Language of document : ECLI:EU:C:2012:95

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 16ης Φεβρουαρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑100/11 P

Helena Rubinstein SNC

και

L’Oréal SA

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς
(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Σήμα που χαίρει φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 — Προϋποθέσεις παροχής προστασίας — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Κανόνας 38 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 — Υποχρέωση προσκομίσεως εγγράφων, προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, τα οποία έχουν συνταχθεί στη γλώσσα διαδικασίας — Αποφάσεις του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ — Δικαστικός έλεγχος [άρθρο 63 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94] — Υποχρέωση αιτιολογήσεως [άρθρο 73 του κανονισμού (EK) 40/94]»





1.        Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι η αναίρεση που άσκησαν η Helena Rubinstein SNC και η L’Oréal SA (στο εξής: Helena Rubinstein και L’Oréal, αντιστοίχως, και, από κοινού: αναιρεσείουσες) κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές που είχαν ασκήσει οι νυν αναιρεσείουσες κατά των αποφάσεων του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), περί κηρύξεως της ακυρότητας των κοινοτικών σημάτων BOTOLIST και BOTOCYL των οποίων δικαιούχοι ήταν οι αναιρεσείουσες.

I –    Το ιστορικό της διαφοράς, η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2.        Τα πραγματικά περιστατικά και η ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία, όπως περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρατίθενται συνοπτικά ακολούθως.

3.        Στις 6 Μαΐου 2002 και στις 9 Ιουλίου 2002, αντιστοίχως, η Helena Rubinstein και η L’Oréal υπέβαλαν στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, όπως έχει τροποποιηθεί (2). Οι νυν αναιρεσείουσες ζητούσαν την καταχώριση των λεκτικών σημείων BOTOLIST (η Helena Rubinstein) και BOTOCYL (η L’Oréal) για προϊόντα της κλάσεως 3 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας (3), μεταξύ των οποίων, κυρίως καλλυντικά όπως κρέμες, γαλακτώματα, λοσιόν, τζελ και πούδρες για την περιποίηση του προσώπου, του σώματος και των χεριών. Τα κοινοτικά σήματα BOTOLIST και BOTOCYL καταχωρίσθηκαν, αντιστοίχως, στις 19 Νοεμβρίου 2003 και στις 14 Οκτωβρίου 2003. Στις 2 Φεβρουαρίου 2005, η Allergan, Inc. (στο εξής: Allergan) υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στρεφόμενη κατά αμφοτέρων των προπαρατεθέντων σημάτων και στηριζόμενη σε διάφορα προγενέστερα εικονιστικά και λεκτικά σήματα, κοινοτικά και εθνικά, περιέχοντα το σημείο BOTOX και καταχωρισθέντα μεταξύ 12ης Απριλίου 1991 και 7ης Αυγούστου 2003 για προϊόντα, μεταξύ άλλων, της κλάσεως 5, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, στα οποία καταλέγονται, καθόσον αφορά την προκειμένη υπόθεση, και φαρμακευτικά προϊόντα για την καταπολέμηση των ρυτίδων. Οι αιτήσεις στηρίζονταν στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφοι 4 και 5, του ιδίου αυτού κανονισμού. Με αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2007 (όσον αφορά το σήμα BOTOLIST) και της 4ης Απριλίου 2007 (όσον αφορά το σήμα BOTOCYL), το τμήμα ακυρώσεων του ΓΕΕΑ απέρριψε τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας. Την 1η Ιουνίου 2007 η Allergan προσέβαλε τις αποφάσεις αυτές βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94. Με αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2008 (όσον αφορά το σήμα BOTOLIST) και της 5ης Ιουνίου 2008 (όσον αφορά το σήμα BOTOCYL), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε τις προσφυγές της Allergan καθόσον στηρίζονταν στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

4.        Οι Helena Rubinstein και L’Oréal προσέβαλαν τις προμνημονευθείσες αποφάσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με αίτημα την ακύρωσή τους. Προς στήριξη των προσφυγών τους προέβαλαν δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 και, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 73 του ιδίου αυτού κανονισμού. Το ΓΕΕΑ κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως σε αμφότερες τις υποθέσεις, ζητώντας να απορριφθούν οι προσφυγές και να καταδικασθούν οι νυν αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα. Η Allergan δεν παρενέβη στις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες.

5.        Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων και, με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), απέρριψε αμφότερες τις προσφυγές και καταδίκασε τις τότε προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα (4). Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε, εκτός των νυν αναιρεσειουσών και του ΓΕΕΑ, και στην Allergan.

II – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

6.        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2011, η Helena Rubinstein και η L’Oréal άσκησαν αναίρεση κατά της προμνημονευθείσας αποφάσεως. Η αίτηση αναιρέσεως κοινοποιήθηκε στο ΓΕΕΑ και στην Allergan που, με τα αντίστοιχα υπομνήματά τους αντικρούσεως, ζήτησαν να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα. Οι εκπρόσωποι των αναιρεσειουσών, της Allergan και του ΓΕΕΑ ανέπτυξαν τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιανουαρίου 2012.

III – Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

7.        Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ιδίου κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 115 του κανονισμού 40/94 και του κανόνα 38, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94.

 Α —      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των άρθρων 8, παράγραφος 5, και 52 του κανονισμού 40/94

8.        Το άρθρο 52 του κανονισμού 40/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχετικοί λόγοι ακυρότητας», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, στοιχείο α΄, ότι «το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο […] όταν υφίσταται προγενέστερο σήμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, και πληρούνται οι προϋποθέσεις […] της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου […]». Το άρθρο 8 του κανονισμού 40/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου» ορίζει, στην παράγραφό του 5, ότι, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, «το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση […] αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα ή, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης εντός του οικείου κράτους μέλους, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς νόμιμη αιτία, του αιτούμενου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη».

9.        Με τον πρώτο τους λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα προγενέστερα σήματα χαίρουν φήμης και έκρινε ότι με τη χρήση των σημάτων των αναιρεσειουσών αντλείται, άνευ νομίμου αιτίας, αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη των προγενεστέρων σημάτων ή θίγεται αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη. Ο λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη.

1.      Επί του πρώτου σκέλους

 α)     Επιχειρήματα των διαδίκων και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10.      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη στηρίζοντας την ανάλυσή του σε δύο προγενέστερα σήματα τα οποία έχουν καταχωρισθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα οποία δεν είχε λάβει υπόψη του το τμήμα προσφυγών. Κατά τις αναιρεσείουσες, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ στηρίχθηκε αποκλειστικά στο λεκτικό και εικονιστικό κοινοτικό σήμα που καταχωρίσθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2002 με αριθμό 2015832 (στο εξής: προγενέστερο κοινοτικό σήμα ή κοινοτικό σήμα BOTOX). Το ΓΕΕΑ ερμηνεύει το σκέλος αυτό του λόγου αναιρέσεως ως επίκληση παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών, η οποία, όμως, δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι οι αναιρεσείουσες δεν διευκρίνισαν κατά ποιο τρόπο η επιλογή των προγενέστερων σημάτων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη άσκησε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς. Κατά την Allergan, το σκέλος αυτό είναι αβάσιμο, διότι από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στο σύνολο των προγενέστερων σημάτων των οποίων είχε γίνει επίκληση προς στήριξη των αιτήσεων κηρύξεως ακυρότητας.

