Language of document : ECLI:EU:C:2014:239

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 8ης Απριλίου 2014 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα — Αίτηση αναιρέσεως — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) — Συμβάσεις για τα έργα Perform και Oasis — Αναστολή πληρωμών — Παρατυπίες διαπιστωθείσες στο πλαίσιο ελέγχων αφορώντων άλλα έργα — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία υποχρεώνεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί στις πληρωμές — Πρόδηλη αφερεγγυότητα του δικαιούχου — Fumus boni juris — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Επείγον — Στάθμιση συμφερόντων»

Στην υπόθεση C‑78/14 P-R,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ, που κατατέθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2014,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου και την B. Conte, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αιτούσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

καθής,

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον πρώτο γενικό εισαγγελέα, P. Cruz Villalón,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με αίτηση αναιρέσεως, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Φεβρουαρίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής (T‑117/12, EU:T:2013:643, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

2        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναστείλει την εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε επίσης να γίνει η αίτησή της δεκτή προσωρινά και πριν ακόμα η αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις της, έως ότου εκδοθεί η περατώνουσα τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων διάταξη.

3        Με διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2014, ο αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε, δυνάμει του άρθρου 160, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, την αναστολή της εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έως ότου εκδοθεί η περατώνουσα τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων διάταξη πριν ακόμα η αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Η αντίδικος, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας (στο εξής: ΑΝΚΟ), υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 4 Μαρτίου 2014.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

4        Η ΑΝΚΟ είναι ελληνική εταιρία με αντικείμενο την εμπορία και παραγωγή προϊόντων μετάλλου καθώς και ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, συσκευών και μηχανημάτων, η οποία, από το 2006, έχει μετάσχει σε πολλά έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

5        Από τη σκέψη 2 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (ΕΕ L 391, σ. 1), στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ L 412, σ. 1), και, ειδικότερα, στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία», η Επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε, στις 19 Δεκεμβρίου 2007 και στις 21 Ιανουαρίου 2008, με τη Siemens SA και τη FIMI Srl αντιστοίχως, υπό την ιδιότητά τους ως συντονιστών δύο χωριστών κοινοπραξιών στις οποίες μετείχε η ΑΝΚΟ, τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου «Ανοικτή αρχιτεκτονική για προσβάσιμες υπηρεσίες, ολοκλήρωση και τυποποίηση» (στο εξής: έργο Oasis) και τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου «Μια σύνθετη πολυπαραγοντική μέθοδος για τη συνεχή και αποτελεσματική αξιολόγηση και παρακολούθηση της κινητικής ικανότητας στην ασθένεια του Parkinson και σε άλλες νευροεκφυλιστικές ασθένειες» (στο εξής: έργο Perform).

6        Από τη σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι γενικοί όροι που είναι κοινοί για τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου Oasis και τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform (στο εξής, από κοινού: συμφωνίες επιχορηγήσεως) περιλαμβάνονται στο παράρτημα II των εν λόγω συμφωνιών (στο εξής: παράρτημα II). Το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επισήμανε επίσης ότι, κατά το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, κατόπιν της παραλαβής των εκθέσεων που προβλέπονται στο σημείο II.4 του εν λόγω παραρτήματος, η Επιτροπή δύναται να αναστείλει οποτεδήποτε τις πληρωμές για όλο ή μέρος του ποσού που αντιστοιχεί στον οικείο δικαιούχο:

–        εάν το εκτελεσθέν έργο δεν είναι σύμφωνο με τους όρους της συμφωνίας επιχορηγήσεως·

–        εάν ο δικαιούχος οφείλει να επιστρέψει στο κράτος της ιθαγένειας ή της έδρας του ποσό που έχει εισπράξει παρανόμως ως κρατική ενίσχυση·

–        στην περίπτωση παραβάσεως των όρων της συμφωνίας επιχορηγήσεως, ή υπονοιών ή τεκμηρίου παραβάσεως των όρων αυτών, κατόπιν ιδίως των οικονομικών ή άλλων ελέγχων που προβλέπουν τα σημεία II.22 και II.23 του παραρτήματος II·

