Language of document : ECLI:EU:C:2016:149

Υπόθεση C‑247/14 P

HeidelbergCement AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Αγορά του “τσιμέντου και των συναφών προϊόντων” – Διοικητική διαδικασία – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3 – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες – Αιτιολογία – Ακρίβεια»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 10ης Μαρτίου 2016

1.        Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία – Παραδεκτό

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

2.        Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως – Υποχρέωση να προσδιορίζονται όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

3.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Αίτηση παροχής πληροφοριών – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 15)

2.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 16)

3.        Όσον αφορά την αιτιολογία αποφάσεως με την οποία ζητούνται πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η διάταξη αυτή ορίζει ποια είναι τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας αποφάσεως. Αυτή η υποχρέωση ειδικής αιτιολογήσεως συνιστά θεμελιώδη επιταγή, σκοπός της οποίας είναι όχι μόνο να καταδειχθεί ότι δικαιολογημένα ζητούνται πληροφορίες, αλλά και να δοθεί στις οικείες επιχειρήσεις η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντός τους για συνεργασία και να προασπίσουν παράλληλα τα δικαιώματά τους άμυνας.

Ως προς την υποχρέωση να μνημονεύεται ο σκοπός της αιτήσεως, τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει, στην απόφασή της, ποιο είναι το αντικείμενο της έρευνας και, ως εκ τούτου, να προσδιορίζει την προβαλλόμενη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται συναφώς να γνωστοποιεί στον αποδέκτη τέτοιας αποφάσεως όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της σχετικά με τις εικαζόμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε αυστηρό νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι αναφέρει συναφώς ποιες είναι οι υποψίες τις οποίες προτίθεται να επιβεβαιώσει. Δεδομένου, λοιπόν, ότι το ζήτημα αν οι πληροφορίες είναι απαραίτητες πρέπει να εκτιμάται με βάση τον σκοπό που μνημονεύεται στην αίτηση παροχής πληροφοριών, ο σκοπός αυτός πρέπει να προσδιορίζεται με επαρκή σαφήνεια, διότι άλλως θα ήταν αδύνατο να κριθεί κατά πόσον πρόκειται για απαραίτητες πληροφορίες και το Δικαστήριο δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του.

Είναι αληθές ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών αποτελεί μέτρο έρευνας το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε προκαταρκτικό στάδιο, προτού κοινοποιηθεί η ανακοίνωση των αιτιάσεων, και έχει ως αποκλειστικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει τις πληροφορίες και τα έγγραφα που της είναι αναγκαία προκειμένου να ελέγξει αν υφίσταται και πόσο σημαντική είναι μια συγκεκριμένη νομική και πραγματική κατάσταση. Επιπλέον, μολονότι έχει κριθεί, όσον αφορά τις αποφάσεις για τη διενέργεια ελέγχων, ότι η Επιτροπή οφείλει μεν να προσδιορίζει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία που προτίθεται να εξακριβώσει, αλλά δεν είναι απολύτως αναγκαίο, στην απόφαση για τη διενέργεια ελέγχου, να οριοθετεί με ακρίβεια την οικεία αγορά ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των εικαζομένων παραβάσεων ούτε να αναφέρεται επακριβώς στις χρονικές περιόδους τις οποίες φέρονται να καλύπτουν οι παραβάσεις αυτές, εντούτοις η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι έλεγχοι πραγματοποιούνται στην αρχή της έρευνας, οπότε η Επιτροπή δεν έχει ακόμη στη διάθεσή της ακριβείς πληροφορίες. Πάντως, μια εντελώς συνοπτική, αόριστη, γενικόλογη και, από ορισμένες απόψεις, διφορούμενη αιτιολογία δεν είναι δυνατό να πληροί τις προδιαγραφές του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 προς δικαιολόγηση της επιλογής να ζητηθούν πληροφορίες βάσει αποφάσεως που εκδίδεται δύο και πλέον έτη μετά τους πρώτους ελέγχους, ενώ η Επιτροπή είχε εν τω μεταξύ αποστείλει πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε επιχειρήσεις για τις οποίες είχε υπόνοιες ότι μετείχαν σε παράβαση, και πολλούς μήνες μετά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 17, 19-21, 24, 37-39)