11.      Το σκέλος αυτό του λόγου αναιρέσεως αφορά τις σκέψεις 38 έως 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στη σκέψη 38 το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι οι υποβληθείσες ενώπιον του ΓΕΕΑ αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας στηρίζονται σε πλείονα εικονιστικά και λεκτικά σήματα, κοινοτικά και εθνικά, τα οποία περιέχουν το σημείο BOTOX και τα οποία έχουν, σχεδόν όλα, καταχωρισθεί πριν από την υποβολή της αιτήσεως για την καταχώριση των σημάτων BOTOLIST και BOTOCYL. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζεται ότι το σύνολο των σημάτων αυτών και όχι μόνον το προγενέστερο κοινοτικό σήμα αποτελούν τα προγενέστερα σήματα τα οποία επικαλείται η αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας. Στη σκέψη 39 το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών «εμμέσως πλην σαφώς» απέστη της προσεγγίσεως που είχε ακολουθήσει το τμήμα ακυρώσεων, το οποίο είχε στηρίξει τις αποφάσεις του αποκλειστικά στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η προσέγγιση την οποία προέκρινε το τμήμα προσφυγών καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα αυτό δεν μνημόνευσε το εικονιστικό στοιχείο του προγενέστερου κοινοτικού σήματος. Στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι θα περιορισθεί στην εξέταση, μεταξύ των διαφόρων προγενέστερων σημάτων των οποίων έγινε επίκληση, δύο σημάτων τα οποία έχουν καταχωρισθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο (5), δικαιολόγησε δε την επιλογή του με τη διαπίστωση ότι η πλειονότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Allergan αφορούσε την επικράτεια αυτού του κράτους μέλους.

 β)     Ανάλυση

12.      Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι ο προσδιορισμός των προγενέστερων σημάτων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί αν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση περί φήμης, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, δεν στερείται σημασίας όσον αφορά την εξέταση αυτή. Συγκεκριμένα, το κοινοτικό σήμα BOTOX, το οποίο, κατά τις αναιρεσείουσες, είναι το μοναδικό προγενέστερο σήμα που έλαβε υπόψη του το τμήμα προσφυγών, καταχωρίσθηκε μόλις μερικούς μήνες πριν υποβληθούν οι αιτήσεις καταχωρίσεως των σημάτων BOTOCYL και BOTOLIST (6). Η απόδειξη περί του ότι το εν λόγω κοινοτικό σήμα έχαιρε φήμης κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων αυτών καθίσταται δυσχερέστερη απ’ ό,τι για τα εθνικά σήματα τα οποία εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο (7).

13.      Κατόπιν τούτου, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους περιορίζονται σε απλές αιτιάσεις χωρίς οποιοδήποτε στοιχείο δυνάμενο να στηρίξει την άποψή τους περί του ότι το τμήμα προσφυγών, όπως και το τμήμα ακυρώσεων, στήριξε το σκεπτικό του αποκλειστικώς στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα. Εξάλλου, η άποψη αυτή αναιρείται, κατά τα φαινόμενα, ή τουλάχιστον δεν ενισχύεται, από την εξέταση των προσβαλλομένων αποφάσεων, στις οποίες το τμήμα προσφυγών μνημονεύει γενικώς το «σήμα BOTOX», προκειμένου να δηλώσει το σύνολο των σημάτων που επικαλείται η Allergan. Φρονώ ότι τούτο συνάγεται κατά τρόπο αρκούντως σαφή από τη σκέψη 3 των προσβαλλομένων αποφάσεων, όπου το τμήμα προσφυγών, αφού απαρίθμησε τα κοινοτικά και εθνικά σήματα που προέβαλε η Allergan, παραθέτει τα επιχειρήματά της παραπέμποντας στο «σήμα BOTOX» ως έχον την έννοια ότι περιλαμβάνει τις καταχωρίσεις εθνικών, κοινοτικών και διεθνών σημάτων (8). Ακολούθως, το τμήμα προσφυγών κάνει λόγο διαρκώς για το «σήμα BOTOX», είτε όταν παραθέτει τα επιχειρήματα της Allergan είτε όταν εκθέτει το σκεπτικό του (βλ., για παράδειγμα, σκέψη 34 της αποφάσεως Helena Rubinstein και σκέψη 35 της αποφάσεως L’Oréal). Εξάλλου, στη σκέψη 23 των προμνημονευθεισών αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών επισημαίνει ότι «το προσβαλλόμενο σήμα […] πρέπει να συγκριθεί με το σήμα BOTOX, το οποίο έχει καταχωρισθεί σε διάφορες εκδοχές (λεκτικό σήμα, εικονιστικό, συνοδευόμενο από την ένδειξη “Botulinum Toxin”)». Αυτή η επισήμανση, όμως, είναι αντίθετη προς ό,τι υποστήριξαν οι αναιρεσείουσες —δηλαδή ότι το τμήμα προσφυγών, όπως και το τμήμα ακυρώσεων, έλαβε υπόψη αποκλειστικώς το αριθ. 2015832 κοινοτικό σήμα—, καθόσον το σήμα αυτό είναι λεκτικό και εικονιστικό και δεν συνοδεύεται από καμία ένδειξη. Στην ίδια σκέψη των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών παραπέμπει σαφώς στο σύνολο των σημάτων που επικαλείται η Allergan και όχι μόνο στο σήμα που μνημονεύουν οι αναιρεσείουσες. Τέλος, όπως επισήμανε τόσο το ΓΕΕΑ όσο και η Allergan, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση της ομοιότητας των αντιπαρατιθεμένων σημάτων, ουδόλως έλαβε υπόψη το εικονιστικό στοιχείο του κοινοτικού σήματος θέτει εν αμφιβόλω όσα υποστηρίζουν οι νυν αναιρεσείουσες.

14.      Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του δευτέρου σκέλους: η φήμη των προγενέστερων σημάτων

15.      Με το δεύτερο σκέλος, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε πλειστάκις σε νομική πλάνη, κρίνοντας ότι αποδείχθηκε ότι τα προγενέστερα σήματα χαίρουν φήμης. Οι αιτιάσεις αυτές —τις οποίες αμφισβητούν ως απαράδεκτες και αβάσιμες, με κατά το μάλλον συγκλίνουσα επιχειρηματολογία, το ΓΕΕΑ και η Allergan— θα εξετασθούν ακολούθως, η καθεμία χωριστά.

 α)     Επί του ενδιαφερομένου κοινού

16.      Πρώτον, οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι, μολονότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από όσους υποβάλλονται ή ενδέχεται να υποβληθούν σε θεραπεία με BOTOX και από τους επαγγελματίες του χώρου της υγείας, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τη φήμη των προγενέστερων σημάτων χωριστά για καθεμία από τις δύο αυτές κατηγορίες.

17.      Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί, κατ’ αρχάς, ότι, βάσει όσων διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι διάδικοι συμφωνούν ότι εν προκειμένω ενδιαφερόμενο είναι το ευρύ κοινό (και, επομένως, όχι μόνον όσοι υποβάλλονται ή ενδέχεται να υποβληθούν σε θεραπεία με BOTOX, όπως διατείνονται οι αναιρεσείουσες), καθώς και οι επαγγελματίες του χώρου της υγείας. Τούτου δοθέντος, φρονώ ότι η αιτίαση των αναιρεσειουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτή, κυρίως για τον προφανή λόγο, τον οποίο επισήμαναν το ΓΕΕΑ και η Allergan, ότι, καθόσον η κατηγορία των επαγγελματιών του χώρου της υγείας περιλαμβάνεται στη γενικότερη του ευρέος κοινού, παρέλκει η εξέταση της φήμης των προγενέστερων σημάτων για τη μία ή την άλλη κατηγορία χωριστά. Εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τη διάκριση αυτή, δεδομένου ότι, κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Allergan προς στήριξη της αιτήσεώς της κηρύξεως ακυρότητας, εξέτασε χωριστά τα στοιχεία που σκοπούν να αποδείξουν τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα στο ευρύ κοινό (δημοσιότητα που έδωσε ο απευθυνόμενος στο ευρύ κοινό τύπος), αφενός, και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν για να αποδειχθεί η φήμη αυτή όσον αφορά τους ειδικευμένους ιατρικούς κύκλους (προβολή μέσω της δημοσιεύσεως άρθρων σε εξειδικευμένα έντυπα), αφετέρου.

