Language of document : ECLI:EU:C:2001:617

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 20ής Νοεμβρίου 2001 (1)

«Σήματα - Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - .ρθρο 7, παράγραφος 1 - Ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει το σήμα - Διάθεση στην αγορά εκτός ΕΟΧ - Εισαγωγή εντός ΕΟΧ - Συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος - Αναγκαιότητα ρητής ή σιωπηρής συγκαταθέσεως - Εφαρμοστέα επί της συμβάσεως νομοθεσία - Τεκμήριο συγκαταθέσεως - Δεν εφαρμόζεται»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-414/99 έως C-416/99,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Patent Court) (Ηνωμένο Βασίλειο), προς το Δικαστήριο, κατ'εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Zino Davidoff SA

και

A & G Imports Ltd (C-414/99),

μεταξύ

Levi Strauss & Co.,

Levi Strauss (UK) Ltd

και

Tesco Stores Ltd,

Tesco plc (C-415/99)

και μεταξύ

Levi Strauss & Co.,

Levi Strauss (UK) Ltd

και

Costco Wholesale UK Ltd, πρώην Costco UK Ltd (C-416/99),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μα.ου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, P. Jann, N. Colneric και S. von Bahr, προέδρους τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), D. A. O. Edward, A. La Pergola, J.-P. Puissochet, L. Sevón, Β. Σκουρή και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl


γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

-    η Zino Davidoff SA, εκπροσωπούμενη από τους M. Silverleaf, QC, και R. Hacon, barrister, εντολοδόχους του R. Swift, solicitor,

-    οι Levi Strauss & Co. και Levi Strauss (UK) Ltd, εκπροσωπούμενες από τους H. Carr και D. Anderson, QC, εντολοδόχους των Baker & MacKenzie, solicitors,

-    η A & G Imports Ltd, εκπροσωπούμενη από τον G. Hobbs, QC, και την C. May, barrister, εντολοδόχους των A. Millmore και I. Mackie, solicitors,

-    οι Tesco Stores Ltd και Tesco plc, εκπροσωπούμενες από τους G. Hobbs και D. Alexander, barrister, εντολοδόχους των C. Turner και E. Powell, solicitors,

-    η Costco Wholesale UK Ltd, εκπροσωπούμενη από τους G. Hobbs και D. Alexander, εντολοδόχους των G. Heath και G. Williams, solicitors,

-    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing, A. Dittrich και την B. Muttelsee-Schön,

-    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Rispal-Bellanger και A. Maitrepierre,

-    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από τον O. Fiumara, vice avvocato generale dello Stato,

-    η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Bygglin,

-    η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Kruse,

-    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks,

-    η αρχή επιτηρήσεως ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από την A.-L. H. Rolland,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Zino Davidoff SA, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Silverleaf, της Levi Strauss & Co. και της Levi Strauss (UK) Ltd, εκπροσωπουμένων από τους H. Carr και D. Anderson, της A & G Imports Ltd, εκπροσωπούμενης από τον G. Hobbs και την C. May, της Tesco Stores Ltd, της Tesco plc και της Costco Wholesale UK Ltd, εκπροσωπουμένων από τους G. Hobbs και D. Alexander, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον H. Heitland, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την A. Maitrepierre, της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Banks, και της αρχής επιτηρήσεως της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενης από τον P. Dyrberg και την D. Sif Tynes, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με διάταξη της 24ης Ιουνίου 1999 (υπόθεση C-414/99) και με δύο διατάξεις της 22ας Ιουλίου 1999 (υποθέσεις C-415/99 και C-416/99), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 29 Οκτωβρίου 1999, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Patent Court), υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, έξι προδικαστικά ερωτήματα, στην πρώτη υπόθεση, και τρία όμοια προδικαστικά ερωτήματα σε κάθε μία από τις δύο άλλες υποθέσεις, ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μα.ου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: οδηγία).

2.
    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο τριών διαφορών μεταξύ δύο δικαιούχων καταχωρισμένων στο Ηνωμένο Βασίλειο σημάτων και ενός κατόχου αδείας σήματος και τεσσάρων εταιριών αγγλικού δικαίου, σχετικά με την εμπορία στο Ηνωμένο Βασίλειο προϊόντων τα οποία είχαν προηγουμένως διατεθεί στην αγορά εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής: ΕΟΧ).

Το νομικό πλαίσιο

3.
    Το άρθρο 5 της οδηγίας 89/104, υπό τον τίτλο «Δικαιώματα που παρέχει το σήμα», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.    Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του :

α)    σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί·

[...]

3.    Μπορεί, ιδίως, να απαγορεύεται, εάν πληρούνται οι όροι [της παραγράφου 1]:

[...]

γ)    η εισαγωγή ή η εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο·

[...]».

4.
    Το άρθρο 7 της οδηγίας 89/104, υπό τον τίτλο «.ρια του δικαιώματος που παρέχει το σήμα», ορίζει:

«1.    Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2.    Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.»

5.
    Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΧVII, σημείο 4, της Συμφωνίας ΕΟΧ, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 τροποποιήθηκε για τους σκοπούς της Συμφωνίας, οπότε η φράση «μέσα στην Κοινότητα» αντικαταστάθηκε από τις λέξεις «στην αγορά ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη».

6.
    Η οδηγία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου από 31ης Οκτωβρίου 1994 με τον Trade Marks Act 1994 (νόμο του 1994 περί σημάτων).

Οι διαφορές στις κύριες δίκες

Υπόθεση C-414/99

7.
    H Zino Davidoff SA (στο εξής: Davidoff) είναι κάτοχος των δύο σημάτων Cool Water και Davidoff Cool Water, τα οποία έχουν καταχωριστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρησιμοποιούνται για ευρύ φάσμα προϊόντων καλλωπισμού και καλλυντικών προϊόντων. Τα προϊόντα τα οποία παρασκευάζονται από την Davidoff ή για λογαριασμό της και φέρουν τα σήματα αυτά με τη συγκατάθεσή της πωλούνται από την ίδια ή για λογαριασμό της τόσο εντός του ΕΟΧ όσο και εκτός της εν λόγω ζώνης.

8.
    Τα προϊόντα αυτά φέρουν αριθμούς παρτίδας. Η επισήμανση αυτή γίνεται προς συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 262, σ. 169), η οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου με την Cosmetic Products (Safety) Regulations 1996 (κανονιστική απόφαση του 1996 περί ασφαλείας των καλλυντικών προϊόντων) (SI 2925/1996). Το εθνικό δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αν οι αριθμοί παρτίδας εξυπηρετούν και άλλους σκοπούς πλην της τηρήσεως των διατάξεων της οδηγίας 76/768 και των διατάξεων περί μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη.

