Language of document : ECLI:EU:C:2010:48

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 28ης Ιανουαρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑511/08

Verbraucherzentrale Nordrhein-Westfalen eV

κατά

Heinrich Heine GmbH

[αίτηση του Bundesgerichtshof (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 97/7/EK – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις εξ αποστάσεως – Δικαίωμα υπαναχωρήσεως – Επιβάρυνση του καταναλωτή με τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος»





I –    Εισαγωγή

1.        Με την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υποβλήθηκε με διάταξη της 1ης Οκτωβρίου 2008, το Bundesgerichtshof (ανώτατο δικαστήριο) (Γερμανία) ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (2).

2.        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ της Verbraucherzentrale Nordrhein-Westfalen eV (στο εξής: ενάγουσα της κύριας δίκης) και της Handelsgesellschaft Heinrich Heine GmbH (στο εξής: εναγομένη της κύριας δίκης), στο πλαίσιο της οποίας η ενάγουσα της κύριας δίκης ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη της κύριας δίκης να παύσει να επιβαρύνει τους καταναλωτές, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, με τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Το κοινοτικό δίκαιο

3.        Η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7 ορίζει τα εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι ο καταναλωτής δεν έχει τη δυνατότητα στην πραγματικότητα να δει το προϊόν ή να λάβει γνώση των χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πριν από τη σύναψη της συμβάσεως· ότι θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί, εκτός εάν η παρούσα οδηγία ορίζει άλλως, δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση· ότι, για να μην είναι το δικαίωμα αυτό απλώς τυπικό, το κόστος που τυχόν επωμίζεται ο καταναλωτής κατά την άσκησή του θα πρέπει να περιορίζεται στο άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών· ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ισχύει υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του καταναλωτή δυνάμει των εθνικών νομοθεσιών για την παραλαβή, μεταξύ άλλων, προϊόντων και υπηρεσιών που έχουν υποστεί ζημία ή δεν ανταποκρίνονται στην περιγραφή της προσφοράς των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών· ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις λοιπές διατυπώσεις και όρους που διέπουν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως».

4.        Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα υπαναχωρήσεως», ορίζει τα εξής:

«1.   Για κάθε εξ αποστάσεως σύμβαση, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία τουλάχιστον επτά εργάσιμων ημερών για να υπαναχωρήσει αζημίως και χωρίς να δηλώσει την αιτία. Το μόνο κόστος που ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών.

[…]

2.     Όταν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ασκήθηκε από τον καταναλωτή, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή ποσά, χωρίς επιβάρυνση. Η μόνη ενδεχόμενη επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών. Η επιστροφή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει, εντός τριάντα ημερών.»

5.        Το άρθρο 14 της οδηγίας 97/7, υπό τον τίτλο «Ρήτρα στοιχειώδους προστασίας», ορίζει:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν ή διατηρήσουν, στον τομέα ο οποίος διέπεται από την παρούσα οδηγία, πλέον αυστηρές διατάξεις συνάδουσες προς τη συνθήκη, προκειμένου να διασφαλίσουν ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνουν, ενδεχομένως, την απαγόρευση, για λόγους γενικού συμφέροντος, της εμπορίας στο έδαφός τους, μέσω συμβάσεων εξ αποστάσεως, ορισμένων αγαθών ή υπηρεσιών, ιδίως φαρμάκων, τηρουμένης δεόντως της συνθήκης.»

 Το εθνικό δίκαιο

6.        Το άρθρο 312d του γερμανικού αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: BGB), υπό τον τίτλο «Δικαίωμα υπαναχωρήσεως και αποζημιώσεως στις εξ αποστάσεως συναφθείσες συμβάσεις», ορίζει τα εξής:

«1.   Ο καταναλωτής που συνάπτει εξ αποστάσεως σύμβαση δικαιούται να υπαναχωρήσει από αυτήν κατά τις διατάξεις του άρθρου 355. Όταν η σύμβαση έχει ως αντικείμενο την προμήθεια αγαθών, αντί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, έχει το κατά το άρθρο 356 δικαίωμα να επιστρέψει τα αγαθά που αγόρασε.

2.     Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 355, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν άρχεται προ της εκπληρώσεως των σχετικών με την ενημέρωση υποχρεώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο 312c, παράγραφος 2· σε περίπτωση παραδόσεως των εμπορευμάτων, προ της ημερομηνίας παραλαβής τους από τον αποδέκτη· σε περίπτωση επαναλαμβανόμενων παραδόσεων εμπορευμάτων της ίδιας φύσεως, προ της ημερομηνίας πραγματοποιήσεως της πρώτης μερικής παραδόσεως και σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών, προ της ημερομηνίας συνάψεως της συμβάσεως.»

7.        Το άρθρο 346, παράγραφοι 1 έως 3, του BGB, υπό τον τίτλο «Αποτελέσματα της λύσεως της συμβάσεως», έχει ως εξής:

«1.   Εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ασκήσει δικαίωμα υπαναχωρήσεως, συμβατικό ή εκ του νόμου, οι ληφθείσες παροχές και οι καρποί πρέπει, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως, να επιστραφούν.

2.     Αντί της επιστροφής ή της αποδόσεως, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση εάν:

1)      η επιστροφή ή η απόδοση αποκλείονται λόγω της φύσεως του αγαθού·

2)      το παραδοθέν αγαθό καταστράφηκε, παραχωρήθηκε, εκποιήθηκε, μεταποιήθηκε ή μεταπλάσθηκε,

3)      το παραδοθέν αγαθό χειροτέρεψε ή απωλέσθηκε· η φθορά που οφείλεται στη συνήθη χρήση δεν λαμβάνεται υπόψη.

Εάν η σύμβαση προβλέπει αντιπαροχή, αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως· εάν η αποζημίωση οφείλεται για το αντλούμενο από δάνειο όφελος, επιτρέπεται η απόδειξη ότι η αξία του οφέλους ήταν μικρότερη.

