Language of document : ECLI:EU:C:2012:795

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2012 (*)

«Ανταγωνισμός – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Σύμπραξη – Σημαντικός περιορισμός – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Εθνική αρχή ανταγωνισμού – Πρακτική ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο – Δίωξη και επιβολή κυρώσεων – Μη υπέρβαση των κατωτάτων ορίων μεριδίων αγοράς τα οποία καθορίζονται στην ανακοίνωση de minimis – Περιορισμοί λόγω αντικειμένου»

Στην υπόθεση C‑226/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) με απόφαση της 10ης Μαΐου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Expedia Inc.

κατά

Autorité de la concurrence κ.λπ.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, προεδρεύοντα του δευτέρου τμήματος, U. Lõhmus (εισηγητή), A. Ó Caoimh, A. Arabadjiev και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιουνίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Expedia Inc., εκπροσωπούμενη από τον F. Molinié και την F. Ninane, avocats,

–        η Autorité de la concurrence, εκπροσωπούμενη από τον F. Zivy και την L. Gauthier-Lescop, επικουρούμενους από την E. Baraduc, avocate,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J. Gstalter,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Szpunar,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. von Lingen και B. Mongin,

–        η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και M. Schneider καθώς και από τη Μ. Μουστακαλή,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία ήταν αντίδικοι, αφενός, η εταιρία Expedia Inc. (στο εξής: Expedia) και, αφετέρου, μεταξύ άλλων, η Autorité de la concurrence [Αρχή Ανταγωνισμού] (πρώην Conseil de la concurrence, στο εξής: Αρχή Ανταγωνισμού) με αντικείμενο τις διώξεις τις οποίες κίνησε και τις χρηματικές κυρώσεις τις οποίες επέβαλε η εν λόγω αρχή για τις συμφωνίες περί συστάσεως κοινής θυγατρικής εταιρίας τις οποίες συνήψε η Expedia με τη Société nationale des chemins de fer français (SNCF) (στο εξής: SNCF).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

3        Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα εξής:

«1.      Οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1, [ΕΚ], οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο 81 [ΕΚ] στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. [...]

2.      Η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά οι οποίες δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ], ή οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, [ΕΚ] ή καλύπτονται από κανονισμό για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, [ΕΚ]. [...]»

4        Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 1 [ΕΚ] (de minimis) (ΕΕ 2001, C 368, σ. 13, στο εξής: ανακοίνωση de minimis) προβλέπει στα σημεία της 1, 2, 4, 6 και 7:

«1.      [...] Το Δικαστήριο [...] έχει διευκρινίσει ότι [το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ] δεν είναι εφαρμοστέ[ο] όταν οι συνέπειες μιας συμφωνίας για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές ή για τον ανταγωνισμό δεν είναι σημαντικές.

2.      Στην παρούσα ανακοίνωση η Επιτροπή παρέχει ποσοτικές ενδείξεις, με γνώμονα όρια για το μερίδιο αγοράς, σχετικά με το ποιοι περιορισμοί του ανταγωνισμού δεν θεωρούνται σημαντικοί βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ]. Ο αρνητικός ορισμός της σημαντικής συνέπειας δεν εξυπονοεί ότι οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα στην παρούσα ανακοίνωση όρια περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό. Οι συμφωνίες αυτές ενδέχεται και πάλι να επηρεάζουν μόνο σε αμελητέο βαθμό τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να μην απαγορεύονται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] [...].

[...]

4.      Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παρούσα ανακοίνωση η Επιτροπή δεν πρόκειται να κινήσει διαδικασία, ούτε βάσει αιτήσεως ούτε αυτεπαγγέλτως. Οσάκις οι εκάστοτε επιχειρήσεις θεωρούν καλόπιστα ότι μια συμφωνία εμπίπτει στην παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή δεν θα επιβάλλει πρόστιμα. Η παρούσα ανακοίνωση, αν και δεν είναι δεσμευτική για τα δικαστήρια και τις αρχές των κρατών μελών, αποσκοπεί επίσης στο να αποτελέσει γι’ αυτά ένα καθοδηγητικό βοήθημα για την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ].

[...]

6.      Η παρούσα ανακοίνωση δεν θίγει την όποια ερμηνεία του άρθρου 81 [ΕΚ] από το Δικαστήριο ή το [Γενικό Δικαστήριο] [...].

