Language of document : ECLI:EU:C:2013:258

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 23ης Απριλίου 2013 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων – Άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Ανωτέρα βία – Ένοπλη σύρραξη»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-478/11 P έως C-482/11 P,

με αντικείμενο πέντε αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 2011,

Laurent Gbagbo (C-478/11 P),

Katinan Justin Koné (C-479/11 P),

Akissi Danièle Boni-Claverie (C-480/11 P),

Alcide Djédjé (C-481/11 P),

Affi Pascal N’Guessan (C-482/11 P),

εκπροσωπούμενοι από την L. Bourthoumieux, avocate,

αναιρεσείοντες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον B. Driessen και τη M.-M. Ιωσηφίδου,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, M. Ilešič (εισηγητή), Γ. Αρέστη, J. Malenovský, προέδρους τμήματος, U. Lõhmus, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, C. Toader, J.-J. Kasel, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι L. Gbagbo, K. J. Koné, A. D. Boni-Claverie, A. Djédjé και A. P. N’Guessan ζητούν την αναίρεση των διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουλίου 2011, T‑348/11, Gbagbo κατά Συμβουλίου, T-349/11, Koné κατά Συμβουλίου, T-350/11, Boni‑Claverie κατά Συμβουλίου, T‑351/11, Djédjé κατά Συμβουλίου, και T-352/11, N’Guessan κατά Συμβουλίου (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτες τις προσφυγές τους περί ακυρώσεως, αφενός, των αποφάσεων 2011/17/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 11ης Ιανουαρίου 2011 (ΕΕ L 11, σ. 31), 2011/18/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2011 (ΕΕ L 11, σ. 36), και 2011/221/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2011 (ΕΕ L 93, σ. 20), για την τροποποίηση της απόφασης 2010/656/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού, και, αφετέρου, των κανονισμών (ΕΕ) 25/2011 του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2011 (ΕΕ L 11, σ. 1), και (ΕΕ) 330/2011 του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2011 (ΕΕ L 93, σ. 10), σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 560/2005 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού (στο εξής, από κοινού: επίδικες πράξεις), κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές τους αφορούν.

 Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 15 Νοεμβρίου 2004 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1572 (2004) με το οποίο επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι η κατάσταση στην Ακτή του Ελεφαντοστού εξακολουθούσε να εγκυμονεί κινδύνους για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή και αποφάσισε να επιβάλει ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του εν λόγω κράτους.

3        Δυνάμει του άρθρου 14 του ψηφίσματος 1572 (2004) συστάθηκε επιτροπή (στο εξής: επιτροπή κυρώσεων) η οποία είχε, μεταξύ άλλων, ως καθήκον να κατονομάζει τα πρόσωπα και τις οντότητες που αφορούν τα σχετικά με τις μετακινήσεις και τις δεσμεύσεις κεφαλαίων, περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονταν με τα άρθρα 9 και 11 του εν λόγω ψηφίσματος, καθώς και να ενημερώνει τον σχετικό κατάλογο.

4        Κρίνοντας αναγκαία την εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας λήψη μέτρων προς εφαρμογήν του ψηφίσματος 1572 (1999), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου 2004 την κοινή θέση 2004/852/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 368, σ. 50).

5        Στις 12 Απριλίου 2005 το Συμβούλιο, κρίνοντας ότι για την εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο των μέτρων που περιγράφονται στην κοινή θέση 2004/852 ήταν απαραίτητη η έκδοση κανονισμού, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 560/2005, της 12ης Απριλίου 2005, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 95, σ. 1).

6        Η ισχύς της κοινής θέσεως 2004/852 παρατάθηκε και το περιεχόμενό της τροποποιήθηκε επανειλημμένως, προτού καταργηθεί και αντικατασταθεί από την απόφαση 2010/656/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 285, σ. 28).

7        Στις 31 Οκτωβρίου και 28 Νοεμβρίου 2010 διενεργήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας της Ακτής του Ελεφαντοστού.

8        Στις 3 Δεκεμβρίου 2010 ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την Ακτή του Ελεφαντοστού πιστοποίησε το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, το οποίο ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο της ανεξάρτητης εφορευτικής επιτροπής στις 2 Δεκεμβρίου 2010 και όριζε τον Alassane Ouattara ως νικητή των προεδρικών εκλογών.

