Language of document : ECLI:EU:C:2012:536

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑75/11

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Δημοκρατίας της Αυστρίας

«Απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας — Ελεύθερη κυκλοφορίατων πολιτών της Ένωσης — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Τομέαςτων μεταφορών — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια κράτους μέλους — Αποκλεισμός των σπουδαστών οι γονείςτων οποίων δεν λαμβάνουν οικογενειακό επίδομα κατά το εθνικό δίκαιο απότην καταβολή μειωμένου εισιτηρίου στις δημόσιες αστικές συγκοινωνίες»





I –    Εισαγωγή

1.        Επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εξαρτούν το δικαίωμα σπουδαστών για καταβολή μειωμένου κομίστρου από προϋποθέσεις τις οποίες δεν πληρούν κατά κανόνα οι σπουδαστές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση.

2.        Ορισμένες περιφέρειες της Αυστρίας, καθώς και το αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργείο, έχουν συνάψει με επιχειρήσεις αστικών συγκοινωνιών συμφωνίες για την καταβολή μειωμένου κομίστρου από σπουδαστές. Το δικαίωμα αυτό παρέχεται μόνο σε σπουδαστές των οποίων οι γονείς λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα. Το εν λόγω επίδομα χορηγείται μόνο σε γονείς που διαμένουν στην Αυστρία.

3.        Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση που τίθεται για τη χορήγηση δικαιώματος καταβολής μειωμένου κομίστρου αποτελεί δυσμενή διάκριση η οποία δεν συμβιβάζεται με τα άρθρα 18, 20 και 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 (2) περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται κατά κανόνα από τα άτομα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και φοιτούν σε πανεπιστήμια της Αυστρίας.

4.        Η Αυστρία υπεραμύνεται της θέσεώς της ιδίως με το επιχείρημα ότι το μειωμένο κόμιστρο αποτελεί απλώς συμπλήρωμα του οικογενειακού επιδόματος και ως εκ τούτου η χορήγηση του σχετικού δικαιώματος συνάδει με τον κανονισμό 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (3). Ισχυρίζεται επίσης ότι ορισμένοι σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη τυγχάνουν στηρίξεως από τις χώρες καταγωγής τους και συνεπώς δεν μπορούν να συγκριθούν με τους ημεδαπούς σπουδαστές. Τέλος υποστηρίζει ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, επιτρέπει να εξαιρούνται οι σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη από τη χορήγηση σπουδαστικών επιδομάτων.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α —      Οδηγία 2004/38

5.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ως ακολούθως:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι […]».

6.        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/38, όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν «δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον

7.        […]

γ)      — έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

      — διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, […]».

8.        Το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 ρυθμίζει την ίση μεταχείριση των πολιτών της Ένωσης που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος:

«(1)      Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. [...]

(2)      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα μέλη των οικογενειών τους».

 Β —      Κανονισμός 1408/71

9.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι ο κανονισμός ισχύει για τις οικογενειακές παροχές.

10.      Ως «οικογενειακή παροχή» νοείται σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο κα΄, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71:

«κάθε παροχή εις είδος ή εις χρήμα, προορισμένη να αντισταθμίσει τα οικογενειακά βάρη, στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, περίπτωση η΄, […]».

11.      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1408/71, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο εν λόγω κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους.

12.      Το άρθρο 73 του κανονισμού 1408/71 ρυθμίζει τη χορήγηση οικογενειακών παροχών σε μέλη της οικογενείας τα οποία κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος:

«Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους, σαν να κατοικούσαν τα μέλη αυτά στο έδαφος του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος VI».

13.      Το παράρτημα VI του κανονισμού 1408/71 δεν περιέχει διάταξη η οποία να έχει σημασία στην προκείμενη περίπτωση.

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία και τα αιτήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

14.      Η διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως αφορά τη χορήγηση μειωμένων εισιτηρίων σε σπουδαστές βάσει συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου τις οποίες συνάπτει το αρμόδιο αυστριακό ομοσπονδιακό υπουργείο με τις περιφερειακές αρχές (ομόσπονδα κράτη ή δήμοι) και τις εκάστοτε επιχειρήσεις μέσων μεταφοράς. Αυτές συνεπάγονται διαφορετικές τιμές κομίστρων και διαφορετικές εκπτώσεις για σπουδαστές ανάλογα με το ομόσπονδο κράτος.

15.      Στον βαθμό που το αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργείο συμπράττει στη σύναψη μιας τέτοιας συμβάσεως, επιδιώκει τη συνάρτηση του μειωμένου εισιτηρίου με τη λήψη αυστριακών οικογενειακών παροχών βάσει του αυστριακού νόμου για την καταβολή επιδομάτων προς αντιστάθμιση των οικογενειακών βαρών του 1967 (Familienlastenausgleichsgesetz 1967). Το εν λόγω επίδομα δεν χορηγείται απευθείας στους σπουδαστές, αλλά στους έχοντες υποχρέωση διατροφής γονείς τους, εφόσον οι τελευταίοι υπάγονται στο αυστριακό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Όπως αναφέρει η Αυστρία, η εν λόγω συνάρτηση της χορηγήσεως μειωμένου εισιτηρίου με τη λήψη οικογενειακού επιδόματος προβλέπεται στα Ομόσπονδα κράτη της Βιέννης, της Άνω Αυστρίας, του Burgenland και του Steiermark καθώς και στον Δήμο του Innsbruck.

16.      Η Επιτροπή θεώρησε ότι το μέτρο αυτό αποτελεί ανεπίτρεπτη δυσμενή διάκριση σε βάρος των σπουδαστών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και το 2009 κάλεσε την Αυστρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ. Στις 28 Ιανουαρίου 2010 ακολούθησε αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής στην οποία ετίθετο δίμηνη προθεσμία για τον τερματισμό της προσαπτόμενης παραβάσεως.

17.      Κρίνοντας ότι οι απαντήσεις της Αυστρίας δεν ήταν ικανοποιητικές, η Επιτροπή κατέθεσε στις 21 Φεβρουαρίου 2011 την παρούσα προσφυγή.

