Language of document : ECLI:EU:C:2012:722

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 15ης Νοεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑561/11

Fédération Cynologique Internationale

κατά

Federación Canina Internacional de Perros de Pura Raza

[αίτηση του Juzgado de lo Mercantil n. 1 de Alicante
y n. 1 de Marca Comunitaria (Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινοτικό σήμα – Παραποίηση/απομίμηση – Έννοια του όρου “τρίτος”»





1.        Με την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Juzgado de lo Mercantil n. 1 de Alicante υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (2) (στο εξής: κανονισμός 207/2009).

2.        Το ζήτημα που καλείται να επιλύσει το Δικαστήριο αφορά τον ορισμό της έννοιας του «τρίτου», κατά του οποίου, σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση, ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος δύναται να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση. Θα πρέπει, ιδίως, να διευκρινιστεί αν η έννοια αυτή, την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, περιλαμβάνει και τον δικαιούχο κοινοτικού σήματος που καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα και αν, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος υποχρεούται, πριν την άσκηση αγωγής για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος, να ζητήσει από το Γραφείο Εναρμόνισης στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) να κηρύξει άκυρο το μεταγενέστερο κοινοτικό σήμα.

3.        Θα πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι το πρόβλημα στο οποίο βασίζεται το ερώτημα που υποβάλλεται στην κρινόμενη υπόθεση και το οποίο, όπως θα εκτεθεί λεπτομερέστερα στη συνέχεια, αποτελεί επίσης αντικείμενο ζωηρής διχογνωμίας στην ισπανική θεωρία και νομολογία, δεν είναι εντελώς νέο. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε πρόσφατα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το ίδιο δικαστήριο που υποβάλλει και την κρινόμενη αίτηση και αφορούσε απολύτως ανάλογο ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία του κανονισμού 6/2002 για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (3). Όπως εξέθεσα με τις προτάσεις μου για την υπόθεση εκείνη (4), υπό το πρίσμα των σημαντικών διαφορών μεταξύ των διαδικασιών καταχωρίσεως κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, αφενός, και κοινοτικών σημάτων, αφετέρου, οι σκέψεις που εκτίθενται σχετικά με τον ένα τομέα δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυτομάτως και στον άλλο. Στο πλαίσιο της αναλύσεως του ερωτήματος που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο στην κρινόμενη υπόθεση, κρίνω σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η προσέγγιση που ακολούθησε το Δικαστήριο με την απόφαση Celaya, χωρίς να αγνοηθούν οι σημαντικές διαδικαστικές διαφορές μεταξύ του τομέα των σημάτων και του τομέα των σχεδίων και υποδειγμάτων.

I –    Το νομικό πλαίσιο

4.        Κατά την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 207/2009, η καταχώριση κοινοτικού σήματος δεν γίνεται αποδεκτή, ιδίως, αν υπάρχουν αντίθετα προγενέστερα δικαιώματα. Κατά την όγδοη αιτιολογική σκέψη, η προστασία που συνεπάγεται το κοινοτικό σήμα και η οποία αποσκοπεί ιδίως στην εξασφάλιση της λειτουργίας του σήματος ως σημείου προελεύσεως θα πρέπει να είναι απόλυτη στην περίπτωση ταυτότητας μεταξύ αφενός του σήματος και του σημείου και αφετέρου των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Η προστασία θα πρέπει να ισχύει επίσης στην περίπτωση ομοιότητας μεταξύ αφενός του σήματος και του σημείου και αφετέρου των προϊόντων ή υπηρεσιών. Εξάλλου, σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη, η έννοια της ομοιότητας ενδείκνυται να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τον κίνδυνο συγχύσεως.

5.        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τα δικαιώματα που παρέχει το κοινοτικό σήμα στον δικαιούχο του:

«Το κοινοτικό σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)      κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί·

β)      κάθε σημείο για το οποίο, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών οι οποίες καλύπτονται από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης μεταξύ σημείου και σήματος·

γ)      σημείο που ταυτίζεται ή ομοιάζει με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το κοινοτικό σήμα, εάν αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και η χρησιμοποίηση χωρίς εύλογη αιτία του σημείου θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του κοινοτικού σήματος ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

6.        Το άρθρο 54 του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιγράφεται «Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής», ορίζει ότι ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε αλλά ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Ένωση δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος βάσει του προγενέστερου σήματος.

II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7.        Η ενάγουσα της κύριας δίκης, Fédération Cynologique Internationale (στο εξής: FCI), διεθνής ένωση που ιδρύθηκε το 1911 για την υποστήριξη της κυνοφιλίας, είναι δικαιούχος του μικτού κοινοτικού σήματος αριθ. 4438751, το οποίο ζητήθηκε στις 28 Ιουνίου 2005 και καταχωρίσθηκε στις 5 Ιουλίου 2006 για ορισμένες υπηρεσίες περιλαμβανόμενες στις κλάσεις 35, 41, 42 και 44, κατά την έννοια της Συμφωνίας της Νίκαιας της 15ης Ιουνίου 1957 για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων. Το εν λόγω σήμα απεικονίζεται κατωτέρω για ενημερωτικούς σκοπούς:

Image not found

8.        Η εναγομένη της κύριας δίκης, Federación Canina Internacional de Perros de Pura Raza (στο εξής: FCIPPR), ιδιωτική ένωση συσταθείσα το 2004, είναι δικαιούχος τριών ισπανικών εθνικών σημάτων που έχουν καταχωρισθεί για ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες της κλάσεως 16:

–        το λεκτικό σήμα αριθ. 2614806, «FEDERACIÓN CANINA INTERNACIONAL DE PERROS DE PURA RAZA – F.C.I.», που ζητήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 και καταχωρίσθηκε στις 20 Ιουνίου 2005·

–        το μικτό σήμα αριθ. 2786697, «FEDERACIÓN CANINA INTERNACIONAL DE PERROS DE PURA RAZA», που ζητήθηκε στις 9 Αυγούστου 2007 και καταχωρίσθηκε στις 12 Μαρτίου 2008·

–        το μικτό σήμα αριθ. 2818217, «FEDERACIÓN CINOLOGICA INTERNACIONAL + FCI», που ζητήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2008 και καταχωρίσθηκε στις 26 Αυγούστου 2008.

9.        Στις 12 Φεβρουαρίου 2009 η FCIPPR υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως του ακόλουθου σημείου ως κοινοτικού σήματος για ορισμένα προϊόντα της κλάσεως 16:

Image not found

10.      Στις 5 Φεβρουαρίου 2010 η FCI άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως αυτού του σημείου ως κοινοτικού σήματος. Εντούτοις, λόγω κάποιας παρατυπίας που αφορούσε τη μη καταβολή του τέλους ανακοπής, η ανακοπή απορρίφθηκε και, κατά συνέπεια, στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, το σημείο που απεικονίζεται στο προηγούμενο σημείο καταχωρίσθηκε ως κοινοτικό σήμα με αριθμό 7597529.

11.      Στις 18 Ιουνίου 2010 η FCI άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή ακυρώσεως των εθνικών σημάτων που προαναφέρονται στο σημείο 8, λόγω της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως με το κοινοτικό σήμα της αριθ. 4438751, το οποίο απεικονίζεται στο σημείο 7, καθώς και αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του εν λόγω σήματος. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η FCIPPR αμφισβήτησε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των εθνικών σημάτων της και του κοινοτικού σήματος 4438751 και άσκησε ανταγωγή ζητώντας την ακύρωση του εν λόγω κοινοτικού σήματος με το επιχείρημα ότι καταχωρίσθηκε κακοπίστως και ενέχει κίνδυνο συγχύσεως με το προγενέστερο εθνικό σήμα της αριθ. 2614806.

12.      Στη συνέχεια, στις 18 Νοεμβρίου 2010, η FCI ζήτησε από το ΓΕΕΑ την ακύρωση του κοινοτικού σήματος αριθ. 7597529 που είχε καταχωρισθεί από τη FCIPPR. Εντούτοις, στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, το ΓΕΕΑ ανέστειλε, μετά από αίτημα της FCIPPR, την ενώπιόν του διαδικασία, λόγω της εκκρεμοδικίας που προκλήθηκε από τη δίκη στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η κρινόμενη αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

13.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του, δέον να διευκρινιστεί αν το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο παρέχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 στον δικαιούχο κοινοτικού σήματος, και εν προκειμένω στη FCI, μπορεί να αντιταχθεί σε τρίτο, επίσης δικαιούχο κοινοτικού σήματος που καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα, και εν προκειμένω στη FCIPPR, εφόσον το τελευταίο αυτό σήμα δεν έχει ακυρωθεί.