 β)     Επί της οικείας εδαφικής περιοχής

18.      Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, δεν περιλαμβάνει καμία διαπίστωση σχετικά με την εδαφική περιοχή ως προς την οποία εξετάσθηκε η φήμη της οποίας χαίρουν τα σήματα BOTOX.

19.      Και αυτή η αιτίαση είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στις σκέψεις 40 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 θα εξετασθούν με γνώμονα το πώς αντιλαμβάνονται τα σήματα οι καταναλωτές του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή της εδαφικής περιοχής για την οποία η Allergan προσκόμισε τα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία.

 γ)     Επί της αποδείξεως της φήμης

20.      Τρίτον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε επανειλημμένα σε πλάνη εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της φήμης των προγενέστερων σημάτων. Πριν εξετασθούν οι αιτιάσεις ατομικά, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε χωριστά τα προμνημονευθέντα αποδεικτικά στοιχεία πριν απορρίψει τα διάφορα επιχειρήματα με τα οποία οι νυν αναιρεσείουσες αμφισβητούσαν το παραδεκτό, τη σημασία και την αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών. Πάντως, όπως ορθώς επισήμαναν το ΓΕΕΑ και η Allergan, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνάγεται σαφώς ότι οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου περί της φήμης των προγενέστερων σημάτων στηρίζονται σε σφαιρική εκτίμηση των στοιχείων αυτών, οπότε, ακόμη κι αν το Δικαστήριο κρίνει βάσιμα ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες σχετικά με ορισμένα από τα στοιχεία αυτά, το ενδεχόμενο αυτό δεν αναιρεί κατ’ ανάγκη τις προαναφερθείσες κρίσεις, δεδομένου ότι θα πρέπει επίσης να καθορισθεί το ειδικό βάρος το οποίο έχει το προς απόρριψη αποδεικτικό στοιχείο στη σφαιρική εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, η αίτηση αναιρέσεως δεν περιλαμβάνει τίποτε σχετικό.

21.      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει επίσης να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι μεγάλο μέρος των αιτιάσεων που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες κατατείνει, κατ’ ουσίαν, στην εκ νέου εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων, για την οποία το Δικαστήριο, εκτός της περιπτώσεως της παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών, δεν είναι αρμόδιο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (9). Φρονώ ότι για τον λόγο αυτόν είναι απαράδεκτα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες με σκοπό να θέσουν εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία των στοιχείων σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο των προϊόντων που φέρουν τα προγενέστερα σήματα (σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), αφενός, και των δημοσιευμάτων σε επιστημονικά περιοδικά (σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), αφετέρου.

22.      Όσον αφορά το αποδεικτικό στοιχείο το οποίο εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 50 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και το οποίο αποτελείται από ορισμένα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Newsweek και στην εφημερίδα The International Herald Tribune, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το αποδεικτικό στοιχείο αυτό θα έπρεπε να συνοδεύεται, άλλως θα συνιστά παραμόρφωση, από περαιτέρω στοιχεία, όπως, ιδίως, το «εύρος κυκλοφορίας» των εντύπων αυτών. Επίσης, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά έρευνα αγοράς η οποία διενεργήθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο και την οποία προσκόμισε η Allergan ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η έρευνα αυτή στερείται σημασίας, ελλείψει στοιχείων τα οποία όφειλε να προσκομίσει η Allergan σχετικά με το αν τα στοιχεία που περιέχει η έρευνα δύνανται να παράσχουν ενδείξεις περί της υφισταμένης καταστάσεως κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων καταχωρίσεως των επίμαχων σημάτων. Τέλος, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να αμφισβητήσουν την αποδεικτική αξία του στοιχείου το οποίο συνίσταται στην καταχώριση του λήμματος BOTOX σε διάφορα λεξικά που εκδόθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και το οποίο εξετάσθηκε στις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

23.      Όσον αφορά το σύνολο των αιτιάσεων που παρατέθηκαν στο προηγούμενο σημείο, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (10). Εν προκειμένω, αντί να πληρούν την αυστηρή προϋπόθεση που έχει τεθεί προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων ή των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες με την αίτησή τους αναιρέσεως περιορίζονται σε γενικού χαρακτήρα και όχι εμπεριστατωμένες αιτιάσεις, σε σημείο που να τίθεται εν αμφιβόλω το παραδεκτό τους, καθόσον δεν πληρούν τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας που πρέπει να χαρακτηρίζουν την παράθεση των λόγων αναιρέσεως.

24.      Οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν, τέλος, ότι ασκεί εν προκειμένω επιρροή η απόφαση του United Kingdom Intellectual Property Office της 26ης Απριλίου 2005, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η Allergan με αίτημα την κήρυξη της ακυρότητας του σήματος BOTOMASK για καλλυντικά προϊόντα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Διατείνονται ότι δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο της διαφοράς τους με την Allergan απόφαση εκδοθείσα σε διαφορετική διαδικασία και μεταξύ διαφορετικών διαδίκων. Στηριζόμενο στην απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη.

25.      Φρονώ ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Συγκεκριμένα, μολονότι κατά πάγια νομολογία το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο των αποφάσεων των εθνικών δικαιοδοτικών και διοικητικών οργάνων, τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, σε περίπτωση κατά την οποία οι διάδικοι προσκομίσουν τέτοιες αποφάσεις, οι διαπιστώσεις που περιέχονται στις αποφάσεις αυτές, εφόσον έχουν εν προκειμένω σημασία, να ληφθούν υπόψη, κατά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ως αποδεικτικό στοιχείο υποκείμενο στην ελεύθερη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι πρόκειται για αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ διαφορετικών διαδίκων και με διαφορετικό αντικείμενο από τη διαφορά της οποίας επελήφθη το Γενικό Δικαστήριο στερείται εν προκειμένω σημασίας. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα προκειμένου να αμφισβητήσουν ευθέως την ορθότητα των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην επίμαχη απόφαση του United Kingdom Intellectual Property Office, ούτε ενώπιον του ΓΕΕΑ ούτε και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς το περιεχόμενο της προμνημονευθείσας αποφάσεως.

 δ)     Πρόταση επί του δευτέρου σκέλους

26.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

3.      Επί του τρίτου σκέλους: ο συσχετισμός μεταξύ των προγενεστέρων σημάτων και των σημάτων των αναιρεσειουσών

27.      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την κρίση που περιέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περί του ότι το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει τα προγενέστερα σήματα BOTOX με τα σήματα BOTOLIST και BOTOCYL των οποίων δικαιούχοι είναι οι αναιρεσείουσες. Αυτός ο συσχετισμός δεν μπορεί, ειδικότερα, να στηριχθεί στο κοινό στοιχείο «BOT» ή «BOTO», καθόσον πρόκειται για περιγραφικό στοιχείο το οποίο παραπέμπει στην τοξίνη της αλλαντιάσεως. Οι αναιρεσείουσες επικαλούνται το δικαίωμα να περιλάβουν στο σήμα τους το στοιχείο αυτό, το οποίο χρησιμοποιείται εν γένει για να δηλώσει την οικεία τοξίνη, χωρίς να κατηγορηθούν για τον λόγο αυτόν ότι επιθυμούν να καταχωρίσουν σήματα που συνιστούν απομιμήσεις των σημάτων της Allergan.

28.      Δεδομένου ότι με αυτά ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του φερόμενου ως περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος BOTOX ή των στοιχείων από τα οποία αποτελείται, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες είναι εν πάση περιπτώσει απαράδεκτα, καθόσον συνεπάγονται εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο. Το επιχείρημα ότι οι αναιρεσείουσες έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν στα σήματά τους στοιχείο κοινό με άλλο σήμα, εφόσον αυτό έχει περιγραφικό χαρακτήρα, εγείρει, αντιθέτως, νομικό ζήτημα. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται πάντως στην αιτίαση ότι το στοιχείο BOT ή το στοιχείο BOTO, τα οποία είναι κοινά μεταξύ των σημάτων των αναιρεσειουσών και των προγενέστερων σημάτων, έχει πράγματι περιγραφικό χαρακτήρα, αιτίαση η οποία όχι μόνο απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (11), αλλά και αντικρούστηκε ρητώς στις προσβαλλόμενες αποφάσεις (12), ενώ, τέλος, όπως επισημάνθηκε, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επ’ αυτής.

