειλημμένως το περιεχόμενο του εθνικού δικαίου. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη πλεονεκτήματος απορρέοντος από την προβαλλόμενη κρατική εγγύηση. Η Επιτροπή ζήτησε να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της.

9.        Κατ’ εμέ, ανεξαρτήτως του αριθμού των λόγων αναιρέσεως που έχει προβάλει η Γαλλική Δημοκρατία, η υπό κρίση αίτηση αφορά κατά βάση την ήδη μνημονευθείσα προβληματική, και συγκεκριμένα τη σχετική με τις αρχές που πρέπει να τηρεί η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη έμμεσης εγγυήσεως καθώς και του απορρέοντος από αυτήν πλεονεκτήματος. Κατά συνέπεια, θα εξετάσω την αίτηση αναιρέσεως ομαδοποιώντας τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως με κριτήριο τις κύριες πτυχές τους.

 Α — Επί της αποδείξεως της υπάρξεως έμμεσης εγγυήσεως η οποία συνιστά κρατική ενίσχυση (δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως)

1.      Αιτήματα των διαδίκων

10.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη κρατικής εγγυήσεως.

11.      Με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή βασίμως μπορούσε να αντιστρέψει το βάρος αποδείξεως, μεταθέτοντας στις γαλλικές αρχές το καθήκον να αποδείξουν την απουσία εγγυήσεως. Με το δεύτερο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία, βάλλοντας κατά των φερόμενων αρνητικών τεκμηρίων που περιλαμβάνονται στην επίμαχη απόφαση, υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με τα άρθρα 126 και 131 της επίμαχης αποφάσεως. Με το τρίτο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως, στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την απόφαση Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen (5).

12.      Με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «η φύση των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίσει η Επιτροπή εξαρτάται από τη φύση του σχεδιαζόμενου κρατικού μέτρου», εντούτοις, ο έμμεσος χαρακτήρας της φερόμενης εγγυήσεως δεν μπορεί να συνεπάγεται λιγότερες απαιτήσεις όσον αφορά την απόδειξη ούτε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Από την άποψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή εξέτασε βάσει θετικών στοιχείων κατά πόσον υπήρχε απεριόριστη κρατική εγγύηση υπέρ της La Poste, και ότι έλαβε υπόψη πλείονα συγκλίνοντα στοιχεία, τα οποία αποτέλεσαν επαρκή βάση, ώστε να αποδειχθεί η ύπαρξη της εν λόγω εγγυήσεως. Κατά την αναιρεσείουσα, η ύπαρξη έμμεσης κρατικής εγγυήσεως πρέπει οπωσδήποτε να αποδεικνύεται βάσει θετικών στοιχείων.

13.      Η Επιτροπή ανταπαντά, πρώτον, ότι ουδόλως αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι οι αιτιάσεις σχετικά με την υποτιθέμενη χρήση αρνητικών τεκμηρίων ή εικασιών συνιστούν απλώς και μόνον επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η παραπομπή στην προαναφερθείσα απόφαση Commission κατά MTU Friedrichshafen, έγινε προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι δυσκολίες του περίπλοκου έργου που κλήθηκε να φέρει εις πέρας η Επιτροπή εν προκειμένω, οι οποίες αναγνωρίσθηκαν στην απόφαση Επιτροπή κατά Scott (6). Τέλος, η Επιτροπή εισηγείται να απορριφθούν οι σχετικές με τις σκέψεις 120 και 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιάσεις ως αλυσιτελείς και αβάσιμες.

14.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε επανειλημμένως το περιεχόμενο του εθνικού δικαίου, καθόσον δέχτηκε στοιχεία που αποτέλεσαν την αφετηρία της συλλογιστικής της Επιτροπής προς τον σκοπό της διαπιστώσεως της υπάρξεως έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως. Με το πρώτο σκέλος, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα ότι το γαλλικό δίκαιο δεν απέκλειε τη δυνατότητα του Δημοσίου να παράσχει έμμεση εγγύηση στα EPIC. Με το δεύτερο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του γαλλικού δικαίου, στον βαθμό που δέχτηκε τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τις συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή του νόμου αριθ. 80‑539 (7). Με το τρίτο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας, ενώ ταυτοχρόνως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς εξομοίωσε τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου με μηχανισμό κρατικής εγγυήσεως υπό το πρίσμα της αποφάσεως Société fermière de Campoloro κ.λπ. του Conseil d’État (8), της αποφάσεως Société de gestion du port de Campoloro και Société fermière de Campoloro κατά Γαλλίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (9) και του υπηρεσιακού σημειώματος του Conseil d’État του 1995 (10). Το τέταρτο σκέλος, αφορά την προβληματική που εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που συναρτώνται προς αποστολή δημόσιας υπηρεσίας.

15.      Απαντώντας στις ως άνω αιτιάσεις, η Επιτροπή προβάλλει ότι με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως —ο οποίος ουσιαστικώς επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου— ζητείται κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να επανεξετάσει πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, και, ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτος.

2.      Ανάλυση

16.      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι εκ πρώτης όψεως είναι γνωστό το περιεχόμενο της έννοιας της εγγυήσεως, δεν ορίζεται κατά τρόπο ενιαίο στο δίκαιο της Ένωσης. Η Επιτροπή, μολονότι επισημαίνει στην ανακοίνωσή της για την εφαρμογή των άρθρων 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (11) ότι «οι εγγυήσεις συνδέονται με δάνειο ή άλλη οικονομική υποχρέωση που συνάπτεται μεταξύ ενός δανειολήπτη και ενός δανειοδότη, μπορούν να παρέχονται ως μεμονωμένες εγγυήσεις ή στο πλαίσιο καθεστώτων εγγυήσεων», θεωρεί επίσης ότι συνιστούν «ενίσχυση με τη μορφή εγγύησης οι ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης που εξασφαλίζουν επιχειρήσεις των οποίων η νομική μορφή αποκλείει την πτώχευση ή άλλες διαδικασίες αφερεγγυότητας ή προβλέπει ρητώς την παροχή κρατικής εγγύησης ή την κάλυψη ζημιών από το κράτος» (12). Η Επιτροπή διακρίνει επίσης μεταξύ των εγγυήσεων που απορρέουν από «συμβατική διάταξη» ή από «άλλη νόμιμη αιτία» και «εγγυήσεων των οποίων η μορφή είναι λιγότερο ορατή».

17.      Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, είναι καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι η επίμαχη έμμεση και απεριόριστη εγγύηση αποτελεί είδος έμμεσης επεμβάσεως στο πλαίσιο της οποίας η χρήση κρατικών πόρων δεν συνεπάγεται αυτομάτως αντίστοιχο πλεονέκτημα για τους δικαιούχους. Η κατηγορία αυτή καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις έμμεσες εγγυήσεις οι οποίες απορρέουν από το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που ισχύει για τον δικαιούχο της ενισχύσεως ή, ακόμη και τις επιστολές περί δηλώσεως προθέσεως ή υποστηρίξεως.

18.      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις και οι παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν ίδια αποτελέσματα (13). Από τη νομολογία προκύπτει ότι μια κρατική παρέμβαση η οποία ενδεχομένως περιάγει τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ ό,τι άλλες επιχειρήσεις και συγχρόνως εγκυμονεί αρκούντως συγκεκριμένο κίνδυνο επιπλέον μελλοντικής επιβαρύνσεως του Δημοσίου ενδέχεται να επιβαρύνει τους κρατικούς πόρους (14). Ειδικότερα, ο διαλαμβανόμενος στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ όρος «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή» έχει την έννοια ότι καλύπτει πλεονεκτήματα, χωρίς να ασκεί επιρροή η νομική φύση τέτοιου είδους μονομερούς πλεονεκτήματος ή ο σκοπός που αυτό εξυπηρετεί. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η παροχή πλεονεκτημάτων υπό μορφή εγγυήσεως του Δημοσίου ενδέχεται να συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο (15).