3.     Η αποζημίωση αποκλείεται:

1)      εάν το ελάττωμα που δικαιολογεί τη λύση εμφανίστηκε μόνον κατά το στάδιο της μεταποιήσεως ή της μεταπλάσεως του αγαθού,

2)      στον βαθμό που ο δανειστής ευθύνεται για τη χειροτέρευση ή την απώλεια, ή εάν η ζημία επήλθε στα χέρια του,

3)      εάν, σε περίπτωση εκ του νόμου διαλυτικής αιρέσεως, η χειροτέρευση ή η απώλεια επήλθε στα χέρια του ενδιαφερομένου, μολονότι αυτός κατέβαλε την ίδια επιμέλεια που δείχνει συνήθως στις δικές του υποθέσεις.

Ο αποκτηθείς πλουτισμός πρέπει να αποδοθεί.»

8.        Το άρθρο 347, παράγραφος 2, του BGB, υπό τον τίτλο «Χρήση κατόπιν της λύσεως», ορίζει τα εξής:

«2.   Εάν ο οφειλέτης αποδώσει το πράγμα ή καταβάλει αποζημίωση ή όταν η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως αποκλείεται σύμφωνα με το άρθρο 346, παράγραφος 3, σημείο 1 ή 2, οι αναγκαίες δαπάνες που πραγματοποίησε ο οφειλέτης επιστρέφονται σε αυτόν. Κάθε άλλη δαπάνη αποδίδεται στο μέτρο που συνέβαλε στο να καταστεί ο δανειστής πλουσιότερος.»

9.        Το άρθρο 355 του BGB, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα υπαναχωρήσεως στις καταναλωτικές συμβάσεις», ορίζει τα εξής:

«1.   Όταν ο νόμος παρέχει στον καταναλωτή το δικαίωμα υπαναχωρήσεως συμφώνως προς τη διάταξη αυτή, αυτός δεν δεσμεύεται πλέον από τη δήλωση βουλήσεως συνάψεως της συμβάσεως, εφόσον υπαναχωρήσει εντός της σχετικής προθεσμίας. Η υπαναχώρηση δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη και γίνεται εγγράφως ή με την επιστροφή του αγαθού στον πωλητή εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, λαμβανομένης σχετικώς υπ’ όψιν της ημερομηνίας αποστολής.

2.     Η προθεσμία άρχεται από το χρόνο εγγράφου ενημερώσεως του καταναλωτή περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως κατά τρόπο σαφή και προσδιορίζοντα τα δικαιώματά του, αναλόγως των απαιτήσεων του χρησιμοποιούμενου μέσου ενημερώσεως, πρέπει δε να περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση υπαναχωρήσεως, καθώς και αναφορά στο χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας και τους κανόνες που ορίζονται στην παράγραφο 1, δεύτερη περίοδος. Εάν ο καταναλωτής ενημερωθεί μετά από τη σύναψη της συμβάσεως, η προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 1, δεύτερη περίοδος. Όταν η σύμβαση απαιτείται να συναφθεί εγγράφως, η προθεσμία άρχεται μόλις περιέλθει στον καταναλωτή αντίτυπο της συμβάσεως ή της έγγραφης παραγγελίας του καταναλωτή ή αντίγραφο του πρωτοτύπου της συμβάσεως ή της παραγγελίας. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας, το βάρος αποδείξεως το φέρει ο πωλητής.

3.     Το δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποσβέννυται το αργότερο έξι μήνες μετά από τη σύναψη της συμβάσεως. Σε περίπτωση παραδόσεως αγαθών, η προθεσμία δεν άρχεται προ της ημερομηνίας παραλαβής από τον καταναλωτή. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο πρώτο εδάφιο, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν αποσβέννυται εάν ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε δεόντως περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως· σε περίπτωση εξ αποστάσεως συμβάσεως με αντικείμενο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν αποσβέννυται, επίσης, εάν ο πωλητής δεν έχει δεόντως εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 312c, παράγραφος 2, σημείο 1, σχετικά με την ενημέρωση.»

10.      Το άρθρο 356 του BGB, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα επιστροφής στις καταναλωτικές συμβάσεις», ορίζει τα εξής:

«1.   Εφόσον επιτρέπεται ρητώς από τη νομοθεσία, το προβλεπόμενο από το άρθρο 355 δικαίωμα υπαναχωρήσεως μπορεί να αντικαθίσταται στη σύμβαση από απεριόριστο δικαίωμα επιστροφής των αγαθών όταν η σύμβαση έχει συναφθεί βάσει εντύπου πωλήσεως. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1)       ότι το έντυπο πωλήσεως περιέχει σαφείς πληροφορίες περί του δικαιώματος επιστροφής,

2)       ότι ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να λάβει πλήρη γνώση του εντύπου πωλήσεως χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία του επαγγελματία και

3)       ότι το δικαίωμα επιστροφής παραχωρήθηκε εγγράφως στον καταναλωτή.

[…]»

11.      Το άρθρο 357 του BGB, υπό τον τίτλο «Έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως και της επιστροφής των αγαθών», ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης διατάξεως, οι ρυθμίσεις που διέπουν την εκ του νόμου λύση των συμβάσεων εφαρμόζονται αναλογικώς στο δικαίωμα υπαναχωρήσεως και επιστροφής. Το άρθρο 286, παράγραφος 3, εφαρμόζεται αναλογικώς και στην περίπτωση της υποχρεώσεως επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη· η προθεσμία που τάσσει άρχεται από της δηλώσεως περί υπαναχωρήσεως ή επιστροφής του αγαθού εκ μέρους του καταναλωτή. Ειδικότερα, προκειμένου περί της υποχρεώσεως του καταναλωτή να προβεί σε επιστροφή, η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία της εκ μέρους του αποστολής της σχετικής δηλώσεως· προκειμένου περί της υποχρεώσεως επιστροφής εκ μέρους του πωλητή, η προθεσμία άρχεται από τον χρόνο κατά τον οποίο περιέρχεται σ’ αυτόν η σχετική δήλωση.

