Language of document : ECLI:EU:C:2013:625

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 3ης Οκτωβρίου 2013 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1007/2009 – Εμπόριο προϊόντων φώκιας – Περιορισμοί στην εισαγωγή και την εμπορία των εν λόγω προϊόντων – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Έννοια των “κανονιστικών πράξεων” – Νομοθετικές πράξεις – Θεμελιώδες δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία»

Στην υπόθεση C‑583/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2011,

Inuit Tapiriit Kanatami, με έδρα την Οτάβα (Καναδάς),

Nattivak Hunters and Trappers Association, με έδρα το Qikiqtarjuaq (Καναδάς),

Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Association, με έδρα το Pangnirtung (Καναδάς),

Jaypootie Moesesie, κάτοικος Qikiqtarjuaq,

Allen Kooneeliusie, κάτοικος Qikiqtarjuaq,

Toomasie Newkingnak, κάτοικος Qikiqtarjuaq,

David Kuptana, κάτοικος Ulukhaktok (Καναδάς),

Karliin Aariak, κάτοικος Iqaluit (Καναδάς),

Canadian Seal Marketing Group, με έδρα το Κεμπέκ (Καναδάς),

Ta Ma Su Seal Products Inc., με έδρα το Cap-aux-Meules (Καναδάς),

Fur Institute of Canada, με έδρα την Οτάβα,

NuTan Furs Inc., με έδρα την Catalina (Καναδάς),

GC Rieber Skinn AS, με έδρα το Bergen (Νορβηγία),

Inuit Circumpolar Council Greenland (ICC-Greenland), με έδρα το Nuuk, Groenland (Δανία),

Johannes Egede, κάτοικος Nuuk,

Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK), με έδρα το Nuuk,

εκπροσωπούμενοι από τους J. Bouckaert, H. Viaene και D. Gillet, avocats,

αναιρεσείοντες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τις I. Αναγνωστοπούλου και D. Gauci καθώς και εκπροσωπούμενο από τον L. Visaggio,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Moore και K. Michoel,

καθών πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Oliver, E. White και K. Mifsud-Bonnici,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, ασκούντα καθήκοντα προέδρου, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, T. von Danwitz (εισηγητή), A. Rosas και M. Berger, προέδρους τμήματος, U. Lõhmus, E. Levits, A. Ó Caoimh, A. Arabadjiev, J.-J. Kasel, M. Safjan, D. Šváby, A. Prechal και C. Vajda, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott,

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2012,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιανουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι Inuit Tapiriit Kanatami, Nattivak Hunters and Trappers Association, Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Association, J. Moesesie, A. Kooneeliusie, T. Newkingnak, D. Kuptana, K. Aariak, Canadian Seal Marketing Group, Ta Ma Su Seal Products Inc., Fur Institute of Canada, NuTan Furs Inc., GC Rieber Skinn AS, Inuit Circumpolar Council Greenland (ICC-Greenland), J. Egede και Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK) ζητούν την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, T-18/10 (Συλλογή 2011, σ. II‑5599, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που άσκησαν οι αναιρεσείοντες, καθώς και ο Ε. Αγαθός, για την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1007/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εμπορίου προϊόντων φώκιας (ΕΕ L 286, σ. 36, στο εξής: επίδικος κανονισμός) ως απαράδεκτη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο επίδικος κανονισμός

2        Κατά το άρθρο 1 αυτού, ο επίδικος κανονισμός θεσπίζει «εναρμονισμένους κανόνες που αφορούν τη διάθεση προϊόντων φώκιας στην αγορά».

3        Κατά το άρθρο 2, σημείο 4, του επίδικου κανονισμού, με τον όρο «Inuit» νοούνται τα «αυτόχθονα μέλη της πατρίδας των Inuit, δηλαδή των αρκτικών και υποαρκτικών περιοχών στις οποίες, σήμερα ή κατά παράδοση, οι Inuit έχουν δικαιώματα και συμφέροντα ως αυτόχθονες, τα οποία αναγνωρίζονται από τους Inuit ως μέλη του λαού τους και περιλαμβάνουν τους Inupiat, Yupik (Αλάσκα), Inuit, Inuvialuit (Καναδάς), Kalaallit (Γροιλανδία) και Yupik (Ρωσία)».

4        Ως προς τους όρους διαθέσεως στην αγορά των προϊόντων φώκιας, το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι:

«1.      Η διάθεση προϊόντων φώκιας στην αγορά επιτρέπεται μόνον οσάκις τα προϊόντα φώκιας προέρχονται από θήρα στην οποία εκ παραδόσεως προβαίνουν οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών και η οποία συμβάλλει στην επιβίωσή τους. Για εισαγόμενα προϊόντα, οι όροι αυτοί ισχύουν κατά τη στιγμή ή το σημείο εισαγωγής.

2.      Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1:

α)      επιτρέπεται η εισαγωγή προϊόντων φώκιας επίσης οσάκις έχει ευκαιριακό χαρακτήρα και αφορά αποκλειστικά αγαθά που προορίζονται για προσωπική χρήση ταξιδιωτών ή των οικογενειών τους· η φύση και η ποσότητα των αγαθών αυτών δεν πρέπει να είναι τέτοια που να υποδεικνύει ότι εισάγονται για εμπορικούς σκοπούς·

β)      επιτρέπεται επίσης η διάθεση στην αγορά προϊόντων φώκιας εφόσον προέρχονται από παραπροϊόντα θήρας, η οποία υπόκειται σε ρύθμιση δυνάμει εθνικού δικαίου και διενεργείται με αποκλειστικό σκοπό την αειφόρο διαχείριση θαλασσίων πόρων. Αυτή η διάθεση στην αγορά επιτρέπεται μόνον επί μη κερδοσκοπικής βάσεως. Η φύση και η ποσότητα των αγαθών αυτών δεν πρέπει να είναι τέτοια που να υποδεικνύει ότι διατίθενται στην αγορά για εμπορικούς σκοπούς.

Η εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν πρέπει να υπονομεύει την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού.

3.      Η Επιτροπή εκδίδει σύμφωνα με τη διαχειριστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, οδηγίες τεχνικού χαρακτήρα με ενδεικτικό κατάλογο των κωδικών της συνδυασμένης ονοματολογίας, οι οποίοι μπορεί να καλύπτουν τα προϊόντα φώκιας που υπόκεινται στο παρόν άρθρο.

4.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5, παράγραφος 3.»

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 737/2010

5        Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, του επίδικου κανονισμού, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 737/2010, της 10ης Αυγούστου 2010, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1007/2009 (ΕΕ L 216, σ. 1).

6        Κατά το άρθρο 1 αυτού, ο κανονισμός αυτός «καθορίζει λεπτομερείς κανόνες για τη διάθεση στην αγορά προϊόντων φώκιας βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1007/2009».

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

7        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2010, οι αναιρεσείοντες, καθώς και ο Ε. Αγαθός, άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

8        Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβαλαν ενστάσεις περί απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Επετράπη στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών και στην Επιτροπή να παρέμβουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς υποστήριξη των αιτημάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

9        Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση αυτή κρίνοντας ότι οι αναιρεσείοντες, όπως επίσης και ο Ε. Αγαθός, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του παραδεκτού υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

10      Αρχικώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε βάσει της Συνθήκης ΕΚ, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής, ασκηθείσας μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ, πρέπει να εξετάζονται βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

11      Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το παραδεκτό της ενώπιόν του εκκρεμούσας προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, καταρχάς εξέτασε την έννοια της «κανονιστικής πράξεως» κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Προέβη συναφώς σε γραμματική, ιστορική και τελολογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής και διαπίστωσε, στις σκέψεις 41 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τα εξής:

«41      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ παρείχε στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεων που το αφορούσαν ατομικά καθώς και κατά πράξεων γενικής ισχύος, όπως κανονισμών που τα αφορούσαν άμεσα και τα έθιγαν λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους προσιδίαζαν ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα εξατομίκευαν σε σχέση με οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα και, ως εκ τούτου, τα εξατομίκευαν κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939, και της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 36).