9.
    Το 1996 η Davidoff συνήψε σύμβαση αποκλειστικής διανομής με επιχειρηματία της Σιγκαπούρης. Βάσει αυτής της συμβάσεως, ο διανομέας ανέλαβε την υποχρέωση, αφενός, να πωλεί τα προϊόντα Davidoff αποκλειστικώς εντός ορισμένου εδάφους, εκτός του ΕΟΧ, προς τοπικούς δευτερεύοντες διανομείς, πράκτορες ή λιανοπωλητές και, αφετέρου, να επιβάλλει ο ίδιος προς αυτούς τους αντισυμβαλλομένους του απαγόρευση μεταπωλήσεως εκτός του καθορισθέντος εδάφους. Οι συμβαλλόμενοι υπήγαγαν ρητώς τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής στο γερμανικό δίκαιο.

10.
    Η A & G Imports Ltd (στο εξής: A & G) αγόρασε αποθέματα προϊόντων Davidoff παρασκευασθέντων εντός του ΕΟΧ, τα οποία είχαν αρχικώς διατεθεί στην αγορά της Σιγκαπούρης από την ίδια ή με τη συγκατάθεσή της.

11.
    Εισήγαγε τα προϊόντα αυτά στο Ηνωμένο Βασίλειο και άρχισε να τα διαθέτει στην αγορά. Η ίδια ή κάποιος άλλος επιχειρηματίας στην αλυσίδα εμπορίας αφαίρεσε ή απάλειψε, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, τους αριθμούς παρτίδας.

12.
    Το 1998 η Davidoff ενήγαγε την A & G ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Patent Court), ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι η εισαγωγή και η πώληση στο Ηνωμένο Βασίλειο των προϊόντων αυτών θίγει τα δικαιώματα που της παρέχει το σήμα.

13.
    Η A & G επικαλέστηκε τις διατάξεις των άρθρων 5, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, υποστηρίζοντας ότι η εισαγωγή και η πώληση είχαν πραγματοποιηθεί με τη συγκατάθεση της Davidoff ή έπρεπε να θεωρηθούν ως πραγματοποιηθείσες με τη συγκατάθεσή της, ενόψει των περιστάσεων υπό τις οποίες τα προϊόντα αυτά διατέθηκαν στην αγορά της Σιγκαπούρης.

14.
    Η Davidoff αμφισβήτησε ότι είχε συγκατατεθεί ή ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συγκατατεθείσα στην εισαγωγή αυτών των προϊόντων εντός του ΕΟΧ. Εξάλλου, επικαλέστηκε νόμιμους λόγους, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, προκειμένου να αντιταχθεί στην εισαγωγή και την εμπορία αυτών των προϊόντων. Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν την αφαίρεση ή την απάλειψη, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, των αριθμών παρτίδας.

15.
    Με απόφαση της 18ης Μα.ου 1999, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Davidoff, κρίνοντας ότι η διαφορά έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο τακτικής αγωγής. .κρινε, πάντως, ότι, στο πλαίσιο εκδικάσεως της διαφοράς, έπρεπε να διευκρινιστούν η έκταση και οι συνέπειες του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας.

16.
    Προς τούτο, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Patent Court), αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)    Στο μέτρο που αναφέρεται σε προϊόντα που έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός της Κοινότητας με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, πρέπει ηοδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι άνευ σημασίας το αν ο δικαιούχος συγκατατέθηκε ρητά ή σιωπηρά ή, ακόμη, άμεσα ή έμμεσα;

2)    Στην περίπτωση που

    α)    ο δικαιούχος σήματος συγκατατέθηκε ή επέτρεψε τη διάθεση προϊόντων σε τρίτον υπό περιστάσεις υπό τις οποίες τα δικαιώματα του τρίτου για περαιτέρω διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο καθορίζονται από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση πωλήσεως δυνάμει της οποίας ο τρίτος αγόρασε τα προϊόντα και

    β)    το εν λόγω δίκαιο επιτρέπει στον πωλητή να επιβάλει περιορισμούς στη μεταγενέστερη διάθεση στο εμπόριο ή χρήση των προϊόντων από τον αγοραστή αλλά προβλέπει, επίσης, ότι, ελλείψει επιβολής από τον δικαιούχο του σήματος ή για λογαριασμό του αποτελεσματικών περιορισμών επί του δικαιώματος του αγοραστή για περαιτέρω διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο, ο τρίτος αποκτά δικαίωμα διαθέσεως των προϊόντων στο εμπόριο εντός οποιασδήποτε χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας,

    και εφόσον δεν έχουν επιβληθεί αποτελεσματικοί περιορισμοί κατά το δίκαιο αυτό επί των δικαιωμάτων του τρίτου για διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο, έχει η οδηγία την έννοια ότι πρέπει να γίνεται δεκτό ότι ο δικαιούχος του σήματος συγκατατέθηκε στην κτήση, κατ' αυτόν τον τρόπο, του δικαιώματος του τρίτου για διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο εντός της Κοινότητας;

3)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [προηγούμενο] ερώτημα, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν εάν, ενόψει όλων των περιστάσεων, επιβλήθηκαν στον τρίτο αποτελεσματικοί περιορισμοί;

4)    .χει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας την έννοια ότι στους νόμιμους λόγους για τους οποίους ο δικαιούχος σήματος μπορεί να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων του συμπεριλαμβάνεται οποιαδήποτε ενέργεια τρίτου θίγουσα ουσιωδώς την αξία, την αίγλη ή την εικόνα του σήματος ή των προϊόντων για τα οποία αυτό χρησιμοποιείται;

5)    .χει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας την έννοια ότι στους νόμιμους λόγους για τους οποίους ο δικαιούχος σήματος μπορεί να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων του συμπεριλαμβάνεται η εκ μέρους τρίτων αφαίρεση ή απάλειψη (εν όλω ή εν μέρει) ενδείξεων που έχουν τεθεί επί των προϊόντων, στην περίπτωση που δεν είναι πιθανό να προκαλέσει η εν λόγω αφαίρεση ή απάλειψη σοβαρή ή ουσιώδη ζημία στη φήμη του σήματος ή των προϊόντων που φέρουν το σήμα;