19.      Πάντως, ιδιαίτερες δυσκολίες εγείρει ακόμη και αυτή καθεαυτή η ύπαρξη της επίμαχης έμμεσης εγγυήσεως, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αιτιάσεως που διατυπώθηκε ιδίως στο τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, τον οποίο προτείνω να εξετασθεί πρώτος, δεδομένου ότι κανένα γαλλικό νομοθετικό κείμενο δεν προβλέπει ρητώς την ύπαρξη της εν λόγω εγγυήσεως. Συγκεκριμένα, η επίμαχη ενίσχυση δεν απορρέει από αυτοτελές μέτρο, αλλά συνίσταται στο γεγονός ότι τα EPIC δεν υπόκεινται στο κοινό πτωχευτικό δίκαιο —υπάρχει μάλιστα ειδικό καθεστώς προς τον σκοπό αυτό—, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι αδύνατο να ανακύψει περίπτωση κατά την οποία να μην καταβληθούν οι οφειλές των δημόσιων φορέων με ίδια νομική προσωπικότητα στους δανειστές τους. Συνεπώς, αφότου εξέτασε πλείονες πηγές, η Επιτροπή βασίσθηκε σε διάφορα στοιχεία προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε έμμεση και απεριόριστη εγγύηση.

20.      Επί του επίμαχου νομικού πλαισίου θα ήθελα να διατυπώσω τις εξής παρατηρήσεις όσον αφορά τη μέθοδο και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως καθώς και την ένταση του ελέγχου που πρέπει να ασκήσει ο δικαστής της Ένωσης.

–       Έμμεση εγγύηση

21.      Καταρχάς, όσον αφορά τη μέθοδο του ελέγχου, επισημαίνεται ότι ο όρος «έμμεση εγγύηση», το εννοιολογικό περιεχόμενου του οποίου δεν αμφισβητεί η αναιρεσείουσα, είναι μάλλον όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικώς και ενέχει εσωτερική αντίφαση, καθότι η έννοια της εγγυήσεως αντιστοιχεί συνήθως σε εκ των πραγμάτων ή διά νομικής πράξεως αποδοχή ή δέσμευση, με ιδιαίτερες συνέπειες έναντι του αποδέκτη της. Ειδικότερα, ένας δανειστής δεν μπορεί να επικαλείται κατά τον ίδιο τρόπο μια έμμεση και μια άμεση εγγύηση. Κατά την άποψή μου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να αντιταχθεί στον εγγυητή τέτοιου είδους «δέσμευση», η νομική της βάση θα έπρεπε να αναζητηθεί μάλλον μεταξύ των γενικών αρχών της αστικής ευθύνης.

22.      Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο επίμαχος όρος βασίζεται στο δίκαιο του ανταγωνισμού (16), πρέπει να θεωρηθεί ότι προς τον σκοπό εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ η έννοια της «έμμεσης εγγυήσεως» δεν είναι αμιγώς νομική, αλλά προϋποθέτει επίσης εξέταση των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, η έννοια της «έμμεσης εγγυήσεως» συναρτάται προς το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, καθόσον περιγράφει κατά τρόπο ομοιόμορφο μια «συμπεριφορά» των εθνικών αρχών, η οποία ενδέχεται να συνιστά, υπό το πρίσμα των οικονομικών της αποτελεσμάτων, κρατική ενίσχυση για τον δικαιούχο της.

23.      Η μείζων δυσκολία έγκειται στον έμμεσο χαρακτήρα της επίμαχης εγγυήσεως, η οποία συνάγεται από ενδείξεις νομικής ή πραγματικής φύσεως. Επομένως, η έμμεση εγγύηση είτε συνάγεται είτε τεκμαίρεται (17). Ο κύριος δικαιολογητικός λόγος για τον οποίο το διέπον τις κρατικές ενισχύσεις δίκαιο προσφεύγει στην έννοια αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι από το επίμαχο νομικό πλαίσιο προκύπτει οικονομική κατάσταση ανάλογη αυτής που θα προέκυπτε από άμεση απεριόριστη κρατική εγγύηση την οποία θα χορηγούσε το κράτος μέλος σε επιχείρηση, χωρίς αυτή να υποχρεούται να καταβάλει αντίτιμο αντίστοιχης οικονομικής αξίας.

24.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η μέθοδος της δέσμης ενδείξεων είναι ιδιαιτέρως ενδεδειγμένη, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιου είδους έμμεσου μέτρου (18), δεδομένου, εξάλλου, ότι η εν λόγω μέθοδος τυγχάνει εφαρμογής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (19).

25.      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχτεί ότι δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί η δυνατότητα της Επιτροπής να βασιστεί επί ορισμένων περιστάσεων εκ των οποίων να προκύπτει στην πράξη η ύπαρξη προγράμματος ενισχύσεων (20). Εντούτοις, η Επιτροπή οφείλει επιπλέον να επικαλεσθεί στοιχεία κανονιστικής, διοικητικής, χρηματοοικονομικής ή οικονομικής φύσεως τα οποία να επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό της επίμαχης εγγυήσεως (21).

26.      Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να διευκρινίσω δύο σημεία. Αφενός, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει προφανώς η Επιτροπή, φρονώ ότι ο «έμμεσος» χαρακτήρας ενός μέτρου αποκλείει τη βεβαιότητα ως προς την ύπαρξή του. Επομένως, μια έμμεση και συναγόμενη από δέσμη ενδείξεων εγγύηση πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει όσο δεν αποδεικνύεται η μη ύπαρξή της. Εν προκειμένω, θα ήταν σχετικώς ευχερές να αποδειχθεί η ύπαρξή της μέσω της επικλήσεως συγκεκριμένων περιπτώσεων μη εξοφλήσεως σε μόνιμη βάση οφειλών EPIC ή γαλλικού οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, και τούτο παρά την έλλειψη τυπικής διαδικασίας πτωχεύσεως ή αφερεγγυότητας. Πράγματι, τέτοιου είδους υπερασπιστική γραμμή κράτους μέλους θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένες παραδοχές περί τα πράγματα (22).

27.      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να αποφανθεί, αφενός, κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί η εν λόγω «συμπεριφορά» των εθνικών αρχών, και, αφετέρου, κατά πόσον είναι δυνατό να στηριχθεί στα δεδομένα αυτά το επιχείρημα ότι η επιχείρηση είναι δικαιούχος κρατικής ενισχύσεως έμμεσου χαρακτήρα.

28.      Συγκεκριμένα, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, ένα πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως μπορεί να συνίσταται στο γεγονός ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε στοιχεία τα οποία δεν «αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση» (23).

29.      Συνεπώς, το κριτήριο που σχετίζεται με τη «βάσει θετικών στοιχείων απόδειξη» της υπάρξεως εγγυήσεως πληρούται εφόσον, χάριν της ορθής διαχειρίσεως, η Επιτροπή προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των προσβαλλομένων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (24). Τούτο συνεπάγεται, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, την ανάγκη συγκεντρώσεως όλων των πληροφοριών που μπορούν να συνηγορήσουν αθροιστικώς και βασίμως υπέρ της υπάρξεως μέτρου δυνάμενου να συνιστά κρατική ενίσχυση. Η εν λόγω ύπαρξη συνάγεται επίσης από την έλλειψη πληροφοριών που να την αποκλείουν.