42      Το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καίτοι παραλείπει τον όρο “απόφαση”, επαναλαμβάνει αυτές τις δύο δυνατότητες και προσθέτει μία τρίτη. Προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων, κατά των αποφάσεων γενικής ισχύος που αφορούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Από τη συνήθη έννοια του όρου “κανονιστική” προκύπτει ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται η τελευταία αυτή δυνατότητα είναι επίσης γενικής ισχύος.

43      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν αφορά το σύνολο των πράξεων γενικής ισχύος, αλλά πιο περιορισμένη κατηγορία αυτών, ήτοι τις κανονιστικές πράξεις.

44      Συγκεκριμένα, το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει διάφορες κατηγορίες πράξεων της Ενώσεως που δύνανται να υπαχθούν σε έλεγχο νομιμότητας, ήτοι, αφενός, τις νομοθετικές πράξεις και, αφετέρου, τις λοιπές δεσμευτικές πράξεις, που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, οι οποίες δύναται να είναι είτε ατομικές πράξεις είτε πράξεις γενικής ισχύος.

45      Συνάγεται ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το πρώτο του εδάφιο, προβλέπει ότι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεων των οποίων είναι αποδέκτης, καθώς και, αφενός, κατά των γενικής ισχύος, νομοθετικών ή κανονιστικών, αποφάσεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά και, αφετέρου, κατά ορισμένων πράξεων γενικής ισχύος, ήτοι κανονιστικών πράξεων, που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

46      Εξάλλου, τέτοιου είδους ερμηνεία του όρου “κανονιστική” και του αντίστοιχου όρου στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της Συνθήκης ΛΕΕ, σε αντίθεση με τον όρο “νομοθετική”, προκύπτει επίσης από πλείστες άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, και δη από το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την προσέγγιση των “νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών”.

47      Επιβάλλεται συναφώς η απόρριψη του επιχειρήματος των [αναιρεσειόντων καθώς και του Ε. Αγαθού] κατά το οποίο η διάκριση μεταξύ των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων, όπως προτείνουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και εκτίθεται στις σκέψεις 42 έως 45 ανωτέρω, συνίσταται στην προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού “νομοθετικές” δίπλα στον όρο “πράξεις” όσον αφορά τις δύο πρώτες δυνατότητες του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη διαπίστωση στη σκέψη 45 ανωτέρω, ο όρος “πράξεις” αναφερόμενος σε αυτές τις δύο πρώτες δυνατότητες αφορά, εκτός από τις πράξεις των οποίων είναι αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όλες τις πράξεις, νομοθετικές ή κανονιστικές, που το αφορούν άμεσα και ατομικά. Ειδικότερα, οι νομοθετικές πράξεις και οι κανονιστικές πράξεις που περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτής της τελευταίας.

48      Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι, αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα από τους [αναιρεσείοντες καθώς και τον Ε. Αγαθό], από το γράμμα της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι σκοπός των κρατών μελών δεν ήταν να περιορίσουν την εμβέλεια της διατάξεως αυτής μόνο στις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, αλλά γενικότερα, στις κανονιστικές πράξεις.

49      Δεύτερον, η ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 42 έως 45 ανωτέρω, επιβεβαιώνεται από τη διαδικασία που οδήγησε στη θέσπιση αυτής της διατάξεως, η οποία αρχικώς είχε προταθεί ως άρθρο III‑365 [,παράγραφος 4,] του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη. Ειδικότερα, προκύπτει ιδίως από το διαβιβαστικό σημείωμα του Προεδρείου της Συνελεύσεως (Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, CONV 734/03), της 12ης Μαΐου 2003, ότι, καίτοι προτάθηκε η σχετική τροποποίηση του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ με αναφορά σε “πράξεις γενικής ισχύος”, το Προεδρείο προέβη σε διαφορετική επιλογή, δηλαδή αναφέρθηκε σε “κανονιστικές πράξεις”. Όπως προκύπτει από το προαναφερθέν διαβιβαστικό σημείωμα, αυτή η διατύπωση προέβλεπε τη δυνατότητα “διακρίσεως μεταξύ των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων, διατηρώντας συσταλτική προσέγγιση όσον αφορά τις προσφυγές ιδιωτών κατά νομοθετικών πράξεων (για τις οποίες η προϋπόθεση περί του ότι τους ‘αφορούν άμεσα και ατομικά’ παραμένει σε ισχύ)”.

50      Τρίτον, καθόσον επελέγη να επαναληφθεί η διατύπωση αυτή στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται να διαπιστωθεί ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεων γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις, οι οποίες το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περιπτώσεις όπου το πρόσωπο αυτό θα έπρεπε να ενεργήσει παρανόμως προκειμένου να έχει πρόσβαση σε δικαστή (βλέπε προαναφερθέν διαβιβαστικό σημείωμα του Προεδρείου της Συνελεύσεως). Όπως προκύπτει από την ανάλυση στις προηγηθείσες σκέψεις, το γράμμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά όλων των πράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσου επηρεασμού και απουσίας εκτελεστικών μέτρων ούτε κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά αποκλειστικώς κατά συγκεκριμένης κατηγορίας των τελευταίων αυτών πράξεων, ήτοι κατά των κανονιστικών πράξεων. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως παραμένουν πιο περιοριστικές σε σχέση με την περίπτωση προσφυγής κατά κανονιστικής πράξεως.

51      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων σχετικά με το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2007, C‑303, σ. 1 [στο εξής: Χάρτης]). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ενώσεως δεν μπορεί, χωρίς να υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του, να ερμηνεύει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ιδιώτης μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού, κατά τρόπο που καταλήγει να παρακάμπτει τις προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη, τούτο δε ακόμη και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2004, C‑263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, Συλλογή 2004, σ. I‑3425, σκέψη 36, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Ιανουαρίου 2007, T‑127/05, Lootus Teine Osaühing κατά Συμβουλίου, […] σκέψη 50).»

12      Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι «ο όρος “κανονιστική πράξη” κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να νοηθεί ότι αφορά κάθε πράξη γενικής ισχύος πλην των νομοθετικών πράξεων». Κατά συνέπεια, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικώς εφόσον η πράξη αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά.

13      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 57 έως 67, εξέτασε το ζήτημα αν ο επίδικος κανονισμός έχει χαρακτήρα νομοθετικής ή κανονιστικής πράξεως. Συναφώς κρίθηκε, στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η κατά το άρθρο 294 ΣΛΕΕ διαδικασία, η οποία καλείται «συνήθης νομοθετική διαδικασία», επαναλαμβάνει κατ’ ουσία την προβλεπόμενη στο άρθρο 251 ΕΚ. Εξ αυτού συνήγαγε, στην εν λόγω σκέψη, ότι ο επίδικος κανονισμός, ο οποίος έχει εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του δεύτερου αυτού άρθρου, πρέπει, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στη Συνθήκη ΛΕΕ κατηγοριών νομικών πράξεων, να χαρακτηρισθεί ως νομοθετική πράξη. Στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως νομοθετικής ή κανονιστικής είναι η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της.

14      Λαμβανομένων υπόψη της ερμηνείας της έννοιας «κανονιστική πράξη» κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία παρατίθεται στις σκέψεις 41 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, και της διαπιστώσεως ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αποτελεί κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή σύμφωνα με την τελευταία περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρήλκε η εξέταση του ζητήματος αν ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα.

