Language of document : ECLI:EU:C:2014:2166

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑260/13

Sevda Aykul

κατά

Land Baden-Württemberg

[αίτηση του Verwaltungsgericht Sigmaringen (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγίες 91/439/ΕΟΚ και 2006/126/ΕΚ — Άδεια οδηγήσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439 και άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 — Άρνηση κράτους μέλους να αναγνωρίσει σε πρόσωπο που οδήγησε στο έδαφός του υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών την ισχύ άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος — Παραβατική συμπεριφορά του κατόχου άδειας οδηγήσεως η οποία έλαβε χώρα μετά την έκδοση της άδειας — Αφαίρεση της άδειας οδηγήσεως — Διαδικασία ελέγχου ικανοτήτων — Αρμόδιες αρχές — Βελτίωση της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας»





1.        Η υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδήγησης (2), και της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006 (3), η οποία την αντικατέστησε.

2.        Ειδικότερα, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της δυνατότητας κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου διαμένει προσωρινώς κάτοχος άδειας οδηγήσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ της άδειας αυτής λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της —εν προκειμένω οδηγήσεως υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών— η οποία έλαβε χώρα στο έδαφός του μετά την έκδοση της εν λόγω άδειας οδηγήσεως.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από τις υποθέσεις των οποίων έχει μέχρι στιγμής επιληφθεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο πλειόνων ενδίκων διαφορών για θέματα άδειας οδηγήσεως (4), δεδομένου ότι στις προγενέστερες αυτές υποθέσεις αντικείμενο αμφισβητήσεως ήταν η δυνατότητα χρήσεως σε ένα κράτος μέλος άδειας οδηγήσεως που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, κατόπιν αφαιρέσεως ή αναστολής της άδειας αυτής στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους.

4.        Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται επίσης στο γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση, εν προκειμένω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το δικαίωμα οδηγήσεως αφαιρέθηκε επί του εδάφους αυτού, επειδή εξέλιπε η ικανότητα οδηγήσεως του κατόχου αυτής.

5.        Ως εκ τούτου, η ικανότητα οδηγήσεως δεν αμφισβητείται στο στάδιο της εκδόσεως της άδειας οδηγήσεως αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο, κατόπιν παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της συγκεκριμένης άδειας οδηγήσεως. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιες είναι οι αρμόδιες αρχές να εξετάσουν κατά πόσον ο κάτοχος της άδειας αυτής είναι εκ νέου ικανός να οδηγεί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση.

6.        Στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς μου, θα προσδιορίσω, καταρχάς, τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που εφαρμόζονται στην υπό κρίση υπόθεση και θα αναδιατυπώσω τα ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Sigmaringen (διοικητικό πρωτοδικείο του Sigmaringen, Γερμανία).

7.        Μετά την εξέταση των ερωτημάτων αυτών, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 υποχρεώνει κράτος μέλος να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, όταν, κατόπιν τροχαίας παραβάσεως ποινικού χαρακτήρα που διαπράττεται στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, μετά την έκδοση της άδειας αυτής, η άδεια οδηγήσεως αφαιρείται από τον κάτοχό της στο εν λόγω έδαφος, διότι δεν ήταν πλέον ικανός να οδηγεί και είχε καταστεί επικίνδυνος για την οδική ασφάλεια. Ο κάτοχος της άδειας οδηγήσεως θα είναι εκ νέου ικανός να οδηγεί στο έδαφος αυτό, εφόσον τηρηθούν οι όροι που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εθνικοί κανόνες δεν επιβάλλουν όρους που δεν τάσσονται στην οδηγία 2006/126 για την έκδοση του εν λόγω τίτλου ούτε την επ’ αόριστον άρνηση αναγνωρίσεως της άδειας οδηγήσεως.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α —      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 91/439

8.        Προκειμένου να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των προσώπων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή η εγκατάστασή τους σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο τους χορηγήθηκε άδεια οδηγήσεως, η οδηγία 91/439 θέσπισε την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως (5).

9.        Η πρώτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«εκτιμώντας ότι είναι ευκταίο, για τους σκοπούς της κοινής πολιτικής μεταφορών και για να βελτιωθεί η ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας καθώς και για να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των προσώπων που εγκαθίστανται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εξετάστηκαν για να πάρουν άδεια οδηγήσεως, να υπάρχει κοινοτικό υπόδειγμα των εθνικών αδειών οδηγήσεως που θα αναγνωρίζεται αμοιβαία από το κράτη μέλη χωρίς υποχρέωση αλλαγής».

10.      Κατά την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/439, «[…] προκειμένου, να υπάρξει ανταπόκριση στις επιτακτικές ανάγκες της οδικής ασφάλειας, είναι αναγκαίος ο καθορισμός ελάχιστων προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας οδήγησης».

11.      Κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/439:

«ότι, επιπλέον, πρέπει για λόγους ασφαλείας της οδικής κυκλοφορίας, να μπορούν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις εθνικές τους διατάξεις όσον αφορά την ανάκληση, αναστολή ή ακύρωση της άδειας οδήγησης, σε κάθε κάτοχο αδείας οδήγησης που διαμένει πλέον κανονικά [(6)] στο έδαφός τους».

12.      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής προβλέπει:

«Με την επιφύλαξη των εθνικών, ποινικών και αστυνομικών διατάξεων, τα κράτη μέλη, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή, μπορούν να εφαρμόζουν στη χορήγηση της αδείας οδήγησης τις εθνικές τους διατάξεις που αφορούν προϋποθέσεις άλλες, εκτός αυτών της παρούσας οδηγίας.»

13.      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 91/439:

«2.      Με την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεών του, το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της άδειας αυτής.

[...]

4.      Ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει σε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται, στο έδαφός του, ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, την ισχύ αδείας οδηγήσεως που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος.»

2.      Η οδηγία 2006/126

14.      Η οδηγία 2006/126 αναδιατυπώνει συνολικά την οδηγία 91/439, λόγω των πολυάριθμων τροποποιήσεων που αυτή είχε υποστεί (7).

15.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2006/126:

«Οι κανόνες σχετικά με την άδεια οδήγησης αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της κοινής πολιτικής μεταφορών, συμβάλλουν στην βελτίωση της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας και διευκολύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων που εγκαθίστανται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που χορήγησε την άδεια. Λόγω της σημασίας των ατομικών μέσων μεταφοράς, η κατοχή άδειας οδήγησης που αναγνωρίζεται νόμιμα από το κράτος υποδοχής προωθεί την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. [...]»

16.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας αυτής, «[γ]ια λόγους οδικής ασφάλειας, θα πρέπει να καθορισθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις για την έκδοση άδειας οδηγήσεως».

17.      Η αιτιολογική σκέψη 15 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Για λόγους ασφαλείας της οδικής κυκλοφορίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις εθνικές τους διατάξεις όσον αφορά την ανάκληση, αναστολή, ανανέωση και ακύρωση της άδειας οδήγησης, σε κάθε κάτοχο αδείας οδηγήσεως που αποκτά κανονική διαμονή [(8)] στο έδαφός τους.»

18.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδηγήσεως που εκδίδουν».

19.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Η άδεια οδήγησης χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους:

α)      έχουν επιτύχει σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων και πληρούν τις απαιτήσεις υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων II και III».

20.      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/126 ορίζει, στις παραγράφους του 2 και 4, τα εξής:

«2.      Με την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεών του, το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της άδειας αυτής.

[...]

4.      [...]

Ένα κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει σε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται, στο έδαφός του, ένα από τα μέτρα της παραγράφου 2, την ισχύ άδειας οδήγησης που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος.

[...]»

21.      Το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο έως τις 19 Ιανουαρίου 2011 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, στοιχεία β΄ έως ια΄, το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2, στοιχεία α΄, γ΄, δ΄ και ε΄, το άρθρο 7, παράγραφοι 1, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄, 2, 3 και 5, το άρθρο 8, το άρθρο 10, το άρθρο 13, το άρθρο 14, το άρθρο 15, καθώς και τα παραρτήματα Ι, σημείο 2, ΙΙ, σημείο 5.2, σχετικά με τις κατηγορίες Α1, Α2 και Α, IV, V και VI. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

2.      Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 19 Ιανουαρίου 2013.»

22.      Το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 έχει ως εξής:

«Η οδηγία 91/439 [...] καταργείται από τις 19 Ιανουαρίου 2013, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες του Παραρτήματος VII, Μέρος Β, για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.»

23.      Το άρθρο 18 της οδηγίας 2006/126 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 5, το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, το άρθρο 9, το άρθρο 11, παράγραφοι 1, 3, 4, 5 και 6, το άρθρο 12, και τα παραρτήματα I, II και III εφαρμόζονται από τις 19 Ιανουαρίου 2009.»

 Β —      Η γερμανική νομοθεσία

24.      Το άρθρο 2 του νόμου περί οδικής κυκλοφορίας (Straßenverkehrsgesetz) (9), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει:

«(1)      Κάθε πρόσωπο που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε δημόσια οδό πρέπει να διαθέτει τη σχετική άδεια (άδεια οδηγήσεως), χορηγηθείσα από την αρμόδια αρχή (αρμόδια για τις άδειες οδηγήσεως αρχή). [...]

(4)      Ικανό προς οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων είναι κάθε πρόσωπο που πληροί τους από σωματικής και πνευματικής απόψεως αναγκαίους προς τούτο όρους και το οποίο δεν έχει παραβιάσει σοβαρώς ή κατ’ επανάληψη τις περί της οδικής κυκλοφορίας διατάξεις ή τις ποινικές διατάξεις. [...]

(11)      Δυνάμει ειδικότερων διατάξεων προβλεπομένων σε κανονιστική απόφαση [...], ο κάτοχος αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως έχει το δικαίωμα οδηγήσεως μηχανοκίνητων οχημάτων στην ημεδαπή. [...]»

25.      Το άρθρο 3 του StVG, με τίτλο «Αφαίρεση άδειας οδηγήσεως», ορίζει στις παραγράφους του 1 και 2 τα εξής:

«(1)      Όταν διαπιστώνεται ότι ένα πρόσωπο δεν έχει την ικανότητα να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα, η αρμόδια για τις άδειες οδηγήσεως αρχή πρέπει να αφαιρέσει την άδειά του οδηγήσεως. Σε περίπτωση αλλοδαπής αδείας οδηγήσεως, η αφαίρεση —ακόμη και αν επιβάλλεται δυνάμει άλλων διατάξεων— συνεπάγεται την άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος χρήσεως της άδειας αυτής οδηγήσεως στην ημεδαπή. [...]