14.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με την προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος που απονέμει κοινοτικό σήμα, μπορεί το δικαίωμα απαγορεύσεως σε τρίτους να χρησιμοποιούν το εν λόγω σήμα στο πλαίσιο των συναλλαγών, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, [του κανονισμού 207/2009], να αντιταχθεί έναντι παντός τρίτου που χρησιμοποιεί σημείο το οποίο ενέχει τον κίνδυνο συγχύσεως (διότι είναι παρόμοιο με το κοινοτικό σήμα και έχει καταχωρισθεί για παρόμοιες υπηρεσίες ή προϊόντα) ή, αντιθέτως, δεν μπορεί να αντιταχθεί στον τρίτο ο οποίος χρησιμοποιεί αυτό το [δυνάμενο να δημιουργήσει σύγχυση] σημείο, που έχει καταχωρισθεί προς όφελός του ως κοινοτικό σήμα, ενόσω δεν ακυρώνεται προηγουμένως αυτή η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος;»

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Η διάταξη περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία στις 8 Νοεμβρίου 2011. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η FCI, η FCIPPR, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Οκτωβρίου 2012, παρενέβησαν η FCI, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV – Νομική ανάλυση

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

16.      Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναλυθούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η FCI με τις γραπτές παρατηρήσεις της προβάλλοντας ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Η FCI υποστηρίζει, κυρίως, ότι το ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο δεν είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση και η αγωγή ακυρώσεως που άσκησε η FCI στην κύρια δίκη στρέφονται αποκλειστικά κατά των εθνικών σημάτων των οποίων είναι δικαιούχος η FCIPPR και όχι κατά του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος αριθ. 7597529, το οποίο καταχωρίσθηκε μετά την άσκηση της αγωγής της κύριας δίκης. Εξάλλου, το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε αυτεπαγγέλτως από το αιτούν δικαστήριο, χωρίς να δοθεί στους διαδίκους η ευκαιρία να εκθέσουν δεόντως τις απόψεις τους σχετικά.

17.      Όσον αφορά, πρώτον, τη λυσιτέλεια του ερωτήματος που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο για την κύρια δίκη, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει αίτηση που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει λυσιτελή απάντηση στα υποβληθέντα σε αυτό ερωτήματα (5).

18.      Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο διατύπωσε υποθετικό ερώτημα ή ερώτημα που δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Αντιθέτως, από τη διάταξη περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στην κύρια δίκη, η FCI, αφενός, προβάλλει παράνομη χρήση του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος σε έγγραφα που κατατέθηκαν μετά την καταχώρισή του ενώ, αφετέρου, ζητεί να παύσει η χρήση οποιουδήποτε σημείου είναι δυνατόν να προκαλέσει σύγχυση με το προγενέστερο κοινοτικό σήμα, αίτημα το οποίο κατά συνέπεια περιλαμβάνει και το μεταγενέστερο κοινοτικό σήμα.

19.      Όσον αφορά, δεύτερον, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε αυτεπαγγέλτως το προδικαστικό ερώτημα, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το γεγονός ότι οι διάδικοι στην κύρια δίκη δεν έθεσαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζήτημα δικαίου της Ένωσης δεν αποκλείει την προσφυγή του εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου στο Δικαστήριο. Προβλέποντας τη δυνατότητα να επιληφθεί προδικαστικώς το Δικαστήριο όταν «ανακύπτει ένα ζήτημα ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους», το άρθρο 267, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν σκοπεί να περιορίσει την εν λόγω δυνατότητα προσφυγής μόνο στις περιπτώσεις όπου ο ένας ή ο άλλος διάδικος στην κύρια δίκη έλαβε την πρωτοβουλία να θέσει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης, αλλά καλύπτει εξίσου τις περιπτώσεις όπου ένα ζήτημα προβάλλεται από το ίδιο το εθνικό δικαστήριο, το οποίο κρίνει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου επ’ αυτού του σημείου είναι «αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως» (6).

20.      Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κριθεί παραδεκτό.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

21.      Όπως ανέφερα συνοπτικά προηγουμένως, και όπως έχω υποστηρίξει και με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Celaya (7), το ζήτημα που εγείρει το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τον ορισμό της έννοιας του προσώπου (του «τρίτου») κατά του οποίου μπορεί να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ο δικαιούχος του σήματος και το, συναφές με αυτό, ζήτημα του κατά πόσον η αγωγή ακυρότητας αποτελεί πρόκριμα για την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δικαιούχων καταχωρισθέντων σημάτων, αποτελούν αντικείμενο ζωηρής διχογνωμίας στην ισπανική θεωρία και νομολογία, μολονότι πρέπει να διευκρινιστεί ότι ανάλογα ζητήματα δεν είναι άγνωστα στον ευρωπαϊκό νομικό χώρο (8).

22.      Όπως τόνισε το Juzgado de lo Mercantil n. 1 de Alicante στη διάταξη περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η τάση την οποία ακολουθεί σήμερα στην Ισπανία η νομολογία του Tribunal Supremo είναι ότι, στο πεδίο των σημάτων, κατ’ εφαρμογή της αποκαλούμενης αρχής της «inmunidad registral», η καταχώριση σήματος συνιστά προστασία έναντι αγωγής για παραποίηση/απομίμηση. Κατά συνέπεια, η κήρυξη άκυρου του εν λόγω σήματος, ακόμα και αν έχει καταχωρισθεί μετά το σήμα στο οποίο θεμελιώνεται η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση της εν λόγω αγωγής. Κατ’ ουσία, σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν στοιχειοθετείται παράνομη πράξη, εφόσον ο φερόμενος ως παραποιήσας το σήμα χρησιμοποιεί σήμα που ο ίδιος έχει καταχωρίσει και, συνεπώς, άσκηση αγωγής χωρεί μόνον αφότου επιτευχθεί η κήρυξη της ακυρότητας του σήματος που καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα.

23.      Στην προαναφερθείσα απόφαση Celaya (9), το Δικαστήριο, το οποίο κλήθηκε να απαντήσει σε ερώτημα ανάλογο προς αυτό που υποβάλλεται εν προκειμένω στο πεδίο των κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, επέλεξε, στο συγκεκριμένα πεδίο, προσέγγιση διαφορετική από αυτή που επιβάλλει η θεωρία της «inmunidad registral» και έκρινε ότι το δικαίωμα απαγορεύσεως σε τρίτους να χρησιμοποιούν το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, το οποίο προβλέπει ο κανονισμός 6/2002 (10), εκτείνεται σε κάθε τρίτο που χρησιμοποιεί σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο δεν δημιουργεί διαφορετική εντύπωση, περιλαμβανομένου του τρίτου δικαιούχου μεταγενέστερα καταχωρισθέντος κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι σχέδιο ή υπόδειγμα έχει καταχωρισθεί δεν παρέχει στον δικαιούχο «ασυλία» από αγωγή για παραποίηση/απομίμηση μέχρι την ακύρωση του τίτλου του και ουσιαστικά δεν δέχθηκε ότι η αγωγή ακυρότητας είναι δυνατόν να συνιστά πρόκριμα για την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ καταχωρισθέντων σχεδίων ή υποδειγμάτων.

24.      Όπως έχω προαναφέρει, μεταξύ του πεδίου των σχεδίων και υποδειγμάτων και του πεδίου των σημάτων υφίστανται σημαντικές διαφορές σχετικές, ιδίως, με τον τρόπο και τη διαδικασία καταχωρίσεως του αντίστοιχου τίτλου πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι διαφορές αυτές εμποδίζουν την αυτόματη εφαρμογή στο ένα πεδίο των πορισμάτων και των κατευθύνσεων της νομολογίας που αφορούν το άλλο (11). Για τον λόγο αυτό, φρονώ ότι θα πρέπει αρχικά να αναλυθούν οι διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των δύο πεδίων και, στη συνέχεια, να εκτιμηθεί αν οι διαφορές αυτές δικαιολογούν πράγματι την υιοθέτηση στο πεδίο των σημάτων προσεγγίσεως διαφορετικής από αυτή την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο στο πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων.