–        στην περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες παρατυπίας διαπραχθείσας από έναν ή περισσότερους δικαιούχους κατά την εκτέλεση της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως, και

–        στην περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες παρατυπίας ή έχει διαπιστωθεί παρατυπία που έχει διαπραχθεί από έναν ή περισσότερους δικαιούχους κατά την εκτέλεση άλλης συμφωνίας επιχορηγήσεως χρηματοδοτούμενης από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ή από προϋπολογισμούς που αυτή διαχειρίζεται. Στην περίπτωση αυτή, οι πληρωμές αναστέλλονται εφόσον η παρατυπία είναι σοβαρή και συστηματική και ενδέχεται να επηρεάσει την εκτέλεση της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως.

7        Η Επιτροπή, εκτιμώντας, κατ’ ουσίαν, ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι που δημιουργούσαν υπόνοιες περί πιθανής αθετήσεως των συμφωνιών επιχορηγήσεως και, ιδίως, του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, λόγω της υπάρξεως παρατυπιών εκ μέρους της ΑΝΚΟ, ανέστειλε, με δύο έγγραφα της 9ης Αυγούστου 2011, ως προληπτικό μέτρο τις προς την εταιρία αυτή πληρωμές που προέβλεπαν οι ως άνω συμφωνίες.

8        Με αγωγή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και των ρητρών διαιτησίας που περιείχαν οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως, η ΑΝΚΟ ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η αναστολή πληρωμών την οποία επέβαλε η Επιτροπή για τα έργα Perform και Oasis συνιστούσε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής·

–        να «υποχρεώσει» την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 637 117,17 ευρώ για το έργο Perform με τον προβλεπόμενο στο σημείο II.5, παράγραφος 5, του παραρτήματος II τόκο από την κοινοποίηση της ως άνω αγωγής·

–        να «υποχρεώσει» την Επιτροπή να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλει να της επιστρέψει το ποσό των 56 390 ευρώ το οποίο της καταβλήθηκε για το έργο Oasis, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

9        Στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό που προέβαλε η ΑΝΚΟ προς στήριξη του πρώτου αιτήματος της αγωγής της, ότι η Επιτροπή είχε αναστείλει τις πληρωμές που αντιστοιχούσαν στα έργα Oasis και Perform χωρίς νομική βάση και κατά παράβαση των συμφωνιών επιχορηγήσεως για τα ως άνω έργα. Στη σκέψη 93 της εν λόγω αποφάσεως δέχθηκε επίσης το δεύτερο αίτημα της αγωγής, «καθόσον με αυτό ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προχωρήσει στην καταβολή των ανασταλέντων ποσών στο πλαίσιο του έργου Perform, χωρίς η πληρωμή αυτή να προδικάζει τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η [ΑΝΚΟ]». Αντιθέτως, απέρριψε το τρίτο αίτημα της αγωγής στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

10      Τα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«1)      Υποχρεώνει την […] Επιτροπή να καταβάλει στην ΑΝΚΟ […] τα ποσά των οποίων η πληρωμή ανεστάλη βάσει του σημείου ΙΙ.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, [του παραρτήματος II], χωρίς η καταβολή αυτή να προδικάζει ούτε τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η ΑΝΚΟ […] ούτε την εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής των πορισμάτων της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου με στοιχεία 11-INFS-0035. Τα καταβλητέα ποσά πρέπει να είναι εντός του ορίου του υπολοίπου της διαθέσιμης κατά τον χρόνο της αναστολής πληρωμών οικονομικής συμμετοχής και πρέπει να προσαυξηθούν με τόκους υπερημερίας που τρέχουν, για κάθε σχετική περίοδο, από της λήξεως της προθεσμίας πληρωμής των 105 ημερών από τη λήψη εκ μέρους της Επιτροπής των αντίστοιχων εκθέσεων. Το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι εκείνο που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το οικείο ποσό, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή.»

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναστείλει την εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και

–        να καταδικάσει την ΑΝΚΟ στα δικαστικά έξοδα.

