Language of document : ECLI:EU:C:2014:2201

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)


Περιεχόμενα


Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού των ανταναιρέσεων

Επί της ουσίας

Επί του τρίτου λόγου της αναιρέσεως, που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το παραδεκτό ορισμένων παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσο η MasterCard αποτελεί ένωση επιχειρήσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού

– Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση της αντικειμενικής αναγκαιότητας του προβαλλόμενου περιορισμού του ανταγωνισμού

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του μοναδικού λόγου της ανταναιρέσεως της RBS και του πρώτου λόγου της αναιρέσεως της LBG

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

– Επί του μοναδικού λόγου της ανταναιρέσεως της RBS

– Επί του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή

– Επί της ουσίας του μοναδικού λόγου της ανταναιρέσεως της RBS και του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

Επί του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταναιρέσεις — Παραδεκτό — Άρθρο 81 ΕΚ — Ανοικτό σύστημα πληρωμών με χρεωστικές, προθεσμιακές και πιστωτικές κάρτες — Εναλλακτικές πολυμερείς διατραπεζικές προμήθειες — Ένωση επιχειρήσεων — Περιορισμοί του ανταγωνισμού εκ του αποτελέσματος — Κριτήριο δικαστικού ελέγχου — Έννοια του “παρεπόμενου περιορισμού” — Αντικειμενικά απαραίτητος και ανάλογος χαρακτήρας — Ενδεδειγμένα “αντιπαραδείγματα” — Διττά συστήματα — Εξέταση των παραρτημάτων της προσφυγής»

Στην υπόθεση C‑382/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 4 Αυγούστου 2012,

MasterCard Inc., με έδρα το Wilmington (Ηνωμένες Πολιτείες),

MasterCard International Inc., με έδρα το Wilmington,

MasterCard Europe SPRL, με έδρα το Βατερλώ (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τους E. Barbier de la Serre, V. Brophy και B. Amory, δικηγόρους, καθώς και από τον T. Sharpe, QC,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Bottka και N. Khan,

καθής πρωτοδίκως,

η Banco Santander SA, με έδρα το Santander (Ισπανία),

η Royal Bank of Scotland plc, με έδρα το Εδιμβούργο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον D. Liddell, solicitor, και τον M. Hoskins, barrister,

η HSBC Bank plc, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον R. Thompson, QC,

η Bank of Scotland plc, με έδρα το Εδιμβούργο,

η Lloyds TSB Bank plc, με έδρα το Λονδίνο,

εκπροσωπούμενη από τους K. Φουντουκάκο-Κυριακάκο και S. Wisking, solicitors, καθώς και από τον J. Flynn, QC,

η MBNA Europe Bank Ltd, με έδρα το Chester (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον A. Davis, solicitor,

το British Retail Consortium, με έδρα το Λονδίνο, εκπροσωπούμενο από τους R. Marchini, advocate, και A. Robertson, barrister,

η EuroCommerce AISBL, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον J. Stuyck, advocaat,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Holt και την C. Murrell, επικουρούμενους από τους J. Turner, QC, και de J. Holmes, barrister,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Ó Caoimh (εισηγητή), C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουλίου 2013,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιανουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως η MasterCard Inc. και οι θυγατρικές της MasterCard International Inc. και MasterCard Europe SPRL ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑111/08, EU:T:2012:260, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που είχαν ασκήσει με κύριο αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως Ε(2007) 6474 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υποθέσεις COMP/34.579 — MasterCard, COMP/36.518 — EuroCommerce, COMP/38.580 — Commercial Cards, στο εξής: επίδικη απόφαση), και επικουρικό αίτημα την ακύρωση των άρθρων 3 έως 5 και 7 της ίδιας αποφάσεως.

2        Με τις αντίστοιχες ανταναιρέσεις τους η Royal Bank of Scotland plc (στο εξής: RBS), αφενός, και οι Bank of Scotland plc (στο εξής: BoS) και Lloyds TSB Bank plc (στο εξής: LTSB), αφετέρου, εκ των οποίων οι δύο τελευταίες (στο εξής, από κοινού: LBG) τελούν πλέον υπό τον έλεγχο της Lloyds Banking Group plc και ενεργούν από κοινού στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ζητούν την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

3        Όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 20, 24, 27, 35, 39 και 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ο καθορισμός των πολυμερών διατραπεζικών προμηθειών του συστήματος πληρωμών το οποίο διαχειρίζεται ο διεθνής οργανισμός πληρωμών που αποκαλείται «MasterCard» (στο εξής: MasterCard), οι οποίες εφαρμόζονται εναλλακτικώς ιδίως σε διασυνοριακές πληρωμές με τραπεζική κάρτα εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) ή της ζώνης ευρώ (στο εξής: ΠΔΠ), αποτελεί απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων που προκαλεί περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των μετεχουσών τραπεζών, οι οποίες παρέχουν στους εμπόρους υπηρεσίες που τους δίνουν τη δυνατότητα να αποδέχονται χρεωστικές, προθεσμιακές και πιστωτικές κάρτες MasterCard και/ή Maestro, ότι ο περιορισμός αυτός ήταν αισθητός, ότι επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμο ούτε ότι οι ΠΔΠ ήταν αντικειμενικά αναγκαίες για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard ούτε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις απαλλαγής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ ή του άρθρου 53, παράγραφος 3, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3).

4        Από τη δικογραφία και ιδίως από τη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι σε ένα σύστημα πληρωμών το οποίο χαρακτηρίζεται ως «ανοικτό», όπως το σύστημα MasterCard, τα μέρη που εμπλέκονται σε κάθε αγορά με τραπεζική κάρτα, πέραν από τον ιδιοκτήτη του συστήματος πληρωμών, είναι ο κάτοχος της κάρτας, ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός που εκδίδει την κάρτα, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «εκδότρια τράπεζα», ο έμπορος και ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός που παρέχει στον έμπορο υπηρεσίες που του δίνουν τη δυνατότητα να αποδέχεται την κάρτα αυτή ως μέσο διεκπεραιώσεως της οικείας συναλλαγής, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «αποδέκτρια τράπεζα».

5        Όπως προκύπτουν από τις σκέψεις 1 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ιστορικό της διαφοράς και τα βασικά στοιχεία της επίδικης αποφάσεως, για τις ανάγκες της αναιρέσεως και των ανταναιρέσεων, συνοψίζονται ως εξής.

6        Οι προσφεύγουσες ασχολούνται με τη διαχείριση και τον συντονισμό του συστήματος πληρωμών που πραγματοποιούνται με κάρτες MasterCard και Maestro, δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν το σύστημα καθώς και την παροχή υπηρεσιών εγκρίσεως και συμψηφισμού στους μετέχοντες χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Οι χρηματοπιστωτικοί αυτού οργανισμοί είναι υπεύθυνοι για την έκδοση των καρτών MasterCard και Maestro, καθώς και για τη σύναψη συμφωνιών συμμετοχής με τους εμπόρους για την αποδοχή των καρτών.

7        Μέχρι τις 25 Μαΐου 2006 το σύνολο της περιουσίας της MasterCard και τα αντίστοιχα δικαιώματα ψήφου ανήκαν στους μετέχοντες χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Κατά την ημερομηνία αυτή η MasterCard Inc. εισήχθη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (Ηνωμένες Πολιτείες) μέσω αρχικής προσφοράς νέων μετοχών με δημόσια εγγραφή [initial public offering] (στο εξής: IPO), γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της δομής και του τρόπου διοικήσεώς της.

8        Στις 30 Μαρτίου 1992 και στις 27 Ιουνίου 1997, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή καταγγελίες, αντιστοίχως, από το British Retail Consortium (στο εξής: BRC) και από την EuroCommerce AISBL (στο εξής: EuroCommerce), οι οποίες στρέφονταν, μεταξύ άλλων, κατά της Europay International SA (στο εξής: Europay), η οποία κατέστη η MasterCard Europe SPRL.

9        Η Europay προέβη σε κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή συνολικά για το σύστημα πληρωμής.

10      Στις 13 Απριλίου 2002 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] ΕΚ και [82] ΕΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), με την οποία ανήγγειλε την πρόθεσή της να λάβει ευνοϊκή θέση έναντι ορισμένων από τους κανόνες του συστήματος Europay, στους οποίους δεν περιλαμβάνονταν οι κανόνες που αφορούσαν τις εναλλακτικές διατραπεζικές προμήθειες.

11      Με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν τα άρθρα 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες σκέψεις:

–        Οι διατραπεζικές προμήθειες αφορούν τις σχέσεις μεταξύ εκδότριας τράπεζας και αποδέκτριας τράπεζας επ’ ευκαιρία της διεκπεραίωσης συναλλαγών μέσω κάρτας και αντιστοιχούν σε ένα ποσό που παρακρατείται προς όφελος της εκδότριας τράπεζας. Οι εν λόγω προμήθειες πρέπει να διακρίνονται από τις επιβαρύνσεις που χρεώνει η αποδέκτρια τράπεζα στους εμπόρους [«merchant service charge», επιβάρυνση του εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία (στο εξής: MSC)]. Η επίδικη απόφαση αφορά μόνο τις ΠΔΠ και όχι τις διατραπεζικές προμήθειες που καθορίζονται διμερώς μεταξύ της εκδοτριών και αποδεκτριών τραπεζών ούτε τις διατραπεζικές προμήθειες που καθορίζονται συλλογικά σε εθνικό επίπεδο.

–        Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ τριών χωριστών αγορών προϊόντων στον τομέα των ανοιχτών συστημάτων τραπεζικών καρτών, καταρχάς, η «σχετική με τα συστήματα καρτών αγορά», στο πλαίσιο τις οποίας τα διάφορα συστήματα καρτών ανταγωνίζονται μεταξύ τους, στη συνέχεια η «αγορά εκδόσεως τραπεζικών καρτών», στο πλαίσιο της οποίας οι εκδότριες τράπεζες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πελατεία των κατόχων καρτών και, τέλος, η «αγορά αποδοχής συναλλαγών», στο πλαίσιο της οποίας οι αποδέκτριες τράπεζες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πελατεία των εμπόρων. Η σχετική αγορά, για τους σκοπούς της επίδικης αποφάσεως, αποτελείται από τις εθνικές αγορές αποδοχής συναλλαγών εντός των κρατών μελών του ΕΟΧ.

–        Οι αποφάσεις των αναιρεσειουσών σχετικά με τον καθορισμό των ΠΔΠ συνιστούν αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, τούτο δε παρά τις τροποποιήσεις που επήλθαν ως προς τη δομή και τον τρόπο διοικήσεως της Mastercard λόγω της εκ μέρους της αρχικής προσφοράς νέων μετοχών με δημόσια εγγραφή (IPO).

–        Οι ΠΔΠ έχουν ως αποτέλεσμα τη διόγκωση της βάσεως των MSC, ενώ οι τελευταίες θα μπορούσαν να είναι χαμηλότερες εάν δεν υφίσταντο οι ΠΔΠ και εάν υφίστατο απαγόρευση της μονομερούς τιμολογήσεως, μεταγενεστέρως των συναλλαγών, εκ μέρους των εκδοτριών τραπεζών, ήτοι κανόνας δυνάμει του οποίου οι εκδότριες και οι αποδέκτριες τράπεζες απαγορεύεται να καθορίζουν το ύψος των διατραπεζικών προμηθειών μετά τη διενέργεια αγοράς μεταξύ ενός από τους κατόχους καρτών που έχει εκδώσει ο εκδότης και ενός από τους εμπόρους που ανήκουν στο δίκτυο του αποδέκτη και μετά τη διαβίβαση της συναλλαγής για εξόφληση (στο εξής: απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων). Επομένως, οι ΠΔΠ είναι περιοριστικές του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές μεταξύ των αποδεκτριών τραπεζών εις βάρος των εμπόρων και των πελατών τους.