30.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι αφότου υπενθύμισε, στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις υποχρεώσεις που υπέχει η Επιτροπή όσον αφορά τα στοιχεία στα οποία μπορούσε να βασισθεί το συμπέρασμα ότι η επιχείρηση απολαύει πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η φύση των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίσει η Επιτροπή εξαρτάται από τη φύση του μέτρου. Είναι αυτονόητο ότι, αποφαινόμενο κατά τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα δυνάμενα να αποτελέσουν κρατικές ενισχύσεις μέτρα μπορούν να προσλαμβάνουν διάφορες μορφές, χωρίς, ωστόσο, να παραβιάζονται οι αρχές που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως. Όσον αφορά την ύπαρξη έμμεσου μέτρου, το Γενικό Δικαστήριο προσάρμοσε την ως άνω διαπίστωση κρίνοντας ορθώς, στην προαναφερθείσα σκέψη 120, ότι η ύπαρξη έμμεσης εγγυήσεως μπορεί να συναχθεί από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απαρίθμησε, σε σχέση με τον πρωτοδίκως προβληθέντα δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το σύνολο των συγκλινόντων στοιχείων που συνιστούν βάση για τη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

31.      Επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ρητώς ότι τα EPIC δεν υπόκεινται στο κοινό πτωχευτικό δίκαιο ή στις κοινές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εξ αυτού έπεται το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αμφισβήτηση του αληθούς χαρακτήρα μιας μεμονωμένης ενδείξεως την οποία έχει δεχθεί το Γενικό Δικαστήριο αρκεί για να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται το μέτρο του οποίου η ύπαρξη έχει συναχθεί βάσει της μεθόδου της δέσμης ενδείξεων. Ασφαλώς, ελλείψει αντίθετου και συγκεκριμένου παραδείγματος που να καταρρίπτει την ύπαρξη έμμεσης εγγυήσεως, η αναιρεσείουσα οφείλει να αντικρούσει όλες τις ενδείξεις μία προς μία. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, ο διάδικος που αμφισβητεί τις ενδείξεις οφείλει να αποδεικνύει ότι η ανυπαρξία έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως του κράτους στηρίζεται στο σύνολο των στοιχείων που συναποτελούν τη δέσμη ενδείξεων.

32.      Ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις που αποτελούν μέρος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και αποκλειστικό αντικείμενο του τρίτου λόγου αναιρέσεως θα μπορούσα να απορριφθούν άνευ ετέρου ως αλυσιτελείς, καθόσον δεν αναιρούν το γενικό συμπέρασμα ότι υφίσταται έμμεση εγγύηση, αλλά αφορούν ορισμένες μεμονωμένες ενδείξεις.

–       Βάρος αποδείξεως και απαιτούμενος βαθμός αποδείξεως

33.      Δεύτερον, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως είναι αδιαμφισβήτητο ότι στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη μέτρου δυνάμενου να χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς τον ρόλο της Επιτροπής, δεδομένου ότι ήλεγξε επανειλημμένως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά πόσον ήταν επαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή (25), και σύμφωνα με τη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή υποχρεούται πάντοτε να εξετάζει όλα τα λυσιτελή στοιχεία της επίμαχης πράξεως και το πλαίσιό της (26), προτού καταλήξει στο συμπέρασμα των σκέψεων 120 και 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο δεν αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως.

34.      Όσον αφορά τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως (27), νοούμενο ως βαθμό αποδεικτικής ισχύος που απαιτεί ο δικαστής όταν εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ενώπιόν του, είναι σκόπιμο να γίνει σύντομη μνεία στη σχετικά με το δίκαιο ανταγωνισμού νομολογία, υπό την ευρεία του όρου έννοια, καθώς και στις αρχές του «common law». Όσον αφορά την πρακτική του δικαίου του ανταγωνισμού (28), χωρίς να υπάρχει ομοιόμορφος ορισμός του απαιτούμενου βαθμού αποδείξεως, το Δικαστήριο απαιτεί «επαρκή κατά νόμο» (29) απόδειξη των πραγματικών περιστατικών ή «ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία» (30) και εφαρμόζει επίσης τη μέθοδο της «δέσμης σοβαρών, συγκεκριμένων και αλληλοσυμπληρουμένων ενδείξεων» ελλείψει εγγράφων αποδεικτικών της εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ παραγωγών (31). Στο πλαίσιο της αναλύσεως των προοπτικών αναφορικά με τις πράξεις συγκεντρώσεως, το Δικαστήριο προέκρινε επίσης το κριτήριο της «μεγαλύτερης πιθανότητας» (32). Αντιθέτως, στο «common law», η διάκριση γίνεται μεταξύ, αφενός, του λιγότερου αυστηρού «standard» που εφαρμόζεται στις αστικές διαφορές και είναι γνωστό ως «balance of probabilities», το οποίο σημαίνει ότι ο διάδικος πρέπει να πείσει τον δικαστή ότι το γεγονός που επικαλείται είναι «περισσότερο πιθανό παρά απίθανο», και, αφετέρου, του αυστηρότερου «standard» που εφαρμόζεται στο ποινικό δίκαιο και αποδίδεται ως «beyond a reasonable doubt», το οποίο σημαίνει ότι ο δικαστής δεν πρέπει να έχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το αν συντρέχουν στοιχειοθετούντα παράβαση στοιχεία κατόπιν ορθολογικής εξετάσεως των αποδεικτικών στοιχείων (33).

35.      Φρονώ ότι σε περίπτωση έμμεσης εγγυήσεως η ύπαρξη της οποίας συνάγεται από δέσμη ενδείξεων, ο απαιτούμενος βαθμός αποδείξεως πρέπει να βασίζεται στη σοβαρή πιθανότητα και την επάρκεια των αποδείξεων. Συνεπώς, δεν αρκεί μια απλή πιθανότητα ούτε όμως απαιτείται έλλειψη εύλογης αμφιβολίας. Θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη ορθώς σε τέτοιου είδους ανάλυση των στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή.

36.      Εξάλλου, η προσέγγιση αυτή συνάδει προφανώς με την πρόσφατη νομολογία από την οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον δικαιούχο και, αφετέρου, της μειώσεως των κρατικών πόρων ή, έστω, ενός αρκούντως συγκεκριμένου κινδύνου επιβαρύνσεως των πόρων αυτών (34), χωρίς ωστόσο, να είναι απαραίτητο η μείωση αυτή, ή έστω ο κίνδυνος αυτός, να αντιστοιχεί ή να ισοδυναμεί με το εν λόγω πλεονέκτημα, ούτε να είναι απαραίτητο το εν λόγω πλεονέκτημα να αποτελεί το αντιστάθμισμα της μειώσεως ή του κινδύνου ή να είναι της ίδιας φύσεως όπως η δέσμευση των κρατικών πόρων από την οποία απορρέει (35).

37.      Όσον αφορά εν συνεχεία την ένταση του ελέγχου που πρέπει να ασκήσει ο δικαστής της Ένωσης, υπενθυμίζω ότι αν η Επιτροπή απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι αυτές προϋποθέτουν σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως, ο έλεγχος που ασκούν τα δικαστήρια της Ένωσης επί σύνθετων οικονομικών εκτιμήσεων είναι περιορισμένος και εκτείνεται κατ’ ανάγκη στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (36). Επομένως, δεν απόκειται στον ίδιο τον δικαστή να αποδείξει την ύπαρξη και το ύψος της ενισχύσεως, υποκαθιστώντας την Επιτροπή στο ρόλο της (37).

38.      Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι η απόδειξη της υπάρξεως έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως καθώς και η απόδειξη του πλεονεκτήματος που απορρέει από αυτήν προϋπέθετε περίπλοκη εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής.

39.      Υπ’ αυτό το πρίσμα, η επιχειρηματολογία που προέβαλε η αναιρεσείουσα γενικώς με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και ειδικώς με το τέταρτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί στον βαθμό που δεν περιέχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Αντιθέτως, από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβη τους κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεων, το περιεχόμενο των οποίων υπομνήσθηκε ως άνω, και βάσισε ορθώς το συμπέρασμά του σε δέσμη ενδείξεων από τις οποίες προέκυψε η ύπαρξη έμμεσης εγγυήσεως του Δημοσίου.