12      Η ΑΝΚΟ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναστολής εκτελέσεως και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων

13      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η άσκηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν έχει κατ’ αρχήν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 278 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, Front national και Martinez κατά Κοινοβουλίου, C‑486/01 P‑R και C‑488/01 P‑R, EU:C:2002:116, σκέψη 71).

14      Το άρθρο 160, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζουν «το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται». Επομένως, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διατάσσονται από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η χορήγησή τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως από τα πραγματικά και νομικά περιστατικά (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια υπόθεση. Οι προϋποθέσεις αυτές τίθενται σωρευτικώς, οπότε οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται όταν δεν πληρούται έστω και μία από αυτές. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, στη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, C‑404/04 P‑R, EU:C:2005:267, σκέψεις 10 και 11 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

15      Υπενθυμίζεται ότι η προϋπόθεση του fumus boni juris πληρούται όταν υφίσταται, στο στάδιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σοβαρή νομική διαφωνία της οποίας η επίλυση δεν είναι προφανής, οπότε, εκ πρώτης όψεως, η αίτηση αναιρέσεως δεν στερείται βασιμότητας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου Publishers Association κατά Επιτροπής, 56/89 R, EU:C:1989:238, σκέψη 31, καθώς και Επιτροπή κατά Artegodan κ.λπ., C‑39/03 P‑R, EU:C:2003:269, σκέψη 40). Ειδικότερα, εφόσον σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της εκδοθησόμενης οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να περιοριστεί στην «εκ πρώτης όψεως» εκτίμηση του βασίμου των λόγων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαφοράς επί της ουσίας, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται αρκούντως μεγάλη πιθανότητα ευδοκιμήσεως του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου [διάταξη του αντιπροέδρου του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑426/13 P(R), EU:C:2013:848, σκέψη 41].

16      Εν προκειμένω, η Επιτροπή προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως ο οποίος διαρθρώνεται σε πέντε σκέλη αντλούμενα, κατ’ ουσίαν, από παραβάσεις των συμβατικών όρων που εφαρμόζονται στις συμφωνίες επιχορηγήσεως, και ιδίως του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II. Ειδικότερα, το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως αντλείται από πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο τόσο κατά την ερμηνεία της συμβατικής αυτής ρήτρας όσο και κατά την εφαρμογή της για την εκτίμηση της «σοβαρής και συστηματικής» φύσεως των επίμαχων παρατυπιών ως λόγου αναστολής των προβλεπόμενων στις συμφωνίες επιχορηγήσεως πληρωμών, το δεύτερο αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του ενδεχομένου επαναλήψεως των εν λόγω παρατυπιών, το τρίτο από εσφαλμένους επαγωγικούς συλλογισμούς του Γενικού Δικαστηρίου επί τη βάσει ορισμένων διορθώσεων ad hoc και επιστροφών ποσών στις οποίες προέβη η ΑΝΚΟ, το τέταρτο από εσφαλμένη ερμηνεία, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του παραρτήματος II όσον αφορά τη δυνατότητα των δικαιούχων της επιχορηγήσεως να χρησιμοποιούν μέθοδο υπολογισμού των δαπανών βάσει μέσων δαπανών, και την εφαρμογή της δυνατότητας αυτής για πλασματικές και όχι πραγματικές δαπάνες, καθώς και από παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδείξεων ως προς το σημείο αυτό και, τέλος, το πέμπτο από σύγχυση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου μεταξύ των όρων αναστολής των πληρωμών και των όρων επιλεξιμότητας των δηλωθεισών δαπανών.

17      Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι με τα διάφορα σκέλη του λόγου αναιρέσεως τίθενται περίπλοκα ζητήματα των οποίων η επίλυση δεν είναι προφανής. Ειδικότερα, για την εξέταση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της διαφοράς η οποία αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή απαιτήθηκε η εκτίμηση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου συνόλου στοιχείων το οποίο περιελάμβανε νομικά θέματα, καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό, την εκτίμηση και τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, όταν μάλιστα όλα αυτά τα ζητήματα ήταν αλληλένδετα. Κατά συνέπεια, για την εκτίμηση του παραδεκτού και του βασίμου των αιτιάσεων που προβάλλονται στο πλαίσιο της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται ενδελεχής εξέταση, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό, στο στάδιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ότι η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως δεν στερείται κάθε πιθανότητας ευδοκιμήσεως επί της ουσίας.