[…]

3.     Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 346, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σημείο 3, ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση χειροτερεύσεως της καταστάσεως του προϊόντος οφειλόμενης σε σύμφωνη με τις οδηγίες χρήση αυτού, υπό τον όρο ότι ενημερώθηκε εγγράφως, το αργότερο κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, περί αυτής της εκ του νόμου συνέπειας, καθώς και περί της δυνατότητας αποτροπής της. Δεν υποχρεούται να καταβάλει την εν λόγω αποζημίωση στην περίπτωση που η χειροτέρευση είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της εξετάσεως του προϊόντος. Το άρθρο 346, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, σημείο 3, δεν εφαρμόζεται όταν ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί δεόντως περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως ή δεν έχει λάβει γνώση αυτού καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο.

4.     Οι προηγούμενες παράγραφοι ορίζουν τα δικαιώματα των μερών περιοριστικώς.»

12.      Το άρθρο 448, παράγραφος 1, του BGB, υπό τον τίτλο «Έξοδα παραδόσεως και αναλογία εξόδων», ορίζει τα εξής:

«1.   Ο πωλητής βαρύνεται με τα έξοδα παραδόσεως του πράγματος· ο αγοραστής βαρύνεται με τα έξοδα παραλαβής του πράγματος και με τα έξοδα αποστολής του πράγματος σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο εκπληρώσεως.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

13.      Η εναγομένη αποτελεί εταιρία που ειδικεύεται στις πωλήσεις δι’ αλληλογραφίας. Οι γενικοί συναλλακτικοί όροι της εν λόγω εταιρίας ορίζουν ότι ο καταναλωτής βαρύνεται με το κατ’ αποκοπή ποσό των 4,95 ευρώ ως συμμετοχή στα έξοδα παραδόσεως και ότι σε περίπτωση υπαναχωρήσεως το ποσό αυτό δεν επιστρέφεται από τον προμηθευτή.

14.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης είναι ένωση καταναλωτών, η οποία έχει συσταθεί νομίμως σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο. Με αγωγή που άσκησε κατά της εναγομένης της κύριας δίκης, ζητεί να υποχρεωθεί αυτή να παύσει να επιβάλλει στους καταναλωτές τα έξοδα παραδόσεως των εμπορευμάτων σε περίπτωση υπαναχωρήσεως.

15.      Το πρωτοδίκως επιληφθέν δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας της κύριας δίκης.

16.      Η έφεση που άσκησε η εναγομένη κατά της ως άνω αποφάσεως απορρίφθηκε από το Oberlandsgericht Karlsruhe (Γερμανία).

17.      Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως («Revision»), το Bundesgerichtshof (Γερμανία) έκρινε ότι το γερμανικό δίκαιο δεν παρέχει ρητώς στον καταναλωτή αξίωση επιστροφής των εξόδων παραδόσεως του εμπορεύματος που έχει παραγγείλει σε περίπτωση υπαναχωρήσεως.

18.      Εντούτοις, σύμφωνα με το Bundesgerichtshof, εάν η οδηγία 97/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην επιβάρυνση του καταναλωτή με τα έξοδα παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, τα άρθρα 312d, παράγραφος 1, 357, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και 346, παράγραφος 1, του BGB θα πρέπει να ερμηνευθούν, συμφώνως προς την ως άνω οδηγία, υπό την έννοια ότι ο προμηθευτής πρέπει να επιστρέψει στον καταναλωτή τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος.

19.      Μολονότι μέρος της γερμανικής θεωρίας τάσσεται υπέρ μιας ευνοϊκής για τον καταναλωτή ερμηνείας της οδηγίας 97/7, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί με την απαιτούμενη βεβαιότητα εάν η εν λόγω οδηγία έχει αυτή την έννοια.

20.      Συναφώς, το Bundesgerichtshof παραθέτει διάφορα επιχειρήματα που προβάλλουν ορισμένοι συγγραφείς οι οποίοι υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη.

21.      Πρώτον, η φράση «en raison de l’exercice de son droit de rétractation» [λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως] που περιέχει η γαλλική απόδοση των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 97/7, οι οποίες ορίζουν ότι «les seuls frais qui peuvent être imputés au consommateur en raison de l’exercice de son droit de rétractation sont les frais directs de renvoi des marchandises» [το μόνο κόστος που ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών], αποτελεί ένδειξη ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνον τα έξοδα που προξενεί η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως και όχι τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κατά το χρονικό σημείο της υπαναχωρήσεως. Υπέρ της ερμηνείας αυτής θα μπορούσε να συνηγορεί το κείμενο της οδηγίας 97/7 στις λοιπές γλώσσες εργασίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

22.      Δεύτερον, το άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/7, μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα του προμηθευτή να αντιτάξει, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, δικές του αξιώσεις προκειμένου να αποζημιωθεί για τις παροχές στις οποίες προέβη προς τον καταναλωτή και οι οποίες δεν μπορούν να επιστραφούν λόγω της φύσεώς τους. Επομένως, η αντίληψη ότι η παράδοση αποτελεί παροχή του προμηθευτή, για την οποία ο καταναλωτής οφείλει αποζημίωση ίση με το ύψος των εξόδων παραδόσεως, και ότι επομένως η υποχρέωση του προμηθευτή να επιστρέψει τα καταβληθέντα ποσά μειώνεται κατά το ποσό των εξόδων παραδόσεως είναι συμβατή με το εν λόγω άρθρο της οδηγίας.

23.      Τρίτον, δεν είναι βέβαιο ότι ο σκοπός προστασίας του καταναλωτή που εκφράζεται με τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7 επιτάσσει επίσης την επιστροφή των εξόδων παραδόσεως. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο μιας συνήθους αγοράς, ο καταναλωτής θα βαρυνόταν ούτως ή άλλως με τα έξοδα μετακινήσεώς του στους χώρους πωλήσεως και θα δαπανούσε επιπλέον τον αναγκαίο χρόνο για τη μετακίνησή του.