(2)      Με την αφαίρεση της άδειας οδηγήσεως παύει να ισχύει το δικαίωμα οδηγήσεως. Στην περίπτωση που η άδεια αυτή έχει εκδοθεί στην αλλοδαπή, με την αφαίρεσή της παύει να ισχύει το δικαίωμα οδηγήσεως οχημάτων στην ημεδαπή. Κατόπιν της αφαιρέσεως, η άδεια οδηγήσεως πρέπει να παραδίδεται στην αρμόδια για τις άδειες οδηγήσεως αρχή ή να προσκομίζεται κατά την καταχώριση της αποφάσεως. Τα πρώτο έως το τρίτο εδάφιο εφαρμόζονται επίσης όταν η αρμόδια για τις άδειες οδηγήσεως αρχή αφαιρεί την άδεια οδηγήσεως κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων.»

26.      Το άρθρο 29 του StVG, με τίτλο «Προθεσμίες διαγραφής», ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Οι εγγραφές που καταχωρίζονται στο μητρώο διαγράφονται μόλις παρέλθουν οι [εξής] προθεσμίες:

1.      δύο έτη και έξι μήνες σε περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως επί διοικητικής παραβάσεως

a)      η οποία [...] συνοδεύεται από έναν βαθμό ποινής ως διοικητική παράβαση που αφορά την οδική ασφάλεια ή ως ισοδύναμη διοικητική παράβαση ή

b)      εφόσον δεν πρόκειται για περίπτωση που καλύπτεται από τα σημεία 1, στοιχείο a, ή 2, στοιχείο b, και διατάσσεται με την απόφαση η απαγόρευση οδηγήσεως,

2.      5 έτη

a)      στην περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως επί ποινικού αδικήματος (“Straftat”), με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, στοιχείο a,

b)      σε περίπτωση αποφάσεως επί διοικητικής παραβάσεως, η οποία [...] συνοδεύεται από δύο βαθμούς ποινής ως διοικητική παράβαση που αφορά την οδική ασφάλεια ή ως ισοδύναμη διοικητική παράβαση,

[...]

3.      δέκα έτη

a)      σε περίπτωση αποφάσεως επί ποινικού αδικήματος, δυνάμει της οποίας αφαιρείται η άδεια οδηγήσεως ή διατάσσεται μεμονωμένο μέτρο απαγορεύσεως,

[...]».

27.      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως για την πρόσβαση των ιδιωτών στην οδική κυκλοφορία (κανονιστική απόφαση περί αδειών οδηγήσεως) [Verordnung über die Zulassung von Personen zum Straßenverkehr (Fahrerlaubnis-Verordnung)], της 18ης Αυγούστου 1998 (10), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει:

«Οι αιτούντες τη χορήγηση αδείας οδηγήσεως πρέπει να πληρούν τους από σωματικής και πνευματικής απόψεως αναγκαίους προς τούτο όρους. Οι όροι αυτοί δεν πληρούνται, ιδίως, σε περίπτωση κάποιας από τις ασθένειες ή παθήσεις που προβλέπονται στα παραρτήματα 4 ή 5, λόγω των οποίων αποκλείεται η ικανότητα ή η περιορισμένη ικανότητα οδηγήσεως μηχανοκίνητων οχημάτων. Επιπλέον, η ικανότητα οδηγήσεως των αιτούντων αποκλείεται σε περίπτωση που έχουν παραβιάσει σοβαρώς ή κατ’ επανάληψη τις περί της οδικής ασφάλειας διατάξεις ή την ποινική νομοθεσία.»

28.      Το παράρτημα 4 του άρθρου 11 του FeV ορίζει ότι η χρήση καννάβεως καταλέγεται μεταξύ των κοινών ασθενειών ή παθήσεων που μπορεί να επηρεάσουν ή να αποκλείσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα την ικανότητα οδηγήσεως μηχανοκίνητων οχημάτων. Πρόσωπο που κάνει τακτική χρήση καννάβεως θεωρείται ανίκανο να οδηγεί, ενώ άτομο που κάνει περιστασιακή χρήση καννάβεως θεωρείται ικανό υπό την προϋπόθεση ότι διαχωρίζει την κατανάλωση από την οδήγηση και η χρήση καννάβεως δεν συνοδεύεται από κατανάλωση αλκοόλ ή άλλων ψυχοδραστικών ουσιών, από διαταραχές της προσωπικότητας ή απώλεια του ελέγχου.

29.      Το άρθρο 29 του FeV, με τίτλο «Αλλοδαπές άδειες οδηγήσεως», έχει ως εξής:

«(1)      Κάτοχος αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως μπορεί, εντός των ορίων που επιτρέπει η άδειά του, να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα στην ημεδαπή, όταν δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος αυτό κατά την έννοια του άρθρου 7.

[...]

(3)      Το δικαίωμα οδηγήσεως, δυνάμει της παραγράφου 1, δεν ισχύει για τους κατόχους αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως,

[...]

3.      των οποίων η άδεια οδηγήσεως στην ημεδαπή έχει αφαιρεθεί προσωρινώς ή οριστικώς από δικαστήριο ή δυνάμει εκτελεστής ή απρόσβλητης πράξεως διοικητικής αρχής […]

(4)      Σε περίπτωση εκδόσεως μίας εκ των αποφάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, σημεία 3 και 4, το δικαίωμα χρήσεως αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως στην ημεδαπή επαναχορηγείται, κατόπιν αιτήσεως, εφόσον δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι αφαιρέσεως αυτής.»

30.      Το άρθρο 46 του FeV, με τίτλο «Αφαίρεση, περιορισμοί, όροι» ορίζει:

(1)      Αν διαπιστωθεί ότι ο κάτοχος αδείας οδηγήσεως δεν είναι ικανός να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα, η αρμόδια για τις άδειες οδηγήσεως αρχή υποχρεούται να του αφαιρέσει την άδεια οδηγήσεως. Τούτο ισχύει ιδίως όταν υφίσταται κάποια εκ των ασθενειών ή παθήσεων που αναφέρονται στα παραρτήματα 4, 5 και 6, ή όταν έχουν παραβιαστεί σοβαρώς ή κατ’ επανάληψη διατάξεις του περί οδικής κυκλοφορίας δικαίου ή ποινικές διατάξεις και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η ικανότητα οδηγήσεως μηχανοκίνητων οχημάτων. [...]

(5)      Σε περίπτωση που η άδεια οδηγήσεως έχει εκδοθεί στην αλλοδαπή, η αφαίρεσή της συνεπάγεται την άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος χρήσεως της άδειας αυτής στην ημεδαπή.

(6)      Με την αφαίρεση της άδειας οδηγήσεως παύει να ισχύει το δικαίωμα οδηγήσεως. Στην περίπτωση που η άδεια αυτή έχει εκδοθεί στην αλλοδαπή, με την αφαίρεσή της παύει να ισχύει το δικαίωμα οδηγήσεως μηχανοκίνητων οχημάτων στην ημεδαπή.»

31.      Το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα (Strafgesetzbuch) ορίζει τα εξής:

«(1)      Αν πρόσωπο έχει καταδικαστεί για παράνομη πράξη που έχει διαπράξει κατά την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος ή επ’ αφορμή αυτής ή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει ο οδηγός μηχανοκίνητων οχημάτων, ή δεν έχει καταδικαστεί λόγω αποδεδειγμένης ή μη δυναμένης να αποκλειστεί ανικανότητας προς καταλογισμό, το δικαστήριο αφαιρεί την άδειά του, εφόσον από την πράξη προκύπτει ότι δεν είναι ικανό να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα. [...]

(2)      Όταν η παράνομη πράξη, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, πληροί την υπόσταση ενός εκ των εξής πλημμελημάτων

[...]

2.      οδήγηση υπό την επήρεια μέθης (άρθρο 316),

[...]

4.      οδήγηση υπό την επήρεια πλήρους μέθης (άρθρο 323a) η οποία σχετίζεται με μία από τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στα σημεία 1 έως 3,

ο δράστης θεωρείται κατά κανόνα ανίκανος προς οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων. [...]»

32.      Το άρθρο 69b του Ποινικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

«Συνέπειες της αφαιρέσεως σε περίπτωση αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως

(1)      Αν ο δράστης έχει δικαίωμα οδηγήσεως στην ημεδαπή δυνάμει άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί στην αλλοδαπή, χωρίς να του έχει χορηγηθεί άδεια οδηγήσεως από γερμανική αρχή, η αφαίρεση της άδειας οδηγήσεως συνεπάγεται την αποστέρηση του δικαιώματός του να χρησιμοποιεί την άδεια αυτή στην ημεδαπή. Το δικαίωμα οδηγήσεως μηχανοκίνητων οχημάτων στην ημεδαπή λήγει την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Κατά την περίοδο της απαγορεύσεως, δεν είναι δυνατή η χορήγηση δικαιώματος εκ νέου χρήσεως της αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως ούτε η έκδοση ημεδαπής άδειας οδηγήσεως.

(2)      Αν η αλλοδαπή άδεια οδηγήσεως έχει εκδοθεί από αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και εάν ο κάτοχος αυτής έχει τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή, η άδεια οδηγήσεως κατάσχεται δυνάμει της αποφάσεως και επιστρέφεται στην αρχή που την είχε εκδώσει. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η αφαίρεση και η απαγόρευση χρήσεως της άδειας οδηγήσεως αναγράφονται στην αλλοδαπή άδεια οδηγήσεως.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

33.      Η S. Aykul, κάτοικος Αυστρίας, γεννήθηκε το 1980 και έκτοτε κατοικεί στην Αυστρία. Στις 19 Οκτωβρίου 2007, η Bezirkshauptmannschaft Bregenz (διοικητική αρχή της περιφέρειας του Bregenz, Αυστρία) της χορήγησε αυστριακή άδεια οδηγήσεως.