–        Οι ΠΔΠ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «παρεπόμενοι περιορισμοί», καθόσον δεν ενέχουν αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα για τη λειτουργία ενός ανοικτού συστήματος καρτών πληρωμής. Το εν λόγω σύστημα μπορεί να λειτουργήσει και μόνον επί του ερείσματος της ανταμοιβής των εκδοτριών τραπεζών εκ μέρους των κατόχων των καρτών, της ανταμοιβής των αποδεκτριών τραπεζών εκ μέρους των εμπόρων και της ανταμοιβής του ιδιοκτήτη του συστήματος διά των προμηθειών τις οποίες καταβάλλουν οι εκδότριες και οι αποδέκτριες τράπεζες. Αντιθέτως προς τους περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για τη διενέργεια μιας κύριας συναλλαγής, οι περιορισμοί οι οποίοι είναι επιθυμητοί αποκλειστικώς προς εξασφάλιση της εμπορικής επιτυχίας της εν λόγω συναλλαγής ή οι οποίοι επιφέρουν βελτίωση της αποτελεσματικότητας, μπορούν να εξετασθούν μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

–        Όσον αφορά τις συνέπειες του κανόνα που επιβάλλει, στο πλαίσιο του συστήματος MasterCard, να γίνονται αποδεκτές όλες οι κάρτες Maestro και MasterCard, όποια και να είναι η τράπεζα εκδόσεώς τους (στο εξής: Honour All Cards Rule) η κατάργηση των ΠΔΠ δεν θα ισοδυναμούσε με ελευθερία των εκδοτριών τραπεζών να καθορίζουν κατά το δοκούν και μονομερώς τις διατραπεζικές προμήθειες, εφόσον ο κίνδυνος αυτός μπορούσε να αποφευχθεί με έναν κανόνα που να έχει λιγότερο περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, όπως είναι η απαγόρευση των «εκ των υστέρων» τιμολογήσεων.

–        Όσον αφορά το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ, τα οικονομικής φύσεως επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, τα οποία αντλούνται από τον ρόλο των ΠΔΠ για την εξισορρόπηση του συστήματος MasterCard και για τη μεγιστοποίηση της αποδόσεώς του, δεν είναι επαρκή για να αποδειχθεί ότι οι ΠΔΠ συνεπάγονται αντικειμενικά πλεονεκτήματα. Οι αναιρεσείουσες δεν προσκόμισαν αποδείξεις που να καταδεικνύουν ότι τυχόν αντικειμενικά πλεονεκτήματα αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα των ΠΔΠ για τους εμπόρους και για τους πελάτες τους.

 Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2008 οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και, επικουρικώς, την ακύρωση των άρθρων 3 έως 5 και 7 της αποφάσεως αυτής.

13      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής τους, οι οποίοι αντλούνταν, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω πλάνης ως προς την ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω του εσφαλμένου χαρακτηρισμού των ΠΔΠ ως αποφάσεων ενώσεως επιχειρήσεων, και, τέταρτον, από την ύπαρξη πλημμελειών με τις οποίες βαρύνεται η διοικητική διαδικασία καθώς και από την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα.

14      Με τις παρεμβάσεις τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η BRC, η EuroCommerce, καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησαν την απόρριψη της προσφυγής των αναιρεσειουσών, ενώ η Banco Santander SA, η RBS, η HSBC Bank plc (στο εξής: HSBC), η BoS, η LTSB και η MBNA Europe Bank Ltd (στο εξής: MBNA) ζήτησαν την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

15      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν αποδείξει ότι η επίδικη απόφαση έπασχε πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

17      Η RBS, η HSBC, η LBG και η MBNA υπέβαλαν υπομνήματα επί της αιτήσεως αναιρέσεως προς στήριξή της, ενώ η BRC, η EuroCommerce και το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζουν όσα προβάλλει η Επιτροπή, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την απόρριψη της αναιρέσεως και, επικουρικώς, την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως.

18      Τα αιτήματα των ανταναιρέσεων της RBS και της LBG είναι, κατ’ ουσίαν, όμοια με αυτά της αναιρέσεως.

19      Οι αναιρεσείουσες στηρίζουν το αίτημα των ανταναιρέσεων, ενώ η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την BRC, ζητεί την απόρριψή του.

 Επί του παραδεκτού των ανταναιρέσεων

20      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ανταναιρέσεις της RBS και της LBG είναι απαράδεκτες, επειδή και οι δύο περιλαμβάνονται στο ίδιο δικόγραφο με το υπόμνημα των μερών αυτών επί της αναιρέσεως.

21      Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το άρθρο 176, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2012, ορίζει ότι η «ανταναίρεση ασκείται με χωριστό δικόγραφο, το οποίο διαφέρει από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως».

22      Επισημαίνεται, όμως, ότι οι ανταναιρέσεις της RBS και της LBG περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου σε ηλεκτρονική μορφή στις 31 Οκτωβρίου 2012 και τα πρωτότυπα έγγραφα κατατέθηκαν δύο και πέντε ημέρες αργότερα, αντιστοίχως.

23      Επομένως, είτε εφαρμοστεί το άρθρο 57, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2012, είτε εφαρμοστεί το άρθρο 37, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, που ίσχυε μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, οι ανταναιρέσεις ασκήθηκαν νομίμως στις 31 Οκτωβρίου 2012.

24      Ο Κανονισμός Διαδικασίας που ίσχυε κατά την τελευταία ημερομηνία δεν περιλαμβάνει, όμως, διάταξη αντίστοιχη με το άρθρο 176, παράγραφος 2, που επικαλείται η Επιτροπή. Επομένως, οι ανταναιρέσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν απαράδεκτες λόγω του ότι ασκήθηκαν μέσω των υπομνημάτων επί της αναιρέσεως.

25      Οι ειδικότερες ενστάσεις απαραδέκτου που προβλήθηκαν από την Επιτροπή θα εξεταστούν στο πλαίσιο της εξετάσεως των οικείων λόγων αναιρέσεως.

26       Όσον αφορά την κύρια αναίρεση η Επιτροπή, στο μέτρο που υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι η αναίρεση είναι «κατ’ ουσίαν» απαράδεκτη, στην πραγματικότητα προβάλλει ειδικότερα το απαράδεκτο συγκεκριμένων τμημάτων της αναιρέσεως, χωρίς πάντως να υποστηρίζει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη στο σύνολό της. Συνεπώς, αυτές οι ειδικές ενστάσεις πρέπει να εξεταστούν το πλαίσιο της εξετάσεως των οικείων λόγων.

 Επί της ουσίας

27      Με την αναίρεση και τις ανταναιρέσεις οι αναιρεσείουσες καθώς και οι RBS και LBG προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν:

–        ότι διάφορα παραρτήματα της προσφυγής ήταν απαράδεκτα (τρίτος λόγος της αναιρέσεως)·

–        ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το σύστημα πληρωμών MasterCard αποτελεί «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, παρά τις αλλαγές που επήλθαν λόγω της IPO (δεύτερος λόγος της αναιρέσεως)·

–        ότι η επίδικη απόφαση αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο ότι οι ΠΔΠ είχαν αποτελέσματα περιοριστικά του ανταγωνισμού (ανταναίρεση της RBS και πρώτος λόγος της ανταναιρέσεως της LBG)·

–        ότι οι ΠΔΠ δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά αναγκαίες για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard (πρώτος λόγος της αναιρέσεως), και

–        ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε πως οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι ΠΔΠ πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ (δεύτερος λόγος της ανταναιρέσεως της LBG).

28      Ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως καθώς και η ανταναίρεση της RBS και ο πρώτος λόγος της ανταναιρέσεως της LBG αφορούν το ζήτημα κατά πόσο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας το συμπέρασμα της επίδικης αποφάσεως ότι ο καθορισμός των ΠΔΠ εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της απαγορεύσεως που θεσπίζεται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Προκειμένου να εξετασθούν οι λόγοι αυτοί πρέπει να προηγηθεί η εξέταση του τρίτου λόγου της αναιρέσεως. Δεύτερος πρέπει να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, δεδομένου ότι αν αυτός είναι βάσιμος, τότε θα παρέλκει η εξέταση του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, καθώς και η εξέταση της ανταναιρέσεως της RBS και του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG.

 Επί του τρίτου λόγου της αναιρέσεως, που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το παραδεκτό ορισμένων παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής

 Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

29      Όσον αφορά την αιτίαση που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής των αποδεικτικών στοιχείων οικονομικής φύσεως που προσκομίσθηκαν από τις αναιρεσείουσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείουσες προσήπταν στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε τα στοιχεία ή δεν απάντησε σε αυτά. Το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι η αιτίαση αυτή «εμφανίζεται υπό ιδιαιτέρως σύντομη μορφή στο δικόγραφο της προσφυγής και ότι η επιχειρηματολογία που υποστηρίζει την εν λόγω αιτίαση αναπτύσσεται, στην πραγματικότητα, στα παραρτήματα A.13 [έως] A.15, τα οποία συντάχθηκαν από τους διαφόρους πραγματογνώμονες που συγκέντρωσαν τις οικονομικής φύσεως αποδείξεις οι οποίες προσκομίσθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και στα οποία παραπέμπουν σφαιρικώς οι προσφεύγουσες».

30      Κατά τις σκέψεις 186 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:

«186      […] στα σημεία 52 έως 54 του δικογράφου της προσφυγής, οι προσφεύγουσες περιορίζονται να επισημάνουν ότι έχουν παράσχει ουσιώδη επιχειρήματα οικονομικής φύσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τα οποία δεν έγιναν δεκτά ή των οποίων το περιεχόμενο παραμορφώθηκε από την Επιτροπή, και ότι τα “συμπεράσματα των οικονομολόγων [τους]” στηρίζουν τη νομική ανάλυσή τους, κατά την οποία η Επιτροπή “μεταξύ άλλων, εσφαλμένως συνήγαγε ότι το διατραπεζικό πάγιο τέλος [αποτελούσε] περιορισμό του ανταγωνισμού, εσφαλμένως επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στον αντίκτυπο του διατραπεζικού πάγιου τέλους (ή των διαφορών ως προς το ύψος του) επί των MSC, χωρίς να εξετάσει τα αποτελέσματά του επί των εξόδων των κατόχων καρτών, αμφισβητώντας ότι ο μηχανισμός [έπρεπε] να καθορίσει ένα επίπεδο διατραπεζικής προμήθειας που να μεγιστοποιεί τον όγκο των συναλλαγών και αγνοώντας ότι τούτο [προωθούσε] την ευημερία του καταναλωτή”.

187      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει τη διατύπωση της αιτιάσεως των προσφευγουσών, δεν περιλαμβάνει επιχειρηματολογία ικανή να θεμελιώσει την εν λόγω αιτίαση.

188      Επομένως, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι από το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής δεν προκύπτουν αρκούντως συγκεκριμένα στοιχεία ώστε το Γενικό Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του και ώστε η Επιτροπή να προετοιμάσει την άμυνά της.»

31      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου της προσφυγής, που εκτίθεται στα σημεία 111 έως 130 της προσφυγής και στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των αναιρεσειουσών, οι τελευταίες προσήψαν στην Επιτροπή «έλλειψη σαφήνειας του εγγράφου που περιελάμβανε έκθεση των πραγματικών περιστατικών» το οποίο τους είχε απευθύνει η Επιτροπή στις 23 Μαρτίου 2007, πριν από την ακρόαση της 14ης και της 15ης Νοεμβρίου 2006. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, συναφώς, στη σκέψη 278 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών εκτίθεται πολύ συνοπτικώς στο δικόγραφο της προσφυγής τους». Στη σκέψη 280 της ίδιας αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες περιορίσθηκαν στο να προβούν σε μια γενική παραπομπή στο παράρτημα Α.20 της προσφυγής και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη το εν λόγω παράρτημα.