15      Το Γενικό Δικαστήριο, τρίτον, εξέτασε, στις σκέψεις 68 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το ζήτημα αν οι αναιρεσείοντες, όπως επίσης και ο Ε. Αγαθός, επηρεάζονται άμεσα από τον επίδικο κανονισμό.

16      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε συναφώς, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο άμεσος επηρεασμός ιδιώτη προϋποθέτει ότι, πρώτον, η προσβαλλόμενη πράξη της Ένωσης παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη αυτού και, δεύτερον, δεν καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, καθόσον αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων.

17      Όσον αφορά τον επίδικο κανονισμό, έκρινε, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, παραπέμποντας στη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2005, T-40/04, Bonino κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. II-2685, σκέψη 56), ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του άρθρου 3, παράγραφος 1, του επίδικου κανονισμού, ο κανονισμός αυτός παράγει άμεσα αποτελέσματα αποκλειστικώς στη νομική κατάσταση των αναιρεσειόντων εκείνων που δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά της Ένωσης προϊόντων φώκιας. Ο κανονισμός αυτός δεν απαγόρευε το κυνήγι της φώκιας, το οποίο διεξάγεται κυρίως εκτός της αγοράς της Ένωσης, ούτε τη χρησιμοποίηση ή κατανάλωση προϊόντων φώκιας που δεν αποτελούν αντικείμενο εμπορίας. Καίτοι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η κατά τον επίδικο κανονισμό γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δραστηριότητα προσώπων που παρεμβαίνουν σε προηγούμενο ή επόμενο στάδιο αυτής της διαθέσεως στην αγορά, γεγονός παραμένει ότι αυτές οι επιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέουν άμεσα από αυτόν. Περαιτέρω, οι ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες της απαγορεύσεως αυτής αφορούσαν αποκλειστικώς την πραγματική κατάσταση των αναιρεσειόντων και όχι τη νομική κατάστασή τους.

18      Αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το γράμμα των άρθρων 3, παράγραφος 4, και 5, παράγραφος 3, του επίδικου κανονισμού, όπως επίσης και την αιτιολογική σκέψη 17 αυτού, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, παρά την απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας ως προς τα οποία αποδεικνύεται ότι δεν προέρχονται από θήρα στην οποία επιδίδονται παραδοσιακά οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών για την επιβίωσή τους, οι όροι διαθέσεως των προϊόντων στην αγορά δεν ορίζονται.

19      Κρίθηκε συναφώς, στις σκέψεις 78 έως 80 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίδικος κανονισμός δεν διευκρίνιζε ειδικότερα την έννοια του όρου «άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών» και δεν επεξηγούσε τις μορφές θήρας στις οποίες επιδίδονται παραδοσιακά για την επιβίωσή τους ούτε τον τρόπο με τον οποίο αποδεικνυόταν η καταγωγή Inuit ή των άλλων κοινοτήτων αυτοχθόνων πληθυσμών. Έτσι, όσον αφορά τα προϊόντα που δύναται να υπαχθούν στο καθεστώς εξαιρέσεως, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να εφαρμόσουν τον επίδικο κανονισμό χωρίς εκτελεστικά μέτρα προβλεπόμενα από εκτελεστικό κανονισμό, τα οποία πρέπει ειδικότερα να ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η διάθεση στην αγορά των προϊόντων αυτών. Μόνο βάσει των σχετικών εκτελεστικών μέτρων του επίδικου κανονισμού μπορούσε να εκτιμηθεί η κατάσταση των αναιρεσειόντων και του Ε. Αγαθού εν σχέσει με την εν προκειμένω εξαίρεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο επίδικος κανονισμός επηρέαζε αποκλειστικώς τη νομική κατάσταση των αναιρεσειόντων εκείνων που δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά της Ένωσης προϊόντων φώκιας και τους οποίους αφορά η γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά των προϊόντων αυτών.

20      Αντιθέτως, τούτο δεν ίσχυε για τους αναιρεσείοντες των οποίων η δραστηριότητα δεν συνίσταται στη διάθεση στην αγορά αυτών των προϊόντων και/ή για εκείνους που εμπίπτουν στην κατά τον επίδικο κανονισμό εξαίρεση, καθώς, κατ’ αρχήν, η διάθεση στην αγορά της Ένωσης προϊόντων φώκιας που προέρχονται από θήρα στην οποία επιδίδονται παραδοσιακά οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών για την επιβίωσή τους παραμένει επιτρεπτή. Ειδικότερα, οι κυνηγοί και παγιδευτές φώκιας καταγωγής Inuit, καθώς και οι οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των αναιρεσειόντων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά των προϊόντων φώκιας.

21      Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 81 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα μόνον τέσσερις αναιρεσείοντες, ήτοι εκείνους που δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και/ή εμπορία προϊόντων φώκιας προερχόμενων από κυνηγούς και παγιδευτές Inuit και μη. Ως προς την K. Aariak, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο επίδικος κανονισμός την αφορά άμεσα. Καίτοι δραστηριοποιείται στη μεταποίηση προϊόντων φώκιας, ήτοι στη δημιουργία και πώληση ενδυμάτων κατασκευασμένων από δέρμα φώκιας, από την προσφυγή, καθώς και από τις παρατηρήσεις των αναιρεσειόντων και του Ε. Αγαθού επί των ενστάσεων απαραδέκτου προκύπτει ότι και αυτή ανήκει στην κοινότητα Inuit και ότι σε κανένα σημείο δεν υποστηρίζει ότι δραστηριοποιείται στη διάθεση στην αγορά προϊόντων άλλων από εκείνα που εμπίπτουν στην επίμαχη εξαίρεση.

22      Στο μέτρο που η κατάσταση ενός ιδιώτη πρέπει να επηρεάζεται τόσο άμεσα όσο και ατομικά ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 88 έως 93 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, αν ως προς τους τέσσερις αναιρεσείοντες, για τους οποίους έκρινε ότι τους αφορά άμεσα ο επίδικος κανονισμός, μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός αυτός τους αφορούσε ατομικά. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς, παραπέμποντας στη σκέψη 41 της διατάξεως αυτής, ότι ο επίδικος κανονισμός εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για κατηγορίες προσώπων τα οποία αφορά γενικώς και αφηρημένως. Η γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας, εξαιρουμένων εκείνων που προέρχονται από θήρα στην οποία επιδίδονται παραδοσιακά οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών για την επιβίωσή τους, διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και δύναται να εφαρμοστεί άνευ εξαιρέσεων σε κάθε οικονομικώς δραστηριοποιούμενο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

23      Εφόσον οι τέσσερις επίμαχοι αναιρεσείοντες δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά προϊόντων φώκιας προερχομένων από κυνηγούς και παγιδευτές Inuit και μη, υπό την ιδιότητα αυτή ο επίδικος κανονισμός τους αφορά όπως αφορά κάθε άλλον οικονομικώς δραστηριοποιούμενο που διαθέτει στην αγορά προϊόντα φώκιας. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω αναιρεσείοντες εμπίπτουν, εκτός της γενικής απαγορεύσεως, στην εξαίρεση που αφορά τα προϊόντα προελεύσεως Inuit, τούτο δεν αρκεί για να τους εξατομικεύσει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη αποφάσεως.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

25      Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

–        να κηρύξει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού·

–        επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσείοντες·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα έξοδά τους.