34.      Στις 11 Μαΐου 2012, υπεβλήθη σε αστυνομικό έλεγχο στο Leutkirchen (Γερμανία). Καθότι ήταν εμφανές ότι βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, πραγματοποιήθηκε τεστ ούρων, από το οποίο διαπιστώθηκε η χρήση καννάβεως. Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, διατάχθηκε αιματολογική εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα. Από την ιατρική έκθεση διαπιστώθηκε ότι η S. Aykul δεν φαινόταν να τελεί αισθητά υπό την επήρεια ναρκωτικών. Σύμφωνα με την από 18 Μαΐου 2012 τοξικολογική εξέταση του εργαστηρίου Enders της Στουτγκάρδης (Γερμανία), η ανάλυση των δειγμάτων αίματος έδειξε περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη (στο εξής: THC) ύψους 18,8 ng/ml και σε THC-COOH ύψους 47,4 ng/ml.

35.      Στις 4 Ιουλίου 2012, η Εισαγγελία του Ravensburg (Γερμανία) έθεσε την ποινική υπόθεση στο αρχείο.

36.      Με απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής του Δήμου Leutkirch, της 18ης Ιουλίου 2012, επιβλήθηκε στην S. Aykul χρηματική ποινή ύψους 590,80 ευρώ, λόγω της οδηγήσεως μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια της τοξικής ουσίας THC, και της απαγορεύθηκε η οδήγηση για έναν μήνα.

37.      Με την από 17 Σεπτεμβρίου 2012 απόφαση, το Landratsamt Ravensburg (Γερμανία) αφαίρεσε από την S. Aykul το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την αυστριακή άδεια οδηγήσεως εντός της γερμανικής επικράτειας και διέταξε την άμεση εκτέλεση του μέτρου αυτού με την αιτιολογία ότι είναι ανίκανη να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα. Οι τιμές που διαπιστώθηκαν στην ανάλυση των δειγμάτων αίματος δείχνουν ότι η S. Aykul κατανάλωνε, τουλάχιστον περιστασιακά, κάνναβη και ότι είχε οδηγήσει μηχανοκίνητο όχημα υπό την επίδραση της THC. Δεν ήταν σε θέση να διαχωρίσει την κατανάλωση ναρκωτικών από την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος. Στο παράρτημα της αποφάσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2012, γνωστοποιείτο στην S. Aykul ότι είχε τη δυνατότητα να ζητήσει να της χορηγηθεί εκ νέου το δικαίωμα οδηγήσεως μηχανοκίνητου οχήματος στη Γερμανία υπό την κάλυψη της αυστριακής της άδειας οδηγήσεως. Η ύπαρξη της ικανότητας προς οδήγηση πιστοποιείται μόνον εφόσον η S. Aykul προσκομίσει θετική γνωμάτευση από επισήμως αναγνωρισμένο στη Γερμανία γνωμοδοτικό φορέα αρμόδιο να εξετάζει την ικανότητα οδηγήσεως, στην οποία πρέπει να αποδεικνύεται η επί ένα έτος αποχή της από ναρκωτικές ουσίες.

38.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι σε περίπτωση τροχαίων παραβάσεων και ενδείξεων περί ελλιπούς ικανότητας οδηγήσεως, μπορούν να υπάρξουν αντιδράσεις σε τρία διαφορετικά επίπεδα, ήτοι από απόψεως ποινικού δικαίου, από απόψεως δικαίου περί παραβάσεων τάξεως και από απόψεως δικαίου περί αδειών οδηγήσεως.

39.      Η περίπτωση της S. Aykul ανταποκρίνεται στην πρακτική που ακολουθείται σε θέματα που διέπονται από το περί αδειών οδηγήσεως δίκαιο, το οποίο συνίσταται σε αστυνομικές διατάξεις αποσκοπούσες στην καταπολέμηση των κινδύνων για την ασφάλεια της κυκλοφορίας. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, ως εκ τούτου, οι αρμόδιες για τις άδειες οδηγήσεως εθνικές αρχές και οι αστυνομικές υπηρεσίες θεωρούν δεδομένη την κατά τόπον αρμοδιότητά τους να αφαιρούν αλλοδαπές άδειες οδηγήσεως, οσάκις ανακύπτουν ενδείξεις ανικανότητας προς οδήγηση από τη διάπραξη τροχαίας παραβάσεως στη Γερμανία.

40.      Στις 19 Οκτωβρίου 2012, η S. Aykul άσκησε ένσταση και υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Verwaltungsgericht Sigmaringen με την αιτιολογία ότι οι γερμανικές αρχές δεν ήταν αρμόδιες να ελέγξουν την ικανότητα οδηγήσεως.

41.      Η Bezirkshauptmannschaft Bregenz, έχοντας λάβει γνώση της υποθέσεως από το Landratsamt Ravensburg, επισήμανε ότι κατά το αυστριακό δίκαιο για την οδική κυκλοφορία δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παρεμβάσεως των αυστριακών αρχών.

42.      Με την από 15 Νοεμβρίου 2012 απόφαση, το Landratsamt Ravensburg ακύρωσε την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε τη 17η Σεπτεμβρίου 2012. Κατόπιν της ακυρώσεως αυτής, το Verwaltungsgericht Sigmaringen έπαυσε τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων με διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2012.

43.      Το Regierungspräsidium Tübingen (Γερμανία) απέρριψε την ένσταση της S. Aykul με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2012, με την αιτιολογία ότι η αφαίρεση της αυστριακής άδειας οδηγήσεως συνιστά μεταγενέστερο μέτρο που καλύπτεται από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/439, πράγμα που η S. Aykul αμφισβήτησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

44.      Αποκρινόμενη στο από 13 Μαρτίου 2013 αίτημα του Verwaltungsgericht Sigmaringen, η Bezirkshauptmannschaft Bregenz ανέφερε εκ νέου ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παρεμβάσεως των αυστριακών αρχών κατά το αυστριακό δίκαιο περί οδικής κυκλοφορίας. Η Bezirkshauptmannschaft Bregenz επισήμανε ότι η S. Aykul εξακολουθούσε να θεωρείται από τις αυστριακές αρχές ικανή προς οδήγηση και, ως εκ τούτου, διατηρούσε την αυστριακή της άδεια οδηγήσεως.

45.      Έχοντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του γερμανικού δικαίου με την υποχρέωση αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως που εκδίδονται από τα κράτη μέλη, το Verwaltungsgericht Sigmaringen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Απαγορεύει η υποχρέωση για αμοιβαία αναγνώριση των αδειών οδήγησης που εκδίδουν τα κράτη μέλη, η οποία προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, εθνική νομοθεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατά την οποία ο κάτοχος αλλοδαπής αδείας οδηγήσεως στερείται εκ των υστέρων, διά της διοικητικής οδού, του δικαιώματος χρήσεως στη Γερμανία της εν λόγω αδείας, αν αυτός οδηγεί στη Γερμανία αυτοκίνητο όχημα υπό την επήρεια παράνομων ναρκωτικών και στο εξής, σύμφωνα με τις γερμανικές διατάξεις, δεν είναι πλέον ικανός προς οδήγηση;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ισχύει αυτό επίσης αν το κράτος που έχει εκδώσει την άδεια, πληροφορηθέν τα της οδηγήσεως υπό την επήρεια ναρκωτικών, δεν λαμβάνει μέτρα και, συνεπώς, ο προερχόμενος από τον κάτοχο της αλλοδαπής αδείας οδηγήσεως κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μπορεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εξαρτά την επαναχορήγηση του δικαιώματος χρήσεως στη Γερμανία της αλλοδαπής αδείας οδηγήσεως από την εκπλήρωση των προϋποθέσεων επαναχορηγήσεως κατά το εθνικό δίκαιο;

4)      α)     Μπορεί η επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεων, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/126, να δικαιολογήσει μία κατά το περί αδείας οδηγήσεως δίκαιό του ενέργεια άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους εκδόσεως; Επιτρέπει η εν λόγω επιφύλαξη, για παράδειγμα, την εκ των υστέρων αποστέρηση του δικαιώματος χρήσεως στη Γερμανία της αλλοδαπής αδείας οδηγήσεως μέσω μέτρου ασφαλείας ποινικού χαρακτήρα;

β)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 4α, είναι αρμόδιο για την επαναχορήγηση του δικαιώματος χρήσεως της αλλοδαπής αδείας οδηγήσεως στη Γερμανία, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως, το κράτος μέλος που επέβαλε το μέτρο ασφαλείας ή το κράτος εκδόσεως;»

III – Εκτίμηση

 Α —      Προκριματικές εκτιμήσεις

1.      Το δίκαιο της Ένωσης τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis

46.      Τόσο στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου όσο και στις γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, γίνεται αναφορά στις διατάξεις αμφότερων των οδηγιών 91/439 και 2006/126.

47.      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/126, το οποίο αναφέρει το αιτούν δικαστήριο στα ερωτήματά του, δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.

48.      Πράγματι, τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα στις 11 Μαΐου 2012, όταν η S. Aykul υπεβλήθη σε αστυνομικό έλεγχο, και στις 17 Σεπτεμβρίου 2012, όταν το Landratsamt Ravensburg αποφάσισε να της αφαιρέσει την αυστριακή της άδεια οδηγήσεως.

49.      Δυνάμει του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, η οδηγία 91/439 παύει να ισχύει από τη 19η Ιανουαρίου 2013. Σύμφωνα με το άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, ορισμένες διατάξεις αυτής εφαρμόζονται, ωστόσο, από τις 19 Ιανουαρίου 2009. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, εκ των οποίων η δεύτερη διάταξη, η οποία αντικαθιστά το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/439, αναφέρεται στην απόφαση περί παραπομπής. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/126 δεν ανήκει στις διατάξεις που τίθενται σε ισχύ από τη 19η Ιανουαρίου 2009. Ως εκ τούτου, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439 εξακολουθεί να ισχύει.

50.      Το Δικαστήριο έχει εξάλλου διευκρινίσει ότι, μολονότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση αδειών οδηγήσεως που εκδίδουν τα κράτη μέλη, το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, αυτής ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν αναγνωρίζουν άδεια οδηγήσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος και έχει χορηγηθεί σε υποψήφιο του οποίου η άδεια οδηγήσεως υπόκειται σε περιορισμούς, έχει ανασταλεί ή ανακληθεί, και τούτο ανεξαρτήτως του αν η συγκεκριμένη άδεια εκδόθηκε πριν την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη εφαρμοστέα η προαναφερθείσα διάταξη (11).