18.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 18 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38, καθόσον παρέχει μειωμένα εισιτήρια για τα μέσα μεταφοράς μόνο στους φοιτητές στους οποίους χορηγείται αυστριακό οικογενειακό επίδομα,

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

19.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20.      Οι μετέχοντες στη διαδικασία εξέθεσαν εγγράφως τις απόψεις τους.

IV – Νομική εκτίμηση

21.      Προκειμένου να εξετασθεί αν υπάρχει δυσμενής διάκριση (βλ. υπό Γ) πρέπει προηγουμένως να διευκρινισθούν το αντικείμενο της προσφυγής (βλ. υπό Α) και οι εφαρμοστέες απαγορευτικές διατάξεις(βλ. υπό B).

 Α —      Επί του αντικειμένου της προσφυγής

22.      Στην προσφυγή της η Επιτροπή στρέφεται γενικώς κατά του μέτρου βάσει του οποίου η Αυστρία παρέχει μειωμένα εισιτήρια για τα δημόσια μέσα μεταφοράς μόνο σε σπουδαστές στους οποίους χορηγείται αυστριακό φοιτητικό επίδομα.

23.      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τους λόγους της προσφυγής, αυτή αφορά ορισμένα μόνο ομόσπονδα κράτη και συγκεκριμένα τα ομόσπονδα κράτη της Βιέννης, της Άνω Αυστρίας, του Burgenland, του Steiermark καθώς και τον Δήμο του Innsbruck. Στο ομόσπονδο κράτος της Κάτω Αυστρίας η κατάσταση δεν είναι σαφής, ήτοι δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί επαρκώς, ενώ στις λοιπές περιοχές δεν παρέχεται μείωση στην τιμή των εισιτηρίων η οποία να συναρτάται με το οικογενειακό επίδομα.

24.      Η Αυστρία παρατηρεί ότι, εν τω μεταξύ, ακόμη και στο Innsbruck η παροχή μειωμένου εισιτηρίου δεν συναρτάται πλέον με την εν λόγω προϋπόθεση. Εντούτοις, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι κατά την εκπνοή της προθεσμίας που είχε τεθεί στο πλαίσιο της αιτιολογημένης γνώμης, η επίμαχη μείωση ίσχυε ακόμη ως είχε.

25.      Πέραν αυτού, η Επιτροπή δεν επικρίνει το γεγονός ότι δεν παρέχεται μειωμένο εισιτήριο σε σπουδαστές από τρίτες χώρες ή σε άλλους Αυστριακούς σπουδαστές. Την απασχολεί μόνο το καθεστώς που αφορά σπουδαστές των οποίων οι γονείς δεν λαμβάνουν αυστριακό σπουδαστικό επίδομα διότι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος.

26.      Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της διαδικασίας περιορίζεται στη μη παροχή σε σπουδαστές πολίτες της Ένωσης των οποίων οι γονείς δεν λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα διότι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος των ίδιων μειωμένων εισιτηρίων που παρέχονται σε σπουδαστές οι οποίοι λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα στα ομόσπονδα κράτη της Βιέννης, της Άνω Αυστρίας, του Burgenland και του Steiermark καθώς και στον Δήμο του Innsbruck.

 Β —      Επί των εφαρμοστέων απαγορεύσεων διακρίσεων

27.      Καταρχάς πρέπει να εξετασθεί αν οι απαγορεύσεις διακρίσεων που επικαλείται η Επιτροπή τυγχάνουν πράγματι εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.

28.      Η Επιτροπή στηρίζει την προσφυγή της στη γενική απαγόρευση διακρίσεων του άρθρου 18 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης κατά τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.

29.      Η εφαρμογή της γενικής απαγόρευσης των διακρίσεων κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ προϋποθέτει ότι οι σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη οι οποίοι χρησιμοποιούν δημόσια μέσα μεταφοράς στην Αυστρία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας ως πολίτες της Ένωσης κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ.

30.      Την εφαρμογή της απαγορεύσεως διακρίσεων σε συνδυασμό με τη γενική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης θα μπορούσε εντούτοις να παρεμποδίζει, όσον αφορά την επιλεκτική παροχή μειωμένου εισιτηρίου, το γεγονός ότι το εν λόγω μέτρο της Αυστρίας αφορά τη χρήση υπηρεσιών μεταφοράς. Τούτο διότι είναι αμφίβολο αν η γενική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης δύναται να εφαρμοσθεί παράλληλα με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (βλ. υπό 1). Πέραν αυτού, όταν πρόκειται για μέτρα που αφορούν τις μεταφορές εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις του περί μεταφορών τίτλου της Συνθήκης. Ως εκ τούτου πρέπει να εξεταστεί εάν η εφαρμογή της γενικής αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας θα συνεπαγόταν την παράκαμψη των εν λόγω ειδικών διατάξεων (βλ. υπό 2). Τέλος θα πρέπει να επιχειρηθεί μια σύντομη αναφορά στη σχέση μεταξύ της γενικής απαγορεύσεως των διακρίσεων και του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38 (βλ. υπό 3).

1.      Επί της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

31.      Σε ορισμένες παλαιότερες αποφάσεις του, το Δικαστήριο είχε κρίνει, χωρίς ακόμη να το αιτιολογεί, ότι ορισμένα μέτρα μπορεί να παραβιάζουν τόσο μία ειδική θεμελιώδη ελευθερία όσο και τον γενικό κανόνα της απαγορεύσεως των διακρίσεων (4). Ήδη το Δικαστήριο έχει παγιώσει την εν λόγω νομολογία του υπό την έννοια ότι το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το οποίο περιέχει μία γενική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αυτοτελής βάση μόνο όταν πρόκειται για περιπτώσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και σε σχέση με τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδικότερες απαγορεύσεις των διακρίσεων (5). Ως εκ τούτου, όταν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν εφαρμόζεται το άρθρο 18 ΣΛΕΕ (6).