26      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

–        να καταδικάσει, αλληλεγγύως, τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

27      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

29      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

30      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Με τον δεύτερο λόγο, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Ο τρίτος λόγος αφορά παράβαση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και των άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Τέλος, με τον τέταρτο λόγο, οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία της έννοιας «κανονιστικές πράξεις» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ειδικότερα, αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας αυτής τις νομοθετικές πράξεις, όπως τον επίδικο κανονισμό, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

32      Η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ των νομοθετικών και των κανονιστικών πράξεων δεν ευρίσκει έρεισμα στους χρησιμοποιούμενους από τη Συνθήκη ΛΕΕ όρους, και δη στα άρθρα 288 ΣΛΕΕ, 289 ΣΛΕΕ και 290 ΣΛΕΕ. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν μεταξύ των νομοθετικών και των μη νομοθετικών πράξεων. Περαιτέρω, αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, η έννοια «κανονιστικές πράξεις» καλύπτει όχι μόνον ορισμένες, αλλά όλες τις πράξεις γενικής ισχύος, οπότε η γραμματική ερμηνεία στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 41 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως είναι εσφαλμένη.

33      Η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο έχει ως αποτέλεσμα ότι μόνον οι συστάσεις και οι γνώμες του Κοινοβουλίου και/ή του Συμβουλίου μπορούν να θεωρηθούν κανονιστικές πράξεις, δεδομένου ότι οι νομοθετικές πράξεις περιλαμβάνουν τους κανονισμούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις που εκδίδουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ενώ οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις περιλαμβάνουν τις πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή. Αντιθέτως, οι συστάσεις και οι γνώμες δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των πράξεων που απαριθμούνται στο άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως.

34      Εφόσον οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας είχαν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν τους όρους «κανονιστικές πράξεις» στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκειμένου να ορίσουν το αντίθετο των νομοθετικών πράξεων, θα είχε χρησιμοποιηθεί μάλλον η έννοια «κατ’ εξουσιοδότηση πράξη» του άρθρου 290 ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι οι συντάκτες της Συνθήκης χρησιμοποίησαν τους όρους «κανονιστικές πράξεις» οφείλεται στο γεγονός ότι αναφέρονταν σε πράξεις διαφορετικές από τις νομοθετικές ή από τις μη νομοθετικές πράξεις. Εξάλλου, οι εκτελεστικές πράξεις του άρθρου 291 ΣΛΕΕ δεν καλύπτονται από τη διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο.

35      Κατά συνέπεια, η κατά το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεία των όρων «κανονιστικές πράξεις» κατ’ αντιδιαστολή προς τις «νομοθετικές πράξεις» καθιστά άνευ αντικειμένου το ένδικο βοήθημα της προσφυγής κατά κανονιστικών πράξεων που προβλέπεται υπό τους όρους του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, προστεθέντος με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, καθώς σκοπός της τροποποιήσεως αυτής ήταν να διευρυνθούν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών όσον αφορά τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκλείσει κάθε δυνατότητα προσφυγής στηριζόμενης στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ.

36      Η ιστορική ερμηνεία των όρων «κανονιστικές πράξεις» στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο είναι επίσης εσφαλμένη. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας, καίτοι αναφέρει στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ –όπως και στο άρθρο III-365, παράγραφος 4, του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη– τις κανονιστικές πράξεις, δεν χρησιμοποιεί την κατηγοριοποίηση των νομικών πράξεων που προβλέπει αυτό το σχέδιο συνθήκης, και δη, μεταξύ άλλων, την έννοια «ευρωπαϊκός κανονισμός» ως μη νομοθετική πράξη. Στο πλαίσιο της Συνθήκης ΛΕΕ, οι κανονισμοί μπορούν να είναι είτε νομοθετικές είτε μη νομοθετικές πράξεις.

37      Η μη τροποποίηση του γράμματος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αποδεικνύει ότι η έννοια «κανονιστικές πράξεις» στη διάταξη αυτή έχει διευρυνθεί κατά τρόπο ώστε να καλύπτει όλους τους κανονισμούς, ανεξαρτήτως αν έχουν ή όχι νομοθετικό χαρακτήρα. Αυτή η τελολογική ερμηνεία ανταποκρίνεται, εξάλλου, στον αρχικό προβληματισμό τόσο των συντακτών του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη όσο και των συντακτών της Συνθήκης της Λισσαβώνας, πρόθεση των οποίων ήταν να καλύψουν τα κενά που είχαν σαφώς εντοπισθεί με τις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-6677), και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, προπαρατεθείσα.

38      Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συντάσσονται με την ερμηνεία των όρων «κανονιστικές πράξεις» στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο.

39      Το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι, καίτοι αληθεύει ότι η ιεράρχηση των κανόνων κατά το άρθρο I-33 του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία διακρίνονται οι νομοθετικές πράξεις, αφενός, από τις κανονιστικές πράξεις, αφετέρου, δεν υιοθετήθηκε στη Συνθήκη ΛΕΕ, το άρθρο 289, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει σαφώς τις νομοθετικές πράξεις ως πράξεις οι οποίες εκδίδονται με συνήθη ή με ειδική νομοθετική διαδικασία. Περαιτέρω, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ διακρίνει στο πρώτο και στο τέταρτο εδάφιό του τις «νομοθετικές πράξεις» από τις «κανονιστικές πράξεις». Αυτές οι δύο έννοιες πρέπει να συναρμοσθούν ώστε να διασφαλιστεί πλήρως η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

40      Το εν λόγω θεσμικό όργανο προβάλλει ότι οι επικρίσεις των αναιρεσειόντων όσον αφορά τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι όλες οι πράξεις γενικής ισχύος δεν μπορούν να θεωρηθούν κανονιστικές πράξεις δεν διατυπώνονται κατά τρόπο συγκεκριμένο, αλλά επαναλαμβάνουν τα ήδη προβληθέντα πρωτοδίκως επιχειρήματα. Έτσι, τα σχετικά επιχειρήματα των αναιρεσειόντων είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτα.

41      Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειόντων κατά το οποίο η ερμηνεία της έννοιας «κανονιστικές πράξεις» στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο καθιστά την έννοια αυτή άνευ περιεχομένου, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, όπως επίσης και η Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες νομικών πράξεων, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τις εκτελεστικές πράξεις γενικής ισχύος, που εκδίδονται βάσει των άρθρων 290 ΣΛΕΕ ή 291 ΣΛΕΕ, οι οποίες συνιστούν τη μεγάλη πλειονότητα των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης. Συνάγεται εξ αυτού ότι το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ θα χρησιμοποιούσαν τον όρο «εξουσιοδότηση» αν σκόπευαν να αναφερθούν στις πράξεις γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις είναι εσφαλμένο. Η Επιτροπή προσθέτει ότι εμπίπτουν, επίσης, στην έννοια «κανονιστικές πράξεις» οι μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος οι οποίες εκδίδονται στηριζόμενες σε ειδικές νομικές βάσεις, όπως στα άρθρα 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, 109 ΣΛΕΕ και 215, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως και οι πράξεις γενικής ισχύος που εκδίδονται από λοιπά όργανα ή οργανισμούς κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

42      Όσον αφορά το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι οι αναιρεσείοντες δεν διατυπώνουν κατά τρόπο συγκεκριμένο επικρίσεις κατά της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, καθόσον ζητούν από το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα επιχειρήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως, αίτημα το οποίο, όμως, είναι απαράδεκτο στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, τα προβληθέντα στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας επιχειρήματα είναι αβάσιμα. Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή προβάλλουν συναφώς ότι είναι πρόδηλο ότι η Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης είχε επιλέξει τους όρους «κανονιστικές πράξεις» με σκοπό να εξαιρεθούν οι νομοθετικές πράξεις και ότι οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας είχαν την πρόθεση να διατηρήσουν την ίδια διάκριση μεταξύ των νομοθετικών και των κανονιστικών πράξεων όσον αφορά τις ένδικες προσφυγές.

43      Ως προς την τελολογική προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο σκοπός της προσθήκης της τρίτης περιπτώσεως του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που είναι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί ενεργητικής νομιμοποιήσεως, δεν σημαίνει ότι η έννοια «κανονιστικές πράξεις» πρέπει να περιλαμβάνει και τις νομοθετικές πράξεις.