51.      Κατά πάγια νομολογία που στηρίζεται στην ανάγκη να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (12), πρέπει να αναδιατυπωθούν τα ερωτήματα προκειμένου να ερμηνευθούν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ήτοι, εν προκειμένω, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439, του οποίου άλλωστε η διατύπωση είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με αυτή του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/126 που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο.

52.      Επομένως, τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα τόσο των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2006/126 όσο και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439.

2.      Ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων

53.      Φρονώ ότι τα ερωτήματα που τέθηκαν στο Δικαστήριο πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

54.      Πράγματι, από την απάντηση στα ερωτήματα που αφορούν την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως, τις εξαιρέσεις από την αρχή αυτή και το πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων αυτών [πρώτο και δεύτερο ερώτημα και ερώτημα 4α], προκύπτει η απάντηση στο ερώτημα ποιες είναι οι αρμόδιες αρχές να αποφασίσουν εάν ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως είναι εκ νέου ικανός να οδηγεί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση.

 Β —      Επί των ερωτημάτων

55.      Αντιλαμβάνομαι ότι, με τα ερωτήματα που έχει υποβάλει το Verwaltungsgericht, ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί:

–        εάν κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου διαμένει προσωρινώς ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος, έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας οδηγήσεως κατόπιν παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου αυτής —εν προκειμένω της οδηγήσεως υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών— η οποία έλαβε χώρα και τιμωρήθηκε στο έδαφος αυτό κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου, μεταγενέστερα της εκδόσεως της εν λόγω άδειας οδηγήσεως, και

–        εάν εφαρμόζεται το ίδιο εθνικό δίκαιο, αντί του δικαίου του εκδόσαντος κράτους μέλους, για τον καθορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως προκειμένου να ανακτήσει το δικαίωμά του να οδηγεί στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διέπραξε την παράβαση.

56.      Πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την αμφισβήτηση, στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 91/439 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/126, των όρων «εκδόσεως» της άδειας οδηγήσεως της S. Aykul.

57.      Όπως ορθώς αναφέρει η Πολωνική Κυβέρνηση, το αντικείμενο της κύριας δίκης αφορά την απόφαση περί αφαιρέσεως άδειας οδηγήσεως λόγω συμπεριφοράς της προσφεύγουσας της κύριας δίκης η οποία έλαβε χώρα «μεταγενέστερα» της εκδόσεως της άδειας αυτής και έχει χαρακτηριστεί από τις γερμανικές αρχές ως απειλή για την οδική ασφάλεια. Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η εκτίμηση της ικανότητας οδηγήσεως στην οποία προέβη το εκδόσαν κράτος μέλος, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αυτές διατάξεις, «κατά τον χρόνο εκδόσεως της άδειας οδηγήσεως» (13).

58.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι «η κατοχή άδειας οδηγήσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να συνιστά απόδειξη ότι ο κάτοχος της άδειας αυτής πληρούσε, κατά τον χρόνο εκδόσεως, τις [ως άνω] ελάχιστες προϋποθέσεις που επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης» (14).

59.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί το δικαίωμα της S. Aykul να κατέχει την άδεια οδηγήσεως όχι την ημέρα της εκδόσεως αυτής αλλά κατόπιν συμπεριφοράς της κατόχου η οποία εκδηλώθηκε στη Γερμανία μεταγενέστερα της εκδόσεως της αδείας.

60.      Πράγματι, επειδή η S. Aykul οδήγησε μηχανοκίνητο όχημα στο γερμανικό έδαφος υπό την επήρεια ναρκωτικών, της αφαιρέθηκε η αυστριακή άδεια οδηγήσεως. Η κύρωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να της απαγορευτεί το δικαίωμα χρήσεως της άδειας αυτής στο γερμανικό έδαφος. Η S. Aykul διατηρεί, επομένως, το δικαίωμα να οδηγεί στο έδαφος των υπόλοιπων κρατών μελών πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο έδαφος της οποίας διέπραξε την παράβαση.

61.      Το πρόβλημα επομένως έγκειται στην επιβολή της κυρώσεως αυτής, συνέπεια της οποίας είναι η εκ μέρους των γερμανικών αρχών αποστέρηση του δικαιώματος οδηγήσεως της S. Aykul στο γερμανικό έδαφος, επειδή δεν είναι πλέον ικανή προς οδήγηση λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς της.

62.      Άλλως ειπείν, επιτρέπεται η άρνηση αναγνωρίσεως της ισχύος αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως στο πλαίσιο των εξαιρέσεων που δέχεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126;

63.      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπομένης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, στο Δικαστήριο εναπόκειται, κατά περίπτωση, να αναδιατυπώσει τα υποβληθέντα σε αυτό ερωτήματα (15) προκειμένου να ερμηνεύσει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες το εθνικό δικαστήριο έχει ανάγκη για να αποφανθεί.

64.      Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (16).

65.      Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439, το οποίο επικαλείται το αιτούν δικαστήριο στα ερωτήματά του, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Αντιθέτως, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126.

1.      Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439

66.      Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι το σύστημα που εισήγαγε η οδηγία 91/439 για την έκδοση των αδειών οδηγήσεως είναι σύστημα κατά τόπον αρμοδιότητας. Η έκδοση των αδειών οδηγήσεως εμπίπτει στην ευθύνη του κατά τόπον αρμόδιου κράτους μέλους βάσει του καθορισμού της συνήθους κατοικίας, ενώ το αρμόδιο κράτος μέλος πρέπει, κατά τη διαδικασία της εκδόσεως, να συμμορφώνεται με τις «ελάχιστες» απαιτήσεις που τάσσονται στην οδηγία αυτή ως προαπαιτούμενο για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών οδηγήσεως.

67.      Κατόπιν της εκδόσεως και δοθέντος ότι τα άτομα ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία, μπορεί να ανακύψουν δύο είδη καταστάσεων.

68.      Στην πρώτη εξ αυτών, ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως αλλάζει τον τόπο συνήθους διαμονής και το νέο κράτος μέλος διαμονής δύναται, καθόσον καθίσταται πλέον το κατά τόπον αρμόδιο, να επιβάλλει, σύμφωνα με την εθνική ποινική και αστυνομική νομοθεσία του, τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου του όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδηγήσεως και, εφόσον είναι αναγκαίο, να αντικαθιστά την άδεια αυτή.

69.      Πρόκειται για κατάσταση που διέπεται, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439, το οποίο, επαναλαμβάνω, προβλέπει ότι «[μ]ε την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεών του, το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της άδειας αυτής».

70.      Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την πρώτη και δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/439, σύμφωνα με τις οποίες, για να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των προσώπων «που εγκαθίστανται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εξετάστηκαν για να πάρουν άδεια οδηγήσεως», είναι ευκταίο να υπάρχει άδεια οδηγήσεως που θα αναγνωρίζεται αμοιβαία από τα κράτη μέλη, τα οποία όμως, για λόγους οδικής ασφάλειας και κυκλοφορίας, μπορούν να εφαρμόζουν τις εθνικές τους διατάξεις όσον αφορά την ανάκληση, αναστολή ή ακύρωση της άδειας οδηγήσεως σε κάθε κάτοχο αδείας οδήγησης «που διαμένει πλέον κανονικά στο έδαφός τους».

71.      Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439, σε συνδυασμό με την πρώτη και δέκατη αιτιολογική σκέψη αυτής, προκύπτει ότι διέπει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κάτοχος της άδειας οδηγήσεως έχει τη διαμονή του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η άδεια. Εάν το πρόσωπο αυτό διαπράττει παράβαση στο έδαφος του κράτους μέλους διαμονής του, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439 επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις τους όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδηγήσεως που έχει χορηγηθεί από το άλλο κράτος μέλος (17).

72.      Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439, και πλέον εκείνες του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/126, εφαρμόζονται μόνον στην περίπτωση μεταφοράς της συνήθους διαμονής. Θα επρόκειτο για την περίπτωση κατά την οποία η S. Aykul είχε τη συνήθη διαμονή της στη Γερμανία. Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, εφόσον η S. Aykul έχει τη συνήθη διαμονή της στην Αυστρία.

73.      Η δεύτερη περίπτωση που μπορεί να ανακύψει είναι αυτή κατά την οποία ο κάτοχος της άδειας οδηγήσεως διαμένει μόνον προσωρινώς στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Η κατάσταση αυτή διέπεται, κατά τη γνώμη μου, από το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126.

2.      Εφαρμόζεται το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126

74.      Το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 εφαρμόζεται όχι μόνο ratione temporis, όπως επισήμανα προηγουμένως, αλλά και ratione materiae.

75.      Υπενθυμίζω ότι η διάταξη αυτή έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Ένα κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει σε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται, στο έδαφός του, ένα από τα μέτρα της παραγράφου 2 την ισχύ άδειας οδήγησης που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος [(18)].»

76.      Η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει, κατά τη γνώμη μου, την περίπτωση που έχει ανακύψει εν προκειμένω, κατά την οποία η κύρωση επιβάλλεται δυνάμει ποινικών και αστυνομικών διατάξεων του κράτους μέλους στο οποίο διεπράχθη η παράβαση, χωρίς εντούτοις να είναι το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η άδεια οδηγήσεως ή εκείνο της νέας συνήθους διαμονής (19).

77.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προέβη σε μια «ιστορική» ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, βάσει της οποίας το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/439 αναφερόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής και, συνεπώς, το προβλεπόμενο στις διατάξεις αυτές κράτος μέλος δεν μπορεί να είναι άλλο από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής. Κατά την Επιτροπή, η παράλειψη της αναφοράς του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής στο κείμενο της παραγράφου 2 συνιστά σφάλμα του νομοθέτη της Ένωσης, το οποίο πρέπει να διορθωθεί.

78.      Δεν συμμερίζομαι την ερμηνεία αυτή.

79.      Συγκεκριμένα, φρονώ ότι οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 εφαρμόζονται αυτοτελώς, και τούτο ισχύει σε σχέση τόσο με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου όσο και με την παράγραφο 2 του άρθρου 8 της οδηγίας 91/439, με την ταυτόσημη διατύπωση, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης. Η αυτοτέλεια των διατάξεων αυτών αποκλείει, κατά την ανάλυσή μου, το να ισχύουν αποκλειστικά και μόνον όταν η περίπτωση αφορά τη μεταφορά της συνήθους διαμονής. Υπέρ της ανωτέρω ερμηνείας συνηγορούν διάφορα επιχειρήματα.