9        Στις 13 Δεκεμβρίου 2010 το Συμβούλιο τόνισε τη σημασία των προεδρικών εκλογών της 31ης Οκτωβρίου και 28ης Νοεμβρίου 2010 για την αποκατάσταση της ειρήνης και της σταθερότητας στην Ακτή του Ελεφαντοστού, δηλώνοντας ότι η κυρίαρχη βούληση του λαού της Ακτής του Ελεφαντοστού έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει σεβαστή. Έλαβε επίσης υπόψη τα πορίσματα του ειδικού αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την Ακτή του Ελεφαντοστού στο πλαίσιο της σχετικής με την πιστοποίηση των αποτελεσμάτων αποστολής του και συνεχάρη τον Α. Ouattara για την εκλογή του στην προεδρία της Δημοκρατίας της Ακτής του Ελεφαντοστού.

10      Στις 17 Δεκεμβρίου 2010 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε το σύνολο των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων της Ακτής του Ελεφαντοστού που δεν είχαν ακόμη αποδεχθεί την εξουσία του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου Α. Ouattara να το πράξουν. Επιβεβαίωσε τη βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει κυρώσεις ειδικά κατά όσων εξακολουθούν να παρακωλύουν τον σεβασμό της κυρίαρχης βουλήσεως του λαού της Ακτής του Ελεφαντοστού.

11      Το Συμβούλιο, προκειμένου να επιβάλει περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τις μετακινήσεις κατά ορισμένων προσώπων τα οποία, μολονότι δεν έχουν κατονομαστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή την επιτροπή κυρώσεων, υπονομεύουν την ειρηνευτική διαδικασία και τη διαδικασία εθνικής συμφιλιώσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού, ιδίως όσων συνιστούν απειλή για την αίσια περάτωση της εκλογικής διαδικασίας, εξέδωσε την απόφαση 2010/801/ΚΕΠΠΑ, της 22ας Δεκεμβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 341, σ. 45). Ο κατάλογος των προσώπων αυτών περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801.

12      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίζουν την είσοδο στο έδαφός τους ή τη διαμέσου του εδάφους τους διέλευση:

α)      των απαριθμουμένων στο Παράρτημα Ι προσώπων τα οποία η επιτροπή κυρώσεων έχει [κατονομάσει] […]·

β)      των απαριθμουμένων στο Παράρτημα ΙΙ προσώπων τα οποία δεν απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι και τα οποία παρεμποδίζουν τις διαδικασίες ειρήνευσης και εθνικής συμφιλίωσης και ιδίως απειλούν την επιτυχία της εκλογικής διαδικασίας.»

13      Τα ονόματα των L. Gbagbo και A. P. N’Guessan περιελήφθησαν, με την απόφαση 2010/801, στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αυτή.

14      Στις 11 Ιανουαρίου 2011 το Συμβούλιο, δεδομένης της κρισιμότητας της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού, εξέδωσε την απόφαση 2011/17 προκειμένου να συμπεριλάβει και άλλα πρόσωπα στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801.

15      Στο πλαίσιο αυτό, με την απόφαση 2011/17 περιελήφθησαν στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, τα ονόματα του K. J. Koné και της A. D. Boni-Claverie.

16      Στις 14 Ιανουαρίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/18, προκειμένου να επιβάλει επιπρόσθετα περιοριστικά μέτρα και ιδίως μέτρα για τη δέσμευση κεφαλαίων.

17      Κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18:

«1.      Όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από:

α)      τα πρόσωπα που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι που έχει ορίσει η επιτροπή κυρώσεων […] ή ευρίσκονται στην κατοχή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από αυτά ή από πρόσωπα τα οποία ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους, όπως έχει ορίσει η επιτροπή κυρώσεων,

β)      τα απαριθμούμενα στο Παράρτημα ΙΙ πρόσωπα ή οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος Ι και τα οποία παρεμποδίζουν τις διαδικασίες ειρήνευσης και εθνικής συμφιλίωσης και ιδίως απειλούν την επιτυχία της εκλογικής διαδικασίας ή ευρίσκονται στην κατοχή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από αυτά ή από πρόσωπα τα οποία ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους[,]

[δεσμεύονται].

2.      Κανένα κεφάλαιο, χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή οικονομικός πόρος δεν τίθεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στη διάθεση των προσώπων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ούτε και διατίθενται προς όφελος αυτών.»