2.      Επί των διαφορών μεταξύ της διαδικασίας καταχωρίσεως των σχεδίων και υποδειγμάτων και των σημάτων

25.      Όπως επισήμανα με τις προαναφερθείσες προτάσεις μου στην υπόθεση Celaya, η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του τρόπου καταχωρίσεως των σχεδίων και υποδειγμάτων, αφενός, και των σημάτων, αφετέρου, έγκειται στο ότι για τα σήματα –αντιθέτως προς τα σχέδια και υποδείγματα– η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει πολύ περισσότερο πολύπλοκη διαδικασία καταχωρίσεως, που περιλαμβάνει προκαταρκτικό έλεγχο εκ μέρους του ΓΕΕΑ, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί έλεγχος «ουσίας», και στο πλαίσιο του οποίου οι τρίτοι μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις ή ακόμα και να ασκήσουν ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος.

26.      Ειδικότερα, η καταχώριση σχεδίου ή υποδείγματος πραγματοποιείται σχεδόν αυτόματα, μέσω απλουστευμένης διαδικασίας η οποία έγκειται σε απλό τυπικό έλεγχο της αιτήσεως καταχωρίσεως από το ΓΕΕΑ (12). Ο κανονισμός 6/2002 δεν προβλέπει ενδελεχή έλεγχο πριν την καταχώριση με σκοπό τη διαπίστωση της συνδρομής των όρων προστασίας (13), ούτε κάποια άλλη μορφή παρεμβάσεως ή προβολής αντιρρήσεων από τους τρίτους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καταχωρίσεως. Η πρόβλεψη απλουστευμένης διαδικασίας αυτού του είδους για την καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος έχει ως σκοπό να περιορίσει στο ελάχιστο τις διατυπώσεις και τις υπόλοιπες διαδικαστικές και διοικητικές ενέργειες, καθώς και το κόστος για τους αιτούντες, καθιστώντας έτσι ευχερέστερη την καταχώριση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και για τους μεμονωμένους σχεδιαστές (14).

27.      Αντιθέτως, στο πεδίο των σημάτων, ο κανονισμός 207/2009 προβλέπει μια μορφή ελέγχου «ex ante», πριν την καταχώριση του κοινοτικού σήματος, στο πλαίσιο της οποίας το ΓΕΕΑ προβαίνει σε ανάλυση της αιτήσεως καταχωρίσεως που δεν περιορίζεται σε απλό τυπικό έλεγχο, αλλά επεκτείνεται στην ουσία της εν λόγω αιτήσεως, εξετάζοντας την ύπαρξη απόλυτων ή σχετικών λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως (15). Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, αφενός, οι τρίτοι έχουν τη δυνατότητα, μετά τη δημοσίευση της αιτήσεως κοινοτικού σήματος, να υποβάλουν στο ΓΕΕΑ γραπτές παρατηρήσεις εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώριση, αυτεπαγγέλτως, ιδίως λόγω της υπάρξεως απόλυτων λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως (16). Αφετέρου, οι δικαιούχοι προγενέστερων δικαιωμάτων έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος προβάλλοντας την ύπαρξη σχετικών λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως (17).

28.      Στο πεδίο των σημάτων, η θέση των τρίτων και, ειδικότερα, των δικαιούχων που διαθέτουν προγενέστερα δικαιώματα προστατεύεται περισσότερο, και μάλιστα από το αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Πράγματι, το σύστημα παρέχει στα πρόσωπα αυτά διαδικαστικές δυνατότητες που δεν παρέχονται στο πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων. Ειδικότερα, ο κανονισμός 207/2009 προσφέρει στον δικαιούχο προγενέστερου σήματος τη δυνατότητα να αντιταχθεί προληπτικώς στην καταχώριση μεταγενέστερου σήματος το οποίο θεωρεί ότι προσβάλλει το δικό του καταχωρισθέν σήμα, την οποία, αντιθέτως, δεν διαθέτει ο δικαιούχος σχεδίου ή υποδείγματος, λόγω των απαιτήσεων ταχύτητας που εξέθεσα στο σημείο 26.

29.      Ως απόρροια των προαναφερθεισών διαφορών σχετικά με τη διαδικασία καταχωρίσεως, η καταχώριση σήματος, η οποία επιτυγχάνεται μετά από πολύπλοκη διαδικασία, πρέπει να εξετάζεται με μεγαλύτερη «επιμέλεια» σε σχέση με την καταχώριση σχεδίου ή υποδείγματος (18). Η πρόβλεψη συστήματος προστασίας «ex ante» ανάλογου με αυτό που προβλέπει ο κανονισμός 207/2009 έχει ως συνέπεια ότι ο κίνδυνος καταχρηστικής καταχωρίσεως σημάτων, δηλαδή καταχωρίσεων που προσβάλλουν προγενέστερα δικαιώματα, είναι σημαντικά μικρότερος από τον κίνδυνο που γεννάται στο πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων (19). Η καταχώριση σημείου ως κοινοτικού σήματος μετά από διαδικασία αυτού του είδους επιτρέπει μεγαλύτερο βαθμό ασφάλειας δικαίου του δικαιούχου ως προς το αν το κοινοτικό του σήμα προσβάλλει προγενέστερα δικαιώματα.

30.      Οι σκέψεις αυτές δεν σημαίνουν, εντούτοις, ότι, στο πεδίο των σημάτων, ο κίνδυνος καταχωρίσεων που προσβάλλουν προγενέστερα δικαιώματα είναι εντελώς ανύπαρκτος και ότι δεν μπορούν να ανακύψουν και στο πεδίο αυτό περιπτώσεις στις οποίες κοινοτικό σήματα καταχωρίζεται, μολονότι είναι δυνατόν να προσβάλει το αποκλειστικό δικαίωμα δικαιούχου άλλου σήματος, το οποίο έχει καταχωρισθεί προγενέστερα. Περιπτώσεις αυτού του είδους είναι δυνατόν να ανακύψουν, για παράδειγμα, αν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος ή, όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης, αν η ανακοπή δεν τελεσφορήσει για λόγους ανεξάρτητους της αναλύσεως επί της ουσίας, όπως, για παράδειγμα, για λόγους διαδικαστικής φύσεως (20).

31.      Για τον λόγο αυτό, και στο πεδίο των σημάτων είναι δυνατόν να ανακύψουν περιπτώσεις, έστω και πολύ λιγότερο πιθανές, στις οποίες, κατ’ αναλογία προς ό,τι μπορεί να συμβεί στον τομέα των σχεδίων ή των υποδειγμάτων, καταχωρίζεται κοινοτικό σήμα που είναι ικανό να προσβάλει την αρχική λειτουργία άλλου σήματος που έχει καταχωρισθεί προγενέστερα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, στο πεδίο των σημάτων, κατ’ αναλογία, εξάλλου, προς ό,τι προβλέπεται στο πεδίο των σχεδίων και των υποδειγμάτων, ο κανονισμός 207/2009 προβλέπει μορφές προστασίας που μπορούν να χαρακτηριστούν «ex post», και συγκεκριμένα την αγωγή ακυρότητας και την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, σκοπός των οποίων είναι, αντιστοίχως, να αποκλείσουν από το σύστημα σήματα που δεν θα έπρεπε να καταχωρισθούν ή να αποτρέψουν τις συνέπειες σημείων που προσβάλλουν προγενέστερο σήμα. Χαρακτηρίζω αυτές τις μορφές προστασίας «ex post» διότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ καταχωρισθέντων σημάτων, μπορούν να κινηθούν από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος μετά την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος που παραποιεί/μιμείται ή προσβάλλει το προγενέστερο, προκειμένου να προστατεύσει το δικό του σήμα, ανεξαρτήτως της ασκήσεως ή της εκβάσεως ενδεχόμενης ανακοπής κατά της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής.

32.      Στην πραγματικότητα, φρονώ ότι το πρόβλημα που τίθεται στην κρινόμενη υπόθεση επικεντρώνεται σε αυτό ακριβώς το ζήτημα: είναι το γεγονός ότι, στο πεδίο των σημάτων, υφίσταται μια μορφή προστασίας «ex ante» −η οποία έγκειται στη δυνατότητα του δικαιούχου προγενέστερου σήματος να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως σήματος– επιπλέον των μορφών προστασίας «ex post» που είναι κοινές τόσο για το πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων όσο και για το πεδίο των σημάτων, ικανό να δικαιολογήσει προσέγγιση διαφορετική από εκείνη που ακολούθησε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Celaya, αποκλείοντας από τον όρο «τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 τον δικαιούχο νομίμως καταχωρισθέντος μεταγενέστερου σήματος, μέχρις ότου το σήμα αυτό ακυρωθεί; Όπως θα εξηγήσω λεπτομερέστερα στη συνέχεια, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι, κατά την άποψή μου, αρνητική.