44      Κατά το Κοινοβούλιο, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία της έννοιας «κανονιστικές πράξεις» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αντιβαίνει στον επιδιωκόμενο από τη διάταξη αυτή σκοπό, που συνίσταται στη δυνατότητα ασκήσεως ευθειών προσφυγών κατά μη νομοθετικών πράξεων γενικής ισχύος υπό ηπιότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Παρέχοντας τη δυνατότητα στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ασκούν ευθείες προσφυγές κατά κανονιστικών πράξεων που τα αφορούν άμεσα και δεν περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ θεραπεύει πλήρως, κατά το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, την κατάσταση που διαπιστώθηκε με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré. Παρατηρείται ότι, στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, επίδικη πράξη ήταν εκτελεστικός κανονισμός της Επιτροπής ο οποίος έπρεπε, σύμφωνα με το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, προδήλως να χαρακτηρισθεί ως «κανονιστική πράξη» υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το Συμβούλιο επισημαίνει, επιπλέον, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να συμβάλλουν στην πληρότητα του συστήματος ενδίκων μέσων το οποίο έχουν καθιερώσει οι Συνθήκες.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν κατ’ ουσία στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η έννοια «κανονιστικές πράξεις» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνει τις νομοθετικές πράξεις κατά το άρθρο 289, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όπως τον επίδικο κανονισμό.

46      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 168, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επίμαχα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από τις διατάξεις αυτές αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό το δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, C-41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-2125, σκέψεις 15 και 16, καθώς και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑280/08 P, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑9555, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑131/03 P, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑7795, σκέψη 51, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι αναιρεσείοντες δεν αποβλέπουν, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, στην απλή επανεξέταση του δικογράφου της προσφυγής που υποβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, με αυτό το πρώτο σκέλος, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν με σαφήνεια τα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως τα οποία φρονούν ότι πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο, καθώς και τα προβληθέντα νομικά επιχειρήματα προς στήριξη του αιτήματός τους, μεταξύ των οποίων ειδικότερα τα σχετικά με τις διάφορες ερμηνευτικές μεθοδολογίες που εφήρμοσε το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, τα ήδη προβληθέντα σε πρώτο βαθμό επιχειρήματα όχι μόνον δεν επαναλαμβάνονται απλώς, αλλά στην πραγματικότητα στρέφονται κατά ουσιώδους μέρους της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, οπότε το Δικαστήριο είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του.

49      Έπεται ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτό.

50      Ως προς το βάσιμο του σκέλους αυτού του πρώτου λόγου αναιρέσεως, παρατηρείται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της και οι σκοποί που επιδιώκει, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 20). Το ιστορικό θεσπίσεως μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να περιλαμβάνει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, C‑370/12, Pringle, σκέψη 135).

51      Επιβάλλεται, επομένως, να εξεταστεί, με βάση αυτές τις ερμηνευτικές μεθόδους, αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η έννοια «κανονιστικές πράξεις» κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά τις πράξεις γενικής ισχύος με εξαίρεση τις νομοθετικές πράξεις.

52      Το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει τις πράξεις της Ένωσης που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ήτοι, αφενός, τις νομοθετικές πράξεις και, αφετέρου, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τις λοιπές δεσμευτικές πράξεις που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, οι οποίες δύναται να είναι είτε ατομικές πράξεις είτε πράξεις γενικής ισχύος. Οι πράξεις αυτές μπορούν, κατά το άρθρο 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβληθούν με προσφυγή λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως των Συνθηκών ή οποιοδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας.

53      Ακολούθως, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ του δικαιώματος προσφυγής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών, αφενός, και εκείνου των φυσικών και νομικών προσώπων, αφετέρου. Συγκεκριμένα, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ παρέχει στα εκεί μνημονευόμενα θεσμικά όργανα της Ένωσης καθώς και στα κράτη μέλη το δικαίωμα να αμφισβητούν, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα κάθε πράξεως αναφερόμενης στο πρώτο εδάφιο, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από την απόδειξη εννόμου συμφέροντος (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑355/10, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επίσης, το τρίτο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα και η επιτροπή που μνημονεύονται σ’ αυτό μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των πράξεων αυτών, υπό τον όρο ότι η προσφυγή αυτή σκοπεί στη διατήρηση των προνομίων τους.

54      Αντιθέτως, όσον αφορά το δικαίωμα προσφυγής των φυσικών και νομικών προσώπων, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

55      Αφενός, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι δύο πρώτες περιπτώσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αντιστοιχούν στις προβλέψεις της Συνθήκης ΕΚ προ της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, αυτής (βλ., ως προς τη διάταξη αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψεις 34 έως 37).

56      Χρησιμοποιώντας τον όρο «πράξεις» εν γένει, οι δύο αυτές περιπτώσεις του ως άνω άρθρου αναφέρονται σε όλες τις πράξεις της Ένωσης που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9· της 17ης Ιουλίου 2008, C‑521/06 P, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑5829, σκέψη 29· της 18ης Νοεμβρίου 2010, C-322/09 P, NDSHT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑11911, σκέψη 45, και της 13ης Οκτωβρίου 2011, C-463/10 P και C-475/10 P, Deutsche Post κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑9639, σκέψεις 36 έως 38). Η εν λόγω έννοια περιλαμβάνει, επομένως, πράξεις γενικής ισχύος, νομοθετικής ή άλλης φύσεως, και ατομικές πράξεις. Η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι, αν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί την προσφυγή ακυρώσεως δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως, το παραδεκτό της προσφυγής εξαρτάται από την προϋπόθεση η πράξη να αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά.

57      Αφετέρου, με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, προστέθηκε στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μία τρίτη περίπτωση η οποία καθιστά ηπιότερες τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από φυσικά και νομικά πρόσωπα. Πράγματι, η περίπτωση αυτή χωρίς να εξαρτά το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα από την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού, παρέχει αυτή τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής και κατά «κανονιστικών πράξεων» που δεν περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα και τα αφορούν άμεσα.

58      Ως προς την έννοια των «κανονιστικών πράξεων», από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η έννοια αυτή έχει περισσότερο περιορισμένο περιεχόμενο από την έννοια «πράξεις» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ, προς χαρακτηρισμό των λοιπών τύπων μέτρων των οποίων την ακύρωση μπορούν να ζητήσουν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Η πρώτη αυτή έννοια, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, δεν αφορά το σύνολο των πράξεων γενικής ισχύος, αλλά αναφέρεται σε μια περισσότερο περιορισμένη κατηγορία πράξεων αυτής της φύσεως. Αντίθετη ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη διάκριση που γίνεται στη δεύτερη και στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μεταξύ των όρων «πράξεις» και «κανονιστικές πράξεις».

59      Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επανέλαβε με όμοια διατύπωση το περιεχόμενο του άρθρου III-365, παράγραφος 4, του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της δεύτερης αυτής διατάξεως προκύπτει ότι, καίτοι η τροποποίηση του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ αποσκοπούσε στην επέκταση των προϋποθέσεων παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως ως προς τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, εντούτοις οι κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ προϋποθέσεις παραδεκτού, που αφορούν τις νομοθετικές πράξεις, δεν έπρεπε να τροποποιηθούν. Συνεπώς, η χρησιμοποίηση των όρων «κανονιστικές πράξεις» στο σχέδιο τροποποιήσεως της διατάξεως αυτής καθιστούσε δυνατό τον προσδιορισμό της κατηγορίας πράξεων που μπορούσαν εφεξής να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως υπό ηπιότερες προϋποθέσεις σε σχέση με πριν, διατηρώντας παράλληλα «μια συσταλτική προσέγγιση όσον αφορά τις προσφυγές ιδιωτών κατά νομοθετικών πράξεων (για τις οποίες η προϋπόθεση περί του ότι τους “αφορούν άμεσα και ατομικά” παραμένει σε ισχύ)» (βλ., μεταξύ άλλων, Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, Τελική έκθεση της ομάδας εργασίας για τον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου, της 25ης Μαρτίου 2003, CONV 636/03, σημείο 22, και διαβιβαστικό σημείωμα του Προεδρείου της Συνελεύσεως, της 12ης Μαΐου 2003, CONV 734/03, σ. 20).