18      Το Συμβούλιο, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τη διαδικασία τροποποιήσεως και επανεξετάσεως των παραρτημάτων I και II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18, εξέδωσε στις 14 Ιανουαρίου 2011 τον κανονισμό 25/2011.

19      Το άρθρο 2 του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011, έχει ως εξής:

«1.       Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οικονομικοί πόροι που ανήκουν στην κυριότητα ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο των φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι ή στο Παράρτημα ΙΑ.

2.       Απαγορεύεται η διάθεση, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι ή στο Παράρτημα ΙΑ ή προς όφελος αυτών.

3.      Απαγορεύεται η εσκεμμένη και ηθελημένη συμμετοχή σε δραστηριότητες που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα, άμεσα ή έμμεσα, την καταστρατήγηση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.       Το Παράρτημα I περιλαμβάνει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της απόφασης [2010/656], όπως τροποποιήθηκε.

5.      Το Παράρτημα IA περιλαμβάνει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) της απόφασης [2010/656], όπως τροποποιήθηκε.»

20      Με την απόφαση 2011/18 και τον κανονισμό 25/2011, το Συμβούλιο διατήρησε τα ονόματα του L. Gbagbo, του K. J. Koné, του A. P. N’Guessan και της A. D. Boni-Claverie στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/17, και τα συμπεριέλαβε στον κατάλογο του παραρτήματος IA του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011.

21      Στις 30 Μαρτίου 2011 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1975 (2011), το παράρτημα I του οποίου αριθμεί σειρά προσώπων τα οποία, διά σοβαρών προσβολών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σοβαρών παραβάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, παρακώλυσαν τις πράξεις ειρήνευσης και εθνικής συμφιλίωσης στην Ακτή Ελεφαντοστού, καθώς και τη δράση της Opération des Nations unies en Côte d’Ivoire (Επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Ακτή του Ελεφαντοστού, ONUCI) και άλλων διεθνών οργανώσεων στην Ακτή Ελεφαντοστού. Στο εν λόγω παράρτημα I περιλαμβάνονται τα ονόματα των L. Gbagbo, A. Djédjé και A. P. N’Guessan.

22      Στις 6 Απριλίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/221 και τον κανονισμό 330/2011, πράξεις με τις οποίες, μεταξύ άλλων, επιβλήθηκαν επιπρόσθετα περιοριστικά μέτρα και τροποποιήθηκαν οι κατάλογοι προσώπων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18, και στα παραρτήματα I και IA του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011.

23      Με την απόφαση 2011/221, μεταξύ άλλων, διαγράφηκαν τα ονόματα του L. Gbagbo και του A. P. N’Guessan από τον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18, και προστέθηκαν στον κατάλογο του παραρτήματος I της ίδιας αποφάσεως, όπως τροποποιήθηκε.

24      Επιπλέον, με την απόφαση 2011/221 προστέθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος I της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18, το όνομα του A. Djédjé.

25      Με τον κανονισμό 330/2011, εξάλλου, τα ονόματα του L. Gbagbo και του A. P. N’Guessan διαγράφηκαν από τον κατάλογο του παραρτήματος IA του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011, και προστέθηκαν στον κατάλογο του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε.

26      Με τον κανονισμό 330/2011 προστέθηκε, περαιτέρω, στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011, το όνομα του A. Djédjé.

27      Το άρθρο 7 της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, ορίζει τα εξής:

«1      Οσάκις το Συμβούλιο Ασφαλείας ή η επιτροπή κυρώσεων [κατονομάζει] ένα πρόσωπο ή μια οντότητα, το Συμβούλιο προσθέτει το πρόσωπο ή την οντότητα αυτή στο Παράρτημα Ι.

2.      Οσάκις το Συμβούλιο αποφασίσει να υπαγάγει πρόσωπο ή οντότητα στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ , τροποποιεί το Παράρτημα ΙΙ αναλόγως.

3.      Το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του στο εν λόγω πρόσωπο ή οντότητα, μαζί με τους λόγους για την προσθήκη του στον κατάλογο, είτε άμεσα, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης, παρέχοντας τη δυνατότητα στο πρόσωπο ή την οντότητα αυτή να υποβάλει παρατηρήσεις.

4.      Οσάκις υποβάλλονται παρατηρήσεις ή οσάκις κατατίθενται νέα και ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο ή την οντότητα.»