3.      Επί του προδικαστικού ερωτήματος

33.      Με το υποβληθέν ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον όρο «τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, διευκρινίζοντας αν, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο δικαιούχος καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος μπορεί να ασκήσει απευθείας αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου κοινοτικού σήματος που καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα ή αν, αντιθέτως, μπορεί να ασκήσει την εν λόγω αγωγή μόνον αφού επιτύχει να κηρυχθεί άκυρο το μεταγενέστερο κοινοτικό σήμα.

34.      Με τη διάταξή του, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι λόγοι γραμματικής, συστηματικής, λογικής και λειτουργικής φύσεως συνηγορούν υπέρ ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως σύμφωνης με την ερμηνεία που ακολούθησε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Celaya για τα σχέδια και υποδείγματα, και συγκεκριμένα υπέρ του ότι ο δικαιούχος καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος μπορεί να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο τη χρησιμοποίηση σημείου που εμπίπτει στις κατηγορίες οι οποίες απαριθμούνται στα σημεία α΄, β΄και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του κανονισμού 207/2009, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω σημείο καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα από τον τρίτο ως κοινοτικό σήμα. Υπέρ αυτής της προσεγγίσεως τάχθηκαν η FCI, η Επιτροπή, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση.

35.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 μπορεί επίσης να ερμηνευθεί, σύμφωνα με την κατεύθυνση που ακολουθεί η ισπανική νομολογία κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας θεωρίας «inmunidad registral» (21), υπό την έννοια ότι απαγορεύει στον δικαιούχο προγενέστερου κοινοτικού σήματος να αποκλείσει τη χρησιμοποίηση μεταγενέστερα καταχωρισθέντος σήματος μέχρις ότου το μεταγενέστερο σήμα κηρυχθεί άκυρο. Αυτή η δεύτερη πιθανή ερμηνεία θεμελιώνεται στην αρχή «qui iure suo utitur, neminem laedit», σύμφωνα με την οποία όποιος ασκεί δικαίωμά του, εν προκειμένω το δικαίωμα χρήσεως που απορρέει από την καταχώριση του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος, δεν βλάπτει κανέναν. Μόνον η FCIPPR υποστήριξε αυτή τη θέση υπογραμμίζοντας, ιδίως, την ανάγκη να προστατευθεί το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο δημιουργείται με την καταχώριση του σήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

36.      Στην κρινόμενη υπόθεση, ακριβώς όπως και στην υπόθεση Celaya, οποιαδήποτε λύση και αν επιλεγεί, ένας τίτλος πνευματικής ιδιοκτησίας, και συγκεκριμένα ένα καταχωρισθέν σήμα, θα καταλήξει να μην προσφέρει πλήρη και απόλυτη προστασία στον δικαιούχο του (22).

37.      Πράγματι, αν τοποθετηθεί κανείς στην οπτική του προγενέστερου σήματος, εφόσον κριθεί ότι ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος μπορεί να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου μεταγενέστερα καταχωρισθέντος σήματος, η λύση αυτή συνεπάγεται αποδυνάμωση του βαθμού προστασίας που εξασφαλίζεται υπέρ του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος, στον οποίο είναι δυνατόν να απαγορευθεί η χρήση του εν λόγω σήματος, μολονότι έχει καταχωρισθεί νομότυπα. Αντιστρόφως, αν τοποθετηθεί στην οπτική του μεταγενέστερου σήματος, αν κριθεί ότι η προηγούμενη κήρυξη της ακυρότητας του εν λόγω σήματος αποτελεί πρόκριμα σε σχέση με την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση που ασκείται με σκοπό την προστασία του προγενέστερου σήματος, η προστασία την οποία εξασφαλίζει το τελευταίο αποδυναμώνεται, διότι η καταχώρισή του δεν εξασφαλίζει στον δικαιούχο του το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεώς του σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, τουλάχιστον μέχρις ότου ακυρωθεί το ταυτόσημο ή όμοιο μεταγενέστερο σήμα.

38.      Στην πρώτη περίπτωση, το ius excludendi του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, με άλλα λόγια το δικαίωμά του να απαγορεύει στους τρίτους να χρησιμοποιούν, χωρίς τη συγκατάθεσή του, το σημείο που συνιστά το εν λόγω σήμα, υπερισχύει του ius utendi του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος, με άλλα λόγια του δικαιώματος χρήσεως του σημείου που συνιστά το εν λόγω σήμα (23). Στη δεύτερη περίπτωση, η στάθμιση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Όπως και στην περίπτωση των σχεδίων και υποδειγμάτων, η επιλογή της μιας ή της άλλης ερμηνείας αφορά δύο δικαιώματα που είναι κατ’ αρχήν ισοδύναμα.

39.      Εντούτοις, προκειμένου να κριθεί ποιο από τα δικαιώματα τα οποία παρέχουν τα συγκρουόμενα σήματα πρέπει να υπερισχύσει (το προγενέστερο ή το μεταγενέστερο) δεν είναι δυνατόν, κατά την άποψή μου, να μην συνεκτιμηθεί η θεμελιώδης αρχή που διέπει το σύστημα προστασίας στο πεδίο των σημάτων και συνιστά παγκοσμίως αναγνωρισμένη αρχή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας γενικά: πρόκειται για την αρχή της προτεραιότητας, σύμφωνα με την οποία το προγενέστερο αποκλειστικό δικαίωμα, εν προκειμένω το κοινοτικό σήμα που έχει καταχωρισθεί προγενέστερα, υπερισχύει των μεταγενέστερων δικαιωμάτων, εν προκειμένω των κοινοτικών σημάτων που καταχωρίζονται μεταγενέστερα (24). Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της και κατ’ αναλογία όσων έκρινε το Δικαστήριο στο πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων με την απόφαση Celaya (25), οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 δεν μπορούν παρά να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα αυτής της θεμελιώδους αρχής στο πεδίο των σημάτων, η οποία εκφράζεται με συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού 207/2009 (26), αλλά και με διατάξεις άλλων νομοθετημάτων περί σημάτων, τόσο της Ένωσης (27) όσο και διεθνών (28).

40.      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον κανονισμό 207/2009, αφενός, μόνο σημεία δεκτικά γραφικής παραστάσεως που είναι ικανά να επιτελέσουν τη θεμελιώδη λειτουργία του σήματος, δηλαδή να διακρίνουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες επιχειρήσεως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων, δύνανται να συνιστούν κοινοτικά σήματα και συνεπώς να τυγχάνουν της σχετικής προστασίας, η οποία αποκτάται διά της καταχωρίσεως, ενώ αφετέρου, η προστασία που συνεπάγεται το κοινοτικό σήμα πρέπει να είναι απόλυτη σε περίπτωση ταυτότητας ή ομοιότητας μεταξύ σημείων, η οποία ενέχει κίνδυνο συγχύσεως (29). Η εν λόγω απόλυτη προστασία της οποίας τυγχάνει το σήμα είναι ανεξάρτητη από το αν τα σημεία για τα οποία υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως έχουν καταχωρισθεί ως κοινοτικά σήματα.

41.      Σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο καταχωρισθέντων κοινοτικών σημάτων, η εφαρμογή της αρχής της προτεραιότητας οδηγεί, κατά την άποψή μου, αφενός, στο συμπέρασμα ότι το σήμα που καταχωρίσθηκε πρώτο πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να τύχει της κοινοτικής προστασίας πριν από το σήμα που καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα και, αφετέρου, στον περιορισμό του εύρους της προστασίας που εξασφαλίζεται στο μεταγενέστερο κοινοτικό σήμα ελλείψει προγενέστερων δικαιωμάτων που συγκρούονται με αυτό. Για τον λόγο αυτό, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ καταχωρισθέντων κοινοτικών σημάτων, η προστασία την οποία εξασφαλίζει στο μεταγενέστερο κοινοτικό σήμα ο κανονισμός 207/2009 δικαιολογείται μόνον αν ο δικαιούχος του δύναται να αποδείξει ότι το προγενέστερο κοινοτικό σήμα δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να τύχει προστασίας (30) ή ότι δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ των σημάτων (31).

