Language of document : ECLI:EU:C:2012:213

Υπόθεση C‑443/09

Camera di Commercio, Industria, Artigianato e Agricoltura (CCIAA) di Cosenza

κατά

Grillo Star Srl

(αίτηση του Tribunale di Cosenza
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2008/7/EK — Έμμεσοι φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων — Άρθρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 6, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄ — Πεδίο εφαρμογής — Ετήσιο τέλος καταβαλλόμενο στα τοπικά Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Γεωργικά Επιμελητήρια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προδικαστικά ερωτήματα — Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο — Εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ — Έννοια — Δικαστήριο που καλείται να εκδώσει απόφαση με δικαιοδοτικό χαρακτήρα

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Φορολογικές διατάξεις — Εναρμόνιση των νομοθεσιών — Έμμεσοι φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων — Πράξεις που δεν υπόκεινται σε έμμεση φορολόγηση

(Οδηγία 2008/7 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 1, στοιχείο γ΄)

1.        Το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πράγμα που αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, το ζήτημα αν η διαδικασία διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση απόφασης με δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του εισηγητή δικαστή τον οποίο διόρισε το Tribunale di Cosenza, αφού ο δικαστής αυτός καλείται να εκδώσει απόφαση με δικαιοδοτικό χαρακτήρα που αποσκοπεί στην επίλυση διαφοράς στο πλαίσιο διαδικασίας διεπόμενης από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

Πράγματι, ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης έχει ως έργο, βασιζόμενος στο αναλυτικό σχέδιο που καταρτίζει ο σύνδικος ως προς το παθητικό της πτώχευσης, να αποφασίσει ποιες από τις απαιτήσεις που έχουν αναγγείλει οι πιστωτές θα γίνουν δεκτές. Επιπλέον, τόσο ο σύνδικος όσο και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι έχουν την ευχέρεια να προβάλουν αντιρρήσεις ενώπιον του εισηγητή δικαστή κατά της αποδοχής απαίτησης που έχει αναγγείλει ένας πιστωτής. Τέλος, αν δεν ασκηθεί ανακοπή, η απόφαση του εν λόγω εισηγητή δικαστή να μην κάνει δεκτή ορισμένη απαίτηση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Εξάλλου, ο σύνδικος και οι πιστωτές έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους ενώπιον του εισηγητή δικαστή της πτώχευσης τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς.

(βλ. σκέψεις 20-21, 23-25)

2.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2008/7, περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στη διάταξη αυτή το ετήσιο τέλος που οφείλει να καταβάλλει ετησίως κάθε επιχείρηση λόγω της εγγραφής της στο μητρώο επιχειρήσεων που τηρούν τα Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Γεωργικά Επιμελητήρια, έστω και αν η εγγραφή αυτή έχει συστατικό χαρακτήρα για τις κεφαλαιουχικές εταιρίες και οι εταιρίες αυτές οφείλουν να το καταβάλλουν ακόμη και για την περίοδο κατά την οποία ασκούν απλώς προπαρασκευαστικές δραστηριότητες ενόψει της εκμετάλλευσης επιχείρησης.

Πράγματι, η γενεσιουργός αιτία του ετήσιου αυτού τέλους δεν συνίσταται στην καταχώριση της εταιρίας ή του νομικού προσώπου που έχει την κυριότητα της επιχείρησης, αλλά στην καταχώριση της ίδιας της επιχείρησης. Πρόκειται για τέλος που επιβαρύνει όλους τους φορείς που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό, και μάλιστα σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών τους. Το εν λόγω τέλος είναι ανεξάρτητο από τη νομική μορφή που έχει ο φορέας στον οποίο ανήκει η επιχείρηση, καθόσον πλήττει τόσο τις επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2008/7, όσο και εκείνες που έχουν άλλη νομική μορφή, και ειδικότερα εκείνες που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα ή τις οποίες διαχειρίζονται φυσικά πρόσωπα. Επιπλέον, το γεγονός ότι το ετήσιο τέλος είναι ανάλογο προς τον κύκλο εργασιών της ενδιαφερόμενης επιχείρησης αποκλείει το ενδεχόμενο να συνιστά η καταβολή του επαχθέστερη διατύπωση για την επιχείρηση που έχει επιλέξει τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας από ό,τι για την επιχείρηση που έχει συσταθεί με άλλη νομική μορφή. Συνεπώς, το ετήσιο αυτό τέλος δεν συνδέεται με τις διατυπώσεις στις οποίες μπορούν να υπόκεινται οι κεφαλαιουχικές εταιρίες λόγω της νομικής μορφής τους.

(βλ. σκέψεις 34-37, 43 και διατακτ.)