28      Το άρθρο 11α, παράγραφος 3, του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011, ορίζει:

«Το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του, συμπεριλαμβανομένων των λόγων εγγραφής στον κατάλογο, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, είτε άμεσα, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση ανακοίνωσης, παρέχοντας τη δυνατότητα στο εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό να υποβάλει παρατηρήσεις.»

29      Στις 7 Απριλίου 2011 και στις 18 Ιανουαρίου 2011 το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοινώσεις προς τα πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπουν οι επίδικες πράξεις (ΕΕ C 14, σ. 8, και ΕΕ C 108, σ. 2 και 4). Με τις ανακοινώσεις αυτές, το Συμβούλιο υπενθυμίζει την ύπαρξη των οικείων μέτρων, παραπέμπει στις σχετικές πράξεις όσον αφορά τους λόγους κάθε εγγραφής ονόματος σε κατάλογο και εφιστά την προσοχή στη δυνατότητα υποβολής στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους αιτήσεως αδείας για τη χρησιμοποίηση των δεσμευμένων κεφαλαίων προς κάλυψη βασικών αναγκών ή προς πραγματοποίηση ορισμένων πληρωμών. Το Συμβούλιο διευκρινίζει, εξάλλου, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και οντότητες μπορούν να υποβάλουν ενώπιόν του αίτηση επανεξετάσεως. Υπενθυμίζει, τέλος, τη δυνατότητα προσβολής της αποφάσεώς του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 263, τέταρτο και έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις

30      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιουλίου 2011, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την ακύρωση των επίδικων πράξεων στο μέτρο που τους αφορούσαν. Προς στήριξη των προσφυγών τους προέβαλαν, αφενός, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και, αφετέρου, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

31      Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν, περαιτέρω, ότι οι προσφυγές τους έπρεπε να κηρυχθούν παραδεκτές από το Γενικό Δικαστήριο καθόσον, ελλείψει κοινοποιήσεως των επίδικων πράξεων, δεν μπορεί να τους αντιταχθεί η δίμηνη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

32      Με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως προδήλως απαράδεκτες.

33      Το Γενικό Δικαστήριο, καταρχάς, υπενθύμισε την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι θεσπίστηκε με σκοπό να συμβάλει στη σαφήνεια και την ασφάλεια των εννόμων καταστάσεων, καθώς και να αποτρέψει κάθε είδους δυσμενή διάκριση ή αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης, και, ακολούθως, επισήμανε ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν τηρείται η εν λόγω προθεσμία.

34      Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη συνέχεια, ότι οι επίδικες πράξεις είχαν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

–        στις 15 Ιανουαρίου 2011, όσον αφορά τις αποφάσεις 2011/17 και 2011/18, καθώς και τον κανονισμό 25/2011, και

–        στις 7 Απριλίου 2011, όσον αφορά την απόφαση 2011/221 και τον κανονισμό 330/2011.

35      Συνεπώς, η δίμηνη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε να τρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεκατέσσερις ημέρες μετά τις εν λόγω δημοσιεύσεις και εξέπνευσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 102, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού:

–        τα μεσάνυχτα της 8ης Απριλίου 2011, όσον αφορά τις αποφάσεις 2011/17 και 2011/18, καθώς και τον κανονισμό 25/2011, και

–        τα μεσάνυχτα της 1ης Ιουλίου 2011, όσον αφορά την απόφαση 2011/221 και τον κανονισμό 330/2011.

36      Δεδομένου ότι τα δικόγραφα της προσφυγής είχαν κατατεθεί στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιουλίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφυγές ήταν εκπρόθεσμες.

37      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι δεν μπορούσε να τους αντιταχθεί η δίμηνη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής διότι οι επίδικες πράξεις δεν τους είχαν κοινοποιηθεί. Επί του σημείου αυτού έκρινε τα εξής:

«Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη ότι σκοπός των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής είναι να συμβάλουν στην ασφάλεια δικαίου αποτρέποντας την επ’ αόριστον δυνατότητα προσβολής των πράξεων της Ένωσης που παράγουν έννομα αποτελέσματα, η ημερομηνία δημοσιεύσεως, εφόσον υπάρχει, αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο καθορισμού του σημείου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (διατάξεις του Δικαστηρίου της 25ης Νοεμβρίου 2008, C-500/07 P, TEA κατά Επιτροπής, [...] σκέψη 23, και C-501/07 P, S.A.BA.R. κατά Επιτροπής, [...] σκέψη 22· της 9ης Ιουλίου 2009, C‑498/08 P, Fornaci Laterizi Danesi κατά Επιτροπής, [...] σκέψη 22· απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2010, C‑36/09 P, Transportes Evaristo Molina κατά Επιτροπής, [...] σκέψη 37). Ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει ότι έλαβε γνώση της προσβαλλομένης πράξεως σε στάδιο μεταγενέστερο της δημοσιεύσεώς της προκειμένου να καθυστερήσει την έναρξη της εν λόγω προθεσμίας (προαναφερθείσες διατάξεις TEA κατά Επιτροπής, σκέψη 23, S.A.BA.R. κατά Επιτροπής, σκέψη 22, και Fornaci Laterizi Danesi κατά Επιτροπής, σκέψη 22). Ως εκ τούτου, εφόσον δημοσιεύθηκαν οι [επίδικες] πράξεις, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής πρέπει να υπολογίζεται με αφετηρία τη δημοσίευσή τους (βλ., όσον αφορά τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως επιβάλλουσας περιοριστικά μέτρα με αφετηρία τη δημοσίευσή της, διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2005, Τ‑299/04, Selmani κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, [...] σκέψη 61), έστω και αν δεν έχουν κοινοποιηθεί [στους προσφεύγοντες]. Επί του σημείου αυτού, πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο δημοσίευσε [...] ανακοινώσεις προς τα πρόσωπα που αφορούν τα προβλεπόμενα στις [επίδικες πράξεις] περιοριστικά μέτρα, με τις οποίες επέστησε ιδίως την προσοχή των ενδιαφερομένων στη δυνατότητα προσβολής της αποφάσεώς του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 263, τέταρτο και έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ».

38      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν ούτε αποδείξει ούτε έστω επικαλεστεί την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας που να αποκλείει την εφαρμογή της επίμαχης προθεσμίας στην περίπτωσή τους βάσει του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

39      Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις και να κηρύξει τις πρωτοδίκως ασκηθείσες προσφυγές παραδεκτές,

–        να αναπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας, και

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

40      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

41      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2011, οι υποθέσεις C-478/11 P έως C-482/11 P ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

42      Με έγγραφο της 11ης Μαΐου 2012, που απεστάλη με τηλεομοιοτυπία και με συστημένη επιστολή, η Γραμματεία του Δικαστηρίου ενημέρωσε τους διαδίκους ότι επρόκειτο να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις 26 Ιουνίου 2012 και τους κάλεσε να απαντήσουν γραπτώς έως τις 15 Ιουνίου 2012 στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου οι οποίες ήταν συνημμένες στην κλήση στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

43      Η απάντηση του Συμβουλίου στη σχετική ερώτηση περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Ιουνίου 2012. Η προθεσμία για την υποβολή γραπτής απαντήσεως παρήλθε ωστόσο στις 15 Ιουνίου 2012, χωρίς το Δικαστήριο να έχει λάβει απάντηση από τους διαδίκους ούτε ως προς την ερώτηση που τους είχε θέσει ούτε ως προς την πρόθεσή τους να μετάσχουν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

44      Στους αναιρεσείοντες ετάχθη και μια τελευταία προθεσμία προκειμένου να δηλώσουν αν επρόκειτο να παρασταθούν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η προθεσμία αυτή, της 21ης Ιουνίου 2012, παρήλθε άπρακτη, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η προφορική διαδικασία.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

45      Προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν δύο λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση ανωτέρας βίας. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι τους αντέταξε την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής και τη συνυφασμένη με αυτήν αρχή της ασφάλειας δικαίου, μολονότι οι υπό κρίση υποθέσεις χαρακτηρίζονταν από το γεγονός, αφενός, ότι δεν κοινοποιήθηκαν οι επίδικες πράξεις και, αφετέρου, ότι δεν υπήρξε παρέκταση της προθεσμίας λόγω αποστάσεως, όπως προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

46      Πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

47      Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υποπίπτοντας με τον τρόπο αυτή σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι, εφόσον οι επίδικες πράξεις δημοσιεύθηκαν, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής έπρεπε να υπολογίζεται με αφετηρία την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους. Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη ότι οι επίδικες πράξεις δεν είχαν αποτελέσει, αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, αντικείμενο κοινοποιήσεως, δεν είχαν δηλαδή ανακοινωθεί ατομικά στους ενδιαφερομένους, ούτως ώστε αυτοί να λάβουν γνώση του περιεχομένου τους.