29.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του τετάρτου σκέλους: η προσβολή των προγενέστερων σημάτων

30.      Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τέλος, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά του σκεπτικού που παρατίθεται στις σκέψεις 87 και 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τα «αποτελέσματα της χρήσεως» των επίμαχων σημάτων. Πριν παρατεθούν οι αιτιάσεις αυτές, πρέπει να υπομνησθούν συνοπτικώς οι αρχές επί των οποίων βασίζεται, λαμβανομένης υπόψη της υφισταμένης καταστάσεως της νομολογίας, η προστασία των σημάτων που χαίρουν φήμης διεθνώς, ιδίως δε στην περίπτωση του λεγόμενου «παρασιτισμού», δεδομένου ότι πρόκειται για το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα.

31.      Οι αρχές αυτές, καθόσον αφορούν την προκειμένη περίπτωση, καθορίσθηκαν από το Δικαστήριο με τρεις προδικαστικές αποφάσεις, επί των υποθέσεων Intel, L’Oréal και Interflora (13), οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ερμηνείας των άρθρων 4, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, και 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ, τα οποία περιέχουν, ως γνωστόν, διατάξεις παρόμοιες αυτών του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Όπως θα καταστεί σαφέστερο στη συνέχεια, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως δεν απαιτούν ενδελεχή εξέταση των αποφάσεων αυτών ούτε και να ληφθεί θέση όσον αφορά τις επιλογές του Δικαστηρίου, οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο κριτικής εκ μέρους ιδίως της αγγλικής νομικής θεωρίας, καθόσον θεωρήθηκαν υπερβολικά ευνοϊκές προς τους δικαιούχους σημάτων τα οποία χαίρουν φήμης (14). Αρκεί συναφώς η υπόμνηση ότι, εν γένει, με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ειδική προϋπόθεση για την παροχή προστασίας, βάσει των προπαρατεθεισών διατάξεων της οδηγίας 89/104, στα σήματα που χαίρουν φήμης «συνίσταται στην άνευ νομίμου αιτίας χρήση του μεταγενέστερου σήματος, έτσι ώστε να αντλείται ή να μπορεί να αντληθεί αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή να θίγεται ή να μπορεί να θιγεί αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη» (15). Η συνακόλουθη προσβολή του προγενέστερου σήματος αποτελεί, κατά το Δικαστήριο, «τη συνέπεια της ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του σήματος [αυτού] και του μεταγενέστερου [σήματος], λόγω της οποίας το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει τα δύο αυτά σήματα, δηλαδή τα συνδέει μεταξύ τους, μολονότι δεν τα συγχέει» (16). Το γεγονός ότι το κοινό προβαίνει στη σύνδεση αυτή αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι και επαρκή αφεαυτής προϋπόθεση για να γίνει δεκτό ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή προστασίας υπέρ των σημάτων που χαίρουν φήμης (17). Επιπλέον, απαιτείται να αποδείξει ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ότι με τη χρήση του μεταγενέστερου σημείου ή σήματος «αντλείται αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θίγεται αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη». Προς τούτο, δεν απαιτείται να αποδείξει πραγματική και ενεστώσα προσβολή, αλλά ότι «υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επελεύσεως της προσβολής αυτής στο μέλλον» (18). Εφόσον αυτό αποδειχθεί, απόκειται στον δικαιούχο του μεταγενέστερου σημείου ή σήματος να αποδείξει τη νόμιμη αιτία χρήσεως του σημείου ή του σήματος αυτού (19).

32.      Όσον αφορά, ειδικότερα, την έννοια του «οφέλους που αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος» (το οποίο χαρακτηρίζεται και ως «παρασιτισμός» ή «free-riding [αυθαίρετη χρήση]»), το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, στην απόφαση L’Oréal, ότι η έννοια αυτή δεν σχετίζεται με την προσβολή του σήματος αλλά «με το πλεονέκτημα που παρέχει στον τρίτο η χρήση του πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου». Κατά το Δικαστήριο, η έννοια αυτή περιλαμβάνει ιδίως «τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω της αντανακλάσεως της φήμης του σήματος ή των χαρακτηριστικών που αυτό προβάλλει στα προϊόντα που προσδιορίζονται με το πανομοιότυπο ή παρόμοιο σημείο, υφίσταται προδήλως εκμετάλλευση του σήματος που χαίρει φήμης». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «το όφελος που αντλεί τρίτος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος μπορεί να είναι αθέμιτο, μολονότι η χρήση του πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου δεν θίγει ούτε τον διακριτικό χαρακτήρα ούτε τη φήμη του σήματος ή, γενικότερα, τον δικαιούχο του σήματος» (20). Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, ήδη με την απόφαση Intel, ότι, για να διαπιστωθεί αν με τη χρήση του σημείου αντλείται αθέμιτα όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος, απαιτείται σφαιρική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, η ισχύς της φήμης και ο βαθμός του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος, ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων και μεταξύ των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών (21). Όσον αφορά την ισχύ της φήμης και τον βαθμό του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο διακριτικός χαρακτήρας και όσο μεγαλύτερη η φήμη του οικείου σήματος, τόσο ευχερέστερα μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται προσβολή (22) και ότι όσο αμεσότερα και σαφέστερα το σημείο παραπέμπει στο σήμα τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να αντλείται, με την ενεστώσα ή τη μελλοντική χρήση του σημείου, αθέμιτα όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος ή να θίγεται αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη (23). Κατά τη σφαιρική εκτίμηση αυτή, μπορεί να ληφθεί, ενδεχομένως, υπόψη και ο κίνδυνος αποδυναμώσεως ή αμαυρώσεως του σήματος (24). Τέλος, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι οσάκις προκύπτει από την εν λόγω σφαιρική εκτίμηση ότι «τρίτος επιχειρεί να εκμεταλλευθεί σήμα που χαίρει φήμης, χρησιμοποιώντας σημείο παρόμοιο του σήματος, προκειμένου να επωφεληθεί από την έλξη που ασκεί το σήμα αυτό, τη φήμη και το κύρος του, καθώς και να εκμεταλλευθεί, χωρίς να καταβάλει κανένα χρηματικό αντίτιμο και χωρίς ο ίδιος να μοχθήσει προς τούτο, την εμπορική προσπάθεια που καταβάλλει ο δικαιούχος του σήματος για να οικοδομήσει και να εδραιώσει τη φήμη του σήματος αυτού, το όφελος που παρέχεται με τη χρήση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του εν λόγω σήματος» (25). Με την απόφαση Interflora, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις προπαρατεθείσες αρχές (26). Επισήμανε, ιδίως, ότι το ανωτέρω περιγραφέν όφελος πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αθέμιτο οσάκις δεν υφίσταται «νόμιμη αιτία», κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 89/104 (27). Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, της οποίας αντικείμενο ήταν διαφήμιση που εμφανιζόταν στο Διαδίκτυο κατόπιν αναζητήσεως βάσει λέξεως κλειδιού που αντιστοιχούσε σε παγκοίνως γνωστό σήμα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η διαφήμιση αυτή, χωρίς να προβάλλει απλή απομίμηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών του δικαιούχου του σήματος αυτού (28), χωρίς να προκαλεί εξασθένηση ή αμαύρωση και χωρίς, επίσης, να θίγει τις λειτουργίες του εν λόγω σήματος, συνιστά εναλλακτική πρόταση σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του δικαιούχου του σήματος, πρόκειται για χρήση η οποία συνιστά υγιή και θεμιτό ανταγωνισμό στον τομέα των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών και η οποία επομένως γίνεται για «νόμιμη αιτία», κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων (29).