7.      Η Επιτροπή θεωρεί ότι συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων η οποία επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν περιορίζει σημαντικά τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1, [ΕΚ] στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      αν το συνολικό μερίδιο αγοράς που κατέχουν τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας δεν υπερβαίνει το 10 % σε καμία από τις σχετικές αγορές που επηρεάζονται από τη συμφωνία, όταν η συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες είναι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές σε οποιαδήποτε από αυτές τις αγορές (συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών) [...]

[...]».

 Η γαλλική κανονιστική ρύθμιση

5        Το άρθρο L. 420-1 του εμπορικού κώδικα έχει ως εξής:

«Απαγορεύονται οι εναρμονισμένες πρακτικές, συμβάσεις, ρητές ή σιωπηρές συμπράξεις ή συμμαχίες, ακόμη και με την άμεση ή έμμεση διαμεσολάβηση εταιρείας ομίλου που εδρεύει στην αλλοδαπή, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην αγορά, ιδίως όταν αποσκοπούν:

1°      στον περιορισμό της προσβάσεως στην αγορά ή της ελεύθερης ασκήσεως του ανταγωνισμού από άλλες επιχειρήσεις·

2°      στην παρεμπόδιση του καθορισμού των τιμών βάσει του ελεύθερου ανταγωνισμού ευνοώντας την τεχνητή άνοδο ή πτώση τους·

3°      στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, των αγορών, των επενδύσεων ή της τεχνικής προόδου·

4°      στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού.»

6        Το άρθρο L. 464‑6‑1 του ως άνω κώδικα ορίζει ότι η Αρχή Ανταγωνισμού μπορεί να κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος συνεχίσεως της διαδικασίας όταν οι πρακτικές που αναφέρονται στο άρθρο L. 420-1 του εν λόγω κώδικα δεν αφορούν συμβάσεις που συνήφθησαν κατ’ εφαρμογή του κώδικα δημόσιων συμβάσεων και το συνολικό μερίδιο αγοράς το οποίο κατέχουν οι επιχειρήσεις ή οι οργανισμοί που μετέχουν στην επίμαχη συμφωνία ή πρακτική δεν υπερβαίνει ορισμένα κατώτατα όρια, που αντιστοιχούν στα καθοριζόμενα στο σημείο 7 της ανακοινώσεως de minimis.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7        Αποσκοπώντας στην ανάπτυξη της πωλήσεως σιδηροδρομικών εισιτηρίων και ταξιδίων μέσω του διαδικτύου, η SNCF συνήψε τον Σεπτέμβριο του 2001 διάφορες συμφωνίες με την Expedia, αμερικανική εταιρία η οποία ειδικεύεται στην πώληση ταξιδίων μέσω του διαδικτύου, και συνέστησε μαζί με την Expedia μια κοινή θυγατρική εταιρία με την επωνυμία GL Expedia. Ο δικτυακός τόπος voyages-SNCF.com, ο οποίος προοριζόταν έως τότε για την πληροφόρηση, την κράτηση και την πώληση σιδηροδρομικών εισιτηρίων μέσω του διαδικτύου, περιέλαβε τη δραστηριότητα της GL Expedia και υπέστη μετατροπές προκειμένου να προσφέρει, εκτός των αρχικών υπηρεσιών του, δραστηριότητα on line ταξιδιωτικού πρακτορείου. Το 2004, η κοινή αυτή θυγατρική εταιρία μετέβαλε την επωνυμία της σε Agence de voyages SNCF.com (στο εξής: Agence VSC).

8        Με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2009, η Αρχή Ανταγωνισμού θεώρησε ότι η συνεργασία μεταξύ της SNCF και της Expedia για τη σύσταση της Agence VSC αποτελούσε σύμπραξη αντιβαίνουσα στα άρθρα 81 ΕΚ και L. 420‑1 του εμπορικού κώδικα, η οποία είχε ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα να ευνοεί την κοινή αυτή θυγατρική εταιρία, εις βάρος των ανταγωνιστών, στην αγορά των υπηρεσιών ταξιδιωτικού πρακτορείου που παρέχονται για ταξίδια αναψυχής. Η ως άνω αρχή επέβαλε χρηματικές κυρώσεις τόσο στην Expedia όσο και στην SNCF.