–       Αιτιάσεις που εξετάζονται επαλλήλως και επικουρικώς

40.      Όσον αφορά τα τρία πρώτα σκέλη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η αιτίαση της αναιρεσείουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της σκέψεως 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε απλώς τα ουσιώδη σημεία του ιστορικού της διαφοράς χωρίς να αποφανθεί ως προς την κατανομή του βάρους αποδείξεως. Δεύτερον, τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας στρέφονται αποκλειστικώς κατά της επίμαχης αποφάσεως, γεγονός που τα καθιστά απαράδεκτα. Εξάλλου, οι σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συναρτώνται προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως και αφορούν ερμηνεία του εθνικού δικαίου, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης παραμορφώσεως του περιεχομένου του εν λόγω δικαίου (38), η οποία όμως δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω από την αναιρεσείουσα.

41.      Τρίτον, όσον αφορά την ερμηνεία της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen, μνεία της οποίας γίνεται στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εν λόγω απόφαση απαγορεύει στην Επιτροπή να βασίζει την απόφασή της σε αρνητικά τεκμήρια σε περίπτωση ελλείψεως πληροφοριών από τις οποίες να μπορεί να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα. Κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Εντούτοις, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε σε αυτήν, για να υπογραμμίσει τη δυσκολία και τον σύνθετο χαρακτήρα της καθήκοντος που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Επιτροπή, προκειμένου να εξακριβώσει την ύπαρξη μηχανισμού έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως.

42.      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, παρατηρείται ότι η Γαλλική Δημοκρατία αμφισβητεί τον τρόπο κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τη δέσμη ενδείξεων στο πλαίσιο του ελέγχου σχετικά με το κατά πόσον υφίσταται εγγύηση προς τη La Poste. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι παραδεκτώς προβάλλεται αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της εθνικής νομοθεσίας οσάκις καταλογίζεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτής (39). Ειδικότερα, αληθεύει ότι όσον αφορά την εξέταση, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου αναφορικά με την εν λόγω εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει, καταρχάς, αν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε βάσει των εγγράφων και των άλλων κειμένων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, το γράμμα των επίμαχων εθνικών διατάξεων ή τη σχετική εθνική νομολογία. Ακολούθως, αν το Γενικό Δικαστήριο προέβη, υπό το πρίσμα των εν λόγω στοιχείων, σε διαπιστώσεις προδήλως αντίθετες προς το περιεχόμενό τους. Τέλος, αν το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε, κατά την εξέταση του συνόλου των στοιχείων και εφόσον τούτο συνάγεται καταφανώς από τη δικογραφία, προς τον σκοπό της εξακριβώσεως του περιεχομένου της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, σε ένα εκ των στοιχείων αυτό ανακριβές περιεχόμενο λαμβανομένων υπόψη των λοιπών στοιχείων (40).

43.      Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των τριών πρώτων σκελών του εξεταζόμενου λόγου αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία, έστω και αν προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο, στην πραγματικότητα επιδιώκει να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και, ιδίως, την ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών και των εγγράφων βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει έμμεση εγγύηση. Τα εν λόγω επιχειρήματα συνιστούν κατ’ ουσίαν επανάληψη των αιτιάσεων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να πρέπει να θεωρηθούν απαράδεκτα. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η προβαλλόμενη παραμόρφωση ούτε αποδείχθηκε ούτε είναι καταφανής, επιβάλλεται η απόρριψη των συγκεκριμένων επιχειρημάτων. Όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως εν σχέσει με τη νομολογία Société de gestion du port de Campoloro και Société fermière de Campoloro κατά Γαλλίας του ΕΔΔΑ, επισημαίνεται ότι η απάντηση που έδωσε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 96 έως 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήταν επαρκής κατά νόμο. Τέλος, όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, δεδομένου ότι στρέφεται κατά ενός επάλληλου και επικουρικού σημείου του σκεπτικού, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

44.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο εκπλήρωσε ορθώς την υποχρέωση ασκήσεως περιορισμένου δικαστικού ελέγχου της υπάρξεως έμμεσης εγγυήσεως. Προτείνω, ως εκ τούτου, να απορριφθούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.

 Β — Επί της αποδείξεως του απορρέοντος από την έμμεση εγγύηση πλεονεκτήματος (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

1.      Αιτήματα των διαδίκων

45.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη πλεονεκτήματος απορρέοντος από την προβαλλόμενη εγγύηση του Δημοσίου προς τη La Poste. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε τους κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεων, δεδομένου ότι έκρινε, στις σκέψεις 123 και 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε περίπτωση υφιστάμενης ενισχύσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει τα πραγματικά αποτελέσματα της εν λόγω ενισχύσεως, αλλά μπορεί να τεκμαίρει την ύπαρξή τους. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί να αποδεικνύονται τα πραγματικά αποτελέσματα υφιστάμενης ενισχύσεως, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αποδεικνύει την ύπαρξη δυνητικών αποτελεσμάτων. Εξάλλου, το σημείο 1.2 της ανακοινώσεως 2008 κακώς αποκλείει την υποχρέωση αυτή. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 106 και 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανάλυση της Επιτροπής ήταν βάσιμη.

46.      Επικουρικώς, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία, κρίνοντας, αφενός, στις σκέψεις 110 και 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή —παραπέμποντας στις μεθόδους βαθμολογήσεως των αναγνωρισμένων οργανισμών αξιολογήσεως αποκλειστικώς για να επιβεβαιώσει και όχι για να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος— παρέσχε επαρκή στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι η εγγύηση αυτή συνιστούσε πράγματι πλεονέκτημα. Στο πλαίσιο αυτό αμφισβητεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 111 έως 116 της εν λόγω αποφάσεως.

47.      Εξάλλου, η αναιρεσείουσα διευκρινίζει ότι δεν δέχτηκε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν υπόκειτο, λόγω της νομικής της μορφής, σε πτωχευτική ή αντίστοιχη διαδικασία, συνιστά γι’ αυτήν «αυτομάτως» πλεονέκτημα.

48.      Η Επιτροπή ανταπαντά ότι είναι δικαιολογημένο να αναλύονται κατά τον ίδιο τρόπο οι υφιστάμενες και οι νέες ενισχύσεις, ήτοι χωρίς η Επιτροπή να υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά αποτελέσματα τέτοιου είδους μέτρων. Όσον αφορά τη σχετική με την ανακοίνωση του 2008 αιτίαση, η Επιτροπή τη θεωρεί απαράδεκτη, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι δεν προτάθηκε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Όσον αφορά τη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατόπιν της σχετικής δηλώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιόν του.

2.      Ανάλυση

49.      Όπως έχει ήδη προεκτεθεί, πρέπει να εκκινήσουμε καταρχάς από την παραδοχή ότι το ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς συνιστά «νομική και πραγματική κατάσταση» ανάλογη της περιπτώσεως άμεσης εγγυήσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι δεν υφίσταται μέτρο υπό τη συνήθη του όρου έννοια, η έμμεση εγγύηση εμφανίζει την ιδιαιτερότητα ότι το «μέτρο» και οι συνέπειές του συγχέονται. Επομένως, για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έμμεση εγγύηση παράγει αποτελέσματα αντίστοιχα των απορρεόντων από άμεση εγγύηση, η οποία συνιστά μέτρο δυνάμενο να εξακριβωθεί άμεσα και, εξ ορισμού, να παραγάγει συγκεκριμένα αποτελέσματα.

50.      Κατά τη νομολογία, για να εκτιμηθεί αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να προσδιορισθεί αν η δικαιούχος επιχείρηση αντλεί οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (41). Κατ’ εμέ, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοιου είδους προσέγγιση κατά την αναζήτηση οικονομικού πλεονεκτήματος δεν είναι η προσήκουσα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της επίμαχης εγγυήσεως του Δημοσίου (42).

51.      Δεν αμφισβητείται επίσης ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν προβαίνει σε διάκριση «ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά τους» (43). Κατά την αξιολόγηση μέτρου υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα που αυτό μπορεί να παραγάγει (44) καθώς και όλα τα κρίσιμα στοιχεία και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται (45). Εντούτοις, η νομολογία δεν απαντά κατά τρόπο εξαντλητικό στα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει η Επιτροπή να αποδεικνύει την ύπαρξη πλεονεκτήματος και τη φύση των αποτελεσμάτων ενός μέτρου, η απόδειξη του οποίου απόκειται σε αυτή, σε περίπτωση που πρόκειται περί πλεονεκτήματος απορρέοντος από έμμεσο μέτρο.