6)    .χει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας την έννοια ότι στους νόμιμους λόγους για τους οποίους ο δικαιούχος σήματος μπορεί να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων του συμπεριλαμβάνεται η εκ μέρους τρίτων αφαίρεση ή απάλειψη (εν όλω ή εν μέρει) κωδικών αριθμών παρτίδας που αναγράφονται επί των προϊόντων, εφόσον η εν λόγω αφαίρεση ή απάλειψη έχει ως αποτέλεσμα

    α)    την παράβαση οποιασδήποτε διατάξεως του ποινικού δικαίου κράτους μέλους (πλην των διατάξεων περί σημάτων) ή

    β)    την παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976;»

Υποθέσεις C-415/99 και C-416/99

17.
    Η Levi Strauss & Co., εταιρία συσταθείσα κατά τη νομοθεσία της πολιτείας Delaware (Ηνωμένες Πολιτείες), είναι κάτοχος των σημάτων Levi's και 501, τα οποία έχουν καταχωριστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρησιμοποιούνται, ιδίως, για τζινς.

18.
    Η Levi Strauss (UK) Ltd, εταιρία του αγγλικού δικαίου, είναι κάτοχος, στο Ηνωμένο Βασίλειο, αδείας χρησιμοποιήσεως σήματος παραχωρηθείσας από τη Levi Strauss & Co. για την παραγωγή, πώληση και εμπορία, ιδίως, των τζινς Levi's 501. Τα προϊόντα τα πωλεί η ίδια στο Ηνωμένο Βασίλειο ή παρέχει άδειες σε διάφορους λιανοπωλητές, στο πλαίσιο συστήματος επιλεκτικής διανομής.

19.
    Η Tesco Stores Ltd και Tesco plc (στο εξής, αμφότερες: Tesco) είναι δύο εταιρίες αγγλικού δικαίου, εκ των οποίων η δεύτερη είναι μητρική εταιρία της πρώτης. Η Tesco εκμεταλλεύεται μία από τις κυριότερες αλυσίδες υπεραγορών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πωλεί κυρίως ενδύματα.

20.
    Η Costco Wholesale UK Ltd (στο εξής: Costco), εταιρία αγγλικού δικαίου, πωλεί στο Ηνωμένο Βασίλειο ευρύ φάσμα επωνύμων προϊόντων, ιδίως ενδυμάτων.

21.
    Οι Levi Strauss & Co. και Levi Strauss (UK) Ltd (στο εξής, αμφότερες: Levi's) προέβαλλαν πάντοτε άρνηση πωλήσεως στην Tesco και στην Costco τζινς Levi's 501 και δεν αποδέχθηκαν να καταστούν οι εταιρίες αυτές εγκεκριμένοι διανομείς τέτοιων προϊόντων.

22.
    Η Tesco και η Costco αγόρασαν τζινς Levi's 501, αυθεντικά εμπορεύματα πωληθέντα αρχικώς από τη Levi's ή για λογαριασμό της, από επιχειρηματίες οι οποίοι τα εισήγαγαν από χώρες εκτός ΕΟΧ. Οι συμβάσεις βάσει των οποίων αγόρασαν τα εμπορεύματα αυτά δεν περιελάμβαναν καμία περιοριστική ρήτρα κατά την οποία θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε τα εν λόγω προϊόντα να πωλούνται εντός συγκεκριμένου εδάφους. Τα τζινς που αγόρασε η Tesco είχαν παραχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό ή τον Καναδά από τη Levi's ή για λογαριασμό της.Αυτά που αγόρασε η Costco είχαν παραχθεί, υπό τις ίδιες συνθήκες, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στο Μεξικό.

23.
    Οι προμηθευτές των Tesco και Costco είχαν αγοράσει τα εμπορεύματα, άμεσα ή έμμεσα, από εγκεκριμένους μεταπωλητές στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά ή το Μεξικό, ή από χονδρέμπορους οι οποίοι τα είχαν αγοράσει από «συσσωρευτές», δηλαδή από άτομα που αγοράζουν τζινς σε μικρές ποσότητες από πολλά εγκεκριμένα καταστήματα, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά.

24.
    Το 1998 η Levi's άσκησε ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Patent Court), αγωγή κατά των Tesco και Costco. Ισχυρίστηκε ότι η εισαγωγή και η πώληση τζινς Levi's από τις εταιρίες αυτές συνιστούσε προσβολή των εκ του σήματος δικαιωμάτων της.

25.
    Η Levi's υπογράμμισε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά είχε δώσει στους εγκεκριμένους μεταπωλητές της οδηγίες, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, οι οποίες περιελάμβαναν απαγόρευση χονδρικής μεταπωλήσεως, δυνάμει της οποίας τα εμπορεύματα μπορούσαν να πωληθούν μόνο σε τελικούς αγοραστές. Βάσει των εντύπων γραπτής επιβεβαιώσεως της παραγγελίας διατηρούσε το δικαίωμα, του οποίου πλειστάκις έκανε χρήση, να παύει να προμηθεύει με προϊόντα τους μεταπωλητές που παραβίαζαν αυτή την απαγόρευση. Ζήτησε από τους εγκεκριμένους μεταπωλητές της να περιορίζουν τις πωλήσεις ενδυμάτων σε οριμένα μόνον τεμάχια ανά πελάτη, κατά κανόνα έξι, και να αναρτήσουν στα καταστήματά τους επιγραφές αναφερόμενες στην εκ μέρους της ακολουθούμενη πολιτική της απαγορεύσεως της χονδρικής μεταπωλήσεως και στο ως άνω όριο αγοράς. Στο Μεξικό πώλησε τα προϊόντα της σε εγκεκριμένους χονδρεμπόρους. Τους είχε πάντοτε ενημερώσει, ιδίως με επανειλημμένες γραπτές ανακοινώσεις, σχετικά με τον κανόνα της ότι τα εμπορεύματα αυτά δεν έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο εξαγωγικών πωλήσεων.

26.
    Η Tesco αναγνώρισε ότι γνώριζε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ότι η Levi's δεν επιθυμούσε τη μεταπώληση των τζινς εντός του ΕΟΧ παρά μόνο μέσω εγκεκριμένων μεταπωλητών. Αντιθέτως, η Costco υποστήριξε ότι το αγνοούσε.