32.      Το ίδιο πρέπει καταρχήν να ισχύει και στις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται επίκληση της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας σε συνδυασμό με τη γενική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Είναι βέβαια αληθές ότι το Δικαστήριο εκφράστηκε κάπως πιο προσεκτικά όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας και των ειδικότερων θεμελιωδών ελευθεριών, καθόσον διαπίστωσε επανειλημμένως ότι δεν παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί επί του ζητήματος της ερμηνείας του άρθρου 21 ΣΛΕΕ (7). Όμως και αυτή η τοποθέτηση αποτελεί απόρροια της αντιλήψεως περί του ειδικού χαρακτήρα ορισμένων θεμελιωδών ελευθεριών.

33.      Δεν μπορεί να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα από τη νομολογία σχετικά με τη σχέση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των υπολοίπων θεμελιωδών ελευθεριών. Για το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί επί της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων όταν έχει ήδη αποφανθεί ότι ένα μέτρο παραβιάζει τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, της ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης (8). Στις περιπτώσεις αυτές, η ελεύθερη κυκλοφορία θα έπρεπε να εφαρμοσθεί παράλληλα με τις δύο εν λόγω θεμελιώδεις ελευθερίες προκειμένου να περιληφθούν και τα πρόσωπα που δεν εγκαθίστανται στη συγκεκριμένη χώρα με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας (9). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μεταβλήθηκε η αντίληψη περί ειδικού χαρακτήρα. Πράγματι, η διάκριση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των υπολοίπων ελευθεριών οφείλεται στο αντικείμενο του εξεταζόμενου μέτρου (10). Αρνούμενο να εξετάσει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και εφαρμόζοντας την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης το Δικαστήριο θέλησε να υποδηλώσει ότι έπρεπε μάλλον να ληφθεί υπόψη η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας παρά η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

34.      Κατά συνέπεια, ο γενικός κανόνας της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με την γενική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί όταν η παροχή μειωμένων εισιτηρίων για τα δημόσια μέσα αστικής μεταφοράς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.

35.      Πρέπει λοιπόν να εξεταστεί αν χρήζει εφαρμογής η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ. Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω διάταξη δεν αναγνωρίζει δικαιώματα μόνο στον παρέχοντα υπηρεσίες, αλλά και στον αποκτώντα αυτές (11). Αυτό σημαίνει ότι ένας πολίτης της Ένωσης ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος δεν πρέπει να τυγχάνει δυσμενέστερης μεταχειρίσεως λόγω ιθαγενείας όσον αφορά το κόστος των υπηρεσιών (12).

36.      Ωστόσο, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν ισχύει για τους υπηκόους κράτους μέλους οι οποίοι μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και εγκαθιστούν εκεί την κύρια κατοικία τους, προκειμένου να παράσχουν ή να αποκτήσουν εκεί υπηρεσίες επ’ αόριστον (13). Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε δραστηριότητες των οποίων όλα τα επιμέρους στοιχεία συνδέονται με ένα και μόνον κράτος μέλος (14).

37.      Συνήθως ένας σπουδαστής μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Βέβαια, η διάρκεια της διαμονής για σπουδές δεν είναι αόριστη, αλλά περιορίζεται στην αναμενόμενη διάρκεια των σπουδών, ιδίως όταν πρόκειται για προγράμματα ανταλλαγής. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν το γεγονός αυτό επαρκεί ως στοιχείο αλλοδαπότητας για την επίκληση της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

38.      Εξάλλου, στην προκείμενη περίπτωση η διάκριση επιχειρείται ακριβώς με κριτήριο το αν οι γονείς των σπουδαστών λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα, κάτι που οδηγεί σε διάκριση ανάλογα με το αν κατοικούν στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Κατά συνέπεια η ρύθμιση η οποία ενδεχομένως συνεπάγεται έμμεση δυσμενή διάκριση εμπεριέχει ένα στοιχείο αλλοδαπότητας. Στο μέτρο αυτό, η προκείμενη περίπτωση μπορεί να συγκριθεί με τις αποφάσεις για τη φορολογική έκπτωση δαπανών για μεταπτυχιακές σπουδές (15) ή σχολικών διδάκτρων (16) στη χώρα καταγωγής, όπου εφαρμόστηκε η αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.

39.      Κατά συνέπεια, στην προκείμενη περίπτωση εφαρμοστέα είναι η αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, ενώ αποκλείεται η εξέταση του γενικού κανόνα απαγορεύσεως των διακρίσεων σε συνδυασμό με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης.

2.      Επί της πολιτικής στον τομέα των μεταφορών

40.      Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως αποτελεί η πρόσβαση σε υπηρεσίες μεταφοράς. Το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές. Αυτό σημαίνει, κατά πάγια νομολογία, ότι δεν εφαρμόζεται ο κανόνας της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (17). Οι βασικές αρχές του κανόνα αυτού πρέπει να επιτευχθούν μέσω της υλοποίησης της κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών (18).

41.      Όλα όμως τα είδη μεταφορών διέπονται κατά πάγια νομολογία από τις γενικές διατάξεις της Συνθήκης (19) και υπάγονται ιδίως σε άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες πέραν της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (20). Ως εκ τούτου, και η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης.

42.      Το συμπέρασμα αυτό δεν αντιφάσκει προς τα επιχειρήματα περί του ειδικού χαρακτήρα της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Προϋπόθεση για την υπερίσχυση του ειδικού χαρακτήρα είναι η εφαρμογή εν προκειμένω της αρχής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Άλλως η αρχή αυτή δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην εφαρμογή άλλων διατάξεων. Πράγματι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί ο πολίτης της Ένωσης να επικαλεστεί στον τομέα των μεταφορών την προστασία που του παρέχει η ιθαγένεια της Ένωσης, ενώ η Συνθήκη δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από την εν λόγω προστασία και η ειδικότερη προστασία που απορρέει από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν τυγχάνει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

43.      Η νομολογία Neukirchinger, επίσης, δεν αποκλείει την εξέταση της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε συνδυασμό με τον γενικό κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας, καίτοι στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο δεν έλαβε ως βάση της αναλύσεώς του την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας. Διαπιστώνοντας ότι μία πτήση με αερόστατο υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, και επομένως το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας του παρέχοντος την υπηρεσία, αλλά τα σχετικά μέτρα της πολιτικής στον τομέα των μεταφορών (21). Τούτο όμως, διότι η διαμονή σε άλλο κράτος μέλος είχε δευτερεύουσα μόνο σημασία σε σχέση με την προσφορά μιας υπηρεσίας μεταφοράς στο κράτος αυτό. Η προσφορά και η αποδοχή μιας υπηρεσίας μεταφοράς δεν ταυτίζονται απολύτως.