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η τροποποίηση του δικαιώματος προσφυγής των φυσικών και νομικών προσώπων, κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, αποσκοπούσε στην παροχή στα πρόσωπα αυτά της δυνατότητας να ασκήσουν, υπό ηπιότερες προϋποθέσεις, προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεων γενικής ισχύος εξαιρουμένων των νομοθετικών πράξεων.

61      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι η έννοια «κανονιστικές πράξεις» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνει τις νομοθετικές πράξεις.

62      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Ως προς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε πολλαπλώς σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση αν ο επίδικος κανονισμός τους αφορούσε άμεσα και ατομικά.

64      Ως προς την προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού από την πράξη της οποίας η ακύρωση ζητείται, οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα αποκλειστικώς τους τέσσερις αναιρεσείοντες που δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϊόντων φώκιας. Στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προς την κατάσταση της Κ. Aariak, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα αποκλειστικώς τους αναιρεσείοντες που δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά προϊόντων φώκιας άλλων από τα προϊόντα φώκιας που φέρεται ότι εμπίπτουν στην εξαίρεση υπέρ των Inuits. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιάφορο αν τα προϊόντα τα οποία η Κ. Aariak διαθέτει στην αγορά εμπίπτουν ή όχι στην εξαίρεση, προκειμένου να την αφορά άμεσα ο κανονισμός αυτός. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε με τον τρόπο αυτό έναν πρόσθετο όρο στην προϋπόθεση άμεσου επηρεασμού.

65      Ως προς την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού από την πράξη της οποίας η ακύρωση ζητείται, οι αναιρεσείοντες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο προβαίνοντας σε συσταλτική ερμηνεία αυτής. Τα κράτη μέλη παροτρύνθηκαν να τροποποιήσουν το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προκειμένου να διευρύνουν τις προϋποθέσεις του παραδεκτού όσον αφορά τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, κατόπιν των προπαρατεθεισών αποφάσεων Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré. Δεδομένης της εξελίξεως αυτής, το Δικαστήριο όφειλε να επανεξετάσει τη συσταλτική ερμηνεία της προϋποθέσεως του ατομικού επηρεασμού που καθιερώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Plaumann κατά Επιτροπής. Αν το Δικαστήριο εφάρμοζε το κριτήριο της «ουσιαστικής βλάβης» που επιφέρει ο επίδικος κανονισμός στα συμφέροντα των αναιρεσειόντων, όπως πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs, στο σημείο 60 των προτάσεών του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, θα κατέληγε στη διαπίστωση ότι ο κανονισμός αυτός αφορά τους αναιρεσείοντες στην υπό κρίση υπόθεση ατομικά.

66      Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, καθώς και η Επιτροπή θεωρούν ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν μετέβαλε το περιεχόμενο των προϋποθέσεων του άμεσου και ατομικού επηρεασμού από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση. Δεν υφίσταται καμία σχετική ένδειξη στη Συνθήκη και στις προπαρασκευαστικές εργασίες η οποία να καθιστά αναγκαία τη μεταστροφή της ισχύουσας νομολογίας επί του θέματος. Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τις προϋποθέσεις αυτές με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης αυτής, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο.

67      Το Συμβούλιο εκτιμά, περαιτέρω, ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων ως προς το πώς πρέπει να νοηθεί ο ατομικός επηρεασμός πρακτικώς σημαίνουν ότι οσάκις μια πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση, αφορά άμεσα ένα πρόσωπο, πρέπει να θεωρείται ότι η πράξη αυτή το αφορά και ατομικά. Έτσι, η διάκριση μεταξύ των κανονιστικών και των νομοθετικών πράξεων καθίσταται σχεδόν άνευ σημασίας.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν κατ’ ουσία στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ για να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως, καθόσον ο επίδικος κανονισμός δεν τους αφορά άμεσα και ατομικά.

69      Ως προς την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, παρατηρείται ότι καίτοι οι αναιρεσείοντες δεν υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως τα κριτήρια εκτιμήσεως που απορρέουν από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής, σχετικά με αυτήν την προϋπόθεση παραδεκτού, εντούτοις ζητούν με συγκεκριμένο αίτημα από το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα κριτήρια εκτιμήσεως και να τα αντικαταστήσει με το κριτήριο της «ουσιώδους βλάβης».

70      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αντιστοιχεί, όπως παρατηρήθηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, σ’ εκείνην του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Επομένως, το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν τροποποιήθηκε. Περαιτέρω κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας είχαν την πρόθεση να τροποποιήσουν το περιεχόμενο των προϋποθέσεων παραδεκτού που προέβλεπε ήδη το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Εξάλλου, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες τις σχετικές με το άρθρο III‑365, παράγραφος 4, του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη προκύπτει ότι το περιεχόμενο των προϋποθέσεων αυτών δεν έπρεπε να τροποποιηθεί (βλ., ειδικότερα, Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, Τελική έκθεση της ομάδας εργασίας για τον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 2003, CONV 636/03, σημείο 23).

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το περιεχόμενο της προϋποθέσεως του ατομικού επηρεασμού από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο κατά πάγια νομολογία κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής, δεν έχει τροποποιηθεί με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας τα κριτήρια εκτιμήσεως που θέτει η νομολογία αυτή.

72      Κατά την εν λόγω νομολογία, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πληρούν την προϋπόθεση περί ατομικού επηρεασμού μόνον όταν η προσβαλλόμενη πράξη τα θίγει λόγω ορισμένων διακριτικών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (βλ. αποφάσεις Plaumann κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα· της 29ης Απριλίου 2004, C‑298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4087, σκέψη 36, καθώς και της 9ης Ιουνίου 2011, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑4727, σκέψη 52).

73      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε βεβαίως, στις σκέψεις 88 έως 93 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, μόνον στην εξέταση του ζητήματος αν ο επίδικος κανονισμός αφορούσε ατομικά τέσσερις από τους αναιρεσείοντες κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς, σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω κανονισμός δεν αφορούσε άμεσα τους λοιπούς αναιρεσείοντες υπό την έννοια της ίδιας αυτής διατάξεως. Πάντως, πρέπει να διαπιστωθεί ότι κανείς από τους αναιρεσείοντες δεν εξατομικεύεται από τον επίδικο κανονισμό κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον του αποδέκτη σύμφωνα με την πάγια νομολογία κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής. Πράγματι, η απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας η οποία επιβάλλεται με τον επίδικο κανονισμό διατυπώνεται υπό γενικούς όρους και εφαρμόζεται αδιακρίτως σε κάθε οικονομικώς δραστηριοποιούμενο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτού.