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο], δεύτερη περίοδος, και παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7 [...] έχουν την έννοια ότι προσκρούει στις διατάξεις αυτές η εθνική ρύθμιση κατά την οποία τα έξοδα παραδόσεως των εμπορευμάτων βαρύνουν τον καταναλωτή ακόμη και στην περίπτωση που έχει υπαναχωρήσει από τη σύμβαση;»

25.      Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ενάγουσα της κύριας δίκης, η Γερμανική, η Ισπανική, η Αυστριακή και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επίσης, οι εν λόγω καταθέσαντες παρατηρήσεις αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2009, με εξαίρεση την Ισπανική, την Αυστριακή και την Πορτογαλική Κυβέρνηση, οι οποίες δεν παρέστησαν.

IV – Ανάλυση

26.      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος, στο πλαίσιο εξ αποστάσεως συμβάσεως, επιβαρύνουν τον καταναλωτή στην περίπτωση που αυτός έχει ασκήσει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

27.      Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξ αποστάσεως συμβάσεις έχουν δυο βασικά στοιχεία. Το πρώτο καθοριστικό στοιχείο συνδέεται με το γεγονός ότι δεν υπάρχει ταυτόχρονη φυσική παρουσία των δυο συμβαλλομένων μερών –του προμηθευτή και του καταναλωτή– κατά την προετοιμασία των εξ αποστάσεως συμβάσεων και κατά το χρονικό σημείο της συνάψεως αυτών. Το δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο έγκειται στο γεγονός ότι οι συναφείς ενέργειες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ενός συστήματος εξ αποστάσεως πωλήσεως ή παροχής υπηρεσιών το οποίο οργανώνει ο προμηθευτής χρησιμοποιώντας αποκλειστικώς μέσα τηλεπικοινωνίας  (3).

28.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, για την υπαγωγή μιας συμβάσεως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/7, αμφότερα τα ως άνω καθοριστικά στοιχεία πρέπει κατ’ ανάγκην να συντρέχουν κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως (4). Εντούτοις, η εκτέλεση μιας τέτοιας συμβάσεως, ιδίως όταν πρόκειται για πώληση δι’ αλληλογραφίας, όπως εν προκειμένω, προϋποθέτει απαραιτήτως την αποστολή των εμπορευμάτων στους καταναλωτές. Η παράμετρος αυτή πρέπει ενδεχομένως να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση του καταλογισμού των εξόδων παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως.

29.      Για την εκτίμηση αυτή, απαιτείται να διευκρινιστεί εάν τα έξοδα παραδόσεως υπάγονται στην έννοια των «εξόδων» του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7. Συνεπώς, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν στην έννοια αυτή των εξόδων πρέπει να δοθεί ευρεία ερμηνεία, όπως υποστηρίζουν η ενάγουσα της κύριας δίκης, η Ισπανική, η Αυστριακή και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ή, αντιθέτως, στενή ερμηνεία, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί, όχι μόνον με βάση τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, αλλά επίσης υπό το πρίσμα του σκοπού αυτής.

30.      Κατ’ αρχάς πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την ανάγκη της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου προκύπτει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της, πρέπει κανονικά να δίδεται, σε όλη την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αυτοτελής ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τα συμφραζόμενα της διατάξεως και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση (5).

31.      Όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 97/7 έννοια των εξόδων, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω οδηγία δεν παρέχει ρητό ορισμό ούτε της έννοιας των εξόδων, ούτε της έννοιας των εξόδων παραδόσεως (6).

32.      Όσον αφορά το περιεχόμενο των κρίσιμων διατάξεων, η πρώτη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 97/7 παρέχει στον καταναλωτή ένα ευρύτατο δικαίωμα υπαναχωρήσεως, το οποίο αυτός μπορεί να ασκεί ελεύθερα, ορίζοντας ότι ο καταναλωτής μπορεί να υπαναχωρεί «αζημίως και χωρίς να δηλώσει την αιτία». Η δεύτερη περίοδος του ίδιου άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχει αρνητικές συνέπειες για τον καταναλωτή, τονίζοντας ότι το μόνο κόστος που ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών. Η έκφραση «το μόνο κόστος» επιτάσσει τη στενή ερμηνεία της διατάξεως, υπό την έννοια ότι η εξαίρεση αυτή είναι η μοναδική που επιτρέπεται.

33.      Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/7, προβλέπει την υποχρέωση του προμηθευτή να επιστρέφει, «χωρίς καμία επιβάρυνση», «τα καταβληθέντα [από τον καταναλωτή] ποσά», σε περίπτωση υπαναχωρήσεως του τελευταίου. Καθιερώνοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της «ολοσχερούς επιστροφής» των καταβληθέντων από τον καταναλωτή ποσών, χωρίς ο προμηθευτής να μπορεί να παρακρατήσει ή να χρεώσει οιοδήποτε ποσό στον καταναλωτή, η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει την αρχή που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο 6, παράγραφος 1, σύμφωνα με την οποία η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν πρέπει κατ’ αρχήν να συνεπάγεται καμία κύρωση ή οικονομική επιβάρυνση για τον καταναλωτή.

34.      Κατά συνέπεια, η έκφραση «καταβληθέντα ποσά» που χρησιμοποιείται στην παράγραφο αυτή δεν περιλαμβάνει μόνον το τίμημα για την αγορά του εμπορεύματος ή την αμοιβή της παρασχεθείσας υπηρεσίας, αλλά επίσης τα ποσά που κατέβαλε ο καταναλωτής στον προμηθευτή σε σχέση με τη σύναψη ή με την εκτέλεση της εξ αποστάσεως συμβάσεως, περιλαμβανομένων των εξόδων παραδόσεως.

35.      Όσον αφορά στις παρατηρήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως, ότι μόνον το τίμημα του εμπορεύματος ή της υπηρεσίας, καθόσον αυτό αποτελεί αντιπαροχή του καταναλωτή για την κύρια παροχή του προμηθευτή, καλύπτεται από την έκφραση «καταβληθέντα ποσά», επισημαίνεται ότι στο άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/7 η εν λόγω έκφραση χρησιμοποιείται προδήλως στον πληθυντικό αριθμό (7). Το επιχείρημα ότι η χρήση πληθυντικού αριθμού οφείλεται στη δυνατότητα καταβολής του τιμήματος του εμπορεύματος όχι μόνον εφάπαξ, αλλά και σε πλείονες δόσεις δεν είναι προφανώς πειστικό, διότι αγνοεί ότι, έστω και όταν καταβάλλονται πλείονες δόσεις, όλες οι καταβολές είναι της ίδιας νομικής φύσεως, εκάστη δε εξ αυτών εμπίπτει στην έννοια του τιμήματος.