32      Στις σκέψεις 189 και 282 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις αιτιάσεις που στηρίζονταν, αντιστοίχως, στην εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής των αποδεικτικών στοιχείων οικονομικής φύσεως που προσκομίσθηκαν από τις αναιρεσείουσες και στην έλλειψη σαφήνειας του εγγράφου που περιελάμβανε έκθεση των πραγματικών περιστατικών.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το παραδεκτό πολλών παραρτημάτων της προσφυγής. Αντιθέτως προς τις επιταγές του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υφίσταται εν προκειμένω νομική βάση δυνάμει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να περιορίσει κατά τέτοιο τρόπο το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη.

34      Επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο είχε τέτοιες εξουσίες, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο περιορισμός αυτός πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Στις σκέψεις 188 έως 189 και 278 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι η διατύπωση ορισμένων αιτιάσεων των αναιρεσειουσών δεν παρείχε αρκούντως συγκεκριμένα στοιχεία ώστε να θεωρηθούν παραδεκτά τα αντίστοιχα παραρτήματα. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει ότι τα σημεία 52 έως 54 και 122 της προσφυγής ήταν αρκούντως σαφή όσον αφορά τις προβαλλόμενες αιτιάσεις και τα προβαλλόμενα επιχειρήματα και ότι, κατά συνέπεια, τα παραρτήματα A.13 έως A.15 και A.20 της προσφυγής ήταν παραδεκτά. Επίσης, στη σκέψη 219 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν έπρεπε να απορριφθούν τα παραρτήματα A.13 και A.14 της προσφυγής, ενώ απέρριψε το επιχείρημα που αναφέρεται στα συγκεκριμένα παραρτήματα στις σκέψεις 185 έως 189 της αποφάσεως αυτής. Επ’ αυτού οι αναιρεσείουσες φρονούν, ιδίως, ότι έπρεπε να θεωρηθεί επαρκές το ότι είχαν προσδιορίσει, αφενός, τα συγκεκριμένα σημεία της προσφυγής που συμπληρωνόντουσαν από παραρτήματα και, αφετέρου, τα αντίστοιχα παραρτήματα.

35      Στο ίδιο πλαίσιο οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν επίσης τη διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατ’ ουσίαν, στον βαθμό που η αιτίασή τους είχε την έννοια ότι προσήπτε στην Επιτροπή ότι «δεν έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα οικονομικής φύσεως που θα καταδείκνυαν τα προκύπτοντα από τις ΠΔΠ πλεονεκτήματα για το σύστημα [πληρωμών] MasterCard, για τους κατόχους καρτών ή για τους καταναλωτές εν γένει, [η αιτίαση αυτή] είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο ενός λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ».

36      Κατά την Επιτροπή η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της προσφυγής δεν είναι σαφής. Αφενός οι αναιρεσείουσες δέχονται ότι δεν υφίσταται νομική βάση που να δικαιολογεί τον επιβληθέντα από το Γενικό Δικαστήριο περιορισμό και ότι για το λόγο αυτό προσβλήθηκε το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στα παραρτήματα της προσφυγής συνοψίστηκαν επαρκώς στην προσφυγή, πράγμα που αποτελεί πραγματικό ζήτημα που προβάλλεται απαραδέκτως. Εξάλλου, οι αναιρεσείουσες δεν εξηγούν με ποιον τρόπο θα είχε διαφοροποιηθεί το συμπέρασμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε περίπτωση που είχαν ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο τα συγκεκριμένα παραρτήματα.

37      Η RBS και η HSBC δεν τοποθετούνται επί του τρίτου λόγου της αναιρέσεως. Η LBG και η MBNA υποστηρίζουν τον λόγο αυτό, χωρίς να προβάλλουν συναφώς κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα. Η BRC και η EuroCommerce αντιτίθενται συνοπτικά στον τρίτο λόγο. Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί την απόρριψη του λόγου, χωρίς να προβάλλει κάποιο ειδικότερο επιχείρημα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38      Δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού και δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων.

39      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η «συνοπτική έκθεση των λόγων», που πρέπει να περιλαμβάνεται σε κάθε προσφυγή, κατά την έννοια των ανωτέρω άρθρων, έχει την έννοια ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή (βλ. αποφάσεις Fives Lille Cail κ.λπ. κατά Ανώτατης Αρχής, 19/60, 21/60, 2/61 και 3/61, EU:C:1961:30, 588, καθώς και Grifoni κατά ΕΚΑΧ, C‑330/88, EU:C:1991:95, σκέψη 18).

40      Έτσι, για να είναι παραδεκτή προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 94 έως 100, καθώς και Versalis κατά Επιτροπής, C‑511/11 P, EU:C:2013:386, σκέψη 115).

41      Πράγματι, προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, Grifoni κατά ΕΚΑΧ, EU:C:1991:95, σκέψη 18). Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αναζητά και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους λόγους που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι συνιστούν τη βάση της προσφυγής, (βλ. απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2005:408, σκέψεις 97 και 100). Ανάλογες προϋποθέσεις ισχύουν και για επιχείρημα που προβάλλεται προς στήριξη λόγου υποβληθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Versalis κατά Επιτροπής, EU:C:2013:386, σκέψη 115).

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, κακώς οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι στερείται νομικής βάσεως η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την εκτίμηση του περιεχομένου των παραρτημάτων που υποβλήθηκαν ενώπιόν του.

43      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε επικουρικώς και παρατέθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται εξαρχής ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 189 και 282 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε απαράδεκτα τα επίμαχα παραρτήματα, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, αλλά δύο αιτιάσεις οι οποίες, ενώ διατυπώθηκαν στην προσφυγή, δεν συνοδευόντουσαν, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, από στοιχεία αρκούντως σαφή ώστε να μπορέσει το ίδιο να ασκήσει τον σχετικό έλεγχο και ο καθού να διασφαλίσει την άμυνά του. Επομένως, οι αναιρεσείουσες ερμήνευσαν εσφαλμένα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό.

44      Εξάλλου, οι αναιρεσείουσες, βασιζόμενες ακριβώς σε αυτή την εσφαλμένη ερμηνεία, προβάλλουν ότι στη σκέψη 219 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της προσφυγής, δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν έπρεπε να απορριφθούν τα παραρτήματα A.13 και A.14 της προσφυγής, ενώ στις σκέψεις 185 έως 189 της ίδια αποφάσεως είχε απορρίψει το επιχείρημα που αναφέρεται στα παραρτήματα αυτά.

45      Επιπλέον, στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως οι προσφεύγουσες ούτε υποστήριξαν ούτε απέδειξαν ότι το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 186 και 278 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραμόρφωσε το περιεχόμενο ή την έκταση των οικείων τμημάτων της προσφυγής για να καταλήξει, στη συνέχεια, στο συμπέρασμα ότι αυτά δεν ήταν διατυπωμένα με επαρκή σαφήνεια ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη τα σχετικά παραρτήματα.

46      Όσον αφορά την αιτίαση των αναιρεσειουσών η οποία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, βάλλει κατά της σκέψεως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημά τους πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, καθώς η ανωτέρω σκέψη αφορά αιτιολογία της αποφάσεως η οποία προβάλλεται επαλλήλως, όπως προκύπτει από τη χρήση της εισαγωγικής εκφράσεως «επιπλέον».

47      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσο η MasterCard αποτελεί ένωση επιχειρήσεων

48      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι στη σκέψη 259 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ως εξής:

«Διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των δύο στοιχείων που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, ήτοι της διατηρήσεως της εξουσίας λήψεως αποφάσεων εκ μέρους των τραπεζών, μετά την IPO, εντός [της MasterCard] και της υπάρξεως κοινότητας συμφερόντων μεταξύ του εν λόγω οργανισμού πληρωμών και των τραπεζών ως προς το ζήτημα των ΠΔΠ, η Επιτροπή βασίμως εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι, παρά τις μεταβολές που επήλθαν λόγω της [IPO], [η MasterCard] εξακολουθούσε να αποτελεί μια θεσμοποιημένη μορφή συντονισμού της συμπεριφοράς των [μετεχουσών] τραπεζών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ορθώς ενέμεινε στον χαρακτηρισμό των αποφάσεων, οι οποίες ελήφθησαν από τα όργανα [της MasterCard] σχετικά με τον καθορισμό των ΠΔΠ, ως αποφάσεων ενώσεως επιχειρήσεων.»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

49      Κατά τις αναιρεσείουσες το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι η MasterCard αποτελεί ένωση επιχειρήσεων όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικές με τις ΠΔΠ, παρά τις αλλαγές που επέφερε η IPO στη δομή και τον τρόπο διοικήσεώς της.

50      Καταρχάς, η προβαλλόμενη κοινότητα συμφερόντων μεταξύ της MasterCard και των μετεχουσών τραπεζών, καθώς και η εξουσία λήψεως αποφάσεων των τραπεζών αυτών μετά την IPO σχετικά με ζητήματα πέραν των ΠΔΠ δεν αρκούν, κατά τις προσφεύγουσες, για να θεμελιώσουν την άποψη ότι η MasterCard αποτελεί ένωση επιχειρήσεων όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τις ΠΔΠ. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια οντότητα δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όταν αφενός, δεν αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος της από εκπροσώπους των επιχειρήσεων αυτών και, αφετέρου, η εθνική νομοθεσία απαιτεί η οντότητα αυτή όταν λαμβάνει αποφάσεις να υπηρετεί διαφορετικά συμφέροντα από αυτά των ανωτέρω επιχειρήσεων. Πριν, όμως, από την IPO, αφενός, στο διοικητικό συμβούλιο της MasterCard μετείχαν κατά σημαντική πλειοψηφία άτομα που δεν συνδέονταν με κανέναν χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Αφετέρου, η MasterCard αποτελούσε εμπορική οντότητα διακριτή από τις τράπεζες που ήταν πελάτες της, ενεργούσε για το δικό της εμπορικό συμφέρον και διοικούνταν από επιτροπή διοικήσεως η οποία ήταν κατά τον νόμο υποχρεωμένη να ενεργεί σύμφωνα με την υποχρέωση πίστεως έναντι των μετόχων της MasterCard.

51      Έπειτα, μετά την IPO η εξουσία λήψεως αποφάσεων την οποία διατήρησαν οι μετέχουσες τράπεζες όσον αφορά ζητήματα πέραν των ΠΔΠ καταφανώς δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή για τον χαρακτηρισμό της MasterCard ως ενώσεως επιχειρήσεων όταν λαμβάνει αποφάσεις για τις ΠΔΠ. Έτσι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μετά από την IPO η MasterCard μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένωση επιχειρήσεων όταν λαμβάνει αποφάσεις για ζητήματα πέραν των ΠΔΠ, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή προκειμένου να καθοριστεί αν ισχύει το ίδιο συμπέρασμα όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τις ΠΔΠ. Οι αναιρεσείουσες προσθέτουν ότι η ανεπάρκεια της εξουσίας λήψεως αποφάσεων που παρέμεινε στις μετέχουσες τράπεζες για ζητήματα πέραν των ΠΔΠ επιβεβαιώνεται από τη χρήση της φράσεως «έδινε την εντύπωση» στη σκέψη 249 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία καταδεικνύει σαφώς ότι τα πραγματικά στοιχεία δεν ήταν καν επαρκή για να στηρίξουν την άποψη ότι η MasterCard είναι ένωση επιχειρήσεων όταν λαμβάνει αποφάσεις για θέματα πέραν των ΠΔΠ.