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα μόνον τους αναιρεσείοντες που δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και/ή εμπορία προϊόντων φώκιας προερχόμενων από κυνηγούς και παγιδευτές Inuit και μη, δεδομένου ότι ενδεχόμενη πλάνη περί το δίκαιο ως προς τούτο δεν θα επηρέαζε την επίλυση της διαφοράς ούτε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

75      Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όπως και από την πάγια νομολογία προκύπτει ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ασκεί παραδεκτώς προσφυγή κατά πράξεως μη αποτελούσας πράξη της οποίας είναι αποδέκτης ή κανονιστική πράξη μόνον εφόσον η πράξη αυτή το αφορά όχι μόνον άμεσα αλλά και ατομικά (βλ., ως προς το άρθρο 230 ΕΚ, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2004, C‑167/02 P, Rothley κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑3149, σκέψη 25 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Συνεπώς, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις άμεσου και ατομικού επηρεασμού από την πράξη της οποίας η ακύρωση ζητείται είναι σωρευτικές, το γεγονός ότι μία εξ αυτών δεν συντρέχει ως προς έναν προσφεύγοντα συνεπάγεται ότι η ασκηθείσα από αυτόν προσφυγή ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

77      Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμου και, κατά συνέπεια, η απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

78      Με τον δεύτερο λόγο, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη απαντώντας κατά τρόπο συγκεκριμένο και ρητό στα επιχειρήματα που προέβαλαν στα σημεία 53 έως 57 των παρατηρήσεών τους σχετικά με τις ενστάσεις απαραδέκτου, κατά τα οποία μόνον μια ευρεία ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι σύμφωνη με το άρθρο 47 του Χάρτη καθώς και με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ.

79      Περαιτέρω, η διαπίστωση στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι προϋποθέσεις ασκήσεως προσφυγής κατά κανονισμού «προβλέπονται ρητώς» στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αντιφάσκει προς την ανάγκη γραμματικής, ιστορικής και τελολογικής ερμηνείας της διατάξεως αυτής. Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε τέτοια εις βάθος ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν μπορούσε να απορρίψει τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων απλώς δηλώνοντας ότι οι προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος προσφυγής «προβλέπονται ρητώς».

80      Κατά το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς στα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων. Το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε να προβεί διακριτώς σε παρατηρήσεις επί των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι τα άρθρα αυτά και το άρθρο 47 του Χάρτη είναι ταυτόσημα ως προς την έννοια και το περιεχόμενό τους. Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε να απαντήσει λεπτομερώς στις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, στο μέτρο που είχε ήδη απορρίψει για άλλους λόγους, στις προηγούμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την προβληθείσα από τους αναιρεσείοντες ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το Συμβούλιο προβάλλει, επιπλέον, ότι ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε λεπτομερώς το άρθρο 47 του Χάρτη, η υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρήθηκε διά της παραπομπής στη νομολογία του ίδιου του Δικαστηρίου, από όπου προκύπτει σαφώς ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αγνοήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

81      Δεν αμφισβητείται ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στην επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων σχετικά με το θεμελιώδες δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, η οποία περιλαμβάνεται στα σημεία 53 έως 57 των παρατηρήσεων που υπέβαλαν όσον αφορά την προβληθείσα από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ένσταση απαραδέκτου. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στηριζόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, χωρίς να υπερβεί τις αρμοδιότητές του, να ερμηνεύει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ένας ιδιώτης μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού, κατά τρόπο που να καταλήγει σε παράκαμψη των προϋποθέσεων αυτών, οι οποίες προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη, τούτο δε ακόμη και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

82      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Κατά τη νομολογία αυτή, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία προς άσκηση του ελέγχου του (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C‑385/07 P, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑6155, σκέψη 114 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, δεν μνημονεύει ρητώς τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, τα οποία επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες, και δεν εξετάζει ειδικώς όλες τις λεπτομέρειες της επιχειρηματολογίας τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

84      Το ίδιο ισχύει και ως προς το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στην ίδια αυτή σκέψη, ότι δεν μπορεί να παρακάμψει τις προϋποθέσεις ασκήσεως προσφυγής κατά κανονισμού οι οποίες «προβλέπονται ρητώς» στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καίτοι προέβη σε γραμματική, ιστορική και τελολογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του περιεχομένου της έννοιας των «κανονιστικών πράξεων» κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προβαίνοντας σε κλασική ερμηνεία σύμφωνα με τις μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης. Η προσέγγιση αυτή δεν επηρεάζει το δεδομένο ότι η εν λόγω έννοια συνιστά προϋπόθεση παραδεκτού ρητώς προβλεπόμενη στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την οποία πρέπει να πληρούν οι προσφυγές ακυρώσεως των φυσικών και νομικών προσώπων και δεν δύναται να καταστήσει την αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου αντιφατική.

85      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

86      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη καθώς και στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ. Το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφασή του της 3ης Μαΐου 2002, T‑177/01, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑2365), είχε διαπιστώσει ότι η εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης συσταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού των ευθειών προσφυγών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι εγγυάται στα φυσικά και νομικά πρόσωπα δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής το οποίο τους επιτρέπει να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα διατάξεων γενικής ισχύος που επηρεάζουν άμεσα τη νομική τους κατάσταση.

87      Η ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη συνιστά μάλιστα οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κατάσταση που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης αυτής, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης εφάρμοζαν ουσιαστικό κριτήριο προκειμένου να διαπιστώσουν το δικαίωμα των φυσικών και νομικών προσώπων για άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, ενώ, πλέον, [το Γενικό Δικαστήριο] εφήρμοσε κριτήριο αμιγώς τυπικό.

88      Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, όπως επίσης και η Επιτροπή εκτιμούν ότι οι αναιρεσείοντες απολαύουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεδομένου ότι έχουν δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά του κανονισμού 737/2010, ο οποίος αποτελεί την εκτελεστική πράξη του επίδικου κανονισμού τον οποίο αμφισβήτησαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, T-526/10, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, καθιστώντας δυνατή την επίκληση των ίδιων επιχειρημάτων ουσίας με εκείνα που ανέπτυξαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Επιπλέον, παραπέμποντας στις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 47 του Χάρτη, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβάλλουν ότι αντικείμενο του άρθρου αυτού δεν είναι η τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες, και δη των κανόνων περί παραδεκτού των ευθειών προσφυγών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσία ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη στον βαθμό που παρέχει στα φυσικά και νομικά πρόσωπα τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά νομοθετικών πράξεων της Ένωσης αποκλειστικώς στην περίπτωση που οι πράξεις αυτές τα αφορούν άμεσα και ατομικά υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

90      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, από το Δικαστήριο και τα δικαστήρια των κρατών μελών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, γνωμοδότηση 1/09 της 8ης Μαρτίου 2011, Συλλογή 2011, σ. I‑1137, σκέψη 66).

91      Περαιτέρω, η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου, στην οποία τα θεσμικά όργανά της υπόκεινται σε έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους, μεταξύ άλλων, με τις Συνθήκες, τις γενικές αρχές του δικαίου καθώς και με τα θεμελιώδη δικαιώματα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C‑550/09, E και F, Συλλογή 2010, σ. I‑6213, σκέψη 44).

92      Προς τον σκοπό αυτό, η Συνθήκη ΛΕΕ, με τα άρθρα της 263 και 277, αφενός, και με το άρθρο της 267, αφετέρου, καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον δικαστή της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23· Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 40· Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 80, καθώς και της 12ης Ιουλίου 2012, C‑59/11, Association Kokopelli, σκέψη 34).

93      Με τον τρόπο αυτό, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν μπορούν, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού που καθορίζει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβάλουν ευθέως πράξεις γενικής ισχύος της Ένωσης προστατεύονται από την εφαρμογή έναντι αυτών των εν λόγω πράξεων. Όταν η υλοποίηση των πράξεων αυτών απόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον της δικαστηρίων της Ένωσης κατά των πράξεων εφαρμογής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και να επικαλεστούν, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, προς στήριξη της προσφυγής αυτής, την έλλειψη νομιμότητας της γενικής βασικής πράξεως. Όταν η εν λόγω υλοποίηση απόκειται στα κράτη μέλη, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να επικαλεστούν την ακυρότητα των επίμαχων πράξεων της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υποχρεώνοντάς τα να υποβάλουν σχετικώς, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Les Verts κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 23).