36.      Το ευρύ περιεχόμενο της εκφράσεως «καταβληθέντα ποσά» επιβεβαιώνει επίσης η συστηματική ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η οδηγία αυτή χρησιμοποιεί ρητώς την έννοια του τιμήματος σε πλείονες διατάξεις, όπως, μεταξύ άλλων, σε σχέση με την υποχρέωση παροχής πληροφοριών (άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄), στο πλαίσιο των εξαιρέσεων από το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως (άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση) και όσον αφορά τα αποτελέσματα της καταγγελίας της εξ αποστάσεως συμβάσεως επί της πιστωτικής συμβάσεως (άρθρο 6, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση). Αντιθέτως, στο άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/7, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν επαναλαμβάνει την έννοια του τιμήματος, αλλά χρησιμοποιεί την αναμφιβόλως ευρύτερη έκφραση «καταβληθέντα ποσά».

37.      Συνεπώς, δεν συντρέχει κανένας λόγος ο οποίος να δικαιολογεί τη θέση ότι με την έκφραση «καταβληθέντα ποσά» νοείται απλώς και μόνον το τίμημα του εμπορεύματος ή της υπηρεσίας, ώστε να αποκλείεται κατ’ ανάγκην η υποχρέωση επιστροφής των λοιπών συμβατικών εξόδων που κατέβαλε ο καταναλωτής στον προμηθευτή σε σχέση με εξ αποστάσεως σύμβαση.

38.      Η δεύτερη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της ως άνω διαπιστώσεως και της αρχής της «ολοσχερούς επιστροφής και χωρίς επιβάρυνση» που προβλέπει η πρώτη περίοδος, του ίδιου άρθρου 6, παράγραφος 2. Η δεύτερη αυτή περίοδος καθιερώνει τη μοναδική εξαίρεση από την εφαρμογή της ως άνω αρχής, τονίζοντας ότι το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών αποτελεί τη μόνη ενδεχόμενη επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως.

39.      Περαιτέρω, η χρήση των εκφράσεων «χωρίς επιβάρυνση», στην πρώτη περίοδο, και «η μόνη ενδεχόμενη επιβάρυνση», στη δεύτερη περίοδο, συνηγορεί επίσης υπέρ της ευρείας ερμηνείας της έννοιας των εξόδων και, συνεπώς, υπέρ της θέσεως ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε τη βούληση να ρυθμίσει τις νομικές και οικονομικές συνέπειες της υπαναχωρήσεως επί όλων των εξόδων τα οποία συνδέονται με την κατάρτιση ή την εκτέλεση μιας εξ αποστάσεως συμβάσεως.

40.      Όσον αφορά τον όρο «λόγω» που εμφανίζεται τόσο στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 97/7 όσο και στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι οποίες προβλέπουν ότι η μόνη ενδεχόμενη επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Γερμανικής Κυβερνήσεως, ο όρος αυτός υποδηλώνει ότι το εν λόγω άρθρο 6 ρυθμίζει μόνον ένα μέρος των εξόδων που ενδέχεται να προκύψουν, ειδικότερα των εξόδων που συνδέονται αιτιωδώς με την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως. Επομένως, σύμφωνα με τη θέση αυτή, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να ρυθμίσει όλα τα συμβατικά έξοδα, αλλά μόνον τα έξοδα που προκαλεί η υπαναχώρηση.

41.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόδοση των δύο αυτών περιόδων στις διάφορες γλώσσες εργασίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρουσιάζει σημαντική απόκλιση. Μολονότι στο γερμανικό, αγγλικό και γαλλικό κείμενο οι χρησιμοποιούμενοι όροι υποδηλώνουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ο οποίος προκύπτει από την έκφραση «en raison de» [λόγω] (8), εντούτοις ούτε το ισπανικό, ούτε το ιταλικό κείμενο πράττουν το ίδιο, αλλά αναφέρονται απλώς στον καταναλωτή ο οποίος ασκεί (9) το δικαίωμα υπαναχωρήσεως (10).

42.      Υπό το πρίσμα της ως άνω διαπιστώσεως, επιβάλλεται η εφαρμογή της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, όταν υφίσταται διάσταση μεταξύ των αποδόσεων μιας κοινοτικής διατάξεως στις διάφορες γλώσσες εργασίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με το σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (11).

43.      Συναφώς, στην παρούσα περίπτωση μπορεί να ληφθεί ως βάση η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7 σύμφωνα με την οποία «το κόστος που τυχόν επωμίζεται ο καταναλωτής κατά την άσκηση [του δικαιώματος υπαναχωρήσεως] θα πρέπει να περιορίζεται στο άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών» (12). Το γεγονός ότι η έκφραση «κατά την άσκηση» χρησιμοποιείται στις ίδιες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 97/7 με εκείνες στις οποίες απαντάται η χρήση του όρου «λόγω» στο άρθρο 6 της ως άνω οδηγίας έχει ιδιαίτερη σημασία. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Messner, αναφερόμενο επίσης στην προαναφερθείσα δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη, η θεσπιζόμενη με το άρθρο 6 της οδηγίας 97/7 απαγόρευση επιβολής στον καταναλωτή εξόδων άλλων εκτός από το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως «δεν είναι απλώς τυπικό» (13), δεδομένου ότι, ελλείψει της απαγορεύσεως αυτής, ο καταναλωτής ενδεχομένως θα αποθαρρυνόταν από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος (14).