27.
    Οι Tesco και Costco υπογράμμισαν ότι δεν δεσμεύονταν από καμία συμβατική επιφύλαξη. Η Levi's δεν επιχείρησε να τους επιβάλει οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τα εμπορεύματα ή να τους ενημερώσει σχετικώς, ούτε, πολύ περισσότερο, επιφύλαξε δι' εαυτήν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ορισμένα δικαιώματα. Κατά την άποψή τους, επομένως, ο επιχειρηματίας ο οποίος αγόρασε τα επίμαχα τζινς είχε το δικαίωμα να τα διαθέσει ελεύθερα.

28.
    Στο πλαίσιο αυτό, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Patent Court), αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)     Στην περίπτωση που προϊόντα φέροντα καταχωρισμένο σήμα έχουν διατεθεί στο εμπόριο σε χώρα που δεν είναι μέλος του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του και έχουν εισαχθεί ή πωληθεί εντός του ΕΟΧ από τρίτον, έχει η οδηγία 89/104/ΕΟΚ ως συνέπεια ότι ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύσει αυτή την εισαγωγή ή πώληση, εκτός αν έχει ρητώς και σαφώς συγκατατεθεί σ' αυτήν, ή μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει συγκατατεθεί σιωπηρά;

2)    Σε περίπτωση που στο πρώτο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει δοθεί σιωπηρή συγκατάθεση, προκύπτει η σιωπηρή συγκατάθεση από το γεγονός ότι τα προϊόντα έχουν πωληθεί από τον δικαιούχο του σήματος ή για λογαριασμό του χωρίς συμβατικούς περιορισμούς που απαγορεύουν τη μεταπώληση εντός του ΕΟΧ και οι οποίοι δεσμεύουν τόσο τον πρώτο όσο και όλους τους μεταγενέστερους αγοραστές;

3)    Αν προϊόντα φέροντα καταχωρισμένο σήμα έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός χώρας που δεν είναι μέλος του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος:

    α)    σε ποιο βαθμό έχει σημασία ή είναι αποφασιστικό, για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν υπήρχε ή όχι συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος όσον αφορά τη διάθεση των προϊόντων αυτών στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ, υπό την έννοια της οδηγίας, το γεγονός ότι:

        i)    το πρόσωπο που διαθέτει τα προϊόντα στο εμπόριο (χωρίς να είναι εγκεκριμένος λιανοπωλητής) γνωρίζει ότι είναι ο νόμιμος κύριος των προϊόντων και ότι τα προϊόντα δεν φέρουν καμία ένδειξη περί του ότι δεν πρέπει να διατεθούν στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ· και/ή ότι

        ii)    το πρόσωπο που διαθέτει τα προϊόντα στο εμπόριο (χωρίς να είναι εγκεκριμένος λιανοπωλητής) γνωρίζει ότι ο δικαιούχος του σήματος αντιτίθεται στη διάθεση των προϊόντων αυτών στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ· και/ή ότι

        iii)    το πρόσωπο που διαθέτει τα προϊόντα στο εμπόριο (χωρίς να είναι εγκεκριμένος λιανοπωλητής) γνωρίζει ότι ο δικαιούχος του σήματος αντιτίθεται στη διάθεσή τους στο εμπόριο από οποιονδήποτε άλλον πλην των εγκεκριμένων λιανοπωλητών· και/ή ότι

        iv)    το εν λόγω πρόσωπο έχει αγοράσει τα προϊόντα σε χώρα που δεν είναι μέλος του ΕΟΧ από εγκεκριμένους λιανοπωλητές, στους οποίους ο δικαιούχος του σήματος έχει καταστήσει γνωστό ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους τους πώληση των προϊόντων με σκοπό τη μεταπώληση, αλλά οι οποίοι δεν έχουν επιβάλει στα πρόσωπα που αγοράζουν από αυτούς οποιουσδήποτε συμβατικούςπεριορισμούς όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να διατεθούν τα προϊόντα· και/ή ότι

        v)    το εν λόγω πρόσωπο έχει αγοράσει τα προϊόντα σε χώρα που δεν είναι μέλος του ΕΟΧ από εγκεκριμένους χονδρεμπόρους, τους οποίους ο δικαιούχος του σήματος έχει ενημερώσει για το ότι τα προϊόντα προορίζονται προς πώληση σε λιανοπωλητές στη χώρα αυτή και όχι προς εξαγωγή, αλλά οι οποίοι δεν έχουν επιβάλει στα πρόσωπα που αγοράζουν από αυτούς οποιουσδήποτε συμβατικούς περιορισμούς σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να διατεθούν τα προϊόντα· και/ή

        vi)    το αν ο δικαιούχος του σήματος έχει γνωστοποιήσει, ή όχι, σε όλους τους μεταγενέστερους αγοραστές των προϊόντων του (δηλαδή αυτούς που μεσολαβούν μεταξύ του πρώτου αγοραστή, που αγοράζει από τον δικαιούχο, και του προσώπου που διαθέτει τα προϊόντα στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ) την εναντίωσή του στην πώληση των προϊόντων με σκοπό τη μεταπώλησή τους· και/ή

        vii)    το αν έχει επιβληθεί, ή όχι, από τον δικαιούχο του σήματος και έχει καταστεί νομικά δεσμευτικός για τον πρώτο αγοραστή συμβατικός περιορισμός που απαγορεύει την πώληση με σκοπό τη μεταπώληση σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον τελικό καταναλωτή;

    β)    Εξαρτάται το αν υπήρχε ή όχι συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος για τη διάθεση των προϊόντων αυτών στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ, υπό την έννοια της οδηγίας, από κάποιους περαιτέρω ή κάποιους άλλους παράγοντες και, αν ναι, από ποιους;»

29.
    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, οι υποθέσεις C-414/99 έως C-416/99 ενώθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των σχετικών με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30.
    Παρατηρείται ότι στην υπόθεση C-414/99 τα ερωτήματα υποβλήθηκαν σε σχέση με προϊόντα τα οποία διατέθηκαν στο εμπόριο εντός της Κοινότητας, ενώ στις υποθέσεις C-415/99 και C-416/99 υποβλήθηκαν σε σχέση με προϊόντα τα οποία διατέθηκαν στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ, δηλαδή λαμβανομένης υπόψη της τροποποιήσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 διά της συμφωνίας περί ΕΟΧ.

31.
    Δεδομένου ότι το περιεχόμενο των απαντήσεων που θα δοθούν δεν διαφοροποιείται, για τα κράτη μέλη της Κοινότητας, αναλόγως για το αν πρόκειται για τη μια ή την άλλη από τις καταστάσεις αυτές, στη συνέχεια της παρούσας αποφάσεως θα γίνεται λόγος για διάθεση στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ.