33.      Στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο, αφού χαρακτήρισε ως «ακροθιγή» την αιτιολογία των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την ύπαρξη προσβολής, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 (σκέψη 87), επισήμανε ότι το ζήτημα αυτό «απασχόλησε σημαντικά τόσο το ΓΕΕΑ, όσο και το Γενικό Δικαστήριο». Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η Allergan «είχε επισημάνει ότι τα σήματα BOTOLIST και BOTOCYL, τα οποία έχουν καταχωρισθεί κατόπιν κοινής αιτήσεως του ομίλου L’Oréal, σκοπούν συγκεκριμένα στην άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος BOTOX και από τη φήμη που έχει αποκτήσει το σήμα αυτό όσον αφορά την καταπολέμηση των ρυτίδων, με συνέπεια την αποδυνάμωση της αξίας του εν λόγω σήματος». Κατά το Γενικό Δικαστήριο, «οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι υποθετικοί, αλλά αρκούντως σοβαροί, ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94». Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι νυν αναιρεσείουσες παραδέχθηκαν ότι, μολονότι τα προϊόντα τους δεν περιείχαν την τοξίνη της αλλαντιάσεως, αυτές είχαν όμως ως σκοπό να επωφεληθούν από τη φήμη του προϊόντος αυτού, το οποίο περιέχεται στο σήμα BOTOX, δηλαδή στο μοναδικό σήμα που πληροί την προδιαγραφή αυτή (30) (σκέψη 88).

34.      Με τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συμπληρώνεται η αιτιολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 87 και 88. Στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι οι νυν αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα δυνάμενο να αποδείξει ότι τα σήματα BOTOCYL και BOTOLIST χρησιμοποιούνταν με «νόμιμη αιτία» και ότι, καθόσον πρόκειται για μέσο άμυνας, σ’ αυτές απόκειται να εκθέσουν το περιεχόμενό του. Ευθύς αμέσως επισημαίνεται ότι οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν καμία αιτίαση, ούτε κατά της διαπιστώσεως περί μη επικλήσεως «νόμιμης αιτίας» ούτε κατά της, σύμφωνης, άλλωστε, με τη νομολογία (31), κρίσεως ότι το βάρος αποδείξεως αυτής της αιτιάσεως το έφεραν οι νυν αναιρεσείουσες (32). Συνεπώς, το ζήτημα αν υπήρχε εν προκειμένω νόμιμη αιτία για τη χρήση των σημάτων των αναιρεσειουσών εκφεύγει του πλαισίου της υπό κρίσεως αιτήσεως αναιρέσεως (33).

35.      Στην αίτηση αναιρέσεως, οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως αποτελούν το αντικείμενο εξαιρετικά συνοπτικής επιχειρηματολογίας. Οι αναιρεσείουσες απλώς επικαλούνται το ότι δεν αποδείχθηκε η προσαπτόμενη σε αυτές πρόθεση να αντλήσουν όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα και τη φήμη του σήματος BOTOX. Υποστηρίζουν, επίσης, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε πεπλανημένα τις απόψεις των νομικών συμβούλων τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ότι, μολονότι τα σήματά τους παρέπεμπαν ενδεχομένως στην τοξίνη της αλλαντιάσεως, αυτές δεν είχαν την πρόθεση να προκαλέσουν συσχετισμό με το σήμα BOTOX, ούτε και είχαν τέτοιο δικαίωμα, δεδομένου ότι πρόκειται για καταχωρισθέν σήμα για φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία χορηγούνται μόνον κατόπιν ιατρικής συνταγής.

36.      Συνολικά, από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η ύπαρξη προθέσεως παρασιτισμού συνάγεται από σύνολο διαπιστώσεων σχετικών, αφενός, με την επιλογή των νυν αναιρεσειουσών να χρησιμοποιήσουν στο σήμα τους πρόθεμα το οποίο περιέχει ολόκληρο σχεδόν το προγενέστερο σήμα —επιλογή η οποία, κατά το Γενικό Δικαστήριο και, προηγουμένως, το τμήμα προσφυγών (34), δεν δικαιολογείται από την πρόθεση παραπομπής στην τοξίνη της αλλαντιάσεως, ουσία την οποία, άλλωστε, δεν περιέχουν στη σύνθεσή τους τα προϊόντα που προσδιορίζονται με τα επίμαχα σήματα (35)— και, αφετέρου, με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προγενέστερου σήματος, δηλαδή τον εντόνως διακριτικό χαρακτήρα, ιδίως λόγω της μοναδικότητας του σήματος, και τη μεγάλη φήμη του. Αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο προέβη επομένως, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, σε σφαιρική εκτίμηση των κρίσιμων στοιχείων της προκειμένης υποθέσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών, ότι η κρίση περί προθέσεως παρασιτισμού δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, είναι αβάσιμο. Όσον αφορά τις διαπιστώσεις στις οποίες στηρίζεται η εκτίμηση αυτή, το γεγονός ότι αφορούν πραγματικά περιστατικά (36) δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποφανθεί επ’ αυτών.

37.      Στηριζόμενες αποκλειστικώς στις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα των διαπιστώσεων περί «ιδιαιτερότητας» και «μοναδικότητας» του σήματος BOTOX, που συνιστούν, κατ’ αυτές, κρίσιμα στοιχεία στην περίπτωση της εξασθενήσεως του σήματος και όχι στην περίπτωση του παρασιτισμού. Εάν γίνει δεκτό ότι η αιτίαση αφορά και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει επίσης τα στοιχεία αυτά, καθώς και τον κίνδυνο «αποδυναμώσεως της αξίας του σήματος» (σκέψη 88), πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο κίνδυνος να θιγεί ο διακριτικός χαρακτήρας ή η φήμη του σήματος, μολονότι δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του παρασιτισμού, συνιστά, εφόσον πράγματι συντρέχει, στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση περί αθέμιτου οφέλους.

38.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

5.      Πρόταση επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

39.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Β —      Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 115 του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με τον κανόνα 38, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 (37)

1.      Παραπομπές στη νομοθεσία, επιχειρήματα των διαδίκων και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

40.      Κατά το άρθρο 115, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, η ανακοπή και η αίτηση κηρύξεως εκπτώσεως ή ακυρότητας κατατίθενται σε μία από τις γλώσσες του ΓΕΕΑ.

41.      Ο κανόνας 38, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεως δεν υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας για την κήρυξη της εκπτώσεως ή της ακυρότητας, ο αιτών πρέπει να υποβάλει μετάφραση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων στη εν λόγω γλώσσα εντός δύο μηνών από της υποβολής τους. Οι διατάξεις περί των διαδικασιών αυτών δεν διευκρινίζουν τις συνέπειες που επισύρει η μη τήρηση μιας τέτοιας υποχρεώσεως. Όσον αφορά, αντιθέτως, τη διαδικασία ανακοπής, ο κανόνας 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1041/2005 (38), ορίζει ότι «το [ΓΕΕΑ] δε λαμβάνει υπόψη γραπτές παρατηρήσεις ή έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει [ταχθεί] από το [ΓΕΕΑ]».