44.      Συνεπώς, η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης δύναται να εφαρμοστεί στην προκείμενη περίπτωση, καίτοι οι επίμαχες αυστριακές ρυθμίσεις αφορούν στην πρόσβαση σε υπηρεσίες μεταφοράς.

3.      Επί του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και τη διαμονή

45.      Τέλος, το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 δεν εμποδίζει την εφαρμογή της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, αλλά μόνο συγκεκριμενοποιεί τις έννομες συνέπειές της (22). Για τον λόγο αυτόν, όπως ήδη προανέφερα, οι απαγορεύσεις των διακρίσεων κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ εφαρμόζονται παράλληλα με εκείνες του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 (23).

 Γ —      Επί της εξετάσεως της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως

46.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συνάρτηση της παροχής μειωμένου εισιτηρίου με τη χορήγηση αυστριακού οικογενειακού επιδόματος αποτελεί έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος των σπουδαστών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

1.      Επί του γενικού κανόνα της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ

47.      Όπως διατείνεται η Επιτροπή, το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ήδη στην απόφαση Bressol κ.λπ. ότι οι σπουδαστές μπορούν να επικαλεστούν το δικαίωμα, που κατοχυρώνουν τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ, να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος κράτους μέλους, χωρίς να υφίστανται άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις λόγω της ιθαγένειάς τους (24).

48.      Κατά την άποψη της Επιτροπής, η Αυστρία εφαρμόζει μέτρα που συνιστούν εμμέσως δυσμενή διάκριση εις βάρος σπουδαστών από άλλα κράτη μέλη. Εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται αντικειμενικά και είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, όταν είναι ικανή, ως εκ της φύσεώς της, να θίξει περισσότερο τους υπηκόους άλλων κρατών μελών εν σχέσει προς τους ημεδαπούς και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικότερα τους πρώτους (25).

49.      Οι γονείς Αυστριακών φοιτητών λαμβάνουν κατά κανόνα αυστριακά επιδόματα, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τους γονείς αλλοδαπών σπουδαστών. Το γεγονός αυτό συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.

50.      Η Αυστρία αντιτείνει, πρώτον, ότι η παροχή μειωμένου εισιτηρίου αποτελεί οικογενειακή παροχή κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 (κατωτέρω υπό α) και, δεύτερον, ότι η κατάσταση των σπουδαστών που προέρχονται από χώρες της αλλοδαπής διαφέρει από την κατάσταση των ημεδαπών σπουδαστών (κατωτέρω υπό β). Τέλος ισχυρίζεται ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και τη διαμονή επιτρέπει τη συνάρτηση της παροχής μειωμένου εισιτηρίου με τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος (κατωτέρω υπό γ). Οι ισχυρισμοί αυτοί θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εν λόγω δυσμενή μεταχείριση.

 α)     Επί του χαρακτηρισμού ως οικογενειακής παροχής

51.      Όσον αφορά το ζήτημα του χαρακτηρισμού της παροχής μειωμένου εισιτηρίου ως οικογενειακής παροχής οι διάδικοι αναφέρθηκαν τόσο με τον κανονισμό 1408/71 όσο και στον διάδοχό του κανονισμό 883/2004 (26).

52.      Σχετικώς πρέπει καταρχάς να διευκρινισθεί ότι κρίσιμος είναι μόνον ο κανονισμός 1408/71. Σύμφωνα με το άρθρο 91, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 883/2004, αυτός τέθηκε σε ισχύ από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του εφαρμοστικού κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 (27), ήτοι από 1ης Μαΐου 2010. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την κρίση της προσφυγής είναι εξάλλου εκείνο της εκπνοής της προθεσμίας που είχε θέσει η Επιτροπή στην αιτιολογημένη γνώμη της, ήτοι η 28η Μαρτίου 2010.

53.      Κατά τη γνώμη μου, εκείνο που υποστηρίζει η Δημοκρατία της Αυστρίας είναι ότι οι περί αρμοδιότητας διατάξεις του κανονισμού 1408/71 ορίζουν και το ποιοι φοιτητές πρέπει να δικαιούνται μειωμένο εισιτήριο. Τούτο διότι ο εν λόγω κανονισμός ορίζει ποιο δίκαιο είναι εφαρμοστέο για τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του. Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού, εφαρμόζεται κατά κανόνα το δίκαιο ενός μόνο κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη των οποίων το δίκαιο δεν εφαρμόζεται δεν υποχρεούνται να χορηγούν τις εκάστοτε παροχές (28).

54.      Εντούτοις, το γεγονός ότι μια εθνική ρύθμιση είναι ενδεχομένως σύμφωνη με τον κανονισμό 1408/71 δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τις διατάξεις της ΣΛΕΕ (29). Ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός ή μη της παροχής μειωμένου εισιτηρίου ως οικογενειακής παροχής κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 δεν έχει σημασία παρά μόνο, εμμέσως, για τον έλεγχο των κανόνων απαγορεύσεως των διακρίσεων. Στο μέτρο αυτό σημαντικά μπορεί να είναι τα επιχειρήματα υπέρ του χαρακτηρισμού ως οικογενειακής παροχής.

55.      Το βασικό επιχείρημα που προβάλλει η Αυστρία είναι ότι, κατανέμοντας τις αρμοδιότητες βάσει του κανονισμού 1408/71, ο νομοθέτης της ΕΕ κατένειμε τα βάρη για την ενίσχυση των οικογενειών δίκαια μεταξύ των κρατών μελών. Για τον λόγο αυτόν η Αυστρία δεν υποχρεούται να φέρει το συγκεκριμένο βάρος όσον αφορά τους σπουδαστές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Η παροχή μειωμένου εισιτηρίου αποτελεί κατά την άποψή της μέρος των παροχών που χορηγούνται προς ελάφρυνση των οικογενειών, καθόσον οι δικαιούχοι σπουδαστές υποστηρίζονται ακόμη από τους γονείς τους. Χάρη στην παροχή μειωμένου εισιτηρίου, οι γονείς δύνανται να μειώσουν την υποστήριξή τους αυτή. Ως εκ τούτου, η παροχή μειωμένου εισιτηρίου αποτελεί ουσιαστικά συμπλήρωμα του καθαυτού οικογενειακού επιδόματος, η χορήγηση του οποίου έχει επίσης ως σκοπό να βοηθήσει τους γονείς ώστε να υποστηρίξουν τα σπουδάζοντα τέκνα τους.