32.
    Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι με τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας ο κοινοτικός νομοθέτης καθιέρωσε τον κανόνα της κοινοτικής αναλώσεως, δηλαδή τον κανόνα ότι το παρεχόμενο από το σήμα δικαίωμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρησιμοποίησή του για προϊόντα τα οποία διατέθηκαν υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του. Με τη θέσπιση αυτών των διατάξεων ο κοινοτικός νομοθέτης δεν άφησε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει το σήμα για προϊόντα που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός τρίτων χωρών (απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998, C-355/96, Silhouette International Schmied, Συλλογή 1998, σ. Ι-4799, σκέψη 26).

33.
    Συνεπώς, το αποτέλεσμα της οδηγίας έγκειται στον περιορισμό της αναλώσεως του παρεχομένου στον δικαιούχο του σήματος δικαιώματος μόνο στις περιπτώσεις που τα προϊόντα διατέθηκαν στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ και η παροχή της δυνατότητας στον δικαιούχο να εμπορεύεται τα προϊόντα του εκτός της ζώνης αυτής, χωρίς αυτή η διάθεση στο εμπόριο να συνεπάγεται ανάλωση των δικαιωμάτων του εντός του ΕΟΧ. Διευκρινίζοντας ότι η διάθεση στην αγορά εκτός του ΕΟΧ δεν συνεπάγεται ανάλωση του δικαιώματος του δικαιούχου να αντιταχθεί στην εισαγωγή αυτών των προϊόντων που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεσή του, ο κοινοτικός νομοθέτης επέτρεψε στον δικαιούχο του σήματος να ελέγξει την πρώτη διάθεση στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ των φερόντων το σήμα προϊόντων (απόφαση της 1ης Ιουλίου 1999, C-173/98, Sebago και Maison Dubois, Συλλογή 1999, σ. Ι-4103, σκέψη 21).

34.
    Με τα προδικαστικά του ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κυρίως να διευκρινιστεί υπό ποιες συνθήκες μπορεί να θεωρηθεί ότι ο δικαιούχος του σήματος συγκατατέθηκε, ευθέως ή εμμέσως, στην εκ μέρους τρίτων, σημερινών κυρίων των προϊόντων τα οποία φέρουν το εν λόγω σήμα και τα οποία διατέθηκαν στο εμπόριο εκτός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του, εισαγωγή αυτών των προϊόντων και εμπορία τους εντός του ΕΟΧ.

Επί της δυνατότητας σιωπηράς συγκαταθέσεως του δικαιούχου σήματος για εμπορία εντός του ΕΟΧ

35.
    Με το πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε σε κάθε μία από τις υποθέσεις C-414/99 έως C-416/99, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ουσιαστικώς αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η συγκατάθεση του δικαιούχου σήματος για εμπορία εντός του ΕΟΧ προϊόντων φερόντων αυτό το σήμα, τα οποία διατέθηκαν προηγουμένως στο εμπόριο εκτός ΕΟΧ από τον εν λόγω δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, πρέπει να είναι ρητή ή αν μπορεί, επίσης, να είναι σιωπηρή.

36.
    Συνεπώς, σκοπός του ερωτήματος είναι να διευκρινιστεί ο τρόπος δηλώσεως της συγκαταθέσεως του δικαιούχου του σήματος για εμπορία εντός του ΕΟΧ.

37.
    Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα προϋποθέτει ότι θα έχει προηγουμένως καθοριστεί αν, ενόψει καταστάσεων όπως αυτή στην κύρια δίκη, η έννοια της «συγκαταθέσεως», όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, πρέπει να τύχει ομοιόμορφης ερμηνείας εντός της κοινοτικής έννομης τάξης.

38.
    Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι, σε περίπτωση εμπορίας εκτός του ΕΟΧ, ουδέποτε συντρέχει ανάλωση του σήματος ως συνέπεια κοινοτικής διατάξεως, δεδομένου ότι η οδηγία δεν προβλέπει μια τέτοια ανάλωση. Το ζήτημα της υπάρξεως ρητής ή σιωπηρής συγκαταθέσεως για επανεισαγωγή εντός του ΕΟΧ δεν αφορά τη συγκατάθεση για την κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ανάλωση, αλλά μια πράξη διαθέσεως αναγόμενη στο εκ του σήματος δικαίωμα, η οποία εμπίπτει στο αντίστοιχο εθνικό δίκαιο.

39.
    Επιβάλλεται σχετικώς η υπόμνηση ότι τα άρθρα 5 έως 7 της οδηγίας προβαίνουν σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων των σχετικών με τα παρεχόμενα από το σήμα δικαιώματα και ότι καθορίζουν, επομένως, τα δικαιώματα που απολαύουν οι δικαιούχοι σήματος εντός της Κοινότητας (προαναφερθείσα απόφαση Silhouette International Schmied, σκέψεις 25 και 29).

40.
    Το άρθρο 5 της οδηγίας παρέχει στον δικαιούχο του σήματος ένα αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο του παρέχει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να εισάγει, «χωρίς τη συγκατάθεσή του», προϊόντα φέροντα το σήμα του. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα αυτό προβλέποντας ότι το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος αναλώνεται στην περίπτωση που τα προϊόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο ή «με τη συγκατάθεσή του».

41.
    Συνεπώς, η συγκατάθεση, η οποία ισοδυναμεί με παραίτηση του δικαιούχου από το αποκλειστικό δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 5 της οδηγίας να απαγορεύει σε κάθε τρίτον την εισαγωγή προϊόντων φερόντων το σήμα του, συνιστά καθοριστικό στοιχείο της απώλειας αυτού του δικαιώματος.

42.
    Αν η έννοια της συγκαταθέσεως υπαγόταν στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, θα συνεπαγόταν για τους δικαιούχους του σήματος διαφορετική προστασία αναλόγως της οικείας νομοθεσίας. Ο σκοπός παροχής «της αυτής προστασίας στα καταχωρισμένα σήματα, σύμφωνα με τη νομοθεσία όλων των κρατών μελών», ο οποίος τίθεται με την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/104 και χαρακτηρίζεται σ' αυτή «βασικός», δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί.

