Language of document : ECLI:EU:T:2008:574

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-225/06, T-255/06, T-257/06 και T-309/06

Budějovický Budvar, národní podnik

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αιτήσεις καταχωρίσεως των λεκτικών και εικονιστικών σημάτων BUD ως κοινοτικών – Ονομασίες “bud” – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές – Σημείο που παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)

2.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές – Σημείο που παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 20 § 7, στοιχείο γ΄)

3.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 2)

4.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 8 § 1, στοιχείο β΄, και 4, και 43 §§ 2 και 3· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 22)

5.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)

6.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές – Σημείο που παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)

7.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 1)

1.      Είναι αντίθετη στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα, απόφαση του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), κατά την οποία, λόγω του ότι ονομασία προελεύσεως BUD, η οποία έχει καταχωριστεί για μπύρα στην Παγκόσμια Οργάνωση Πνευματικής Ιδιοκτησίας, δυνάμει του Διακανονισμού της Λισαβόνας, έχει παύσει να παράγει αποτελέσματα δυνάμει αποφάσεως γαλλικού δικαστηρίου, ανακοπή ασκηθείσα κατά του εικονιστικού και του λεκτικού σημείου BUD, των οποίων ζητείται η καταχώριση ως κοινοτικών σημάτων για προϊόντα των κλάσεων 16, 21, 25 και 32 και 32, 33, 35, 38, 41 42, αντιστοίχως, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον στηρίζεται σε δικαίωμα «φερόμενο ως δικαίωμα επί ονομασίας προελεύσεως», χωρίς ουσιαστικά «να πρόκειται για τέτοιο», ενώ η εν λόγω απόφαση του γαλλικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί τελεσίδικη.

Εφόσον τα αποτελέσματα της ονομασίας προελεύσεως «bud» δεν έχουν ακυρωθεί οριστικά στη Γαλλία, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να λάβει υπόψη του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, την οικεία εθνική νομοθεσία και την πραγματοποιηθείσα δυνάμει του Διακανονισμού της Λισαβόνας καταχώριση, χωρίς να μπορεί να αμφισβητήσει ότι το προβληθέν προγενέστερο δικαίωμα συνιστά «ονομασία προελεύσεως».

(βλ. σκέψεις 83, 87, 90)

2.      Όπως προκύπτει από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, η κοινοτική νομοθεσία περί σημάτων δεν υποκαθιστά τη σχετική νομοθεσία των κρατών μελών. Επ’ αυτής της βάσεως, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι το κύρος ενός εθνικού σήματος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού 40/94, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πρέπει να συνεκτιμά τυχόν προγενέστερα, προστατευόμενα σε εθνικό επίπεδο, δικαιώματα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, ορίζουν ότι ο δικαιούχος άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει τοπική μόνον ισχύ και παράγει αποτελέσματα εντός κράτους μέλους μπορεί να αντιταχθεί, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, στην καταχώριση κοινοτικού σήματος. Προς διασφάλιση της προστασίας αυτής, στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 γίνεται λόγος για το «δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει» το προβαλλόμενο προγενέστερο δικαίωμα.

Εφόσον τα αποτελέσματα της ονομασίας προελεύσεως «bud» δεν έχουν ακυρωθεί οριστικά εντός κράτους συμβαλλομένου στον Διακανονισμό της Λισαβόνας, σχετικά με την προστασία των ονομασιών προελεύσεως και τη διεθνή καταχώρισή τους, το ΓΕΕΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, την οικεία εθνική νομοθεσία και την πραγματοποιηθείσα δυνάμει του Διακανονισμού της Λισαβόνας καταχώριση, χωρίς να μπορεί να αμφισβητήσει ότι το προβληθέν προγενέστερο δικαίωμα συνιστά «ονομασία προελεύσεως».

Επιπλέον, το ΓΕΕΑ, αν έχει σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του προγενέστερου δικαιώματος ως «ονομασίας προελεύσεως» και, συνεπώς, όσον αφορά το εύρος της προστασίας του προβληθέντος εθνικού δικαιώματος, ενώ το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο εκκρεμοδικίας στο προαναφερθέν συμβαλλόμενο κράτος, μπορεί, δυνάμει του κανόνα 20, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, να αναστείλει τη διαδικασία ανακοπής μέχρι την τελεσιδικία της υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 88-91)

3.      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) μπορεί να μη λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδείξεις που δεν προσκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι. Προκύπτει, επίσης, ότι, κατά κανόνα και ελλείψει αντίθετης διατάξεως, οι διάδικοι δύνανται να προβάλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία και μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού 40/94 και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως.

(βλ. σκέψη 153)

4.      Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, επιτρέπει την άσκηση ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος βάσει μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου, το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ.

Ο σκοπός και οι προϋποθέσεις της αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος διαφέρουν από τον σκοπό και τις προϋποθέσεις της προβλεπόμενης από το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 αποδείξεως της χρήσης του σημείου στις συναλλαγές, ιδίως στην περίπτωση ονομασίας προελεύσεως καταχωρισθείσας δυνάμει του Διακανονισμού της Λισαβόνας ή ονομασίας προστατευόμενης δυνάμει διμερούς συμβάσεως.

Στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, τα δικαιώματα επί ορισμένων σημείων δεν αποσβένονται παρά το γεγονός ότι τα σημεία αυτά δεν τυγχάνουν «ουσιαστικής» χρήσης. Καταχωρισθείσα δυνάμει του Διακανονισμού της Λισαβόνας ονομασία προελεύσεως δεν μπορεί να θεωρείται ότι έχει καταστεί κοινή ενόσω προστατεύεται ως ονομασία προελεύσεως στη χώρα προελεύσεως. Εξάλλου, η προστασία της ονομασίας προελεύσεως διασφαλίζεται χωρίς να είναι απαραίτητη η ανανέωση της καταχωρίσεως (άρθρα 6 και 7, παράγραφος 1, του Διακανονισμού της Λισαβόνας). Τούτο δεν σημαίνει, πάντως, ότι είναι δυνατόν το προβαλλόμενο δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 σημείο να μη χρησιμοποιείται. Αρκεί, όμως, ο ανακόπτων να αποδείξει ότι το επίμαχο σημείο χρησιμοποιείται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας που επιδιώκει οικονομικά πλεονεκτήματα, χωρίς, ωστόσο, να απαιτείται να αποδείξει ουσιαστική χρήση του εν λόγω σημείου, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 και τον κανόνα 22 του κανονισμού 2868/95. Η αντίθετη ερμηνεία θα συνεπαγόταν ότι τα σημεία για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 8, παράγραφος 4, επιβαρύνονται με προϋποθέσεις που αφορούν ειδικά τα σήματα και την έκταση της προστασίας τους. Επιπλέον, αντιθέτως προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, ο ανακόπτων πρέπει ακόμη να αποδείξει, στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 4, ότι, βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, το επίμαχο σημείο τού παρέχει το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση ενός πλέον πρόσφατου σήματος.

Δεν προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 ότι το επίμαχο σημείο πρέπει να χρησιμοποιείται εντός του κράτους όπου προστατεύεται βάσει της οικείας νομοθεσίας. Τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη αυτή σημεία προστατεύονται εντός συγκεκριμένου κράτους, έστω και αν δεν έχουν χρησιμοποιηθεί εκεί, αλλά μόνον εντός άλλου κράτους.

Πρέπει να εξετάζεται αν τα στοιχεία που προσκομίζει ο ανακόπτων κατά τη διοικητική διαδικασία αποδεικνύουν τη χρήση των επίμαχων σημείων στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, επιδιώκουσας οικονομικό όφελος, και όχι σε ιδιωτικό πλαίσιο.

Τέλος, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, η ανακοπή στηρίζεται σε σημείο «χρησιμοποιούμενο» στις συναλλαγές. Από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι ο ανακόπτων υποχρεούται να αποδείξει ότι το επίμαχο σημείο χρησιμοποιούνταν προ της υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος. Μπορεί, ενδεχομένως, να ζητηθεί να αποδειχθεί, όπως στην περίπτωση των προγενέστερων σημάτων, ότι το επίμαχο σημείο χρησιμοποιούνταν προ της δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων, προς αποφυγή της χρησιμοποιήσεως του προγενέστερου δικαιώματος μόνον ενόψει της ασκήσεως ανακοπής.

(βλ. σκέψεις 163, 166-169)

5.      Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, επιτρέπει την άσκηση ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος βάσει μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου, το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ.

Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι αυτή αφορά την έκταση της ισχύος του επίμαχου σημείου και όχι την έκταση της χρήσης του. Στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, η έννοια της ισχύος του επίμαχου σημείου περιλαμβάνει τη γεωγραφική έκταση της προστασίας του σημείου. Η προστασία του σημείου δεν πρέπει να έχει τοπικό μόνον χαρακτήρα. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος. Το άρθρο 107 του κανονισμού 40/94, το οποίο τιτλοφορείται «Προγενέστερα δικαιώματα τοπικής ισχύος», διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[ο] δικαιούχος προγενέστερου δικαιώματος τοπικής ισχύος δύναται να αντιταχθεί στη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμά του, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους». Επομένως, η έννοια της ισχύος του δικαιώματος είναι στενά συνδεδεμένη με την περιοχή εντός της οποίας το δικαίωμα αυτό προστατεύεται.

(βλ. σκέψη 180)

6.      Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, επιτρέπει την άσκηση ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος βάσει μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου, το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ.

Κατά το άρθρο αυτό, το σημείο στο οποίο στηρίζεται η ανακοπή πρέπει, δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας ή της εφαρμοστέας νομοθεσίας του κράτους μέλους, να παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση ενός πλέον πρόσφατου σήματος. Δεδομένου ότι το άρθρο 8 του κανονισμού 40/94 αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου και λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 74 του ίδιου κανονισμού, ο ανακόπτων ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι το επίμαχο σημείο παρέχει δικαίωμα απαγορεύσεως της χρήσεως ενός πλέον πρόσφατου σήματος.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη, ιδίως, η εθνική ρύθμιση της οποίας γίνεται επίκληση και οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εντός του οικείου κράτους μέλους. Επ’ αυτής της βάσεως, ο ανακόπτων πρέπει να αποδείξει ότι το επίμαχο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους και ότι υφίσταται δικαίωμα απαγορεύσεως της χρήσεως ενός πλέον πρόσφατου σήματος. Στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, η απόδειξη που διενεργεί ο ανακόπτων πρέπει να είναι σε συνάρτηση με το κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

(βλ. σκέψεις 184-185, 187)

7.      Κατά το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, «σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης, η εξέταση [του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)] περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα».

Ο περιορισμός αυτός της σχετικής με τα πραγματικά περιστατικά βάσεως της εξετάσεως την οποία διενεργεί το ΓΕΕΑ δεν αποκλείει το να λάβει το ΓΕΕΑ υπόψη, πέραν των περιστατικών που ρητώς προέβαλαν οι διάδικοι στη διαδικασία ανακοπής, παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά, ήτοι περιστατικά τα οποία μπορούν να γίνουν γνωστά στον οποιοδήποτε ή μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές.

(βλ. σκέψεις 96, 193)