Language of document : ECLI:EU:C:2010:264

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 11ης Μαΐου 2010 (1)

Υπόθεση C‑467/08

Sociedad General de Autores y Editores (SGAE)

κατά

Padawan S L

[αίτηση της Audiencia Provincial de Barcelona (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Άρθρο 2 – Δικαίωμα αναπαραγωγής – Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ – Εξαιρέσεις και περιορισμοί – Δίκαιη αποζημίωση – Έκταση – Σύστημα επιβολής τελών στον εξοπλισμό, στις συσκευές και στα υποθέματα που συνδέονται με την ψηφιακή αναπαραγωγή»





I –    Εισαγωγή

1.        Η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο περί το 1450 αποτέλεσε ιστορική τομή για τον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Το γεγονός αυτό, το οποίο συνεπαγόταν την εισαγωγή μιας νέας μεθόδου αναπαραγωγής και είχε εκ πρώτης όψεως τεχνική μόνο σημασία, προκάλεσε επανάσταση στο χώρο των μέσων επικοινωνίας, η οποία οδήγησε σε αξιοσημείωτη άνθηση της ευρωπαϊκής πνευματικής ζωής. Ειδικότερα, διά της ακριβούς αναπαραγωγής γνώσεων σε μια πρωτόγνωρη για την εποχή έκταση, κατέστησε την πρόσβαση στην πληροφόρηση και στην παιδεία οικονομικά δυνατές για όλο και περισσότερους πολίτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προωθήθηκε η μαζική διάδοση και ζωηρή ανταλλαγή ιδεών, που άνοιξε τον δρόμο για την Αναγέννηση και μεταγενέστερα για τον Διαφωτισμό. Ταυτοχρόνως αυξήθηκε η σημασία της πατρότητας των έργων, διότι το ζήτημα ποιος έγραψε τι και σε ποιο πραγματικό και χρονικό πλαίσιο καθίστατο συνεχώς σπουδαιότερο. Τούτο προκάλεσε την ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος των δημιουργών επί των έργων τους, καθώς και των δικαιωμάτων των ασχολούμενων με την παραγωγή εντύπων τυπογράφων και εκδοτών. Έτσι προέκυψε η βασική ιδέα του δικαιώματος του δημιουργού. Εκ των υστέρων καθίσταται φανερό ότι τα προβλήματα σε σχέση τον έλεγχο των αναπαραγωγών των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων είναι εξίσου παλαιά με τις τεχνικές μεθόδους παραγωγής τους (2). Όπως αποδεικνύει η υπό κρίση υπόθεση, τα προβλήματα αυτά έχουν γίνει περισσότερο επίκαιρα, από τη στιγμή μάλιστα που η τεχνολογική εξέλιξη μέχρι και την ψηφιακή εποχή ανέδειξε νέες μεθόδους και συσκευές οι οποίες έχουν καταστήσει εν τω μεταξύ δυνατή για τον καθένα την ψηφιακή αποθήκευση, τροποποίηση και κατά βούληση αναπαραγωγή δεδομένων. Ο νομοθέτης και ο δικαστής είναι επιφορτισμένοι με τη λεπτή αποστολή της εξεύρεσης κατάλληλων λύσεων για τις νέες αυτές προκλήσεις, που θα συνεκτιμούν εξίσου τα συμφέροντα των δημιουργών και των χρηστών.

2.        Στην παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 234 ΕΚ (3), το Audiencia Provincial de Barcelona (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο σειρά ερωτημάτων όσον αφορά την ερμηνεία του όρου «δίκαιη αποζημίωση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ (4), την οποία αποζημίωση δικαιούνται, βάσει της εξαιρετικής αυτής ρυθμίσεως, οι κάτοχοι δικαιωμάτων του δημιουργού στην περίπτωση αναπαραγωγής ενός έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου για ιδιωτική χρήση.

3.        Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δίκης, στην οποία η Sociedad General de Autores y Editores de España (SGAE, στο εξής: ενάγουσα της κύριας δίκης), ισπανικός οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αξιώνει από την επιχείρηση Padawan S L (στο εξής: εναγομένη της κύριας δίκης) να της καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ιδιωτικής αντιγραφής για τα μέσα αποθήκευσης που διέθεσε στο εμπόριο εντός ενός ακριβώς καθορισμένου χρονικού διαστήματος.

II – Νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ενώσεως

4.        Η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 έχει ως εξής:

«Για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, όπως και οι παραγωγοί για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες. Οι απαιτούμενες επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων, όπως τα φωνογραφήματα, οι ταινίες ή τα προϊόντα πολυμέσων, και υπηρεσιών όπως οι “κατ’ αίτησιν” υπηρεσίες, είναι σημαντικές. Χρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων.»

5.        Η τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

«Πρέπει να διατηρηθεί μια ισορροπία περί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευομένων αντικειμένων. Οι ισχύουσες στα κράτη μέλη εξαιρέσεις και περιορισμοί στα δικαιώματα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα του νέου ηλεκτρονικού περιβάλλοντος. Οι υφιστάμενες διαφορές ως προς τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς ορισμένων πράξεων που υπόκεινται σε άδεια του δικαιούχου θίγουν άμεσα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων. Οι εν λόγω διαφορές είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθούν με την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των έργων πέρα από τα σύνορα και των διασυνοριακών δραστηριοτήτων. Για να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι εν λόγω εξαιρέσεις και περιορισμοί θα πρέπει να εναρμονισθούν περισσότερο. Ο βαθμός της εναρμόνισής τους θα πρέπει να εξαρτηθεί από τις επιπτώσεις τους στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

6.        Στην τριακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη δηλώνονται τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία περιέχει εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων και περιορισμών από το δικαίωμα αναπαραγωγής και το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό. Ορισμένες εξαιρέσεις ή περιορισμοί ισχύουν μόνο για το δικαίωμα αναπαραγωγής, κατά περίπτωση. Ο κατάλογος λαμβάνει δεόντως υπόψη τις διαφορετικές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποσκοπώντας ταυτόχρονα στην διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να επιτύχουν εναρμονισμένη εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων και περιορισμών, κάτι που θα επανεξεταστεί κατά την αξιολόγηση των εκτελεστικών μέτρων στο μέλλον.»

7.        Η τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

«Σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων ή περιορισμών, οι δικαιούχοι θα πρέπει να λαμβάνουν δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τη χρήση των προστατευόμενων έργων ή λοιπών προστατευομένων αντικειμένων τους. Κατά τον καθορισμό της μορφής, των λεπτομερειών καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους αυτής της δίκαιης αποζημίωσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες κάθε περίπτωσης. Για την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, πολύτιμο κριτήριο αποτελεί η πιθανή ζημία των δικαιούχων από τη συγκεκριμένη πράξη. Όταν στους δικαιούχους έχει ήδη καταβληθεί αμοιβή σε κάποια άλλη μορφή, λ.χ. ως τμήμα των τέλους εκδόσεως αδείας, πιθανόν να μην οφείλεται ειδική ή χωριστή πληρωμή. Για τον καθορισμό του ύψους της δίκαιης αποζημίωσης θα πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη ο βαθμός χρήσης των μέτρων τεχνολογικής προστασίας που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου η ζημία του δικαιούχου θα ήταν ασήμαντη, πιθανόν να μην προκύπτει υποχρέωση πληρωμής.»

8.        Στην τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό από το δικαίωμα αναπαραγωγής, ενδεχομένως με εύλογη αποζημίωση, για ορισμένα είδη αναπαραγωγής ακουστικού, οπτικού και οπτικοακουστικού υλικού για ιδιωτική χρήση. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την καθιέρωση ή τη διατήρηση συστημάτων αμοιβής για την αποζημίωση των δικαιούχων.»

9.        Το άρθρο 2 της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Δικαίωμα αναπαραγωγής

Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)       στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

β)       στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

γ)       στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,

δ)       στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους,

ε)       στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»

10.      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Εξαιρέσεις και περιορισμοί

[…]

(2)       Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

β)       αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό».

 Εθνικό δίκαιο

11.      Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, στο άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 αντιστοιχεί το άρθρο 17 του εγκριθέντος με το Real Decreto Legislativo 1/1996 της 12ης Απριλίου 1996 κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας (Texto Refundido de la Ley de Propiedad Intelectual, στο εξής: TRLPI), κατά το οποίο «ο δημιουργός έχει την αποκλειστική άσκηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του έργου του υπό οποιαδήποτε μορφή και, ιδίως, των δικαιωμάτων αναπαραγωγής, […], η οποία δεν θα μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς την έγκρισή του, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο», και τα επόμενα άρθρα, που επεκτείνουν το εν λόγω δικαίωμα αναπαραγωγής στους λοιπούς κατόχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

12.      Το άρθρο 18 TRLPI αποσαφηνίζει ότι ως αναπαραγωγή νοείται «η ενσωμάτωση του έργου σε υπόθεμα που επιτρέπει την παρουσίασή του και την παραγωγή αντιγράφων του συνόλου ή μέρους του».

13.      Σε συμφωνία με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, το άρθρο 31, παράγραφος 1, σημείο 2, TRLPI επιτρέπει την αναπαραγωγή των έργων που έχουν ήδη κυκλοφορήσει, χωρίς την έγκριση του δημιουργού, μεταξύ άλλων για «ιδιωτική χρήση του αντιγραφέα, με την επιφύλαξη των άρθρων 25 και 99a του παρόντος νόμου και υπό την προϋπόθεση ότι το αντίγραφο δεν αποτελεί αντικείμενο συλλογικής ή κερδοσκοπικής χρήσεως».

14.      Το άρθρο 25 TRLPI, όπως είχε πριν από τον τροποποιητικό νόμο 23/2006, της 7ης Ιουλίου 2006 (5), ρύθμιζε λεπτομερώς την αποζημίωση που αναλογεί στους κατόχους δικαιωμάτων του δημιουργού λόγω αναπαραγωγής που πραγματοποιείται αποκλειστικά για ιδιωτική χρήση, «με τεχνικά μη τυπογραφικά μηχανήματα ή μέσα, έργων που κυκλοφορούν με τη μορφή βιβλίων ή δημοσιευμάτων, που, για τους σκοπούς αυτούς, έχουν βάσει του παρόντος νόμου την ίδια μεταχείριση, καθώς και φωνογραφημάτων, μαγνητοσκοπήσεων ή άλλων ακουστικών, οπτικών ή οπτικοακουστικών μέσων».

15.      Η αποζημίωση αυτή, η οποία πρέπει να είναι εύλογη και ενιαία, συνίσταται σε τέλος που επιβάλλεται στον εξοπλισμό ή τις συσκευές αναπαραγωγής βιβλίων και στον εξοπλισμό ή τις συσκευές αναπαραγωγής φωνογραφημάτων και μαγνητοσκοπήσεων, καθώς και στα ακουστικά, οπτικά ή οπτικοακουστικά μέσα αναπαραγωγής (άρθρο 25, παράγραφος 5, TRLPI). Το τέλος καταβάλλεται από τους κατασκευαστές και εισαγωγείς των μηχανημάτων και του υλικού αυτού, καθώς και από τους «εμπόρους χονδρικής και λιανικής, που αγοράζουν εν συνεχεία τα εν λόγω προϊόντα» (άρθρο 25, παράγραφος 4, στοιχείο a, TRLPI) στους οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (άρθρο 25, παράγραφος 7, TRLPI).

16.      Ο νόμος 23/2006 τροποποίησε το άρθρο 25 TRLPI, επεκτείνοντας ρητώς την επιβολή του τέλους αυτού στον εξοπλισμό, τις συσκευές και το υλικό ψηφιακής αναπαραγωγής. Ο προσδιορισμός του ύψους της αποζημιώσεως πρέπει να εγκρίνεται από κοινού από τα Υπουργεία Πολιτισμού και Βιομηχανίας, Τουρισμού και Εμπορίου, σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες: Αρχικώς, τάσσεται προθεσμία τεσσάρων μηνών στους οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και στις κλαδικές ενώσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των υπόχρεων σε καταβολή προκειμένου να προσδιορίσουν τον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα που υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή, καθώς και το εκάστοτε καταβλητέο ποσό. Εν συνεχεία, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Βιομηχανίας, Τουρισμού και Εμπορίου, μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ανακοίνωση της συμφωνίας ή την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας χωρίς επίτευξη τέτοιας συμφωνίας, εγκρίνουν τον κατάλογο του εξοπλισμού, των συσκευών και των υποθεμάτων στους οποίους επιβάλλεται το τέλος, καθώς και το εκάστοτε ύψος του εν λόγω τέλους (άρθρο 25, παράγραφος 6, TRLPI).

17.      Ο οικείος νόμος καθιερώνει τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό αυτόν: α) τη ζημία που όντως προξενείται στους κατόχους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας από τη χαρακτηριζόμενη ως ιδιωτική αντιγραφή αναπαραγωγή, β) τον βαθμό κατά τον οποίο ο εξοπλισμός, οι συσκευές και τα υποθέματα χρησιμοποιούνται για ιδιωτική αντιγραφή, γ) την ικανότητα αποθηκεύσεως του εξοπλισμού, των συσκευών και των υποθεμάτων γι’ αυτήν την ιδιωτική αντιγραφή, δ) την ποιότητα των αντιτύπων, ε) τη διαθεσιμότητα, τον βαθμό εφαρμογής και την αποτελεσματικότητα των τεχνολογικών μέσων, στ) τον χρόνο διατηρήσεως των αναπαραγωγών και ζ) την υποχρέωση αναλογικότητας, από οικονομικής απόψεως, των ποσών αποζημιώσεως που επιβάλλονται για τα διάφορα μηχανήματα και συσκευές προς την τελική μέση τιμή στην οποία τα προϊόντα αυτά διατίθενται στο κοινό (άρθρο 25, παράγραφος 6, TRLPI).

18.      Σε εκτέλεση των ανωτέρω διατάξεων, η Orden Ministerial (υπουργική απόφαση) 1743/2008, της 18ης Ιουνίου 2008 (6), καθόρισε τον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα ως προς τα οποία καταβάλλεται αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή, καθώς και το ύψος της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβάλει ο υπόχρεος για καθένα από αυτά.

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

19.      Όπως αναφέρθηκε προεισαγωγικώς, η ενάγουσα της κύριας δίκης είναι ισπανικός οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η εναγομένη της κύριας δίκης εμπορεύεται ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης υπό τη μορφή, μεταξύ άλλων, CD‑R, CD‑RW, DVD‑R και συσκευών MP3. Η ενάγουσα ζητεί από την εναγομένη να της καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ιδιωτικής αντιγραφής για τα μέσα αποθήκευσης που διέθεσε στο εμπόριο κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2002 και Σεπτεμβρίου 2004.

20.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη σε καταβολή 16 759,25 ευρώ πλέον τόκων. Η τελευταία προσέβαλε την απόφαση αυτή με έφεση.

21.      Το αιτούν δικαστήριο, το οποίο δικάζει κατ’ έφεση, εκφράζει με τη διάταξη περί παραπομπής αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία του όρου «δίκαιη αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Συναφώς, διερωτάται αν η ρύθμιση που ισχύει στο Βασίλειο της Ισπανίας, η οποία επιβάλλει αδιακρίτως τέλος ιδιωτικής αντιγραφής στον εξοπλισμό, τις συσκευές και στα υποθέματα για την ψηφιακή αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με την οδηγία. Εκτιμά ότι η απάντηση στα ερωτήματά του θα επηρεάσει την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον από αυτήν εξαρτάται αν η ενάγουσα της κύριας δίκης δικαιούται να απαιτήσει δίκαιη αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή ως προς όλα τα CD‑Rs, CD‑RWs, DVD‑Rs και τις συσκευές MP3 που πώλησε η εναγόμενη κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ή μόνον ως προς τις συσκευές εκείνες και τα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής που εικάζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για ιδιωτική αντιγραφή.