80.      Επισημαίνω, πρώτον, ότι στον τίτλο του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/126 διευκρινίζεται ότι αφορά «διάφορες» διατάξεις, εκ του οποίου φαίνεται να συνάγεται, εξ ορισμού, ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι κατ’ ανάγκη αλληλένδετες.

81.      Εν συνεχεία, υπογραμμίζω ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απέσπασε την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου από την παράγραφο 2 αυτού, εφόσον η ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της επισπεύσθηκε κατά τέσσερα έτη σε σύγκριση με την τελευταία αυτή διάταξη, γεγονός εκ του οποίου δύσκολα μπορεί να συναχθεί η άρρηκτη σύνδεση των στοιχείων του εν λόγω άρθρου.

82.      Τέλος και κυρίως, επισημαίνω ότι οι διάφορες διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 11 διέπουν σαφώς διακριτές περιπτώσεις. Ειδικότερα, το πρώτο και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το οικείο κράτος μέλος ενεργεί ως κράτος μέλος εκδόσεως (20). Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής ρυθμίζει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, κατά την οποία κράτος μέλος εφαρμόζει σε άδεια που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος τους περιορισμούς που απορρέουν από τις εθνικές διατάξεις του δεσμευτικού δικαίου του, του ποινικού δικαίου ή της αστυνομικής νομοθεσίας του, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 είναι σαφές, ώστε να παρέλκει η σύνδεσή τους με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.

83.      Οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 αποτελούν αυτές καθαυτές έκφραση της αρχής της εδαφικότητας, καθόσον αφορούν τον περιορισμό ισχύος, στο έδαφος ενός κράτους μέλους, άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος.

84.      Εν προκειμένω, η έλλειψη αμφισημίας επιρρωννύεται από τη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης της Ένωσης, η οποία αντικατοπτρίζει τη βούλησή του να καταστήσει αυστηρότερο το νομικό πλαίσιο, κάτι που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν γινόταν αποδεκτή η θέση της S. Aykul. Πράγματι, ενώ το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439 παρείχε στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την άρνηση να αναγνωρίσουν την ισχύ άδειας οδηγήσεως που εκδόθηκε από άλλο κράτος μέλος, εφεξής, το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 επιβάλλει την άρνηση αυτή.

85.      Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα της αυστηρότερης αυτής ρυθμίσεως συνιστά, άλλωστε, περιορισμό της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως ο οποίος συνάδει προς το πνεύμα του συστήματος, δεδομένου ότι η αμοιβαία αναγνώριση προάγει την ελεύθερη κυκλοφορία και ο περιορισμός αυτής, εν είδει τιμωρήσεως απερίσκεπτης πράξεως και καταπολεμήσεως δυνητικών πηγών κινδύνου, συνεπεία παραβάσεως ενισχύει την οδική ασφάλεια και, ως εκ τούτου, την ελευθερία κυκλοφορίας, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της οδηγίας 2006/126 (21). Εν προκειμένω, ο περιορισμός της αμοιβαίας αναγνωρίσεως ως προς τον χρόνο και τον χώρο είναι απαραίτητος για να αποτραπεί η επέλευση αποτελέσματος αντιστρόφου προς το επιδιωκόμενο με το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2006/126, ήτοι την ενίσχυση της ασφάλειας μέσω του αυστηρότερου κολασμού επικίνδυνων συμπεριφορών. Και πάλι, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η πρόωρη εφαρμογή της παραγράφου 4 του κειμένου αυτού αντικατοπτρίζει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

86.      Πράγματι, ποιο θα ήταν το πρακτικό αποτέλεσμα της οδηγίας αυτής, εάν οι αρχές ενός κράτους μέλους δεν μπορούσαν να επιβάλλουν κυρώσεις σε πολίτες της Ένωσης που διαπράττουν παραβάσεις στο έδαφός τους, οσάκις «κυκλοφορούσαν» απλώς στο έδαφός τους; Θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η τιμωρία των πολιτών αυτών δεν είναι δυνατή ακόμη και αν αποτελούν κίνδυνο για τον εαυτό τους και τους άλλους χρήστες του οδικού δικτύου.

87.      Η αναγνώριση της ισχύος άδειας οδηγήσεως στην περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως θα αντέβαινε στον εν λόγω σκοπό για βελτίωση της οδικής ασφάλειας.

88.      Εξάλλου, σε σχέση με τη νέα αυτή διατύπωση που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαφορά που υφίσταται μεταξύ του γράμματος του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/439 και του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2006/126 δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τις προϋποθέσεις, όπως αυτές διατυπώθηκαν στη νομολογία του Δικαστηρίου, υπό τις οποίες η αναγνώριση άδειας οδηγήσεως μπορούσε να μη γίνει δεκτή βάσει των διατάξεων της οδηγίας 91/439, και πρέπει εφεξής να μη γίνεται δεκτή βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2006/126 (22).

89.      Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η διαπίστωση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/439 αποτελεί εξαίρεση από τη γενική αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως και ότι επιδέχεται ως εκ τούτου αυστηρή ερμηνεία (23) εξακολουθεί να ισχύει όσον αφορά την υποχρέωση που προβλέπεται πλέον στο άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 (24).

90.      Το Δικαστήριο διευκρίνισε, επίσης, ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες άδεια οδηγήσεως δύναται κατά το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 91/439 να μην αναγνωριστεί ως ισχύουσα δεν περιορίζονται στην περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος της άδειας αυτής ζητεί την αντικατάστασή της. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι επίσης να επιτρέπει σε κράτος μέλος να εφαρμόζει, στο έδαφός του, τις εθνικές του διατάξεις στον τομέα της αφαιρέσεως, της αναστολής ή της ακυρώσεως της άδειας οδηγήσεως, όταν ο κάτοχος της άδειας αυτής έχει, παραδείγματος χάριν, διαπράξει παράβαση (25).

91.      Πρέπει στη συνέχεια να προσδιοριστεί εάν το μέτρο της αφαιρέσεως καλύπτεται, ως εκ της φύσεώς του, από το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126. Άλλως ειπείν, είναι λυσιτελής η διάκριση μεταξύ του ποινικού και του διοικητικού χαρακτήρα της κυρώσεως;

92.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Εισαγγελία του Ravensburg έθεσε την υπόθεση στο αρχείο (26). Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το μέτρο της αφαιρέσεως της άδειας οδηγήσεως της S. Aykul εκδόθηκε από το Landratsamt Ravensburg το οποίο είναι διοικητικό δικαστήριο, ενώ στην ίδια απόφαση επισημαίνεται επίσης ότι η επιβολή του μέτρου αυτού στηρίζεται στο περί αδειών οδηγήσεως δίκαιο. Επομένως, οσάκις ανακύπτουν αμφιβολίες ως προς την ικανότητα οδηγήσεως, η γερμανική έννομη τάξη προβλέπει, καταρχάς, τον έλεγχο της ικανότητας αυτής και, εφόσον αποδεικνύεται ότι η ικανότητα οδηγήσεως δεν υφίσταται ή έχει εκλείψει, η γερμανική νομοθεσία προβλέπει την υποχρέωση της αρμόδιας για τις άδειες οδηγήσεως αρχή να αφαιρεί την άδεια. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν υφίσταται καμία εξουσία εκτιμήσεως ως προς το θέμα αυτό (27).

93.      Η Επιτροπή, μολονότι αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/126 (28), δεν συμμερίζεται την άποψη κατά την οποία η αφαίρεση της άδειας οδηγήσεως λόγω ανικανότητας οδηγήσεως θα μπορούσε να θεωρηθεί συντηρητικό μέτρο ποινικού χαρακτήρα (29), το οποίο διέπεται, ως εκ τούτου, από το ποινικό δίκαιο και τυγχάνει εφαρμογής δυνάμει της επιφυλάξεως της αρχής της εδαφικότητας των ποινικών και αστυνομικών διατάξεων (30).

94.      Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη αυτή, την οποία ενστερνίστηκε η S. Aykul κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

95.      Όπως προανέφερα, το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 ρυθμίζει, κατά τη γνώμη μου, την εν προκειμένω επίμαχη περίπτωση, κατά την οποία η κύρωση εφαρμόζεται δυνάμει ποινικών και αστυνομικών διατάξεων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διεπράχθη η παράβαση.

96.      Οι εκφράσεις «ποινικές διατάξεις» και «αστυνομικές διατάξεις» μνημονεύονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439 στη φράση «[μ]ε την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεων». Εντούτοις, στο κείμενο της οδηγίας αυτής, όπως και της οδηγίας 2006/126, η φράση και οι εκφράσεις αυτές δεν ορίζονται ρητώς, ενώ στη νομολογία δεν παρατίθενται ενδείξεις για την προσήκουσα ερμηνεία τους.

97.      Η έκφραση «ποινικές διατάξεις» δεν χρειάζεται επεξήγηση. Όσον αφορά τις «αστυνομικές διατάξεις» (31), υποδηλώνεται ευθύς αμέσως η έννοια της διοικητικής αστυνομίας. Αμφότερες οι εκφράσεις παραπέμπουν αναμφίβολα στην ιδέα της δημόσιας τάξεως, η οποία εφαρμόζεται εντός των εδαφικών ορίων ενός κράτους.

98.      Η διάπραξη παραβάσεων που διακυβεύουν την ακεραιότητα των πολιτών, εκθέτοντάς τους σε κίνδυνο και αβεβαιότητα, συνιστά προσβολή της δημόσιας τάξεως, δικαιολογούσα την επιβολή κυρώσεων.

99.      Ο κολασμός της προσβολής αυτής, αναλόγως της φύσεως, της σοβαρότητάς της, της δικαστηριακής οργανώσεως του κράτους στο οποίο μπορεί να έχει θεσπιστεί ή όχι ο διαχωρισμός των διοικητικών και δικαστικών πράξεων, μπορεί να λαμβάνει διάφορες μορφές, όλες όμως προσανατολίζονται προς τον ίδιο στόχο, ο οποίος εν προκειμένω ορίζεται στην οδηγία 2006/126.