18      Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο την εγκυρότητα ορισμένων δαπανών προσωπικού που δήλωσε η ΑΝΚΟ βάσει των συμβατικών ρητρών και, ιδίως, του σημείου II.14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II το οποίο επιτρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις να λαμβάνονται υπόψη οι μέσες δαπάνες προσωπικού του παρέχοντος υπηρεσίες, παρερμήνευσε, στις σκέψεις 71 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο των ως άνω συμβατικών ρητρών, καθόσον αυτές επιτρέπουν τη χρήση μεθοδολογίας υπολογισμού των δαπανών στηριζόμενης σε μέσο όρο μόνο στο μέτρο που ο υπολογισμός του μέσου όρου αυτού γίνεται βάσει πραγματικών και όχι πλασματικών δαπανών προσωπικού. Η χρήση «μέσου όρου» κατ’ εφαρμογή των επίμαχων ρητρών δεν μπορεί να καταστήσει έγκυρες τέτοιες πλασματικές δαπάνες, δεδομένου ότι ο μέσος όρος αυτός πρέπει να εξάγεται βάσει πραγματικών δαπανών. Εν πάση περιπτώσει, η ΑΝΚΟ προσκόμισε στην πραγματικότητα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία στηριζόμενα όχι σε «μέσες», αλλά σε ειδικές και εξατομικευμένες δαπάνες. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφενός, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία των επίμαχων συμβατικών ρητρών και, αφετέρου, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η ΑΝΚΟ.

19      Η ΑΝΚΟ αμφισβητεί ότι από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι συντρέχει fumus boni juris. Κατά την άποψή της, η επιχειρηματολογία αυτή είναι προδήλως αβάσιμη όσον αφορά την προβαλλόμενη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και, κατά τα λοιπά, απαράδεκτη, καθόσον η Επιτροπή επιδιώκει στην πραγματικότητα την αμφισβήτηση των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

20      Διαπιστώνεται ότι η εξέταση του τέταρτου αυτού σκέλους του λόγου αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρής διαφωνίας μεταξύ αυτής και του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των επίμαχων δαπανών εκ μέρους της ΑΝΚΟ και, κατά συνέπεια, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τους υπό το πρίσμα των όρων των συμφωνιών επιχορηγήσεως και μπορεί να απαιτεί λεπτομερή ανάλυση τόσο των συμβατικών ρητρών βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έκρινε έγκυρο τον τρόπο υπολογισμού που είχε επιλέξει η ΑΝΚΟ όσο και των αποδεικτικών στοιχείων που αυτή προσκόμισε στο πλαίσιο αυτό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και το περιεχόμενο των οποίων το δικαστήριο αυτό φέρεται να έχει παραμορφώσει. Λαμβανομένης υπόψη της τεχνικής φύσεως της προαναφερθείσας διαφωνίας, διαπιστώνεται ότι ο λόγος αναιρέσεως, με το σκέλος αυτό, θέτει όντως, στο στάδιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σημαντικά νομικά ζητήματα των οποίων η επίλυση δεν είναι προφανής, ιδίως όσον αφορά την προβαλλόμενη παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων, οπότε, εκ πρώτης όψεως, η αίτηση αναιρέσεως δεν στερείται βασιμότητας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 15 της παρούσας διατάξεως.