22.      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνεπάγεται ο όρος “δίκαιη αποζημίωση” του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ εναρμόνιση, ανεξαρτήτως της δυνατότητας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη να επιλέγουν τα συστήματα εισπράξεως που θεωρούν κατάλληλα για να ενεργοποιήσουν το δικαίωμα στη “δίκαιη αποζημίωση” των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας οι οποίοι θίγονται από την εισαγωγή, στο δικαίωμα αναπαραγωγής, της εξαιρέσεως για την ιδιωτική αντιγραφή;

2)      Πρέπει το χρησιμοποιούμενο από κάθε κράτος μέλος σύστημα για τον καθορισμό της δίκαιης αποζημιώσεως, όποιο και αν είναι αυτό, να τηρεί τη δέουσα ισορροπία μεταξύ των ενδιαφερομένων, ήτοι, αφενός, των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που θίγονται από την εξαίρεση περί ιδιωτικής αντιγραφής, ως δικαιούχων της εν λόγω αποζημιώσεως, και, αφετέρου, των υποχρεούμενων αμέσως ή εμμέσως σε καταβολή της; Καθορίζεται η ισορροπία αυτή από τον δικαιολογητικό λόγο της δίκαιης αποζημιώσεως, ο οποίος έγκειται στον μετριασμό της ζημίας που προκαλείται από την εξαίρεση περί ιδιωτικής αντιγραφής;

3)      Στις περιπτώσεις στις οποίες κράτος μέλος επιλέγει το σύστημα επιβολής φόρου ή τέλους στον εξοπλισμό, στις συσκευές και στα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής, πρέπει η επιβάρυνση αυτή (η δίκαιη αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή) να συνδέεται απαραιτήτως, σύμφωνα με τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ και με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, με την εικαζόμενη χρήση του εξοπλισμού και των υποθεμάτων αυτών για πράξεις αναπαραγωγής που εμπίπτουν στην εξαίρεση περί ιδιωτικής αντιγραφής, με αποτέλεσμα η επιβολή της επιβαρύνσεως να δικαιολογείται στις περιπτώσεις στις οποίες εικάζεται ότι ο εξοπλισμός, οι συσκευές και τα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής προορίζονται για ιδιωτική αντιγραφή και να μη δικαιολογείται σε αντίθετη περίπτωση;

4)      Σε περίπτωση που κράτος μέλος επιλέξει σύστημα “επιβολής τελών” λόγω ιδιωτικής αντιγραφής, είναι σύμφωνη προς την έννοια της “δίκαιης αποζημιώσεως” η επιβολή του τέλους αυτού αδιακρίτως σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες που προδήλως αγοράζουν τις συσκευές και τα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής για σκοπούς ξένους προς την ιδιωτική αντιγραφή;

5)      Είναι αντίθετο προς την οδηγία 2001/29/ΕΚ το επιλεγέν από την Ισπανία σύστημα επιβολής τελών λόγω ιδιωτικής αντιγραφής σε όλον αδιακρίτως τον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής, στο μέτρο που δεν υφίσταται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της δίκαιης αποζημιώσεως και του περιορισμού του δικαιώματος ιδιωτικής αντιγραφής που τη δικαιολογεί, καθώς το τέλος αυτό επιβάλλεται σε μεγάλο βαθμό σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν συντρέχει ο περιορισμός δικαιωμάτων που δικαιολογεί τη χρηματική αποζημίωση;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23.      Η διάταξη περί παραπομπής, με ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 2008, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2008.

24.      Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ισπανική, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ελληνική, η Γαλλική, η Φινλανδική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, το Centro Español de Derechos Reprográficos (CEDRO), η Entidad de Gestión de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA), η Asociación de Artistas Intérpretes o Ejecutantes – Sociedad de Gestión de España (AIE), η Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI) και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

25.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα στις 24 Απριλίου 2010, ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους οι δικαστικοί πληρεξούσιοι των διαδίκων της κύριας δίκης, της ΕGEDA, της AIE, της AGEDI και του CEDRO, οι εκπρόσωποι των Κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ισπανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας και ο εκπρόσωπος της Επιτροπής.

V –    Κύριοι ισχυρισμοί των διαδίκων

 A –   Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

26.      H Ισπανική Κυβέρνηση και το CEDRO εισηγούνται στο Δικαστήριο να κηρύξει την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως απαράδεκτη, καθόσον κατά την άποψή τους το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο διαφοράς στην οποία έχει εφαρμογή η ρύθμιση που προηγήθηκε των διατάξεων περί μεταφοράς στο ισπανικό δίκαιο της οδηγίας 2001/29. Εφαρμοστέες είναι αποκλειστικά οι διατάξεις του άρθρου 25 TRPLI που ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού νόμου 23/2006. Επομένως δεν είναι απαραίτητες, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, τυχόν ερμηνευτικές υποδείξεις ως προς την έννοια του όρου «δίκαιη αποζημίωση» της οδηγίας 2001/29.

27.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης επίσης εισηγείται να κηρυχθεί η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως απαράδεκτη, για διαφορετικό όμως λόγο. Θεωρεί ότι προφανώς η αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή αποτέλεσε αντικείμενο στοιχειώδους μόνο εναρμόνισης. Η οδηγία 2001/29 δεν καθορίζει ούτε τη μέθοδο με την οποία πρέπει να υπολογίζεται η δίκαιη αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή, ούτε ποιος είναι ο εξοπλισμός, οι συσκευές και τα υποθέματα των οποίων η πώληση γεννά την απαίτηση δίκαιης αποζημιώσεως, ούτε τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες δεν πρέπει να εισπράττεται αποζημίωση.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

28.      Η Επιτροπή, η Κυβέρνησητου Ηνωμένου Βασιλείου, η Γερμανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η EGEDA και η AIE φρονούν ότι ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 χρήζει ενιαίας ερμηνείας σε όλα τα κράτη μέλη και πρέπει να εφαρμόζεται από κάθε κράτος μέλος εντός των ορίων που καθορίζονται από το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως από την ως άνω οδηγία.

29.      Αντιθέτως, η Ισπανική, η Γαλλική και, εν μέρει, και η Ελληική Κυβέρνηση, η ενάγουσα της κύριας δίκης, το CEDRO και η AGEDI φρονούν ότι προδήλως ο κοινοτικός νομοθέτης είχε τη βούληση να περιορίσει την εναρμονιστική λειτουργία ενός όρου, δηλαδή της «δίκαιης αποζημιώσεως», διότι, πρώτον, ο όρος αυτός δεν έπρεπε κατ’ ανάγκη να εισαχθεί στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών και, δεύτερον, δεν περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των μερών, του αντικειμένου και του περιεχομένου της εννόμου σχέσεως, πράγμα απαραίτητο για να συναχθεί η ύπαρξη όρου εναρμονισμένου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν συνεπάγεται εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

30.      Η ΚυβέρνησητουΗνωμένου Βασιλείου και η Ελληνική Κυβέρνηση, η εναγομένη της κύριας δίκης και οι EGEDA και AGEDI προβάλλουν ότι οποιοδήποτε σύστημα κράτους μέλους προς υπολογισμό του ύψους της «δίκαιης αποζημιώσεως» οφείλει να φροντίζει για ισορροπία μεταξύ των δημιουργών και των χρηστών, καθώς και των προσώπων που επιβαρύνονται αμέσως ή εμμέσως με το τέλος αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τη ζημία ή τη βλάβη που ενδεχομένως υφίστανται οι δημιουργοί εξαιτίας του ότι επιτρέπεται η ιδιωτική αντιγραφή. Η Γαλλική και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ειδικότερα ότι ο υπολογισμός της «δίκαιης αποζημιώσεως» πρέπει να εξασφαλίζει στους δημιουργούς εύλογο αντάλλαγμα για τη χρήση των έργων τους.

31.      Αντιθέτως, η Ισπανική Κυβέρνηση και το CEDRO προβάλλουν ότι από το γράμμα της οδηγίας 2001/29 δεν μπορεί να συναχθεί επιταγή εξισορροπήσεως. Περαιτέρω δηλώνουν ότι ο σκοπός της εν λόγω αποζημιώσεως δεν είναι δυνατόν να συνίσταται μόνον στην ανόρθωση ζημίας, από τη στιγμή μάλιστα που το στοιχείο αυτό μπορεί μόνο να αποτελέσει «πολύτιμο κριτήριο», οπότε δεν είναι το μόνο κριτήριο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ή έστω το αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό της χρηματικής αποζημιώσεως. Η δε Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν απαγορεύει ένα καθιερωμένο από κράτος μέλος σύστημα εύλογης αμοιβής, στο πλαίσιο του οποίου λαμβάνεται συνολικά υπόψη η πιθανή χρήση των συσκευών που χρησιμοποιούνται συνήθως για ιδιωτική αντιγραφή, εφόσον η μέθοδος αυτή δεν αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας.

32.      Η Επιτροπή φρονεί ότι, καθόσον η οδηγία 2001/29 δεν περιέχει διατάξεις για τη χρηματοδότηση της κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δίκαιης αποζημιώσεως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα τόσο να καθορίσουν τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της εν λόγω αποζημιώσεως, όσο και να προσδιορίσουν, σε περίπτωση που τη χρηματοδοτήσουν διά της επιβολής τέλους, τις λεπτομέρειες του τέλους αυτού, πάντοτε όμως εντός των καθορισμένων από το κοινοτικό δίκαιο ορίων και πρωτίστως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των γενικών αρχών του δικαίου.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

33.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η εναγομένη της κύριας δίκης και η AGEDI, έχουν τη γνώμη ότι όταν το κράτος μέλος αποφασίζει να εισαγάγει σύστημα επιβολής τελών επί του εξοπλισμού, των συσκευών και των υποθεμάτων, σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, σκοπό της παροχής αποζημιώσεως στους δημιουργούς για τη ζημία ή τη βλάβη την οποία υφίστανται, το τέλος αυτό πρέπει να τελεί σε συσχετισμό με την εικαζόμενη χρήση του εξοπλισμού και των συσκευών αυτών που συνδέονται με την ψηφιακή αναπαραγωγή.

34.      Αντιθέτως, η Ισπανική, η Φινλανδική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η EGEDA και το CEDRO, φρονούν ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο χειρισμών, το οποίο τους επιτρέπει να εισαγάγουν διαφορετικά συστήματα αποζημιώσεως, όπως και πράγματι συμβαίνει σήμερα. Επομένως είναι επιτρεπτή, στο πλαίσιο της πολυμορφίας αυτής, η εισαγωγή συστημάτων βασιζόμενων στην αντικειμενική ικανότητα του εξοπλισμού ή της συσκευής προς παραγωγή αντιγράφων για ιδιωτική χρήση. Ακόμη, είναι εύλογο να γίνει δεκτό κατά βάσιν ότι ήδη η παραγωγή ή η εισαγωγή της συσκευής παρέχει τα μέσα για να προκληθεί στους δημιουργούς οικονομική ζημία, ανεξαρτήτως της δυνατότητας προσαρμογής του κριτηρίου αυτού, πράγμα που ήδη πράττει η ισπανική νομοθεσία βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων και άλλων πρόσθετων παραμέτρων.

35.      Η Επιτροπή και η AIE επισημαίνουν ότι η οδηγία 2001/29 αφήνει τα κράτη μέλη να αποφασίσουν ποιος πρέπει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της «δίκαιης αποζημιώσεως» και υπό ποία μορφή. Η οδηγία δεν απαγορεύει να επιβάλλεται υποχρέωση συνεισφοράς, εντός των ορίων που τίθενται από το κοινοτικό δίκαιο, σε όσους ωφελούνται από τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς των δικαιωμάτων δημιουργού των συγγραφέων, των καλλιτεχνών, των ερμηνευτών, των παραγωγών ή των επιχειρήσεων μέσων μαζικής ενημέρωσης.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

36.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η εναγομένη της κύριας δίκης, φρονούν ότι η επιβολή του τέλους αδιακρίτως σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες που έχουν προδήλως αγοράσει τον εξοπλισμό και τα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής για σκοπούς ξένους προς την ιδιωτική αναπαραγωγή, δεν συμβιβάζεται με την έννοια της «δίκαιης αποζημιώσεως». Ειδικότερα, όταν το κράτος μέλος έχει επιλέξει ένα σύστημα επιβολής τελών στον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα που συνδέονται με την ψηφιακή αναπαραγωγή, είναι δικαιολογημένη κατά τη ΦινλανδικήΚυβέρνηση η μη πρόβλεψη τέλους για τις συσκευές οι οποίες χρησιμοποιούνται για καθαρά επαγγελματικούς σκοπούς.

37.      Αντιθέτως, σύμφωνα με την Ισπανική και την ΕλληνικήΚυβέρνηση, καθώς και την EGEDA, το CEDRO και η AGEDI, ναι μεν ευσταθεί ότι το κριτήριο της αντικειμενικής καταλληλότητας του εξοπλισμού ή της συσκευής είναι δυνατόν να αναπροσαρμοστεί και επί τη βάσει της υποκειμενικής καταστάσεως του αγοραστή (εφόσον παρέχεται η εγγύηση ότι δεν θα τα χρησιμοποιήσει για ιδιωτική αντιγραφή), εντούτοις δεν υφίσταται λόγος να ανέλθει το υποκειμενικό αυτό στοιχείο στο επίπεδο του αποφασιστικού κριτηρίου, καθόσον μάλιστα ο τελικός σκοπός των συσκευών δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί. Η οδηγία 2001/29 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαλλάξουν ορισμένες κατηγορίες αγοραστών από την υποχρέωση καταβολής της αντίστοιχης αποζημιώσεως. Η Ελληνική Κυβέρνηση φρονεί ότι ο εξοπλισμός και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς σκοπούς δεν επιτρέπεται να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, δεδομένου ότι είναι αδύνατον να επαληθευτεί η πραγματική χρήση των συσκευών αυτών.

38.      Η Επιτροπή και η AIE επισημαίνουν ότι η οδηγία 2001/29 δεν εμποδίζει το κράτος μέλος το οποίο έχει εισαγάγει σύστημα επιβολής τελών στον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα που συνδέονται με την ψηφιακή αναπαραγωγή προστατευόμενων έργων για ιδιωτική χρήση να εφαρμόσει το σύστημα αυτό ανεξαρτήτως του αν ο αγοραστής είναι ιδιώτης, επιχείρηση ή ελεύθερος επαγγελματίας.

 ΣΤ – Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

39.      Η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η SGAE, η EGEDA, το CEDRO και η AGEDI φρονούν ότι η ρύθμιση που επελέγη από τον Ισπανό νομοθέτη είναι σύμφωνη με την οδηγία 2001/29. Μολονότι η Επιτροπή δεν τοποθετείται ρητώς ως προς το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, και αυτή φαίνεται να δέχεται ότι η ισπανική ρύθμιση συμβιβάζεται με την οδηγία 2001/29.

40.      Η εναγομένη της κύριας δίκης αντιθέτως φρονεί ότι η ισπανική ρύθμιση περί ιδιωτικής αντιγραφής είναι αντίθετη προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων οι οποίες διέπουν το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον εφαρμόζεται αδιακρίτως στο σύνολο του εξοπλισμού, των συσκευών και των υποθεμάτων που συνδέονται με την ψηφιακή αναπαραγωγή, ανεξαρτήτως του αν χρησιμοποιούνται πράγματι για ιδιωτική (και όχι για εμπορικούς σκοπούς) παραγωγή αντιγράφων έργων και άλλων προστατευόμενων αντικειμένων.

VI – Νομική εκτίμηση

 A –   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

41.      H οδηγία 2001/29, η οποία τέθηκε σε ισχύ σε κοινοτικό επίπεδο στις 23 Ιουνίου 2001, κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για την πνευματική ιδιοκτησία (7) του 1996, αποτελεί μαζί με έξι ακόμη οδηγίες τη βάση του δικαίου προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (8). Αποτελεί αντίδραση του κοινοτικού νομοθέτη στις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της πληροφορικής, οι οποίες αφενός παρέχουν στους δικαιούχους πρόσβαση σε νέες μορφές παραγωγής και εκμεταλλεύσεως (9), αφετέρου δημιουργούν νέες προκλήσεις για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ενόψει του κινδύνου της πειρατείας, της παραποίησης και της χωρίς άδεια αναπαραγωγής έργων και άλλων προστατευόμενων αντικειμένων (10). Ταυτοχρόνως επιδιώκει να ανταποκριθεί στο δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού να έχει πρόσβαση σε αυτά τα αντικείμενα προστασίας. Επομένως, η οδηγία 2001/29 χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια του κοινοτικού νομοθέτη να συμβιβάσει τα συμφέροντα των δικαιούχων και του κοινού (11). Όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της, εντάσσεται σε μια σειρά νομοθετικών μέτρων τα οποία υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κέρκυρας στις 24 και 25 Ιουνίου 1994 και τα οποία σκοπούν στη δημιουργία ενός γενικού και ευέλικτου νομικού πλαισίου σε κοινοτικό επίπεδο που θα ευνοεί την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας στην Ευρώπη.