52      Ούτε η προβαλλόμενη κοινότητα συμφερόντων μεταξύ της MasterCard και των μετεχουσών τραπεζών όσον αφορά τον καθορισμό ή τη διατήρηση υψηλών ΠΔΠ ασκεί κάποια επιρροή ή, σε κάθε περίπτωση, δεν ασκεί επαρκή επιρροή ώστε να χαρακτηρισθεί η MasterCard ως ένωση επιχειρήσεων. Η απόφαση Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής (45/85, EU:C:1987:34), η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν παρέχει έρεισμα στην άποψη ότι η ύπαρξη κοινότητας συμφερόντων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται ένωση επιχειρήσεων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προβαλλόμενη κοινότητα συμφερόντων μεταξύ των τραπεζών αυτών και της MasterCard είναι κρίσιμος παράγοντας για να κριθεί αν η MasterCard αποτελεί ένωση επιχειρήσεων όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τις ΠΔΠ, ο παράγοντας αυτός είναι ανεπαρκής για να καταλήξει κανείς στο ανωτέρω συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, αφενός, η ύπαρξη ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός και μόνο ότι μια εισηγμένη εταιρία μπορεί να λαμβάνει υπόψη και τα συμφέροντα των πελατών της κατά τη λήψη των αποφάσεών της. Αφετέρου, γενικότερα, το να συνάγεται η ύπαρξη ενώσεως επιχειρήσεων για τις ανάγκες εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού από το γεγονός και μόνο ότι δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ενδέχεται να έχουν ένα κοινό οικονομικό συμφέρον θα οδηγούσε σε παράλογες και ανεπιθύμητες νομικές συνέπειες, ιδίως στις αγορές που χαρακτηρίζονται από συγκέντρωση.

53      Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμα και βάσει του κριτηρίου της κοινότητας των συμφερόντων, η άποψη της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Προσάπτουν, συναφώς, στο Γενικό Δικαστήριο ότι αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι οι αποδέκτριες τράπεζες κατά κανόνα μετακυλύουν τις ΠΔΠ στους εμπόρους και παρέλειψε να εξετάσει αν υπήρχαν αποδείξεις προς στήριξη του επιχειρήματος της Επιτροπής ότι οι αποδέκτριες τράπεζες έχουν συμφέρον στον καθορισμό υψηλών ΠΔΠ.

54      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα επιχειρήματα που συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 50 έως 52 της παρούσας αποφάσεως, με εξαίρεση το επιχείρημα που αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής (EU:C:1987:34), θέτουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο και είναι, επομένως, απαράδεκτα. Η Επιτροπή προσθέτει, στο πλαίσιο της απαντήσεώς της επί της ουσίας, ότι ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, στο μέτρο που με αυτόν προβάλλεται ανεπαρκής αιτιολογία, στερείται επιχειρημάτων.

55      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι το επιχείρημα που μνημονεύεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως είναι απαράδεκτο, στον βαθμό που θέτει απλώς σε αμφισβήτηση την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που έγινε στον πρώτο βαθμό.

56      Επί της ουσίας η Επιτροπή φρονεί ότι, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας, η MasterCard μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένωση επιχειρήσεων μετά την IPO και οι ΠΔΠ μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων. Επί του ζητήματος αυτού υποστήριξε, ιδίως, ότι ανάλογα με τις περιστάσεις ο δικαστής της Ένωσης έχει χρησιμοποιήσει μεγάλο αριθμό κριτηρίων, τα οποία δεν είναι εξαντλητικά, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται ένωση επιχειρήσεων. Εν προκειμένω, τα μέλη της MasterCard είναι αποκλειστικά εκδότριες και αποδέκτριες τράπεζες οι οποίες περιόρισαν την εμπορική τους ελευθερία εκχωρώντας την εξουσία λήψεως ορισμένων αποφάσεων στο κοινό τους όργανο, ήτοι το παγκόσμιο διοικητικό συμβούλιο της MasterCard ή τους εκπροσώπους του, που καθόριζαν για λογαριασμό τους το ύψος των ΠΔΠ. Κατά την Επιτροπή η «περίπλοκη διάκριση στην οποία προβαίνει η MasterCard ως προς τον ρόλο της κοινότητας συμφερόντων» είναι αβάσιμη.

57      Η RBS, η HSBC, η LBG και η MBNA στηρίζουν τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως. Η HSBC φρονεί, ιδίως, ότι δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση τα νομικά κριτήρια που εφαρμόζει παγίως το Δικαστήριο για να εξετάσει αν υφίσταται ένωση επιχειρήσεων, όπως ιδιαιτέρως ο έλεγχος της ενώσεως από εκπροσώπους των μελών της και η δράση της αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών αυτών. Η LBG προβάλλει, ιδίως, ότι το κριτήριο της «κοινότητας των συμφερόντων» που κακώς χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο είναι πολύ ευρύτερο της «συμπτώσεως των βουλήσεων» που εφαρμόστηκε για να καθοριστεί αν υφίσταται συμφωνία εμπίπτουσα στο άρθρο 81 ΕΚ, από τη στιγμή που το κριτήριο αυτό πληρούται ακόμη και όταν απουσιάζει κάθε μορφή αθέμιτης συμπράξεως.

58      Η BRC, η EuroCommerce και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς στήριξη του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως. Η EuroCommerce υποστηρίζει, ιδίως, ότι η απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, που ήταν η MasterCard πριν από την IPO, έχει παραμείνει σε ισχύ, με αποτέλεσμα η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο να μην οφείλουν να εξετάσουν αν μετά την IPO η MasterCard εξακολουθεί να αποτελεί ένωση επιχειρήσεων. Το Ηνωμένο Βασίλειο φρονεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος στηρίζεται σε μια υπερβολικά τυπολατρική προσέγγιση των κατηγοριών πράξεων που υπάγονται στο άρθρο 81 ΕΚ. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι πληρούται η βασική προϋπόθεση συντονισμένης συμπεριφοράς.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί του παραδεκτού

59      Οι αναιρεσείουσες προβάλλοντας, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, ιδίως ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αυτό που υποστηρίζουν στην πραγματικότητα είναι μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της «ενώσεως επιχειρήσεων», όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που ο συγκεκριμένος λόγος αντλείται από προβαλλόμενη ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

60      Πρέπει επίσης να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως. Υπενθυμίζεται ότι από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν, όμως, το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει από αυτά το Γενικό Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις General Motors κατά Επιτροπής, C‑551/03 P, EU:C:2006:229, σκέψη 51, και Evonik Degussa κατά Επιτροπής, C‑266/06 P, EU:C:2008:295, σκέψη 72). Κατά συνέπεια, στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες, με το επιχείρημα που εκτέθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, αποσκοπούν σε νέα εκτίμηση από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, το επιχείρημά τους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

61      Κατά τα λοιπά, στο μέτρο που τα επιχειρήματα τα οποία εκτέθηκαν στις σκέψεις 50 έως 52 της παρούσας αποφάσεως αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση του ζητήματος αν η MasterCard είναι ένωση επιχειρήσεων, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι αναιρεσείουσες δεν περιορίζονται, κατ’ ουσίαν, στην αμφισβήτηση της πρωτόδικης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, αλλά επικαλούνται, κυρίως, νομικά ζητήματα που προβάλλονται παραδεκτώς στο στάδιο της αναιρέσεως.

–       Επί της ουσίας

62      Χωρίς να θίγεται το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς, αλλά με τρόπο ανεξάρτητο, στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους (βλ. αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψη 174· Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, EU:C:1993:120, σκέψη 71, καθώς και Asnef-Equifax και Administración del Estado, C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το άρθρο 81 ΕΚ περιλαμβάνει κάθε μορφή συνεργασίας και συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης αυτής που πραγματοποιείται μέσω της υπάρξεως συλλογικής οντότητας ή κοινού οργάνου όπως μια ένωση, η οποία προκαλεί τα αποτελέσματα που η διάταξη αυτή επιδιώκει να απαλείψει (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Nederlandse Vereniging voor de fruit en groentenimporthandel και Frubo κατά Επιτροπής, 71/74, EU:C:1975:61, σκέψη 30· van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, 209/78 έως 215/78 και 218/78, EU:C:1980:248, σκέψη 88, καθώς και Eurofer κατά Επιτροπής, C‑179/99 P, EU:C:2003:525, σκέψη 23).

63      Έτσι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι αν το άρθρο 81 ΕΚ διακρίνει την έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» από την έννοια των «συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων» ή των «αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων», το πράττει για να περιλάβει στις απαγορεύσεις της διατάξεως αυτής διάφορες μορφές συντονισμού της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, 48/69, EU:C:1972:70, σκέψη 64· Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 112, καθώς και Asnef-Equifax και Administración del Estado, EU:C:2006:734, σκέψη 32), ώστε να μη διαφεύγουν οι επιχειρήσεις από τους κανόνες ανταγωνισμού λόγω μόνον του τρόπου με τον οποίο συντονίζουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

64      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει ιδίως από τη σκέψη 238 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι πριν από την IPO η MasterCard μπορούσε να θεωρηθεί «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Από την ίδια σκέψη προκύπτει επίσης ότι στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της προσφυγής οι αναιρεσείουσες προσήπταν στην Επιτροπή, ιδίως, ότι δεν έλαβε υπόψη της αλλαγές που είχε επιφέρει η IPO στην δομή και τον τρόπο διοικήσεως της MasterCard. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως προκύπτει από τη σκέψη 244 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο τρίτος λόγος που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούσε το κατά πόσο μετά από τις αλλαγές που επέφερε η IPO η MasterCard μπορούσε να εξακολουθεί να θεωρείται ως μια «θεσμοποιημένη μορφή συντονισμού της συμπεριφοράς των τραπεζών».

65      Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως.

66      Από τη σκέψη 259 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηριζόμενο, αφενός, στη διατήρηση εξουσίας λήψεως αποφάσεων εκ μέρους των τραπεζών στο πλαίσιο της MasterCard και, αφετέρου, την ύπαρξη κοινότητας συμφερόντων μεταξύ της MasterCard και των τραπεζών ως προς το ζήτημα των ΠΔΠ, απέρριψε την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών, η οποία είχε υπομνησθεί στη σκέψη 238 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, οι τροποποιήσεις που επήλθαν στη δομή και τη λειτουργία της MasterCard στο πλαίσιο της IPO είχαν ως συνέπεια κατά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως η MasterCard να μην μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

67      Ειδικότερα, όσον αφορά, καταρχάς, τα επιχειρήματα που συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 51 και 52 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι τα δύο στοιχεία στα οποία το Γενικό Δικαστήριο επικέντρωσε την ανάλυσή του στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της προσφυγής πρέπει να εξεταστούν από κοινού. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 238 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες είχαν υποστηρίξει, αφενός, ότι μετά την IPO οι τράπεζες δεν ασκούσαν πλέον έλεγχο στη MasterCard και η τελευταία αποφάσιζε μονομερώς σχετικά με τις ΠΔΠ. Αφετέρου, από τη σκέψη 239 της ίδιας αποφάσεως προκύπτει ότι προσήπταν στην Επιτροπή ότι δεν είχε αποδείξει ότι η MasterCard εξακολουθούσε να ενεργεί προς το συμφέρον των τραπεζών αυτών ή εξ ονόματός τους αντί να ενεργεί εξ ονόματος των μετόχων της MasterCard Inc.