43.
    Εναπόκειται, επομένως, στο Δικαστήριο να δώσει μια ομοιόμορφη ερμηνεία της έννοιας της «συγκαταθέσεως» για διάθεση στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

44.
    Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γερμανική, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η αρχή επιτηρήσεως της ΕΖΕΣ δέχονται, ρητώς ή κατ' ουσίαν, ότι η συγκατάθεση για εμπορία εντός του ΕΟΧ προϊόντων τα οποία έχουν προηγουμένως διατεθεί στο εμπόριο εκτός αυτής της ζώνης μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Αντιθέτως, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η συγκατάθεση πρέπει να είναι ρητή. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει η συγκατάθεση να είναι ρητή ή σιωπηρή, αλλά αν ο δικαιούχος του σήματος είχε μια πρώτη ευκαιρία να αποκομίσει όφελος από τα αποκλειστικά δικαιώματα που κατέχει εντός του ΕΟΧ.

45.
    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λόγω της σημασίας του αποτελέσματός της που έγκειται στην απώλεια του αποκλειστικού δικαιώματος των δικαιούχων των εν λόγω σημάτων στις κύριες δίκες, δικαιώματος που τους επιτρέπει να ελέγχουν την πρώτη εμπορία εντός του ΕΟΧ, η συγκατάθεση πρέπει να δηλώνεται με τρόπο που να εκφράζει με βεβαιότητα τη βούληση παραιτήσεως από το εν λόγω δικαίωμα.

46.
    Μια τέτοια βούληση προκύπτει συνήθως από ρητή διατύπωση της συγκαταθέσεως. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συγκατάθεση μπορεί να προκύψει σιωπηρώς από στοιχεία ή περιστάσεις προγενέστερες, σύγχρονες ή μεταγενέστερες της εκτός του ΕΟΧ εμπορίας, οι οποίες, εκτιμώμενες από το εθνικό δικαστήριο, εκφράζουν επίσης, κατά τρόπο βέβαιο, παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του.

47.
    Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε σε κάθε μία από τις υποθέσεις C-414/99 έως C-416/99 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η συγκατάθεση του δικαιούχου σήματος για εμπορία εντός του ΕΟΧ προϊόντων φερόντων το εν λόγω σήμα, τα οποία έχουν προηγουμένως διατεθεί στο εμπόριο εκτός του ΕΟΧ από τον εν λόγω δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, μπορεί να είναι σιωπηρή, όταν αυτή προκύπτει από στοιχεία και περιστάσεις προγενέστερες, σύγχρονες ή μεταγενέστερες της εκτός του ΕΟΧ εμπορίας, οι οποίες, εκτιμώμενες από το εθνικό δικαστήριο, εκφράζουν, κατά τρόπο βέβαιο, παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του να αντιταχθεί στην εντός του ΕΟΧ εμπορία.

Επί της δυνατότητας σιωπηρής συγκαταθέσεως προκύπτουσας από την απλή σιωπή του δικαιούχου σήματος

48.
    Με το δεύτερο ερώτημά του και με το τρίτο ερώτημά του, στοιχείο α´, i, vi και vii, στις υποθέσεις C-415/99 και C-416/99 και με το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C-414/99, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ουσιαστικώς, ενόψει των στοιχείων των διαφορών της κύριας δίκης, αν σιωπηρή συγκατάθεση μπορεί να προκύψει:

-    από τη μη κοινοποίηση, εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος, προς όλους τους διαδοχικούς αγοραστές προϊόντων που διατέθηκαν στο εμπόριο εκτός του ΕΟΧ, της αντιθέσεώς του για εμπορία εντός του ΕΟΧ·

-    από την έλλειψη ενδείξεως επί των προϊόντων περί απαγορεύσεως της εμπορίας τους εντός του ΕΟΧ·

-    από το ότι ο δικαιούχος του σήματος μεταβίβασε την κυριότητα των φερόντων το σήμα προϊόντων χωρίς να επιβάλει συμβατικές επιφυλάξεις, σύμφωνα δε με την εφαρμοστέα επί της συμβάσεως νομοθεσία, το μεταβιβασθέν δικαίωμα κυριότητας περιλαμβάνει, ελλείψει τέτοιων επιφυλάξεων, απεριόριστο δικαίωμα μεταπωλήσεως ή, τουλάχιστον, δικαίωμα μεταγενέστερης εμπορικής εκμεταλλεύσεως των προϊόντων εντός του ΕΟΧ.

49.
    Επικαλούμενες, ιδίως, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Silhouette International Schmied και Sebago και Maison Dubois, οι A & G, Tesco και Costco υποστηρίζουν ότι ο εναγόμενος, σε περίπτωση αγωγής για προσβολή σήματος, πρέπει να τεκμαίρεται ότι ενήργησε με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, εκτός αν αυτός αποδείξει το αντίθετο.

50.
    Κατά την άποψή τους, ο δικαιούχος σήματος που επιθυμεί να επιφυλάξει δι' εαυτήν το αποκλειστικό του δικαίωμα εντός του ΕΟΧ οφείλει να βεβαιωθεί:

-    ότι τα φέροντα το σήμα προϊόντα φέρουν σαφή ένδειξη περί της υπάρξεως σχετικών επιφυλάξεων και

-    ότι αυτές οι επιφυλάξεις πρέπει να ορίζονται στις συμβάσεις πωλήσεως και μεταπωλήσεως των εν λόγω προϊόντων.

51.
    Η A & G ισχυρίζεται ότι η ρήτρα της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ Davidoff και του διανομέα της στη Σιγκαπούρη, δυνάμει της οποίας ο διανομέας αναλάμβανε την υποχρέωση να επιβάλλει σε όλους τους δευτερεύοντες διανομείς, πράκτορες και/ή λιανοπωλητές να μην μεταπωλούν τα προϊόντα εκτός του συμφωνηθέντος εδάφους, δεν απαγόρευε στον διανομέα ούτε στους δευτερεύοντες διανομείς, πράκτορες και/ή λιανοπωλητές να πωλούν τα προϊόντα αυτά σε τρίτους εντός των ορίων αυτού του εδάφους με περιορισμένα δικαιώματα μεταπωλήσεως. Η δικογραφία, όμως, της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν περιλαμβάνει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα επίμαχα προϊόντα πωλήθηκαν από τον διανομέα ή από τους δευτερεύοντες διανομείς, πράκτορες ή λιανοπωλητές εκτός των ορίων του συμφωνηθέντος εδάφους. Εξάλλου, δεν υπήρχε καμία ένδειξη στα προϊόντα ή στη συσκευασία τους για την ύπαρξη περιορισμών στη μεταπώληση, τα προϊόντα δε αυτά αγοράστηκαν και κατόπιν πωλήθηκαν στην A & G χωρίς κανένα περιορισμό αυτού του είδους.