42.      Η εκδοθείσα βάσει των άρθρων 95 ΕΚ, 47, παράγραφος 2, ΕΚ και 55 ΕΚ οδηγία συμβάλλει, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, στην εξασφάλιση του ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη, πρέπει να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς εξαιτίας διαφορών ως προς την έννομη προστασία μέσω της εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη αποσαφηνίζει ότι ο ρυθμιστικός σκοπός της οδηγίας 2001/29 έγκειται στη δημιουργία εναρμονισμένου νομικού πλαισίου περί δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων, το οποίο, αυξάνοντας την ασφάλεια δικαίου και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, προορίζεται να ενθαρρύνει την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής των δικτύων, και να οδηγήσει έτσι στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

43.      Από απόψεως ρυθμιστικής πολιτικής, η οδηγία 2001/29 αποτελεί συμβιβασμό (12), ο οποίος, παρά τον δεδηλωμένο σκοπό εναρμονίσεως, λαμβάνει αρκούντως υπόψη τις διάφορες νομικές παραδόσεις και αντιλήψεις στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στις οποίες συγκαταλέγονται ιδίως το αγγλοσαξονικό copyright και η κατά το ηπειρωτικό ευρωπαϊκό δίκαιο προστασία του δημιουργού (13), προβλέποντας παραδείγματος χάριν πολλές εξαιρέσεις (14) και αφήνοντας στα κράτη μέλη σημαντικά περιθώρια χειρισμών (15) κατά τη μεταφορά της οδηγίας.

44.      Τα ανωτέρω ισχύουν και για τη ρύθμιση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν στις έννομες τάξεις τους εξαίρεση ή περιορισμό όσον αφορά την αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση προστατευόμενων έργων ή παροχών, ενώ στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται πάντως στα κράτη μέλη ρητώς η υποχρέωση να μεριμνήσουν για «δίκαιη αποζημίωση» των δικαιούχων. Η απόφαση για το αν θα θεσπιστεί μια τέτοια εξαίρεση ή ένας τέτοιος περιορισμός έχει, όπως υποδηλώνει ήδη το γράμμα της εν λόγω διατάξεως («μπορούν»), προαιρετικό χαρακτήρα, δηλαδή επαφίεται στην κρίση των κρατών μελών (16). Αντιθέτως, η απάντηση στο κεντρικό ερώτημα της υπό κρίση υποθέσεως, όσον αφορά τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του εν λόγω συστήματος αποζημιώσεως, δεν προκύπτει ευχερώς από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως της οδηγίας. Προς τούτο απαιτείται σε βάθος ερμηνεία της οδηγίας, κατά την οποία θα ληφθούν υπόψη όλες οι μέθοδοι ερμηνείας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο.

45.      Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αποσκοπεί κατ’ ουσίαν, κατ’ ορθή εκτίμηση των προδικαστικών ερωτημάτων, στο να καταστήσει γνωστό το Δικαστήριο σε ποιο σημείο θέτει το κοινοτικό δίκαιο τα όρια του περιθωρίου χειρισμών το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά της οδηγίας και ποια κριτήρια πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη όταν ρυθμίζουν την εν λόγω «δίκαιη αποζημίωση» ενόψει των επιταγών του κοινοτικού νομοθέτη. Στο πλαίσιο της νομικής εκτιμήσεως θα ακολουθήσω, χάριν εποπτείας, τη σειρά των ερωτημάτων όπως έχει καθοριστεί από το αιτούν δικαστήριο. Το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, λόγω της στενής συνάφειάς τους, να εξεταστούν μαζί.

 Επί του παραδεκτού της προδικαστικής παραπομπής

1.      Το παραδεκτό του αντικειμένου ερμηνείας και η λυσιτέλεια της προδικαστικής παραπομπής

46.      Πριν όμως διερευνηθούν τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξετασθεί η προβληθείσα από την Ισπανική Κυβέρνηση, το CEDRO και την ενάγουσα της κύριας δίκης ένσταση απαραδέκτου της προδικαστικής παραπομπής.

47.      Η Ισπανική Κυβέρνηση και το CEDRO προβάλλουν κατ’ ουσίαν ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν ασκούν επιρροή στην απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης, διότι εφαρμοστέες είναι όχι οι διατάξεις του ισπανικού δικαίου περί μεταφοράς της οδηγίας 2001/29, αλλά οι προϊσχύσασες διατάξεις. Η ενάγουσα της κύριας δίκης εφιστά την προσοχή πάλι στο γεγονός ότι η οδηγία 2001/29 προβλέπει μια ελάχιστη εναρμόνιση, οπότε το ζήτημα του πώς πρέπει να υπολογίζεται η δίκαιη αποζημίωση για την παραγωγή αντιγράφων για ιδιωτική χρήση δεν εμπίπτει στο κοινοτικό, αλλά στο εθνικό δίκαιο, με συνέπεια να εξαρτάται πλήρως από την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του κράτους μέλους.

48.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρά τις προφανείς διαφορές όσον αφορά την επιχειρηματολογία, η προβληθείσα από τους ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία ένσταση απαραδέκτου θεμελιώνεται κατ’ ουσίαν στο ότι σημασία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης δεν έχει τόσο η ερμηνεία του κοινοτικού, όσο του εθνικού δικαίου. Επομένως, από νομικής απόψεως, οι μετέχοντες στη διαδικασία αμφισβητούν αφενός την ύπαρξη παραδεκτού αντικειμένου ερμηνείας και αφετέρου το λυσιτελές της προδικαστικής παραπομπής. Έτσι ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει εθνικές διατάξεις.

49.      Τούτο είναι μεν ορθό και ανταποκρίνεται στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (17), από την οποία όμως προκύπτει επίσης ότι το Δικαστήριο καταρχήν δεν δύναται να προβεί σε εκτίμηση των λόγων που οδήγησαν το εθνικό δικαστήριο στην υποβολή ορισμένου ερωτήματος (18). Έτσι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του ιδίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς και μόνο στα εθνικά δικαστήρια, που επιλαμβάνονται της διαφοράς και φέρουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμούν, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο (19).

50.      Οσάκις τα υποβαλλόμενα από τα εθνικά δικαστήρια ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί (20), εκτός αν είναι πρόδηλον ότι με το προδικαστικό ερώτημα επιδιώκεται, στην πραγματικότητα, να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε έκδοση αποφάσεως μέσω μιας κατασκευασμένης διαφοράς ή να διατυπώσει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, ή ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κυρίας δίκης ή ακόμα ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (21).

51.      Σε ό,τι αφορά την παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, είναι βέβαιο ότι καταρχάς ζητείται από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Τούτο αναμφίβολα αποτελεί επιτρεπτό αντικείμενο ερμηνείας σύμφωνα με το άρθρο 234, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ. Όσον αφορά τη λυσιτέλεια, δεν προκύπτουν ενδείξεις υπέρ της θέσεως ότι τα προδικαστικά ερωτήματα ουδόλως συνδέονται με τη διαφορά της κύριας δίκης. Φαίνεται μάλλον να συμβαίνει το αντίθετο, από τη στιγμή μάλιστα που το αιτούν δικαστήριο στη διάταξή του περί παραπομπής (22) επισημαίνει επανειλημμένως ότι η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα θα επηρεάσει την απόφαση στη διαφορά για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεδομένου ότι από την απάντηση αυτή εξαρτάται το αν η ενάγουσα της κύριας δίκης έχει αξίωση σε δίκαιη αποζημίωση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο, η αξίωση αυτή εξαρτάται από το αν η ισχύουσα ισπανική ρύθμιση υπό τη συγκεκριμένη μορφή της συμβιβάζεται τελικά με την κοινοτική έννοια της «δίκαιης αποζημιώσεως», με άλλα λόγια, αν η ρύθμιση αυτή πληροί τις απαιτήσεις περί «δίκαιης αποζημιώσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.

52.      Βάσει των ανωτέρω δεδομένων, το ερώτημα ποιες ακριβώς εθνικές διατάξεις είναι εφαρμοστέες στη διαφορά της κύριας δίκης είναι καταρχάς επουσιώδες για την εκτίμηση του παραδεκτού της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Η κρίση περί τούτου εμπίπτει στη δικαιοδοσία του αρμόδιου για την ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικού δικαστηρίου.

53.      Κατά συνέπεια, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται παραδεκτώς.

2.      Επί του επιχειρήματος περί μεταγενέστερης εισαγωγής της εννοίας της «δίκαιης αποζημιώσεως» στο ισπανικό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας

54.      Για λόγους πληρότητας θα ήθελα στο πλαίσιο αυτό να εξετάσω τον ισχυρισμό της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι η ερμηνεία της οδηγίας 2001/29 δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς, διότι ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 προστέθηκε στο άρθρο 25 TRLPI μόλις με τον νόμο 23/2006, της 7ης Ιουλίου 2006, αντικαθιστώντας τον μέχρι τότε χρησιμοποιούμενο όρο «δίκαιη αμοιβή» («remuneración equitativa»).

55.      Καταρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ισπανική Κυβέρνηση δεν εξήγησε ούτε απέδειξε ότι ο όρος που χρησιμοποιούσε προηγουμένως η ισπανική νομοθεσία διαφέρει ως προς το κανονιστικό περιεχόμενό του από τον όρο «δίκαιη αποζημίωση». Ειδικότερα, δεν αποσαφηνίζεται αν ο Ισπανός νομοθέτης απέβλεπε με την τροποποίηση αυτή απλώς σε μια σημασιολογική διευκρίνιση, προκειμένου να προσαρμόσει την ορολογία του εθνικού δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στην ορολογία της οδηγίας 2001/29. Το δεύτερο φαίνεται πιθανότερο, λόγω των αμελητέων τροποποιήσεων του κειμένου (23).

56.      Εξάλλου πρέπει να υπομνησθεί ότι η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ βασίζεται στη συνεργασία του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο της οποίας δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας εθνικών διατάξεων ούτε να κρίνει αν η ερμηνεία τους από το αιτούν δικαστήριο είναι ορθή (24). Αντιθέτως, το Δικαστήριο καταρχήν έχει τη δικονομική υποχρέωση, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών δικαστηρίων και των δικαστηρίων των κρατών μελών, να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα όπως ακριβώς εξειδικεύεται από την απόφαση περί παραπομπής (25). Επειδή το αιτούν δικαστήριο δεν εγείρει το ζήτημα αυτό, στο εξής πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έχει σημασία για την παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

57.      Λαμβάνοντας όμως υπόψη την ανάγκη να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου (26), κρίνω απαραίτητο να επισημάνω εν πάση περιπτώσει ότι, εφόσον στο πλαίσιο της κύριας δίκης –ιδίως εξαιτίας των διενεργηθεισών προσαρμογών του ισπανικού ουσιαστικού δικαίου στις επιταγές της οδηγίας– έχει σημασία ο ακριβής καθορισμός του εφαρμοστέου κατά χρόνο εθνικού δικαίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή της διαφοράς έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2002 και Σεπτεμβρίου 2004, επομένως κατά το μεγαλύτερο μέρος τους σε χρονικό σημείο κατά το οποίο, πρώτον, η οδηγία 2001/29 ίσχυε ήδη και, δεύτερον, τα κράτη μέλη έπρεπε να θεσπίσουν τις αναγκαίες διατάξεις για τη μεταφορά της. Ειδικότερα, από το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούντο να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την εν λόγω οδηγία το αργότερο στις 22 Δεκεμβρίου 2002.

58.      Έστω και αν ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» εισήχθη μεταγενέστερα στο ισπανικό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας με τον τροποποιητικό νόμο 23/2006 της 7ης Ιουλίου 2006 και δεν ταυτίζεται νομικώς με τον προϊσχύσαντα όρο, πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι εν πάση περιπτώσει τα ισπανικά δικαστήρια υποχρεούνταν, από το χρονικό σημείο της λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, σε σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία. Ειδικότερα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς τα εθνικά δικαστήρια υπέχουν τη γενική υποχρέωση να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία (27). Η υποχρέωση αυτή σημαίνει ότι ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του κειμένου και του σκοπού της οικείας οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτόν, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας (28).

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

59.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 συνεπάγεται εναρμόνιση και αν αποτελεί κοινοτικό όρο ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου.

60.      Η οδηγία 2001/29 δεν περιέχει νομοθετικό ορισμό της εννοίας αυτής. Τίθεται επομένως το ερώτημα αν τούτο εμποδίζει την κατάταξή της ως όρου του κοινοτικού δικαίου.

61.      Καταρχάς, υπέρ της κατατάξεως αυτής είναι δυνατή η επίκληση της παγιωθείσας εντωμεταξύ νομολογίας του Δικαστηρίου (29), κατά την οποία, από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όσο και της αρχής της ισότητας απορρέει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και της σημασίας της, πρέπει κανονικά να δίδεται σε όλη την Κοινότητα αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση. Αν όμως σε μια κοινοτική πράξη ο κοινοτικός νομοθέτης παραπέμπει σιωπηρώς στις πρακτικές που επικρατούν σε κάθε χώρα, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στον χρησιμοποιούμενο όρο ενιαίο κοινοτικό ορισμό (30).

62.      Επομένως, σε περίπτωση σιωπηρής παραπομπής, προς αποσαφήνιση του όρου, στις εθνικές πρακτικές ή και ρυθμίσεις, δεν διατυπώνεται ενιαίος κοινοτικός ορισμός. Στην περίπτωση αυτή το εθνικό δίκαιο έχει ερμηνευτική λειτουργία στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Οι παραπομπές αυτού του είδους είναι αναπόφευκτες ιδίως στις περιπτώσεις που η Κοινότητα, λόγω του ότι δεν έχει ασκήσει ή δεν διαθέτει καν νομοθετική αρμοδιότητα, δεν έχει διαμορφώσει ενιαία ορολογία για το κοινοτικό δίκαιο σε συγκεκριμένο τομέα. Επομένως, οι παραπομπές αυτές είναι συνέπεια των κατά το άρθρο 5 ΕΚ εγγενών στο κοινοτικό δίκαιο αρχών των κατ’ ανάθεσιν αρμοδιοτήτων και της επικουρικότητας (31).

63.      Δεδομένου ότι η οδηγία 2001/29 δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών, το γεγονός αυτό θα συνηγορούσε καταρχήν υπέρ μιας κατατάξεως ως κοινοτικού όρου.

64.      Η ως άνω νομολογία πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο προφανώς δέχεται την ύπαρξη τεκμηρίου υπέρ της αυτοτελούς ερμηνείας εξαιτίας της ανάγκης για ενιαία εφαρμογή και ίση μεταχείριση, το οποίο όμως μπορεί υπό ορισμένες περιστάσεις να αποδυναμώνεται (32), όταν η ενιαία διαμόρφωση του όρου δεν είναι δυνατή (33), ή όταν τούτο επιτάσσεται λόγω της μερικής μόνο εναρμονίσεως (34).

65.      Τέτοιες περιστάσεις δεν συντρέχουν όμως εν προκειμένω, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του όρου μπορεί να καθοριστεί με επαρκή ακρίβεια μέσω συστηματικής και τελολογικής εξετάσεως επιμέρους διατάξεων της οδηγίας, συνεκτιμωμένων των αιτιολογικών σκέψεων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (35).

66.      Έτσι, η εν λόγω έννοια χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας για να περιγράψει το περιεχόμενο ενός «όρου». Όπως εξέθεσα εισαγωγικώς, τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τον όρο αυτόν όταν προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το προβλεπόμενο στο άρθρο 2 δικαίωμα αναπαραγωγής. Εξάλλου, η τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει τον σκοπό της δίκαιης αποζημιώσεως. Σύμφωνα με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, ο σκοπός αυτός συνίσταται στο να λαμβάνουν οι δικαιούχοι δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τη χρήση του προστατευόμενου έργου τους ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου τους. Και από άλλες όμως αιτιολογικές σκέψεις, όπως παραδείγματος χάριν την τριακοστή πρώτη και την τριακοστή δεύτερη, μπορούν να συναχθούν επιμέρους κοινοτικές επιταγές, οι οποίες θα αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω εξετάσεως στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων και τις οποίες πρέπει να πληρούν τα κράτη μέλη κατά τη ρύθμιση της εν λόγω αποζημιώσεως. Επομένως, η οδηγία 2001/29 διαθέτει πυκνό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο, όπως διαπιστώνει ορθώς η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (36), επιτρέπει στον εφαρμοστή του δικαίου να καθορίσει τουλάχιστον τα βασικά χαρακτηριστικά της εν λόγω δίκαιης αποζημιώσεως.