21      Εξάλλου, το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, εάν κριθεί βάσιμο με την απόφαση που θα εκδοθεί επί της ουσίας, δύναται να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 78 και 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη τις συμφωνίες επιχορηγήσεως, προβαίνοντας σε αναστολή των πληρωμών με αυτή τη βάση, καθώς και το συμπέρασμα που εκτίθεται στις σκέψεις 88 και 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βάσει των εν λόγω σκέψεων 78 και 79, ότι τα ποσά των οποίων την πληρωμή είχε αναστείλει η Επιτροπή έπρεπε να καταβληθούν στην ΑΝΚΟ, προσαυξημένα με τόκους υπερημερίας. Η διαπίστωση περί fumus boni juris όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως είναι συνεπώς κρίσιμη εν προκειμένω για να χορηγηθεί η αναστολή εκτελέσεως που ζητεί η Επιτροπή.

22      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι πληρούται εν προκειμένω η σχετική με τη συνδρομή fumus boni juris προϋπόθεση.

23      Όσον αφορά την προϋπόθεση του επείγοντος, εναπόκειται στον αιτούντα τη λήψη προσωρινών μέτρων να αποδείξει ότι δεν είναι δυνατό να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου Matra κατά Επιτροπής, C‑225/91 R, EU:C:1991:460, σκέψη 19, και SCK και FNK κατά Επιτροπής, C‑268/96 P(R), EU:C:1996:381, σκέψη 30]. Για να αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας δεν απαιτείται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα η επέλευση της ζημίας, αλλά αρκεί αυτή να πιθανολογηθεί επαρκώς [διάταξη του αντιπροέδρου του Δικαστηρίου EMA κατά InterMune UK κ.λπ., C‑390/13 P(R), EU:C:2013:795, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

24      Η Επιτροπή στηρίζεται ως προς το σημείο αυτό στην οικονομική ζημία την οποία υποστηρίζει ότι θα υποστεί εάν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκτελεστεί. Προκειμένου να στοιχειοθετήσει ότι η βλάβη θα είναι ανεπανόρθωτη, επικαλείται ότι η απόφαση αυτή είναι κατά το άρθρο 280 ΣΛΕΕ εκτελεστή καθώς και ότι η εν λόγω απόφαση την υποχρεώνει να καταβάλει στην ΑΝΚΟ τα «ποσά των οποίων η πληρωμή ανεστάλη βάσει του σημείου ΙΙ.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, [του παραρτήματος II]», προσαυξημένα με τόκους υπερημερίας. Υποστηρίζει ότι κινδυνεύει, κατά συνέπεια, να αντιμετωπίσει ανά πάσα στιγμή μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος της όσον αφορά την υποχρέωση αυτή. Εξάλλου, η Επιτροπή προβάλλει ότι η ΑΝΚΟ, βάσει ιδίως πληροφοριών που η ίδια της γνωστοποίησε, είναι «στα πρόθυρα της πτωχεύσεως» και έχουν κινηθεί ως προς αυτήν διαδικασίες αφερεγγυότητας στην Ελλάδα από τις οποίες προκύπτει ότι δεν έχει στοιχεία ενεργητικού από τα οποία να μπορούν να ικανοποιηθούν οι δανειστές της.

25      Η ΑΝΚΟ αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα. Υποστηρίζει ότι τα όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή σχετικά με την οικονομική της κατάσταση είναι «όλως αβάσιμα» και στηρίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία παρωχημένα, ανακριβή και αλυσιτελή. Η ΑΝΚΟ επικαλείται άλλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της απόψεώς της ότι είναι απολύτως φερέγγυα και συνεχίζει κανονικά τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες. Εξάλλου, το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ, ΛΕΕ και ΕΚΑΕ, αποκλείει κατά την ΑΝΚΟ το ενδεχόμενο αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος της Επιτροπής χωρίς άδεια του Δικαστηρίου για την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων και των στοιχείων ενεργητικού της Ένωσης.

26      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει συναφώς ότι στην περίπτωση που η προβαλλόμενη ζημία είναι οικονομικής φύσεως, τα ζητηθέντα προσωρινά μέτρα δικαιολογούνται κατ’ αρχήν αν, κατά τα φαινόμενα, ελλείψει των μέτρων αυτών, ο αιτών θα βρισκόταν σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά του πριν την έκδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη επί της ουσίας ή τα μερίδιά του αγοράς θα τροποποιούνταν σημαντικά [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑43/98 P(R), EU:C:1998:166, σκέψη 36, και του αντιπροέδρου του Δικαστηρίου EDF κατά Επιτροπής, C‑551/12 P(R), EU:C:2013:157, σκέψη 54]. Η οικονομική όμως ζημία που επικαλείται εν προκειμένω η Επιτροπή δεν εμπίπτει σε καμία από τις δύο ως άνω περιπτώσεις.