68      Ως προς το ζήτημα αυτό το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 245 έως 249 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, έκρινε πρώτον, κατ’ ουσίαν, ότι κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, ακόμη κι αν οι τράπεζες που ήταν μέλη της MasterCard δεν μετείχαν πλέον στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ μέρους των οργάνων του οργανισμού αυτού σχετικά με τις ΠΔΠ, «η MasterCard έδιδε μάλλον την εντύπωση ότι εξακολουθούσε να λειτουργεί στην Ευρώπη ως ένωση επιχειρήσεων, εντός της οποίας οι τράπεζες δεν αποτελούσαν μόνον πελάτες των παρεχομένων υπηρεσιών, αλλά μετείχαν συλλογικώς και κατά αποκεντρωμένο τρόπο σε ουσιώδεις πτυχές της εξουσίας λήψεως αποφάσεων». Πρέπει να υπογραμμισθεί συναφώς ότι από τη συνολική ανάγνωση των σκέψεων 245 έως 259 της ανωτέρω αποφάσεως προκύπτει ότι, παρά την ακατάλληλη χρήση της φράσεως «έδιδε την εντύπωση», το Γενικό Δικαστήριο πράγματι επιβεβαίωσε ότι κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως οι τράπεζες εξακολούθησαν να ασκούν συλλογικώς εξουσία λήψεως αποφάσεων ως προς ουσιώδεις πτυχές της λειτουργίας του οργανισμού πληρωμών MasterCard, μετά την IPO, πράγμα που κατατείνει στο να μετριασθούν σε μεγάλο βαθμό οι συνέπειες που έπρεπε να συναχθούν από την IPO. Δεύτερον, στις σκέψεις 250 έως 258 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή βασίμως είχε συμπεράνει ότι οι ΠΔΠ αντανακλούσαν τα συμφέροντα των τραπεζών, με την αιτιολογία ότι υπήρχε κοινότητα συμφερόντων μεταξύ της MasterCard και των τραπεζών ως προς το σημείο αυτό.

69      Θεωρούμενα από κοινού τα δύο αυτά στοιχεία, τα οποία συνοψίσθηκαν στη σκέψη 259 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξηγούν τον λόγο για τον οποίο κατά το Γενικό Δικαστήριο ο καθορισμός των ΠΔΠ από τη MasterCard εξακολουθούσε, παρά τις αλλαγές που επέφερε η IPO, να λειτουργεί ως «θεσμοποιημένη μορφή συντονισμού της συμπεριφοράς των τραπεζών». Ειδικότερα, κατά την προσέγγιση που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι τα συμφέροντα της MasterCard συνέπιπταν με τα συμφέροντα των μετόχων της MasterCard Inc., όσον αφορά τον καθορισμό των ΠΔΠ, οι μετέχουσες τράπεζες ήταν σε θέση να μεταβιβάσουν την αρμοδιότητα καθορισμού των προμηθειών αυτών, διατηρώντας την εξουσία λήψεως αποφάσεων από πολλές άλλες απόψεις.

70      Εξάλλου, από μια συνολική ανάγνωση των σκέψεων 238 έως 260 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και ιδίως των σκέψεων 243 έως 245, 249 και 259, προκύπτει ότι στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος αν η θεσμοποιημένη μορφή συνεργασίας με την οποία λειτουργούσε η MasterCard πριν από την IPO σταμάτησε να λειτουργεί μετά την IPO, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κυριαρχικώς βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά την ημερομηνία της επίδικης αποφάσεως ότι τα δύο επίμαχα κριτήρια είναι κρίσιμα, και η εκτίμησή του αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών των οποίων επελήφθη.

71      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είναι κρίσιμη εν προκειμένω η ύπαρξη κοινότητας συμφερόντων όχι μόνο βάσει μιας θεωρητικής συμπτώσεως μεταξύ των συμφερόντων των τραπεζών και των συμφερόντων της MasterCard, αλλά αφού έλαβε επίσης υπόψη, κατά την κυρίαρχη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, τις ιδιαίτερες περιστάσεις, ως προς τις οποίες δεν προβλήθηκε ότι υπήρξε παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως, πρώτον, όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία των μερών που εκτέθηκε στις σκέψεις 238 και 239 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η MasterCard ενεργούσε προς το συμφέρον των τραπεζών πριν από την IPO, δεύτερον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 256 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη διαπιστωθείσα εξέλιξη μετά την IPO που καταδεικνύει ότι ο οργανισμός αυτός εξακολουθεί, στην πραγματικότητα, να λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα συμφέροντα των τραπεζών όταν καθορίζει το ύψος των ΠΔΠ και τρίτον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 258 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από το γεγονός ότι μεταξύ των μετόχων της MasterCard και των τραπεζών δεν υφίστανται αντιτιθέμενα συμφέροντα.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του, ότι τόσο η εξουσία λήψεως αποφάσεων των τραπεζών μετά την IPO σχετικά με ζητήματα πέραν των ΠΔΠ όσο και η κοινότητα συμφερόντων μεταξύ της MasterCard και των τραπεζών ήταν κατάλληλα και επαρκή κριτήρια για να κριθεί το ζήτημα αν μετά την IPO η MasterCard μπορούσε να εξακολουθήσει να θεωρείται ως «ένωση επιχειρήσεων» κατά το άρθρο 81 ΕΚ.

73      Όσον αφορά την παραπομπή στην απόφαση Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής (EU:C:1987:34, σκέψη 29), που γίνεται στη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι σκοπός της παραπομπής αυτής ήταν απλώς να αντικρούσει την κριτική, η οποία επαναλαμβάνεται στη σκέψη 239 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κριτήριο της υπάρξεως κοινότητας συμφερόντων μεταξύ της MasterCard και των τραπεζών δεν στηρίζεται σε κανένα νομολογιακό προηγούμενο. Σε αντίθεση προς ό,τι αφήνουν να εννοηθεί η αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζοντας στο πλαίσιο αυτό ότι «από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η ύπαρξη κοινότητας συμφερόντων ή κοινού συμφέροντος αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ» δεν σκόπευε να θέσει κάποιο γενικό κριτήριο, ούτε, κατά μείζονα λόγο, ένα αποκλειστικό κριτήριο.

74      Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία που συνοψίσθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, πράγματι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια απόφαση οργανισμού που έχει κανονιστική εξουσία σε συγκεκριμένο τομέα μπορεί να μην εμπίπτει στο άρθρο 81 ΕΚ, όταν ο οργανισμός αυτός απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους της δημοσίας εξουσίας και όταν λαμβάνει την απόφαση αυτή τηρουμένων ορισμένων κριτηρίων δημοσίου συμφέροντος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Pavlov κ.λπ., C‑180/98 έως C‑184/98, EU:C:2000:428, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75      Η νομολογία που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη αφορούσε, όμως, κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν κατά τη θέσπιση ορισμένης ρυθμίσεως οι οικείοι οργανισμοί, οι οποίοι αποτελούνταν έστω εν μέρει από εκπροσώπους επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου τομέα, έπρεπε να θεωρηθούν ως ενώσεις επιχειρήσεων ή, αντιθέτως, ως ασκούντες δημόσια εξουσία. Το Γενικό Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση δεν αντιμετώπιζε αυτό το ζήτημα. Επίσης, οι περιστάσεις και τα νομικά ζητήματα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2002:98) και οι αντίστοιχες προτάσεις (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Léger στην υπόθεση Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2001:390), επί των οποίων στηρίζονται κατά κύριο λόγο οι αναιρεσείουσες, δεν είναι συγκρίσιμα με αυτά της παρούσας υποθέσεως.

76      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι οργανισμός όπως η MasterCard δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τις ΠΔΠ, από τη στιγμή που από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών οι εν λόγω επιχειρήσεις προτίθενται ή τουλάχιστον δέχονται να συντονίσουν της ενέργειές τους στην αγορά μέσω των ως άνω αποφάσεων και ότι τα συλλογικά συμφέροντά τους συμπίπτουν με τα συμφέροντα που λαμβάνονται υπόψη κατά τον χρόνο της λήψεως των αποφάσεων αυτών, ιδίως στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, στην οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις επιδίωκαν επί σειρά ετών τον ίδιο σκοπό της από κοινού ρυθμίσεως της αγοράς στο πλαίσιο του ίδιου οργανισμού, έστω και υπό διαφορετικές μορφές.

77      Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση της αντικειμενικής αναγκαιότητας του προβαλλόμενου περιορισμού του ανταγωνισμού

78      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο, πριν εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον οι επίμαχες προμήθειες έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, εξέτασε την αντικειμενική αναγκαιότητα των ΠΔΠ. Επομένως είναι σκόπιμο, στο πλαίσιο της παρούσας αποφάσεως, να εξετασθεί ο λόγος που σχετίζεται με τον παρεπόμενο χαρακτήρα των ΠΔΠ σε σχέση με το σύστημα πληρωμών MasterCard, πριν εξετασθεί ο λόγος που σχετίζεται με τα πιθανώς περιοριστικά αποτελέσματα των προμηθειών αυτών.

79      Ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από τέσσερα σκέλη, εκ των οποίων το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προβάλλονται επικουρικώς.

 Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

80      Κατά το Γενικό Δικαστήριο ο πρώτος λόγος της προσφυγής περιελάμβανε, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού οι αναιρεσείουσες προέβαλαν ότι η Επιτροπή εσφαλμένως δέχτηκε ότι οι ΠΔΠ παρήγαν περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Με το δεύτερο σκέλος οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ΠΔΠ ήταν αντικειμενικώς αναγκαίες για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard.      

81      Εξετάζοντας καταρχάς το δεύτερο σκέλος το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επισήμανε τα εξής:

«[...] η εξέταση του αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα ενός περιορισμού ενέχει σχετικώς αφηρημένο χαρακτήρα. Πράγματι, μόνον οι περιορισμοί που είναι αναγκαίοι ώστε να μπορεί η κύρια πράξη, εν πάση περιπτώσει, να λειτουργεί δύνανται να θεωρηθούν ως εμπίπτοντες στο πεδίο εφαρμογής της θεωρίας των παρεπόμενων περιορισμών. Έτσι, οι εκτιμήσεις που αφορούν τον χαρακτήρα του περιορισμού ως απαραίτητου ενόψει της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά δεν εμπίπτουν στην ανάλυση του παρεπόμενου χαρακτήρα του περιορισμού [...]».

82      Στη συνέχεια, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «το γεγονός ότι η έλλειψη των ΠΔΠ μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες επί της λειτουργίας του συστήματος MasterCard δεν συνεπάγεται, αυτό καθαυτό, ότι οι ΠΔΠ πρέπει να θεωρηθούν ως αντικειμενικώς αναγκαίες, εάν από την εξέταση του συστήματος MasterCard εντός του οικονομικού και νομικού πλαισίου του προκύπτει ότι το εν λόγω σύστημα εξακολουθεί να είναι σε θέση να λειτουργεί ελλείψει των εν λόγω ΠΔΠ». Στη σκέψη 91 της ίδιας αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «[η] συλλογιστική της Επιτροπής που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ΠΔΠ δεν έχουν αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα, συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από το γεγονός ότι το σύστημα MasterCard μπορεί να λειτουργεί ελλείψει των εν λόγω ΠΔΠ, δεν βαρύνεται με καμία πλάνη περί το δίκαιο».

83      Στις σκέψεις 94 έως 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι, κατ’ ουσίαν, οι ΠΔΠ είναι αντικειμενικώς αναγκαίες για το σύστημα MasterCard καθόσον αποτελούν έναν εναλλακτικό τρόπο διεκπεραίωσης συναλλαγών, διότι, ελλείψει των ΠΔΠ, ο κανόνας Honour All Cards Rule θα είχε ως συνέπεια να βρίσκονται οι αποδέκτριες τράπεζες «στο έλεος» των εκδοτριών.