67.      Υπέρ της κατατάξεως ως κοινοτικού όρου συνηγορεί και ο ίδιος ο σκοπός της οδηγίας 2001/29 να εναρμονίσει ορισμένες πτυχές του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, οι οποίες προκαλούνται από την ποικιλία ρυθμίσεων των κρατών μελών. Για να μην αποτύχει στον κανονιστικό σκοπό της, η προσέγγιση των νομοθεσιών προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την ανάπτυξη αυτόνομων εννοιών του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένης μιας ενιαίας ορολογίας (37). Η δημιουργία ιδιαίτερων εννοιών πρέπει να είναι δυνατή ανεξαρτήτως του αν τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο χειρισμών όσον αφορά τη μεταφορά μιας οδηγίας. Η μέριμνα του κοινοτικού νομοθέτη για την κατά το δυνατόν ενιαία ερμηνεία της οδηγίας 2001/29 έχει βρει έκφραση μεταξύ άλλων στην τριακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της, στην οποία τα κράτη μέλη καλούνται σε εναρμονισμένη εφαρμογή των εξαιρέσεων και περιορισμών από το δικαίωμα αναπαραγωγής. Η ανομοιόμορφη ερμηνεία της κεντρικής εννοίας της «δίκαιης αποζημιώσεως» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 θα ματαίωνε πλήρως τον σκοπό αυτόν.

68.      Οι ανωτέρω σκέψεις επιβεβαιώνονται με την απόφαση επί της υποθέσεως SENA (38), στην οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει την έννοια «εύλογη αμοιβή» κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 σχετικά με το δικαίωμα εκμισθώσεως, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (39). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο αναφέρθηκε καταρχάς στην προπαρατεθείσα νομολογία περί αυτοτελούς ερμηνείας των κοινοτικών εννοιών (40), για να εφιστήσει εν συνεχεία την προσοχή στο ότι η οδηγία 92/100 δεν έδινε ορισμό της εν λόγω εννοίας (41). Προφανώς βασίστηκε στην παραδοχή ότι ο κοινοτικός νομοθέτης ενσυνείδητα απείχε από τον καθορισμό ενός λεπτομερούς και κανονιστικής φύσεως τρόπου υπολογισμού του επιπέδου της εν λόγω αμοιβής (42). Συνεπώς αναγνώρισε ρητώς την εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν τα ίδια τις λεπτομέρειες αυτής της «εύλογης αμοιβής», «[προσδιορίζοντας] τα πλέον κατάλληλα κριτήρια προκειμένου να διασφαλίζουν, εντός των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως η [οδηγία], τον σεβασμό της εν λόγω κοινοτικής εννοίας» (43) και περιορίστηκε να καλέσει τα κράτη μέλη να τηρούν με κατά το δυνατόν ομοιόμορφο τρόπο, στο έδαφος της Κοινότητας, την έννοια της «εύλογης αμοιβής», η οποία πρέπει να αναλύεται υπό το φως των στόχων της οδηγίας 92/100, όπως αυτοί προσδιορίζονται ιδίως με τις αιτιολογικές σκέψεις της (44). Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός ότι η εν λόγω έννοια έχρηζε εξειδικεύσεως με κριτήρια που θα καθορίζονταν από το εθνικό δίκαιο δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να δηλώσει ότι ο όρος «εύλογη αμοιβή» κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 έπρεπε να ερμηνεύεται ομοιόμορφα εντός όλων των κρατών μελών και να εφαρμόζεται από κάθε κράτος μέλος (45). Επομένως, και υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, το Δικαστήριο ήταν σε θέση να δεχθεί τελικά την ιδιότητα της εν λόγω εννοίας ως εννοίας του κοινοτικού δικαίου και την ύπαρξη ανάγκης για αυτοτελή ερμηνεία της στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου.

69.      Θεωρώ ότι δεν αποκλείεται εφαρμογή των εν λόγω αρχών στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τη στιγμή μάλιστα που η υπό κρίση υπόθεση επίσης έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία μιας νομικής εννοίας στον τομέα του δικαιώματος του δημιουργού, η οποία, εξαιτίας της επιλεγείσας από τον κοινοτικό νομοθέτη ρυθμιστικής προσεγγίσεως, είναι εξίσου αόριστη και χρήζει εξειδικεύσεως.

70.      Τέλος, υπέρ της κατατάξεως ως όρου του κοινοτικού δικαίου μπορεί να παρατεθεί ένα ακόμη επιχείρημα το οποίο θεμελιώνεται στην ιστορική ερμηνεία της οδηγίας 2001/29. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της εν λόγω οδηγίας συνάγεται ότι ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, θα αποτελούσε «νέα έννοια», για την εφαρμογή της οποίας, ελλείψει νομοθετικού ορισμού στην πρόταση της Επιτροπής, χρειαζόταν να καθοριστούν κατευθυντήριες γραμμές από το Συμβούλιο (46). Αυτές περιέχονται πλέον στην τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας. Εξ αυτών συνάγεται ότι βούληση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν η θέσπιση μιας νέας εννοίας σε κοινοτικό επίπεδο, χωρίς αναφορά σε υφιστάμενους όρους του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών ή του διεθνούς δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας (47). Κατά τούτο διαφέρει ο εν λόγω όρος παραδείγματος χάριν από τον όρο των άρθρων 5 και 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 «εύλογη αμοιβή», ο οποίος προέρχεται από το διεθνές δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας (48) και έχει ενσωματωθεί αυτολεξεί στην κοινοτική έννομη τάξη.

71.      Η επιλογή μιας νέας εννοίας για την αμοιβή των δημιουργών σε περίπτωση ιδιωτικής αντιγραφής φαίνεται επομένως, ενόψει του ιστορικού της θεσπίσεώς της, της ανάγκης συμπληρώσεώς της, της αυτοτέλειάς της έναντι της χρησιμοποιούμενης από τα κράτη μέλη και από το διεθνές δίκαιο ορολογίας, καθώς και του σκοπού εναρμονίσεως της οδηγίας 2001/29, να ανάγεται στην προσπάθεια του κοινοτικού νομοθέτη να συμπεριλάβει τις ήδη υφιστάμενες εθνικές ρυθμίσεις που προήλθαν από τις διαφορετικές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών. Συγχρόνως, είναι εύλογη η εικασία ότι ενδιαφερόταν για τη δημιουργία μιας εννοίας που θα ήταν κατά το δυνατόν ευέλικτη και θα μπορούσε να αναθεωρείται τακτικά, σε συνάρτηση με τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις (49).

72.      Κατόπιν των ανωτέρων σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 αποτελεί αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη και να εφαρμόζεται από κάθε κράτος μέλος, το οποίο και θα καθορίζει ως προς το έδαφός του τα καταλληλότερα κριτήρια για να εξασφαλισθεί η τήρηση της εν λόγω κοινοτικής εννοίας εντός των ορίων που χαράσσει το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως η ως άνω οδηγία.

 Δ –         Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

73.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί, κατ’ ουσίαν, αν τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίσουν ισορροπία μεταξύ των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των υποχρεούμενων αμέσως ή εμμέσως σε καταβολή της αποζημιώσεως. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η απαιτούμενη δίκαιη αποζημίωση αντλεί τη νομιμοποίησή της από τον μετριασμό της ζημίας των δικαιούχων.

74.      Κατ’ εμέ, στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να δοθεί καταρχήν καταφατική απάντηση. Η ανάγκη να επιτευχθεί η ισορροπία αυτή προκύπτει καταρχάς από την τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, στην οποία γίνεται αναφορά στην εξασφάλιση «ισορροπί[ας] περί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα» μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων και χρηστών προστατευομένων αντικειμένων. Περαιτέρω, στο κείμενο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, επισημαίνεται ρητώς ότι ο περιορισμός όσον αφορά την ιδιωτική αντιγραφή υπόκειται στην προϋπόθεση της «δίκαιης αποζημιώσεως». Ο όρος αυτός συνεπάγεται, ήδη από σημασιολογικής απόψεως, κάποια ισορροπία μεταξύ αντιμαχόμενων συμφερόντων. Ανεξαρτήτως αυτού, η προσφυγή του κοινοτικού νομοθέτη σε όρο της Φιλοσοφίας του Δικαίου, όπως είναι η «δικαιοσύνη», επιτρέπει τη βαθύτερη κατανόηση των νομοθετικών εκτιμήσεων που αποτέλεσαν το υπόβαθρο της ρυθμίσεως αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί να γίνει αναφορά στον Αριστοτέλη, που στην πραγματεία του «Ηθικά Νικομάχεια» πραγματοποίησε την πρώτη απόπειρα δογματικής διερευνήσεως και διαρθώσεως της εννοίας αυτής και διαπίστωσε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να γίνεται αντιληπτή όχι μόνον ως αρετή, αλλά και σε συσχετισμό με κάτι άλλο. Συνεπώς, ενεργεί κατά τρόπο άδικο αυτός που ζητεί περισσότερα από εκείνα που του ανήκουν σύμφωνα με τον νόμο. Αντιθέτως, επικρατεί αδικία όταν κάποιος λαμβάνει πολύ λίγα σε σχέση με ό,τι παρέχει. Το καθήκον για την εξασφάλιση ισότητας και κατά συνέπεια δικαιοσύνης βαρύνει κατά τον Αριστοτέλη συνήθως τους δικαστές. Συναφώς, αξιοσημείωτο είναι ότι για να παρουσιάσει εποπτικότερα τις θέσεις του σχετικά με τη «διορθωτική δικαιοσύνη» (iustitia commutativa) παρέπεψε μεταξύ άλλων στο δικαίωμα του καλλιτέχνη να λάβει ποιοτικά και ποσοτικά αντίστοιχη αμοιβή για τα έργα του (50). Εξ αυτού συνάγεται ότι ο δίκαιος χαρακτήρας της αποζημιώσεως, όπως δήλωσε ορθώς η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, πρέπει να επιτευχθεί διά της σταθμίσεως των συμφερόντων των δικαιούχων και των χρηστών.

75.      Το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο στο ερώτημά του δεν αναφέρεται ρητώς στους «χρήστες», αλλά στους «υποχρεούμενους αμέσως ή εμμέσως σε καταβολή της εν λόγω δίκαιης αποζημιώσεως» δεν μπορεί να αναιρέσει τις εκτιμήσεις αυτές. Μάλλον, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να τεθεί στο σωστό πλαίσιο, πράγμα που απαιτεί ορισμένες διευκρινίσεις εκ μέρους μου. Η τυπική ιδιότητα ως οφειλέτη της αποζημιώσεως αυτή καθεαυτή δεν δηλώνει τίποτα για την ταυτότητα του φυσικού προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 που ωφελείται από τη ρύθμιση περί ιδιωτικής αντιγραφής. Κατ’ εμέ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μάλλον το πρόσωπο αυτό αντί για τον οφειλέτη. Επειδή ο χρήστης πρέπει να φέρει το οικονομικό βάρος της αποζημιώσεως σύμφωνα με το αξίωμα cuius commoda, eius incommoda (51) στο πλαίσιο σταθμίσεως συμφερόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα δικά του συμφέροντα. Τούτο μου φαίνεται ότι ανταποκρίνεται περισσότερο στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, όπως αυτή εκφράζεται στην τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.

76.      Ανεξαρτήτως αυτού, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν καθορίζει ποιος πρέπει να υποχρεούται σε καταβολή. Ούτε η τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας παρέχει ερμηνευτική βοήθεια. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις είναι απολύτως δυνατόν οφειλέτης να είναι ο ίδιος ο χρήστης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 «εύλογης αμοιβής» (52). Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σε ένα σύστημα κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως μέσω της επιβολής τελών –όπως το προβλεπόμενο στην ισπανική έννομη τάξη– οι υποχρεούμενοι άμεσα στην καταβολή της εν λόγω δίκαιης αποζημιώσεως, ήτοι οι έμποροι και εισαγωγείς κατά το άρθρο 25, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, TRLPI, κατά κανόνα θα μετακυλίσουν το τέλος αυτό μέσω του τιμήματος στους αγοραστές και επομένως εν τέλει στους χρήστες (53). Η ρύθμιση αυτή είναι τελικά ουδέτερη για τους εμπόρους και τους εισαγωγείς, όπως παρατηρεί ορθώς η Γερμανική Κυβέρνηση (54). Ναι μεν οφείλουν να καταβάλουν την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση στους δημιουργούς, όμως δεν υφίστανται εξ αυτού του λόγου μειονεκτήματα, διότι η αποζημίωση τους επιστρέφεται από τον χρήστη μέσω του τιμήματος. Θα ήταν συναφώς εσφαλμένο να ληφθούν υπόψη μόνο τα συμφέροντα των οφειλετών της αποζημιώσεως. Τούτο όμως δεν εμποδίζει να αποκτήσουν οι οφειλέτες αυτοί σπουδαιότητα, παραδείγματος χάριν όταν ενεργούν προς διαφύλαξη των συμφερόντων των χρηστών.

77.      Το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αποκτά επομένως νόημα μόνον αν η χρησιμοποιούμενη από το αιτούν δικαστήριο έκφραση «εμμέσως υποχρεούμενοι σε καταβολή» γίνει ευρέως αντιληπτή και μάλιστα ως αναφερόμενη στους χρήστες που εν τέλει φέρουν το οικονομικό βάρος της αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή θα είχαν εφαρμογή οι ανωτέρω σκέψεις.

78.      Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι η «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν σκοπεί σε αποζημίωση των δικαιούχων για παράνομες ενέργειες σχετικές με την αναπαραγωγή χωρίς άδεια έργων και άλλων προστατευόμενων αντικειμένων. Αξίωση αποζημιώσεως υφίσταται μόνο σε συσχετισμό με ιδιωτική αντιγραφή, εφόσον αυτή επιτρέπεται από τη σχετική με την πνευματική ιδιοκτησία νομοθεσία των κρατών μελών (55). Το γεγονός ότι διαπιστώνεται –παραδείγματος χάριν στο διαδίκτυο με τους καλούμενους P2P(«peer to peer») τόπους ανταλλαγής αρχείων– πολύ διαδεδομένη προσβολή του καταρχήν ευρέος δικαιώματος αναπαραγωγής του δημιουργού ούτε ενδιαφέρει στο πλαίσιο της εν λόγω διατάξεως της οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως παράγοντας κατά την εξισορρόπηση των συμφερόντων των δικαιούχων και των χρηστών (56). Ειδικότερα, τα κατ’ αυτόν τον τρόπο παρανόμως παραχθέντα αντίγραφα υπηρετούν ως επί το πλείστον εμπορικούς σκοπούς. Εν πάση περιπτώσει, υπηρετούν σκοπούς άλλους από την «ιδιωτική χρήση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 και επομένως δεν καλύπτονται από την εν λόγω ρύθμιση περί περιορισμού του δικαιώματος του δημιουργού (57).

79.      Το δικαίωμα «δίκαιης αποζημιώσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, οδηγία 2001/29 έχει πρωτίστως, όπως επισημαίνει ορθώς η Γερμανική Κυβέρνηση, εγγενή χαρακτήρα αμοιβής (58). Τούτο προκύπτει από την πρώτη περίοδο της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως, κατά την οποία οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες, για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, πρέπει να λαμβάνουν «εύλογη αμοιβή» για τη χρήση των έργων τους. Η τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη αποσαφηνίζει ότι η «δίκαιη αποζημίωση» πρέπει και αυτή να καταταγεί στην ως άνω κατηγορία αμοιβών, εφόσον αναφέρεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων ή περιορισμών οι δικαιούχοι θα πρέπει να λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση για τη χρήση των προστατευόμενων έργων ή λοιπών προστατευομένων αντικειμένων τους.

80.      Αντιθέτως, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί άνευ ετέρου ο χαρακτηρισμός ως αμιγούς αξιώσεως αποζημιώσεως, τον οποίον προφανώς προσδίδει το αιτούν δικαστήριο στον νομικό θεσμό της «δίκαιης αποζημιώσεως». Το κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής αποτελεί μεν έκφανση της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού. Επομένως, η εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό ή ο περιορισμός του σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, μπορεί να θεωρηθεί ως προσβολή αυτού του προστατευόμενου από το κοινοτικό δίκαιο θεμελιώδους δικαιώματος (59). Εντούτοις, ο καθορισμός δίκαιης αποζημιώσεως δεν πρέπει υποχρεωτικά να βασιστεί στο κριτήριο της ζημίας. Η οδηγία επιτρέπει μόνο τον προσανατολισμό βάσει της ζημίας ή της βλάβης, δεν τις καθιστά όμως υποχρεωτικά κριτήρια (60).