44.      Όμως, εάν σκοπός του εν λόγω άρθρου 6 της οδηγίας 97/7 είναι να μην αποθαρρύνεται ο καταναλωτής από την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, η ίδια οδηγία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να επιτρέπουν, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, να βαρύνεται ο καταναλωτής με τα έξοδα παραδόσεως. Η επιβάρυνση αυτή θα συνιστούσε αναμφιβόλως μια αρνητική συνέπεια η οποία θα ήταν ικανή να αποθαρρύνει τον καταναλωτή από την άσκηση του επίμαχου δικαιώματος –και μάλιστα όχι μόνον στην περίπτωση αγοράς εμπορευμάτων χαμηλής αξίας όπου τα έξοδα παραδόσεως αντιστοιχούν σε ουσιώδες μέρος του καταβαλλόμενου από τον καταναλωτή ποσού.

45.      Επιπροσθέτως, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση Messner, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποσκοπεί στην εξισορρόπηση του μειονεκτήματος που συνεπάγεται για τον καταναλωτή η εξ αποστάσεως σύμβαση, παρέχοντάς του προθεσμία προκειμένου να εξετάσει και να δοκιμάσει το αποκτηθέν αγαθό (15).

46.      Πράγματι, στην «παραδοσιακή» σύμβαση πωλήσεως, ο καταναλωτής α) έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το πωλούμενο αντικείμενο, β) αποφασίζει αμέσως εάν θα συνάψει ή όχι τη σύμβαση και γ) εφόσον συνάψει τη σύμβαση, μπορεί ελεύθερα να επιλέξει μεταξύ διαφόρων δυνατοτήτων, ήτοι να παραλάβει ο ίδιος το αγορασθέν εμπόρευμα, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό τα έξοδα παραδόσεως, ή να αναθέσει την παράδοση σε εταιρεία της επιλογής του με το κόστος που τον συμφέρει περισσότερο. Στην εξ αποστάσεως σύμβαση, αντιθέτως, α) ο προμηθευτής αποφασίζει σχετικά με τις διατυπώσεις και τους όρους παραδόσεως, β) υπάρχει δυνατότητα υπαναχωρήσεως από τη συναφθείσα σύμβαση και γ) ο καταναλωτής επιλέγει τον τρόπο επιστροφής του εμπορεύματος.

47.      Προκειμένου να εξασφαλίζεται η βέλτιστη ισορροπία κατανομής των εξόδων, όσον αφορά την εξ αποστάσεως σύμβαση η οδηγία 97/7 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να βαρύνουν τον καταναλωτή με το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών, ήτοι με τις αρνητικές συνέπειες που ο ίδιος επιλέγει, καθώς, εάν ο καταναλωτής επιλέξει έναν τρόπο επιστροφής εξαιρετικά δαπανηρό και δυσανάλογο σε σχέση με την αξία του εμπορεύματος, δεν είναι δίκαιο να επωμιστεί ο προμηθευτής το κόστος της εν λόγω επιστροφής, δεδομένου ότι ο προμηθευτής δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την απόφαση του καταναλωτή όσον αφορά τον τρόπο πραγματοποιήσεως της συγκεκριμένης παραδόσεως.

48.      Η επιβάρυνση του προμηθευτή με τα έξοδα παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως εμπίπτει στην ίδια ως άνω συλλογιστική της δίκαιης κατανομής των εξόδων, διότι, σε περίπτωση αποστολής του εμπορεύματος στον καταναλωτή, ο προμηθευτής μπορεί ελεύθερα να επιλέξει τον τρόπο παραδόσεως, είτε αναλαμβάνοντας να αποστείλει το εμπόρευμα ο ίδιος, είτε αναθέτοντας το έργο αυτό σε μια υπεργολάβο επιχείρηση ή σε μια εταιρία που ειδικεύεται στον τομέα αυτό.

49.      Περαιτέρω, η επιβάρυνση του προμηθευτή με τα έξοδα παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως του καταναλωτή εξηγείται με βάση τους όρους της οικονομίας. Συγκεκριμένα, συνήθως, σε περίπτωση εξ αποστάσεως συμβάσεως, ο προμηθευτής δεν είναι αναγκαίο να διατηρεί ένα κατάστημα ή έναν τόπο εμπορικών συναλλαγών και, συνεπώς, εξοικονομεί τις συναφείς δαπάνες. Επομένως, η οικονομική επιβάρυνση στην οποία αντιστοιχούν για τον προμηθευτή τα έξοδα παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως –η οποία, εξάλλου, δεν ασκείται σε κάθε σύμβαση που συνάπτει ο προμηθευτής– αντισταθμίζεται από την εξοικονόμηση χρημάτων που αυτός επιτυγχάνει αποφεύγοντας τις συνδεόμενες με τη διαχείριση ενός καταστήματος δαπάνες.

50.      Συνεπεία των ανωτέρω, η ισόρροπη κατανομή των κινδύνων και των βαρών σε περίπτωση εξ αποστάσεως συμβάσεως από την οποία υπαναχωρεί ο καταναλωτής –υπέρ του οποίου η οδηγία 97/7 καθιερώνει το οικείο δικαίωμα– θα διαταρασσόταν εάν, πέραν του άμεσου κόστους της επιστροφής των αγαθών το οποίο τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν στον καταναλωτή, αυτός έπρεπε να επωμίζεται τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος.

51.      Αντιθέτως, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές οι παρατηρήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως, ότι η επιβάρυνση του προμηθευτή με τα έξοδα παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως θα συνιστούσε πλήρη αναθεώρηση της συμβατικής σχέσεως, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη αποδεκτή ανάμειξη στη σχέση μεταξύ των μερών.

52.      Η θέση αυτή δεν φαίνεται πειστική, διότι δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η οδηγία 97/7 ρυθμίζει τον καταλογισμό των εξόδων μόνον σε περίπτωση ασκήσεως δικαιώματος υπαναχωρήσεως εκ μέρους του καταναλωτή. Το γεγονός ότι ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή έξοδα παραδόσεως ουδόλως επηρεάζει τον καταλογισμό των εξόδων αυτών κατά την εκτέλεση της συμβάσεως, τον οποίο εξακολουθούν να ρυθμίζουν ελεύθερα τα κράτη μέλη και οι επιχειρηματίες.