42.      Οι προεκτεθείσες σκέψεις δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι η διαδικασία καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος προβλέπει, αντιθέτως προς τη διαδικασία καταχωρίσεως κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, τη δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής από τρίτους κατά της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος. Πράγματι, όπως υπογραμμίστηκε στα σημεία 30 και 31, μολονότι η πρόβλεψη ανάλογου ελέγχου «ex ante» παρέχει στον δικαιούχο του μεταγενέστερα καταχωρισθέντος σήματος μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και περιορίζει, σε σύγκριση με το πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων, τον κίνδυνο να καταχωρισθούν σήματα που προσβάλλουν προγενέστερα δικαιώματα, το γεγονός ότι σημείο καταχωρίζεται ως κοινοτικό σήμα δεν συνιστά απόλυτη εγγύηση ότι το εν λόγω σημείο δεν προσβάλλει το αποκλειστικό δικαίωμα προγενέστερα καταχωρισθέντος σήματος. Οι διαδικαστικές διαφορές μεταξύ του πεδίου των σχεδίων και υποδειγμάτων και του πεδίου των σημάτων, αν και κρίσιμες, δεν είναι κατά την άποψή μου τόσο μεγάλες ώστε να δικαιολογούν ερμηνεία του εν λόγω κανόνα που να αφίσταται από την αρχή της προτεραιότητας (32).

43.      Εξάλλου, αν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ενεργήσει για την προστασία του τίτλου του έναντι σημείου που προσβάλλει τα δικαιώματά του, μολονότι το εν λόγω σημείο είναι σήμα που έχει καταχωρισθεί συννόμως μεταγενέστερα, είναι απαραίτητο το σύστημα προστασίας το οποίο προβλέπει ο κανονισμός 207/2009 να του εξασφαλίσει τη δυνατότητα να επιτύχει την απαγόρευση της χρήσεως του εν λόγω σήματος το συντομότερο δυνατόν, δεδομένου ότι η παρουσία στην αγορά σήματος αυτού του είδους είναι ικανή να παραβλάψει την ουσιώδη λειτουργία του προγενέστερου σήματος (33). Εξάλλου, είναι προφανές ότι όσο πιο μακροχρόνια είναι η συνύπαρξη στην αγορά δύο συγκρουόμενων σημάτων τόσο σοβαρότερη θα είναι η δυνητική ή πραγματική ζημία για το προγενέστερο σήμα.

44.      Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο είχε επανειλημμένα την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι η αποκλειστική προστασία σήματος, την οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία υπέρ του δικαιούχου του, έχει ακριβώς ως σκοπό να του επιτρέψει να προστατεύει τα ειδικά συμφέροντά του ως δικαιούχου του σήματος, δηλαδή να διασφαλίζει ότι το σήμα μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες του (34). Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, παρά να ερμηνευθεί στην προοπτική την οποία υποδεικνύει η προαναφερθείσα πάγια νομολογία.

45.      Εξάλλου, όπως επισήμανε ορθώς η Επιτροπή, το να τεθεί ως προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής για παραποίηση/απομίμηση η κήρυξη της ακυρότητας του μεταγενέστερου σήματος, θα συνεπαγόταν, όσον αφορά τη διαδικασία παραποιήσεως/απομιμήσεως, κίνδυνο δυσανάλογων καθυστερήσεων, δεδομένου ότι, εκτός από το ότι θα έπρεπε να αναμείνει τη σχετική απόφαση του ΓΕΕΑ, η οποία προϋποθέτει δύο στάδια εσωτερικού διοικητικού ελέγχου, ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος θα έπρεπε ίσως να αναμείνει και το αποτέλεσμα ενδεχόμενων δικαστικών προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ενδεχομένως, ενώπιον του Δικαστηρίου (35). Η συνύπαρξη στην αγορά του προγενέστερου σήματος και του σήματος που το προσβάλλει θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετά έτη, με κίνδυνο σοβαρής ζημίας για τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος.

46.      Εξάλλου, φρονώ ότι η θέση του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος μπορεί να προστατευθεί από ενδεχόμενη καταχρηστική άσκηση της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση από τον δικαιούχο προγενέστερου σήματος, δεδομένου ότι ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, στο οποίο μπορεί να προβάλει την ενδεχόμενη απόρριψη από το ΓΕΕΑ της ανακοπής επί της ουσίας (36), αλλά και τη δυνατότητα να ασκήσει ανταγωγή ζητώντας την έκπτωση ή την ακύρωση του προγενέστερου σήματος στο οποίο θεμελιώνεται η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση (37). Εξάλλου, όπως επισήμανα στα σημεία 40 και 41, το εύρος της προστασίας του τίτλου του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος οριοθετείται εξαρχής από την ανυπαρξία προγενέστερων δικαιωμάτων που να συγκρούονται με αυτό.

47.      Κατά την άποψή μου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο σκοπός της απόλυτης προστασίας των καταχωρισθέντων κοινοτικών σημάτων, την οποία επιτάσσει ο κανονισμός 207/2009, μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν ο όρος «τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ερμηνευθεί σύμφωνα με την αρχή της προτεραιότητας, κατά τρόπον ώστε να περιλαμβάνει κάθε τρίτο, ειδικότερα δε και τον τρίτο δικαιούχο μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος.

48.      Εξάλλου, εκτός από τις προεκτεθείσες σκέψεις, υφίστανται και άλλα επιχειρήματα γραμματικής και συστηματικής φύσεως τα οποία, κατά την άποψή μου, συνηγορούν υπέρ της προεκτεθείσας ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

49.      Πράγματι, στο πλαίσιο της γραμματικής ερμηνείας θα πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι ο κανονισμός 207/2009 δεν περιέχει κάποια ρητή πρόβλεψη όσον αφορά τη δυνατότητα του δικαιούχου προγενέστερα καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου άλλου κοινοτικού σήματος που καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί το εν λόγω σήμα και να απαγορεύει σε «τρίτους» να χρησιμοποιούν χωρίς τη συγκατάθεσή του σημείο που προσβάλλει το σήμα του, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με το αν ο τρίτος είναι δικαιούχος μεταγενέστερα καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος ή όχι (38). Εάν βούληση του νομοθέτη ήταν η καθιέρωση αρχής προστασίας για τους δικαιούχους μεταγενεστέρως καταχωρισθέντων σχεδίων, θα είχε ληφθεί ενδεχομένως μέριμνα με ρητή πρόβλεψη. Εξάλλου, θεωρώ ότι, κατά πάσα πιθανότητα, αν ο νομοθέτης ήθελε να θεσπίσει αρχή προστασίας για τους δικαιούχους μεταγενεστέρως καταχωρισθέντων σημάτων, θα το είχε προβλέψει ρητώς στον κανόνα.

50.      Από την άποψη της συστηματικής ερμηνείας, θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι καμία διάταξη του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπει ενδεχόμενη ασυλία του τρίτου δικαιούχου μεταγενέστερου σήματος από την απαγόρευση την οποία θεσπίζει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (39), μολονότι ο κανονισμός προβλέπει ορισμένους περιορισμούς του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου καταχωρισθέντος σήματος (40). Ιδιαίτερη σημασία έχει σχετικά το άρθρο 54 του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει (ανοχή της χρήσεως επί πέντε συνεχή έτη), ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος χάνει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου άλλου μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος. Μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί, a contrario, ότι αν δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος μπορεί κάλλιστα να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου του μεταγενεστέρως καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος.

51.      Το άρθρο 54 του κανονισμού 207/2009 είναι επίσης κρίσιμο από την άποψη της συστηματικής ερμηνείας του κανονισμού. Πράγματι, από τη διάκριση την οποία προβλέπει το εν λόγω άρθρο μεταξύ της δυνατότητας του δικαιούχου να ζητήσει την ακυρότητα ή να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος, προκύπτει ότι, κατά την έννοια του κανονισμού 207/2009, η αγωγή ακυρότητας και η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση είναι δύο διαφορετικές αγωγές, καμία από τις οποίες δεν συνιστά πρόκριμα για την άλλη (41).