48      Οι αναιρεσείοντες εκτιμούν, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να αντιτάξει τη δυνατότητα παρεκτάσεως της προθεσμίας λόγω αποστάσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Διαδικασίας, στην περίπτωση προσφευγόντων που διαμένουν σε αφρικανικό κράτος, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι το κράτος αυτό βρισκόταν σε ένοπλη σύρραξη.

49      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το δικονομικό πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων διαφέρει από εκείνο που εξέτασε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αποφάσεως της 16ης Νοεμβρίου 2011, C-548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2011, σ. Ι-11381). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο στήριξε την υποχρέωση ατομικής κοινοποιήσεως των λόγων επιβολής περιοριστικών μέτρων στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 103, σ. 1). Αντιθέτως προς τον κανονισμό 423/2007, το άρθρο 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, προβλέπει τη δυνατότητα κοινοποιήσεως με δημοσίευση ανακοινώσεως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Συμβούλιο δεν γνωρίζει τη διεύθυνση του ενδιαφερομένου.

50      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο κοινοποίησε τις επίδικες πράξεις στους αναιρεσείοντες με δημοσιευθείσα ανακοίνωση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801. Δεν κοινοποίησε τις πράξεις με άλλο τρόπο, καθόσον δεν ήταν γνωστές οι προσωπικές διευθύνσεις των αναιρεσειόντων.

51      Εν πάση περιπτώσει, η ημερομηνία δημοσιεύσεως των επίδικων πράξεων αποτελεί την αφετηρία υπολογισμού της προθεσμίας του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Η ερμηνεία αυτή απορρέει από τις επιταγές περί ασφάλειας δικαίου οι οποίες διέπουν τη σχετική με τις δικονομικές προθεσμίες κανονιστική ρύθμιση.

52      Το Συμβούλιο επισημαίνει, τέλος, ότι το σχετικό με την παρέκταση της προθεσμίας λόγω αποστάσεως επιχείρημα των αναιρεσειόντων είναι προδήλως αβάσιμο και ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με προσβολή του κύρους του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η διάταξη αυτή πάντως συνιστά απλή παράταση της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι έχει την εξουσία να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, καθόσον πρόκειται για προθεσμία δημοσίας τάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1971, 79/70, Müllers κατά ΟΚΕ, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 889, σκέψη 6, και προπαρατεθείσα απόφαση Transportes Evaristo Molina κατά Επιτροπής, σκέψη 33).

54      Ακολούθως, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[ο]ι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως».

55      Εν προκειμένω, οι επίδικες πράξεις δημοσιεύθηκαν μεν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά L, έπρεπε όμως, βάσει των άρθρων 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, και 11α, παράγραφος 3, του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011, να κοινοποιηθούν στους ενδιαφερομένους είτε άμεσα, αν ήταν γνωστές οι διευθύνσεις τους, είτε, στην αντίθετη περίπτωση, με δημοσίευση ανακοινώσεως.

56      Η κατάσταση αυτή απορρέει από την ιδιαίτερη φύση των επίδικων πράξεων οι οποίες προσιδιάζουν ταυτοχρόνως σε πράξεις γενικού περιεχομένου, στο μέτρο που απαγορεύουν σε μια κατηγορία αποδεκτών καθορισθέντων κατά τρόπο γενικό και αόριστο να θέτουν, μεταξύ άλλων, κεφάλαια και οικονομικούς πόρους στη διάθεση των προσώπων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στους καταλόγους των παραρτημάτων τους, και σε δέσμη ατομικών αποφάσεων οι οποίες αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα και οντότητες (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-6351, σκέψεις 241 έως 244).

57      Πρέπει περαιτέρω να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδονται βάσει των διατάξεων περί κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, όπως είναι οι επίδικες πράξεις, το καθοριστικό στοιχείο για την πρόσβαση στον δικαστή της Ένωσης είναι, κατά τα άρθρα 275, δεύτερο εδάφιο, και 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η ατομική φύση των πράξεων αυτών.