53.      Ομοίως, δεν είναι πειστικό το επιχείρημα που προβάλλει προς στήριξη της θέσεως της η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτοντας ότι, πρώτον, η οδηγία 97/7, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να βαρύνουν τον καταναλωτή με τα έξοδα παραδόσεως, σκοπεί να εξομοιώσει τη θέση αυτού με εκείνη ενός καταναλωτή ο οποίος, προβαίνοντας σε αγορά εμπορεύματος από ένα σύνηθες κατάστημα, βαρύνεται με τα έξοδα μετακινήσεώς του προς τους χώρους του καταστήματος, και ότι, δεύτερον, δεν θα ήταν δίκαιο να επιβάλλονται στον προμηθευτή τα έξοδα παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως του καταναλωτή, όπως δεν θα ήταν αποδεκτό και να επωμίζεται ο πωλητής τα έξοδα μετακινήσεως του αγοραστή ο οποίος, εκτιμώντας ότι το εμπόρευμα που εκτίθεται στο κατάστημα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του, αποφασίζει τελικά να μην το αγοράσει.

54.      Η ως άνω θέση σχετικά με την αντιστοιχία μεταξύ των εξόδων παραδόσεως και των εξόδων μετακινήσεως πρέπει να απορριφθεί βάσει τόσο νομικών όσο και λειτουργικών εκτιμήσεων.

55.      Αφενός, μολονότι το κόστος μετακινήσεως στους χώρους του καταστήματος συνιστά, από νομικής απόψεως, κόστος συνδεόμενο με την προετοιμασία και τη σύναψη της συμβάσεως, εντούτοις τα έξοδα παραδόσεως γεννώνται πάντοτε κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως.

56.      Αφετέρου, σκοπός της μετακινήσεως του καταναλωτή είναι να έλθει σε επαφή με τον προμηθευτή, το δε κόστος που προκαλεί η μετακίνηση αυτή βαρύνει τον καταναλωτή. Συνεπεία των ως άνω χαρακτηριστικών, τα έξοδα μετακινήσεως αντιστοιχούν, από λειτουργικής απόψεως, μάλλον με τα έξοδα προσβάσεως σε ένα σύστημα τηλεπικοινωνίας, όπως, επί παραδείγματι, τα έξοδα συνδέσεως με το Διαδίκτυο. Πράγματι, μέσω της εν λόγω προσβάσεως επιδιώκεται επίσης να έλθουν σε επαφή ο προμηθευτής και ο καταναλωτής. Το δε κόστος που συνεπάγεται η πρόσβαση αυτή αναμφιβόλως βαρύνει επίσης τον καταναλωτή.

57.      Όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως και, ιδίως, την υποχρέωση αμοιβαίας αποδόσεως των παροχών, την οποία προβάλλει τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση, επιβάλλεται να εξεταστεί η δυνατότητα εφαρμογής, στην υπό κρίση περίπτωση, της νομολογίας που καθιερώθηκε με την απόφαση Schulte (16). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, αναφερόμενο στην υποχρέωση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αποφάνθηκε ότι η οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (17), δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο καταναλωτής υποχρεούται, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια, όχι μόνο να επιστρέψει τα ποσά που έλαβε δυνάμει της συμβάσεως αυτής, αλλά επιπλέον να καταβάλει στον δανειοδότη τόκους με το τρέχον επιτόκιο (18).

58.      Η νομολογία αυτή δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση σε σχέση με την επιστροφή των εξόδων παραδόσεως κατόπιν υπαναχωρήσεως από εξ αποστάσεως σύμβαση για τρεις λόγους.

59.      Πρώτον, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/577 είναι διαφορετικό από αυτό της κρίσιμης εν προκειμένω οδηγίας 97/7, δεδομένου ότι οι δυο οδηγίες αφορούν δύο είδη συμβάσεων που διαφέρουν ως προς της φύση τους και ως προς το αντικείμενό τους, ήτοι, αφενός, μια σύμβαση δανείου και, αφετέρου, μια εξ αποστάσεως σύμβαση πωλήσεως.

60.      Δεύτερον, οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης διαφέρουν από εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Schulte. Στην υπόθεση εκείνη, επρόκειτο για την αποκατάσταση των χρηματικών ωφελημάτων, ήτοι των τόκων, που άντλησε ο καταναλωτής από τη χρήση ορισμένου κεφαλαίου, ενώ, στην παρούσα υπόθεση, δεν τίθεται το ζήτημα της αποκαταστάσεως ενός τέτοιου οφέλους το οποίο αποκόμισε ο καταναλωτής, αλλά, αντιθέτως, της επιστροφής στον καταναλωτή ποσών που αυτός κατέβαλε στον προμηθευτή.

61.      Τρίτον, η προσέγγιση που εκφράζεται με το άρθρο 6 της οδηγίας 97/7 διαφοροποιείται από την ιδέα της απλής υποχρεώσεως αποδόσεως των παροχών που επιβάλλει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/577 (19). Λόγω της δυσμενούς θέσεως του καταναλωτή που συνδέεται με τις ιδιομορφίες της εξ αποστάσεως συμβάσεως, το ως άνω άρθρο καθιερώνει αυξημένη προστασία του καταναλωτή, προβλέποντας υπέρ αυτού την αξίωση ολοσχερούς επιστροφής και χωρίς επιβάρυνση των ποσών που κατέβαλε στον προμηθευτή σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, ήτοι μια αξίωση βαίνουσα πέραν της απλής επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

62.      Τέλος, δεδομένου ότι η οδηγία 97/7 έχει χαρακτήρα ελάχιστης εναρμονίσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία να ρυθμίζουν ορισμένους τομείς, όπως αυτός των συνεπειών της υπαναχωρήσεως.