100. Ως εκ τούτου, η χρήση των δύο αυτών εκφράσεων, «ποινικές διατάξεις» και «αστυνομικές διατάξεις», δεν εισάγει επ’ ουδενί διάκριση, αλλά αντιθέτως δηλώνει τη μεταξύ τους συμπληρωματική σχέση.

101. Εξάλλου, φρονώ ότι η συμπληρωματική αυτή σχέση επιβάλλεται από την έννοια της «ποινικής υποθέσεως», όπως έχει υιοθετηθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

102. Πράγματι, όπως εξέθεσα και στις προτάσεις μου στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑43/12, ΕΕ:C:2014:298), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υιοθέτησε μια λειτουργική προσέγγιση για να ορίσει τις ποινικές υποθέσεις στο πλαίσιο του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Είχα, τότε, μνημονεύσει την απόφασή του Öztürk κατά Γερμανίας, της 21ης Φεβρουαρίου 1984 (32), η οποία αναφέρεται στις τροχαίες παραβάσεις. Σύμφωνα με τη λειτουργική αυτή προσέγγιση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τροχαίες παραβάσεις έχουν ποινικό χαρακτήρα, στον βαθμό που επισύρουν, εντός των κρατών μελών, κυρώσεις με τιμωρητικό και αποτρεπτικό συγχρόνως χαρακτήρα. Μικρή σημασία έχει, επομένως, το αν οι κυρώσεις αυτές προβλέπονται από διοικητικές ή από ποινικές διατάξεις των κρατών μελών (33).

103. Φρονώ ότι η συμπληρωματική σχέση μεταξύ των δύο εκφράσεων απεικονίζεται και από τη διεξαγωγή της εθνικής διαδικασίας.

104. Πράγματι, για τον λόγο αυτό και δεδομένου ότι η διαπραχθείσα παράβαση τιμωρείται εκ του νόμου τόσο διά της ποινικής όσο και διά της διοικητικής οδού, η αρμόδια για τη δίωξη δικαστική αρχή προέκρινε, αναστέλλοντας την ποινική διαδικασία, τη διοικητική οδό η οποία είναι αναμφίβολα η ταχύτερη και πλέον οικονομική εκ των μέσων που μπορούν να εφαρμοστούν για την πάταξη παραβάσεως, της οποίας η απλότητα από πλευράς νομικών και πραγματικών ζητημάτων δεν δικαιολογεί την ενεργοποίηση της δυσκίνητης κλασικής ποινικής διαδικασίας.

105. Η επιλογή αυτή, την οποία παρέχει ο νόμος και εφαρμόζει η εισαγγελία, αποτελεί έκφραση ενός συνήθους συστήματος το οποίο σε ορισμένα κράτη αποκαλείται «εκτίμηση της ασκήσεως ή όχι ποινικής διώξεως», ένας όρος που προκρίνω προς υποκατάσταση της «εκτιμήσεως της αναλογικότητας της διώξεως». Ανεξαρτήτως ονομασίας, η τεχνική αυτή συνιστά έναν κλασικό δικονομικό μηχανισμό, δυνάμει του οποίου παρέχεται η δυνατότητα εκτιμήσεως και τιμωρήσεως παραβάσεων της δημόσιας τάξεως κατά τρόπο σφαιρικό, συντονισμένο και αναλογικό.

106. Επομένως, φρονώ ότι η εφαρμογή της συμπληρωματικής αυτής σχέσεως στην περίπτωση της S. Aykul υπαγορεύει τη συγκεκριμένη λύση.

107. Πράγματι, το κατά τόπον εφαρμοστέο γερμανικό δίκαιο προβλέπει, στην περίπτωση της S. Aykul, αφενός, ότι η διάπραξη της παραβάσεως συνεπάγεται την αποστέρηση του δικαιώματος οδηγήσεως, ήτοι την επιβολή άμεσης κυρώσεως, όχι μόνον ως ανταπόδοση για το σφάλμα αλλά και λόγω του δυνητικού κινδύνου που ενέχει για τους άλλους χρήστες του οδικού δικτύου το γεγονός ότι δεν διαχωρίζει τη χρήση καννάβεως από την οδήγηση οχημάτων, και, αφετέρου, ότι η S. Aykul δεν μπορεί, κατόπιν της επιβληθείσας αφαιρέσεως, να ανακτήσει το δικαίωμά της να οδηγεί στο γερμανικό έδαφος παρά μόνον αφότου υποβληθεί επιτυχώς σε ιατρικές εξετάσεις. Ο συνδυασμός των δύο αυτών πτυχών, ήτοι της κυρώσεως η οποία συνοδεύεται από μέτρα αποκαλούμενα από ορισμένες έννομες τάξεις ως «μέτρα ασφάλειας», με επίκεντρο την πρόληψη της υποτροπής επικίνδυνης παραβατικής καταστάσεως, είναι απολύτως παγιωμένος στις σύγχρονες νομοθεσίες.

108. Μολονότι φρονώ ότι το μέτρο της αφαιρέσεως καλύπτεται, ως εκ της φύσεώς του, από το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, πρέπει επί του παρόντος να παραθέσω τις συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της εδαφικότητας των ποινικών και αστυνομικών διατάξεων.

3.      Η εκ μέρους των άλλων κρατών μελών αναγνώριση αποφάσεως ποινικού χαρακτήρα με αντικείμενο άδεια οδηγήσεως

109. Δυνάμει της αρχής της εδαφικότητας των ποινικών και αστυνομικών διατάξεων, ένα πρόσωπο που κυκλοφορεί στο έδαφος κράτους μέλους οφείλει να τηρεί τους νόμους του κράτους αυτού.

110. Όπως αναφέρει η Πολωνική Κυβέρνηση (34) και παραδέχεται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης (35), το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, όταν μια παράβαση διαπράττεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, αυτό είναι το μόνο αρμόδιο να την τιμωρήσει λαμβάνοντας, εν ανάγκη, ένα μέτρο αφαιρέσεως της άδειας οδηγήσεως σε σχέση με το συγκεκριμένο πρόσωπο (36).

111. Στην S. Aykul επιβλήθηκε το μέτρο της αφαιρέσεως της αυστριακής της άδειας οδηγήσεως, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να οδηγεί στο γερμανικό έδαφος έως ότου αποδείξει ότι είναι εκ νέου ικανή προς οδήγηση στην εν λόγω επικράτεια. Με το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει ποιες αρχές είναι αρμόδιες να ελέγξουν την ικανότητα αυτή.

112. Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η ικανότητα οδηγήσεως είναι προϋπόθεση της «εκδόσεως» άδειας οδηγήσεως, ο έλεγχος συνδρομής της οποίας αποτελεί ευθύνη αποκλειστικώς του κράτους μέλους εκδόσεως (37). Όπως όμως επισημάνθηκε, στην υπόθεση της κύριας δίκης η ικανότητα προς οδήγηση τίθεται υπό αμφισβήτηση όχι στο στάδιο εκδόσεως της άδειας οδηγήσεως αλλά κατόπιν παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου άδειας οδηγήσεως, του οποίου η τιμωρία έχει συνέπειες μόνο στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση.

113. Όπως και η Πολωνική Κυβέρνηση, φρονώ ότι, συνεπεία της αρχής της εδαφικότητας των ποινικών και αστυνομικών διατάξεων, απόκειται στις αρχές του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση να διαπιστώσουν εάν ο κάτοχος της αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως είναι εκ νέου ικανός να οδηγεί στο έδαφός του.

114. Πράγματι, το να επαφίεται στο κράτος μέλος εκδόσεως να εφαρμόζει τους δικούς του κανόνες περί ελέγχου της ικανότητας προς οδήγηση, ώστε να κριθεί πότε ο κάτοχος της εκδοθείσας σε αυτό άδειας οδηγήσεως δύναται να ανακτήσει το δικαίωμά του να οδηγεί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση φαίνεται να εμπεριέχει μια αντίφαση.

115.  Όπως ορθώς αναφέρει η Πολωνική Κυβέρνηση, καθόσον η αποστέρηση του δικαιώματος οδηγήσεως είναι απόρροια κανόνων που δεν ισχύουν στο κράτος μέλος εκδόσεως (38), δύσκολα θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι η διαδικασία ανακτήσεως του δικαιώματος αυτού θα διέπεται από τους κανόνες εκτιμήσεως που ισχύουν στο κράτος μέλος εκδόσεως (39).

116. Η αποδοχή της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του κράτους μέλους εκδόσεως θα μπορούσε, στην πραγματικότητα, να οδηγήσει σε δύο αντίθετες λύσεις, δοθέντος ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της S. Aykul, το κράτος μέλος εκδόσεως θα μπορούσε είτε να ελέγχει το ίδιο κατά πόσον πληρούνται οι όροι που επιβάλλονται από το δίκαιο του τόπου διαπράξεως —είναι εμφανές ότι μια τέτοια λύση βαίνει πέραν της αναγνωρίσεως δικαστικής αποφάσεως ενός κράτους μέλους από ένα άλλο— είτε να αρνηθεί να αναγνωρίσει τις απαιτήσεις του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση, με την αιτιολογία ότι δεν προβλέπονται αντίστοιχες απαιτήσεις στο εσωτερικό του δίκαιο. Την τελευταία αυτή θέση, την οποία ενστερνίστηκε η Επιτροπή, υιοθέτησε η Δημοκρατία της Αυστρίας.

117. Με την αποδοχή της τελευταίας αυτής θέσεως θα έπρεπε να γίνει κατ’ ανάγκη αποδεκτό ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, αποτέλεσμα της οδηγίας 2006/126 θα ήταν η εναρμόνιση του ποινικού δικαίου των κρατών μελών προς όφελος του κράτους μέλους εκδόσεως, με περιορισμένο όμως αποτέλεσμα, εκτεινόμενο μόνο στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση. Φρονώ ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να συναχθεί ότι μια τέτοια συνέπεια, η οποία συν τοις άλλοις δεν διατυπώνεται ρητώς, καταλέγεται μεταξύ των σημαντικών καινοτομιών που επιδίωξε να εισαγάγει η οδηγία αυτή.