–       Ύπαρξη πλεονεκτήματος

52.      Όσον αφορά, καταρχάς, τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα πραγματικά αποτελέσματα του πλεονεκτήματος που απορρέει από την εγγύηση του Δημοσίου μπορούν να τεκμαίρονται, το κρίσιμο στοιχείο για τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να επιβεβαιώσει την ανάλυση της Επιτροπής και να δεχθεί ότι υφίσταται πλεονέκτημα εν προκειμένω προκύπτει, κατά βάση, από τη σκέψη 106, σε συνδυασμό με τη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι απεριόριστη εγγύηση επιτρέπει στον δικαιούχο της να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους δανεισμού σε σχέση με αυτούς που θα ετύγχανε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και, επομένως, να μειώσει την πίεση που ασκείται στον προϋπολογισμό του.

53.      Ειδικότερα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η χορήγηση εγγυήσεως υπό όρους που δεν αντιστοιχούν σε αυτούς της αγοράς, όπως είναι η χορηγηθείσα άνευ αντιπαροχής απεριόριστη εγγύηση, είναι, γενικώς, σε θέση να παράσχει πλεονέκτημα στο πρόσωπο που επωφελείται αυτού, υπό την έννοια ότι έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της οικονομικής θέσεως του δικαιούχου μέσω της μειώσεως των επιβαρύνσεων που φυσιολογικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό του (46).

54.      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι, υπό την επιφύλαξη ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη πρόσθετης επιβαρύνσεως για το Δημόσιο σκοπός της οποίας είναι η παροχή ορισμένου πλεονεκτήματος στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, το οποίο δεν μπορεί να συνάγεται αυτομάτως (47), η εφαρμογή καθεστώτος αποκλίνοντος από τους κανόνες του κοινού πτωχευτικού δικαίου καθώς και η αδυναμία διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως για φορολογικές οφειλές και διοικητικά πρόστιμα κατά των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, είναι δυνατό να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση (48). Παρόμοια πλεονεκτήματα, αναγνωριζόμενα από τον εθνικό νομοθέτη, θα μπορούσαν επίσης να έχουν ως συνέπεια την πρόσθετη επιβάρυνση των δημοσίων αρχών, υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως, αφέσεως χρέους εκ μέρους του Δημοσίου, απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής προστίμων ή άλλων χρηματικών ποινών ή υπό μορφή μειωμένου φορολογικού συντελεστή (49).

55.      Συγκεκριμένα, όσον αφορά το κριτήριο του πλεονεκτήματος, κατόπιν της διαπιστώσεως ότι «η επίδικη νομοθεσία περιάγει προφανώς τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη των άλλων επιχειρήσεων», το Δικαστήριο εξέτασε τις προαναφερθείσες υποθέσεις Ecotrade και Piaggio υπό το πρίσμα της δυνατότητας της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως να συνεχίσει την οικονομική δραστηριότητα σε περιστάσεις υπό τις οποίες η δυνατότητα αυτή θα αποκλειόταν, αν εφαρμοζόταν το κοινό πτωχευτικό δίκαιο. Θεωρώ ότι η νομολογία ήδη έχει δεχθεί τη δυνατότητα να τεκμαίρεται η ύπαρξη πλεονεκτήματος εφόσον τούτο προκύπτει κατά βάσιμο τρόπο από το διέπον τη λειτουργία των επίμαχων επιχειρήσεων εθνικό νομοθετικό πλαίσιο.

56.      Επιπλέον, εν προκειμένω δεν πρόκειται προφανώς περί εξατομικευμένης ενισχύσεως, αλλά προσομοιάζει περισσότερο προς καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο, δεδομένου ότι εφαρμόζεται στα EPIC, επιδρά στο νομικό καθεστώς της La Poste. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία η νομολογία σχετικά με τα προγράμματα ενισχύσεων, κατά την οποία η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου προγράμματος, προκειμένου να εκτιμήσει αν, λόγω των λεπτομερειών που το πρόγραμμα αυτό προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Μόνο στο επίπεδο της αναζητήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (50).

57.      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι από την απόφαση Residex Capital (51), η οποία αφορούσε άμεση εγγύηση, προκύπτει σαφώς ότι «όταν το δάνειο που χορηγεί πιστωτικό ίδρυμα σε δανειολήπτη τελεί υπό την εγγύηση των κρατικών αρχών κράτους μέλους, ο δανειολήπτης αυτός αποκτά κατά κανόνα οικονομικό πλεονέκτημα και επωφελείται επομένως μιας ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που το οικονομικό κόστος που φέρει είναι κατώτερο εκείνου που θα έφερε εάν έπρεπε να λάβει την ίδια χρηματοδότηση και την ίδια εγγύηση σε τιμές αγοράς».

58.      Επιπλέον, φρονώ ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποδεχθεί γενικώς την έννοια της «έμμεσης εγγυήσεως» και δεχθεί ότι εν προκειμένω υπάρχει τέτοιου είδους εγγύηση, η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να συναχθεί υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και στην περίπτωση των άμεσων εγγυήσεων, τουτέστιν κρίνοντας ότι τέτοιου είδους εγγύηση είναι ικανή να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση της δικαιούχου επιχειρήσεως. Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται περί απλού τεκμηρίου. Κατά συνέπεια, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εγγυήσεις είναι ικανές να παράσχουν πλεονέκτημα στους δικαιούχους τους.

–       Οικονομικό πλαίσιο

59.      Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν απαλλάσσει ούτε την Επιτροπή ούτε το Γενικό Δικαστήριο από την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη τις νομικές και οικονομικές συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων δραστηριοποιείται ο φορέας που φέρεται ότι τυγχάνει πλεονεκτήματος (52). Ειδικότερα, όπως έχει ήδη σημειωθεί, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει το επίμαχο πλεονέκτημα (53).

60.      Πάντως, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να παραπέμψει σε οργανισμούς αξιολογήσεως για να «επιβεβαιώσει», και όχι για να «αποδείξει», την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ της La Poste.

61.      Αληθεύει ότι, προκειμένου να αποδείξει ότι η La Poste βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρισκόταν ελλείψει του μηχανισμού της απεριόριστης εγγυήσεως του γαλλικού Δημοσίου, η Επιτροπή παρέπεμψε κατά βάση στα δεδομένα των οργανισμών αξιολογήσεως και τις μεθόδους που αυτοί μετέρχονται (54). Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι η La Poste ετύγχανε επιπλέον πλεονεκτήματος το οποίο αντιστοιχούσε στο γεγονός ότι αυτή δεν υποχρεούνταν να καταβάλει αντίτιμο αντίστοιχης οικονομικής αξίας προς το Δημόσιο (55).

62.      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι όσον αφορά την παραδοχή ότι εν προκειμένω μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος, ο επιβεβαιωτικός χαρακτήρας των δεδομένων που προέρχονται από τους οργανισμούς αξιολογήσεως συνάδει απόλυτα με τη λογική των τεκμηρίων. Επομένως, η αιτίαση που αφορά την ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με τις μεθόδους και τα δεδομένα των οργανισμών αξιολογήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως αβάσιμη.