58      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των ιδιαιτεροτήτων και του απορρέοντος καθεστώτος δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως, η εφαρμογή του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν θα ήταν συνεπής εάν, στην περίπτωση των προσώπων και οντοτήτων των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στους καταλόγους των παραρτημάτων των εν λόγω πράξεων, η αφετηρία για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως δεν ήταν η ημερομηνία κοινοποιήσεως της επίμαχης πράξεως στους ενδιαφερομένους, αλλά η ημερομηνία δημοσιεύσεώς της. Πράγματι, σκοπός της εν λόγω κοινοποιήσεως είναι ακριβώς να καταστεί δυνατή για τους αποδέκτες της η υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, προκειμένου να αποφασίσουν με πλήρη επίγνωση της καταστάσεως αν είναι χρήσιμο να υποβάλουν το ζήτημα στην κρίση του δικαστή της Ένωσης (προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 337).

59      Εντεύθεν προκύπτει ότι, μολονότι η θέση σε ισχύ πράξεων όπως οι επίδικες πραγματοποιείται βεβαίως διά της δημοσιεύσεώς τους, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά των εν λόγω πράξεων δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αρχίζει να τρέχει, για καθένα από τα εν λόγω πρόσωπα και οντότητες, από την ημερομηνία κοινοποιήσεως των οικείων πράξεων σε αυτά.

60      Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι αναιρεσείοντες, οι επίδικες πράξεις τους έχουν κοινοποιηθεί.

61      Βεβαίως, οι πράξεις αυτές δεν τους κοινοποιήθηκαν άμεσα στις διευθύνσεις τους. Αφού το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να προβεί σε άμεση κοινοποίηση στον L. Gbagbo, στον K. J. Koné, στην A. D. Boni-Claverie, στον A. Djédjé και στον A. P. N’Guessan, προχώρησε σε δημοσίευση ανακοινώσεως σύμφωνα με τα άρθρα 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, και 11 α, παράγραφος 3, του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011. Στο πλαίσιο αυτό, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, της 18ης Ιανουαρίου 2011 και 7ης Απριλίου 2011, τις προαναφερθείσες στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως ανακοινώσεις.

62      Δεδομένου ότι οι ανακοινώσεις αυτές καθιστούν δυνατό για τους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν το ένδικο βοήθημα που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να βάλουν κατά της εγγραφής του ονόματός τους στους επίμαχους καταλόγους, καθώς και την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, C-417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 81), είναι σημαντικό να μην δίδεται στους προσφεύγοντες η δυνατότητα να καθυστερήσουν την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής επικαλούμενοι την απουσία άμεσης κοινοποιήσεως ή το γεγονός ότι έλαβαν ουσιαστικά γνώση των επίδικων πράξεων σε μεταγενέστερο στάδιο. Η παροχή τέτοιας δυνατότητας στους προσφεύγοντες, ελλείψει ανωτέρας βίας, θα προσέκρουε στον σκοπό αυτόν καθαυτόν της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, που συνίσταται στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και στην αποτροπή της επ’ αόριστον δυνατότητας προσβολής των πράξεων της Ένωσης που παράγουν έννομα αποτελέσματα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 1997, C‑178/95, Wiljo, Συλλογή 1997, σ. I‑585, σκέψη 19, της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑241/01, National Farmers’ Union, Συλλογή 2002, σ. I-9079, σκέψη 34, και διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2012, C-102/12 P, Städter κατά ΕΚΤ, σκέψη 12).

63      Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι δεν μπορεί να τους αντιταχθεί η δυνατότητα παρεκτάσεως λόγω αποστάσεως της προθεσμίας κατά δέκα ημέρες, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, λόγω του ότι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτο κράτος, αρκεί η επισήμανση ότι το επιχείρημα αυτό αναιρείται από τον κατ’ αποκοπή χαρακτήρα της εν λόγω προθεσμίας. Το γεγονός επομένως ότι οι αναιρεσείοντες βρίσκονταν, κατά το εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής χρονικό διάστημα, σε τρίτο κράτος δεν είναι ικανό να διαφοροποιήσει αντικειμενικώς την κατάστασή τους, ως προς το ζήτημα της εφαρμογής της προθεσμίας αυτής, σε σχέση με τα εγκατεστημένα εντός της Ένωσης πρόσωπα και οντότητες που αποτελούν αντικείμενο περιοριστικών μέτρων της ίδιας φύσεως.

64      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, έστω και αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής άρχισαν να τρέχουν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως των επίδικων πράξεων, οι προθεσμίες αυτές, που έπρεπε να υπολογισθούν βάσει των αναφερθεισών στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως ημερομηνιών, είχαν παρέλθει στις 7 Ιουλίου 2011, ημερομηνία ασκήσεως των προσφυγών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, C‑282/05 P, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-2941, σκέψη 33].