56.      Εντούτοις, το γεγονός ότι μία παροχή μπορεί εμμέσως να αποτελέσει ελάφρυνση για τις οικογένειες δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. Πρέπει τουλάχιστον να εξασφαλίζεται ότι η συγκεκριμένη παροχή θα είναι προσιτή σε όλες τις οικογένειες οι οποίες δικαιούνται να λάβουν οικογενειακές παροχές με βάση την κατανομή των αρμοδιοτήτων κατά τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της παροχής μειωμένου εισιτηρίου.

57.      Δεν προκύπτει καν ότι όλες οι οικογένειες οι οποίες λαμβάνουν οικογενειακές παροχές για παιδιά που σπουδάζουν σε αυστριακά πανεπιστήμια ελαφρύνονται πράγματι εμμέσως χάρη στην παροχή μειωμένου εισιτηρίου. Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι συνάπτονται συμβάσεις για την παροχή μειωμένου εισιτηρίου σε ολόκληρη την αυστριακή επικράτεια, και πάλι θα ήταν αμφίβολο αν όλοι οι σπουδαστές θα είχαν στη διάθεσή τους κατάλληλες αστικές συγκοινωνίες. Εκείνοι οι οποίοι αναγκάζονται να χρησιμοποιούν άλλα μέσα μεταφοράς δεν θα επωφεληθούν από την ελάφρυνση. Επίσης δεν είναι σαφές αν όλες οι ενδιαφερόμενες οικογένειες ευνοούνται σε παρόμοιο βαθμό από την παροχή μειωμένου εισιτηρίου.

58.      Ιδίως όμως το επιλεγέν κριτήριο οδηγεί, στην πράξη, σε δυσμενή διάκριση εις βάρος των σπουδαστών οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα που τους παρέχει η ιθαγένεια της Ένωσης να φοιτούν σε άλλο κράτος μέλος. Κάθε οικογενειακή παροχή θα έπρεπε, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της Αυστρίας να παρέχεται κατά το άρθρο 73 του κανονισμού 1408/71 και στις οικογένειες που στηρίζουν σπουδαστές οι οποίοι δεν φοιτούν στην Αυστρία. Κάτι τέτοιο όμως αποκλείεται όσον αφορά την παροχή μειωμένου εισιτηρίου. Κατά συνέπεια, οι Αυστριακοί σπουδαστές που μεταβαίνουν στην αλλοδαπή, καθώς και οι οικογένειές τους, θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με εκείνους που παραμένουν στην Αυστρία.

59.      Το ότι η συναρτώμενη με τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων παροχή μειωμένου εισιτηρίου με σκοπό την ελάφρυνση των οικογενειών υπό την έννοια του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να είναι προσιτή σε όλες τις κατ’ ουσία δικαιούχες οικογένειες αποδεικνύεται τέλος και σε σχέση με τους σπουδαστές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Η φοίτησή τους στην Αυστρία δεν θα επέτρεπε ουσιαστικά στους εν λόγω φοιτητές ή στις οικογένειές τους να επωφεληθούν της εν λόγω ελαφρύνσεως, ακόμη και αν η χώρα καταγωγής τους είχε επίσης επιλέξει τη συγκεκριμένη μορφή οικογενειακής παροχής.

60.      Κατά συνέπεια, η συνάρτηση της παροχής μειωμένου εισιτηρίου με τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων είναι τυπικής φύσεως. Δεν μπορεί να οδηγεί στον χαρακτηρισμό της παροχής μειωμένου εισιτηρίου ως οικογενειακής παροχής χορηγητέας αποκλειστικώς στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που διέπονται από τον κανονισμό 1408/71.

61.      Πέραν αυτού, η δυσμενής μεταχείριση σπουδαστών των οποίων οι γονείς δεν λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα διότι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος είναι δυσανάλογη προς την ελάφρυνση των οικογενειών μέσω μίας τόσο ελάχιστα αποτελεσματικής παροχής. Για αυτόν τον λόγο, επίσης, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έμμεση δυσμενή μεταχείριση των σπουδαστών αυτών.

 β)     Επί της συγκρισιμότητας

62.      Η Αυστρία υποστηρίζει επίσης ότι για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη την οικονομική υποστήριξη και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που παρέχονται σε άλλα κράτη μέλη για παιδιά που σπουδάζουν. Διατείνεται μάλιστα ότι ορισμένα άλλα κράτη μέλη χορηγούν σαφώς μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη σε σχέση με την Αυστρία, την οποία μάλιστα οι σπουδαστές δύνανται να λαμβάνουν ακόμη και όταν φοιτούν στην Αυστρία. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποκλεισθεί ορισμένοι σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη να μπορούν να αντεπεξέλθουν καλύτερα στο κόστος ζωής στην Αυστρία, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για μεταφορά, σε σχέση με τους Αυστριακούς σπουδαστές.

63.      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί στον βαθμό που συνδέεται με τις ατομικές ανάγκες των σπουδαστών ή των οικογενειών τους. Όπως δήλωσε η Αυστρία, η παροχή μειωμένου εισιτηρίου και το αυστριακό οικογενειακό επίδομα με το οποίο αυτή συναρτάται δεν προϋποθέτουν κατ’ αρχήν την έλλειψη πόρων. Βέβαια δεν χορηγείται οικογενειακό επίδομα όταν ο σπουδαστής διαθέτει δικό του εισόδημα που υπερβαίνει ορισμένα όρια. Όμως κατά τη χορήγηση του οικογενειακού επιδόματος και του μειωμένου εισιτηρίου δεν εξετάζεται η οικονομική κατάσταση της οικογένειας (30).

64.      Πάντως, αν σκοπός ήταν να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο διπλής ωφέλειας φοιτητών της αλλοδαπής, το επιλεγέν κριτήριο είναι σε κάθε περίπτωση ακατάλληλο. Τούτο διότι η Αυστρία δεν διακρίνει κατά την παροχή του μειωμένου εισιτηρίου ανάλογα με τις παροχές που λαμβάνουν οι σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη.

65.      Κατά συνέπεια, η συνάρτηση της παροχής μειωμένου εισιτηρίου με το αυστριακό οικογενειακό επίδομα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα ότι οι σπουδαστές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη λαμβάνουν ενδεχομένως μεγαλύτερη υποστήριξη από τις χώρες καταγωγής τους.

 γ)     Επί του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και τη διαμονή

66.      Τέλος, η Αυστρία επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, οι σπουδαστές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη δεν δικαιούνται, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, να λάβουν από το κράτος υποδοχής σπουδαστική βοήθεια υπό τη μορφή υποτροφίας ή σπουδαστικού δανείου στο κράτος υποδοχής επικαλούμενοι την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

67.      Η Αυστρία υποστηρίζει ότι η παροχή μειωμένου εισιτηρίου συνιστά σπουδαστική βοήθεια κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, διότι αποτελεί παροχή προς σπουδαστές. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι η παροχή μειωμένου εισιτηρίου θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως υποτροφία καθόσον δεν επιστρέφεται.

68.      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ανεξάρτητα από το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 24, παράγραφος 1 (31), οι εκτιμήσεις στις οποίες ο νομοθέτης στήριξε τη διάταξη του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 μπορεί να δικαιολογήσουν ορισμένη διακριτική μεταχείριση υπό την έννοια του άρθρου 18 ΣΛΕΕ (32).

69.      Επίσης ο όρος «σπουδαστική βοήθεια» θα μπορούσε να έχει ευρεία έννοια ώστε να περιλαμβάνει κάθε παροχή προς σπουδαστές. Όπως όμως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, ο νομοθέτης επέλεξε κατά τη θέσπιση του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 να επιτρέψει εξαιρέσεις από το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 24, παράγραφος 1, μόνον όταν πρόκειται για σπουδαστική βοήθεια υπό τη μορφή υποτροφίας ή σπουδαστικού δανείου. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και όταν γίνεται επίκληση του άρθρου 24, παράγραφος 2, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 18 ΣΛΕΕ.

70.      Εξάλλου δεν υφίσταται λόγος για ευρεία ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνουν το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Συνεπώς, κάθε παρέκκλιση θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

71.      Η ερμηνεία του όρου «υποτροφία» θα ήταν υπερβολικά διασταλτική αν αυτός καταλάμβανε και την παροχή μειωμένου εισιτηρίου. Το γεγονός ότι ο εν λόγω όρος αναφέρεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, σε άμεση σχέση με το σπουδαστικό επίδομα αποδεικνύει ότι βούληση του νομοθέτη δεν ήταν να υπαγάγει σε αυτόν κάθε μορφή παροχής προς σπουδαστές, αλλά μόνο ορισμένες παροχές οι οποίες έχουν ως σκοπό να καλύψουν το κόστος που συνεπάγεται η φοίτηση σε πανεπιστήμιο. Πέραν αυτού, κατά τη νομολογία, η παροχή στήριξης όσον αφορά τα δίδακτρα δεν θεωρείται σπουδαστική βοήθεια κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Τούτο, διότι όσον αφορά την τελευταία, ισχύει η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ανεξάρτητα από την μέχρι τούδε διάρκεια της διαμονής (33). Για τον λόγο αυτόν, ο όρος «υποτροφία» πρέπει να ερμηνεύεται στενά και δεν καταλαμβάνει την παροχή μειωμένου εισιτηρίου.

72.      Κατά τα λοιπά επισημαίνεται ότι το δικαίωμα για μειωμένο εισιτήριο δεν εξαρτάται κατά το αυστριακό δίκαιο από το αν ο εκάστοτε σπουδαστής έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Δεν αποκλείεται, συνεπώς, ορισμένοι σπουδαστές οι οποίοι θα δικαιούνταν να λάβουν σπουδαστική βοήθεια να μην έχουν δικαίωμα για μειωμένο εισιτήριο.

 δ)     Επί της αναγκαίας ενσωμάτωσης στο κράτος υποδοχής

73.      Για λόγους πληρότητας θα αναφερθώ σύντομα και σε έναν πιθανό αμυντικό ισχυρισμό, ο οποίος εντούτοις δεν προβλήθηκε από την Αυστρία και, συνεπώς, δεν πρέπει να εξεταστεί από το Δικαστήριο.

74.      Το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτό ότι η ύπαρξη ορισμένης σχέσης μεταξύ της κοινωνίας του εκάστοτε κράτους μέλους και του λήπτη μιας παροχής ενδέχεται να αποτελεί αντικειμενικό λόγο γενικού συμφέροντος ο οποίος να δικαιολογεί τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης από τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της παροχής (34).

75.      Το κριτήριο αυτό βασίζεται στον συλλογισμό ότι, καίτοι τα κράτη μέλη καλούνται να επιδείξουν, κατά την οργάνωση και την εφαρμογή των οικείων συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, ορισμένο βαθμό οικονομικής αλληλεγγύης προς τους υπηκόους άλλων κρατών μελών, κάθε κράτος μέλος μπορεί να μεριμνά ούτως ώστε η χορήγηση ενισχύσεων για την κάλυψη των δαπανών συντηρήσεως σπουδαστών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη να μην καταλήγει να αποτελεί υπερβολικό βάρος το οποίο θα μπορούσε να έχει συνέπειες στο συνολικό επίπεδο της ενισχύσεως που μπορεί να χορηγήσει το κράτος αυτό (35).

76.      Θα πρέπει όμως να εξασφαλίζεται και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Ένα μέτρο είναι ανάλογο όταν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο (36). Ιδίως πρέπει να είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού οι προϋποθέσεις που τίθενται σε σχέση με την κατοικία και τη συνήθη διαμονή (37).

77.      Ως εκ τούτου, ο αναγκαίος βαθμός ενσωμάτωσης δεν μπορεί να προσδιορισθεί ενιαία για όλες τις παροχές αλλά πρέπει να γίνεται διάκριση ανάλογα με το μέγεθος της κάθε παροχής. Ενώ για τη χορήγηση πλήρους υποτροφίας είναι εύλογο να τεθεί ως προϋπόθεση η διαμονή επί πέντε έτη (38), οι προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι οι ίδιες όταν πρόκειται για τη χορήγηση δωρεάν αυτοκόλλητου σήματος για τη χρήση των εθνικών οδών. Το Δικαστήριο τόνισε εν προκειμένω το μη δυσανάλογο χαρακτήρα μιας ρυθμίσεως η οποία προβλέπει ότι το αυτοκόλλητο σήμα ετήσιας ισχύος για τα οχήματα χορηγείται δωρεάν στα άτομα με ειδικές ανάγκες που έχουν για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, περιλαμβανομένων εκείνων που μεταβαίνουν τακτικά στο κράτος αυτό για επαγγελματικούς ή προσωπικούς λόγους (39).

78.      Στην προκείμενη περίπτωση αυτό σημαίνει ότι ακόμη και η ενσωμάτωση που αποδεικνύεται με την εγγραφή σε αυστριακό πανεπιστήμιο θα πρέπει να αρκεί για έχουν οι σπουδαστές δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την καταβολή μειωμένου κομίστρου στις αστικές συγκοινωνίες. Με το συμπέρασμα αυτό συνάδει εξάλλου και η ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και τη διαμονή, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα σπουδαστών για την καταβολή μειωμένου κομίστρου δεν προϋποθέτει να έχει αποκτηθεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής (40).

79.      Στην παρούσα υπόθεση δεν εξετάζεται αν εξαιρούνται από την καταβολή μειωμένου κομίστρου οι σπουδαστές οι οποίοι επισκέπτονται ένα κράτος μέλος περιστασιακά, για παράδειγμα για τουρισμό ή στο πλαίσιο μιας εκδρομής.

 ε)     Ενδιάμεσο συμπέρασμα

80.      Ως εκ τούτου, η επίδικη συνάρτηση της παροχής μειωμένου εισιτηρίου με τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος συνιστά παράβαση του άρθρου 18 ΣΛΕΕ.

2.      Επί του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και τη διαμονή

81.      Οι σκέψεις που διατυπώθηκαν σχετικά με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ ισχύουν ουσιαστικά και σε σχέση με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Κατά τη διάταξη αυτή, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της εν λόγω οδηγίας απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο.

82.      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, οι σπουδαστές έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους εφόσον διαθέτουν ασφαλιστική κάλυψη και επαρκείς πόρους. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, οι σπουδαστές διαμένουν στην Αυστρία βάσει της οδηγίας και απολαύουν κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους ημεδαπούς του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

83.      Εντούτοις στερούνται του δικαιώματος καταβολής μειωμένου εισιτηρίου διότι οι γονείς τους δεν λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα. Με βάση τα προεκτεθέντα, αυτό συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, η οποία δεν δικαιολογείται ούτε από το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38.

84.      Συνεπώς παραβιάζεται και το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38.

V –    Επί των εξόδων

85.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όμως η προσφυγή της Επιτροπής, καίτοι είναι βάσιμη ως προς όλα τα σημεία θεμελίωσής της, περιείχε αίτημα πολύ ευρύτερο από τα σημεία αυτά. Συνεπώς αμφότεροι οι διάδικοι θα πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

VI – Πρόταση

86.      Προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1.      H Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 18 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ, καθόσον στα ομόσπονδα κράτη της Βιέννης, της Κάτω Αυστρίας, του Burgenland και του Steiermark, καθώς και στον Δήμο του Innsbruck οι σπουδαστές που είναι πολίτες της Ένωσης και των οποίων οι γονείς δεν λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα, διότι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, δεν δικαιούνται μειωμένα εισιτήρια για τα μέσα μεταφοράς όπως οι φοιτητές στους οποίους χορηγείται αυστριακό οικογενειακό επίδομα.

2.      H Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, καθόσον στα ομόσπονδα κράτη της Βιέννης, της Κάτω Αυστρίας, του Burgenland και του Steiermark, καθώς και στον Δήμο του Innsbruck οι σπουδαστές που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/38 και των οποίων οι γονείς δεν λαμβάνουν αυστριακό οικογενειακό επίδομα, διότι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, δεν δικαιούνται μειωμένα εισιτήρια για τα μέσα μεταφοράς όπως οι φοιτητές στους οποίους χορηγείται αυστριακό οικογενειακό επίδομα.

3.      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4.      Η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Αυστρίας φέρουν εκάστη τα δικαστικά της έξοδα.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2–       —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77).


3–       —      Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους πού διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 2), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ L 177, σ. 1).


4–       —      Σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βλ. τις αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, C‑45/93, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1994, σ. I‑911, σκέψη 10), και της 16ης Ιανουαρίου 2003, C‑388/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I‑721, σκέψη 28), και, κατά τα λοιπά, τις αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1978, 1/78, Kenny (Συλλογή τόμος 1978, σ. 461, σκέψη 12), και της 17ης Απριλίου 1986, 59/85, Reed (Συλλογή 1986, σ. 1283, σκέψη 29).


5–       —      Αποφάσεις της 12ης Απριλίου 1994, C‑1/93, Halliburton Services (Συλλογή 1994, σ. I‑1137, σκέψη 12), της 8ης Μαρτίου 2001, C‑397/98 και C‑410/98, Metallgesellschaft κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑1727, σκέψη 38), της 21ης Ιανουαρίου 2010, C‑311/08, SGI (Συλλογή 2010, σ. I‑487, σκέψη 31), και της 31ης Μαρτίου 2011, C‑450/09, Schröder (Συλλογή 2011, σ. 2497, σκέψη 28).


6–       —      Αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1989, 305/87, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1989, σ. 1461, σκέψεις 13 επ.), της 29ης Απριλίου 1999, C‑311/97, Royal Bank of Scotland (Συλλογή 1999, σ. I‑2651, σκέψη 20), και της 26ης Οκτωβρίου 2010, C‑97/09, Schmelz (Συλλογή 2010, σ. I‑10465, σκέψεις 44 επ.).