27      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η οικονομική ζημία που θα υφίστατο η Επιτροπή σε περίπτωση εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι είναι διαφορετική από την περιγραφόμενη στις διατάξεις που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, θα ήταν όμως εξίσου ανεπανόρθωτη λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, στην περίπτωση που η ΑΝΚΟ ευρίσκεται όντως σε οικονομική κατάσταση που είναι κοντά στην πτώχευση. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, υπάρχει ο κίνδυνος η καταβολή στην ΑΝΚΟ των ποσών που ορίζει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως να έχει ως αποτέλεσμα τη μη αναστρέψιμη απώλειά τους για τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

28      Παρά τα αντεπιχειρήματα της ΑΝΚΟ επί του σημείου αυτού, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με την οικονομική κατάσταση της εν λόγω εταιρίας στηρίζουν την άποψή της. Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς, χωρίς να αντικρούεται από την ΑΝΚΟ, ότι είχε κινηθεί διαδικασία συνδιαλλαγής με τους πιστωτές της εταιρίας αυτής κατόπιν αιτήσεως της ιδίας και ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής το Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι η οικονομική κατάσταση της ΑΝΚΟ ήταν τόσο βεβαρυμένη που το ενεργητικό της δεν επαρκούσε για να καλύψει τα έξοδα της διαδικασίας κηρύξεως σε πτώχευση.

29      Η Επιτροπή, χωρίς να αντικρούεται επί του σημείου αυτού από την ΑΝΚΟ, επικαλείται ειδικότερα την ελληνική νομοθεσία περί πτωχεύσεων και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 6, παράγραφος 2, του νόμου 3588/2007, δυνάμει του οποίου το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την ενώπιόν του αίτηση, εφόσον αποδεικνύεται ότι, μολονότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτωχεύσεως, η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Σε περίπτωση απορρίψεως για την αιτία αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, καθώς και στα Μητρώα Πτωχεύσεων προκειμένου να δοθεί επίσημη δημοσιότητα στην οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, η δε καταχώριση αυτή διαγράφεται μετά την πάροδο τριετίας. Το πιστοποιητικό που εξέδωσε στις 20 Ιανουαρίου 2014 ο Γραμματέας του Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο τίθεται ως παράρτημα της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως, βεβαιώνει ότι, μολονότι η διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως της ΑΝΚΟ απέβη άκαρπη και η εταιρία αυτή δεν έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, εντούτοις έχει εγγραφεί σχετική με την εταιρία αυτή μνεία στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο καθώς και στα Μητρώα Πτωχεύσεων, δυνάμει των άρθρων 6, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 3, του νόμου 3588/2007.

30      Από το πιστοποιητικό αυτό που ισχύει ως την 20ή Ιανουαρίου 2017, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του νόμου 3588/2007 προκύπτει συνεπώς κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, αφενός, ότι η ΑΝΚΟ ευρίσκεται σε οικονομική κατάσταση η οποία πλησιάζει προδήλως την πτώχευση, δεδομένου ότι το πτωχευτικό δικαστήριο έκρινε ότι η περιουσία της δεν επαρκεί ούτε για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, και, αφετέρου, συνακολούθως, ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της εταιρίας αυτής ότι το πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών βεβαιώνει μόνο ότι δεν έχει κηρυχθεί σε πτώχευση. Εξάλλου, από το πιστοποιητικό αυτό προκύπτει ότι η σχετική με την ΑΝΚΟ καταχώριση στα εν λόγω μητρώα εξακολουθεί να ισχύει.

31      Εξάλλου, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ΑΝΚΟ, τα οποία πιστοποιούν ότι διαθέτει ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα και ότι συνεχίζει να συνάπτει ορισμένες εμπορικές συμφωνίες, δεν αρκούν για να κλονίσουν το συμπέρασμα που συνάγεται από το πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή.