63.      Επιπλέον, η Επιτροπή παρέπεμψε στις μεθόδους και τα δεδομένα των οργανισμών αξιολογήσεως, ακριβώς προκειμένου να προσδιορίσει ορθώς το οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η επίμαχη εγγύηση. Συναφώς, είμαι της απόψεως, ότι υπό την επιφύλαξη της αδυναμίας εφαρμογής του ελέγχου σε ιδιώτη επενδυτή εν προκειμένω, το φάσμα των εργαλείων στα οποία μπορεί να προσφύγει η Επιτροπή προκειμένου να βασίσει την ανάλυσή της πρέπει να είναι ευρύ. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα δεδομένα των οργανισμών αξιολογήσεως πιστοποιούν την ύπαρξη ευνοϊκότερων όρων χρηματοδοτήσεως. Επίσης, ορθώς επιβεβαίωσε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 115 έως 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον κρίσιμο χαρακτήρα τους, απορρίπτοντας την πρωτοδίκως προβληθείσα αιτίαση περί διάλληλου συλλογισμού. Στον βαθμό, ωστόσο, που η υπό κρίση αιτίαση συναρτάται προς τη γενικότερη προβληματική της μεθόδου που πρέπει να εφαρμόσει η Επιτροπή κατά την απόδειξη πλεονεκτήματος στην περίπτωση εγγυήσεων του Δημοσίου, θα επανέλθω σε αυτήν εν συνεχεία στα obiter dictum.

–       Κατηγορία των αποτελεσμάτων των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων

64.      Αντιθέτως, όσον αφορά τα αποτελέσματα νέων και υφιστάμενων ενισχύσεων, από το άρθρο 1 της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο ενέπιπτε στην έννοια της υφιστάμενης εγγυήσεως (56). Πέραν των ερωτημάτων που είναι δυνατό να εγείρει εκ πρώτης όψεως ο χαρακτηρισμός αυτός (57), παρατηρείται, καταρχάς, ότι είναι δύσκολο να προσδιορισθούν τα διαχρονικά αποτελέσματα ενός μηχανισμού όπως η έμμεση εγγύηση, δεδομένου ότι η εν λόγω εγγύηση δεν προκύπτει από μια συγκεκριμένη και ευχερώς διακριτή πράξη, αλλά συνάγεται από δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων. Εντούτοις, καθόσον κατά πάγια νομολογία η έννοια της κρατικής ενίσχυσης αφορά αντικειμενική κατάσταση, η οποία εκτιμάται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, οι εκτιμήσεις που έγιναν μέχρι την εν λόγω ημερομηνία είναι αυτές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη διενέργεια του προαναφερθέντος δικαστικού ελέγχου (58).

65.      Στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε τη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί στην απόδειξη αυτή όσον αφορά ήδη χορηγηθείσες ενισχύσεις (59). Αληθεύει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει, με την απόφασή της, τα πραγματικά αποτελέσματα των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων, αυτό θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, σε βάρος των κρατών μελών που κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους (60).

66.      Εντούτοις, η νομολογία αυτή (61), όχι μόνον δεν σχετίζεται με την εξέταση των υφιστάμενων ενισχύσεων, αλλά, προπαντός, αφορά ειδικώς τον τρόπο προσδιορισμού δύο άλλων κριτηρίων σχετικών με την έννοια της ενισχύσεως, ήτοι των κριτηρίων του επηρεασμού του εμπορίου και του ανταγωνισμού, χωρίς να μνημονεύεται στην εν λόγω νομολογία το κριτήριο του πλεονεκτήματος. Ειδικότερα, τούτο αντιστοιχεί στη συνήθη προσέγγιση κατά την οποία η Επιτροπή υποχρεούται απλώς να εξετάσει αν η ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και όχι να αποδείξει ότι το επίμαχο μέτρο έχει πραγματικές επιπτώσεις στα εν λόγω δύο κριτήρια (62).

67.      Όσον αφορά τον επηρεασμό του εμπορίου και τη νόθευση του ανταγωνισμού, αληθεύει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη επιβεβαιώσει ότι πρέπει να επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση και στα δύο είδη ενισχύσεων, ήτοι στις υφιστάμενες και στις χορηγηθείσες που δεν έχουν κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή (63). Αντιθέτως, δεν είναι σαφές κατά πόσον η εν λόγω νομολογία είναι λυσιτελής για τον καθορισμό των αποτελεσμάτων ενός πλεονεκτήματος. Εξάλλου, δεν προκύπτει σαφώς από τη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αν το Γενικό Δικαστήριο είχε πρόθεση να διακρίνει μεταξύ του καθορισμού του πλεονεκτήματος και του καθορισμού των λοιπών κριτηρίων, ή αν, αντιθέτως, η παραπομπή στη νομολογία Boussac και Vizcaya έγινε προκειμένου να απαλλαγεί η Επιτροπή από την υποχρέωση να αποδείξει τα ευεργετικά αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου κατ’ αναλογία.

68.      Επιπλέον, από την ανάγνωση του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτό έκρινε, κατά τη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είναι αναγκαίο να εξακριβώνονται τα πραγματικά αποτελέσματα των υφιστάμενων και παράνομων ενισχύσεων, ενώ κατά τη σκέψη 124 τα πραγματικά αποτελέσματα του πλεονεκτήματος που απορρέει από την εγγύηση του Δημοσίου μπορούν να τεκμαίρονται.

69.      Λαμβανομένου υπόψη του ως άνω σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο χαρακτηρίζεται από έλλειψη σαφήνειας και ασαφή εφαρμογή της νομολογίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συλλογιστική στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι ικανή να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους (64).

70.      Πάντως, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βασίζεται ορθώς στη θέση ότι το πλεονέκτημα που απορρέει από την εγγύηση του Δημοσίου μπορεί να τεκμαίρεται, η εν λόγω πλάνη δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, ενδεχόμενη ένσταση περί παρανομίας του σημείου 1.2 της ανακοινώσεως πρέπει να θεωρηθεί προδήλως απαράδεκτη.

71.      Τέλος, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της σκέψεως 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διευκρινίζοντας ότι δεν υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν υπόκειτο, λόγω της νομικής της μορφής, σε πτωχευτική ή αντίστοιχη διαδικασία, συνιστούσε γι’ αυτήν «αυτομάτως» πλεονέκτημα. Φρονώ ότι η αιτίαση αυτή απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έκανε λόγο για αυτόματο πλεονέκτημα. Εξάλλου, δεν προκύπτει παραμόρφωση των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, και, ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη αιτίαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

72.      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

–       Obiter dicta όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή

73.      Ως obiter dictum, και χωρίς να αμφισβητώ την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ σκόπιμο να πραγματευτώ ένα δικονομικό ζήτημα το οποίο αφορά τη μέθοδο την οποία πρέπει να εφαρμόζει η Επιτροπή όταν αποδεικνύει την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει τόσο από τη νομολογία όσο και από την ανακοίνωση της Επιτροπής, προκειμένου να κριθεί αν μια κρατική ενίσχυση ή ένα καθεστώς ενισχύσεως παρέχει πλεονέκτημα, η Επιτροπή πρέπει να βασίζεται στην αρχή του «επενδυτή σε οικονομία αγοράς», η οποία επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές δυνατότητες της δικαιούχου επιχειρήσεως να αποκτήσει ισοδύναμους χρηματοπιστωτικούς πόρους προσφεύγοντας στην κεφαλαιαγορά (65). Δεδομένου ότι το κριτήριο του επενδυτή σε οικονομία αγοράς έχει ως άξονα το κριτήριο της εύλογης οικονομικής αποδοτικότητας, πρέπει να εξακριβώνεται αν μια πράξη έλαβε χώρα υπό τους συνήθεις όρους της οικονομίας της αγοράς, συνεκτιμωμένης ταυτοχρόνως της αλληλεπιδράσεως μεταξύ διαφόρων οικονομικών παραγόντων (66).

74.      Μολονότι προκύπτει από τη νομολογία ότι θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς (67), η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το προαναφερθέν κριτήριο στην επίδικη απόφαση και η παράλειψη αυτή δεν ελέγχθηκε από το Γενικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το συγκεκριμένο ζήτημα έχοντας ενημερώσει προηγουμένως τους διαδίκους (68). Στον βαθμό που η δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου δεν προβλήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση αναιρέσεως, το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα μόνον υπό το πρίσμα της παραβάσεως ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263ΣΛΕΕ, ως παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (69).