94      Πρέπει να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ότι οι πολίτες έχουν, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, το δικαίωμα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων τη νομιμότητα οποιασδήποτε αποφάσεως ή εθνικού μέτρου σχετικά με την εφαρμογή έναντι αυτών πράξεως γενικής ισχύος της Ένωσης, προβάλλοντας την ακυρότητά της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 42, καθώς και E και F, σκέψη 45).

95      Συνεπώς, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ως προς το κύρος διατάξεως συνιστά, ακριβώς όπως και η προσφυγή ακυρώσεως, έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C‑143/88 και C‑92/89, Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, Συλλογή 1991, σ. I‑415, σκέψη 18, καθώς και της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, ABNA κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑10423, σκέψη 103).

96      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, αν εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι ένας ή περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως μιας πράξεως της Ένωσης, οι οποίοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή, ενδεχομένως, εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το ίδιο, είναι βάσιμοι, πρέπει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους, καθόσον το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει την ακυρότητα πράξεως της Ένωσης (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑344/04, IATA και ELFAA, Συλλογή 2006, σ. I‑403, σκέψεις 27, 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Δεδομένης της προστασίας που απονέμει το άρθρο 47 του Χάρτη, επισημαίνεται ότι αντικείμενο του άρθρου αυτού δεν είναι η τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες, και δη οι κανόνες περί παραδεκτού των ευθειών προσφυγών που ασκούνται ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως απορρέει επίσης και από τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 47, οι οποίες πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία της (βλ. αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, C‑283/11, Sky Österreich, σκέψη 42, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2013, C‑426/11, Alemo-Herron κ.λπ., σκέψη 32).

98      Επομένως, οι κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέσεις παραδεκτού πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, χωρίς όμως η ερμηνεία αυτή να καταλήγει στην παράκαμψη των προϋποθέσεων που προβλέπει ρητώς η εν λόγω Συνθήκη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 44, και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, σκέψη 36).

99      Ως προς τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων, περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 90 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια επιτελούν, σε συνεργασία με το Δικαστήριο, λειτουργία που τους έχει ανατεθεί από κοινού προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών (προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/09, σκέψη 69).

100    Στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν ένα σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 41, και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, σκέψη 31).

101    Αυτή η υποχρέωση των κρατών μελών επιβεβαιώθηκε εκ νέου στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ κατά το οποίο τα κράτη μέλη «προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».

102    Συναφώς, ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται ο καθορισμός, τηρουμένων των απαιτήσεων που απορρέουν από τις σκέψεις 100 και 101 της παρούσας αποφάσεως καθώς και από τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας, των αρμόδιων δικαστηρίων και η ρύθμιση των δικονομικών πλευρών των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, C-268/06, Impact, Συλλογή 2008, σ. I-2483, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 26ης Ιανουαρίου 2010, C-118/08, Transportes Urbanos y Servicios Generales, Συλλογή 2010, σ. I-635, σκέψη 31, καθώς και της 18ης Μαρτίου 2010, C‑317/08 έως C‑320/08, Alassini κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I‑2213, σκέψεις 47 και 61).

103    Ως προς τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που πρέπει να προβλέψουν τα κράτη μέλη, μολονότι η Συνθήκη ΛΕΕ έχει θεσπίσει ορισμένο αριθμό ευθειών προσφυγών που τα φυσικά και νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν, ενδεχομένως, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, εντούτοις ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε το άρθρο 19 ΣΕΕ σκοπούν στη δημιουργία, στο επίπεδο των εθνικών δικαστηρίων και προς διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, άλλων μέσων παροχής ένδικης προστασίας πλην αυτών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 40).

104    Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον εάν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής εννόμου τάξεως προέκυπτε ότι δεν υφίσταται κανένα ένδικο μέσο που να επιτρέπει, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ή ακόμη αν το μόνο μέσο προσβάσεως στη δικαιοσύνη ήταν να αναγκαστούν οι πολίτες να παραβιάσουν το δίκαιο (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Unibet, σκέψεις 41 και 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Ως προς το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η ερμηνεία στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την έννοια «κανονιστικές πράξεις» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιφέρει έλλειμμα στην παροχή δικαστικής προστασίας και αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη καθόσον πρακτικώς έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται κάθε νομοθετική πράξη από τον δικαστικό έλεγχο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προστασία που απονέμει το άρθρο 47 του Χάρτη δεν επιτάσσει ότι ο πολίτης μπορεί, άνευ όρων, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, κατά των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης.

106    Τέλος, ούτε αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα ούτε το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζουν ότι ο πολίτης μπορεί, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, να βάλλει κατά των πράξεων αυτών με κύριο αίτημα την ακύρωσή τους.

107    Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, επιβάλλεται να απορριφθεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

108    Με τον τέταρτο λόγο, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων. Επικαλούνται συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, επανειλημμένως, τα επιχειρήματά τους σχετικά με το κατά πόσον οι νομοθετικές πράξεις καλύπτονται από την έννοια «κανονιστικές πράξεις» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε σύγχυση μεταξύ των επιχειρημάτων τους και των επιχειρημάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Με τον τρόπο αυτό, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο πάσχει πολλαπλώς από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, οπότε το Δικαστήριο οφείλει να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, τουλάχιστον δε κατά το μέρος που αφορά την ερμηνεία της έννοιας αυτής των «κανονιστικών πράξεων» και οφείλει να εξετάσει το ίδιο τα επί του θέματος επιχειρήματα των αναιρεσειόντων.

109    Το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι ο λόγος αυτός είναι προδήλως απαράδεκτος. Στην πραγματικότητα, οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να εξεταστούν εκ νέου τα επιχειρήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι οι φερόμενες πλάνες συνέβαλαν στη διαμόρφωση της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο επίδικος κανονισμός δεν συνιστά «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

110    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί καθόσον οι αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν ποια πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία έχει ενδεχομένως παραμορφώσει το Γενικό Δικαστήριο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

111    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν κατ’ ουσία παραμόρφωση ορισμένων από τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιδιώκουν, με τον τρόπο αυτό, να αμφισβητήσουν τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η έννοια «κανονιστικές πράξεις» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνει τις νομοθετικές πράξεις.

112    Εν προκειμένω, πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια αυτή των «κανονιστικών πράξεων» δεν περιλαμβάνει τις νομοθετικές πράξεις. Συνεπώς, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο είχε παραμορφώσει ορισμένα από τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων, η παραμόρφωση αυτή δεν επηρεάζει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και, ως εκ τούτου, δεν επιφέρει την αναίρεση της διατάξεως αυτής.

113    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

114    Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι, καθόσον κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

116    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως και αυτός μετέσχε στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, το Δικαστήριο μπορεί, δυνάμει της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου 184, να αποφασίσει ότι ο διάδικος αυτός φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, που επίσης εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

117    Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζήτησαν να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες και οι τελευταίοι ηττήθηκαν, πρέπει, πέραν των δικών τους εξόδων, να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την κατ’ αναίρεση δίκη.

118    Η Επιτροπή, ως παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Οι Inuit Tapiriit Kanatami, Nattivak Hunters and Trappers Association, Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Association, Jaypootie Moesesie, Allen Kooneeliusie, Toomasie Newkingnak, David Kuptana, Karliin Aariak, Canadian Seal Marketing Group, Ta Ma Su Seal Products Inc., Fur Institute of Canada, NuTan Furs Inc., GC Rieber Skinn AS, Inuit Circumpolar Council Greenland (ICC-Greenland), Johannes Egede και Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK) καταδικάζονται, πέραν των δικών τους εξόδων, στα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικά της έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.