32      Όσον αφορά το επιχείρημα της ΑΝΚΟ το οποίο στηρίζεται στη μη συνδρομή άμεσου κινδύνου αναγκαστικής εκτελέσεως, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρκεί η ύπαρξη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή δεν είναι δυνατό να αναμείνει την έκβαση της δίκης που αφορά την αίτηση αναιρέσεως επί της ουσίας χωρίς να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη και ότι η επέλευση της ζημίας πιθανολογείται επαρκώς κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας διατάξεως. Ειδικότερα, όπως η λήψη εκ μέρους κράτους μέλους νομικά δεσμευτικών μέτρων αρκεί προκειμένου ο ενδεχόμενος κίνδυνος από την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως να πιθανολογηθεί επαρκώς ώστε να πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του αντιπροέδρου του Δικαστηρίου Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑574/13 P(R), EU:C:2014:36, σκέψεις 22 έως 26], έτσι και η εκτελεστότητα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει την ίδια συνέπεια στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

33      Όσον αφορά τη σοβαρότητα της ζημίας που επικαλείται η Επιτροπή, προκύπτει από την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, συνολικώς θεωρούμενη, και ιδίως από τα σημεία 5 και 6, ότι η ζημία συνίσταται στο γεγονός ότι θα υποχρεωθεί το θεσμικό αυτό όργανο να καταβάλει στην ΑΝΚΟ, σύμφωνα με το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «τα ποσά των οποίων η πληρωμή ανεστάλη βάσει του σημείου ΙΙ.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, [του παραρτήματος II]», προσαυξημένα με τόκους υπερημερίας. Μολονότι το σημείο 1 του εν λόγω διατακτικού δεν προσδιορίζει επακριβώς το ποσό που πρέπει να καταβάλει στην ΑΝΚΟ η Επιτροπή, εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε κατ’ ουσίαν το δεύτερο αίτημα της αγωγής της εταιρίας αυτής με το οποίο ζητείτο η καταβολή του ποσού των 637 117,17 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

34      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το να υποστούν η Επιτροπή και, άρα, τα δημόσια οικονομικά της Ένωσης την απώλεια χρηματικού ποσού αυτής της τάξεως, το οποίο δεν είναι αντικειμενικώς αμελητέο, πρέπει να κριθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ότι συνιστά σοβαρή ζημία.

35      Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι πληρούται και η προϋπόθεση του επείγοντος.

36      Τέλος, όσον αφορά τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, η ΑΝΚΟ υποστηρίζει ότι η Επιτροπή της προκάλεσε ανεπανόρθωτη βλάβη δεδομένου ότι τη στέρησε πολύτιμη ρευστότητα σε μια κρίσιμη για τη βιωσιμότητά της περίοδο, μολονότι εκτελεί με επιτυχία συμβάσεις για λογαριασμό του θεσμικού αυτού οργάνου εδώ και πολλά έτη. Επιμένει επίσης στο γεγονός ότι το χρηματικό ποσό που της οφείλεται είναι αμελητέο σε σύγκριση με τον σχετικό προϋπολογισμό της Επιτροπής ενώ είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας για την επιχείρησή της. Ειδικότερα, το ποσό των 637 117,17 ευρώ αντιπροσωπεύει μόλις το 0,007 % του προϋπολογισμού της Επιτροπής μόνο για τα έργα τεχνολογικής αναπτύξεως τα οποία υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, ο οποίος ανερχόταν στο ποσό των 9,05 δισεκατομμυρίων ευρώ για τα έτη 2007 έως 2013. Αντιθέτως, το ποσό αυτό αντιπροσώπευε ποσοστό 0,953 % του κύκλου εργασιών της ΑΝΚΟ για τα έτη 2007 έως 2012, ο οποίος ήταν 66 835 051,14 ευρώ.