81.      Έτσι, από τη δεύτερη περίοδο της τριακοστής πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας πρέπει να συναχθεί ότι κατά τον καθορισμό της μορφής, των λεπτομερειών καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους αυτής της δίκαιης αποζημίωσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες κάθε περίπτωσης, ενώ για την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, «πολύτιμο κριτήριο» αποτελεί η πιθανή ζημία των δικαιούχων. Τούτο δείχνει ότι η πιθανή ζημία, όπως παρατηρεί ορθώς η Ισπανική Κυβέρνηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως το μοναδικό ούτε ως το αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό της εν λόγω «δίκαιης αποζημιώσεως», αλλά μάλλον συνιστά ένα από τα πολλά κριτήρια τα οποία μπορούν να λάβουν υπόψη τους τα κράτη μέλη κατά τον υπολογισμό της δίκαιης αποζημιώσεως. Σε αυτό μπορούν να προστεθούν και άλλα κριτήρια τα οποία παρατίθενται στην τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, όπως παραδείγματος χάριν αμοιβές που έχουν καταβληθεί σε άλλη μορφή, ο βαθμός χρήσης των μέτρων τεχνολογικής προστασίας ή ο ασήμαντος χαρακτήρας της ζημίας που προκαλείται. Η απαρίθμηση αυτή δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί εξαντλητική (61).

82.      Η οδηγία 2001/29 συνηγορεί σε ορισμένο βαθμό υπέρ μιας εγγυήσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, εφόσον, κατά την πρώτη περίοδο της τριακοστής όγδοης αιτιολογικής σκέψεως, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό από το δικαίωμα αναπαραγωγής, ενδεχομένως με εύλογη αποζημίωση, για ορισμένα είδη αναπαραγωγής ακουστικού, οπτικού και οπτικοακουστικού υλικού για ιδιωτική χρήση. Συναφώς αναγνωρίζει όμως στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη δημιουργία των εθνικών συστημάτων τους για την εφαρμογή αυτής της δίκαιης αποζημιώσεως (62), παραδείγματος χάριν όταν προβλέπει στη δεύτερο περίοδο της τριακοστής όγδοης αιτιολογικής σκέψεως ότι η εξαίρεση μπορεί να περιλαμβάνει την καθιέρωση ή τη διατήρηση συστημάτων αμοιβής για την αποζημίωση των δικαιούχων.

83.      Αυτή η ρυθμιστική προσέγγιση είναι σύμφωνη με τη νομική φύση μιας οδηγίας, η οποία κατά το άρθρο 249, παράγραφος 3, ΕΚ είναι δεσμευτική ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (63). Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2001/29 διακρίνεται για το ότι περιέχει ορισμένες εν μέρει ελάχιστα εξειδικευμένες επιταγές του κοινοτικού δικαίου, παραδείγματος χάριν σύμφωνα με την τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της όσον αφορά τη μορφή, τις λεπτομέρειες καταβολής και το ύψος της «δίκαιης αποζημιώσεως». Η μεταφορά της κάθε οδηγίας συνδέεται με την υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να επιδείξει ορισμένο αποτέλεσμα (64), το οποίο στην περίπτωση της οδηγίας 2001/29 έγκειται στην εξασφάλιση ότι μεταξύ δημιουργών και χρηστών καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος αποφασίσει να προβλέψει, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής του δημιουργού (65).

84.      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, ανεξαρτήτως του συστήματος που χρησιμοποιούν για τον καθορισμό της δίκαιης αποζημιώσεως, να τηρούν τη δέουσα ισορροπία μεταξύ των ενδιαφερομένων, ήτοι, αφενός, των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που θίγονται από την εξαίρεση περί ιδιωτικής αντιγραφής, ως δικαιούχων της εν λόγω αποζημιώσεως, και, αφετέρου, των υποχρεούμενων αμέσως ή εμμέσως σε καταβολή της. Στο δεύτερο σκέλος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος «δίκαιη αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να νοείται ως παροχή προς τον δικαιούχο, η οποία συνιστά, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της επιτρεπόμενης ιδιωτικής αντιγραφής, εύλογη αμοιβή για τη χρήση του προστατευόμενου έργου του ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου του.

 Επί του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

85.      Το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν άπαντα τη διαμόρφωση του συστήματος το οποίο πρέπει να δημιουργήσουν τα κράτη μέλη σε περίπτωση που εισάγουν εξαίρεση ή περιορισμό κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 προκειμένου να εφαρμόσουν την προϋπόθεση της δίκαιης αποζημιώσεως. Αποβλέπουν στη διαπίστωση εκ μέρους του Δικαστηρίου των απαιτήσεων σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο τις οποίες πρέπει να πληροί ένα εθνικό σύστημα το οποίο προβλέπει υπέρ του δικαιούχου κατ’ αποκοπήν αμοιβή για την εικαζόμενη χρήση εξοπλισμού, συσκευών και υποθεμάτων για ιδιωτική αντιγραφή, όπως το ισχύον στην Ισπανία σύστημα. Το επίμαχο ερώτημα της συμβατότητας μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο και πρωτίστως με την οδηγία 2001/29 τίθεται ιδίως ενόψει του ότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως σε σειρά αποδεκτών και τεχνικών μέσων.

86.      Αν και το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, επί του κατά πόσον συμβιβάζονται κανόνες του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, εντούτοις είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα αφορώντα το κοινοτικό δίκαιο στοιχεία ερμηνείας που θα του επιτρέψουν να εκτιμήσει τη συμβατότητα των εν λόγω κανόνων με την κοινοτική ρύθμιση (66).

1.      Η προϋπόθεση του συνδέσμου μεταξύ της αποζημιώσεως και της εικαζόμενης χρήσεως για ιδιωτική αντιγραφή

87.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα έχει θεμελιώδη χαρακτήρα και πρέπει επομένως να εξεταστεί πρώτο. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν πρέπει αναγκαστικά να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του τέλους το οποίο σκοπεί στη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως και της εικαζόμενης χρήσεως των προαναφερθέντων συσκευών και μέσων αποθήκευσης. Με άλλα λόγια, θέτει ένα ερώτημα ως προς τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο μιας μεθόδου κατ’ αποκοπήν υπολογισμού της αμοιβής του δικαιούχου.

 Η συνάφεια ως άγραφο στοιχείο του πραγματικού

88.      Όπως αναπτύχθηκε, η εξαίρεση ή ο περιορισμός του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 μπορούν να θεωρηθούν ως επιτρεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής του δικαιούχου (67), η δε διάταξη αυτή της οδηγίας επιτάσσει για την περίπτωση αυτή υποχρεωτική καταβολή αποζημιώσεως υπέρ του δημιουργού. Εφόσον κράτος μέλος μεταφέρει τη ρύθμιση αυτή στην εσωτερική του έννομη τάξη, η ιδιωτική παραγωγή αντιγράφου από φυσικό πρόσωπο πρέπει να θεωρείται ως η συγκεκριμένη πράξη που στοιχειοθετεί την προσβολή, η οποία, με την επιφύλαξη περαιτέρω κριτηρίων που θα καθοριστούν νομοθετικώς, δημιουργεί αξίωση του δικαιούχου σε χρηματική αποζημίωση.

89.      Κατά το μέτρο αυτό, ασφαλώς υφίσταται συνάφεια μεταξύ της ιδιωτικής παραγωγής αντιγράφου και της οφειλόμενης αμοιβής. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης διαμορφώσεως του συστήματος εισπράξεως της αποζημιώσεως για την ιδιωτική αντιγραφή και του αν χρηματοδοτείται διά της επιβολής τελών. Εύλογο είναι και να απαιτείται, από απόψεως του κοινοτικού δικαίου, η ύπαρξη σε κάθε περίπτωση αρκούντως στενού συνδέσμου μεταξύ του εν λόγω τέλους και της χρήσεως των προαναφερθέντων συσκευών και μέσων αποθήκευσης.

90.      Αφετέρου, οι αφορώσες τον σύνδεσμο αυτόν απαιτήσεις δεν επιτρέπεται να είναι τόσο υψηλές ώστε εν τέλει να αξιώνεται πραγματική χρήση των εν λόγω συσκευών προς τον σκοπό της ιδιωτικής αντιγραφής. Αντιθέτως, και μόνον η δυνητική πιθανότητα τέτοιας χρήσεως θα πρέπει να θεωρείται αρκετή. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν αφενός από την απόφαση SGAE (68), με την οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε την αόριστη νομική έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, κρίνοντας ότι αρκεί η απλή δυνατότητα διαθέσεως ενός έργου στο κοινό, στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσω τηλεοπτικών συσκευών (69). Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε σημασία το γεγονός ότι ορισμένοι χρήστες δεν έκαναν χρήση της δυνατότητας αυτής, διότι δεν είχαν θέσει σε λειτουργία τις τηλεοπτικές συσκευές (70). Πολύ χρήσιμες αποδεικνύονται ακόμη οι αναπτύξεις της γενικής εισαγγελέως Ε. Sharpston στις προτάσεις της επί της εν λόγω υποθέσεως, με τις οποίες υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του δικαιώματος του δημιουργού, ο κάτοχος του δικαιώματος αμείβεται όχι για την πραγματική απόλαυση του έργου, αλλά απλώς για τη νομική δυνατότητα αυτής της απολαύσεως (71).

 Διαφύλαξη της συνάφειας σε σύστημα επιβολής τελών το οποίο επιτρέπει την κατ’ αποκοπήν καταβολή τους

91.      Τίθεται το ζήτημα αν η προϋπόθεση του αρκούντως στενού συνδέσμου μεταξύ της ασκήσεως του δικαιώματος και της αντίστοιχης χρηματικής αποζημιώσεως για την ιδιωτική αντιγραφή τηρείται στο πλαίσιο ενός εθνικού συστήματος επιβολής τελών, το οποίο χρησιμοποιεί τη μέθοδο του κατ’ αποκοπήν υπολογισμού της αμοιβής.

92.      Η προϋπόθεση του αρκούντως στενού συνδέσμου δεν εμποδίζει εν πάση περιπτώσει τα κράτη μέλη να εισαγάγουν, στο πλαίσιο του ευρέος περιθωρίου χειρισμών που διαθέτουν κατά τη μεταφορά της οδηγίας, για πρακτικούς λόγους ένα σύστημα το οποίο να βασίζεται όχι στην πραγματική, αλλά μάλλον στην εικαζόμενη έκταση της ιδιωτικής παραγωγής αντιγράφων από τους χρήστες των συσκευών που έχουν τεχνικώς τη δυνατότητα προς τούτο και κατά συνέπεια να υπολογίζουν κατ’ εκτίμηση την κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 «δίκαιη αποζημίωση». Ιδίως το γεγονός ότι πρακτικώς είναι σχεδόν αδύνατο τόσο το να ελεγχθούν αποτελεσματικά οι αναπαραγωγές αυτές όσο και το να γίνει στατιστική καταγραφή του ακριβούς αριθμού των ιδιωτικώς παραγομένων αντιγράφων, πιθανώς καθιστά αναγκαία την εισαγωγή τέτοιου συστήματος στο επίπεδο του κράτους μέλους (72). Έτσι πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο δικαιούχος κατά κανόνα δεν θα είναι σε θέση να πληροφορηθεί αν διενεργείται και από ποιον διενεργείται η ιδιωτική αναπαραγωγή. Η απευθείας είσπραξη από τον χρήστη αποκλείεται επομένως για πρακτικούς λόγους (73). Στις δυσχέρειες αυτές αναφέρονται ρητώς η Ισπανική, η Ελληνική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

93.      Η προβλεπόμενη από το ισπανικό δίκαιο κατ’ αποκοπήν αμοιβή του δικαιούχου, η οποία συνδέεται με την εικαζόμενη χρήση των συσκευών και των μέσων αποθήκευσης, υπερνικά τις πρακτικές αυτές δυσκολίες κατ’ αντικειμενικό τρόπο. Ειδικότερα, αυτός που παράγει, εισάγει ή εμπορεύεται μια συσκευή ή ένα μέσο αποθήκευσης το οποίο κατά κανόνα χρησιμοποιείται πράγματι για αναπαραγωγές, καταβάλλει άμεσα ένα κατ’ αποκοπήν ποσό, το οποίο ζητείται ως αμοιβή για την ιδιωτική αντιγραφή προς όφελος όλων των δικαιούχων. Βεβαίως, η υποχρέωση καταβολής δεν βαρύνει τον πραγματικό χρήστη. Αντιθέτως, μετατίθεται σε πρωιμότερο στάδιο, βαρύνοντας την πρώτη ομάδα προσώπων. Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το κατ’ αποκοπήν ποσό μετακυλίεται μέσω του τιμήματος στον αγοραστή της συσκευής ή του μέσου αποθήκευσης και κατά συνέπεια στον χρήστη (74). Έτσι η αμοιβή συνδέεται τελικά με τη συνήθη πραγματική χρήση της συσκευής ή του μέσου αποθήκευσης για ιδιωτική αντιγραφή.

94.      Το ότι λαμβάνεται ως κριτήριο η αντικειμενική καταλληλότητα της συσκευής για ιδιωτική αντιγραφή θεμελιώνεται, όπως εξηγεί η Ισπανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της (75), κατά κάποιον τρόπο σε νόμιμο τεκμήριο, βάσει του οποίου ο αγοραστής κατά πάσα πιθανότητα θα προβεί σε χρήση της δυνατότητας αυτής (76). Επομένως ο αρκούντως στενός σύνδεσμος υφίσταται όσο το τεκμήριο αυτό δεν ανατρέπεται από συγκεκριμένα στοιχεία περί του αντιθέτου. Στο πλαίσιο του εν λόγω νομίμου τεκμηρίου λαμβάνεται υπόψη η απαιτούμενη από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 συνάφεια μεταξύ της χρήσεως του δικαιώματος αφενός και της δίκαιης αποζημιώσεως αφετέρου. Συνεπώς, μέθοδος κατά την οποία η αμοιβή του δικαιούχου υπολογίζεται κατ’ αποκοπήν πρέπει να θεωρείται ως καταρχήν σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο.

 Συμπέρασμα

95.      Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος επιλέγει σύστημα επιβολής εισφοράς ή τέλους στον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής, η εισφορά αυτή μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 μόνον αν ο εξοπλισμός, οι συσκευές και τα υποθέματα αυτά εικάζεται ότι χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγές που εμπίπτουν στην εξαίρεση περί ιδιωτικής αντιγραφής.

2.      Επί της επιβολής του τέλους αδιακρίτως σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες

96.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα έχει κάπως ειδικότερο χαρακτήρα, διότι το αιτούν δικαστήριο εφιστά την προσοχή σε μια ιδιαιτερότητα του ισπανικού συστήματος επιβολής τελών. Διερωτάται αν η προβλεπόμενη στο σύστημα αυτό άνευ διακρίσεων είσπραξη του τέλους, ειδικότερα από τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, συμβιβάζεται με την έννοια της «δίκαιης αποζημιώσεως». Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο βασίζεται στην παραδοχή ότι οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες προδήλως αγοράζουν τις επίμαχες συσκευές και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής για σκοπούς ξένους προς την ιδιωτική αναπαραγωγή (77). Επομένως, στο προδικαστικό ερώτημα εμπεριέχεται μια σημαντική διαπίστωση, την οποία πρέπει να συμπεριλάβει το Δικαστήριο στη νομική του εκτίμηση.

 Ανάγκη συνεκτιμήσεως των ιδιαιτέρων περιστάσεων της κάθε περιπτώσεως

97.      Η άνευ διακρίσεων είσπραξη του τέλους, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι επίμαχες συσκευές ενδέχεται, εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών του κάθε κλάδου, να αγοράζονται για σκοπούς ξένους προς την ιδιωτική αναπαραγωγή, δεν βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Δεν πρόκειται για «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, από τη στιγμή μάλιστα που, όπως προκύπτει από την τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη, υποδεικνύεται ρητώς στα κράτη μέλη (78) να λαμβάνουν υπόψη, κατά τον καθορισμό της μορφής, των λεπτομερειών καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους της δίκαιης αποζημιώσεως, τις συνθήκες της κάθε περιπτώσεως. Συνεπώς, η επιταγή αυτή δεν θα πληρούνταν στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Αναγκαία συνάφεια μεταξύ της ιδιωτικής αντιγραφής και της αποζημιώσεως

98.      Επιπλέον, μια τέτοια ρύθμιση, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, θα παρέβλεπε σε μεγάλο βαθμό τη συνάφεια η οποία πρέπει να υπάρχει σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 μεταξύ της πράξεως που στοιχειοθετεί την προσβολή και της αντίστοιχης χρηματικής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, στην υπόθεση της κύριας δίκης θα εξέλιπε ακόμη και η νόμιμη αιτία της αποζημιώσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, η βασική προϋπόθεση της αποζημιώσεως είναι η αναπαραγωγή «που πραγματοποι[είται] από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς».