52.
    Οι Tesco και Costco φρονούν ότι, αν στις συμβάσεις δυνάμει των οποίων ένας επιχειρηματίας αγοράζει επώνυμα προϊόντα τα οποία διατέθηκαν στο εμπόριο εκτός του ΕΟΧ δεν υπάρχουν περιορισμοί σχετικά με τη μεταπώλησή τους, δεν έχει σημασία το αν ο δικαιούχος του σήματος είχε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει, με ανακοινώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ότι δεν επιθυμούσε τη μεταπώληση αυτών των προϊόντων εντός του ΕΟΧ από τον εν λόγω επιχειρηματία.

53.
    Πάντως, από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στις τρεις υποθέσεις C-414/99 έως C-416/99 προκύπτει η διαπίστωση ότι η συγκατάθεση πρέπει να δηλώνεται καταφατικώς και ότι τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη προς θεμελίωση της υπάρξεως σιωπηρής συγκαταθέσεως πρέπει να εκφράζουν, κατά τρόπο βέβαιο, παραίτηση του δικαιούχου του σήματος από τη δυνατότητά του να αντιτάξει το αποκλειστικό του δικαίωμα.

54.
    Συνεπώς, εναπόκειται στον επιχειρηματία που επικαλείται ύπαρξη συγκαταθέσεως να προσκομίσει την απόδειξη και όχι στον δικαιούχο του σήματος να αποδείξει έλλειψη συγκαταθέσεως.

55.
    Επομένως, σιωπηρή συγκατάθεση για εμπορία εντός του ΕΟΧ προϊόντων τα οποία έχουν διατεθεί στο εμπόριο εκτός του ΕΟΧ δεν μπορεί να προκύπτει από απλή σιωπή του δικαιούχου του σήματος.

56.
    Ομοίως, σιωπηρή συγκατάθεση δεν μπορεί να προκύπτει από την έλλειψη ανακοινώσεως, εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος, της αντιθέσεώς του για εμπορία εντός του ΕΟΧ ούτε από την έλλειψη ενδείξεως, επί των προϊόντων, περί απαγορεύσεως εμπορίας τους εντός του ΕΟΧ.

57.
    Τέλος, μια τέτοια συγκατάθεση δεν μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι ο δικαιούχος του σήματος μεταβίβασε την κυριότητα των φερόντων το σήμα προϊόντων χωρίς να επιβάλει συμβατικές επιφυλάξεις και από το ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα επί της συμβάσεως νομοθεσία, το μεταβιβασθέν δικαίωμα κυριότητας περιλαμβάνει, ελλείψει τέτοιων επιφυλάξεων, απεριόριστο δικαίωμα μεταπωλήσεως ή, εν πάση περιπτώσει, δικαίωμα μεταγενέστερης εμπορικής εκμεταλλεύσεως των προϊόντων εντός του ΕΟΧ.

58.
    Πράγματι, εθνική νομοθεσία η οποία θα ελάμβανε υπόψη τη σιωπή του δικαιούχου του σήματος θα εδέχετο όχι τη σιωπηρή συγκατάθεση, αλλά την τεκμαιρόμενη συγκατάθεση. Δεν θα ικανοποιούσε, συνεπώς, την απαίτηση μιας καταφατικώς δοθείσας συγκαταθέσεως, όπως την επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο.

59.
    Συνεπώς, εφόσον εναπόκειται στον κοινοτικό νομοθέτη να προσδιορίσει τα δικαιώματα του δικαιούχου σήματος εντός των κρατών μελών της Κοινότητας, δεν μπορεί να επιτραπεί η εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων, βάσει της εφαρμοστέας επί της συμβάσεως εμπορίας εκτός του ΕΟΧ νομοθεσίας, προς περιορισμό της προστασίας που παρέχουν στον δικαιούχο σήματος τα άρθρα 5, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

60.
    Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα και στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο α´, σημεία i, vi και vii, στις υποθέσεις C-415/99 και C-416/99, καθώς και στο πρώτο ερώτημα της υποθέσεως C-414/99 επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι σιωπηρή συγκατάθεση δεν μπορεί να προκύπτει:

-    από την έλλειψη ανακοινώσεως, εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος, προς όλους τους διαδοχικούς αγοραστές προϊόντων που διατέθηκαν στο εμπόριο εκτός ΕΟΧ, με την οποία να δηλώνει την αντίθεσή του για εμπορία εντός του ΕΟΧ·

-    από την έλλειψη ενδείξεως, επί των προϊόντων, περί απαγορεύσεως εμπορίας τους εντός του ΕΟΧ·

-    από το γεγονός ότι ο δικαιούχος του σήματος μεταβίβασε την κυριότητα των φερόντων το σήμα προϊόντων χωρίς να επιβάλει συμβατικές επιφυλάξεις και από το ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα επί της συμβάσεως νομοθεσία, το μεταβιβασθέν δικαίωμα κυριότητας περιλαμβάνει, ελλείψει τέτοιων επιφυλάξεων, απεριόριστο δικαίωμα μεταπωλήσεως ή, τουλάχιστον, δικαίωμα μεταγενέστερης εμπορικής εκμεταλλεύσεως των προϊόντων εντός του ΕΟΧ.

61.
    Ενόψει της απαντήσεως αυτής, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C-414/99.

Επί των συνεπειών της άγνοιας, εκ μέρους του επιχειρηματία που εισάγει εντός του ΕΟΧ προϊόντα φέροντα σήμα, της αντιρρήσεως που εξέφρασε ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος γι' αυτή την εισαγωγή

62.
    Με το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α´, σημεία ii έως v, που υποβλήθηκε στις υποθέσεις C-415/99 και C-416/99, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ουσιαστικώς αν έχει σημασία, όσον αφορά την ανάλωση του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος:

-    το ότι ο επιχειρηματίας ο οποίος εισάγει τα φέροντα το σήμα προϊόντα δεν έχει γνώση της αντιρρήσεως του δικαιούχου για διάθεσή τους στην αγορά εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή για εμπορική εκμετάλλευσή τους στην εν λόγω αγορά εκ μέρους επιχειρηματιών άλλων πλην των εγκεκριμένων μεταπωλητών ή

-    το ότι οι εγκεκριμένοι μεταπωλητές και χονδρέμποροι δεν επέβαλαν, σε όσους αγόρασαν εξ αυτών, συμβατικές επιφυλάξεις επαναλαμβάνουσες αυτή την εναντίωση, καίτοι είχαν ενημερωθεί από τον δικαιούχο του σήματος.