42.      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον επιβεβαίωσε ότι είναι παραδεκτά ως αποδεικτικά μέσα ορισμένα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην αγγλική γλώσσα στον εξειδικευμένο και στον απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό τύπο και τα οποία δεν είχαν μεταφρασθεί στα γαλλικά, δηλαδή στη γλώσσα διαδικασίας, και καθόσον, επιπροσθέτως, στηρίχθηκε στα έγγραφα αυτά, παρέβη το άρθρο 115 του κανονισμού 40/94 και τον κανόνα 38 του κανονισμού 2868/95. Το ΓΕΕΑ αντιτείνει ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπει ο κανόνας 19 του κανονισμού 2868/95 για τη διαδικασία ανακοπής, ο κανόνας 38, παράγραφος 2, του ιδίου αυτού κανονισμού δεν προβλέπει καμία κύρωση στην περίπτωση κατά την οποία η αιτούσα την κήρυξη εκπτώσεως ή ακυρότητας δεν προσκομίζει μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας των εγγράφων που έχει προσκομίσει ως αποδεικτικά στοιχεία. Κατά το ΓΕΕΑ, τα έγγραφα αυτά είναι παραδεκτά, εκτός και αν απαιτείται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος διαδίκου, η εντός ταχθείσας προθεσμίας μετάφρασή τους και τελικώς δεν προσκομίζεται ή δεν προσκομίζεται εγκαίρως. Το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο ως προς το ζήτημα αυτό από την Allergan, επισημαίνει επίσης ότι η παράλειψη υποβολής των μεταφράσεων αυτών ουδόλως παρακώλυσε τις αναιρεσείουσες κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας, είτε κατά τη διοικητική διαδικασία είτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

43.      Στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι «η ίδια η ύπαρξη» των επίμαχων άρθρων «αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για να αποδειχθεί η φήμη στο ευρύ κοινό των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο με το σήμα BOTOX, ανεξαρτήτως του θετικού ή αρνητικού [για τα προϊόντα] περιεχομένου των άρθρων αυτών». Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι «η αποδεικτική αξία των εγγράφων αυτών δεν μπορεί να εξαρτάται αφεαυτής από τη μετάφρασή τους στη γλώσσα διαδικασίας […]» και ότι «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μετάφραση αυτή […] αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού εγγράφου που προσκομίζεται ως αποδεικτικό στοιχείο».

2.      Ανάλυση

44.      Φρονώ ότι η άποψη του ΓΕΕΑ —η οποία αποκλίνει, εξάλλου, από τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν αποφαίνεται επί των συνεπειών της παραλείψεως υποβολής μεταφράσεως, κατά την έννοια του κανόνα 38 του κανονισμού 2868/95, αλλά κρίνει απλώς ότι, εν προκειμένω, η μετάφραση δεν ήταν απαραίτητη— δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Προκρίνει ερμηνεία του προμνημονευθέντος κανόνα η οποία αντιβαίνει στον κανόνα 19 του ιδίου κανονισμού, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1041/2005. Πρέπει, όμως, επί του παρόντος να υπομνησθεί ότι με τον δεύτερο αυτόν κανονισμό τροποποιήθηκε και ο κανόνας 98 του κανονισμού 2868/95, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Μεταφράσεις». Σύμφωνα με τη νέα διατύπωση του κανόνα αυτού, με την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του κανονισμού 40/94 ή του κανονισμού 2868/95, «έγγραφο για το οποίο πρέπει να κατατεθεί μετάφραση θεωρείται ότι δεν έχει παραληφθεί από το Γραφείο […] εάν το Γραφείο παραλάβει τη μετάφραση μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής του πρωτότυπου εγγράφου ή της μετάφρασης». Ως εκ τούτου, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι στα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης περιπτώσεως έχει εφαρμογή ο κανονισμός 2868/95 όπως έχει πλέον τροποποιηθεί, φρονώ ότι, από το γεγονός ότι ο κανόνας 38 δεν προβλέπει ρητώς κύρωση σε περίπτωση μη υποβολής μεταφρασμένου εγγράφου, καθώς και από το διαφορετικό καθεστώς που προβλέπει ο κανόνας 19 για τη διαδικασία ανακοπής, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το εν λόγω έγγραφο είναι εν πάση περιπτώσει παραδεκτό, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης διατάξεως του ΓΕΕΑ. Πράγματι, ο προπαρατεθείς κανόνας 98 δεν επιτρέπει τέτοια ερμηνεία, καθόσον αποτελεί διάταξη που έχει ως συνέπεια την απώλεια δικαιώματος στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής μεταφράσεως και η οποία έχει, κατά μείζονα λόγο, εφαρμογή στις περιπτώσεις μη υποβολής της μεταφράσεως αυτής. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, πριν από την τροποποίηση του κανόνα 19 με τον κανονισμό 1041/2005, η διατύπωσή του ήταν ουσιαστικά πανομοιότυπη με αυτήν του κανόνα 38, το δε τότε Πρωτοδικείο τον ερμήνευε ως έχοντα την έννοια ότι η παράλειψη υποβολής μεταφράσεως στη γλώσσα διαδικασίας συνεπαγόταν το απαράδεκτο του εγγράφου (39).

45.      Δεν μπορώ, επίσης, να συμφωνήσω απολύτως με το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τουλάχιστον καθόσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως. Συγκεκριμένα, χωρίς να αποκλείω κατηγορηματικά το παραδεκτό των αποδεικτικών εγγράφων των οποίων τα λεκτικά στοιχεία δεν χρήζουν μεταφράσεως εν όλω ή εν μέρει, εφόσον η αποδεικτική αξία τους δεν εξαρτάται από το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών ή εφόσον τα εν λόγω στοιχεία είναι αρκούντως σαφή, φρονώ ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση των άρθρων που δημοσιεύονται στον τύπο και των οποίων η προσκόμιση σκοπεί στην απόδειξη της δημοσιοποιήσεως στοιχείων σχετικών με τις θεραπευτικές ιδιότητες φαρμακευτικού προϊόντος, καθώς και της διαδεδομένης γνώσεως των στοιχείων αυτών από το ειδικό και/ή το ευρύ κοινό ορισμένο χρόνο πριν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως των άρθρων αυτών (βλ. σκέψεις 51 και 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

46.      Εντούτοις, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, βάσει των προεκτεθέντων λόγων, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη επιβεβαιώνοντας το παραδεκτό ως αποδεικτικών στοιχείων των εν λόγω άρθρων, θα πρόκειται για πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων (40) της οποίας δεν χωρεί επίκληση στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας. Ακόμη και αν χαρακτηριζόταν ως «νομική πλάνη», δεν θα αρκούσε αφεαυτής για να δικαιολογήσει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, ο κανόνας, βάσει του οποίου τα προβαλλόμενα προς στήριξη ανακοπής ή αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας ή εκπτώσεως αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομίζονται στη γλώσσα διαδικασίας ή να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή, δικαιολογείται από την υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ διαδίκων στις διαδικασίες inter partes (41). Εν προκειμένω, όμως, η παρατυπία στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών και την οποία δεν επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο δεν παρακώλυσε τις αναιρεσείουσες να προασπίσουν λυσιτελώς τα δικαιώματά τους σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Πράγματι, οι αναιρεσείουσες, όπως παραδέχθηκαν, κατανόησαν το περιεχόμενο των επίμαχων άρθρων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα υπομνήματά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, αντελήφθησαν πλήρως την αποδεικτική αξία που προσέδωσε στα άρθρα αυτά το τμήμα προσφυγών, αρχικά, και το Γενικό Δικαστήριο, εν συνεχεία.

47.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Γ —      Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94

48.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι αντικατέστησε με το σκεπτικό του αυτό του τμήματος προσφυγών, κατά παράβαση του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94, το οποίο θέτει τα όρια του δικαστικού ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο επί των αποφάσεων του ΓΕΕΑ.

49.      Το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε πρωτίστως το τμήμα προσφυγών κρίνοντας ότι κρίσιμα προγενέστερα δικαιώματα είναι αυτά που απορρέουν από τα καταχωρισθέντα στο Ηνωμένο Βασίλειο σήματα BOTOX. Η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προκείμενη ότι, αντιθέτως προς το Γενικό Δικαστήριο, το τμήμα προσφυγών στήριξε την ανάλυσή του αποκλειστικώς σε ένα από τα κοινοτικά σήματα της Allergan (42).