99.      Η επιβάρυνση αδιακρίτως των επιχειρήσεων με τέλος αποζημιώσεως για την ιδιωτική αντιγραφή δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, δεδομένου ότι η ιδιωτική αντιγραφή καταρχάς πραγματοποιείται «από φυσικό πρόσωπο», οπότε η αναπαραγωγή «από επιχείρηση» δεν καλύπτεται, τουλάχιστον βάσει του κειμένου. Εντούτοις, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, σύμφωνα με την κοινή πείρα, ότι πιθανώς η πράξη αναπαραγωγής διενεργείται κατ’ ανάγκην από φυσικό πρόσωπο, παραδείγματος χάριν υπάλληλο της επιχειρήσεως, ο καταλογισμός της πράξεως αναπαραγωγής στην επιχείρηση θα έθετε νομικά ζητήματα ως προς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει οριστική τοποθέτηση. Αφετέρου, από το πνεύμα και τον σκοπό της ρυθμίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, προκύπτει εμμέσως ότι το επίμαχο αντίγραφο πρέπει εν πάση περιπτώσει να προορίζεται «για ιδιωτική χρήση ορισμένου προσώπου». Έτσι αποκλείεται παραδείγματος χάριν η ιδιωτική παραγωγή αντιγράφου για χρήση από νομικό πρόσωπο, κατά το μέτρο που πρέπει να νοείται ότι το αντίγραφο χρησιμοποιείται από περισσότερα πρόσωπα (79).

100. Ωστόσο, ακόμη και αν κατ’ εξαίρεση δινόταν καταφατική απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού της πράξεως αναπαραγωγής, δεν θα πληρούνταν το πραγματικό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄. Η διάταξη αυτή ρητώς αποκλείει κάθε είδος αντιγραφής για εμπορικούς σκοπούς, ανεξαρτήτως του αν οι εμπορικοί αυτοί σκοποί είναι νόμιμοι (παραδείγματος χάριν τα αντίγραφα ασφαλείας) ή παράνομοι (παραδείγματος χάριν η μουσική πειρατεία). Εφόσον οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, όπως διαπιστώθηκε από το αιτούν δικαστήριο, αγοράζουν τις εν λόγω συσκευές και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής «για σκοπούς προδήλως ξένους προς την ιδιωτική χρήση», παραδείγματος χάριν για επαγγελματικούς σκοπούς, η περίπτωση την οποία επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο δεν θα καλυπτόταν από την ρύθμιση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περί περιορισμού του δικαιώματος του δημιουργού (80). Η παροχή χρηματικής αμοιβής προς τους δικαιούχους θα υπερέβαινε συνεπώς τα όσα επιτάσσει η οδηγία 2001/29 όσον αφορά την εξασφάλιση «δίκαιης αποζημιώσεως» (81).

101. Από νομικής απόψεως, η επίμαχη εθνική ρύθμιση συνεπάγεται διεύρυνση του προσωπικού και του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, καθόσον η προβλεπόμενη σε αυτή υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως αφενός επιβάλλεται σε μη φυσικά πρόσωπα και αφετέρου εκτείνεται σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται αναπαραγωγή «για ιδιωτική χρήση».

 Εξαντλητική ρύθμιση της «δίκαιης αποζημιώσεως» στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄,

102. Οι συνέπειες που έχουν τα ανωτέρω εκτεθέντα εξαρτώνται κατ’ ουσίαν από το αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 περιέχει ή όχι εξαντλητική ρύθμιση της «δίκαιης αποζημιώσεως» για την ιδιωτική αντιγραφή.

103. Αν οι διατάξεις της οδηγίας ρυθμίζουν εξαντλητικά ορισμένο ζήτημα, δεν επιτρέπονται περαιτέρω ρυθμίσεις των κρατών μελών για το ίδιο πραγματικό. Το αν μια οδηγία αποβλέπει στη θέσπιση μιας τέτοιας εξαντλητικής ρυθμίσεως πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος, των στόχων και του ρυθμιστικού συστήματος της οδηγίας (82). Ειδικότερα, η οδηγία κάλλιστα μπορεί να περιέχει συγχρόνως τόσο ρυθμίσεις εξαντλητικής φύσεως όσο και ρυθμίσεις που καταλείπουν στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως, παραδείγματος χάριν όσον αφορά το επίπεδο προστασίας μιας διατάξεως (83).

104. Συναφώς, επισημαίνεται εκ νέου ότι η «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια αυτής της διατάξεως της οδηγίας συνιστά επαρκώς προσδιορισμένο όρο του κοινοτικού δικαίου. Παρά τον σχετικά χαμηλό βαθμό εναρμονίσεως της οδηγίας 2001/29, ο οποίος από της απόψεως αυτής μπορεί να συγκριθεί με εκείνον μιας οδηγίας πλαισίου, η ρύθμιση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, καθορίζει σαφώς τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο δικαιούχος έχει αξίωση αμοιβής. Επιπλέον, από το πνεύμα και τον σκοπό της ρυθμίσεως προκύπτει με ακρίβεια το πρόσωπο κατά του οποίου ασκείται η αξίωση. Εν αμφιβολία, είναι ο χρήστης που ωφελείται από τη ρύθμιση περί ιδιωτικής αντιγραφής (84). Βάσει των ανωτέρω δεδομένων, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όσον αφορά τη «δίκαιη αποζημίωση» για την ιδιωτική αντιγραφή, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περιέχει εξαντλητική κοινοτική ρύθμιση, η οποία δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη –τουλάχιστον για τον τομέα της ιδιωτικής αντιγραφής– να επεκτείνουν μονομερώς τον κύκλο των προσώπων κατά των οποίων προβάλλεται η αξίωση σε άλλες ομάδες προσώπων όπως τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίες, σύμφωνα με την πείρα, αγοράζουν συσκευές και υποθέματα για σκοπούς ξένους προς την ιδιωτική χρήση.

105. Ως εκ τούτου, αμοιβή η οποία αποδίδεται στους δικαιούχους εξαιτίας της επιβολής τελών αδιακρίτως σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες βάσει ρυθμίσεως περί ιδιωτικής αντιγραφής δεν πρέπει να θεωρείται ως «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.

106. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 απαγορεύει καταρχήν την επιβολή τέλους πνευματικής ιδιοκτησίας στις επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες. Η εν λόγω οδηγία εναρμονίζει μόνο ορισμένες πτυχές του δικαιώματος του δημιουργού. Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 απαγορεύει μόνο μια εθνική ρύθμιση που αξιώνει από τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες την καταβολή τέλους προς αντιστάθμιση της ιδιωτικής αντιγραφής επί συσκευών, υποθεμάτων και εξοπλισμού, κατά το μέτρο που πρέπει να θεωρείται ότι με τις εν λόγω συσκευές, υποθέματα και εξοπλισμό δεν λαμβάνει χώρα ιδιωτική αντιγραφή κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Αντιθέτως, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση που επιβάλλει τέλος για άλλους λόγους (85).

 Συμπέρασμα

107. Επομένως, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αμοιβή η οποία αποδίδεται στους δικαιούχους εξαιτίας της επιβολής τελών αδιακρίτως σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες βάσει ρυθμίσεως περί ιδιωτικής αντιγραφής σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.

3.      Συμβατότητα του ισπανικού συστήματος επιβολής τελών με την οδηγία 2001/29

108. Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τη συμβατότητα με την οδηγία 2001/29 ενός συστήματος επιβολής τελών όπως το ισχύον στην Ισπανία πρέπει να απαντηθεί υπό το πρίσμα όσων εκτέθηκαν ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη των όσων διαπιστώνει το αιτούν δικαστήριο.

109. Καταρχάς ένα χρηματοδοτούμενο από τέλος σύστημα προς αντιστάθμιση της ιδιωτικής αντιγραφής, το οποίο για πρακτικούς λόγους καθορίζει τη «δίκαιη αποζημίωση» βάσει κατ’ αποκοπήν υπολογισμού, συμβιβάζεται με την οδηγία 2001/29, δεδομένου του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών. Ωστόσο, ο εθνικός νομοθέτης πρέπει να εξασφαλίσει ότι διατηρείται σε μεγάλο βαθμό η σχέση την οποία προϋποθέτει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, μεταξύ του ευρέος δικαιώματος αναπαραγωγής του δικαιούχου και της αντίστοιχης προς την προσβολή αυτή χρηματικής αποζημιώσεως (86).

110. Εφόσον δεν υφίσταται πλέον η σχέση αυτή, παραδείγματος χάριν διότι το εν λόγω τέλος επιβάλλεται σε μεγάλο βαθμό σε διαφορετικές περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται περιορισμός δικαιωμάτων ο οποίος να δικαιολογεί τη χρηματική αποζημίωση, η αμοιβή που αποδίδεται στους δικαιούχους εν πάση περιπτώσει δεν συνιστά «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.

111. Επομένως, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εθνικό σύστημα το οποίο επιβάλλει τέλη λόγω ιδιωτικής αντιγραφής σε όλον αδιακρίτως τον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ στο μέτρο που δεν υφίσταται πλέον εύλογος σύνδεσμος μεταξύ της δίκαιης αποζημιώσεως και του περιορισμού του δικαιώματος ιδιωτικής αντιγραφής που τη δικαιολογεί, διότι τα τέλη αυτά επιβάλλονται σε μεγάλο βαθμό σε διαφορετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν συντρέχει περιορισμός δικαιωμάτων που να δικαιολογεί τη χρηματική αποζημίωση.

VII – Πρόταση

112. Κατόπιν των ανωτέρων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Audiencia Provincial de Barcelona ως εξής:

«1)      Ο όρος “δίκαιη αποζημίωση” του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, αποτελεί αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη και να εφαρμόζεται από κάθε κράτος μέλος, το οποίο και θα καθορίζει ως προς το έδαφός του τα καταλληλότερα κριτήρια για να εξασφαλισθεί η τήρηση της εν λόγω κοινοτικής εννοίας εντός των ορίων που χαράσσει το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως η ως άνω οδηγία.

2)      Ο όρος “δίκαιη αποζημίωση” πρέπει να νοείται ως παροχή προς τον δικαιούχο, η οποία συνιστά, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της επιτρεπόμενης ιδιωτικής αντιγραφής, εύλογη αμοιβή για τη χρήση του προστατευόμενου έργου του ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου του. Τα κράτη μέλη οφείλουν, ανεξαρτήτως του συστήματος που χρησιμοποιούν για τον καθορισμό της δίκαιης αποζημιώσεως, να τηρούν τη δέουσα ισορροπία μεταξύ των ενδιαφερομένων, ήτοι, αφενός, των κατόχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που θίγονται από την εξαίρεση περί ιδιωτικής αντιγραφής, ως δικαιούχων της εν λόγω αποζημιώσεως, και, αφετέρου, των υποχρεούμενων αμέσως ή εμμέσως σε καταβολή της.

3)      Εφόσον το κράτος μέλος επιλέξει σύστημα επιβολής τελών προς αντιστάθμιση της ιδιωτικής αντιγραφής επί εξοπλισμού, συσκευών και υποθεμάτων ψηφιακής αναπαραγωγής, τα τέλη αυτά πρέπει να συνδέονται απαραιτήτως, σύμφωνα με τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 και με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, με την εικαζόμενη χρήση του εξοπλισμού και των υποθεμάτων αυτών για πράξεις αναπαραγωγής που εμπίπτουν στην εξαίρεση περί ιδιωτικής αντιγραφής, με αποτέλεσμα η επιβολή της επιβαρύνσεως να δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες εικάζεται ότι ο εξοπλισμός, οι συσκευές και τα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής χρησιμοποιούνται για ιδιωτική αντιγραφή.

4)      Η επιβολή τελών αδιακρίτως βάσει ρυθμίσεως περί ιδιωτικής αντιγραφής σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που προδήλως αγοράζουν συσκευές και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής για σκοπούς ξένους προς την ιδιωτική αναπαραγωγή δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της “δίκαιης αποζημιώσεως” κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.

5)      Εθνικό σύστημα το οποίο επιβάλλει τέλη προς αντιστάθμιση της ιδιωτικής αντιγραφής σε όλον αδιακρίτως τον εξοπλισμό, τις συσκευές και τα υποθέματα δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 στο μέτρο που δεν υφίσταται πλέον εύλογος σύνδεσμος μεταξύ της δίκαιης αποζημιώσεως και του περιορισμού του δικαιώματος ιδιωτικής αντιγραφής που τη δικαιολογεί, διότι δεν μπορεί να εικάζεται ότι ο εξοπλισμός, οι συσκευές και τα υποθέματα αυτά χρησιμοποιούνται για ιδιωτική αντιγραφή.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Ομοίως και Falcón Tella, R., «El llamado “canon por derechos de autor” (Copyright Levy) o compensación equitativa por copia privada (I): antecedentes y configuración en la Ley 23/2006, de 7 julio (RCL 2006, 1386)», Quincena Fiscal Aranzadi, αριθ. 15/2006, σ. 1, ο οποίος αναφέρεται στην ανάπτυξη διαφόρων μεθόδων αναπαραγωγής. Βλ. και Ortega Díaz, J. F., «Medidas tecnológicas y derechos de autor», Noticias de la Unión Europea, 2008, αριθ. 286, σ. 67, ο οποίος αναφέρεται στις προκλήσεις όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού οι οποίες προέκυψαν από την εφεύρεση παραδείγματος χάριν του φωτοτυπικού μηχανήματος και της κασέτας μουσικής στη δεκαετία του 1980 καθώς και από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή κατά την καλούμενη «εποχή της πληροφορίας».


3 – Η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ρυθμίζεται πλέον, βάσει της Συνθήκης της Λισσαβώνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της 13ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C 306, σ. 1), στο άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


4 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167, σ. 10).


5 – BOE αριθ. 162, της 8ης Ιουλίου 2006, σ. 25561.


6 – BOE αριθ. 148, της 19ης Ιουνίου 2008, σ. 27842.


7 – Η Συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία είναι ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 20 της Συμβάσεως της Βέρνης, την οποία θέσπισε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας το 1996· αποτελεί το πλαίσιο για την προσαρμογή των εθνικών νόμων περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας στις απαιτήσεις των ψηφιακών δικτυακών μέσων. Δημοσιεύθηκε στην ΕΕ 2000, L 89, σ. 8.


8 – Οδηγία 2009/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΕΕ L 111, σ. 16), οδηγία 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ L 376, σ. 28), οδηγία 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ L 248, σ. 15), οδηγία 2006/116/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων (ΕΕ L 372, σ. 12), οδηγία 96/9/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ L 77, σ. 20), οδηγία 2001/84/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης (ΕΕ L 272, σ. 32).


9 – Βλ. την πέμπτη αιτιολογική σκέψη.


10 – Βλ. την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη.


11 – Βλ. παραδείγματος χάριν, μεταξύ άλλων, την ένατη, την δέκατη τέταρτη και την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, καθώς και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία, που κάνει λόγο για την ανάγκη «για διατήρηση ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των δημιουργών αφενός και του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος, ειδικότερα όσον αφορά την εκπαίδευση, την έρευνα και την πρόσβαση στις πληροφορίες αφετέρου, όπως αυτό εκφράζεται στη σύμβαση της Βέρνης».


12 – Η Buhrow, A., «Richtlinie zum Urheberrecht in der Informationsgesellschaft», EuropeanLawReporter, 2001, τεύχος 10, σ. 313, αντιλαμβάνεται το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 ως πολιτικό συμβιβασμό, στον οποίον βρίσκουν έκφραση οι διάφορες νομικές παραδόσεις και αντιλήψεις. Κατά τη συγγραφέα, υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την πραγματική έκταση της εναρμονίσεως, ενόψει των πολλών περιοριστικών ρυθμίσεων μέχρι την οριστική μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο όλων των κρατών μελών.


13 – Ο Ullrich, J. N., «Clash of Copyrights – Optionale Schranke und zwingender finanzieller Ausgleich im Fall der Privatkopie nach Art. 5 Abs. 2 Buchst. b Richtlinie 2001/29/EG und Dreistufentest», GewerblicherRechtsschutzundUrheberrecht – InternationalerTeil, 2009, τεύχος 4, σ. 283, επισημαίνει ότι η κοινωνία της πληροφορίας στην Ευρώπη όπως και στον υπόλοιπο κόσμο βρίσκεται αντιμέτωπη με πληθώρα εθνικών δικαίων πνευματικής ιδιοκτησίας, κάποια από τα οποία διαφέρουν σημαντικά ως προς τη σύλληψη, τη διαμόρφωση και την οριοθέτηση της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού. Κατά τον εν λόγω συγγραφέα, η υπέρβαση των διαφορών μεταξύ της κατά το ηπειρωτικό ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας του δημιουργού και του αγγλοσαξονικού copyright εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση.


14 – Ο Philapitsch, F., DiedigitalePrivatkopie, Graz 2007, σ. 85, αναφέρεται στον μεγάλο αριθμό περιοριστικών διατάξεων που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Ενώ η πρόταση οδηγίας αριθμούσε εννέα τέτοιες διατάξεις, οι διατάξεις αυτές αυξήθηκαν σε έντεκα στη δεύτερη τροποποιημένη πρόταση και τέλος αυξήθηκαν οριστικά σε εικοσιδύο με την κοινή θέση.