52.      Πράγματι, ακριβώς όπως και στο πεδίο των κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, και στο πεδίο των σημάτων ο κανονισμός 207/2009 κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των δύο αγωγών, οι οποίες έχουν διαφορετικό αντικείμενο, αποτελέσματα και σκοπό. Πράγματι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 96 του κανονισμού 207/2009, τα εθνικά δικαστήρια κοινοτικών σημάτων έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση όλων των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση, ενώ, αφετέρου, όσον αφορά τις αιτήσεις ακυρότητας των σημάτων, ο κανονισμός 207/2009 προβλέπει, αντιθέτως, κεντρική διεκπεραίωση από το ΓΕΕΑ, μολονότι αυτή η αρχή, όπως και στο πεδίο των σχεδίων και των υποδειγμάτων, κάμπτεται από τη δυνατότητα των δικαστηρίων σημάτων να εξετάζουν ανταγωγές ακυρότητας καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος, οι οποίες ασκούνται στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να θέσει ως προϋπόθεση για την άσκηση της μιας αγωγής την προηγούμενη ή ταυτόχρονη άσκηση της άλλης (42).

53.      Εξάλλου, φρονώ ότι η προτεινόμενη ερμηνεία του όρου «τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων και του ΓΕΕΑ. Πράγματι, μολονότι είναι αλήθεια ότι, όπως προεκτέθηκε για το πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων (43), υφίσταται και στο πεδίο των σημάτων το ενδεχόμενο η νομική κατάσταση του μεταγενέστερου σήματος να παραμένει μετέωρη εφόσον ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος, του οποίου ευδοκίμησε η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος, δεν προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες για την κήρυξη της ακυρότητας του εν λόγω σήματος, εντούτοις φρονώ ότι οι λόγοι που με οδήγησαν να θεωρήσω ότι η εν λόγω ανασφάλεια δικαίου δεν είναι δυνατόν να έχει αποφασιστική σημασία για την ερμηνεία της έννοιας του «τρίτου», κατά του οποίου ο δικαιούχος του σχεδίου ή υποδείγματος (44) μπορεί να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, είναι εφαρμοστέοι mutatis mutandis στο πεδίο των σημάτων (45). Φρονώ επίσης ότι η εναλλακτική ερμηνεία θα κινδύνευε να πλήξει το σύστημα προστασίας που προβλέπει ο κανονισμός 207/2009, καθόσον, όπως επισημαίνω στα σημεία 43 και 45 των παρουσών προτάσεων, θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση.

54.      Βάσει των προεκτεθέντων, φρονώ ότι στο ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με την παραβίαση του αποκλειστικού δικαιώματος που απορρέει από κοινοτικό σήμα, το δικαίωμα να απαγορευθεί σε τρίτους να χρησιμοποιούν το εν λόγω σήμα εκτείνεται σε κάθε τρίτο, συμπεριλαμβανομένου του τρίτου δικαιούχου μεταγενεστέρως καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος.

55.      Προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο ένα όσο το δυνατόν πληρέστερο πλαίσιο, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι, αν το Δικαστήριο δεχθεί την ερμηνεία του όρου «τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, την οποία προτείνω στο προηγούμενο σημείο, η ερμηνεία αυτή πρέπει αναγκαστικά να επεκταθεί και στον τρίτο δικαιούχο μεταγενέστερου σήματος καταχωρισθέντος σε κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των σχετικών εθνικών διατάξεων.

56.      Πράγματι, διαφορετική ερμηνεία, εκτός του ότι δεν είναι λογική και συνεπής προς την προεκτεθείσα, θα έθετε σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του κανονισμού 207/2009, διότι θα επέτρεπε, μέσω της καταχωρίσεως σημείου σε εθνικό επίπεδο, να περιοριστεί η προστασία του δικαιούχου του προγενέστερου κοινοτικού σήματος βάσει των διατάξεων του κανονισμού 207/2009. Εξάλλου, διαφορετική ερμηνεία θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, αντίθετη προς την αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος (46), διότι ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος θα προστατευόταν κατά διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη, ανάλογα με το αν το εθνικό δίκαιο του παρέχει ή όχι τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή κατά του παραποιούντα χωρίς να πρέπει να αναμείνει την ακύρωση του μεταγενέστερου εθνικού σήματος που προσβάλλει τα δικαιώματά του.

57.      Κατά την ίδια έννοια, κρίνω, τέλος, σκόπιμο να επισημάνω ότι, σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενιαίας ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, τις οποίες έχει αναγνωρίσει επανειλημμένα το Δικαστήριο (47), η ερμηνεία του όρου «τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν μπορεί παρά να επεκταθεί και στον σχετικό όρο του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/95, το οποίο ακολουθεί ανάλογη διατύπωση (48).

V –    Πρόταση

58.      Βάσει της προεκτεθείσας συλλογιστικής, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n. 1 de Alicante:

«Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με την προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος που απορρέει από κοινοτικό σήμα, το δικαίωμα να απαγορευθεί σε τρίτους να χρησιμοποιούν το εν λόγω σήμα εκτείνεται σε κάθε τρίτο που χρησιμοποιεί σημείο το οποίο ενέχει κίνδυνο συγχύσεως, συμπεριλαμβανομένου του τρίτου δικαιούχου μεταγενεστέρως καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2 – ΕΕ L 78, σ. 1.


3 – Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C‑488/10, Celaya Emparanza y Galdos Internacional, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n. 1 de Alicante και αφορούσε την ερμηνεία του όρου «τρίτοι» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 6/2002).


4 – Βλ. τις προτάσεις μου της 8ης Νοεμβρίου 2011 στην προαναφερθείσα υπόθεση C‑488/10, ιδίως τα σημεία 20 έως 23.


5 – Από την εκτεταμένη νομολογία με ανάλογη επιχειρηματολογία, βλ. τις πρόσφατες αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2012, C‑41/11, Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne (σκέψη 35), και της 29ης Μαρτίου 2012, C‑599/10, SAG ELV Slovensko κ.λπ. (σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


6 – Αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia (Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 7), και της 8ης Μαρτίου 2012, C‑251/11, Huet (σκέψη 23).


7 – Βλ., ανωτέρω, σημείο 3, καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Celaya (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σημείο 19).


8 – Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόβλημα ανάλογο με αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης υποθέσεως είχε τεθεί στη Γερμανία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και είχε αποτελέσει αντικείμενο ζωηρής συζήτησης ανωτάτου επιπέδου στη νομολογία της εποχής εκείνης, Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχική νομολογία του Reichsgericht, η χρησιμοποίηση καταχωρισθέντος σήματος δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη μέχρις ότου το εν λόγω σήμα διαγραφεί από το μητρώο σημάτων (βλ. συναφώς απόφαση του Reichsgericht της 13ης Νοεμβρίου 1906, II 155/06, RGZ 64, σ. 273 επ., και ειδικότερα σ. 275). Εντούτοις, στη συνέχεια, το Reichsgericht «αποκήρυξε» αυτή την άποψη με απόφαση του 1927, με την οποία έκρινε ότι το αντικειμενικά παράνομο της χρησιμοποιήσεως μεταγενέστερα καταχωρισθέντος σήματος απορρέει ευθέως από το δικαίωμα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, το οποίο χαίρει προτεραιότητας (βλ. Reichsgericht, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1927, II 409/26, RGZ 118, σ. 76 επ., ειδικότερα σ. 78 και 79).


9–      Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3.


10–      Προαναφερθείς στην υποσημείωση 3.


11 – Βλ., ανωτέρω, σημείο 3, καθώς και τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4 υπόθεση Celaya (σημεία 20 έως 22).


12 – Η διαδικασία καταχωρίσεως σχεδίων και υποδειγμάτων διέπεται από τον τίτλο V (άρθρα 45 έως 50) του προαναφερθέντος στην υποσημείωση 3 κανονισμού 6/2002.


13–      Βλ. δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος στην υποσημείωση 3 κανονισμού 6/2002. Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι το άρθρο 47 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει –σχετικά περιορισμένη έστω– ανάλυση ορισμένων «λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως».


14 – Βλ. δέκατη όγδοη και εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος στην υποσημείωση 3 κανονισμού 6/2002.


15 – Οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως προβλέπονται από το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009 (βλ., επίσης, άρθρο 37 του κανονισμού)· οι σχετικοί λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως προβλέπονται από το άρθρο 8 του κανονισμού 207/2009 (βλ., επίσης, άρθρα 40 έως 42 του ίδιου κανονισμού).


16–      Βλ. άρθρο 40 του κανονισμού 207/2009.


17–      Βλ. άρθρα 41 και 42 του κανονισμού 207/2009. Συναφώς, βλ. και τη διάταξη του άρθρου 38 του κανονισμού 207/2009, το οποίο προβλέπει διαδικασία έρευνας των προγενέστερων σημάτων που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην καταχώριση του αιτούμενου σήματος.


18–      Βλ. τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4 υπόθεση Celaya (σημείο 23).