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

65      Οι αναιρεσείοντες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο, μη διαπιστώνοντας τη συνδρομή ανωτέρας βίας κατά την έννοια του άρθρου αυτού, ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

66      Κατά την άποψή τους, η σύρραξη στην Ακτή Ελεφαντοστού πρέπει να θεωρηθεί περίπτωση ανωτέρας βίας στο μέτρο που τους αφορά, δεδομένου ότι δεν διέθεταν, κατά την περίοδο αυτή, καμία δυνατότητα να λάβουν γνώση των επίδικων πράξεων και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους προσφυγής.

67      Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι ένα από τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της ανωτέρας βίας είναι η επέλευση γεγονότος ξένου προς το πρόσωπο που επιδιώκει να την επικαλεσθεί, δηλαδή η επέλευση γεγονότος εκτός της σφαίρας παρεμβάσεως του προσώπου αυτού (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, C-334/08, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2010, σ. I-6869, σκέψη 47). Η μετεκλογική κρίση στην Ακτή Ελεφαντοστού και η παρεπόμενη της κρίσης αυτής βία προκλήθηκαν από την άρνηση του L. Gbagbo και των συνεργατών του να παραχωρήσουν την εξουσία στον εκλεχθέντα πρόεδρο. Οι περιστάσεις αυτές δεν μπορούν, συνεπώς, να θεωρηθούν ξένες προς τους αναιρεσείοντες.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68      Κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, «[α]πώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιτάσσεται, όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας».

69      Διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, οι αναιρεσείοντες δεν επικαλέστηκαν ενώπιόν του την ύπαρξη ανωτέρας βίας.

70      Το Δικαστήριο έκρινε πάντως ότι δεν μπορεί να προσαφθεί σε προσφεύγοντα το ότι επικαλέστηκε για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση την ύπαρξη ανωτέρας βίας, αφής στιγμής το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη με διάταξη βάσει του άρθρου 111 του Κανονισμού του Διαδικασίας, δεν ενημέρωσε τον προσφεύγοντα σχετικά με την πρόθεσή του να απορρίψει την προσφυγή ως εκπρόθεσμη και δεν του ζήτησε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην παραλαβή του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής από τη Γραμματεία (διάταξη της 18ης Ιανουαρίου 2005, C-325/03 P, Zuazaga Meabe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. I-403, σκέψη 24). Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων περί υπάρξεως ανωτέρας βίας.

71      Επί του ζητήματος αυτού, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών κανόνων ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C-426/10 P, Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. Ι-8849, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Ακολούθως, επισημαίνεται ότι, κατά τα άρθρα 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, στον ενδιαφερόμενο απόκειται να αποδείξει, αφενός, ότι λόγω ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς αυτόν περιστάσεων κατέστη αδύνατη η εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να προφυλαχθεί από τις συνέπειες των εν λόγω περιστάσεων λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα, χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑314/06, Société Pipeline Méditerranée και Rhône, Συλλογή 2007, σ. I-12273, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται εν γένει την ένοπλη σύρραξη στην Ακτή Ελεφαντοστού, η οποία κατά την εκτίμησή τους άρχισε τον Νοέμβριο του 2010 και εξακολούθησε τουλάχιστον έως τον Απρίλιο του 2011.

74      Ωστόσο, κανείς από τους αναιρεσείοντες δεν παρέσχε με την ενώπιον του Δικαστηρίου αίτησή του αναιρέσεως στοιχεία που να καθιστούν δυνατό για το Δικαστήριο να εκτιμήσει για ποιους λόγους και κατά τη διάρκεια ποιας ακριβώς περιόδου η γενική κατάσταση ένοπλης σύρραξης στην Ακτή Ελεφαντοστού και οι προσωπικές περιστάσεις τις οποίες επικαλούνται τους εμπόδισαν να ασκήσουν εμπροθέσμως τις προσφυγές τους.

75      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

76      Εφόσον κανένας από τους λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες δεν κρίθηκε βάσιμος, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τον Laurent Gbagbo, τον Katinan Justin Koné, την Akissi Danièle Boni-Claverie, τον Alcide Djédjé και τον Affi Pascal N’Guessan στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.