75.      Επιπλέον, παρατηρείται ότι στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ δύο περιπτώσεων: εκείνων στις οποίες η παρέμβαση του Δημοσίου έχει οικονομικό χαρακτήρα και εκείνων στις οποίες η παρέμβαση του Δημοσίου αφορά πράξεις δημόσιας εξουσίας (70), εκ των οποίων το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή τυγχάνει εφαρμογής μόνον στην πρώτη περίπτωση. Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε προσφάτως ότι ένα οικονομικό πλεονέκτημα, ακόμη και αν χορηγείται με μέσα φορολογικής φύσεως, πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αν μετά τη συνολική εκτίμηση η οποία κατά περίπτωση απαιτείται προκύπτει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος, μολονότι μετέρχεται μέσων δημόσιας εξουσίας, χορήγησε εντούτοις το εν λόγω πλεονέκτημα με την ιδιότητά του ως μέτοχος της επιχειρήσεως που του ανήκει (71).

76.      Συναφώς, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι δεν ενδείκνυται η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε περίπτωση έμμεσης κρατικής εγγυήσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να αποκλείεται, μεταξύ άλλων, λόγω του ότι τέτοιου είδους εγγύηση εμπίπτει στις πράξεις και τις παραλείψεις της δημόσιας εξουσίας, υπό τη γενική έννοια του όρου, και όχι στις πράξεις αυτής ως κυρίου περιουσιακών στοιχείων στην οικεία επιχείρηση, εν προκειμένω, στη La Poste. Αντιθέτως, θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού εξετάζοντάς το αυτεπαγγέλτως.

 Γ — Επί της έννοιας των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

77.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 53 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως σχετίζονταν με την εξακρίβωση της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος και ότι, ως εκ τούτου, το επιχείρημα που αφορούσε τη μη συνεκτίμηση της σχετικής με τη μεταφορά κρατικών πόρων προϋποθέσεως ήταν απαράδεκτο, στον βαθμό που συνιστούσε νέο λόγο ο οποίος προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης. Στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσείουσα διατείνεται επίσης ότι, αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν δέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η επιχειρηματολογία της αφορούσε αποκλειστικώς τη σχετική με την ύπαρξη πλεονεκτήματος προϋπόθεση.

78.      Ευθύς εξαρχής, διαπιστώνεται ότι από τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, την ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβήτησε η Γαλλική Δημοκρατία, προκύπτει σαφώς ότι αυτή είχε δηλώσει, σε απάντηση ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε απεριόριστη έμμεση εγγύηση, δεν θα αμφισβητούσε ότι επρόκειτο περί κρατικών πόρων. Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο της αλληλογραφίας που διαδέχθηκε την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (72), η Γαλλική Δημοκρατία επιβεβαίωσε ότι «αν το Γενικό Δικαστήριο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε απεριόριστη έμμεση εγγύηση, θα επρόκειτο περί κρατικών πόρων». Εν συνεχεία, στην ίδια επιστολή, η Γαλλική Δημοκρατία διευκρίνισε τη φύση των αποδεικτικών στοιχείων που έπρεπε να προσκομίσει, κατ’ αυτήν, η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου είδους εγγυήσεως. Εξ αυτού συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν αναιρεί τη θέση που έλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εξάλλου, μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (73). Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

79.      Επιπλέον, φρονώ ότι απορρίπτοντας τη σχετική με το διακριτό κριτήριο της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως προβληματική, όπως το κριτήριο της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία σχετικά με την απαγόρευση του νέου χαρακτηρισμού του αντικειμένου της διαφοράς (74). Ειδικότερα, μολονότι ορισμένα σημεία του δικογράφου σχετίζονται με τη μεταφορά κρατικών πόρων, από τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία συνοψίζονται τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι κανένας από τους προβληθέντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγους ακυρώσεως δεν αφορούσε ρητώς την ανάλυση του εν λόγω κριτηρίου. Πάντως, θεωρώ ότι δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ανακατασκευάζει τους λόγους ακυρώσεως των οποίων επιλαμβάνεται βασιζόμενο σε διάσπαρτα αποσπάσματα του δικογράφου (75). Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

IV – Πρόταση

80.      Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας,

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 274, σ. 1.


3 – Όπως προκύπτει από την επίμαχη απόφαση, η ύπαρξη της επίμαχης εγγυήσεως υπέρ της La Poste, η οποία εξομοιώνεται με τα δημόσια νομικά πρόσωπα βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (στο εξής: EPIC), προέκυπτε από σειρά ενδείξεων, μεταξύ των οποίων, ιδίως, από την αδυναμία εφαρμογής επί αυτών των διαδικασιών αφερεγγυότητας και πτωχεύσεως και την αποπληρωμή των οφειλών της εκ μέρους του Δημοσίου (βλ. σκέψεις 20 έως 36 της εν λόγω αποφάσεως).


4 – Η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, κρίνοντας ότι η La Poste, εκ μόνης της νομικής της μορφής ως EPIC, απήλαυε έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως για τα χρέη της από το Δημόσιο. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε την απουσία ευνοϊκής μεταχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.


5 –      Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑520/07 P, (Συλλογή 2009, σ. I‑8555).


6 –      Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑290/07 P, (Συλλογή 2010, σ. I‑7763).


7 – Νόμος αριθ. 80‑539, της 16ης Ιουλίου 1980, σχετικά με τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σε διοικητικά ζητήματα και σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (JORF της 17ης Ιουλίου 1980, σ. 1799).


8 – Απόφαση του Conseil d’État της 18ης Νοεμβρίου 2005, Société fermière de Campoloro κ.λπ. (Recueil des décisions du Conseil d’État, σ. 515).


9 – ΕΔΔΑ, απόφαση Société de gestion du port de Campoloro και Société fermière de Campoloro κατά Γαλλίας, της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 (προσφυγή αριθ. 57516/00).


10 –      Βλ. σκέψη 139 της επίμαχης αποφάσεως.


11 – Ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (2008/C 155/02), (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, σημείο 1.2, πρώτο εδάφιο, στο εξής: ανακοίνωση).


12 – Βλ. ανακοίνωση, σημείο 1.2, δεύτερο εδάφιο.


13 – Βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, C‑399/10 P και C‑401/10 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ. (σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade (Συλλογή 1998, σ. I‑7907, σκέψη 41).


15 – Προαναφερθείσα απόφαση Ecotrade (σκέψη 43), απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑275/10, Residex Capital IV (Συλλογή 2011, σ. I‑13043, σκέψεις 39 έως 42), και προαναφερθείσα απόφαση Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ. (σκέψη 107).


16 – Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής η περιπλοκότητα της ενδεχόμενης καταργήσεως εγγυήσεως που χορηγείται υπό τη μορφή έμμεσης εγγυήσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 της επίμαχης αποφάσεως. Μολονότι αληθεύει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει έμμεσα μέτρα, εντούτοις, φρονώ ότι ο βαθμός δυσκολίας που απορρέει από τον έμμεσο χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου είναι εξαιρετικός.


17 – Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δέχτηκε ότι υπάρχει έμμεση εγγύηση, η οποία συνιστά ασύμβατη ενίσχυση, ελλείψει κειμένου του εθνικού δικαίου από το οποίο να μπορεί να συναχθεί με σαφήνεια η νομική φύση της La Poste.


18 – Όπως υπογράμμισα στις σκέψεις 87 και 88 των προτάσεών μου στην υπόθεση Βέλγιο κατά Deutsche Post και DHL International, πρέπει να διατηρηθεί η διάκριση μεταξύ της έννοιας της ενδείξεως και της έννοιας της αποδείξεως. Το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να αποδείξει ορισμένες περιστάσεις, αλλά να είναι σε θέση να συναγάγει λογικό και αιτιολογημένο συμπέρασμα βάσει των ενώπιόν του προσκομισθέντων αντικειμενικών στοιχείων (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C‑148/09 P, Συλλογή 2011, σ. I‑8573).