19–      Βλ. τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4 υπόθεση Celaya (σημείο 23). Συνεπεία της προβλέψεως ενός τέτοιου συστήματος, στο πεδίο των σημάτων, δεν είναι εφαρμοστέες οι σκέψεις που εκθέτω στις προτάσεις μου σχετικά με τη θεωρητική πιθανότητα ο κακοπίστως ενεργών ο οποίος προβαίνει σε πράξεις παραποιήσεως να χρησιμοποιήσει, αν αναγνωριστεί η ύπαρξη υποχρεώσεως ασκήσεως αγωγής περί ακυρότητας προ της ασκήσεως αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, παρελκυστικές τακτικές καταχωρίζοντας κατ’ επανάληψη ελαφρώς διαφοροποιημένα σχέδια ή υποδείγματα, θεωρητικά ακόμα και μετά την ακύρωση του προσβληθέντος μεταγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, προκειμένου να εξακολουθήσει να εμπορεύεται προϊόν κατ’ ουσίαν όμοιο, πράγμα που θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο το σύστημα και την πρακτική αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας της Ένωσης για τα σχέδια και τα υποδείγματα (βλ. σημεία 31 έως 33 των προτάσεών μου στην υπόθεση Celaya). Πράγματι, καταστάσεις αυτού του είδους δεν μπορούν εμφανιστούν στο πεδίο των σημάτων, διότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος έχει πάντα τη δυνατότητα να παρεμποδίσει προληπτικά την κακόπιστη καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος ασκώντας την ανακοπή που προβλέπει το άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009.


20 – Το ενδεχόμενο να ανακύψουν περιπτώσεις αυτού του είδους προκύπτει, εξάλλου, από το γράμμα των άρθρων 53, παράγραφος 1, και 57, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.


21–      Βλ. ανωτέρω σημείο 22.


22–      Βλ. τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4 υπόθεση Celaya (σημείο 30).


23 – Ο κανονισμός 207/2009, στην παράγραφο 1 του άρθρου του 9, όπως άλλωστε και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25), αντιθέτως προς ορισμένα εθνικά δίκαια, όπως το ισπανικό, αλλά και προς τον κανονισμό 6/2002, προβλέπει απλώς ότι το κοινοτικό σήμα παρέχει στον δικαιούχο «αποκλειστικό δικαίωμα», διευκρινίζοντας μόνο ότι το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα συνεπάγεται δυνατότητα να απαγορεύεται σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές τα σημεία που προβλέπονται στα στοιχεία α΄, β΄ και γ΄. Σύμφωνα με τη θεωρία, εντούτοις, το «αποκλειστικό δικαίωμα» δεν εξαντλείται στην αρνητική πτυχή την οποία προβλέπει ο προαναφερθείς κανόνας –το ius excludendi– και η οποία έγκειται στο δικαίωμα να απαγορεύεται στους τρίτους να χρησιμοποιούν ταυτόσημο ή όμοιο σημείο, αλλά περικλείει και θετικές πτυχές, και συγκεκριμένα το δικαίωμα χρησιμοποιήσεως του εν λόγω σημείου –το ius utendi– το οποίο μπορεί να ασκηθεί ενδεχομένως παρέχοντας άδεια χρήσεως του σήματος. Η ύπαρξη ανάλογου δικαιώματος θετικής φύσεως είναι, εξάλλου, εγγενής στην ιδιότητα του δικαιούχου του σήματος. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs στα σημεία 33 και 34 των προτάσεών του της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Μαΐου 2002, C‑2/00, Hölterhoff (Συλλογή 2002, σ. I‑4187), ένας επιχειρηματίας δεν καταχωρίζει σήμα πρωτίστως για να απαγορευθεί η χρήση του σε τρίτους, αλλά για να το χρησιμοποιεί ο ίδιος. Εξάλλου, το δικαίωμα χρήσεως συνιστά κεντρικό και κύριο στοιχείο του δικαιώματος κυριότητας και, κατά συνέπεια, και του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.


24 –      Κατ’ αρχήν, η προτεραιότητα σήματος καθορίζεται από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος (βλ. συναφώς άρθρα 8, παράγραφος 2, και 27 του κανονισμού 207/2009). Για ειδικότερους ορισμούς της αρχής της προτεραιότητας, βλ. και σημείο 57 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C‑482/09, Budějovický Budvar (Συλλογή 2011, σ. Ι‑8701), καθώς και σημείο 54 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, C‑190/10, Génesis.


25 – Βλ. σκέψεις 39 και 40 της προαναφερθείσας στην υποσημείωση 3 αποφάσεως.


26 – Βλ., για παράδειγμα, έβδομη αιτιολογική σκέψη, καθώς και άρθρο 8, μέρη 2, 3 και 4 του τίτλου III (άρθρα 29 έως 35) και άρθρα 41, 42, 53 και 54 του κανονισμού.


27 – Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, άρθρα 5, 6, παράγραφος 2, 9, 11, παράγραφος 4, και 14 της προαναφερθείσας στην υποσημείωση 23 οδηγίας 2008/95/ΕΚ.


28 – Βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 4, A.1 και B της Συμβάσεως των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας η οποία υπεγράφη στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1883, αναθεωρήθηκε, για τελευταία φορά, στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des Traités des Nations Unies, τόμος 828, αριθ. 11851, σ. 305). Το γαλλικό κείμενο της εν λόγω Συμβάσεως δημοσιεύεται στη διεύθυνση: www.wipo.int/treaties/fr/ip/paris/trtdocs_wo020.html.


29 – Βλ. έβδομη και όγδοη αιτιολογική σκέψη, καθώς και άρθρα 4 και 6 του κανονισμού 207/2009.


30 – Πράγμα που μπορεί να επιτύχει ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος υποβάλλοντας στο ΓΕΕΑ αίτηση κηρύξεως άκυρου του προγενέστερου σήματος ή, ενδεχομένως, ασκώντας ανταγωγή ενώπιον του δικαστηρίου σημάτων στο οποίο έχει ασκηθεί η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση.


31 – Πράγμα που μπορεί να επιτύχει ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος ασκώντας ανταγωγή ενώπιον του δικαστηρίου σημάτων στο οποίο έχει ασκηθεί η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση.


32 –      Ασφαλώς, είναι ενδεχομένως δυνατόν να αντικρουστεί ότι, τόσο η μη άσκηση ανακοπής όσο και η απόρριψη της ανακοπής για προβλήματα διαδικαστικής φύσεως, όπως συνέβη στην υπόθεση που καλείται να κρίνει το αιτούν δικαστήριο (μη καταβολή του τέλους ανακοπής), οφείλονται σε ένα είδος «αμέλειας» του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, ο οποίος δεν άσκησε, ή δεν άσκησε λυσιτελώς, τη δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής την οποία του παρέχει ο κανονισμός 207/2009. Για τον λόγο αυτό, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει στο πεδίο των σχεδίων και υποδειγμάτων, στο πεδίο των σημάτων ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος, έστω και εν μέρει, για την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος και συνεπώς για τη δημιουργηθείσα κατάσταση ανασφάλειας δικαίου. Η υποχρέωση να επιτύχει την κήρυξη της ακυρότητας του μεταγενέστερου σήματος πριν μπορέσει να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση για την προστασία του προγενέστερου σήματος θα μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, να θεωρηθεί «κύρωση» για αυτή τη συνυπευθυνότητα. Σε αυτή την ενδεχόμενη αντίρρηση αντιτάσσω, εντούτοις, πρώτον, ότι δεν είναι απαραίτητο η μη άσκηση ανακοπής να οφείλεται αναγκαστικά σε αμέλεια του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος. Είναι δυνατόν να ανακύψουν περιπτώσεις, για παράδειγμα, στις οποίες ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ δύο σημάτων καθίσταται σαφής μόνο μετά τη χρησιμοποίηση in concreto του μεταγενέστερου σήματος, και συνεπώς μόνον αφής στιγμής τα δύο συγκρουόμενα σήματα συνυπάρχουν στην αγορά. Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι η μη άσκηση ή η εσφαλμένη άσκηση της δυνατότητας ασκήσεως ανακοπής δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή μιας θεμελιώδους αρχής στον τομέα των σημάτων, όπως η αρχή της προτεραιότητας, σύμφωνα με την οποία το προγενέστερο δικαίωμα υπερισχύει του μεταγενέστερου.