9        Η Αρχή Ανταγωνισμού εκτίμησε ιδίως ότι η Expedia και η SNCF αποτελούσαν ανταγωνιστές στην αγορά των on line υπηρεσιών ταξιδιωτικού πρακτορείου για ταξίδια αναψυχής, κατείχαν περισσότερο από το 10 % των μεριδίων της αγοράς αυτής και ότι, ως εκ τούτου, ο επονομαζόμενος κανόνας de minimis, που προβλέπεται στο σημείο 7 της ανακοινώσεως de minimis καθώς και στο άρθρο L. 464‑2‑1 του εμπορικού κώδικα δεν είχε εφαρμογή.

10      Ενώπιον του cour d’appel de Paris [Εφετείου Παρισιού], η Expedia κατηγόρησε την Αρχή Ανταγωνισμού ότι υπερεκτίμησε τα μερίδια αγοράς της Agence VSC. Το ως άνω δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ευθέως επί του συγκεκριμένου λόγου. Στην απόφασή του της 23ης Φεβρουαρίου 2010, έκρινε μεταξύ άλλων ότι, δεδομένου του γράμματος του άρθρου L. 464‑6‑1 του εμπορικού κώδικα και, ιδίως, της χρήσεως του ρήματος «peut [μπορεί]», η Αρχή Ανταγωνισμού έχει σε κάθε περίπτωση δυνατότητα διώξεως των πρακτικών που εφαρμόζονται από επιχειρήσεις των οποίων τα μερίδια αγοράς είναι κατώτερα από τα κατώφλια που καθορίζονται από το ως άνω νομοθετικό κείμενο και από την ανακοίνωση de minimis.

11      Το Cour de cassation [Άρειος Πάγος], ενώπιον του οποίου η Expedia άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, επισημαίνει ότι αναμφισβήτητα, όπως έκρινε η Αρχή Ανταγωνισμού, η επίδικη στην κύρια δίκη σύμπραξη έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Κρίνει ότι, από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι η Επιτροπή θα κινούσε διαδικασία επιβολής κυρώσεων κατά μιας τέτοιας συμπράξεως στην περίπτωση που τα οικεία μερίδια αγοράς δεν υπερέβαιναν τα κατώτατα όρια τα οποία καθορίζει η ανακοίνωση de minimis.

12      Το αιτούν δικαστήριο έχει ακόμη τη γνώμη ότι τα όσα προβλέπονται στα σημεία 4 και 6 της ανακοινώσεως de minimis, κατά τα οποία η ανακοίνωση αυτή δεν είναι δεσμευτική για τα δικαστήρια και τις αρχές των κρατών μελών και δεν θίγει την όποια ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν τα κατώτατα όρια μεριδίων αγοράς τα οποία καθιερώνονται από την ως άνω ανακοίνωση αποτελούν αμάχητο τεκμήριο για τη μη ύπαρξη σημαντικού αποτελέσματος στον ανταγωνισμό κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

13      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Cour de cassation αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 την έννοια ότι αποκλείουν την κίνηση διαδικασίας και την επιβολή κυρώσεων από εθνική αρχή ανταγωνισμού βάσει τόσο του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσο και της εθνικής νομοθεσίας του ανταγωνισμού, προκειμένου περί συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών δυναμένων να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, όταν, όμως, αυτές δεν υπερβαίνουν τα όρια που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανακοίνωση [de minimis];»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

14      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν σε εθνική αρχή ανταγωνισμού να εφαρμόσει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά μη υπερβαίνουσα τα κατώτατα όρια που καθορίζονται από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της de minimis.

15      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

16      Κατά πάγια νομολογία, μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων εκφεύγει πάντως της απαγορεύσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή όταν επηρεάζει την αγορά σε ασήμαντο μόνο βαθμό (αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1969, 5/69, Völk, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 91, σκέψη 7· της 28ης Μαΐου 1998, C‑7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3111, σκέψη 77· της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑215/96 και C‑216/96, Bagnasco κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑135, σκέψη 34, καθώς και της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 50).

17      Έτσι, για να εμπίπτει στην κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγόρευση, μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει να έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1995, C‑70/93, Bayerische Motorenwerke, Συλλογή 1995, σ. I‑3439, σκέψη 18· της 28ης Απριλίου 1998, C‑306/96, Javico, Συλλογή 1998, σ. I‑1983, σκέψη 12, καθώς και της 2ας Απριλίου 2009, C‑260/07, Pedro IV Servicios, Συλλογή 2009, σ. I‑2437, σκέψη 68).