19 – Όσον αφορά το κριτήριο της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά την κίνηση επίσημης διαδικασίας ελέγχου από την Επιτροπή, βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2001, T‑73/98, Prayon‑Rupel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II‑867), και, πιο πρόσφατα, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, C‑646/11 P, 3F κατά Επιτροπής (σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


20 – Απόφαση της 13ης Απριλίου 1994, C‑324/90 και C‑342/90, Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I‑1173, σκέψη 15).


21 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής (σκέψη 23).


22 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑8091, σκέψη 37).


23 – Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C‑12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval (Συλλογή 2005, σ. I‑987, σκέψη 39).


24 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Scott (σκέψη 90).


25 – Βλ. ιδίως, όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τις σκέψεις 66, 71, 78, 82, 87, 92 έως 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


26 – Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein‑Westfalen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 270), και της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑196/04, Ryanair κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑3643, σκέψη 59).


27 – Όσον αφορά τη διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ του βάρους αποδείξεως και του απαιτούμενου βαθμού αποδείξεως, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-8237, σκέψη 74 και υποσημείωση 64).


28 – Ο όρος «απαιτούμενος βαθμός αποδείξεως» («standard of proof») εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη νομολογία του Δικαστηρίου με τις μεγάλες αποφάσεις στις υποθέσεις: απόφαση Επιτροπή κατά Tetra Laval BV, προαναφερθείσα, αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑729), της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (Συλλογή 2008, σ. I‑4951), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψεις 87).


29 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG‑Telefunken κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 136).


30 – Απόφαση της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 20).


31 – Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψεις 70 και 127).


32 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (σκέψεις 47, 51 και 52). Το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε το κριτήριο στην απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑5575), στις σκέψεις 64 και 65 «κατά πάσα πιθανότητα», στη σκέψη 331 «προβλέψιμη με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως» και στη σκέψη 340 «[…] η Επιτροπή δεν κατέδειξε βάσει αδιάσειστων αποδείξεων και με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως ότι η συγχωνευθείσα εταιρία θα είχε χρησιμοποιήσει την εμπορική ισχύ της GECAS καθώς και την οικονομική ισχύ του ομίλου που προκύπτει από τη θέση της GE Capital […] στο μέλλον».


33 – Sibony A. και Barbier de La Serre E., «Charge de la preuve et théorie du contrôle en droit communautaire de la concurrence», RTD Eur 2007, σ. 205.


34 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑279/08 P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2011, σ. I‑7671, σκέψη 111).


35 – Προαναφερθείσα απόφαση Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ. (σκέψεις 109 έως 110).


36 – Προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Scott (σκέψεις 64 έως 66).


37 – Βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010, T‑163/05, Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II‑387, σκέψη 38).


38 – Βλ. υπ’ αυτή την έννοια, ιδίως, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 49), καθώς και της 23ης Μαρτίου 2006, C‑206/04 P, Mülhens κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. I‑2717, σκέψη 28).


39 – Βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2002, C‑82/01 P, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑9297, σκέψεις 56 και 63).


40 – Απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, C‑263/09 P, Edwin κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2011, σ. I‑5853, σκέψη 53).


41 – Βλ., μεταξύ πολλών, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, C‑39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑3547, σκέψη 60), και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψη 82).


42 – Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο εντοπισμός του πλεονεκτήματος στην περίπτωση των εγγυήσεων διαφοροποιείται και στον βαθμό που από την εγγύηση μπορεί να επωφεληθούν είτε σωρευτικώς ο δανειστής και ο οφειλέτης είτε αποκλειστικώς ο δεύτερος. Βλ. συναφώς, σημείο 33 επ. των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην προαναφερθείσα απόφαση Residex Capital IV, καθώς και την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑329/93, C‑62/95 και C‑63/95, Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑5151, σκέψη 56).


43 – Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, C‑124/10 P, Επιτροπή κατά EDF (σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


44 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην προαναφερθείσα απόφαση Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ. και παρατιθέμενη νομολογία στη σκέψη 47, ιδίως αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 27)· της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 8)· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑4551, σκέψη 20).


45 – Προαναφερθείσα απόφαση Westdeutsche Landesbank Girozentrale et Land Nordrhein Westfalen κατά Επιτροπής (σκέψη 270).


46 – Σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


47 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, C‑72/91 και C‑73/91, Sloman Neptun (Συλλογή 1993, σ. I‑887, σκέψη 21).


48 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Ecotrade (σκέψη 45).


49 – Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, C‑295/97, Piaggio (Συλλογή 1999, σ. I‑3735, σκέψη 42).


50 – Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I‑4727, σκέψη 63).


51 – Προαναφερθείσα απόφαση (σκέψη 39)


52 – Βλ., απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, C‑341/06 P, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I‑4777, σκέψη 128, a contrario).


53 – Βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Βέλγιο κατά Deutsche Post κ.λπ. και DHL International (σκέψεις 84 έως 87).


54 – Κατά τα λοιπά, τούτο αποτελεί αποτύπωση μιας προσεγγίσεως που έχει ήδη ακολουθήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο εκδόσεως παρεμφερούς αποφάσεως σχετικά με την EDF, η οποία είχε τότε το καθεστώς EPIC [(βλ. άρθρα 67‑72 της αποφάσεως 2005/145/CE της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου· (ΕΕ L 49, σ. 9). Κατά της αποφάσεως αυτής δεν ασκήθηκε καμία προσφυγή].


55 – Σημείο 2.2 της επίδικης αποφάσεως.


56 – Λόγω του ότι η ενίσχυση υπήρχε πριν το 1958, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).


57 – Από τη δικογραφία προκύπτει ότι μόλις το 1990 μετατράπηκε η πρώην γενική διεύθυνση ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών, από την 1η Ιανουαρίου 1991, σε δύο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου: τη France Télécom και τη La Poste. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2001, το Cour de Cassation δέχτηκε ότι η La Poste εξομοιωνόταν με EPIC. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η θέση περί υφιστάμενης ενισχύσεως συνεπάγεται ότι ο μηχανισμός της έμμεσης εγγυήσεως ήταν σε ισχύ πριν το 1990, καθότι επρόκειτο περί φορέα που υπαγόταν στο ίδιο το Δημόσιο. Επομένως, υπό το πρίσμα αυτής της ερμηνείας, το ίδιο το Δημόσιο ήταν εγγυητής του.


58 – Προαναφερθείσα απόφαση Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ. (σκέψη 144).


59 – Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, C‑442/03 P και C‑471/03 P, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑4845, σκέψη 110).


60 – Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη «Boussac Saint Frères» (Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψεις 32 και 33).


61 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση P&O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, και απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑4087, σκέψη 49).


62 – Βλ. σημείο 4 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. Capotorti στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 13). Βλ., επίσης, προαναφερθείσα απόφαση Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein‑Westfalen κατά Επιτροπής (σκέψη 296 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψη 140).


63 – Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑3679, σκέψεις 44 και 45).


64 – Βλ. υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 47), καθώς και της 29ης Μαρτίου 2011, C‑352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I‑2359, σκέψη 136).


65 – Απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, γνωστή ως υπόθεση «Stardust» (Συλλογή 2002, σ. I‑4397), και ανακοίνωση, αιτιολογική σκέψη 4.1.


66 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής (σκέψη 36 επ.).


67 – Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 211 έως 213).


68 – Βλ., απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑11245).


69 – Όπ.π. (σκέψεις 34 και 35).


70 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I‑4103, σκέψη 22), καθώς και σημείο 20 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747).


71 – Προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά EDF κ.λπ. (σκέψη 92).


72 – Παράρτημα 3 της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου: επιστολή της Γαλλικής Κυβερνήσεως την οποία απηύθυνε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2012.


73 – Ιδίως, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, C‑419/08 P, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑2259, σκέψεις 30 έως 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


74 – Απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής.


75 – Όπως εισηγήθηκα στις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα υπόθεση C‑148/09 P, Βέλγιο κατά Deutsche Post και DHL International.