15 – Κατά τους Metzger, A., Kreutzer, T., «Richtlinie zum Urheberrecht in der Informationsgesellschaft – Privatkopie trotz technischer Schutzmaßnahmen?», MultimediaundRecht, 2002, τεύχος 3, σ. 139, η οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη σημαντικά περιθώρια χειρισμών για τη μεταφορά της. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία για κεντρικά ζητήματα σε σχέση με ένα μελλοντικό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά τον Guntrum, S., ZurZukunftderPrivatkopieinderInformationsgesellschaft, Αμβούργο 2007, σ. 126, ο προαιρετικός χαρακτήρας και το γράμμα του σχετικού με την ιδιωτική αντιγραφή περιορισμού, ο οποίος προβλέπεται στο ευρωπαϊκό δίκαιο, καθώς και οι αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις, συνηγορούν υπέρ μιας ευρείας δυνατότητας διαμορφώσεως στο πλαίσιο του εν λόγω περιορισμού.


16 – Υπ’ αυτήν την έννοια Guntrum, S., όπ.π. (υποσημείωση 15), σ. 118, 125· Plaza Penadés, J., «Propiedad intelectual y sociedad de la información», Contrataciónynuevastecnologías, Μαδρίτη 2005, σ 147· Bércovitz Rodríguez-Cano, R., «El canon de copia privada: escaramuza sobre el fuero», AranzadiCivil, αριθ. 14/2009, σ. 1· οι Hugenholtz, B., Guibault, L., van Geffen, S., επισημαίνουν με την έκθεση «The Future of Levies in a Digital Environment», 2003, που είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο (http://www.ivir.nl/publications/other/DRM&levies-report.pdf), σ. 32, ότι η οδηγία 2001/29 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση θεσπίσεως εξαιρέσεως για την ιδιωτική αντιγραφή. Εναπόκειται κατά συνέπεια στον εθνικό νομοθέτη να απαγορεύσει εντελώς την ιδιωτική αντιγραφή ή να την επιτρέψει μόνον εν μέρει.


17 – Βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1977, 38/77, Enka (Συλλογή τόμος 1977/ΙΙΙ, σ. 713, σκέψη 20).


18 – Βλ. Middeke, A., Handbuch des Rechtsschutzes in der Europäischen Union, 2η έκδοση, Μόναχο 2003, σ. 226, σημείο 38. Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, 244/78, Union Laitière Normande (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 307, σκέψη 5).


19 – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, C‑297/88 και C‑197/89, Dzodzi (Συλλογή 1990, σ. I‑3763, σκέψεις 33 και 34), της 8ης Νοεμβρίου 1990, C‑231/89, Gmurzynska-Bscher (Συλλογή 1990, σ. I‑4003, σκέψεις 18 και 19), της 17ης Ιουλίου 1997, C‑28/95, Leur-Bloem (Συλλογή 1997, σ. I‑4161, σκέψη 24), της 29ης Ιανουαρίου 2008, C‑275/06, Promusicae (Συλλογή 2008, σ. I‑271, σκέψη 36), και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C‑2/06, Kempter (Συλλογή 2008, σ. I‑411, σκέψη 42).


20 – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 38), της 22ας Μαΐου 2003, C‑18/01, Korhonen κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑5321, σκέψη 19), της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C‑380/01, Schneider (Συλλογή 2004, σ. I‑1389, σκέψη 21), της 19ης Απριλίου 2007, C‑295/05, Asemfo (Συλλογή 2007, σ. I‑2999, σκέψη 30), και της 23ης Απριλίου 2009, C‑261/07 και C‑299/07, VTB-VAB (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32).


21 – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Foglia κατά Novello (Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 18), της 15ης Ιουνίου 1995, C‑422/93 έως C‑424/93, Zabala Erasun κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑1567, σκέψη 29), της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I‑4921, σκέψη 61), της 12ης Μαρτίου 1998, C‑314/96, Djabali (Συλλογή 1998, σ. I‑1149, σκέψη 19), PreussenElektra (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 39), Schneider (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 22), της 1ης Απριλίου 2008, C‑212/06, Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon (Συλλογή 2008, σ. I‑1683, σκέψη 29), και VTB-VAB (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 33).


22 – Βλ. σ. 2 και 13 της διατάξεως περί παραπομπής.


23 – Βλ. το προοίμιο (τμήμα I, τέταρτη παράγραφος) του νόμου 23/2006 της 7ης Ιουλίου 2006, όπου αναφέρεται ότι η μεταφορά της οδηγίας 2001/29 στο ισπανικό δίκαιο ήταν προσανατολισμένη κυρίως στην αρχή της «πιστής μεταφοράς» της εν λόγω οδηγίας καθώς και της «ελάχιστης μεταρρυθμίσεως της ισχύουσας νομοθεσίας». Ο Ruiz Zapatero, G., «Naturaleza y límites constitucionales de la compensación equitativa por copia digital privada establecida en la Ley 23/2006 de modificación del texto refundido de la Ley de Propiedad Intelectual», JurisprudenciaTributariaAranzadi, 2007, τεύχος 7, υποστηρίζει ότι η αρχική διατύπωση του άρθρου 25 TRLPI δεν μπορούσε να διατηρηθεί, δεδομένης της διαφοράς ορολογίας σε σχέση με την οδηγία 2001/29. Ο νόμος 23/2006 προέβη στις απαραίτητες τεχνικής κυρίως φύσεως διευκρινίσεις. Ο Falcón Tella, R., όπ.π. (υποσημείωση 2), σ. 4, εξηγεί ότι η μεταβολή στο άρθρο 25 TRLPI του όρου «δίκαιη αποζημίωση» που εχρησιμοποιείτο μέχρι τότε ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας συμμορφώσεως προς την ορολογία της οδηγίας 2001/29.


24 – Βλ. συναφώς αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑58/98, Corsten (Συλλογή 2000, σ. I‑7919, σκέψη 24), και της 29ης Απριλίου 2004, C‑482/01 και C‑493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri (Συλλογή 2004, σ. I‑5257, σκέψη 42).


25 – Βλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2001, C‑475/99, Ambulanz Glöckner (Συλλογή 2001, σ. I‑8089, σκέψη 10), της 13ης Νοεμβρίου 2003, C‑153/02, Neri (Συλλογή 2003, σ. I‑13555, σκέψεις 34 και 35), της 29ης Απριλίου 2004, Ορφανόπουλος και Oliveri (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 42), και της 21ης Απριλίου 2005, C‑267/03, Lindberg (Συλλογή 2005, σ. I‑3247, σκέψεις 41 και 42).


26 – Από τη νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο προσπαθεί να δίνει χρήσιμες απαντήσεις στα ερωτήματα που του υποβάλλονται. Βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑402/07 και C‑432/07, Sturgeon κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑2119, σκέψη 28), της 24ης Μαρτίου 2009, C‑445/06, Danske Slagterier (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29), και της 21ης Απριλίου 1991, C‑41/90, Höfner und Elsner (Συλλογή 1991, σ. I‑1979, σκέψη 16).


27 – Αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 115), και της 14ης Ιανουαρίου 2010, C‑304/08, Plus Warenhandelsgesellschaft (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 17).


28 – Βλ. αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑8835, σκέψεις 115, 116, 118 και 119), και της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 111).


29 – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro (Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11), της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑287/98, Linster (Συλλογή 2000, σ. I‑6917, σκέψη 43), της 9ης Νοεμβρίου 2000, C‑357/98, Yiadom (Συλλογή 2000, σ. I‑9265, σκέψη 26), της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑245/00, SENA (Συλλογή 2003, σ. I‑1251, σκέψη 23), της 12ης Οκτωβρίου 2004, C‑55/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2004, σ. Ι‑9387, σκέψη 45), της 27ης Ιανουαρίου 2005, C‑188/03, Junk (Συλλογή 2005, σ. I‑885, σκέψεις 27 έως 30), και της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05, SGAE (Συλλογή 2006, σ. I‑11519, σκέψη 31).


30 – Βλ. απόφαση Ekro (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 14).


31 – Βλ. συναφώς τις προτάσεις μου της 3ης Μαΐου 2007 στην υπόθεση C‑62/06, Zefeser (Συλλογή 2007, σ. I‑11995, σημεία 32 και 33).


32 – Έτσι Riesenhuber, K., Europäische Methodenlehre, Βερολίνο 2006, σ. 247, σημείο 7.


33 – Βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1992, C‑369/90, Micheletti (Συλλογή 1992, σ. I‑4239, σκέψεις 10 έως 15), σχετικά με τον όρο «ιθαγένεια», της 6ης Οκτωβρίου 1976, 12/76, Tessili (Συλλογή τόμος 1976, σ. 533, σκέψη 14), για τον όρο «τόπος εκπληρώσεως» στο πλαίσιο της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.


34 – Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Danmols Inventar (Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψεις 22 έως 27), για τον όρο «εργαζόμενος» κατά την έννοια της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων.


35 – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 50), της 6ης Ιουλίου 2006, C‑53/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2006, σ. I‑6215, σκέψη 20), και της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 34).


36 – Βλ. σημείο 16 του υπομνήματος της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου.


37 – Κατά τον Riesenhuber, K., όπ.π. (υποσημείωση 32), σ. 246, σημείο 6, η προσέγγιση των νομοθεσιών σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει αυτόνομος κοινοτικός σχεδιασμός. Όποιος σκοπεί σε προσέγγιση νομοθεσιών, πρέπει να δημιουργήσει ένα μέτρο. Με τη συνεχή παραπομπή στην εκάστοτε ισχύουσα εθνική ερμηνεία το κοινοτικό δίκαιο θα θυσίαζε την αυτονομία του, ενώ με παραπομπή στην ερμηνεία που ίσχυε αρχικά θα «πάγωνε». Ο Rott, P., «What is the Role of the ECJ in EC Private Law?», HanseLawReview, Nr. 1/2005, σ. 8, επισημαίνει ότι η αρχή της αυτοτελούς ερμηνείας δημιουργεί δυσκολίες στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο χρησιμοποιεί γενικές ρήτρες. Ο συγγραφέας είναι αυστηρά αντίθετος στο να αφεθούν τα κράτη μέλη ελεύθερα να εξεύρουν τη δική τους ερμηνεία για τον όρο αυτοό. Η θεώρηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή όταν η Κοινότητα επιχειρεί εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, παραδείγματος χάριν βάσει του άρθρου 95 ΕΚ. Η χρήση γενικών ρητρών αποτελεί συνήθη στην έννομη τάξη της ηπειρωτικής Ευρώπης νομοτεχνική τακτική, η οποία εφαρμόζεται όταν είναι αδύνατος ο εκ των προτέρων ορισμός ορισμένων στοιχείων του πραγματικού. Τούτο δεν μπορεί όμως να αποβλέπει στον περιορισμό της επιρροής του κοινοτικού δικαίου στις έννομες τάξεις των κρατών μελών.


38 – Απόφαση SENA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29).


39 – ΕΕ L 346, σ. 61.


40 – Απόφαση SENA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29), σκέψη 21.


41 – Όπ.π., σκέψεις 7, 25, 34.


42 – Όπ.π., σκέψη 32.


43 – Όπ.π., σκέψη 34.


44 – Όπ.π., σκέψη 36.


45 – Όπ.π., σκέψη 38.


46 – Βλ. την κοινή θέση (ΕΚ) 48/2000, της 28ης Σεπτεμβρίου 2000, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ C 344, σ. 1), δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη.


47 – Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του διεθνούς δικαίου, ειδικότερα όταν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα (βλ. μεταξύ άλλων απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52, της 14ης Ιουλίου 1998, C‑341/95, Bettati, Συλλογή 1998, σ. I‑4355, σκέψη 20 και της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 35). Ορισμένες συμβάσεις του διεθνούς δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπουν τη δυνατότητα των συμβαλλομένων κρατών να θεσπίζουν περιορισμούς ή εξαιρέσεις από τα δικαιώματα που παρέχονται στους δημιουργούς έργων σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, παραδείγματος χάριν η αναθεωρηθείσα Σύμβαση της Βέρνης (άρθρο 9), η Συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία (άρθρο 10) και η Συμφωνία για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου (TRIPS) (άρθρο 13). Εντούτοις από τα ανωτέρω δεν μπορεί να συναχθεί καμία έννοια η οποία να συμπίπτει ακριβώς με τον όρο «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.


48 – Βλ. άρθρα 11α, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 1, της αναθεωρηθείσας Συμβάσεως της Βέρνης.


49 – Έτσι και Carbajo Cascón, F., «Noticias de la Unión Europea», αριθ. 286/2008, σ. 34 επ.


50 – Βλ. Αριστοτέλη, ΗθικάΝικομάχεια, πέμπτο βιβλίο, κεφάλαιο έβδομο – Διορθωτική δικαιοσύνη, 322 π.Χ., παράγραφος 1132b. Στο εν λόγω σύγγραμμα αναγράφονται τα εξής: «ἔστι δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν: ἀνῃροῦντο γὰρ ἄν, εἰ μὴ ἐποίει τὸ ποιοῦν καὶ ὅσον καὶ οἷον, καὶ τὸ πάσχον ἔπασχε τοῦτο καὶ τοσοῦτον καὶ τοιοῦτον» [«Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες τέχνες: αυτές θα εξαφανίζονταν, αν αυτό που κάνει το ενεργούν στοιχείο σε ορισμένη ποσότητα και με ορισμένο τρόπο, δεν προσλαμβάνεται στην αντίστοιχη ποσότητα και με τον αντίστοιχο τρόπο από το πάσχον στοιχείο». Σ.τ.Μ.: μετάφραση Δημήτριου Λυπουρλή, Θεσσαλονίκη 2006].


51 – Αυτό το αξίωμα του ρωμαϊκού δικαίου σημαίνει ότι αυτός ο οποίος αντλεί όφελος από ένα πράγμα πρέπει να φέρει και τα μειονεκτήματα του πράγματος. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ισπανικής Κυβερνήσεως, η αρχή αυτή αποτελεί τη βάση του ισπανικού συστήματος επιβολής τελών.


52 – Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ορίζει τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιοδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων.»


53 – Τούτο δέχεται προφανώς ο Falcón Tella, R., «El llamado “canon por derechos de autor” (Copyright Levy) o compensación equitativa por copia privada (II): antecedentes y configuración en la Ley 23/2006, de 7 julio (RCL 2006, 1386)», QuincenaFiscalAranzadi, Nr. 17/2006, σ. 1, ο οποίος παραπέμπει στο πνεύμα και στον σκοπό του τέλους, το οποίο κατά τη γνώμη του συνίσταται στη συμμετοχή στη δίκαιη αποζημίωση των εμπόρων και –μέσω αυτών– των αγοραστών εξοπλισμού, συσκευών και υποθεμάτων που συνδέονται με την ψηφιακή αναπαραγωγή. Βλ. επίσης Carbajo Cascón, F., όπ.π. (υποσημείωση 49), σ. 26, ο οποίος επισημαίνει ότι οι υποχρεούμενοι σε καταβολή κατασκευαστές, εισαγωγείς και έμποροι κατά κανόνα μετακυλίουν το εν λόγω τέλος μέσω του τιμήματος στους αγοραστές, φροντίζοντας έτσι για την εξισορρόπηση των συμφερόντων των δημιουργών και των χρηστών. Ομοίως και Bércovitz Rodríguez-Cano, R., «Compensación equitativa por copia privada», AranzadiCivil, αριθ. 16/2007, σ. 2, και του ιδίου, όπ.π. (υποσημείωση 16), σ. 1.


54 – Βλ. σ. 11, σημείο 26 του υπομνήματος της Γερμανικής Κυβερνήσεως.


55 – Ομοίως Carbajo Cascón, F., όπ.π. (υποσημείωση 49), σ. 31, ο οποίος θεωρεί ότι η αναπαραγωγή προστατευόμενων αντικειμένων με παράνομο τρόπο (παραδείγματος χάριν με την online μουσική πειρατεία) δεν συνιστά «ιδιωτική αντιγραφή» κατά την έννοια της ισπανικής ρυθμίσεως του άρθρου 31, παράγραφος 2, TRLPI. Παραπέμπει συναφώς στο σαφές γράμμα της ρυθμίσεως [«(…) a partir de obras a las que haya accedido legalmente ( …)»].