63.
    Τα ζητήματα αυτά θέτουν το πρόβλημα του αντιταξίμου προς τρίτον, ο οποίος απέκτησε δικαίωμα επί των εμπορευμάτων με αυτοτελή πράξη, ενός περιορισμού του δικαιώματος να τα διαθέτει ελευθέρως, περιορισμού τον οποίο επέβαλε ο πρώτος πωλητής στον πρώτο αγοραστή ή συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο συμβαλλομένων κατά την πώληση.

64.
    Τα ζητήματα αυτά δεν σχετίζονται με το πρόβλημα των συνεπειών επί του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της συγκαταθέσεως για διάθεση στο εμπόριο εντόςτου ΕΟΧ. Πράγματι, καθόσον μια τέτοια συγκατάθεση δεν προκύπτει από τη σιωπή του δικαιούχου του σήματος, τυχόν ρήτρα απαγορεύσεως της εμπορίας εντός του ΕΟΧ, μη δεσμεύουσα τον δικαιούχο, και, κατά μείζονα λόγο, η επανάληψη αυτής της απαγορεύσεως σε μία ή περισσότερες από τις συμβάσεις που συνάπτονται κατά την αλυσίδα εμπορίας δεν συνιστά προϋπόθεση διατηρήσεως του αποκλειστικού του δικαιώματος.

65.
    Συνεπώς, οι κανόνες της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν το αντιτάξιμο προς τρίτους περιορισμών των πωλήσεων δεν ασκούν επιρροή για την επίλυση διαφοράς μεταξύ του δικαιούχου του σήματος και ενός μεταγενέστερου επιχειρηματία στην αλυσίδα εμπορίας σχετικής με τη διατήρηση ή την απώλεια του επί του σήματος δικαιώματος.

66.
    Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο α´, σημεία ii έως v, που υποβλήθηκε στις υποθέσεις C-415/99 και C-416/99, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν έχει σημασία, ως προς την ανάλωση του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος:

-    το ότι ο επιχειρηματίας ο οποίος εισάγει τα φέροντα το σήμα προϊόντα δεν έχει γνώση της αντιρρήσεως του δικαιούχου για διάθεσή τους στην αγορά εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή για εμπορική εκμετάλλευσή τους στην εν λόγω αγορά εκ μέρους επιχειρηματιών άλλων πλην των εγκεκριμένων μεταπωλητών ή

-    το ότι οι εγκεκριμένοι μεταπωλητές και χονδρέμποροι δεν επέβαλαν, σε όσους αγόρασαν εξ αυτών, συμβατικές επιφυλάξεις επαναλαμβάνουσες αυτή την εναντίωση, καίτοι είχαν ενημερωθεί από τον δικαιούχο του σήματος.

67.
    Ενόψει της απαντήσεως αυτής, καθώς και των προηγουμένων απαντήσεων, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο β´, που υποβλήθηκε στις υποθέσεις C-415/99 και C-416/99.

Επί των σχετικών με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας ερωτημάτων

68.
    Ενόψει των απαντήσεων στα ερωτήματα που εξετάστηκαν ανωτέρω, δεν απαιτείται για την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη η απάντηση στο τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο ερώτημα που υποβλήθηκαν στην υπόθεση C-414/99.

Επί των δικαστικών εξόδων

69.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή και η αρχή επιτηρήσεως της ΕΖΕΣ, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 24ης Ιουνίου και της 22ης Ιουλίου 1999 το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Patent Court), αποφαίνεται:

1)    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, όπως τροποποιήθηκε με την Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μα.ου 1992, έχει την έννοια ότι η συγκατάθεση του δικαιούχου σήματος για εμπορία εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προϊόντων φερόντων το εν λόγω σήμα, τα οποία έχουν προηγουμένως διατεθεί στο εμπόριο εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου από τον εν λόγω δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, μπορεί να είναι σιωπηρή, όταν αυτή προκύπτει από στοιχεία και περιστάσεις προγενέστερες, σύγχρονες ή μεταγενέστερες της εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου εμπορίας, οι οποίες, εκτιμώμενες από το εθνικό δικαστήριο, εκφράζουν, κατά τρόπο βέβαιο, παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του να αντιταχθεί στην εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου εμπορία.

2)    Σιωπηρή συγκατάθεση δεν μπορεί να προκύπτει:

    -    από την έλλειψη ανακοινώσεως, εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος, προς όλους τους διαδοχικούς αγοραστές προϊόντων που διατέθηκαν στο εμπόριο εκτός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την οποία να δηλώνει την αντίθεσή του για εμπορία εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου·

    -    από την έλλειψη ενδείξεως, επί των προϊόντων, περί απαγορεύσεως εμπορίας τους εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου·

    -    από το γεγονός ότι ο δικαιούχος του σήματος μεταβίβασε την κυριότητα των φερόντων το σήμα προϊόντων χωρίς να επιβάλει συμβατικές επιφυλάξεις και από το ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα επί της συμβάσεως νομοθεσία, το μεταβιβασθέν δικαίωμα κυριότητας περιλαμβάνει, ελλείψει τέτοιων επιφυλάξεων, απεριόριστο δικαίωμα μεταπωλήσεως ή, τουλάχιστον, δικαίωμα μεταγενέστερης εμπορικής εκμεταλλεύσεως των προϊόντων εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

3)    Δεν έχει σημασία, ως προς την ανάλωση του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος:

    -    το ότι ο επιχειρηματίας ο οποίος εισάγει τα φέροντα το σήμα προϊόντα δεν έχει γνώση της αντιρρήσεως του δικαιούχου για διάθεσή τους στην αγορά εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή για εμπορική εκμετάλλευσή τους στην εν λόγω αγορά εκ μέρους επιχειρηματιών άλλων πλην των εγκεκριμένων μεταπωλητών ή

    -    το ότι οι εγκεκριμένοι μεταπωλητές και χονδρέμποροι δεν επέβαλαν, σε όσους αγόρασαν εξ αυτών, συμβατικές επιφυλάξεις επαναλαμβάνουσες αυτή την εναντίωση, καίτοι είχαν ενημερωθεί από τον δικαιούχο του σήματος.

Rodríguez Iglesias
Jann
Colneric

von Bahr

Gulmann
Edward

La Pergola

Puissochet
Sevón

Σκουρής

Timmermans

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Νοεμβρίου 2001.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

G. C. Rodríguez Iglesias


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.