84      Στο πλαίσιο αυτό το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε κάποια «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» στηριζόμενη στην υπόθεση της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 11, τέταρτη περίπτωση, της παρούσας αποφάσεως, έκρινε περαιτέρω, στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων διεκπεραίωσης συναλλαγών, οι οποίοι είναι λιγότερο περιοριστικοί για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι οι ΠΔΠ, αποκλείει να θεωρηθούν οι εν λόγω ΠΔΠ ως αντικειμενικώς αναγκαίες για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard βάσει μόνον της ιδιότητάς τους ως εναλλακτικού τρόπου διεκπεραίωσης συναλλαγών». Στη σκέψη 99 της ίδιας αποφάσεως επισημαίνεται ότι εναπέκειτο «στην Επιτροπή να εξετάσει αν η περίπτωση της υπάρξεως ενός συστήματος MasterCard που να λειτουργεί χωρίς ΠΔΠ ήταν οικονομικώς βιώσιμη και μπορούσε, κατά συνέπεια, να ληφθεί υπόψη χάριν συγκρίσεως». Αντιθέτως, κατά την ίδια σκέψη 99, η Επιτροπή «δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι η λειτουργία της αγοράς θα ωθούσε τις εκδότριες τράπεζες και τις αποδέκτριες τράπεζες να αποφασίσουν οι ίδιες σχετικά με τη θέσπιση ενός κανόνα λιγότερο περιοριστικού για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι οι ΠΔΠ».

85      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή βασίμως συνήγαγε ότι οι ΠΔΠ δεν είχαν αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard, απέρριψε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της προσφυγής.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

86      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο της «αντικειμενικής αναγκαιότητας» περιορισμού. Αντί να εφαρμόσει το κριτήριο κατά το οποίο ένας περιορισμός είναι αντικειμενικώς αναγκαίος αν είναι είτε αδύνατη είτε δυσχερής η επίτευξη της κύριας πράξεως χωρίς αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε, ιδίως στις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ένα ελλιπές κριτήριο κατά το οποίο ένας περιορισμός της εμπορικής αυτονομίας είναι «αντικειμενικά αναγκαίος» μόνον αν η κύρια πράξη είναι αδύνατο να λειτουργήσει χωρίς αυτόν. Οι αναιρεσείουσες στηρίζονται, ως προς το σημείο αυτό, στη σκέψη 109 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑112/99, EU:T:2001:215), κατά την οποία «[α]ν, ελλείψει του περιορισμού, είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η υλοποίηση της κύριας πράξεως, ο περιορισμός μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικώς αναγκαίος για την υλοποίησή της». Κατά τις αναιρεσείουσες το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ανέμειξε το κριτήριο της αντικειμενικής αναγκαιότητας για τον καθορισμό του παρεπόμενου χαρακτήρα του περιορισμού με το κριτήριο του αντικειμενικώς απαραίτητου που θέτει το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

87      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μόνον ο «αντικειμενικός» χαρακτήρας των περιορισμών επιτρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ περιορισμού που μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ και περιορισμού που μπορεί, ως παρεπόμενος, να εκφύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ· σε διαφορετική περίπτωση καθίσταται άνευ χρησιμότητας η διάκριση μεταξύ «παρεπόμενων» και απαραίτητων περιορισμών του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

88      Η RBS, η HSBC, η LBG και η MBNA στηρίζουν το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως. Προς στήριξη της Επιτροπής η BRC, η EuroCommerce και το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι αναιρεσείουσες σφάλλουν όσον αφορά το συγκεκριμένο κριτήριο.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αν συγκεκριμένη πράξη ή δραστηριότητα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως που θεσπίζεται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω του ουδέτερου ή θετικού αποτελέσματός της στον ανταγωνισμό, τότε περιορισμός της εμπορικής αυτονομίας ενός ή περισσοτέρων από τους μετέχοντες στην εν λόγω πράξη ή δραστηριότητα δεν εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω αρχής της απαγορεύσεως, αν ο περιορισμός αυτός είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση της πράξεως ή της δραστηριότητας αυτής και ανάλογος με τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, ιδίως, αποφάσεις Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, 42/84, EU:C:1985:327, σκέψεις 19 και 20· Pronuptia de Paris, 161/84, EU:C:1986:41, σκέψεις 15 έως 17 DLG, C‑250/92, EU:C:1994:413, σκέψη 35, καθώς και Oude Luttikhuis κ.λπ., C‑399/93, EU:C:1995:434, σκέψεις 12 έως 15).

90      Πράγματι, όταν δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί ένας τέτοιος περιορισμός από την κύρια πράξη ή δραστηριότητα χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξη και το αντικείμενό τους, τότε η συμβατότητα του περιορισμού αυτού με το άρθρο 81 ΕΚ πρέπει να κριθεί από κοινού με τη συμβατότητα της κύριας πράξεως ή δραστηριότητας της οποίας αποτελεί παρεπόμενο, ακόμη κι αν, εξεταζόμενος αυτοτελώς ένας τέτοιος περιορισμός θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται ότι εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της απαγορεύσεως που θεσπίζει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

91      Όταν πρέπει να κριθεί αν περιορισμός του ανταγωνισμού μπορεί να εκφύγει της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω του ότι είναι παρεπόμενος κάποιας κύριας πράξεως που δεν είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρέπει να εξετασθεί αν η υλοποίηση της πράξεως αυτής θα ήταν αδύνατη χωρίς τον επίμαχο περιορισμό. Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η έλλειψη του επίμαχου περιορισμού απλώς θα δυσχέραινε την υλοποίηση της εν λόγω πράξεως, ήτοι θα την έκανε λιγότερο επικερδή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δίνει στον περιορισμό αυτό το χαρακτήρα του «αντικειμενικώς αναγκαίου» που απαιτείται για να μπορέσει να χαρακτηρισθεί ως παρεπόμενος. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα οδηγούσε στη διεύρυνση της έννοιας αυτής, ώστε να περιλαμβάνει περιορισμούς που δεν είναι απολύτως αναγκαίοι για την υλοποίηση της κύριας πράξεως. Το αποτέλεσμα αυτό θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως που θεσπίζεται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

92      Η ερμηνεία αυτή δεν οδηγεί, όμως, σε σύγχυση μεταξύ, αφενός, των προϋποθέσεων που έχουν τεθεί από τη νομολογία για να χαρακτηριστεί ένας περιορισμός ως παρεπόμενος, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, αφετέρου, του κριτηρίου του αντικειμενικώς απαραίτητου που απαιτεί το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ για να τύχει απαλλαγής ένας απαγορευμένος περιορισμός.

93      Αρκεί να υπομνησθεί, συναφώς, ότι οι δύο αυτές διατάξεις επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και ότι το τελευταίο κριτήριο σχετίζεται με το ζήτημα κατά πόσον συντονισμός μεταξύ επιχειρήσεων που μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς και αισθητά παραμέτρους του ανταγωνισμού όπως, ιδίως, την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών, ο οποίος, συνεπώς, υπάγεται στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορεί, εντούτοις, στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, να θεωρηθεί ως απαραίτητος για τη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής ή την προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο μερίδιο από το όφελος που προκύπτει. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 89 και 90 της παρούσας αποφάσεως, το κριτήριο της αντικειμενικής αναγκαιότητας, κατά την έννοια των σκέψεων αυτών, αφορά το ζήτημα κατά πόσον, ελλείψει ορισμένου περιορισμού της εμπορικής αυτονομίας, μια κύρια πράξη ή δραστηριότητα που δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και σε σχέση με την οποία ο περιορισμός αυτός είναι παρεπόμενος, διατρέχει τον κίνδυνο να μην πραγματοποιηθεί ή να μη συνεχισθεί.

94      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «μόνον οι περιορισμοί που είναι αναγκαίοι ώστε να μπορεί η κύρια πράξη, εν πάση περιπτώσει, να λειτουργεί δύνανται να θεωρηθούν ως εμπίπτοντες στο πεδίο εφαρμογής της θεωρίας των παρεπόμενων περιορισμών» και στη σκέψη 90 ότι «το γεγονός ότι η έλλειψη των ΠΔΠ μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες επί της λειτουργίας του συστήματος MasterCard δεν συνεπάγεται, αυτό καθαυτό, ότι οι ΠΔΠ πρέπει να θεωρηθούν ως αντικειμενικώς αναγκαίες, εάν από την εξέταση του συστήματος MasterCard εντός του οικονομικού και νομικού πλαισίου του προκύπτει ότι το εν λόγω σύστημα εξακολουθεί να είναι σε θέση να λειτουργεί ελλείψει των εν λόγω ΠΔΠ».

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

96      Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε τον περιορισμό του ανταγωνισμού που προκαλούσαν οι ΠΔΠ, και επομένως το ζήτημα της αντικειμενικής αναγκαιότητας των προμηθειών αυτών, εντός του πραγματικού του πλαισίου, παρέχοντας στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επικαλεστεί ένα «υποθετικό αντιπαράδειγμα», αυτό της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ στην πραγματικότητα. Η άποψη της Επιτροπής ότι ορισμένα από τα προβλήματα που θα προέκυπταν από την κατάργηση των ΠΔΠ μπορούσαν να επιλυθούν μέσω της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από μια εκτίμηση του τι θα συνέβαινε στην πραγματικότητα σε περίπτωση καταργήσεως των ΠΔΠ. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημα ότι μια τέτοια απαγόρευση δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς κανονιστική παρέμβαση, αλλά αρκέστηκε να επιβεβαιώσει ότι η υπόθεση αυτή δεν χρειαζόταν να είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας της αγοράς. Η Επιτροπή, εισάγοντας μια υποθετική προϋπόθεση στην ανάλυσή της, δηλαδή την απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, δεν τήρησε την υποχρέωση που υπείχε να εκτιμήσει τις επιπτώσεις των ΠΔΠ στον ανταγωνισμό σε σχέση με τα πραγματικά αποτελέσματα που θα είχε η απουσία τους. Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν επίσης στο Γενικό Δικαστήριο έλλειψη αιτιολογίας, στο μέτρο που δεν εξήγησε με ποιον τρόπο η απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων διέφερε σημαντικά από τις ΠΔΠ που εφαρμόζονται από την MasterCard.

97      Επίσης, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να δεχτεί αυτό που χαρακτηρίζει στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως «ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων διεκπεραίωσης συναλλαγών, οι οποίοι είναι λιγότερο περιοριστικοί για τον ανταγωνισμοί απ’ ό,τι οι ΠΔΠ», ενώ στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή δεν είχε καταρχάς επιχειρήσει να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσε η οικεία δραστηριότητα ελλείψει εναλλακτικού κανόνα. Κατά τις αναιρεσείουσες η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση αρκέστηκε να αντικαταστήσει μια εναλλακτική τιμολόγηση με μια άλλη, πιο χαμηλή για τους εμπόρους.

98      Εξάλλου, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό του «υποθετικού αντιπαραδείγματος» το οποίο προέβαλε ενώπιόν του η Επιτροπή, κατά το οποίο τόσο οι εκδότριες όσο και οι αποδέκτριες τράπεζες φέρουν τα δικά τους έξοδα, χωρίς να απαιτείται εναλλακτικός κανόνας απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων.

99      Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρανόμως υποκατέστησε την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση κατά την εξέταση της αντικειμενικής αναγκαιότητας των ΠΔΠ. Η εκτίμηση της Επιτροπής στηρίχθηκε στον συνδυασμό ορισμένων διαπιστώσεων που παρατέθηκαν στις σκέψεις 550 έως 648 της επίδικης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, όμως, σε πλάνη στηριζόμενο σε περιορισμένο αριθμό από τις διαπιστώσεις αυτές, οι οποίες είχαν δευτερεύοντα ρόλο στην επίδικη απόφαση, μη λαμβάνοντας υπόψη τον πυρήνα της αναλύσεως της Επιτροπής και παραλείποντας να αναγνωρίσει ότι η εν λόγω απόφαση αποτελούνταν από ένα σύνολο αποδείξεων οι οποίες στήριζαν τις θέσεις τις Επιτροπής μόνον εξεταζόμενες από κοινού.

100    Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως.

101    Αφενός, με τα σκέλη αυτά οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων από το Γενικό Δικαστήριο.

102    Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να επικαλούνται, προς στήριξη του λόγου αναιρέσεως που αφορά τον αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα των ΠΔΠ, επιχειρήματα που είχαν προβληθεί αρχικώς για να στηριχθεί κάποιος άλλος λόγος της προσφυγής, τα οποία επομένως εξετάσθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο αυτού του άλλου λόγου της προσφυγής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναίρεση δεν περιλαμβάνει κανένα λόγο που να αμφισβητεί, όπως το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της προσφυγής, ότι οι ΠΔΠ έχουν περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι είναι απαράδεκτα τα επιχειρήματα που προβάλλονται κατά της υποθέσεως, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αντικειμενικής αναγκαιότητας των ΠΔΠ, μιας απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων ως ενός ρεαλιστικού «υποθετικού αντιπαραδείγματος».

103    Επί της ουσίας, η Επιτροπή υπογραμμίζει, ιδίως, ότι η νομολογία που εξετάζει τα αποτελέσματα που θα προκαλούσε η έλλειψη της υπό εξέταση συμφωνίας εξετάζει το προκαταρκτικό ζήτημα αν η συμφωνία αυτή αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της αναιρέσεως τίθεται, αντιθέτως, το ζήτημα κατά πόσο μια συμφωνία η οποία, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού, είναι εντούτοις αναγκαία, ως παρεπόμενη, για την καλή λειτουργία μιας ευρύτερης συμφωνίας. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, ότι με την αναίρεση οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν την προσέγγιση κατά την οποία το κριτήριο της «αντικειμενικής αναγκαιότητας» των ΠΔΠ προϋποθέτει να εξετασθεί αν οι προμήθειες αυτές είναι ανάλογες με τη λειτουργία του συστήματος MasterCard, πράγμα που θα οδηγούσε στο να εξετασθεί η ύπαρξη άλλων λύσεων, λιγότερο περιοριστικών και αντικειμενικά εφαρμόσιμων.

104    Η RBS, η HSBC, η LBG και η MBNA υποστηρίζουν το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως. Η BRC, η EuroCommerce και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν την επιχειρηματολογία που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη των σκελών αυτών.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

105    Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η αναιρεσείουσες δεν αρκούνται στο να αμφισβητούν, χωρίς επίκληση παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά επικαλούνται νομικά ζητήματα τα οποία μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο αναιρέσεως.

106    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι στο μέτρο που η Επιτροπή, με τις ενστάσεις απαραδέκτου που συνοψίσθηκαν στη σκέψη 102, υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι ορισμένα επιχειρήματα που είχαν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προβάλλονται τώρα στο πλαίσιο διαφορετικού λόγου, οι ενστάσεις αυτές δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Επί της ουσίας, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 96 και 97 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά του ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην υπόθεση της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, σενάριο το οποίο κατά τις αναιρεσείουσες δεν θα μπορούσε να προκύψει, ελλείψει των ΠΔΠ, παρά μόνο αν μεσολαβούσε κανονιστική παρέμβαση και το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν διέφερε από το σενάριο που προκαλείται από την ύπαρξη των ΠΔΠ, για να καταλήξει στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο συμπέρασμα ότι «η ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων διεκπεραίωσης συναλλαγών, οι οποίοι είναι λιγότερο περιοριστικοί για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι οι ΠΔΠ, αποκλείει να θεωρηθούν οι εν λόγω ΠΔΠ ως αντικειμενικώς αναγκαίες για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard».

107    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 89 και 90 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, του παρεπόμενου χαρακτήρα, σε σχέση με κύρια πράξη ή δραστηριότητα, ορισμένου περιορισμού της εμπορικής αυτονομίας, δεν πρέπει να εξετασθεί μόνο η αναγκαιότητα του περιορισμού αυτού για την υλοποίηση της κύριας πράξεως ή δραστηριότητας, αλλά και η αναλογικότητα του περιορισμού αυτού σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκει η οικεία πράξη ή δραστηριότητα.

108    Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, ανεξαρτήτως του πλαισίου και του σκοπού εντός του οποίου γίνεται χρήση ενός υποθετικού αντιπαραδείγματος, είναι σημαντικό η εν λόγω υπόθεση να είναι κατάλληλη σε σχέση με το ερώτημα που σκοπεί να διαφωτίσει και η παραδοχή στην οποία στηρίζεται να είναι ρεαλιστική.

109    Έτσι, για να απορρίψει τον παρεπόμενο χαρακτήρα ενός περιορισμού, κατά την έννοια των σκέψεων 89 και 90 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί στην ύπαρξη ρεαλιστικών εναλλακτικών, που είναι λιγότερο περιοριστικές από τον επίμαχο περιορισμό.

110    Συναφώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 97 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν, ιδίως, ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εκλάβει ως λόγο ακυρώσεως το γεγονός ότι στην επίδικη απόφαση η Επιτροπή δεν επιχείρησε να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσε ο ανταγωνισμός ελλείψει τόσο των ΠΔΠ όσο και της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, απαγόρευση την οποία οι αναιρεσείουσες δεν θα επέλεγαν να υιοθετήσουν χωρίς να μεσολαβήσει κάποια κανονιστική παρέμβαση.

111    Οι εναλλακτικές στις οποίες μπορεί, όμως, να στηριχτεί η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της αντικειμενικής αναγκαιότητας ενός περιορισμού δεν περιορίζονται στην εξέταση της καταστάσεως που θα προέκυπτε σε περίπτωση απουσίας του επίμαχου περιορισμού αλλά μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν άλλα υποθετικά αντιπαραδείγματα που στηρίζονται, ιδίως, σε ρεαλιστικές καταστάσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν ελλείψει του ανωτέρω περιορισμού. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το υποθετικό παράδειγμα που εξέθεσε η Επιτροπή μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως του αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα των ΠΔΠ, στο μέτρο που ήταν ρεαλιστικό και εξασφάλιζε την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος MasterCard.

112    Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών, που εκτέθηκε στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με έλλειψη αιτιολογίας, διαπιστώνεται ότι είναι αβάσιμο. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 95 και 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, κατά την κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων ήταν λιγότερο περιοριστική για τον ανταγωνισμό, καθόσον δεν καθορίζει ένα επίπεδο ελαχίστου αντιτίμου για κάθε πλευρά του συστήματος, και με τον τρόπο αυτό το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στη σκέψη 99 της αποφάσεως αυτής. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει τη δέσμευση να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα εξαντλητικώς έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 372).

113    Τέλος, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα υποκατέστησε την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση κατά την εξέταση της αντικειμενικής αναγκαιότητας των ΠΔΠ, στην πραγματικότητα αμφισβητεί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, με τη συλλογιστική που εκτέθηκε στις σκέψεις 94 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την κυρίαρχη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως που δεν ελέγχεται αναιρετικά από το Δικαστήριο, έκρινε ότι «η Επιτροπή βασίμως συνήγαγε ότι οι ΠΔΠ δεν είχαν αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard». Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

114    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, καθόσον αποσκοπούν στο να αμφισβητήσουν το «υποθετικό αντιπαράδειγμα» που χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ανάλυση του αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα των ΠΔΠ και την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων κατά την ανάλυση αυτή.

 Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

115    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη ως προς τον απαιτούμενο βαθμό δικαστικού ελέγχου. Κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και όταν υφίστανται σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις, έννοια που πρέπει να ερμηνεύεται στενά, το Γενικό Δικαστήριο, βάσει ιδίως των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να αρνηθεί να ασκήσει πλήρη και σε βάθος έλεγχο των αποφάσεων της Επιτροπής. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση το Γενικό Δικαστήριο άσκησε πολύ περιορισμένο έλεγχο στο πλαίσιο της αναλύσεώς του σχετικά με τον αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα των ΠΔΠ. Το Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά τον έλεγχο των διαπιστώσεων της Επιτροπής, περιορίστηκε στην έρευνα της πρόδηλης πλάνης, παρόλο που οι διαπιστώσεις αυτές δεν εμπεριείχαν πραγματικά περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τυγχάνει εφαρμογής το κριτήριο της «πρόδηλης πλάνης», το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ένα νέο κριτήριο, βάσει του οποίου έλεγξε τον «εύλογο χαρακτήρα» του συμπεράσματος της Επιτροπής. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι αυτό το ελλιπές κριτήριο ελέγχου οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως, να λάβει υπόψη κατά την εξέτασή του έναν περιορισμένο αριθμό από τους λόγους που παρατίθενται στην επίδικη απόφαση και να τους προσδώσει πολύ μεγαλύτερη σημασία από αυτή που τους αναγνώρισε η ίδια η Επιτροπή.

116    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως είναι αλυσιτελές, στο μέτρο που η επιχειρηματολογία που παρατίθεται προς στήριξή του αποτελεί επανάληψη της επιχειρηματολογίας που εκτέθηκε πρωτοδίκως σχετικά με την απουσία περιορισμού του ανταγωνισμού, ζήτημα που δεν καλύπτεται από τους λόγους της αναιρέσεως.

117    Επί της ουσίας η Επιτροπή υποστηρίζει ότι καμία αιτίαση δεν μπορεί να στηριχθεί στη χρήση της εκφράσεως «πρόδηλη πλάνη» στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφιερώνει μεγάλο τμήμα της, στις σκέψεις 77 έως 122, στην εκτίμηση του αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα των ΠΔΠ και απορρίπτει τα κύρια επιχειρήματα της MasterCard.

118    Η RBS, η HSBC, η LBG και η MBNA υποστηρίζουν το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως. Η BRC, η EuroCommerce και το Ηνωμένο Βασίλειο ζητούν την απόρριψή του.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

119    Επισημαίνεται αφενός ότι στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες με τα επιχειρήματά τους επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη ως προς τον βαθμό δικαστικού ελέγχου που έπρεπε να ασκήσει κατά την ανάλυση των νομικών κριτηρίων που εφάρμοσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα των ΠΔΠ, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 89 έως 95 της παρούσας αποφάσεως, επιβεβαίωσε το σκεπτικό της Επιτροπής κατά το οποίο η απουσία αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα των ΠΔΠ μπορούσε να συναχθεί από το γεγονός ότι το σύστημα MasterCard μπορούσε να λειτουργεί και σε περίπτωση απουσίας των ΠΔΠ. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών, στο μέτρο που προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι άσκησε περιορισμένο έλεγχο επιβεβαιώνοντας την ανωτέρω νομική ανάλυση, είναι αλυσιτελή και πρέπει, επομένως, να απορριφθούν.

120    Αφετέρου, στο μέτρο που με το τέταρτο αυτό σκέλος οι αναιρεσείουσες σκοπούν να αμφισβητήσουν την έκταση του ελέγχου που άσκησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του ανωτέρω υποδείγματος αναλύσεως στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν συναφώς είναι, κατ’ ουσίαν, όμοια με αυτά που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως και εκτέθηκαν στη σκέψη 99 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα για τους λόγους που διατυπώθηκαν στη σκέψη 113 της παρούσας αποφάσεως.

121    Το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως είναι εν μέρει αλυσιτελές και εν μέρει απαράδεκτο, συνεπώς πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του μοναδικού λόγου της ανταναιρέσεως της RBS και του πρώτου λόγου της αναιρέσεως της LBG

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

122    Το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 123 έως 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της προσφυγής, το οποίο στηριζόταν σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού.