56 – Ο Philapitsch, F., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 91, υποστηρίζει ότι η κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 «δίκαιη αποζημίωση» προβλέπεται μόνο για τη νόμιμη ιδιωτική αναπαραγωγή, όπως αυτή περιγράφεται στην οδηγία. Η ζημία που προκαλείται από την παράνομη αναπαραγωγή υπό ευρεία έννοια δεν πρέπει να αντισταθμίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και έτσι δεν αποτελεί αποδεκτό κριτήριο για την κατάρτιση πινάκων αμοιβών.


57 – Ομοίως Hugenholtz, B., Guibault, L., van Geffen, S., όπ.π. (υποσημείωση 16), σ. 32, οι οποίοι θεωρούν ότι οι πράξεις αναπαραγωγής οι οποίες βαίνουν πέραν της ιδιωτικής χρήσεως (παραδείγματος χάριν η μουσική πειρατεία), δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως.


58 – Ο Philapitsch, F., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 90, κάνει λόγο, σε σχέση με την εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 για «αμοιβή αναπαραγωγής». Ο Carbajo Cascón, F., όπ.π. (υποσημείωση 49), σ. 26, κάνει λόγο, σε σχέση με την ιδιωτική αντιγραφή, για «σχέδιο αμοιβής».


59 – Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, στο οποίο εμπίπτει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου θεμελιώδες δικαίωμα το οποία προστατεύεται στην κοινοτική έννομη τάξη ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (βλ. συναφώς αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑479/04, Laserdisken, Συλλογή 2006, σ. I‑8089, σκέψη 65, και της 29ης Ιανουαρίου 2008, C‑275/06, Promusicae, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 62). Και η ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 αναφέρει ότι η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.


60 – Ομοίως και Ullrich, J. N., όπ.π. (υποσημείωση 13), σ. 291. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, αναφέροντας τη «ζημία» ως κριτήριο, θέλησε να λάβει υπόψη του την αγγλοσαξονική νομική παράδοση, η οποία προσδίδει στη ζημία που προκαλείται από την ιδιωτική αντιγραφή κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο της αποφάσεως περί του ύψους της χορηγούμενης χρηματικής αποζημιώσεως. Επειδή αντιθέτως το ηπειρωτικό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας δεν δέχεται τη σπουδαιότητα της ζημίας για τον καθορισμό εύλογης αμοιβής, ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε να εναρμονίσει τις δύο νομικές παραδόσεις, καθόσον η οδηγία επιτρέπει μεν τον προσανατολισμό βάσει της ζημίας ή της βλάβης, αλλά δεν τις καθιστά υποχρεωτικά κριτήρια. Η τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη αναγνωρίζει ως γενικώς δεσμευτικό μόνο το εξής: Εφόσον εξαιτίας της ιδιωτικής αντιγραφής για την οποία έχει προβλεφθεί εξαίρεση ο δικαιούχος υφίσταται ζημία υπερβαίνουσα τα όρια της ασήμαντης ζημίας, πρέπει σύμφωνα με όλες τις νομικές παραδόσεις να προβλέπεται γι’ αυτόν χρηματική αποζημίωση.


61 – Βλ. σημείο 35 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano της 26ης Σεπτεμβρίου 2002 στην υπόθεση C‑245/00, SENA, Συλλογή 2003, σ. I‑1251.


62 – Και ο Lehmann, M., HandbuchdesUrheberrechts (επιμέλεια Ulrich Loewenheim), πρώτη έκδοση, Μόναχο 2003, σ. 878, σημείο 46, δέχεται ότι το ζήτημα πώς πρέπει να υπολογιστεί και να οργανωθεί συγκεκριμένα η «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση των κρατών μελών.


63 – Βλ. Dreier, T., «Die Umsetzung der Urheberrechtsrichtlinie 2001/29/EG in deutsches Recht», ZeitschriftfürUrheber- undMedienrecht, 2002, σ. 28, σύμφωνα με τον οποίο η οδηγία 2001/29 ως εκ της φύσεώς της είναι δεσμευτική μόνο ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και αφήνει στη διακριτική εξουσία των κρατών μελών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Συναφώς, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η οδηγία αφήνει στον εθνικό νομοθέτη ένα σημαντικό, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιθώριο χειρισμών, υπενθυμίζοντας ότι, εκ των εικοσιενός συνολικά περιοριστικών διατάξεων, οι είκοσι είναι προαιρετικές. Ο Carbajo Cascón, F., όπ.π. (υποσημείωση 49), σ. 26, παραπονείται για την έλλειψη συγκεκριμένου χαρακτήρα των διατάξεων της οδηγίας, η οποία κατά την άποψή του αντιφάσκει προς τον σκοπό εναρμονίσεως. Ο Ullrich, J. N., όπ.π. (υποσημείωση 13), σ. 291, επισημαίνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης συνέταξε το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 κατόπιν διεξοδικής καταγραφής των σχετικών ρυθμίσεων στα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό διαπίστωσε ότι, εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές προέβλεπαν αποζημίωση, κατ’ ομόφωνη νομική παράδοση όλων των κρατών μελών η αποζημίωση αυτή είχε τη μορφή χρηματικού αντισταθμίσματος, το οποίο διέφερε μόνον ως προς το μορφή, τις λεπτομέρειες καταβολής και το ύψος του. Κατά τον εν λόγω συγγραφέα, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να παγιώσει αυτόν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ενώ τα κράτη μέλη θα εξακολουθούσαν να ρυθμίζουν τη μορφή και τις λεπτομέρειες της πληρωμής. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως επιχείρημα το γράμμα της δεύτερης περιόδου της τριακοστής πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως.


64 – Ο όρος «Ziel[σκοπός]» στην απόδοση του άρθρου 249, παράγραφος 3, ΕΚ στα γερμανικά γίνεται αντιληπτός και στη γερμανόφωνη θεωρία υπό την έννοια ενός προκαθοριζόμενου από την οδηγία «αποτελέσματος». Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από τη διατύπωση άλλων γλωσσικών αποδόσεων («résultat», «result», «resultado», «risultato», «resultaat»). Τα κράτη μέλη οφείλουν επομένως να εξασφαλίσουν το επιθυμητό από την οδηγία νομικό καθεστώς (βλ. συναφώς Schroeder, W., EUV/EGV – Kommentar [επιμέλεια Rudolf Streinz], Μόναχο 2003, άρθρο 249 ΕΚ, σημείο 77, σ. 2178, και Biervert, B., EU-Kommentar [επιμέλεια Jürgen Schwarze], Baden-Baden 2000, άρθρο 249 ΕΚ, σημείο 25, σ. 2089). Για τον λόγο αυτό στη νομική θεωρία έχει καθιερωθεί ο γαλλικός όρος «obligation de résultat» (βλ. Lenaerts, K., Van Nuffel, P., ConstitutionalLawoftheEuropeanUnion, 2. έκδοση, Λονδίνο 2006, σημείο 17 έως 123, σ. 768).


65 – Κατά τον Häuser, M., «Pauschalvergütung und digitale Privatkopie», ComputerundRecht, 2004, σ. 830, η οδηγία καθιστά απολύτως σαφές ότι ο εθνικός νομοθέτης, εφόσον λάβει απόφαση υπέρ της ιδιωτικής αντιγραφής, υποχρεούται να παράσχει στους δικαιούχους δίκαιη αποζημίωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποσαφηνίζεται ότι ο περιορισμός της ιδιωτικής αντιγραφής και το σύστημα της υποχρεώσεως καταβολής αμοιβής συνιστούν τις δύο αναπόσπαστες μεταξύ τους πλευρές του ίδιου νομίσματος.


66 – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa (Συλλογή τόμος 1954-1964, 1251, σ. 1191), Enka (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 22), της 15ης Δεκεμβρίου 1993, C‑292/92, Hünermund (Συλλογή 1993, σ. I‑6787, σκέψη 8), της 29ης Νοεμβρίου 2001, C‑17/00, De Coster (Συλλογή 2001, σ. I‑9445, σκέψη 23), και της 16ης Ιανουαρίου 2003, C‑265/01, Pansard κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑683, σκέψη 18).


67 – Βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων.


68 – Απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29).


69 – Όπ.π., σκέψεις 37, 38 και 43 επ.


70 – Όπ.π., σκέψη 43.


71 – Βλ. σημείο 67 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέως Ε. Sharpston της 13ης Ιουλίου 2006, SGAE. Στο σημείο αυτό, η γενική εισαγγελέας παραπέμπει στις αναπτύξεις του γενικού εισαγγελέα Α. La Pergola στις προτάσεις του της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑293/98, Egeda (Συλλογή 2000, σ. I‑629, σημείο. 22), ο οποίος είχε εκθέσει τα ακόλουθα: «[Ο] ισχυρισμός [ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρουσίαση στο κοινό διότι η πραγματική λήψη του ραδιοτηλεοπτικώς μεταδιδομένου έργου εξαρτάται από μια ατομική πράξη του πελάτη] δεν συμβιβάζεται με μία από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαιώματος του δημιουργού […], σύμφωνα με την οποία ο κάτοχος του δικαιώματος αμείβεται όχι για την πραγματική απόλαυση του έργου, αλλά απλώς για τη νομική δυνατότητα αυτής της απολαύσεως. Ας σκεφθούμε, π.χ., την περίπτωση του εκδότη που υποχρεούται να καταβάλει στον συγγραφέα τις συμφωνημένες αμοιβές ανά πωλούμενο αντίτυπο ενός μυθιστορήματος, ανεξαρτήτως αν τα αντίτυπα αυτά θα διαβαστούν πράγματι από τους αγοραστές. Κατ' απολύτως ανάλογο τρόπο, ένα ξενοδοχείο που είναι υπεύθυνο για την εσωτερική καλωδιακή - ταυτόχρονη, πλήρη και μη αλλοιωμένη - διανομή μιας αρχικής εκπομπής μεταδιδομένης μέσω δορυφόρου δεν μπορεί να αρνηθεί να καταβάλει στον δημιουργό την αμοιβή που δικαιούται, υποστηρίζοντας ότι οι δυνητικοί τηλεθεατές που έχουν πρόσβαση στις τηλεοπτικές συσκευές που είναι εγκατεστημένες στα δωμάτια δεν έχουν πράγματι παρακολουθήσει το ραδιοτηλεοπτικώς μεταδιδόμενο έργο.»


72 – Βλ. συναφώς την έκθεση της Επιτροπής «Fair compensation for acts of private copying» της 14ης Φεβρουαρίου 2008, που είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο (http://ec.europa.eu/internal_market/copyright/docs/levy_reform/background_en.pdf). Στην έκθεση αυτή το τέλος για την ιδιωτική παραγωγή αντιγράφου ορίζεται ως είδος αποζημιώσεως για τον δικαιούχο, που βασίζεται στον συλλογισμό ότι η πράξη της παραγωγής του ιδιωτικού αντιγράφου δεν μπορεί για πρακτικούς λόγους να εξαρτάται από τη χορήγηση αδείας και κατά συνέπεια προξενεί στον δικαιούχο οικονομική βλάβη. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι το σύστημα του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής έχει εισαχθεί στο επίπεδο των κρατών μελών για τον λόγο ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να εποπτεύεται αποτελεσματικά και, ενδεχομένως, να επιτρέπεται η αναπαραγωγή έργων για ιδιωτική χρήση.


73 – Ομοίως και Geerlings, J., «Das Urheberrecht in der Informationsgesellschaft und pauschale Geräteabgaben im Lichte verfassungs- und europarechtlicher Vorgaben», GewerblicherRechtsschutzundUrheberrecht, 2004, τεύχος 3, σ. 208, ο οποίος εξετάζει το υφιστάμενο στη Γερμανία ήδη από το 1965 (άρθρο 53, παράγραφος 5, του παλαιού κειμένου του Urheberrechtsgesetz [νόμου περί προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού] / άρθρα 54 και 54a του νέου κειμένου του Urheberrechtsgesetz) σύστημα κατ’ αποκοπήν επιβολής τελών, που εμφανίζει από την άποψη αυτή ομοιότητες με το ισπανικό σύστημα. Το γερμανικό σύστημα βασίζεται επίσης στον συλλογισμό ότι δεν είναι εφικτή η απευθείας είσπραξη τέλους από τον χρήστη, με συνέπεια το έναυσμα για την είσπραξη του τέλους αυτού να μη δίνεται από την πράξη αναπαραγωγής, αλλά από την εκποίηση των συσκευών που παρέχουν δυνατότητα ιδιωτικής αντιγραφής.


74 – Βλ. σημείο 76 των παρουσών προτάσεων.


75 – Βλ. σ. 19, σημείο 44, του υπομνήματος της Ισπανικής Κυβερνήσεως.


76 – Βλ. Bercovitz Rodríguez-Cano, R. όπ.π. (υποσημείωση 16), σ. 2, κατά την άποψη του οποίου το άρθρο 25 TRLPI στηρίζει την επιβολή του τέλους σε μαχητό τεκμήριο iuris tantum, σύμφωνα με το οποίο οι συσκευές και τα μέσα αποθήκευσης που αγοράζονται είναι προορισμένα για την ιδιωτική αντιγραφή.


77 – Τούτο δέχεται και η Επιτροπή στην έκθεσή της «Fair compensation for acts of private copying» της 14ης Φεβρουαρίου 2008, παραπέμποντας στις δηλώσεις διαφόρων οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 72), σημείο 4.2, σ. 12.


78 – Η τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη αναφέρει τα εξής: «κατά τον καθορισμό της μορφής, των λεπτομερειών καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους αυτής της δίκαιης αποζημίωσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες κάθε περίπτωσης».


79 – Βλ. Plaza Penadés, J., όπ.π. (υποσημείωση 16), σ. 152, κατά την άποψη του οποίου η ρύθμιση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν καταλαμβάνει τη δημιουργία αντιγράφου από φυσικό πρόσωπο για χρήση από νομικό πρόσωπο (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου), εφόσον τούτο σημαίνει ότι το αντίγραφο θα χρησιμοποιηθεί από περισσότερα πρόσωπα. Απεναντίας, ο συγγραφέας προφανώς φρονεί ότι και ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να κάνει χρήση της ρυθμίσεως περί ιδιωτικής αντιγραφής, υπό την προϋπόθεση ότι το αντίγραφο χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για ιδιωτική χρήση του νομικού προσώπου.


80 – Βλ. Plaza Penadés, J., όπ.π. (υποσημείωση 16), σ. 152, ο οποίος δεν θεωρεί ότι η χρήση της εν λόγω φωτοτυπίας από νομικό πρόσωπο για εμπορικούς σκοπούς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.


81 – Βλ. στο πλαίσιο αυτό την από 19 Σεπτεμβρίου 2007 απάντηση του επιτρόπου εσωτερικής αγοράς και υπηρεσιών Ch. McCreevy στη γραπτή ερώτηση του ευρωβουλευτή Romeva i Rueda της 5ης Ιουνίου 2007 σχετικά με την επιβολή τελών πνευματικής ιδιοκτησίας σε ψηφιακούς υλικούς φορείς στην Ισπανία (E-2864/07). Με την απάντηση αυτή, το ως άνω μέλος της Επιτροπής εκφράζει την άποψη του εν λόγω θεσμικού οργάνου ότι μόνον οι συσκευές και ο εξοπλισμός που είναι κατάλληλα για την ιδιωτική αντιγραφή και χρησιμοποιούνται πράγματι γι’ αυτόν τον σκοπό μπορούν να βαρύνονται με τέλη. Η Επιτροπή υποστηρίζει επιπλέον ότι ο χρησιμοποιούμενος για εμπορικούς σκοπούς εξοπλισμός (παραδείγματος χάριν σε επιχειρήσεις ή αρχές) δεν πρέπει να βαρύνεται με τέλη, διότι τούτο θα σήμαινε σαφή υπέρβαση της κατά την έννοια της οδηγίας αναγκαίας αποζημιώσεως για επιτρεπόμενες ενέργειες (ήτοι για την ιδιωτική αντιγραφή).


82 – Ομοίως Herrnfeld, H.-H., EU-Kommentar (επιμέλεια Jürgen Schwarze), 2η έκδοση, Baden-Baden 2009, άρθρο 94, σ. 1127, σημείο 42.


83 – Βλ. αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1993, C‑11/92, Gallagher (Συλλογή 1993, σ. I‑3545, σκέψεις 11 επ.), και της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑323/93, Crespelle (Συλλογή 1994, σ. I‑5077, σκέψεις 33 επ.).


84 – Βλ. σημεία 75 έως 78 των παρουσών προτάσεων.


85 – Ένα τέτοιο τέλος που δεν συνδέεται με την κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 αποζημίωση για την ιδιωτική αντιγραφή, το οποίο πιθανώς δεν θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/29, δεν θα έθιγε τη νομοθετική αρμοδιότητα των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη άλλων περιορισμών του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, C‑285/08, Moteurs Leroy Somer, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31).


86 – Βλ. σημείο 94 των παρουσών προτάσεων.