37      Ως προς το σημείο αυτό, το γεγονός ότι η ΑΝΚΟ θα στερηθεί τη δυνατότητα άμεσης εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, άρα, τη δυνατότητα χωρίς καθυστέρηση εισπράξεως των επίμαχων πληρωμών δεν μπορεί να στερήσει την ίδια, ή ακόμη τους δανειστές της, από τα δικαιώματά της στην περίπτωση μεταγενέστερης απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως. Εξάλλου, από το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οφείλονται τόκοι υπερημερίας επί του κυρίου ποσού, οπότε η καταβολή των τόκων αυτών θεωρείται ότι αποκαθιστά, εάν συντρέχει λόγος, τη ζημία από καθυστέρηση στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

38      Αντιθέτως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας διατάξεως, η άμεση εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως πριν την έκδοση της αποφάσεως η οποία θα περατώνει την αναιρετική δίκη ενδέχεται να βλάψει ανεπανόρθωτα τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης τα οποία προασπίζει η Επιτροπή. Η ζητούμενη αναστολή εκτελέσεως είναι συνεπώς αναγκαία για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εν λόγω αποφάσεως, σε περίπτωση που αυτή αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

39      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την επιχειρηματολογία που προβάλλει η ΑΝΚΟ, η οποία στηρίζεται σε σύγκριση των δικών της πόρων με εκείνους που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης. Ειδικότερα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να στερηθεί η ΑΝΚΟ οριστικά τα επίμαχα εν προκειμένω ποσά, πράγμα που η ίδια δεν αμφισβητεί, ενώ η Επιτροπή διατρέχει όχι αμελητέο κίνδυνο, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως της εταιρίας αυτής, να απολέσει οριστικά τη δυνατότητα ανακτήσεως των ποσών αυτών στην περίπτωση που το Δικαστήριο αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η ως άνω επιχειρηματολογία της ΑΝΚΟ δεν μπορεί να καταλήξει σε ευνοϊκό για αυτήν συμπέρασμα κατά τη στάθμιση των συμφερόντων.

40      Τέλος, καθόσον η ΑΝΚΟ υποστηρίζει ότι υφίσταται κίνδυνος να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία στην περίπτωση μη άμεσης εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επειδή θα στερηθεί από πολύτιμη ρευστότητα σε μια κρίσιμη για τη βιωσιμότητά της περίοδο, προκύπτει βεβαίως από την εξέταση της προϋποθέσεως του επείγοντος, στις σκέψεις 23 έως 35 της παρούσας διατάξεως, ότι η εταιρία αυτή ευρίσκεται σε κατάσταση κοντά στην πτώχευση, οπότε το επιχείρημα αυτό έχει ένα βαθμό αξιοπιστίας. Εντούτοις, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι το συμφέρον της ΑΝΚΟ για άμεση εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία θα της δώσει τη δυνατότητα να εισπράξει ποσό που αντιστοιχεί, κατά τα εκτιθέμενα από την ίδια, σε ποσοστό περίπου 1 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά την επίμαχη περίοδο, πρέπει να υπερισχύσει του συμφέροντος που αφορά την προστασία των οικονομικών της Ένωσης το οποίο προασπίζει η Επιτροπή. Ειδικότερα, ακριβώς λόγω της βεβαρυμένης οικονομικής καταστάσεως της ΑΝΚΟ, όπως αυτή διαπιστώθηκε στην παρούσα διάταξη, πρέπει να υπερισχύσει το συμφέρον της Ένωσης να μην καταβληθεί δημόσιο χρήμα σε εταιρία ως προς την οποία υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να μην μπορέσει να επιστρέψει το ποσό αυτό με τόκους υπερημερίας, στην περίπτωση που η απόφαση η οποία θα περατώνει την αναιρετική δίκη ή ακόμη τυχόν μεταγενέστερη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου την υποχρεώσει προς τούτο.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να ανασταλεί η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως η οποία θα περατώνει την αναιρετική δίκη.

Για τους λόγους αυτούς, ο αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

1)      Αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής (T‑117/12) έως την έκδοση της αποφάσεως η οποία θα περατώνει την αναιρετική δίκη επί της υποθέσεως C‑78/14 P.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.