Language of document : ECLI:EU:C:2013:164

Υπόθεση C‑415/11

Mohamed Aziz

κατά

Caixa d´Estalvis de Catalunya, Tarragona i Manresa (Catalunyacaixa)

(αίτηση του Juzgado de lo Mercantil nº 3 de Barcelona
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου — Διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως — Δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου της ουσίας — Καταχρηστικές ρήτρες — Κριτήρια εκτιμήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 2013

1.        Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Ερωτήματα προδήλως άσχετα προς την υπόθεση και υποθετικά ερωτήματα υποβαλλόμενα σε πλαίσιο που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση — Ερωτήματα που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης — Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση που έχει υποβληθεί στην κρίση του — Περιεχόμενο

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)

3.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Σκοπός

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

4.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής — Μη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση που έχει υποβληθεί στην κρίση του, σε περίπτωση που ο καταναλωτής δεν έχει ασκήσει ανακοπή — Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)

5.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άμεσο αποτέλεσμα — Εθνικές δικονομικές διατάξεις — Όροι εφαρμογής — Τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας

6.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως — Μη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να λάβει προσωρινά μέτρα — Δεν επιτρέπεται — Αντίθεση προς την αρχή της αποτελεσματικότητας

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)

7.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Καταχρηστική ρήτρα κατά το άρθρο 3 — Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα από το εθνικό δικαστήριο — Κριτήρια

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1 και 4 § 1)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 34, 35, 39)

2.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 41, 46, 47)

3.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 44, 45)

4.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 48)

5.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 50, 53)

6.        Η οδηγία 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει μια κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, ενώ δεν προβλέπει στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως λόγους ανακοπής αντλούμενους από τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί βάση του εκτελεστού τίτλου, δεν παρέχει στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας, τη δυνατότητα λήψεως προσωρινών μέτρων και δη μέτρων αναστολής της οικείας διαδικασίας εκτελέσεως, όταν η λήψη των μέτρων αυτών είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της αποφάσεώς του.

Συγκεκριμένα, ελλείψει της δυνατότητας αυτής, σε κάθε περίπτωση όπου η κατάσχεση του ενυπόθηκου ακινήτου πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας που αναγνώρισε τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η υποθήκη και, ως εκ τούτου, την ακυρότητα της διαδικασίας εκτελέσεως, η απόφαση αυτή μπορεί να εξασφαλίσει στον οικείο καταναλωτή ένδικη προστασία μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, υπό μορφή αποζημιώσεως, η οποία θα συνιστούσε ελλιπές και ανεπαρκές μέτρο και δεν θα αποτελούσε ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο παύσεως της χρήσεως της εν λόγω ρήτρας, αντιθέτως προς όσα προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περιπτώσεις όπου το ακίνητο επί του οποίου έχει συσταθεί υποθήκη είναι η κατοικία του θιγόμενου καταναλωτή και της οικογένειάς του, καθόσον αυτός ο μηχανισμός προστασίας των καταναλωτών που περιορίζεται στην επιδίκαση αποζημιώσεως δεν αποτρέπει την οριστική και μη αναστρέψιμη απώλεια του εν λόγω ακινήτου. Ένα τέτοιο δικονομικό σύστημα είναι ικανό να θίξει την επιδιωκόμενη από την οδηγία αποτελεσματική προστασία.

(βλ. σκέψεις 59-61, 64, διατακτ. 1)

7.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

—      η έννοια της «σημαντικής ανισορροπίας» σε βάρος του καταναλωτή πρέπει να εκτιμάται διά της αναλύσεως των εθνικών κανόνων που ισχύουν ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων, προκειμένου να εκτιμηθεί αν, και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό, η σύμβαση περιάγει τον καταναλωτή σε έννομη κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με εκείνη που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία. Ομοίως, είναι χρήσιμο προς τούτο να εξεταστεί η νομική κατάσταση του εν λόγω καταναλωτή, λαμβανομένων υπόψη των μέσων που διαθέτει, σύμφωνα με την εθνική κανονιστική ρύθμιση, για την παύση της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών·

—      για να εξακριβωθεί αν η εν λόγω ανισορροπία δημιουργείται «παρά την απαίτηση καλής πίστης», πρέπει να εξεταστεί αν ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί νομίμως και θεμιτώς με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί την οικεία ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως.

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το παράρτημα στο οποίο παραπέμπει η διάταξη αυτή περιλαμβάνει ενδεικτικό και όχι εξαντλητικό κατάλογο των ρητρών που μπορούν να κριθούν καταχρηστικές.

Επίσης, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως και με αναφορά σε όλες τις κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως περιστάσεις που ανάγονται στη σύναψή της. Εντεύθεν προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει επίσης να εκτιμώνται οι συνέπειες που μπορεί να έχει η εν λόγω ρήτρα στο πλαίσιο της εφαρμοστέας νομοθεσίας, εκτίμηση η οποία προϋποθέτει την εξέταση του εθνικού νομικού συστήματος.

(βλ. σκέψεις 68-71, 76, διατακτ. 2)