50.      Γενικώς, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν εν συνεχεία στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε δική του ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων, υποκαθιστώντας την ελλιπή ανάλυση του τμήματος προσφυγών. Φρονώ ότι και αυτή η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καταδεικνύει ενδελεχέστερη ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Allergan ενώπιον του ΓΕΕΑ από αυτήν που συνάγεται από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις οφείλεται στο ότι, πρωτοδίκως, οι νυν αναιρεσείουσες αμφισβήτησαν το παραδεκτό και/ή την αποδεικτική αξία ενός εκάστου των στοιχείων αυτών. Οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατόπιν της αναλύσεως αυτής, δηλαδή ότι από τα εξετασθέντα έγγραφα συνάγεται η ύπαρξη ευρείας προβολής των προϊόντων BOTOX εκ μέρους των μέσων ενημερώσεως, δεν διαφέρουν από αυτές του τμήματος προσφυγών. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν το βάσιμο των επιχειρημάτων τους.

51.      Ειδικότερα, τέλος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε σε ορισμένα έγγραφα —τη δήλωση διευθυντικού στελέχους της Allergan και έρευνα αγοράς που διενεργήθηκε το 2004— τα οποία προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών και τα οποία, κατά τις αναιρεσείουσες, δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το τμήμα αυτό του ΓΕΕΑ λόγω της εκπρόθεσμης υποβολής τους. Το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τις αρμοδιότητές του αποφαινόμενο ότι το τμήμα προσφυγών «εμμέσως πλην σαφώς» έκρινε παραδεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά.

52.      Επισημαίνεται συναφώς ότι, αφού υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, το ΓΕΕΑ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να αποφανθεί επί του παραδεκτού αποδεικτικών στοιχείων που δεν προσκομίσθηκαν εγκαίρως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε ρητώς απαράδεκτα τα προπαρατεθέντα αποδεικτικά στοιχεία, τα θεώρησε εμμέσως πλην σαφώς παραδεκτά. Η αμφισβητούμενη από τις αναιρεσείουσες κρίση προκύπτει, επομένως, από την εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως της ερμηνείας του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Τα επιχειρήματα, όμως, που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες δεν καθιστούν σαφές το πώς υπερέβη το Γενικό Δικαστήριο τα όρια του δικαστικού ελέγχου επί των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94, απλώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το δίκαιο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή των αναρεσειουσών πρέπει να απορριφθεί.

53.      Αντιθέτως, εξακολουθούν να εγείρονται αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της ερμηνείας του άρθρου 74, παράγραφος 2, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, στην απόφαση αυτή η εν λόγω διάταξη ερμηνεύεται κατά τα φαινόμενα ως επιβάλλουσα στα τμήματα του ΓΕΕΑ την υποχρέωση να κηρύττουν ρητώς μόνον το απαράδεκτο του μη εγκαίρως προσκομισθέντος αποδεικτικού στοιχείου και όχι το παραδεκτό του. Η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει, όμως, σε αυτήν του Δικαστηρίου, η οποία σέβεται περισσότερο τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα στις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες inter partes. Με την απόφαση Kaul, την οποία εξέδωσε το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σαφώς ότι το ΓΕΕΑ οφείλει να αιτιολογεί την απόφασή του, είτε κρίνει ότι πρέπει να λάβει υπόψη του ένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο είτε κρίνει ότι δεν πρέπει να το λάβει υπόψη (43). Δεδομένου, όμως, ότι, στην αίτησή τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν, για τους προεκτεθέντες λόγους, παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, η πλάνη κατά την ερμηνεία στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

54.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Δ —      Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94

55.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, το οποίο επιβάλλει στο ΓΕΕΑ υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του. Το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέλειψε να επιβάλει τις δέουσες κυρώσεις για την παράλειψη αιτιολογήσεως που διακρίνει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις όσον αφορά δύο ζητήματα: τη διαπίστωση ότι τα σήματα BOTOX χαίρουν φήμης και τη διαπίστωση ότι η χρήση των σημάτων των αναιρεσειουσών θίγει τα σήματα αυτά.

56.      Το περιεχόμενο του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 μπορεί να καθορισθεί με παραπομπή στη νομολογία σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Το αυτό ισχύει και για τις αρχές που έχουν εφαρμογή κατά τον έλεγχο του αν τηρήθηκε η υποχρέωση αυτή. Επομένως, η απαιτούμενη βάσει της διατάξεως αυτής αιτιολογία πρέπει να προκύπτει σαφώς και άνευ αμφισημίας από τη συλλογιστική του συντάκτη της πράξεως. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχουν τα τμήματα του ΓΕΕΑ έχει διττό σκοπό, δηλαδή, αφενός, παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθησαν τα μέτρα, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, καθιστά δυνατή την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως.

57.      Στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το σκεπτικό των προσβαλλομένων αποφάσεων καθιστά γνωστούς τους λόγους για τους οποίους, κατά το τμήμα προσφυγών, χαίρει φήμης το σήμα BOTOX. Τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών δεν αναιρούν, κατά τη γνώμη μου, την κρίση αυτή. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω αποφάσεις προκύπτει ότι, κατά το τμήμα προσφυγών, το σήμα BOTOX χαίρει φήμης σε όλα τα κράτη μέλη, ότι η φήμη αυτή συνάγεται όχι μόνον από τη διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων που φέρουν το σήμα BOTOX, αλλά και από την έμμεση διαφήμιση των προϊόντων από τα μέσα ενημερώσεως και, τέλος, από το γεγονός ότι η προβολή αυτή έχει εξοικειώσει το κοινό με την τοξίνη της αλλαντιάσεως και τη χρήση της για την καταπολέμηση των ρυτίδων (σκέψη 35 της αποφάσεως L’Oréal και σκέψη 34 της αποφάσεως Helena Rubinstein). Η αιτιολογία αυτή καθιστά δυνατή την ανάπλαση της συλλογιστικής του τμήματος προσφυγών και παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού των λόγων για τους οποίους το τμήμα διαπίστωσε ότι το προγενέστερο σήμα χαίρει φήμης. Αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι αναιρεσείουσες, το τμήμα προσφυγών δεν ήταν υποχρεωμένο να δικαιολογήσει την εξέταση καθενός από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Allergan, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι από την αιτιολογία αυτή συνάγεται ότι, κατά το τμήμα προσφυγών, πολλά από τα εν λόγω στοιχεία κατατείνουν συνολικά στην απόδειξη του ιδίου γεγονότος, δηλαδή στην προβολή από τα μέσα ενημερώσεως των προϊόντων που φέρουν το σήμα BOTOX.

58.      Στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, μολονότι «ακροθιγής», η αιτιολογία των προσβαλλομένων αποφάσεων όσον αφορά τα αποτελέσματα της χρήσεως των σημάτων των αναιρεσειουσών παρέσχε, πάντως, σ’ αυτές τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των αναγκαίων στοιχείων, προκειμένου να αμφισβητήσουν τις σχετικές κρίσεις του τμήματος προσφυγών. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες απλώς επισημαίνουν ότι αυτό που το Γενικό Δικαστήριο χαρακτηρίζει ως αιτιολογία περιορίζεται σε δύο φράσεις, υποστηρίζουν δε κατηγορηματικώς ότι δεν αποτελεί «αιτιολογία κατά την έννοια του νόμου». Αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι αναιρεσείουσες, οι σκέψεις 42 και 43 της αποφάσεως Helena Rubinstein και 44 και 45 της αποφάσεως L’Oréal καθιστούν γνωστούς τους λόγους βάσει των οποίων έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι, αφενός, δεν υπήρχε νόμιμη αιτία για τη χρήση των σημάτων των αναιρεσειουσών και ότι, αφετέρου, αυτές αντλούσαν αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος BOTOX.

59.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο τέταρτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

IV – Πρόταση

60.      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2–      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1). Από 13ης Απριλίου 2009 ο κανονισμός 40/94 έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).


3 – Διακανονισμός της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων.


4 – Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑345/08 και T‑357/08, Rubinstein κατά ΓΕΕΑ — Allergan (BOTOLIST).