118. Εξάλλου, αφής στιγμής η κύρωση έχει επιβληθεί, το κράτος μέλος στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση δεν δύναται να απαιτήσει, προκειμένου να χορηγήσει εκ νέου το δικαίωμα οδηγήσεως στο έδαφός του, όρους πιο περιοριστικούς από εκείνους που τάσσει η εν λόγω οδηγία για την έκδοση άδειας οδηγήσεως. Άλλως ειπείν, η απαίτηση της υποχρεώσεως, σε περίπτωση όπως αυτή της S. Aykul, υποβολής σε ιατρική εξέταση δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε οτιδήποτε άλλο πέραν της απλής διαπιστώσεως του εάν το πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση πληροί εκ νέου τις απαιτήσεις που επιβάλλονται από την οδηγία 2006/126, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει ότι η άδεια οδηγήσεως χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους έχουν επιτύχει σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων και πληρούν τις απαιτήσεις υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων II και III της εν λόγω οδηγίας.

119. Όπως αναφέρεται στα σημεία 15 και 15.1 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126, απαγορεύεται να χορηγείται ή να ανανεώνεται άδεια οδηγήσεως σε πρόσωπο που τελεί σε κατάσταση εξαρτήσεως από ναρκωτικό ή που, χωρίς να είναι εξαρτημένο, καταναλώνει ή κάνει κατάχρηση αυτών τακτικά.

120. Η διαδικασία που ακολουθείται κατά το γερμανικό δίκαιο, σύμφωνα με τις παραγράφους 15 και 15.1 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126, έπειτα από διάπραξη παραβάσεως, έχει ακριβώς ως σκοπό να εξακριβωθεί αν πρόσωπο εξακολουθεί να τελεί υπό την επήρεια ναρκωτικών και εάν δεν θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του και τους άλλους χρήστες του οδικού δικτύου.

121. Μολονότι οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση είναι αρμόδιες να ελέγχουν εάν ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως είναι εκ νέου ικανός προς οδήγηση στο έδαφός του, πρέπει εντούτοις να εξακριβώνεται κατά πόσο το μέτρο της αφαιρέσεως είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, σε σχέση με άλλες δυνητικά εφαρμοστέες διατάξεις ή με άλλα έννομα αποτελέσματα που αυτό επιφέρει, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια αυτών (40).

122. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/439 προκειμένου να αρνείται επ’ αόριστον να αναγνωρίσει σε πρόσωπο, στο οποίο έχει επιβληθεί, στο έδαφός του, μέτρο αφαιρέσεως ή ακυρώσεως άδειας οδηγήσεως που εκδόθηκε από το κράτος μέλος αυτό, την ισχύ κάθε άδειας που μπορεί να χορηγήθηκε στο πρόσωπο αυτό μεταγενέστερα, ήτοι μετά την περίοδο απαγορεύσεως, από άλλο κράτος μέλος (41).

123. Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, όπου κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 προκειμένου να αρνείται επ’ αόριστον να αναγνωρίσει την ισχύ άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, όταν έχει επιβληθεί στον κάτοχο της άδειας αυτής περιοριστικό μέτρο στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους.

124. Πράγματι, το να γίνει δεκτό ότι κράτος μέλος δικαιούται να στηρίζεται στις εθνικές του διατάξεις για να αντιτάσσεται επ’ αόριστον στην αναγνώριση της ισχύος άδειας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος ισοδυναμεί με άρνηση της ίδιας της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως, η οποία συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος που εγκαθίδρυσε η οδηγία 91/439 (42).

125. Θα πρέπει, επομένως, να εξεταστεί εάν, εφαρμόζοντας τους κανόνες του εσωτερικού της δικαίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιτάσσεται, επ’ αόριστον, στην αναγνώριση άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί από τις αυστριακές αρχές.

126. Υπενθυμίζω ότι, κατ’ εφαρμογή του γερμανικού δικαίου, επιβλήθηκαν στην S. Aykul χρηματική ποινή και αφαίρεση της άδειας για χρονικό διάστημα ενός μηνός αποκλειστικά στο γερμανικό έδαφος. Η S. Aykul έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να της επιτραπεί εκ νέου να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα στη Γερμανία υπό την κάλυψη της αυστριακής της άδειας οδηγήσεως. Προϋπόθεση για την εξακρίβωση της επαρκούς, προκειμένου να συμμετέχει κάποιος στην οδική κυκλοφορία στη Γερμανία, ικανότητας οδηγήσεως μηχανοκίνητου οχήματος της S. Aykul είναι να προσκομίσει θετική γνωμάτευση από επίσημα αναγνωρισμένο στη Γερμανία γνωμοδοτικό φορέα αρμόδιο για τον έλεγχο της ικανότητας οδηγήσεως. Κατά κανόνα, το θετικό πόρισμα της γνωματεύσεως εξαρτάται από την αποδεδειγμένη αποχή από τα ναρκωτικά επί ένα έτος.

127. Κατά τη γνώμη μου, οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις σκοπό έχουν να παρατείνουν χρονικά τα αποτελέσματα ενός μέτρου αφαιρέσεως, δίχως όμως να αντιτάσσονται επ’ αόριστον στην αναγνώριση της άδειας οδηγήσεως καθόσον, όπως αναφέρει η Γερμανική Κυβέρνηση στη γραπτή απάντησή της σε ερώτηση του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που δεν προσκομίζεται θετική ιατρική-ψυχολογική γνωμάτευση και στον βαθμό που πρόκειται για άδεια της ΕΕ ή του ΕΟΧ, το δικαίωμα χρήσεως αλλοδαπής άδειας οδηγήσεως χορηγείται εκ νέου μόλις διαγραφεί η εγγραφή περί ελλιπούς ικανότητας από το μητρώο περί ικανότητας οδηγήσεως (43).

128. Στην περίπτωση της S. Aykul, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση, η προθεσμία διαγραφής ήταν πενταετής, κατ’ άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του StVG, δεδομένου ότι η οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών συνοδεύεται από δύο βαθμούς ποινής ως διοικητική παράβαση που επηρεάζει σημαντικά την οδική ασφάλεια ή ως ισοδύναμη διοικητική παράβαση. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, η S. Aykul θα μπορεί εκ νέου να χρησιμοποιεί την αυστριακή της άδεια οδηγήσεως, δίχως να απαιτείται η προσκόμιση θετικής ιατρικής-ψυχολογικής γνωματεύσεως (44).

129. Το γεγονός ότι η αποκατάσταση του δικαιώματος οδηγήσεως στο γερμανικό έδαφος εξαρτάται από την προσκόμιση θετικής ιατρικής-ψυχολογικής γνωματεύσεως από επισήμως αναγνωρισμένο στη Γερμανία γνωμοδοτικό φορέα αρμόδιο για τον έλεγχο της ικανότητας οδηγήσεως μπορεί βεβαίως να φαίνεται περιοριστικό (45). Ως προς το σημείο αυτό, έχω μόνο μία επιφύλαξη. Εκτιμώ, συγκεκριμένα, ότι το πιστοποιητικό πρέπει να μπορεί να εκδοθεί από γνωμοδοτικό φορέα, ή ισοδύναμο, ο οποίος να είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια κράτους μέλους και να εφαρμόζει τα κριτήρια της οδηγίας 2006/126. Πάντως, το μέτρο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, αποτελεσματικό μέτρο προλήψεως που σκοπό έχει να ενισχύσει την οδική ασφάλεια (46).

130. Με γνώμονα τον σκοπό βελτιώσεως της οδικής ασφάλειας, το πρόγραμμα δράσεως της Επιτροπής αποσκοπεί στο να παροτρυνθούν οι χρήστες να τηρούν καλύτερη στάση, ιδίως με μεγαλύτερη τήρηση της υπάρχουσας νομοθεσίας και με τη συνέχιση των προσπαθειών για την πάταξη των επικίνδυνων πρακτικών (47).

131. Η Επιτροπή υπενθύμισε σχετικώς μέχρι ποιου σημείου έχει σημασία η εκπαίδευση, η κατάρτιση, ο έλεγχος και, ενδεχομένως, η επιβολή κυρώσεων ως προς τον χρήστη του οδικού δικτύου, ο οποίος αποτελεί τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας οδικής ασφάλειας (48).

132. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το μέτρο είναι σύμφωνο με την προπαρατιθέμενη νομολογία και μου φαίνεται αρκούντως αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό σε σχέση με τους στόχους της οδικής ασφάλειας που έχει προτάξει η Επιτροπή εδώ και πολλά έτη (49). Πράγματι, η δίωξη των παραβάσεων δεν θα ήταν αποτελεσματική χωρίς την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων.

133. Σε κάθε περίπτωση, η S. Aykul έχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο μέτρων προκειμένου να ανακτήσει το δικαίωμά της να κυκλοφορεί στο γερμανικό έδαφος, ήτοι μεταξύ του να υποβληθεί σε ιατρική πραγματογνωμοσύνη για περίοδο ενός έτους και του να περιμένει τη διαγραφή της εγγραφής της ανικανότητάς της από το μητρώο, μετά την παρέλευση πενταετίας.

134. Επιπλέον, παρατηρώ ότι, στην περίπτωση της S. Aykul, δεν παρακωλύεται το δικαίωμα περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών της Ένωσης που παρέχεται στους πολίτες της Ένωσης από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, την άσκηση του οποίου αποσκοπεί να διευκολύνει η οδηγία 2006/126, δεδομένου ότι η μη αναγνώριση της ισχύος της αυστριακής της άδειας οδηγήσεως έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια και περιορίζεται στη γερμανική επικράτεια, λαμβανομένου υπόψη ότι η S. Aykul διατηρεί την ελευθερία να κυκλοφορεί στο έδαφος των άλλων κρατών μελών.

135. Θεωρώ, επίσης, και υπό το πρίσμα των ανωτέρω ότι η γερμανική νομοθεσία καλύπτεται από το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 και όχι από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439. Πράγματι, φρονώ ότι η πρώτη διάταξη πρέπει να νοηθεί ως επιτρέπουσα σε κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση να περιορίζει τις επιπτώσεις της αρνήσεως να αναγνωρίσει την ισχύ άδειας οδηγήσεως που εκδόθηκε από άλλο κράτος μέλος στο έδαφός του, ενώ η δεύτερη διάταξη, προβλέποντας τη δυνατότητα αντικαταστάσεως της άδειας οδηγήσεως, αποσκοπεί στο να έχει έννομες συνέπειες σε όλα τα κράτη μέλη.

136. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 υποχρεώνει κράτος μέλος να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, όταν, κατόπιν τροχαίας παραβάσεως ποινικού χαρακτήρα που διαπράττεται στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, μεταγενέστερα της εκδόσεως της άδειας αυτής, η άδεια αυτή οδηγήσεως αφαιρείται από τον κάτοχό της στο εν λόγω έδαφος, διότι δεν ήταν πλέον ικανός να οδηγεί και είχε καταστεί επικίνδυνος για την οδική ασφάλεια. Ο κάτοχος της άδειας οδηγήσεως θα είναι εκ νέου ικανός να οδηγεί στο έδαφος αυτό, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εθνικοί κανόνες δεν έχουν ως σκοπό την επιβολή όρων που δεν τάσσονται από την οδηγία 2006/126 για την έκδοση του εν λόγω τίτλου ούτε την επ’ αόριστον άρνηση της αναγνωρίσεως της άδειας οδηγήσεως.

IV – Συμπέρασμα

137. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Verwaltungsgericht Sigmaringen ως εξής:

Το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης, υποχρεώνει κράτος μέλος να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ άδειας οδηγήσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, όταν, κατόπιν τροχαίας παραβάσεως ποινικού χαρακτήρα που διαπράττεται στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, μεταγενέστερα της εκδόσεως της άδειας αυτής, η άδεια αυτή οδηγήσεως αφαιρείται από τον κάτοχό της στο εν λόγω έδαφος, διότι δεν ήταν πλέον ικανός να οδηγεί και είχε καταστεί επικίνδυνος για την οδική ασφάλεια. Ο κάτοχος της άδειας οδηγήσεως θα είναι εκ νέου ικανός να οδηγεί στο έδαφος αυτό, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εθνικοί κανόνες δεν έχουν ως σκοπό την επιβολή όρων που δεν τάσσονται στην οδηγία 2006/126 για την έκδοση του εν λόγω τίτλου ούτε την επ’ αόριστον άρνηση αναγνωρίσεως της άδειας οδηγήσεως.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      ΕΕ L 237, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/112/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Αυγούστου 2009 (ΕΕ L 223, σ. 26), στο εξής: οδηγία 91/439.


3 —      ΕΕ L 403, σ. 18, και διορθωτικό ΕΕ 2009, L 19, σ. 67.


4 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Kapper (C‑476/01, EU:C:2004:261)· Wiedemann και Funk (C‑329/06 και C‑343/06, EU:C:2008:366)· Weber (C‑1/07, EU:C:2008:640)· Grasser (C‑184/10, EU:C:2011:324)· Akyüz (C‑467/10, EU:C:2012:112), και Hofmann (C‑419/10, EU:C:2012:240).


5 —      Βλ. το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.


6 —      Η κανονική διαμονή ορίζεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ως «ο τόπος, όπου ένα πρόσωπο διαμένει συνήθως, δηλαδή επί 185 τουλάχιστον ημέρες κατά ημερολογιακό έτος, λόγω προσωπικών ή επαγγελματικών δεσμών, ή, όταν πρόκειται για άτομο χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, που συνεπάγονται στενή σχέση του με τον τόπο όπου κατοικεί».


7 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2006/126.


8 —      Ο ορισμός της κανονικής διαμονής που παρατίθεται στο άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 είναι ταυτόσημος με τον ορισμό του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 91/439.


9 —      BGBl. 2003 I, σ. 310, στο εξής: StVG.


10 —      BGBl. 1998 I, σ. 2214, στο εξής: FeV.


11 —      Απόφαση Akyüz (EU:C:2012:112, σκέψη 32).


12 —      Βλ. αποφάσεις Derudder (C‑290/01, EU:C:2004:120, σκέψεις 37 και 38) και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑157/10, EU:C:2011:813, σκέψεις 17 έως 21).


13 —      Βλ. σημεία 10 και 11 των γραπτών παρατηρήσεων της Πολωνικής Κυβερνήσεως.


14 —      Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Schwarz (C‑321/07, EU:C:2009:104, σκέψη 77)· Grasser (EU:C:2011:324, σκέψη 21), και Hofmann (EU:C:2012:240, σκέψη 46).


15 —      Βλ. απόφαση Le Rayon d’Or (C‑151/13, EU:C:2014:185, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 —      Όπ.π. (σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17 —      Βλ. σημείο 3 των παρατηρήσεων της Ιταλικής Κυβερνήσεως.


18 —      Η υπογράμμιση δική μου.


19 —      Στην επιστολή που απέστειλε το Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών της Βάδης-Βυρτεμβέργης επισημάνθηκε ότι, σε αντίθεση με το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439, το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2006/126 επιτρέπει την άρνηση αναγνωρίσεως όχι μόνο στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος (σ. 5 του γαλλικού κειμένου της αποφάσεως περί παραπομπής).


20 —      Κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο, «ένα κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει την ισχύ οποιασδήποτε άδειας οδήγησης» και, κατά τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο, «ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια οδήγησης».


21 —      Η Ένωση έχει προτάξει εδώ και χρόνια τον σκοπό της βελτιώσεως της οδικής ασφάλειας και έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για τη μείωση του αριθμού των ατυχημάτων έως το 2020 (βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Προς ένα ευρωπαϊκό χώρο οδικής ασφάλειας: πολιτικές κατευθύνσεις για την οδική ασφάλεια 2011-2020» [COM(2010) 389 τελικό]).


22 —      Βλ. απόφαση Hofmann (EU:C:2012:240, σκέψη 65).


23 —      Απόφαση Kapper (EU:C:2004:261, σκέψεις 70 και 72, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, διάταξη Halbritter (C‑227/05, EU:C:2006:245, σκέψη 26).


24 —      Βλ. απόφαση Hofmann (EU:C:2012:240, σκέψη 71).


25 —      Βλ. απόφαση Kapper (EU:C:2004:261, σκέψη 73).


26 —      Βλ. σ. 3 του γαλλικού κειμένου της αποφάσεως περί παραπομπής.


27 —      Βλ. σ. 13 του γαλλικού κειμένου της αποφάσεως περί παραπομπής.


28 —      Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439 είναι αυτό που εφαρμόζεται ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση.


29 —      Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί την έκφραση «μέτρο ασφαλείας ποινικού χαρακτήρα».


30 —      Β. σημεία 39 έως 41 των παρατηρήσεων της Επιτροπής.


31 —      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση περί παραπομπής ότι οι περί αδειών οδηγήσεως νομοθετικές διατάξεις είναι «αστυνομικές διατάξεις» (βλ. σ. 13 και 14 του γαλλικού κειμένου της αποφάσεως περί παραπομπής).


32 —      Σειρά A αριθ. 73, ιδίως §§ 53 έως 56.


33 —      Προτάσεις Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑43/12, EU:C:2013:534, σημείο 65).


34 —      Βλ. σημείο 25 των παρατηρήσεων της Πολωνικής Κυβερνήσεως.


35 —      Βλ. σημείο 9 των γραπτών παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της κύριας δίκης.


36 —      Απόφαση Weber (EU:C:2008:640, σκέψη 38).


37 —      Απόφαση Hofmann (EU:C:2012:240, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


38 —      Η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν θα είχε ασκήσει δίωξη και, ως εκ τούτου, δεν θα είχε επιβάλει στην S. Aykul κυρώσεις, εάν η παράβαση είχε διαπραχθεί στην επικράτειά της (βλ. σ. 4 έως 6 του γαλλικού κειμένου της αποφάσεως περί παραπομπής).


39 —      Βλ. σημείο 34 των παρατηρήσεων της Πολωνικής Κυβερνήσεως.


40 —      Βλ., συναφώς, απόφαση Unamar (C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψεις 46 και 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


41 —      Βλ. απόφαση Hofmann (EU:C:2012:240, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


42 —      Βλ. απόφαση Akyüz (EU:C:2012:112, σκέψη 57).


43 —      Βλ. σημείο 11 της εν λόγω γραπτής απαντήσεως.


44 —      Βλ. σημείο 13 της εν λόγω γραπτής απαντήσεως.


45 —      Με την ιατρική-ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη πρέπει να αποδεικνύεται η επί ένα έτος αποχή από τα ναρκωτικά. Η αποχή αυτή πρέπει να αποδεικνύεται από ιατρικές εξετάσεις, οι οποίες βασίζονται στα πορίσματα τουλάχιστον τεσσάρων εργαστηριακών εξετάσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται σε απρόβλεπτο χρόνο εντός ενός έτους.


46 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2006/126.


47 —      Βλ. σ. 4 της ανακοινώσεως της Επιτροπής με τίτλο «Ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για την οδική ασφάλεια — Μείωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση του αριθμού των θυμάτων σε τροχαία ατυχήματα κατά το ήμισυ από σήμερα έως το 2010: ένα ζήτημα που μας αφορά όλους» [COM(2003) 311 τελικό].


48 —      Βλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής που μνημονεύεται στην υποσημείωση 21 (σ. 5).


49 —      Βλ. το πρόγραμμα δράσεως που αναφέρεται στην υποσημείωση 47, στο οποίο ορίζεται ότι «η καταστρατήγηση των κανόνων οδήγησης πρέπει να καταπολεμηθεί […] με τη θέσπιση μέτρων που θα οδηγήσουν στη βελτίωση του ελέγχου και την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (σ. 10), το ψήφισμα του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με την καταπολέμηση της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών, σε σχέση με τα τροχαία δυστυχήματα (ΕΕ 2004, C 97, σ. 1), το οποίο υπογραμμίζει ότι έχει μεγάλη σημασία «[ν]α θεσπιστούν όλες οι ενδεδειγμένες διατάξεις που να προβλέπουν και τις επιβάλλουσες κυρώσεις, έναντι των οδηγών οχημάτων οι οποίοι τελούν υπό την υπηρεσία ψυχοδραστικών ουσιών, οι οποίες μειώνουν την ικανότητά τους να οδηγούν» (σημείο 29), και τη σύσταση της Επιτροπής της 6ης Απριλίου 2004 για την επιβολή του νόμου στον τομέα της οδικής ασφάλειας (ΕΕ L 111, σ. 75), η οποία προβλέπει, στην αιτιολογική της σκέψη 9, ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει να ακολουθήσουν γενική πολιτική η οποία να προβλέπει ότι οι παραβάσεις συνοδεύονται από αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις».