Language of document : ECLI:EU:T:2009:189

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2009 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Σύστημα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησαν οι ιταλικές αρχές σε ορισμένες επιχειρήσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών, υπό τη μορφή φορολογικών απαλλαγών και δανείων με προνομιακό επιτόκιο – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Η απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά – Παραδεκτό – Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις – Άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ»

Στην υπόθεση T-297/02,

ACEA SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Giardina, L. Radicati di Brozolo και V. Puca, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την ACSM Como SpA, με έδρα το Como (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους L. Radicati di Brozolo και M. Merola, δικηγόρους,

και

την AEM – Azienda Energetica Metropolitana Torino SpA, με έδρα το Τορίνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Merola και L. Radicati di Brozolo, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον V. Di Bucci,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως των άρθρων 2 και 3 της αποφάσεως 2003/193/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002, [αφορώσας] κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά [έντοκα] δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου (ΕΕ L 77, σ. 21),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, D. Šváby, Σ. Παπασάββα, N. Wahl (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, ACEA SpA, αποτελεί κεφαλαιουχική εταιρία, το 51 % του κεφαλαίου της οποίας κατέχει ο Δήμος Ρώμης (Ιταλία). Συστάθηκε το 1997, κατόπιν μετατροπής της ομώνυμης δημοτικής επιχειρήσεως. Όπως και εκείνη, η προσφεύγουσα αναπτύσσει δραστηριότητα τόσο στον τομέα του ηλεκτρισμού, ως παρέχουσα υπηρεσίες δημόσιου φωτισμού και παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και πωλήσεως ενέργειας, όσο και στον τομέα του νερού, κατά το μέτρο που παρέχει υπηρεσίες συλλογής, προσαγωγής και διανομής πόσιμου νερού και συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων.

 Επί του εθνικού νομικού πλαισίου

2        Ο legge n° 142 ordinamento delle autonomie locali (νόμος αριθ. 142 για την οργάνωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, της 8ης Ιουνίου 1990, GURI αριθ. 135, της 12ης Ιουνίου 1990, στο εξής: νόμος 142/90) εισήγαγε στην Ιταλία μεταρρύθμιση των οργανωτικών μέσων που παρέχει ο νόμος στους δήμους για τη διαχείριση των δημοσίων υπηρεσιών, ιδίως στους τομείς της διανομής ύδατος, αερίου, ηλεκτρισμού και των μεταφορών. Το άρθρο 22 του εν λόγω νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί, προέβλεψε τη δυνατότητα των δήμων να συνιστούν εταιρίες υπό διάφορες νομικές μορφές, προκειμένου να παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η σύσταση εμπορικών εταιριών ή εταιριών περιορισμένης ευθύνης στις οποίες το Δημόσιο κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου (στο εξής: εταιρίες του νόμου 142/90). Η προσφεύγουσα είναι εταιρία του νόμου 142/90.

3        Στο πλαίσιο αυτό, δυνάμει του άρθρου 9 bis του legge n° 488 di conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 1° luglio 1986, n° 318, recante provvedimenti urgenti per la finanza locale (νόμου αριθ. 488, περί της μετατροπής σε νόμο, με τροποποιήσεις, του νομοθετικού διατάγματος 318, της 1ης Ιουλίου 1986, περί θεσπίσεως επειγόντων μέτρων υπέρ των οικονομικών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, της 9ης Αυγούστου 1986, GURI αριθ. 190, της 18ης Αυγούστου 1986), χορηγήθηκαν δάνεια με ειδικό επιτόκιο από το Cassa Depositi e Prestiti (στο εξής: CDDPP) μεταξύ του 1994 και του 1998 προς τις εταιρίες του νόμου 142/90 που παρείχαν δημόσιες υπηρεσίες (στο εξής: δάνεια του CDDPP).

4        Επιπλέον, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφοι 69 και 70, του legge nº 549 (su) misure di razionalizzazione della finanza pubblica (νόμου αριθ. 549 περί των μέτρων εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών, της 28ης Δεκεμβρίου 1995, τακτικό συμπλήρωμα στο GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 1995, στο εξής: νόμος 549/95) και του decreto-legge n° 331 (su) armonizzazione delle disposizioni in materia di imposte sugli oli minerali, sull’alcole, sulle bevande alcoliche, sui tabacchi lavorati e in materia di IVA con quelle recate da direttive CEE e modificazioni conseguenti a detta armonizzazione, nonché disposizioni concernenti la disciplina dei centri autorizzati di assistenza fiscale, le procedure dei rimborsi di imposta, l’esclusione dall’ILOR dei redditi di impresa fino all’ammontare corrispondente al contributo diretto lavorativo, l’istituzione per il 1993 di un’imposta erariale straordinaria su taluni beni ed altre disposizioni tributarie (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 331, περί εναρμονίσεως των φορολογικών διατάξεων σε διαφόρους τομείς, της 30ής Αυγούστου 1993, GURI αριθ. 203, της 30ής Αυγούστου 1993, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 331/9), θεσπίσθηκαν τα ακόλουθα μέτρα υπέρ των εταιριών του νόμου 142/90:

–        η απαλλαγή από όλους τους φόρους μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού κατά τη μετατροπή ειδικών και δημοτικών επιχειρήσεων σε επιχειρήσεις του νόμου 142/90 (στο εξής: απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως),

–        η πλήρης απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, δηλαδή από τον φόρο επί του κέρδους των νομικών προσώπων και από τον τοπικό φόρο εισοδήματος, επί τρία έτη και το αργότερο μέχρι το οικονομικό έτος 1999 (στο εξής: τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών).

 Η διοικητική διαδικασία

5        Κατόπιν υποβολής καταγγελίας αφορώσας τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή ζήτησε, με έγγραφα της 12ης Μαΐου, της 16ης Ιουνίου και της 21ης Νοεμβρίου 1997, από τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν σχετικά πληροφοριακά στοιχεία.

6        Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 1997, οι ιταλικές αρχές παρέσχαν μέρος των στοιχείων που ζητήθηκαν. Εξάλλου, στις 19 Ιανουαρίου 1998, διεξήχθη συνεδρίαση κατόπιν αιτήματος των ιταλικών αρχών.

7        Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 1999, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 220, σ. 14).

8        Αφού παρέλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων τρίτων και των ιταλικών αρχών, η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένως συμπληρωματικά στοιχεία από τις αρχές αυτές. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συναντήσεις μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής και, αφετέρου, των ιταλικών αρχών καθώς και των ενδιαφερομένων τρίτων που παρενέβησαν στη διαδικασία.

9        Ορισμένες εταιρίες του νόμου 142/90, όπως η προσφεύγουσα και οι AEM SpA και Azienda Mediterranea Gas e Acqua SpA (AMGA), οι οποίες εξάλλου άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως (υποθέσεις T-301/02 και T-300/02), προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω τρία είδη μέτρων δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

10      Οι ιταλικές αρχές και η Confederazione Nazionale dei Servizi (Confservizi), συνομοσπονδία στην οποία μετέχουν, μεταξύ άλλων, οι εταιρίες του νόμου 142/90 και οι ειδικές κοινοτικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, συντάχθηκαν, κατ’ ουσίαν, προς την άποψη αυτή.

11      Αντιθέτως, η Bundesverband der deutschen Industrie eV (BDI), γερμανική ένωση της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων παροχής των σχετικών υπηρεσιών, θεώρησε ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και στη Γερμανία.

12      Ομοίως, η Gas-it, ιταλική ένωση ιδιωτών επιχειρηματιών του τομέα της διανομής γκαζιού, δήλωσε ότι τα εν λόγω μέτρα, ιδίως η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

13      Στις 5 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/193/ΕΚ, [αφορώσα] κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά [έντοκα] δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου (ΕΕ L 77, σ. 21, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

 Η προσβαλλομένη απόφαση

14      Η Επιτροπή υπογραμμίζει κατ’ αρχάς ότι η εξέτασή της αφορά μόνον τα συστήματα ενισχύσεων γενικής ισχύος τα οποία θεσπίστηκαν με τα επίδικα μέτρα και όχι τις ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε διάφορες επιχειρήσεις, οπότε η εξέταση στην οποία προβαίνει με την προσβαλλομένη απόφαση είναι γενική και αφηρημένη. Συναφώς, διαπιστώνει ότι η Ιταλική Δημοκρατία «δεν χορήγησε φορολογικά πλεονεκτήματα μεμονωμένα και δεν [της] κοινοποίησε […] καμία ατομική περίπτωση ενίσχυσης, ενώ της διαβίβασε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμησή της». Η Επιτροπή επισημαίνει ότι θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι υποχρεούται να προβεί σε γενική και αφηρημένη εξέταση των επιμάχων συστημάτων τόσον ως προς τον χαρακτηρισμό τους όσο και ως προς τη συμβατότητά τους προς την κοινή αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Κατά την Επιτροπή, τα δάνεια του CDDPP και η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών (στο εξής, από κοινού: επίμαχα μέτρα) συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, η χορήγηση, με κρατικούς πόρους, τέτοιων πλεονεκτημάτων στις εταιρίες του νόμου 142/90 έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της από πλευράς ανταγωνισμού θέσεώς τους σε σχέση με όλες τις λοιπές επιχειρήσεις που επιθυμούν να παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα επίμαχα μέτρα δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ούτε του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ ούτε του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και ότι, επιπλέον, αντιβαίνουν στο άρθρο 43 ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεδομένου ότι οι φόροι αυτοί οφείλονται κατά τη σύσταση νέας οικονομικής οντότητας ή κατά τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ διαφόρων οικονομικών οντοτήτων. Από ουσιαστικής απόψεως, οι δημοτικές επιχειρήσεις, αφενός, και οι εταιρίες του νόμου 142/90, αφετέρου, αποτελούν την ίδια οικονομική οντότητα. Επομένως, η απαλλαγή τους από τους εν λόγω φόρους δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης […] δεν συνιστά ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Άρθρο 2

Η τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος […] καθώς και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τα δάνεια [του CDDPP] συνιστούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Οι ενισχύσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαιτήσει από τους δικαιούχους την επιστροφή της ενίσχυσης που περιγράφεται στο άρθρο 2 και η οποία χορηγήθηκε παράνομα.

Η ανάκτηση της ενίσχυσης γίνεται αμελλητί, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της [προσβαλλομένης] απόφασης.

Η προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνει τους τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία που τέθηκε η ενίσχυση στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης, βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Νοεμβρίου και στις 2 Δεκεμβρίου 2002, αντιστοίχως, οι ACSM Como SpA και AEM – Azienda Energetica Metropolitana Torino SpA ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 12ης Μαΐου 2003, ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου (παλαιά σύνθεση) επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Οι παρεμβαίνουσες κατέθεσαν τα υπομνήματά τους και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

20      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

21      Στις 14 Μαρτίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

22      Στις 8 Αυγούστου 2002, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε επίσης προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C-290/02. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή αυτή και οι προσφυγές στις υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02 και T-309/02 είχαν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ήσαν συναφείς, δεδομένου ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές αλληλοκαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό. Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 2003, το Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση C-290/02, σύμφωνα με το άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου που περατώνει τη δίκη στις υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02 και T-309/02.

23      Με διάταξη της 8ης Ιουνίου 2004, το Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση C-290/02 ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο έχει καταστεί αρμόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών των κρατών μελών κατά της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T-222/04.

24      Με διάταξη της 5ης Αυγούστου 2004, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να εξετάσει την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

25      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε, εγγράφως, ερωτήσεις προς τους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Με διάταξη του προέδρου του ογδόου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 13ης Μαρτίου 2008, οι υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02, T-309/02, T-189/03 και T-222/04 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Απριλίου 2008.

28      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα και τις παρεμβαίνουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η Επιτροπή αμφισβητεί, κατ’ αρχάς, ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής, κατά το μέτρο που η προσφυγή της σκοπεί την ακύρωση του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά τα δάνεια του CDDPP. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν έτυχε των δανείων αυτών.

31      Περαιτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

32      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πράξη γενικής ισχύος, κατά το μέτρο που αφορά σύστημα ενισχύσεων και, συνεπώς, έναν αόριστο και μη προσδιορίσιμο αριθμό επιχειρήσεων, καθοριζομένων με βάση ένα γενικό κριτήριο, όπως είναι η υπαγωγή τους σε μια κατηγορία επιχειρήσεων. Κατ’ αυτήν, η γενική ισχύς και, συνεπώς, η κανονιστική φύση μιας πράξεως δεν αναιρείται από τη δυνατότητα προσδιορισμού, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία η πράξη αυτή έχει εφαρμογή σε δεδομένο χρονικό σημείο, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως την οποία προσδιορίζει η πράξη, σε σχέση με τον σκοπό της πράξεως αυτής.

33      Κατά την Επιτροπή, προκειμένου μια πράξη γενικής ισχύος να αφορά έναν ιδιώτη ατομικά, η πράξη αυτή πρέπει να θίγει τα ειδικά δικαιώματά του ή το κοινοτικό όργανο που την κατάρτισε πρέπει να υποχρεούται να λάβει υπόψη του τις συνέπειες της πράξεως αυτής επί της καταστάσεως του εν λόγω ιδιώτη. Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η προσβαλλομένη απόφαση είχε επιπτώσεις στην κατάσταση όλων των επιχειρήσεων τις οποίες αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε προσβολή των ειδικών δικαιωμάτων ορισμένων επιχειρήσεων οι οποίες θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν σε σχέση με κάθε άλλη επιχείρηση την οποία αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα. Εξάλλου, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν έλαβε ούτε όφειλε να λάβει υπόψη τις συνέπειες της αποφάσεώς της επί της καταστάσεως μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Ούτε η κήρυξη του ασυμβιβάστου ούτε η διαταγή περί ανακτήσεως που περιέχει η προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται στην κατάσταση των κατ’ ιδίαν ληπτών.

34      Κατά την Επιτροπή, η ανάλυσή της επιβεβαιώνεται από τη νομολογία περί κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με την οποία η υπαγωγή σε σύστημα ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο θίγεται ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

35      Οι πιο πρόσφατες αποφάσεις δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την εν λόγω παγία νομολογία. Κατά την Επιτροπή, η λύση που δόθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C-105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-8855, στο εξής: απόφαση Sardegna Lines), δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις προσφυγές τις οποίες ασκεί ο υπαγόμενος σε σύστημα ενισχύσεων το οποίο έχει κριθεί παράνομο και ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά και των οποίων η αναζήτηση έχει διαταχθεί. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ιδίως εφόσον, όπως εν προκειμένω, το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων έχει εξετασθεί κατά τρόπο αφηρημένο. Επιπλέον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Sardegna Lines, η προσφεύγουσα έτυχε στην πραγματικότητα ατομικής ενισχύσεως, διότι επρόκειτο περί πλεονεκτήματος χορηγηθέντος βάσει πράξεως στηριζόμενης σε περιφερειακό νόμο χαρακτηριζόμενο από ευρεία διακριτική ευχέρεια. Επιπλέον, η κατάσταση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο προσεκτικής εξετάσεως κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας.

36      Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν και από εκείνα επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-4087, στο εξής: απόφαση Alzetta), κατά το μέτρο που, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν γνώριζε τον ακριβή αριθμό ούτε την ταυτότητα των δικαιούχων των επιμάχων ενισχύσεων, δεν διέθετε όλα τα σχετικά στοιχεία και δεν γνώριζε το ύψος της χορηγηθείσας σε εκάστη περίπτωση ενισχύσεως. Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών εφαρμόζεται αυτομάτως, ενώ οι ενισχύσεις που ήσαν επίμαχες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Alzetta είχαν χορηγηθεί με μεταγενέστερη πράξη.

37      Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, αυτό που έχει σημασία στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού δεν είναι η γνώση της ταυτότητας μιας επιχειρήσεως, αλλά το γεγονός ότι τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής ορισμένα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως ικανά να δικαιολογήσουν την κατ’ ιδίαν εξέταση. Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν της είχε παρασχεθεί κανένα στοιχείο αποδεικνύον ότι, ως προς την προσφεύγουσα, τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν ενισχύσεις ή συνιστούσαν υφιστάμενες ή σύμφωνες με την κοινή αγορά ενισχύσεις.

38      Εν πάση περιπτώσει, ούτε η συμμετοχή στην επίσημη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ ούτε η διαταγή περί ανακτήσεως την οποία περιέχει η προσβαλλομένη απόφαση αρκούν, κατά την Επιτροπή, για να εξατομικεύσουν την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι προσφυγές τις οποίες ασκούν τα πρόσωπα που μπορούν εν δυνάμει να υπαχθούν σε κοινοποιηθέν σύστημα ενισχύσεων δεν είναι παραδεκτές σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, το ίδιο πρέπει να ισχύει για τις προσφυγές που ασκούν τα πρόσωπα που υπάγονται σε μη κοινοποιηθέν σύστημα ενισχύσεων.

39      Τέλος, η κήρυξη ως απαράδεκτης της προσφυγής που άσκησε εν προκειμένω η προσφεύγουσα δεν συνιστά προσβολή της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, διότι αρκούν τα ένδικα βοηθήματα των άρθρων 241 ΕΚ και 234 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Συλλογή 2002, σ. I-6677).

40      Όσον αφορά το έννομο συμφέρον της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση την αφορά ατομικά διότι αποτελεί εταιρία του νόμου 142/90 και, συνεπώς, επιχείρηση την οποία αφορά το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

41      Σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατ’ αποφάσεως που απευθύνεται προς άλλο πρόσωπο μόνον αν η εν λόγω απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά.

42      Κατά πάγια νομολογία, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην του αποδέκτη μιας αποφάσεως, δύναται να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικώς μόνον αν η εν λόγω απόφαση το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, 942, και της 2ας Απριλίου 1998, C-321/95 P, Greenpeace Council κ.λπ. Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1651, σκέψεις 7 και 28).

43      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής που απαγορεύει ένα τομεακό σύστημα ενισχύσεων, αν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση μόνο λόγω του ότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και μπορεί να επωφεληθεί του εν λόγω συστήματος. Πράγματι, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, μέτρο γενικής ισχύος που εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά γενικώς και αφηρημένως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 15, και απόφαση Alzetta, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Ωστόσο, με τις σκέψεις 34 και 35 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 35 αποφάσεως Sardegna Lines, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, εφόσον η επίμαχη στην υπόθεση αυτή απόφαση δεν αφορούσε τη Sardegna Lines μόνον ως επιχείρηση του ναυτιλιακού κλάδου στη Σαρδηνία και δυνητικώς υπαγόμενη στο σύστημα ενισχύσεων προς τους υπευθύνους για την εκμετάλλευση πλοίων στη Σαρδηνία, αλλά και υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής λήπτριας ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε βάσει του συστήματος αυτού και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, η εν λόγω απόφαση την αφορούσε ατομικά, οπότε η προσφυγή της κατά της αποφάσεως αυτής ήταν παραδεκτή (βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Alzetta, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 39).

45      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα έχει την ιδιότητα της πραγματικής λήπτριας ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο τομεακού συστήματος ενισχύσεων και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T-136/05, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4063, σκέψη 70).

46      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, πρώτον, από την απάντηση της προσφεύγουσας στις γραπτές ερωτήσεις που της απηύθυνε συναφώς το Πρωτοδικείο προκύπτει ότι αυτή όντως αποτελεί πραγματική δικαιούχο ατομικής ενισχύσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του επιμάχου συστήματος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έτυχε της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών κατά τα έτη 1998 και 1999. Η Ιταλική Δημοκρατία δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτόν.

47      Δεύτερον, από το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

48      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, καθόσον πρόκειται για την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

49      Όσον αφορά το αν η προσφεύγουσα θίγεται άμεσα, κατά το μέτρο που το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαιτήσει από τους δικαιούχους την επιστροφή της ενισχύσεως που περιγράφεται στο άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία χορηγήθηκε παράνομα, και κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα η οποία έτυχε της ενισχύσεως αυτής θα πρέπει να την επιστρέψει, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή αφορά άμεσα την προσφεύγουσα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 75).

50      Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και από την απάντηση της προσφεύγουσας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα δεν έτυχε των δανείων του CDDPP κατά το υπό εξέταση διάστημα.

51      Συνεπώς διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά, προκειμένου περί των δανείων του CDDPP.

52      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή κατά το μέτρο που βάλλει κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

 Επί της ουσίας

53      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους:

–        από παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), και από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω ελλείψεως ακριβούς, συγκεκριμένης και διαφοροποιημένης εξετάσεως·

–        από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και από έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατικής ενισχύσεως·

–        από παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω του χαρακτηρισμού του επιμάχου μέτρου ως νέας ενισχύσεως, και, επομένως, από παράβαση των διαδικαστικών κανόνων και από έλλειψη αιτιολογίας·

–        από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και από έλλειψη αιτιολογίας·

–        από έλλειψη νομιμότητας της διαταγής περί ανακτήσεως και από παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ, του κανονισμού 659/1999 και από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω ελλείψεως ακριβούς, συγκεκριμένης και διαφοροποιημένης εξετάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

54      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού 659/1999. Θεωρεί ότι η Επιτροπή πραγματοποίησε αφηρημένη και ελλιπή έρευνα, καθόσον περιορίστηκε σε «γενική και αφηρημένη εξέταση» του επιμάχου μέτρου χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση των διαφόρων καταστάσεων. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

55      Κατά την προσφεύγουσα, το επίμαχο μέτρο κάλυπτε, στην πράξη, ένα φάσμα εξαιρετικά ποικίλων καταστάσεων, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών, και είχε εφαρμογή σε επιχειρήσεις πολύ διαφορετικών μεγεθών. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι οι τελευταίες αυτές επιχειρήσεις ασκούσαν δραστηριότητα σε ποικίλους οικονομικούς τομείς, υπέκειντο σε διαφορετικές κανονιστικές ρυθμίσεις και χαρακτηρίζονταν από διαφοροποιημένες από απόψεως ανταγωνισμού συνθήκες αγοράς.

56      Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να εξετάζει ένα σύστημα ενισχύσεων χωρίς να πρέπει να αναλύει τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις στο πλαίσιο του συστήματος αυτού. Ωστόσο, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, χωρίς λεπτομερέστερη εξέταση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει ότι το επίμαχο μέτρο παρείχε «αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους». Η απόδειξη της υπάρξεως οφέλους είναι απαραίτητη για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, καλούμενη Maribel bis/ter, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 48).

57      Συναφώς, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή προέβη, με το υπόμνημα απαντήσεως, σε συγκεκριμένη εκτίμηση των διαφόρων επιμάχων τομέων, προκειμένου να θεραπεύσει τις σοβαρές ελλείψεις από τις οποίες έπασχε η έρευνα της υποθέσεως και η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αυτή η όψιμη αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί από το Πρωτοδικείο.

58      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αναγνωρίζει την ανεπάρκεια της εξετάσεώς της. Συγκεκριμένα, αφενός, αναφέρει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 72, 85 και 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ενδεχόμενο να κριθούν ατομικές ενισχύσεις σύμφωνες με την κοινή αγορά, λόγω του κανόνα de minimis ή διότι πρόκειται περί υφισταμένων ενισχύσεων ή ακόμη περί ενισχύσεων που έχουν κριθεί σύμφωνες με την κοινή αγορά για λόγους που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αφετέρου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι ιταλικές αρχές δεν παρέσχαν επαρκή πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να προβεί σε κατ’ ιδίαν εξέταση των καταστάσεως των ληπτών. Η προσφεύγουσα αντικρούει τον τελευταίο αυτόν ισχυρισμό. Ακόμη και αν γίνει δεκτή αυτή η προβαλλόμενη ανεπάρκεια πληροφοριακών στοιχείων, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση, κατά την προσφεύγουσα, να ζητήσει εκ νέου στοιχεία πριν εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση, για την οποία άλλωστε χρειάστηκε μακρό χρονικό διάστημα έρευνας, ήτοι πέντε έτη.

59      Οι παρεμβαίνουσες συντάσσονται με την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

60      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ αρχάς ότι, λόγω του γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα των επιμάχων μέτρων, των ετεροκλήτων καταστάσεων που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα και της ελλείψεως πλήρους και αξιόπιστης πληροφορήσεως επί των κατ’ ιδίαν ληπτών, έπρεπε να περιοριστεί στην εξέταση των επιμάχων μέτρων, αφήνοντας την εξέταση των κατ’ ιδίαν περιπτώσεων για το στάδιο εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, απαντώντας στο επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά το μακρό διάστημα έρευνας της υποθέσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είχε κανένα λόγο να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία και να καθυστερήσει έτσι περισσότερο τη διαδικασία.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

61      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι επίμαχο εν προκειμένω είναι ένα γενικής ισχύος σύστημα ενισχύσεων και όχι μια ατομική ενίσχυση.

62      Στην περίπτωση συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφανθεί αν το οικείο σύστημα ενέχει στοιχεία ενισχύσεως, μπορεί να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών και αφηρημένων χαρακτηριστικών του συστήματος αυτού, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων αφορά μια ειδική κατηγορία επιχειρήσεων, δηλαδή τις εταιρίες του νόμου 142/90. Ο χαρακτηρισμός μιας εταιρίας ως τέτοιας είναι η μοναδική προϋπόθεση που απαιτείται προκειμένου να μπορεί η εταιρία αυτή να υπαχθεί στο εν λόγω σύστημα.

64      Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες υπηρεσίες. Πράγματι, όπως δέχεται η προσφεύγουσα, οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά το εν λόγω σύστημα αναπτύσσουν δραστηριότητα σε πολύ διαφορετικούς οικονομικούς τομείς. Εν προκειμένω, πρόκειται για ένα μόνο σύστημα ενισχύσεων το οποίο καλύπτει πλείονες τομείς και όχι για διάφορα συστήματα ενισχύσεων που κατατάσσονται σύμφωνα με την οικεία δραστηριότητα ή αγορά. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη κάθε τύπο δραστηριότητας ή αγοράς προκειμένου να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1987, 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4013, σκέψη 18, Maribel bis/ter, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 48, και της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψεις 89 έως 91).

65      Από την προπαρατεθείσα νομολογία προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει ένα σύστημα ενισχύσεων εκτιμώντας συγχρόνως τις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις εφαρμογής του, κατά μείζονα λόγο εφόσον η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να μειώσει την αποτελεσματικότητα της εξουσίας της ελέγχου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ζητεί αυτεπαγγέλτως πληροφοριακά στοιχεία αφορώντα συγκεκριμένες περιπτώσεις εφαρμογής του επιμάχου συστήματος. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

66      Τέλος, η προσβαλλομένη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη συναφώς. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η εκ μέρους της εξέταση αφορούσε μόνον τα συστήματα ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τα επίδικα μέτρα και όχι τις ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε διάφορες επιχειρήσεις. Επιπλέον, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να περιορισθεί στην ανάλυση των γενικών και αφηρημένων χαρακτηριστικών ενός συστήματος ενισχύσεων προκειμένου να εκτιμήσει αν το εν λόγω σύστημα ενέχει κρατικές ενισχύσεις και αν αυτές είναι σύμφωνες προς τη κοινή αγορά.

67      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και από έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατικής ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ότι η Επιτροπή παρέβη τη σχετική υποχρέωση αιτιολογήσεως.

69      Ο λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη.

70      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι προϋπόθεση προκειμένου να συναχθεί ότι ένα σύστημα ενισχύσεων νοθεύει τον ανταγωνισμό, υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, είναι ότι οι επιχειρήσεις που υπάγονται στο σύστημα αυτό αναπτύσσουν πράγματι δραστηριότητα σε μια αγορά που λειτουργεί υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού.

71      Κατ’ ουσίαν, ισχυρίζεται ότι, όταν ίσχυε η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, αλλά και στη συνέχεια, η παροχή των διαφόρων τοπικών δημοσίων υπηρεσιών δεν γινόταν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού. Ο τομέας της πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας, στον οποίο κάθε επιχείριση παραγωγής ενέργειας είχε υποχρέωση να πωλεί στον κάτοχο του μονοπωλίου, ελευθερώθηκε μόλις το 1999, κατόπιν μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 27, σ. 20). Η διανομή αερίου ελευθερώθηκε μόλις το 2000, κατόπιν μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της Ιταλίας της οδηγίας 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ L 204, σ. 1). Επιπλέον, η διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, ο τομέας της αστικής θερμάνσεως καθώς και η αγορά υπηρεσιών των υδάτων εξαιρούνταν από τον ανταγωνισμό. Συνεπώς, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι τομείς των επιμάχων τοπικών υπηρεσιών ελευθερώθηκαν μετά το διάστημα εφαρμογής της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

72      Επιπλέον, κατά το διάστημα εφαρμογής της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, μόνον κατ’ εξαίρεση υπήρχε δυνατότητα συμμετοχής σε διαγωνισμό για την παροχή τοπικών δημοσίων υπηρεσιών.

73      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι οι επιχειρήσεις που έτυχαν της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν είχαν παρά σπανιότατα, ουδέποτε δε στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, την ευκαιρία να μετάσχουν σε διαγωνισμούς για τη διασφάλιση της διαχειρίσεως υπηρεσιών εκτός της γεωγραφικής ζώνης καταγωγής τους. Συγκεκριμένα, οι συμβάσεις που συνήφθησαν στον τομέα των υδάτων, επί παραδείγματι, ήσαν πολύ λίγες, μικρής αξίας και δεν αφορούσαν την καθαυτό ανάθεση παροχής της υπηρεσίας.

74      Κατά την προσφεύγουσα, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν ήταν ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό για τους τρεις ακόλουθους λόγους: πρώτον, οι εταιρίες του νόμου 142/90 δεν ήσαν ελεύθερες να καθορίζουν μόνες τους τις τιμές δυνάμει των νομικών διατάξεων που διέπουν τους οικείους τομείς· δεύτερον, είχαν πραγματοποιηθεί παραχωρήσεις ή αναθέσεις μακράς διαρκείας προς αυτές, οι οποίες δεν έληξαν κατά το διάστημα ισχύος της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών· τρίτον, τα εισοδήματά τους προορίζονταν κατά κύριο λόγο για την τροφοδοσία των εσόδων των δήμων αναφοράς και διανέμονταν στους μετόχους.

75      Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, είναι αδύνατο να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι οι αγορές τις οποίες αφορούσε η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών λειτουργούσαν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού στους τομείς στους οποίους αυτή αναπτύσσει δραστηριότητα.

76      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, αφού απέδειξε την έλλειψη ανταγωνισμού στις υπό εξέταση αγορές, κατέστη περιττή η επίλυση του ζητήματος αν θίγεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

77      Συναφώς, θεωρεί ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η αγορά των συμβάσεων παραχώρησης των “τοπικών δημοσίων υπηρεσιών” είναι μία ανοιχτή αγορά στον κοινοτικό ανταγωνισμό» έχει αξιωματική χροιά και είναι αφηρημένος.

78      Επιπλέον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως αποδείξεων όσον αφορά την ύπαρξη εμποδίου στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να αιτιολογήσει ενδελεχώς τον χαρακτηρισμό της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατική ενίσχυση. Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε, τελείως υποθετικά και αφηρημένα, τον κίνδυνο για τον ανταγωνισμό που απορρέει από την επέκταση των δραστηριοτήτων των εταιριών του νόμου 142/90 προς άλλες δραστηριότητες εκτός από αυτές των παραχωρήσεων δημοσίων υπηρεσιών ή από τα φορολογικά πλεονεκτήματα των οποίων έτυχαν οι εταιρίες αυτές, χωρίς να προβεί σε καμία εξακρίβωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών ούτε σε ορθή ανάλυση των διαφόρων οικονομικών τομέων.

79      Οι παρεμβαίνουσες συντάσσονται προς την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

80      Η Επιτροπή αρνείται όλους τους προβληθέντες ισχυρισμούς και θεωρεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

81      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να πρόκειται περί επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. I-7747, στο εξής: απόφαση Altmark, σκέψεις 74 και 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 3ης Μαρτίου 2005, C-172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 27).

82      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αφορούν τον επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου και τις επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

83      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτών των δύο προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση Unicredito Italiano, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Επίσης, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση ενός συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να περιοριστεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του εν λόγω συστήματος προκειμένου να εκτιμήσει, με τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της, αν αυτό, λόγω των λεπτομερειών που προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους υπαγόμενους στο σύστημα σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και εάν το σύστημα αυτό μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο (απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 64 ανωτέρω).

85      Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στην κοινοτική αγορά μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T-92/00 και T-103/92, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Εξάλλου, δεν υφίσταται κάποιο όριο ή κάποιο ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Πράγματι, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μικρό μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, καλούμενη Tubemeuse, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 43, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4103, σκέψη 42, και απόφαση Altmark, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψη 81).

87      Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ουδόλως αποκλείεται μια δημόσια επιδότηση, χορηγούμενη σε επιχείρηση η οποία παρέχει απλώς τοπικές ή περιφερειακές μεταφορικές υπηρεσίες και η οποία δεν παρέχει τέτοιες υπηρεσίες εκτός του κράτους καταγωγής της, να μπορεί, παρά ταύτα, να έχει επιπτώσεις επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, όταν κράτος μέλος χορηγεί δημόσια επιδότηση σε επιχείρηση, η εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής παροχή μεταφορικών υπηρεσιών μπορεί να διατηρείται στο ίδιο επίπεδο ή να αυξάνεται, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη να παρέχουν τις μεταφορικές υπηρεσίες τους στην αγορά του κράτους μέλους αυτού (απόφαση Altmark, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψεις 77 και 78).

88      Εν προκειμένω, ως προς την προϋπόθεση που αφορά τον επηρεασμό του ανταγωνισμού, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε βεβαίως ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 δεν ανέπτυσσαν δραστηριότητα σε αγορές που λειτουργούν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, αναφερόμενη, ιδίως, στους δικούς της τομείς δραστηριοτήτων, δεν προσκόμισε κανένα λυσιτελές αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού ότι όλοι οι τομείς των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών δεν λειτουργούσαν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού κατά το διάστημα εκείνο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι πρόκειται, εν προκειμένω, περί συστήματος ενισχύσεων το οποίο κάλυπτε πολλούς τομείς και όχι περί διαφόρων συστημάτων ενισχύσεων καθένα από τα οποία αφορούσε συγκεκριμένο τομέα.

89      Το γεγονός ότι το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων έχει εφαρμογή αποκλειστικώς και μόνο στις εταιρίες του νόμου 142/90, ασχέτως των δραστηριοτήτων τους, και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές αναπτύσσουν πράγματι δραστηριότητα σε διαφόρους τομείς της οικονομίας, μεταξύ αυτών που λειτουργούν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, αρκεί προκειμένου να συναχθεί ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί, από μόνο του, να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

90      Συναφώς, σημειωτέον ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 73 και 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορισμένοι από τους οικείους τομείς, όπως αυτοί των φαρμακευτικών προϊόντων, των αποβλήτων του αερίου, του ηλεκτρισμού και του ύδατος, χαρακτηρίζονταν από ορισμένο βαθμό ανταγωνισμού κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των επιμάχων μέτρων.

91      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, στους τομείς δραστηριότητας των εταιριών του νόμου 142/90, οι επιχειρήσεις μετέχουν σε διαγωνισμούς με αντικείμενο την παραχώρηση τοπικών δημοσίων υπηρεσιών εντός διαφόρων δήμων και ότι η αγορά των εν λόγω παραχωρήσεων είναι αγορά που λειτουργεί υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 67 και 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

92      Συνεπώς, ο ισχυρισμός που αντλείται από την έλλειψη ανταγωνισμού και, συνεπώς, επιπτώσεων στο διακρατικό εμπόριο, λόγω του ότι στην πραγματικότητα η παροχή των οικείων υπηρεσιών έχει ανατεθεί απευθείας στις εταιρίες του νόμου 142/90, πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, η απευθείας ανάθεση δεν αποδυναμώνει τη διαπίστωση που πραγματοποιήθηκε στις προηγούμενες σκέψεις, κατά την οποία η σχετική αγορά χαρακτηριζόταν, τουλάχιστον, από κάποιο βαθμό ανταγωνισμού. Αφετέρου, ο ισχυρισμός αυτός τείνει μάλλον να αποδείξει τα περιοριστικά αποτελέσματα των επιμάχων μέτρων επί του ανταγωνισμού και όχι την έλλειψη ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποκλείεται απλώς και μόνον η ύπαρξη ενισχύσεως υπέρ των εταιριών του νόμου 142/90 να δημιούργησε κίνητρο για τους δήμους προκειμένου να αναθέτουν απευθείας στις εταιρίες αυτές την παροχή υπηρεσιών, αντί να προβαίνουν σε παραχωρήσεις στο πλαίσιο ανοικτών διαδικασιών.

93      Όσον αφορά ακριβώς το ζήτημα αν τα επίμαχα μέτρα νόθευσαν ή απείλησαν να νοθεύσουν τον βαθμό του υφιστάμενου στην αγορά ανταγωνισμού, διαπιστώνεται ότι τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσαν την ανταγωνιστική θέση των εταιριών του νόμου 142/90 σε σχέση με κάθε άλλη ιταλική ή αλλοδαπή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στη σχετική αγορά. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επιχειρήσεις που δεν έχουν τη νομική μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας και των οποίων το κεφάλαιο δεν κατέχουν κατά πλειοψηφία οι αρχές τοπικής αυτοδιοικήσεως βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όταν επιθυμούν να μετάσχουν σε διαγωνισμό για την ανάθεση της παροχής ορισμένης υπηρεσίας σε ορισμένη περιφέρεια.

94      Επιπλέον, οι δραστηριότητες των εταιριών του νόμου 142/90 δεν περιορίζονται στον τομέα των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών. Επομένως, το επίμαχο μέτρο μπορεί να διευκολύνει την επέκταση των εν λόγω εταιριών σε άλλες αγορές που λειτουργούν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, παράγοντας έτσι αποτελέσματα στρεβλώσεως ακόμη και σε άλλους τομείς πλην του τομέα των τοπικών υπηρεσιών. Συναφώς, από τον νόμο 142/90, όπως έχει ερμηνευθεί από το Corte suprema di cassazione (ιταλικό ακυρωτικό δικαστήριο), απόφαση αριθ. 4989, της 6ης Μαΐου 1995, και από το Consiglio di Stato (ιταλικό Συμβούλιο Επικρατείας), απόφαση αριθ. 4586, της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, προκύπτει ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν δραστηριότητα και σε άλλες περιφέρειες, τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό, και σε τομείς διαφορετικούς από αυτούς των δημοσίων υπηρεσιών που προβλέπει το καταστατικό τους, εκτός εάν τούτο τους απορροφά σε σημαντικό βαθμό πόρους και μέσα, πράγμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει ζημία στον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το υπό εξέταση μέτρο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

96      Ως προς την προϋπόθεση που αφορά τον επηρεασμό του διακρατικού εμπορίου, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το γεγονός ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 είναι οι μόνες που ασκούν δραστηριότητα στην εγχώρια αγορά τους ή στην επικράτεια καταγωγής τους δεν είναι καθοριστικό. Συγκεκριμένα, το διακρατικό εμπόριο θίγεται από το οικείο μέτρο εφόσον μειώνονται οι πιθανότητες των εγκατεστημένων εντός άλλων κρατών μελών επιχειρήσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην ιταλική αγορά (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω).

97      Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε με την αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το υπό εξέταση μέτρο μπορούσε να δημιουργήσει εμπόδιο στις αλλοδαπές επιχειρήσεις που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στην Ιταλία ή να προσφέρουν εκεί τις υπηρεσίες τους και κατά συνέπεια επηρέαζε το ενδοκοινοτικό εμπόριο, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

98      Συγκεκριμένα, αφενός, το επίμαχο μέτρο προκαλεί ζημία στις αλλοδαπές επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για τη σύναψη τοπικών συμβάσεων παραχωρήσεως με σκοπό την παροχή δημοσίων υπηρεσιών στην Ιταλία, δεδομένου ότι οι υπαγόμενες στο εν λόγω σύστημα δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να προσφέρουν ανταγωνιστικότερες τιμές απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους από το ίδιο ή από άλλο κράτος μέλος οι οποίοι δεν υπάγονται στο σύστημα αυτό. Αφετέρου, το επίμαχο μέτρο καθιστά λιγότερο ελκυστική για τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών την επένδυση στον τομέα των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών στην Ιταλία (για παράδειγμα με την ανάληψη πλειοψηφικής συμμετοχής), δεδομένου ότι οι δυνάμενες να εξαγορασθούν επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να τύχουν του ευεργετήματος του υπό εξέταση μέτρου (ή θα μπορούσαν να χάσουν το σχετικό ευεργέτημα) λόγω της φύσεως των νέων μετόχων τους (βλ. αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις που αφορούν τον επηρεασμό του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

100    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τις δύο αυτές προϋποθέσεις, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε συνοπτικώς πλην σαφώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 64, 69, 73 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ήταν ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Επιπλέον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά αποτελέσματα των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-307, σκέψη 33).

101    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω του χαρακτηρισμού των επιμάχων μέτρων ως νέων ενισχύσεων, και, επομένως, από παράβαση των διαδικαστικών κανόνων και από έλλειψη αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

102    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση και ότι, επομένως, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 88 ΕΚ και το άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημεία i και v, του κανονισμού 659/1999. Προβάλλει επίσης έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού.

103    Ο λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη.

104    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι πρόκειται περί υφισταμένων ενισχύσεων, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού 659/1999, διότι οι σχετικές αγορές δεν λειτουργούσαν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού κατά το κρίσιμο διάστημα. Συγκεκριμένα, οι εταιρίες του νόμου 142/90 μπορούσαν να λειτουργούν μόνον εντός της περιφέρειας που τους είχε ανατεθεί και υπό καθεστώς αποκλειστικότητας. Επομένως, το επίμαχο μέτρο κατέστη εν πάση περιπτώσει κρατική ενίσχυση το νωρίτερο κατόπιν της προβαλλόμενης ενάρξεως λειτουργίας των οικείων τομέων υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού.

105    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, το οποίο βασίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο i, του κανονισμού 659/1999, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εκμετάλλευση, υπό καθεστώς μονοπωλίου, των υπηρεσιών δημοσίων συμφέροντος από τους δήμους και τις δημοτικές επιχειρήσεις απαλλάσσεται των φόρων από την αρχή του προηγούμενου αιώνα.

106    Κατά την προσφεύγουσα, υπήρξε συνέχεια μεταξύ, αφενός, του φορολογικού καθεστώτος στο οποίο υπάγονταν οι δήμοι και οι δημοτικές επιχειρήσεις για τις δραστηριότητες εκμεταλλεύσεως τοπικών δημοσίων υπηρεσιών και, αφετέρου, της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών για τις εταιρίες του νόμου 142/90. Συγκεκριμένα, οι δημοτικές επιχειρήσεις και οι εταιρίες του νόμου 142/90 αποτελούν κατ’ ουσίαν τα ίδια νομικά πρόσωπα.

107    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να αποδείξει ότι το νέο μέτρο επηρέασε την «ουσία του αρχικού καθεστώτος», πράγμα το οποίο συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση προκειμένου μια υφιστάμενη ενίσχυση να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση, υπό την έννοια της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2002, T-195/01 και T-207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2309). Τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν τροποποιήθηκαν και η κατηγορία των δικαιούχων δεν διευρύνθηκε.

108    Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η προβαλλόμενη από την Επιτροπή ύπαρξη ενδιαμέσου χρονικού διαστήματος μεταξύ του καθεστώτος των δημοτικών επιχειρήσεων και αυτού των εταιριών του νόμου 142/90, διότι οι δημοτικές επιχειρήσεις συνέχισαν να υπάγονται στο παλαιό φορολογικό καθεστώς μέχρι τη μετατροπή τους σε εταιρίες του νόμου 142/90, η οποία πραγματοποιήθηκε μόνο με τη θέσπιση του νέου φορολογικού καθεστώτος. Επομένως, οι εταιρίες του νόμου 142/90 ουδέποτε υποβλήθηκαν στον φόρο εισοδήματος εταιριών μεταξύ του 1990 και του 1993.

109    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η συλλογιστική της Επιτροπής είναι αντιφατική, καθόσον δέχεται κατ’ αρχάς την ύπαρξη οικονομικής και ουσιαστικής ταυτότητας μεταξύ των εταιριών του νόμου 142/90 και των πρώην δημοτικών επιχειρήσεων όσον αφορά την απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως και στη συνέχεια παραβλέπει την ταυτότητα αυτή κατά την ανάλυση της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

110    Κατά την προσφεύγουσα, ούτε το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 3, του νόμου 142/90 ούτε η εθνική νομοθεσία την οποία παραθέτει η Επιτροπή έχουν σκοπό να διακρίνουν, από πλευράς ουσιαστικού και εδαφικού πεδίου δραστηριοτήτων, μεταξύ των εταιριών του νόμου 142/90 και των δημοτικών ή ειδικών επιχειρήσεων.

111    Οι παρεμβαίνουσες συντάσσονται προς την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

112    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος αυτός πρέπει απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

113    Με την απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C-44/93, Namur-Les assurances du crédit (Συλλογή 1994, σ. I-3829), το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο από το περιεχόμενο όσο και από τον σκοπό του άρθρου 88 ΕΚ προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, όσες ενισχύσεις προϋπήρχαν της ημερομηνίας ενάρξεως της Συνθήκης ΕΚ και όσες τέθηκαν νομοτύπως σε εφαρμογή υπό τις συνθήκες που προβλέπονται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, περιλαμβανομένων εκείνων που προέκυψαν από την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου αυτού, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815, σκέψεις 4 έως 6), ενώ πρέπει να θεωρηθούν ως νέες ενισχύσεις, για τις οποίες υφίσταται η προβλεπόμενη σ’ αυτή την τελευταία διάταξη υποχρέωση κοινοποιήσεως, τα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη θέσπιση ή στην τροποποίηση ενισχύσεων, οι δε τροποποιήσεις μπορούν να αφορούν είτε υφιστάμενες ενισχύσεις είτε αρχικά σχέδια κοινοποιηθέντα στην Επιτροπή.

114    Όσον αφορά τις υφιστάμενες ενισχύσεις, το άρθρο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999 περιέλαβε και καθιέρωσε τους κανόνες που διατύπωσε η νομολογία.

115    Κατά τη διάταξη αυτή, συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση:

i)      κάθε ενίσχυση η οποία προϋφίστατο της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης EK στο οικείο κράτος μέλος·

ii)       κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα συστήματα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

iii)  κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι έχει εγκριθεί λόγω του ότι η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση εντός προθεσμίας δύο μηνών η οποία κατ’ αρχήν αρχίζει να τρέχει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης και την οποία η Επιτροπή διαθέτει προκειμένου να πραγματοποιήσει προκαταρκτική εξέταση·

iv)       κάθε ενίσχυση ως προς την οποία παρήλθε η δεκαετής προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την ανάκτηση·

v)       κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια κατέστη ενίσχυση λόγω της εξελίξεως της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθερώσεως μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθερώσεως.

116    Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, κάθε τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως πρέπει να θεωρείται ως νέα ενίσχυση.

117    Κατ’ ουσίαν, τα μέτρα που αποσκοπούν στη θέσπιση ενισχύσεων ή στην τροποποίηση υφισταμένων ενισχύσεων συνιστούν νέες ενισχύσεις. Ειδικότερα, εφόσον η τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού συστήματος, μεταβάλλεται το σύστημα αυτό σε νέο σύστημα ενισχύσεων. Όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια ουσιώδη τροποποίηση όταν το νέο στοιχείο μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από το αρχικό σύστημα (απόφαση Government of Gibraltar, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψεις 109 έως 111).

118    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν εμπίπτει στη δεύτερη, στην τρίτη ή στην τέταρτη από τις περιπτώσεις του άρθρου 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999 που επιτρέπουν να θεωρηθεί ένα μέτρο ενισχύσεως ως υφιστάμενη ενίσχυση. Επιπλέον, δεν έγινε επίκληση των περιπτώσεων αυτών από την προσφεύγουσα.

119    Το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο να εξετασθεί κατ’ αρχάς το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου.

120    Ως προς την πρώτη από τις καταστάσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών θεσπίσθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 331/93 και με τον νόμο 549/95. Το 1990, ενώ με τον νόμο 142/90 θεσπίσθηκε μεταρρύθμιση των νομίμων οργανωτικών μέσων που είχαν στη διάθεσή τους οι δήμοι για τη διαχείριση των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα συστάσεως εταιριών περιορισμένης ευθύνης με κατά πλειοψηφία συμμετοχή του Δημοσίου, καμία απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος δεν προβλέφθηκε για τις εταιρίες αυτές.

121    Συγκεκριμένα, κάθε εταιρία του νόμου 142/90, συσταθείσα μεταξύ του 1990 και της ενάρξεως ισχύος, στις 30 Αυγούστου 1993, του άρθρου 66 του νομοθετικού διατάγματος 331/93, υπέκειτο στον φόρο εισοδήματος.

122    Κατά συνέπεια, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου το φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως να καταλάβει τις εταιρίες του νόμου 142/90, ο Ιταλός νομοθέτης έπρεπε να θεσπίσει νέα νομοθεσία πολλές δεκαετίες μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ.

123    Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η απαλλαγή από τους φόρους για τις δημοτικές επιχειρήσεις θεσπίστηκε μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ και ότι παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1995, γεγονός παραμένει ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 διαφέρουν ουσιωδώς από τις δημοτικές επιχειρήσεις. Η επέκταση των φορολογικών πλεονεκτημάτων που ισχύουν για τις δημοτικές και τις ειδικές επιχειρήσεις σε μια νέα κατηγορία δικαιούχων, όπως είναι οι εταιρίες του νόμου 142/90, συνιστά τροποποίηση που μπορεί να διαχωρισθεί από το αρχικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται με την απόφαση του Consiglio di Stato nº 4586, της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, υπάρχουν νομικές διαφορές μεταξύ των εταιριών του νόμου 142/90 και των δημοτικών επιχειρήσεων λόγω του ότι, μεταξύ άλλων, οι μεν δεν υπόκεινται στο αυστηρό εδαφικό όριο που επιβάλλεται στις δε και ότι τα πεδία δραστηριότητας των μεν είναι πολύ πιο εκτεταμένα. Έτσι, όπως έχει υπογραμμισθεί στη σκέψη 94 ανωτέρω, οι εταιρίες του νόμου 142/90 έχουν τη δυνατότητα να δρουν εκτός της περιφέρειας αναφοράς τους τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό, και σε τομείς διαφορετικούς από αυτούς της δημόσιας υπηρεσίας που προβλέπει το καταστατικό τους, εκτός εάν τούτο τους απορροφά σε σημαντικό βαθμό πόρους και μέσα, πράγμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει ζημία στον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως.

124    Κατά συνέπεια, όπως εξηγεί η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη και αν οι εταιρίες του νόμου 142/90 διαδέχθηκαν τις δημοτικές επιχειρήσεις στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις τους, η νομοθεσία που καθορίζει το ουσιαστικό και το γεωγραφικό πεδίο δραστηριότητάς τους έχει μεταβληθεί ουσιωδώς.

125    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών που θεσπίζουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 70, του νόμου 549/95 και του άρθρου 66, παράγραφος 14, του νομοθετικού διατάγματος 331/93 δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο i, του κανονισμού 659/1999.

126    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού 659/1999, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή μόνον ως προς μέτρα που δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά τον χρόνο θέσεώς τους σε ισχύ. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως εξηγεί η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 83 έως 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίμαχο μέτρο θεσπίσθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο οι αγορές λειτουργούσαν, εν πάση περιπτώσει, αν και πιθανότατα σε διαφορετικούς βαθμούς, υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού 659/1999.

127    Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η παραγωγή ενέργειας ελευθερώθηκε μόλις το 1999. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, πρόκειται περί συστήματος ενισχύσεων αφορώντος μια ειδική κατηγορία επιχειρήσεων που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε πλείονες τομείς. Δεν μπορεί, για τον λόγο αυτόν, να απαιτείται από την Επιτροπή να προβεί σε εξέταση ανά τομέα. Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το ενδεχόμενο αυτό με την προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

128    Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας.

129    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη αντίφαση μεταξύ της εξετάσεως της απαλλαγής από τους φόρους μεταβιβάσεως και της αφορώσας την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, αναλόγως του αν οι δημοτικές επιχειρήσεις και οι εταιρίες του νόμου 142/90 θεωρούνται ως οικονομικώς και ουσιαστικώς αυτοτελή νομικά πρόσωπα ή όχι, παρατηρείται ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλομένη απόφαση, στηριζόμενη στα πληροφοριακά στοιχεία που της παρέσχε η Ιταλική Κυβέρνηση, επισήμανε ότι έκρινε ότι η πρώτη απαλλαγή δικαιολογούνταν από τη φύση και τη γενική οικονομία του υπό εξέταση συστήματος. Χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του βασίμου της εκτιμήσεως αυτής, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έσφαλε ενδεχομένως όσον αφορά την απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν σημαίνει ότι πρέπει να ακυρωθεί ένα άλλο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

130    Κατόπιν των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και από έλλειψη αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

131    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, καθόσον απέκλεισε το ενδεχόμενο να αποτελεί το επίμαχο μέτρο κρατική ενίσχυση συμβατή προς την κοινή αγορά, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Η συμβατότητα του επιμάχου μέτρου προς την κοινή αγορά βάσει της διατάξεως αυτής απορρέει, κατά την προσφεύγουσα, από το ότι το μέτρο αυτό κατέστησε δυνατή την αναδιάρθρωση των δημοτικών επιχειρήσεων και τη μετάβαση σε μια αγορά λειτουργούσα υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Συνεπώς, η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένως την υπό κρίση περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφαση.

132    Εξάλλου, η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση είναι αντιφατική, διότι με αυτήν κρίνεται ότι δεν ασκούν επιρροή οι προηγούμενες αποφάσεις τις οποίες υπενθύμισαν οι επιχειρήσεις που παρενέβησαν κατά τη διοικητική διαδικασία, όπως η απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 1999, αφορώσα τους μεταβατικούς κανόνες για την κατάργηση της απαλλαγής από τον εταιρικό φόρο των δημοτικών επιχειρήσεων μεταφορών (ΕΕ C 379, σ. 11), και η απόφαση 2000/410/ΕΚ, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το πρόγραμμα χορήγησης ενισχύσεων που σχεδιάζει να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ του γαλλικού λιμενικού κλάδου (ΕΕ L 155, σ. 52). Όπως εν προκειμένω, τα φορολογικά μέτρα που αφορούσαν οι δύο αυτές αποφάσεις σκοπούσαν στη διασφάλιση της μεταβάσεως από ένα καθεστώς μονοπωλίου προς ένα καθεστώς ελευθέρου ανταγωνισμού.

133    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, χωρίς τη θέσπιση του επιμάχου μέτρου, η μετατροπή των δημοτικών επιχειρήσεων σε κεφαλαιουχικές εταιρίες ουδέποτε θα είχε πραγματοποιηθεί. Το εν λόγω μέτρο ήταν απαραίτητο για να ευνοηθεί η μετάβαση των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών σε καθεστώς ελευθέρου ανταγωνισμού, διασφαλιζομένης της διαφάνειας στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δημοσίων αρχών και των παρεχόντων υπηρεσίες. Το επίμαχο μέτρο ανταποκρινόταν στη θεμελιώδη απαίτηση διασφαλίσεως μιας μεταβατικής περιόδου για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων αυτών, χωρίς ωστόσο να διακυβεύεται η συνέχεια της παροχής της δημόσιας υπηρεσίας. Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης έλλειψη αιτιολογίας συναφώς.

134    Οι παρεμβαίνουσες συντάσσονται με την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

135    Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, το επίμαχο μέτρο κρίθηκε ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, διότι θεσπίσθηκε κατά παράβαση του άρθρου 43 ΕΚ, πράγμα το οποίο δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα. Επικουρικώς, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

136    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18). Συνεπώς, ο ασκούμενος από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

137    Περαιτέρω, κατά παγία νομολογία, για να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις πρέπει να συνδέονται με συνεπές πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως που πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή με όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-2481, σκέψη 45).

138    Εν προκειμένω, όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, από αυτήν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αν η ενίσχυση μπορούσε να κριθεί σύμφωνη με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, πρώτον, υπό το πρίσμα των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά [...] τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 288, σ. 2) και, στη συνέχεια, ανεξαρτήτως των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Συναφώς, εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα (αιτιολογικές σκέψεις 97 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

139    Περαιτέρω, από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών να υπόκειται στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ δεν πληρούνταν. Η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν σκοπούσε στην αποκατάσταση της αποδοτικότητας των δικαιούχων και δεν προοριζόταν μόνο για τις προβληματικές επιχειρήσεις. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο συνέβαινε, δεν υποβλήθηκε κανένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως ούτε κανένα μέτρο που σκοπεί στην αποκατάσταση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που είναι εγγενείς στη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων. Κατά τη νομολογία, για να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις πρέπει να συνδέονται με συνεπές πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως που πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή με όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-2481, σκέψη 45).

140    Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο το επίμαχο μέτρο διευκόλυνε τη μετάβαση από μια οικονομία μονοπωλιακής αγοράς προς την οικονομία μιας αγοράς που λειτουργεί υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι το επίμαχο μέτρο δημιούργησε εντονότερο ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, όπως έχει επισημανθεί, οι σχετικές αγορές χαρακτηρίζονταν ήδη από ορισμένο βαθμό ανταγωνισμού και, επομένως, το επίμαχο μέτρο μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

141    Όσον αφορά την προβαλλόμενη αντίφαση μεταξύ της απόψεως που υιοθετήθηκε εν προκειμένω και αυτής που έγινε δεκτή με άλλες αποφάσεις της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι από τις δύο αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα προκύπτει ότι οι καταστάσεις τις οποίες αφορούσαν δεν είναι συγκρίσιμες προς την υπό κρίση. Όσον αφορά την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1999, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, απαγορεύθηκε στους δικαιούχους της φορολογικής απαλλαγής στην υπόθεση εκείνη η συμμετοχή σε διαγωνισμούς εκτός της περιφέρειας αναφοράς τους, μέχρι την ελευθέρωση των δικών τους εγχωρίων αγορών. Όσον αφορά την απόφαση 2000/410, η χορήγηση των επιμάχων ενισχύσεων στην υπόθεση εκείνη εξαρτιόταν από την πραγματοποίηση επενδύσεων για τη μεταβίβαση και την αντικατάσταση υφισταμένων εξοπλισμών.

142    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη νομιμότητας της διαταγής περί ανακτήσεως και από παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας

143    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα επικαλείται την έλλειψη νομιμότητας της απευθυνθείσας στην Ιταλική Δημοκρατία διαταγής περί ανακτήσεως, εις χείρας των ληπτών, της ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει συστημάτων που κηρύχθηκαν ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά καθώς και παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας. Ο λόγος αυτός έχει δύο σκέλη.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του πρώτου σκέλους, αντλούμενου από έλλειψη νομιμότητας της διαταγής περί ανακτήσεως, λαμβανομένης υπόψη της αφηρημένης εκτιμήσεως του επιμάχου μέτρου

144    Κατά την προσφεύγουσα, με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως διατάσσεται η Ιταλική Δημοκρατία να ανακτήσει όλες τις ενισχύσεις των οποίων έτυχαν οι εταιρίες του νόμου 142/90, ενώ η Επιτροπή αναγνώρισε το ενδεχόμενο ορισμένες ενισχύσεις, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποιες, να μην είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η Ιταλική Δημοκρατία υποχρεούται να προβεί σε πολύ σύνθετη ανάλυση των πραγματικών περιστατικών, της οποίας η εξουσία εκτιμήσεως υπερβαίνει κατά πολύ τις αρμοδιότητές της, και βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να προβεί στην ανάκληση μέτρων που δεν συνιστούν ενισχύσεις ή συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις ή ακόμη ενισχύσεις που μπορεί να είναι σύμφωνες ή να κηρυχθούν σύμφωνες προς την κοινή αγορά με μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής.

145    Κατά την προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως διαδικαστικού πλαισίου που συνοδεύει τη διαταγή ανακτήσεως της Επιτροπής, η Επιτροπή έπρεπε είτε να εξετάσει η ίδια λεπτομερώς τις διάφορες περιπτώσεις στις οποίες μπορούσε να δοθεί αποτελεσματικά η διαταγή ανακτήσεως είτε να περιοριστεί στην αφηρημένη εξέταση του συστήματος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έπρεπε να παραιτηθεί της διαταγής ανακτήσεως των χορηγηθεισών ενισχύσεων.

146    Η προσφεύγουσα επισημαίνει μια αντίφαση, στα επιχειρήματα της Επιτροπής, μεταξύ της δυνατότητας των εθνικών αρχών να θεωρούν ατομικές ενισχύσεις ως σύμφωνες με την κοινή αγορά (αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και του ισχυρισμού περί της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής προκειμένου να εκτιμά αν οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

147    Δεν βάλλει κατά της αναφοράς στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 64 ανωτέρω, αλλά υπενθυμίζει ότι πρέπει να καθορισθεί ο χρόνος πραγματοποιήσεως της συγκεκριμένης αναλύσεως των κατ’ ιδίαν περιπτώσεων: ο χρόνος αυτός πρέπει να είναι ο χρόνος εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

148    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επιπλέον ότι η νομολογία την οποία παρέθεσε η Επιτροπή αναφέρεται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες ήταν αδύνατον, αντιθέτως προς την υπό κρίση υπόθεση, να γίνει διάκριση των επιδίκων ενισχύσεων υπό το πρίσμα των διαφορετικών ατομικών καταστάσεων των ληπτών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επέκρινε ρητώς την Επιτροπή με δύο αποφάσεις, διότι δεν διαφοροποίησε τις εξετασθείσες ενισχύσεις υπό το πρίσμα των πραγματικών στοιχείων (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8031, και της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-1487).

149    Οι παρεμβαίνουσες συντάσσονται με την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

150    Η Επιτροπή αντικρούει όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας

151    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η διαταγή περί ανακτήσεως του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι άκυρη λόγω της εκ μέρους της Επιτροπής παραβιάσεως των γενικών αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας.

152    Θεωρεί ότι πολυάριθμοι παράγοντες συντέλεσαν στο να της δημιουργηθεί πραγματική εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα του επιμάχου μέτρου, δηλαδή η πεποίθηση ότι υπήρχε ταυτότητα μεταξύ των δύο διαδοχικών φορολογικών καθεστώτων, η συμπεριφορά των ιταλικών αρχών και, τέλος, η συμπεριφορά της Επιτροπής, καθόσον κίνησε το πρώτον την επίσημη διαδικασία εξετάσεως τέσσερα έτη μετά τη λήψη του επιμάχου μέτρου και, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, δεν απάντησε στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ούτε χρησιμοποίησε την εξουσία να απευθύνει διαταγές την οποία της απονέμουν τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 659/1999 κατά τη διάρκεια της τριετούς έρευνας της υποθέσεως.

153    Εν πάση περιπτώσει, λόγω της εκ μέρους του Ιταλού νομοθέτη θεσπίσεως της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, η προσφεύγουσα δεν όφειλε να πληρώσει τον φόρο εισοδήματος εταιριών για το διάστημα από το 1997 μέχρι το 1999, διότι μια επιχείρηση δεν υποχρεούται να καταβάλει φόρους τους οποίους δεν προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

154    Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, λόγω της θεμελιώδους μεταβολής των συνθηκών της αγοράς και της καταστάσεως των επιχειρήσεων, η ανάκτηση των ενισχύσεων προδήλως δεν είναι ικανή να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και, επομένως, δεν είναι δικαιολογημένη. Επιπλέον, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ωφέλησε όχι μόνον τις εταιρίες του νόμου 142/90, αλλά και τους δήμους που είναι μέτοχοί τους.

155    Οι παρεμβαίνουσες συντάσσονται με την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά το σκέλος αυτό του λόγου ακυρώσεως.

156    Η Επιτροπή αντικρούει όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

157    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, κατά παγία νομολογία, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, στην περίπτωση ενός συστήματος ενισχύσεων, να περιοριστεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του συστήματος.

158    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι μια αρνητική απόφαση η οποία αφορά ένα σύστημα ενισχύσεων δεν είναι αναγκαίο να περιέχει ανάλυση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις βάσει του συστήματος αυτού. Μόνο στο επίπεδο της αναζητήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 91).

159    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά παγία νομολογία, η κατάργηση μιας ενισχύσεως που χορηγήθηκε παράνομα, μέσω της αναζητήσεώς της καθώς και των σχετικών με αυτήν τόκων, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του ασυμβιβάστου της προς την κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου Tubemeuse, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86, σκέψη 66, της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 47, και της 29ης Ιουνίου 2004, C-110/02, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-6333, σκέψη 41).

160    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι η νομολογία αυτή ισχύει τόσο για τις ατομικές ενισχύσεις όσο και για τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο ενός συστήματος ενισχύσεων.

161    Ωστόσο, η γενική και αφηρημένη ανάλυση ενός συστήματος ενισχύσεων δεν αποκλείει, σε μια κατ’ ιδίαν περίπτωση, το χορηγηθέν βάσει του συστήματος αυτού ποσό να μην εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, επί παραδείγματι, λόγω του ότι η ατομική χορήγηση ενισχύσεως εμπίπτει στους κανόνες de minimis. Η σκέψη αυτή εξηγεί τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν με τις αιτιολογικές σκέψεις 72, 85 και 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

162    Βεβαίως ο ρόλος των εθνικών αρχών περιορίζεται, οσάκις η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κηρύσσουσα μια ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και οι εν λόγω αρχές δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinicke & Weinlig, Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 10). Τούτο δεν εμποδίζει τις εθνικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη τις επιφυλάξεις αυτές κατά την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή διατάσσει μόνον την ανάκτηση των ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ και όχι των ποσών τα οποία, μολονότι έχουν καταβληθεί βάσει του επιμάχου συστήματος, δεν συνιστούν ενισχύσεις ή συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις ή ενισχύσεις σύμφωνες με την κοινή αγορά δυνάμει κανονισμού απαλλαγής ανά κατηγορία ή άλλης αποφάσεως της Επιτροπής.

163    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω του ότι η Ιταλική Δημοκρατία υποχρεούται να προσδιορίσει ποια συγκεκριμένα μέτρα συνιστούν ενισχύσεις, επισημαίνεται ότι η ανάλυση αυτή, ενδεχομένως, πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαλόγου με την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΕΚ. Εξάλλου, η έννοια της ενισχύσεως έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Επίσης, ο εθνικός δικαστής είναι αρμόδιος να ερμηνεύει τις έννοιες της ενισχύσεως και της υφισταμένης ενισχύσεως και θα είναι σε θέση να αποφανθεί επί των ενδεχομένων ιδιαιτεροτήτων της τάδε ή της δείνα περιπτώσεως εφαρμογής, ενδεχομένως υποβάλλοντας προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

164    Επιπλέον, το να γίνει δεκτή η άποψη της προσφεύγουσας σύμφωνα με την οποία η αφηρημένη εξέταση ενός συστήματος ενισχύσεων, χωρίς λεπτομερή εξέταση των κατ’ ιδίαν περιπτώσεων εφαρμογής, δεν μπορεί να συνεπάγεται τη διαταγή ανακτήσεως ισοδυναμεί με συστηματικό αποκλεισμό της δυνατότητας ανακτήσεως των αδικαιολογήτως καταβληθεισών ενισχύσεων και, συνεπώς, καθιστά τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ κενά περιεχομένου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή, η οποία είναι η μόνη αρμόδια αρχή για την εκτίμηση του αν οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, θα βρισκόταν σε αδυναμία να εξετάσει τις πολυάριθμες περιπτώσεις εφαρμογής των συστημάτων ενισχύσεων.

165    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι δεν δικαιολογείται, κατ’ αρχήν, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που έλαβαν ενίσχυση ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως, παρά μόνον εάν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο. Πράγματι, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 159 ανωτέρω, σκέψη 51). Πάντως, δεν αποκλείεται ο λήπτης της παράνομης ενισχύσεως να μπορεί θεμιτώς, υπό εξαιρετικές συνθήκες, να θεμελιώσει την εμπιστοσύνη του ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I-3437, σκέψη 16).

166    Εν προκειμένω, το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ, και η προσφεύγουσα δεν επικαλείται καμία εξαιρετική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την προβαλλόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Ειδικότερα, το επιχείρημα που αφορά την πεποίθηση ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των δύο διαδοχικών φορολογικών καθεστώτων έχει απορριφθεί από το Πρωτοδικείο ως αβάσιμο (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω) και δεν συνιστά, εν πάση περιπτώσει, εξαιρετική περίσταση δικαιολογούσα τη μη ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως. Περαιτέρω, κάθε φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής, η οποία δεν έχει αποδειχθεί εν προκειμένω, στερείται σημασίας όταν το σύστημα ενισχύσεων δεν της έχει κοινοποιηθεί (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-183/02 P και C-187/02 P, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-10609, σκέψη 52). Τέλος, ως προς το επιχείρημα που αφορά τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 659/1999, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να διατάξει αυτομάτως το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αναστείλει την καταβολή μιας μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως.

167    Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

168    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

169    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

170    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι παρεμβαίνουσες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη, κατά το μέτρο που αφορά τα δάνεια του Cassa Depositi e Prestiti.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή ως αβάσιμη κατά τα λοιπά.

3)      Η ACEA SpA φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα έξοδα της Επιτροπής.

4)      Οι ACSM Como SpA και AEM – Azienda Energetica Metropolitana Torino SpA φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Martins Ribeiro

Šváby

Παπασάββας

Wahl

 

       Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.