18      Σε ό,τι αφορά τον ρόλο των αρχών των κρατών μελών στο πλαίσιο της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης σε θέματα ανταγωνισμού, το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 καθιερώνει στενό σύνδεσμο μεταξύ της κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύσεως των συμπράξεων και των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού. Όταν εθνική αρχή ανταγωνισμού εφαρμόζει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου περί απαγορεύσεως των συμπράξεων επί συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων ικανής να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η οικεία αρχή υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του ως άνω κανονισμού την υποχρέωση να εφαρμόσει στη συμφωνία αυτή παράλληλα και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, C‑17/10, Toshiba Corporation κ.λπ., σκέψη 77).

19      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού δεν επιτρέπεται να συνεπάγεται την απαγόρευση τέτοιων συμπράξεων εφόσον αυτές δεν έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

20      Εξ αυτού συνάγεται ότι οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που απαγορεύουν τις συμπράξεις σε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, παρά μόνον αν η συμφωνία αυτή συνιστά σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

21      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το αν στοιχειοθετείται τέτοιος περιορισμός πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω συμφωνία (βλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 1971, 1/71, Cadillon, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 773, σκέψη 8). Πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψη 58). Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 49).

22      Στο πλαίσιο της εξετάσεώς του, το Δικαστήριο έκρινε ιδίως ότι μια συμφωνία αποκλειστικότητας, ακόμη και όταν καθιερώνει απόλυτη εδαφική προστασία, επηρεάζει την επίμαχη αγορά σε ασήμαντο μόνο βαθμό, δεδομένης της ασθενούς θέσεως την οποία κατέχουν οι ενδιαφερόμενοι στην ως άνω αγορά (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Völk, σκέψη 7, και Cadillon, σκέψη 9). Σε άλλες περιπτώσεις, αντιθέτως, δεν στηρίχθηκε στη θέση την οποία κατείχαν οι ενδιαφερόμενοι στην οικεία αγορά. Έτσι, στη σκέψη 35 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bagnasco κ.λπ., εκτίμησε ότι η σύμπραξη μεταξύ των μελών μιας Ένωσης τραπεζών που αποκλείει, σε ό,τι αφορά το άνοιγμα πιστώσεως σε τρέχοντα λογαριασμό, την ευχέρεια επιλογής σταθερού επιτοκίου δεν μπορεί να έχει σημαντική περιοριστική επίδραση επί του ανταγωνισμού, από τη στιγμή που οι διακυμάνσεις του επιτοκίου εξαρτώνται από αντικειμενικά στοιχεία, όπως οι μεταβολές που σημειώνονται στη χρηματαγορά.

23      Από τα σημεία 1 και 2 της ανακοινώσεως de minimis προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει την πρόθεση να παράσχει με την ανακοίνωση αυτή ποσοτικές ενδείξεις, με γνώμονα όρια για το μερίδιο αγοράς, σχετικά με το ποιοι περιορισμοί του ανταγωνισμού δεν θεωρούνται σημαντικοί βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 16 και 17 της παρούσας αποφάσεως.

24      Σε ό,τι αφορά το γράμμα της ανακοινώσεως de minimis, η έλλειψη δεσμευτικού χαρακτήρα της εν λόγω ανακοινώσεως, τόσο για τις αρχές ανταγωνισμού όσο και για τα δικαστήρια των κρατών μελών, υπογραμμίζεται στην τρίτη περίοδο του σημείου της 4.

25      Επιπλέον, στη δεύτερη και στην τρίτη περίοδο του σημείου 2 της εν λόγω ανακοινώσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα χρησιμοποιούμενα κατώτατα όρια μεριδίων αγοράς προσδιορίζουν ποσοτικά τους περιορισμούς του ανταγωνισμού που δεν θεωρούνται σημαντικοί βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πλην όμως ο αρνητικός αυτός ορισμός του σημαντικού περιορισμού δεν εξυπονοεί ότι οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια αυτά περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό.

26      Άλλωστε, σε αντίθεση με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού (ΕΕ 2004, C 101, σ. 43), η ανακοίνωση de minimis δεν περιέχει δήλωση περί διακηρύξεων των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών ότι αποδέχονται τις αρχές που διατυπώνονται στην ανακοίνωση αυτή και ότι θα τις τηρούν.

27      Επιπλέον, από τους σκοπούς της ανακοινώσεως de minimis, όπως παρατίθενται στο σημείο 4 αυτής, προκύπτει ότι η εν λόγω ανακοίνωση δεν δεσμεύει τις αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών.

28      Ειδικότερα, από το σημείο αυτό προκύπτει, αφενός, ότι η εν λόγω ανακοίνωση έχει ως σκοπό να εκθέσει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή, ενεργώντας ως αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή της Ένωσης, θα εφαρμόζει η ίδια το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, με την ανακοίνωση de minimis, η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως και δεν μπορεί να παρεκκλίνει από το περιεχόμενο της ως άνω ανακοινώσεως χωρίς να παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου, και ιδίως τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 211). Αφετέρου, αποσκοπεί στο να αποτελέσει καθοδηγητικό βοήθημα για τα δικαστήρια και τις αρχές των κρατών μελών κατά την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.

29      Εξ αυτού συνάγεται ότι, όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, μια ανακοίνωση της Επιτροπής όπως η ανακοίνωση de minimis δεν είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2011, C‑360/09, Pfleiderer, Συλλογή 2011, σ. Ι‑5161, σκέψη 21).

30      Έτσι, η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε το 2001 στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία, σε αντίθεση με τη σειρά L της εφημερίδας αυτής, δεν έχει ως αντικείμενο τη δημοσίευση πράξεων νομικώς δεσμευτικών, αλλά μόνον πληροφοριών, συστάσεων και γνωμών που αφορούν την Ένωση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, C‑410/09, Polska Telefonia Cyfrowa, Συλλογή 2011, σ. Ι‑3853, σκέψη 35).

31      Εξ αυτού έπεται ότι, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον είναι σημαντικός ένας περιορισμός του ανταγωνισμού, η αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να λάβει υπόψη τα κατώτατα όρια του σημείου 7 της ανακοινώσεως de minimis, χωρίς όμως να έχει την υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τα όρια αυτά. Ειδικότερα, τα ως άνω κατώτατα όρια αποτελούν απλώς ενδείξεις, μεταξύ περισσοτέρων, βάσει των οποίων η ως άνω αρχή έχει τη δυνατότητα να κρίνει κατά πόσον ένας περιορισμός είναι σημαντικός ή όχι, σε συνάρτηση με το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συμφωνία.

32      Σε αντίθεση με τα όσα υποστήριξε η Expedia κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δίωξη την οποία κινεί και οι κυρώσεις τις οποίες επιβάλλει η αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή ενός κράτους μέλους στις επιχειρήσεις που μετέχουν σε συμφωνία η οποία δεν έχει υπερβεί τα κατώτατα όρια της ανακοινώσεως de minimis δεν παραβιάζουν, αυτές καθεαυτές, τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, βάσει του γράμματος του σημείου 4 της ως άνω ανακοινώσεως.

33      Επιπλέον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών της, η αρχή nulla poena sine lege δεν επιβάλλει να θεωρείται η ανακοίνωση de minimis από τις εθνικές αρχές ως δεσμευτικός κανόνας δικαίου. Πράγματι, οι συμπράξεις απαγορεύονται ήδη από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

34      Στο μέτρο που η Expedia, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εξέφρασαν επιφυλάξεις σχετικά με τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ότι αδιαμφισβήτητα η επίδικη στην κύρια δίκη σύμπραξη είχε αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό καθηκόντων μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου, η οποιαδήποτε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑409/06, Winner Wetten, Συλλογή 2010, σ. I‑8015, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Κατόπιν, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας περιττεύει, όταν προκύπτει ότι έχει ως αντικείμενο να περιορίσει, να εμποδίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363, καθώς και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑272/09 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12789, σκέψη 65, και C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑13125, σκέψη 75).

36      Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η διάκριση μεταξύ «παραβάσεων λόγω του αντικειμένου» της συμφωνίας και «παραβάσεων λόγω των αποτελεσμάτων» αυτής εξηγείται από το ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, Συλλογή 2008, σ. I‑8637, σκέψη 17, καθώς και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T-Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 29).

37      Πρέπει έτσι να θεωρηθεί ότι συμφωνία ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουσα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο συνιστά, ως εκ της φύσεώς της και ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα αποτελέσματά της, σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού.

38      Βάσει των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε εθνική αρχή ανταγωνισμού να εφαρμόσει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά μη υπερβαίνουσα τα κατώτατα όρια που καθορίζονται από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της de minimis, υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία αυτή συνιστά σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε εθνική αρχή ανταγωνισμού να εφαρμόσει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά μη υπερβαίνουσα τα κατώτατα όρια που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανακοίνωσή της σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (de minimis), υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία αυτή συνιστά σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.