33 –      Δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 40, τη δυνατότητα να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από τα αντίστοιχα άλλης προελεύσεως. Συναφώς βλ., από την εκτεταμένη νομολογία με ανάλογη επιχειρηματολογία, την πρόσφατη απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, C‑90/11 και C‑91/11, Strigl και Securvita (σκέψη 30).


34 – Βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, που καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 23 οδηγία 2008/95/ΕΚ), αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2009, C‑487/07, L’Oréal (Συλλογή 2009, σ. I‑5185, σκέψη 58), και της 19ης Ιουλίου 2012, C‑376/11, Pie Optiek κ.λπ. (σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επισημαίνεται επίσης ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, τέτοιες λειτουργίες είναι όχι μόνον η ουσιώδης λειτουργία του σήματος, η οποία προαναφέρθηκε στο σημείο 40 και στην προηγούμενη υποσημείωση, αλλά και οι λοιπές λειτουργίες του, όπως, μεταξύ άλλων, η λειτουργία που συνίσταται στην εγγύηση της ποιότητας του προϊόντος ή της υπηρεσίας αυτής, ή οι λειτουργίες του σήματος ως διαύλου επικοινωνίας, ως επενδυτικού στοιχείου ή ως μέσου διαφημίσεως.


35 – Συναφώς, βλ. τον τίτλο VII του κανονισμού 207/2009 και ειδικότερα τα άρθρα 58, 64, παράγραφος 3, και 65.


36 –      Ασφαλώς, η απόφαση του ΓΕΕΑ περί απορρίψεως επί της ουσίας της ανακοπής δεν θα είναι δεσμευτική για το εθνικό δικαστήριο. Εντούτοις, η απόρριψη δεν είναι δυνατόν να μην αποτελεί, βάσει των διάφορων εθνικών δικονομικών κανόνων, «σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο» για την ανυπαρξία παραποιήσεως/απομιμήσεως. Εξάλλου, η κρίση σχετικά με την ύπαρξη παραποιήσεως/απομιμήσεως στην οποία καλείται να προβεί το εθνικό δικαστήριο, μολονότι βασίζεται στα ίδια κριτήρια με την κρίση στην οποία προβαίνει το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της ανακοπής, λόγω της αντιστοιχίας μεταξύ των περιπτώσεων του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, και παράγραφος 5, αφενός, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, αφετέρου, δεν είναι ακριβώς ταυτόσημη με την κρίση του ΓΕΕΑ. Πράγματι, η κρίση του ΓΕΕΑ διαφοροποιείται κατά το ότι, στην κρίση περί παραποιήσεως/απομιμήσεως, η αντιπαράθεση μεταξύ των επίμαχων σημείων και των συναφών προϊόντων για τα οποία χρησιμοποιούνται πραγματοποιείται in concreto με ανάλυση «ex post» η οποία αφορά την πραγματική κατάσταση της χρησιμοποιήσεώς τους στην αγορά και όχι, όπως στη διαδικασία ανακοπής, με ανάλυση «ex ante» προληπτικού και αφηρημένου χαρακτήρα η οποία βασίζεται κυρίως στην έκβαση των αιτήσεων καταχωρίσεως.


37 – Βλ. άρθρα 96, στοιχείο δ΄, και 100 του κανονισμού 207/2009.


38 –      Συναφώς επισημαίνω ότι, ενώ η ιταλική και η γερμανική απόδοση του κανονισμού 207/2009 αναφέρονται γενικά σε «terzi» και «Dritten», η γαλλική, η αγγλική και η ισπανική απόδοση αποδίδουν ακόμα σαφέστερα την απαγόρευση σε κάθε τρίτο, δεδομένου ότι αναφέρουν, αντιστοίχως, «tout tiers», «all third parties» και «cualquier tercero».


39 –      Ενδεχόμενη ασυλία αυτού του είδους, κατά τη γνώμη μου, δεν προκύπτει, όπως υποστηρίζει με τις παρατηρήσεις της η FCIPPR, από τη διάταξη του άρθρου 6 του κανονισμού 207/2009, η οποία ορίζει ότι το κοινοτικό σήμα αποκτάται με την καταχώριση. Πράγματι, ακόμα και αυτή η διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί, όπως και οι υπόλοιπες διατάξεις του κανονισμού 207/2009, υπό το πρίσμα της αρχής της προτεραιότητας (βλ. ανωτέρω, σημείο 39).


40 – Ειδικότερα, εκτός από το άρθρο 54 του κανονισμού 207/2009, το οποίο αναλύεται στη συνέχεια, μπορεί να αναφερθεί και το άρθρο 12 του ίδιου κανονισμού, το οποίο προβλέπει ορισμένους περιορισμούς της δυνατότητας του δικαιούχου να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές του κοινοτικού σήματος, καθώς και το άρθρο 13 του κανονισμού 207/2009, το οποίο ορίζει ότι το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Ένωση από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.


41 – Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, σε άλλες διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, ή το άρθρο 110, γίνεται ρητή διάκριση μεταξύ των δύο αγωγών.


42 –      Συναφώς επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 100 του κανονισμού 207/2009, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων το οποίο έχει επιληφθεί ανταγωγής εκπτώσεως ή ακυρότητας, μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεως με αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος και κατόπιν ακροάσεως των άλλων διαδίκων και να καλέσει τον εναγόμενο να υποβάλει στο ΓΕΕΑ αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας. Εντούτοις, αυτός ο κανόνας, πρώτον, προβλέπει απλή δυνατότητα του δικαστηρίου να αναστείλει τη δίκη, δεύτερον, αποβλέπει στην αποτροπή της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων σχετικά με την ακυρότητα του προγενέστερου σήματος ενώ, τρίτον, και εν πάση περιπτώσει, αφορά αποκλειστικά την ενδεχόμενη ακυρότητα του προγενέστερου σήματος στην οποία θεμελιώνεται η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, και όχι την ενδεχόμενη νομιμότητα της μεταγενέστερης καταχωρίσεως του σημείου που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση.


43–      Βλ. τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4 υπόθεση Celaya (σημεία 39 έως 44).


44 –      Στις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4 υπόθεση Celaya (σημεία 39 έως 44), υπογραμμίζω, αφενός, ότι είναι απίθανο να χρησιμοποιεί ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σχεδίου το σχέδιο αυτό, και δη μετά την ήττα του σε δίκη με αντικείμενο αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, και, αφετέρου, ότι ακόμα και στην περίπτωση χρησιμοποιήσεως αυτού του σχεδίου, το οποίο είναι τυπικά έγκυρο εφόσον δεν έχει κηρυχθεί άκυρο, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για παραποίηση/απομίμηση κατά τρίτου, ο τρίτος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ανταγωγή περί ακυρότητας.


45 – Ασφαλώς, αν τελεσφορήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά μεταγενεστέρως καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος μετά την απόρριψη επί της ουσίας ανακοπής που θεμελιώνεται στο ίδιο προγενέστερο κοινοτικό σήμα στο οποίο θεμελιώνεται η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, είναι δυνατόν να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ της αποφάσεως του ΓΕΕΑ στη διαδικασία ανακοπής και της αποφάσεως του δικαστηρίου σημάτων. Εντούτοις, φρονώ ότι το ενδεχόμενο αυτό είναι μάλλον απίθανο, δεδομένου του ρόλου «σημαντικού αποδεικτικού στοιχείου» όσον αφορά την απουσία παραποιήσεως/απομιμήσεως τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 36, πρέπει να διαδραματίσει η απόφαση του ΓΕΕΑ στην εθνική διαδικασία. Εξάλλου, η σύγκρουση αυτή είναι δυνατόν να δικαιολογείται υπό το πρίσμα της διαφοράς προοπτικής μεταξύ της διαδικασίας ανακοπής και της κρίσεως σχετικά με την ύπαρξη παραποιήσεως/απομιμήσεως, η οποία προεκτέθηκε στην υποσημείωση 36.


46–      Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.


47 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, C‑168/08, Hadadi (Συλλογή 2009, σ. I‑6871, σκέψη 38)· της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑467/08, Padawan (Συλλογή 2010, σ. I‑10055, σκέψη 32), και της 16ης Ιουνίου 2011, C‑536/09, Omejc (Συλλογή 2011, σ. Ι‑5367, σκέψη 19).


48 – Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα ερμηνεύσει παράλληλα το άρθρο 9 του κανονισμού 207/2009 και την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας 2008/95 ή, προηγουμένως, της οδηγίας 89/104. Βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C‑323/09, Interflora και Interflora British Unit (Συλλογή 2011, σ. Ι‑8625, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).