63.      Ως προς τη σκέψη αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εάν και η οδηγία 97/7 επιτάσσει σήμερα μια ελάχιστη εναρμόνιση στον τομέα των εξ αποστάσεως συμβάσεων, παρά ταύτα προβλέπει με το άρθρο 14 τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν πλέον αυστηρές διατάξεις με μοναδικό σκοπό να διασφαλίζεται ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Όμως, ένας εθνικός κανόνας ο οποίος βαρύνει τον αγοραστή με τα έξοδα παραδόσεως σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, αφαιρώντας επομένως από αυτόν τη δυνατότητα να απαιτήσει την ολοσχερή επιστροφή των ποσών που κατέβαλε στον προμηθευτή, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως διάταξη που αποβλέπει να διασφαλίσει ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, όπως το προβλεπόμενο από την εν λόγω οδηγία.

64.      Επιπροσθέτως, το τελευταίο επιχείρημα που προβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση, ότι η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7, ορίζοντας ότι «εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις λοιπές διατυπώσεις και όρους που διέπουν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως», αφήνει στη διακριτή ευχέρεια των κρατών μελών τη ρύθμιση του ζητήματος του καταλογισμού των εξόδων παραδόσεως, δεν είναι, ούτε αυτό, πειστικό. Η θέση αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας περιέχει ήδη διατάξεις για την επιστροφή των εξόδων που συνδέονται με την εξ αποστάσεως σύμβαση και ότι, κατά συνέπεια, μια ρύθμιση που αφορά τον καταλογισμό των εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων παραδόσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις μη ρυθμιζόμενες από την οδηγία αυτή «λοιπές» διατυπώσεις και όρους που διέπουν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

65.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, είμαι της γνώμης ότι η δεύτερη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 97/7 και η παράγραφος 2, του ίδιου άρθρου 6, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία, στο πλαίσιο εξ αποστάσεως συμβάσεως, τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος βαρύνουν τον καταναλωτή όταν αυτός έχει ασκήσει το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

V –    Πρόταση

66.      Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof:

«Η δεύτερη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, και η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου 6 της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία, στο πλαίσιο εξ αποστάσεως συμβάσεως, τα έξοδα παραδόσεως του εμπορεύματος βαρύνουν τον καταναλωτή όταν αυτός έχει ασκήσει το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 144, σ. 19.


3 – Βλ. ένατη αιτιολογική σκέψη, καθώς και σημεία 1 και 4, του άρθρου 2 της οδηγίας 97/7.


4 – Βλ., συναφώς, Bernardeau, L., «La directive communautaire 97/7 en matière de contrats à distance», Cahiers de droit européen, τεύχη 1-2., Βρυξέλλες, 2000, σ. 122 επ.


5 – Βλ, ιδίως, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro (Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-287/98, Linster (Συλλογή 2000, σ. Ι-6917, σκέψη 43).


6 – Η έκφραση «έξοδα παραδόσεως» εμφανίζεται μόνον στο άρθρο 4 παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 97/7, το οποίο παρέχει στον καταναλωτή το δικαίωμα να έχει στη διάθεσή του, πριν από τη σύναψη της εξ αποστάσεως συμβάσεως, τις πληροφορίες που αφορούν τα έξοδα αυτά.


7 – Το γερμανικό («geleisteten Zahlungen»), αγγλικό («sums paid»), ισπανικό («sumas abonadas») και ιταλικό κείμενο («somme versate») της οδηγίας 97/7 αποδίδουν επίσης την έκφραση αυτή στον πληθυντικό αριθμό.


8 – Στο γαλλικό («en raison de»), αγγλικό («because of») και γερμανικό κείμενο («infolge») οι χρησιμοποιούμενοι όροι έχουν την ίδια έννοια.


9 – Η υπογράμμιση δική μου.


10 – Στο ισπανικό κείμενο, ούτε το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 97/7 («El único gasto que podría imputarse al consumidor es el coste directo de la devolución de las mercancías al proveedor»), ούτε το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της ίδιας οδηγίας, όπου η διατύπωση διαφέρει ελαφρώς από αυτή που χρησιμοποιείται στο προαναφερθέν άρθρο 6, παράγραφος 1, («Únicamente podrá imputarse al consumidor que ejerza el derecho de rescisión el coste directo de la devolución de las mercancías»), αναφέρονται στην ύπαρξη του εν λόγω αιτιώδους συνδέσμου. Οι διατάξεις αυτές κάνουν λόγο απλώς για τον καταναλωτή ο οποίος ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως. Στο ιταλικό κείμενο περιέχεται σε αμφότερες τις παραγράφους η ίδια διατύπωση («Le uniche spese eventualmente a carico del consumatore dovute all’esercizio del suo diritto di recesso sono le spese dirette di spedizione dei beni al mittente») χωρίς να γίνεται αναφορά στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου.


11 – Βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 14).


12 – Δεν φαίνεται να προκύπτουν συναφώς διαφορές από την αντιπαράθεση μεταξύ των κειμένων στις διάφορες γλώσσες εργασίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η γερμανική («müssen die Kosten, die, wenn überhaupt, vom Verbraucher im Fall der Ausübung des Widerrufsrechts getragen werden, auf die unmittelbaren Kosten der Rücksendung der Waren begrenzt werden»), η αγγλική («the costs, if any, borne by the consumer when exercising the right of withdrawal must be limited to the direct costs for returning the goods»), η ισπανική («los costes en que, en su caso, incurra el consumidor cuando lo ejercite deben limitarse a los costes directos de la devolución de la mercancía») και η ιταλική («che è necessario limitare ai costi diretti di spedizione dei beni al mittente gli oneri - qualora ve ne siano - derivanti al consumatore dall’esercizio del diritto di recesso») απόδοση της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψης αναφέρονται όλες απλώς στην άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, χωρίς να χρησιμοποιούν τον όρο «λόγω».


13 – Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑489/07 (Συλλογή 2009, σ. Ι-7315, σκέψη 19).


14 – Όπ.π.


15 – Σκέψη 20.


16 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, C‑350/03 (Συλλογή 2005, σ. I‑9215).


17 – ΕΕ L 372, σ. 31.


18 – Προπαρατεθείσα απόφαση Schulte, σκέψη 93.


19 – Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/577, «[η] αποστολή της· ειδοποιήσεως έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του καταναλωτή από κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη ματαιωθείσα σύμβαση».