5 – Σήματα καταχωρισθέντα με αριθμούς 2255853 και 2255854, αντιστοίχως. Πρόκειται για τα παλαιότερα εθνικά σήματα, μεταξύ αυτών που επικαλείται η Allergan, τα οποία έχουν καταχωρισθεί, μεταξύ άλλων, για φαρμακευτικά παρασκευάσματα με σκοπό την καταπολέμηση των ρυτίδων.


6 – Κατά τι λιγότερο από τρεις μήνες όσον αφορά το σήμα BOTOLIST και κατά τι περισσότερο από πέντε όσον αφορά το σήμα BOTOCYL.


7–      Καταχωρισθέντα στις 14 Δεκεμβρίου 2000.


8 – Τα κρίσιμα αποσπάσματα έχουν ως εξής: «η αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας διευκρίνισε ότι το σήμα BOTOX προσδιορίζει φαρμακευτικό προϊόν το οποίο διατίθεται κατόπιν ιατρικής συνταγής και το οποίο παρασκευάζεται με βάση την τοξίνη της αλλαντιάσεως […]» «Επισήμανε ότι το σήμα της καταχωρίσθηκε στις ΗΠΑ το 1991, ότι χρησιμοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1992 και ότι έχει καταχωρισθεί στις περισσότερες χώρες του κόσμου […]».


9 – Βλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 52), της 22ας Μαΐου 2008, C‑266/06 P, Evonik Degussa κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑81, σκέψη 73), και της 18ης Μαρτίου 2010, C‑419/08 P, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑2259, σκέψη 31).


10 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις General Motors (σκέψη 54), Degussa (σκέψη 74), και Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (σκέψη 32).


11 – Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι νυν αναιρεσείουσες αμφισβήτησαν την ανάλυση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών, καθόσον συνέκρινε τα αντιπαρατιθέμενα σήματα λαμβάνοντας υπόψη το πρόθεμα «BOTO» και όχι τη συλλαβή «BOT», η οποία έχει περιγραφικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι παραπέμπει σαφώς και άνευ αμφισημίας στη δραστική ουσία του φαρμακευτικού προϊόντος που διατίθεται στο εμπόριο με το σήμα BOTOX (την τοξίνη της αλλαντιάσεως). Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο το επιχείρημα αυτό με τις σκέψεις 72 και 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η συλλαβή «BOT» δεν διαθέτει ιδιαίτερο σημασιολογικό περιεχόμενο και ότι οι νυν αναιρεσείουσες δεν επικαλέσθηκαν κανέναν λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να προτιμηθεί η συλλαβή αυτή, κατά την ανάλυση των ομοιοτήτων μεταξύ των σημάτων, από το πρόθεμα «BOTO» το οποίο έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το σήμα BOTOX είχε αρχικώς περιγραφικό χαρακτήρα, ο όρος αυτός απέκτησε, στο Ηνωμένο Βασίλειο τουλάχιστον, διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.


12 – Βλ. σκέψη 40 της αποφάσεως L’Oréal και σκέψη 39 της αποφάσεως Helena Rubinstein.


13 – Αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2008, C‑252/07, Intel Corporation (Συλλογή 2008, σ. I‑8823), της 18ης Ιουνίου 2009, C‑487/07, L’Oréal κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑5185), και της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C‑323/09, Interflora κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι‑8625).


14 – Βλ., για παράδειγμα, Gangjee, D., και Burrell, R., «Because You’re Worth it: L’Oréal and the Prohibition on Free Riding», The Modern Law Review, τεύχος 73 (2010), αριθ. 2, σ. 282-304.


15–      Προπαρατεθείσα απόφαση Intel (σκέψη 26).


16–      Προπαρατεθείσα απόφαση Intel (σκέψη 30).


17–      Προπαρατεθείσα απόφαση Intel (σκέψεις 31 και 32).


18–      Προπαρατεθείσα απόφαση Intel (σκέψεις 37 και 38).


19–      Προπαρατεθείσα απόφαση Intel (σκέψη 39).


20–      Προπαρατεθείσα απόφαση L’Oréal (σκέψεις 41 και 43). Πρόκειται για το μέρος του σκεπτικού στο οποίο επικεντρώνεται η προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14 κριτική.


21 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Intel (σκέψεις 67 έως 69) και L’Oréal (σκέψη 44).


22–      Προπαρατεθείσα απόφαση L’Oréal (σκέψη 44).


23–      Προπαρατεθείσα απόφαση Intel (σκέψεις 67 έως 69).


24–      Προπαρατεθείσα απόφαση L’Oréal (σκέψη 45).


25–      Προπαρατεθείσα απόφαση L’Oréal (σκέψη 49).


26–      Βλ.,, ιδίως, σκέψεις 74 και 89.


27–      Σκέψη 89.


28 – Όπως συνέβαινε στην προπαρατεθείσα υπόθεση L’Oréal.


29–      Σκέψη 91.


30 – Το Γενικό Δικαστήριο παραθέτει τη σκέψη 56 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Intel, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο διακριτικός χαρακτήρας είναι εντονότερος όταν το σήμα αυτό είναι μοναδικό, δηλαδή, προκειμένου περί λεκτικού σήματος, «όταν η λέξη από την οποία αποτελείται ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από οποιονδήποτε για άλλο προϊόν ή υπηρεσία, παρά μόνον από τον δικαιούχο αυτού του σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που διαθέτει στο εμπόριο».


31 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Intel (σκέψη 39).


32 – Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι νυν αναιρεσείουσες απλώς υποστήριξαν ότι ο φάκελος της υποθέσεως τον οποίον εξέτασε το τμήμα προσφυγών δεν περιείχε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι αυτές ενήργησαν άνευ «νομίμου αιτίας» υποβάλλοντας την αίτηση καταχωρίσεως των σημάτων τους (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 31). Όπως, όμως, διαπιστώθηκε, η νομολογία έχει αποφανθεί σαφώς ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος αποδεικνύει τη φήμη του σήματος αυτού, καθώς και την ύπαρξη αθέμιτου οφέλους από τη χρήση του σήματος αυτού ή του μεταγενέστερου σήματος, τότε απόκειται στον δικαιούχο του δευτέρου σήματος να αποδείξει ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε με νόμιμη αιτία.


33 – Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν σχετικής ερωτήσεως, ο εκπρόσωπος των αναιρεσειουσών εξήγησε ότι δεν όφειλαν να αποδείξουν τη νόμιμη αιτία της χρήσεως των σημάτων τους, δεδομένου ότι εξαρχής δεν δέχονταν ότι είχε αποδειχθεί εν προκειμένω η φήμη των προγενέστερων σημάτων.


34 – Βλ. αντιστοίχως σκέψεις 43 και 44 των προσβαλλομένων αποφάσεων.


35 – Το γεγονός αυτό, το οποίο εκτέθηκε στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν αμφισβητείται από τις αναιρεσείουσες.


36 – Το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικώς με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑48/05, Adam Opel (Συλλογή 2007, σ. I‑1017, σκέψη 36).


37–      Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1).


38–      Κανονισμός (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ L 172, σ. 4).


39 – Βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2002, T‑232/00, Chef Revival USA κατά ΓΕΕΑ — Massagué Marín (Chef) (Συλλογή 2002, σ. II‑2749, σκέψεις 31, 33, 36, 41 και 44). και της 30ής Ιουνίου 2004, T‑107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ — Atofina Chemicals (BIOMATE) (Συλλογή 2004, σ. II‑1845, σκέψη 72), σχετικές με την παράλειψη υποβολής μεταφράσεως του πιστοποιητικού καταχωρίσεως.


40 –     Καθόσον η πλάνη αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτό ότι η αποδεικτική αξία των επίμαχων εγγράφων δεν εξαρτάται από τη μετάφρασή τους στη γλώσσα διαδικασίας.


41 – Βλ., σχετικώς, τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 39 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Chef Revival (σκέψη 42) και GE Betz Inc. (σκέψη 72).


42 – Βλ., συναφώς, την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σημεία 12 επ., ανωτέρω.


43–      Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul (Συλλογή 2007, σ. I‑2213, σκέψη 43).