7–       —      Βλ. αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑92/01, Στυλιανάκης (Συλλογή 2003, σ. I‑1291, σκέψεις 18 επ.), της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑318/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2007, σ. I‑6957, σκέψεις 35 επ.), της 20ής Μαΐου 2010, C‑56/09, Zanotti (Συλλογή 2010, σ. I‑4517, σκέψεις 24 επ.), της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑137/09, Josemans (Συλλογή 2010, σ. I‑13019, σκέψη 53).


8–       —      Αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑345/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2006, σ. I‑10633, σκέψη 45), και της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑104/06, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Συλλογή 2007, σ. I‑671, σκέψη 37). Διαφορετικά έκρινε η απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, C‑250/08, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2011, σ. I‑12341, σκέψη 30), στην οποία γίνεται δεκτό ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων είναι ειδικότερη σε σχέση με την ιθαγένεια της Ενώσεως.


9–       —      Βλ. τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 8 αποφάσεις Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (σκέψη 37), και Επιτροπή κατά Σουηδίας (σκέψη 30), καθώς και τις αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑155/09, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2011, σ. I‑65, σκέψη 60), και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, C‑253/09, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας Συλλογή 2011, σ. I‑12391, σκέψη 86).


10–       —      Αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2007, C‑157/05, Holböck (Συλλογή 2007, σ. I‑4051, σκέψη 22), SGI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 25), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑132/10, Halley κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I‑8353, σκέψη 17), όπως επίσης, υπό το ίδιο πνεύμα, οι αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (Συλλογή 2006, σ. I‑7995, σκέψεις 31 έως 33), και της 3ης Οκτωβρίου 2006, C‑452/04, Fidium Finanz (Συλλογή 2006, σ. I‑9521, σκέψεις 34 και 44 έως 49).


11–       —      Αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 1984, 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone (Συλλογή 1984, σ. 377, σκέψη 10), της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 186/87, Cowan (Συλλογή 1989, σ. 195, σκέψη 15), της 26ης Οκτωβρίου 1999, C‑294/97, Eurowings Luftverkehr (Συλλογή 1999, σ. I‑7447, σκέψη 34), Zanotti (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 35), και της 5ης Ιουλίου 2012, C‑318/10, SIAT , σκέψη 19.


12–       —      Σχετικά με το κόστος εισόδου σε μνημεία, βλ. τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 4 αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας και Επιτροπή κατά Ιταλίας.


13–       —      Αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, 196/87, Steymann (Συλλογή 1988, σ. 6159, σκέψη 17), και της 17ης Ιουνίου 1997, C‑70/95, Sodemare κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. I‑3395, σκέψη 38).


14–       —      Απόφαση Sodemare (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13).


15–       —      Απόφαση Zanotti (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 35).


16–       —      Απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 72).


17–       —      Αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑338/09, Yellow Cab Verkehrsbetrieb (Συλλογή 2010, σ. I‑13927, σκέψη 29), και της 25ης Ιανουαρίου 2011, C‑382/08, Neukirchinger (Συλλογή 2011, σ. Ι‑139, σκέψη 22).


18–       —      Αποφάσεις της 22ας Μαΐου 1985, 13/83, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1985, σ. 1513, σκέψη 62), και Yellow Cab Verkehrsbetrieb (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 30).


19–       —      Αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1974, 167/73, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή τόμος 1974, σ. 179, σκέψη 32), της 30ής Απριλίου 1986, 209/84 έως 213/84, Asjes κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 1425, σκέψη 45), και Neukirchinger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 21).


20–       —      Αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 33, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων) και Yellow Cab Verkehrsbetrieb (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 33, σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως).


21–       —      Απόφαση Neukirchinger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 23 επ.).


22–       —      Χαρακτηριστική η απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, C‑430/10, Gaydarov (Συλλογή 2011, σ. I‑11637).


23–       —      Προτάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση C‑480/08, Teixeira (απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Συλλογή 2010, σ. I‑1107, σημείο 122 και υποσημείωση 101). Βλ. επίσης την απόφαση της 13ης Απριλίου 2010, C‑73/08, Bressol κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I‑2735, σκέψεις 34 επ.).


24–       —      Βλ. απόφαση Bressol κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


25–       —      Βλ. απόφαση Bressol κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26–       —      Κανονισμός (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1).


27–       —      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284, σ. 1).


28–       —      Υπό το ίδιο πνεύμα, βλ. τις αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2008, C‑352/06, Bosmann (Συλλογή 2008, σ. I‑3827, σκέψη 27), και της 12ης Ιουνίου 2012, C‑611/10 και C‑612/10, Hudzinski (σκέψη 44).


29–       —      Αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2010, C‑211/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2010, σ. I‑5267, σκέψη 45), και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑345/09, van Delft κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I‑9879, σκέψη 85).


30–       —      Σημείο 13 του υπομνήματος αντικρούσεως.


31–       —      Βλ. κατωτέρω, σημεία 80 επ.


32–       —      Βλ. την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2008, C‑158/07, Förster (Συλλογή 2008, σ. I‑8507, σκέψη 55).


33–       —      Αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1988, 39/86, Lair (Συλλογή 1988, σ. 3161, σκέψη 16), και 197/86, Brown (Συλλογή 1988, σ. 3205, σκέψη 18), καθώς και της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C‑357/89, Raulin (Συλλογή 1992, σ. I‑1027, σκέψεις 27 επ.).


34–       —      Αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C‑224/98, D’Hoop (Συλλογή 2002, σ. I‑6191, σκέψη 38), και της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑103/08, Gottwald (Συλλογή 2009, σ. I‑9117, σκέψη 32).


35–       —      Αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2005, C‑209/03, Bidar (Συλλογή 2005, σ. I‑2119, σκέψη 56), και Förster (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 48).


36–       —      Απόφαση Gottwald (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34, σκέψη 33).


37–       —      Απόφαση Gottwald (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34, σκέψη 38).


38–       —      Απόφαση Förster (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 60).


39–       —      Απόφαση Gottwald (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34, σκέψεις 37 και 41).


40–       —      Βλ. σημείο 70 ανωτέρω.