123    Στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «για τους λόγους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 94 έως 120 [της αποφάσεως], το γεγονός ότι η υπόθεση της υπάρξεως ενός συστήματος MasterCard που να λειτουργεί χωρίς ΠΔΠ —βάσει μόνον ενός κανόνα που απαγορεύει τις “εκ των υστέρων” τιμολογήσεις—, προκύπτει ότι έχει οικονομικώς βιώσιμο χαρακτήρα επαρκεί προκειμένου να δικαιολογηθεί η συνεκτίμησή της στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής αναλύσεως των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού»

124    Οι σκέψεις 142 και 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«142      [...]οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι οι ΠΔΠ ασκούν επιρροή επί του ποσού των MSC δεν έχει, εντούτοις, αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού μεταξύ των [αποδεκτριών τραπεζών], για τον λόγο ότι οι ΠΔΠ εφαρμόζονται καθ’ όμοιο τρόπο επί του συνόλου [των τραπεζών αυτών] και λειτουργούν ως κοινό κόστος εισροών. Έτσι, η απαγόρευση της «εκ των υστέρων» τιμολογήσεως θα κατέληγε στο να επιβάλλεται ΠΔΠ με μηδενικό συντελεστή, η οποία, από την άποψη του ανταγωνισμού, θα ήταν ισοδύναμη και εξ ίσου διαφανής με την ισχύουσα ΠΔΠ, η δε μόνη διαφορά τους θα συνίστατο στο ύψος της καθεμίας.

143      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Αν γίνει δεκτό ότι οι ΠΔΠ καθορίζουν ένα κατώτατο όριο ως προς τις MSC και στο μέτρο που η Επιτροπή βασίμως διαπίστωσε ότι ένα σύστημα MasterCard που να λειτουργεί χωρίς ΠΔΠ θα παρέμενε οικονομικώς βιώσιμο, εξ αυτών απορρέει κατ’ ανάγκην ότι οι ΠΔΠ έχουν περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με μια αγορά αποδοχής συναλλαγών που να λειτουργεί χωρίς αυτές, οι ΠΔΠ περιορίζουν την πίεση που οι έμποροι μπορούν να ασκούν στις αποδέκτριες τράπεζες στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως σχετικά με τις MSC, μειώνοντας τις πιθανότητες μειώσεως των τιμών κάτω από ένα ορισμένο όριο.»

125    Στις σκέψεις 150, 157 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή ορθώς είχε διαπιστώσει τον ανεπαρκή χαρακτήρα των πιέσεων που μπορούν να ασκούν οι έμποροι όσον αφορά το ύψος των ΠΔΠ, στο μέτρο που η πίεση αυτή μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνο πέραν ενός μεγίστου ορίου ανοχής εκ μέρους των εμπόρων, οσάκις το κόστος της συναλλαγής καθίσταται σημαντικότερο από τις αρνητικές συνέπειες της αρνήσεως αποδοχής του εν λόγω μέσου πληρωμών, ή από τις αρνητικές συνέπειες μιας διακρίσεως εις βάρος του εν λόγω μέσου πληρωμών, επί της πελατείας τους.

126    Κατά τις σκέψεις 181 και 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:

«181      Δεύτερον, ως προς τις επικρίσεις που αφορούν τη μη συνεκτίμηση της διττής φύσεως της αγοράς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τα οικονομικά οφέλη που θα απέρρεαν από τις ΠΔΠ. Έτσι, κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι οι ΠΔΠ καθιστούν δυνατή τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας του συστήματος MasterCard χρηματοδοτώντας δαπάνες που προορίζονται να ενθαρρύνουν την αποδοχή των κατόχων καρτών και τη χρήση των καρτών. Οι προσφεύγουσες συνάγουν εξ αυτού ότι, αφενός, δεν είναι προς το συμφέρον των τραπεζών ο καθορισμός των ΠΔΠ σε υπερβολικό ύψος και ότι, αφετέρου, οι έμποροι επωφελούνται από τις ΠΔΠ. Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, επίσης, στην Επιτροπή ότι αγνόησε τον αντίκτυπο της αποφάσεώς της επί των κατόχων καρτών, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της μόνο στους εμπόρους. Συναφώς, πολλές εκ των παρεμβαινουσών προσθέτουν ότι, σε ένα σύστημα που θα λειτουργούσε χωρίς ΠΔΠ, θα ήσαν αναγκασμένες να περιορίσουν τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται στους κατόχους καρτών, ή ακόμη και να μειώσουν τη δραστηριότητά τους.

182      Οι επικρίσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο ενός λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον συνεπάγονται στάθμιση των περιοριστικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων των ΠΔΠ, τα οποία διαπιστώθηκαν εγκύρως από την Επιτροπή, με τα ενδεχόμενα οικονομικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να προκύπτουν από τις εν λόγω ΠΔΠ. Πάντως, μόνον εντός του συγκεκριμένου πλαισίου του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ μπορεί να πραγματοποιηθεί η στάθμιση των υπέρ και κατά του ανταγωνισμού στοιχείων ενός περιορισμού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής, [T-65/98, EU:T:2003:281], σκέψη 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του μοναδικού λόγου της ανταναιρέσεως της RBS

127    Η RBS υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο σε γενικές σκέψεις και υποθέσεις, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της υπάρξεως περιοριστικού αποτελέσματος επί του ανταγωνισμού.

128    Καταρχάς, εξετάζοντας το ζήτημα κατά πόσον κάποια απόφαση έχει περιοριστικό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει ποιο «υποθετικό αντιπαράδειγμα» θα προέκυπτε πράγματι σε περίπτωση απουσίας των ΠΔΠ. Το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να εκλάβει ως λόγο ακυρώσεως την παράλειψη αυτή, ιδίως στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στηριζόμενο έτσι αποκλειστικά στην οικονομική βιωσιμότητα της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων και όχι σε εκτιμήσεις σχετικά με την πιθανότητα υιοθετήσεως της απαγορεύσεως αυτής, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συγχέοντας τις νομικές προϋποθέσεις της αντικειμενικής αναγκαιότητας με αυτές των αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού.

129    Περαιτέρω, η RBS υποστηρίζει ότι κατά το πνεύμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι ΠΔΠ τεκμαίρεται ότι προκαλούν περιοριστικό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού, επειδή καθορίζουν το επίπεδο των διατραπεζικών προμηθειών για το σύνολο των αποδεκτριών τραπεζών. Ακόμη, όμως, κι αν το είδος αυτό της «συνοπτικής αναλύσεως» θα μπορούσε να είναι αρκετό για μια «παράβαση εξ αντικειμένου» του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στην οποία ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι τόσο προφανής που δεν είναι αναγκαίο να αναλυθούν τα αποτελέσματά του, η προσέγγιση αυτή είναι, κατά την RBS, εντελώς ανεπαρκής για την ανάλυση των αποτελεσμάτων σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής. Ούτε η Επιτροπή ούτε το Γενικό Δικαστήριο στήριξαν την ανάλυση των αποτελεσμάτων επί ειδικών και συγκεκριμένων αποδείξεων. Έτσι, ιδίως στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εφαρμόζοντας μια προσέγγιση στηριζόμενη στο αντικείμενο και όχι μια προσέγγιση στηριζόμενη στα αποτελέσματα.

130    Τέλος, η RBS, παραπέμποντας στις σκέψεις 143, 150, 157 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού που έκανε το Γενικό Δικαστήριο είναι νομικώς εσφαλμένη και στηρίζεται σε μια υπόθεση που διαψεύδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ήτοι ότι οι έμποροι μπορούν να ασκούν πίεση στις αποδέκτριες τράπεζες στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως σχετικά με τις MSC.

131    Οι αναιρεσείουσες στηρίζουν τον μοναδικό λόγο της ανταναιρέσεως της RBS. Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που παρατίθεται στη σκέψη 129 της παρούσας αποφάσεως, υποστηρίζουν ότι η μόνη διαφορά μεταξύ των ΠΔΠ και του «υποθετικού αντιπαραδείγματος» στο οποίο στηρίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγκειται στο επίπεδο των τιμών των ΠΔΠ. Συγκεκριμένα, όπως συμβαίνει και με τις ΠΔΠ, η απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων θα αποφασιζόταν από τη MasterCard, θα εφαρμοζόταν εναλλακτικώς και θα είχε ως συνέπεια τον καθορισμό τιμής χρεώσεως μεταξύ των τραπεζών (μηδενική). Κατά τις αναιρεσείουσες, ο καθορισμός μηδενικού επιπέδου ΠΔΠ έχει το ίδιο αποτέλεσμα «καθορισμού κατώτατης τιμής» με τις ΠΔΠ, παρόλο που αυτό συμβαίνει σε ένα επίπεδο πιο ευνοϊκό για τους εμπόρους και λιγότερο ευνοϊκό για τους κατόχους καρτών. Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι ΠΔΠ έχουν περιοριστικό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού βαρύνεται με έλλειψη αιτιολογίας, διότι παρέλειψε να αιτιολογήσει με ποιον τρόπο το «υποθετικό αντιπαράδειγμα» της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, που επέλεξε η Επιτροπή, θα είχε λιγότερο περιοριστικά επί του ανταγωνισμού αποτελέσματα απ’ ό,τι οι ΠΔΠ.

132    Κατά την Επιτροπή, παρόλο που η RBS παραπέμπει στην ανταναίρεσή της κατά τρόπο γενικό στις σκέψεις 123 έως 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προβάλλεται κανένα σφάλμα, εκτός από αυτό που σχετίζεται με τη σκέψη 132 της αποφάσεως, συνεπώς η ανταναίρεση είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο που βάλλει κατά της σκέψεως 132.

133    Επί της ουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η RBS στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την Επιτροπή είναι προφανές ότι το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 132 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εξέτασε το αποτέλεσμα των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού αναφερόμενο στις συνθήκες ανταγωνισμού σε περίπτωση ελλείψεως των προμηθειών αυτών.

134    Κατά την Επιτροπή, η θέση ότι οι ΠΔΠ δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό δεν είναι εύλογη. H RBS δεν λαμβάνει υπόψη το πραγματικό πλαίσιο. Επί του ζητήματος αυτού η Επιτροπή βεβαιώνει ότι οι ΠΔΠ προέρχονται από μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων να καθορίσουν τις τιμές και ότι είναι προφανή τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα.

135    Η Επιτροπή φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ρεαλιστική βάση συλλογιστικής η οποία επέτρεπε τη σύγκριση μεταξύ της καταστάσεως που επικρατεί με τις ΠΔΠ και αυτής που θα επικρατούσε ελλείψει των ΠΔΠ. Κατά την Επιτροπή το σύστημα MasterCard είναι μια τεχνητή κατασκευή. Για τη λειτουργία μιας «διττής» αγοράς δεν είναι απαραίτητο η μία πλευρά της αγοράς να αμείβει την άλλη, αλλά με αυτό τον τρόπο επέλεξαν να διαμορφώσουν το σύστημά τους οι αναιρεσείουσες. Η Επιτροπή φρονεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 107 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χρησιμοποιώντας την απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων ως εναλλακτική λύση σε σχέση με τις ΠΔΠ.

136    Επίσης, η Επιτροπή δεν συμφωνεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην παραδοχή ότι υψηλές τιμές συνιστούν, από μόνες τους, παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά την Επιτροπή η διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ότι οι υψηλές αυτές τιμές είναι αποτέλεσμα συμφωνίας περιοριστικής του ανταγωνισμού.

137    Εξάλλου, η Επιτροπή διαφωνεί με το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν στήριξε την ανάλυσή του σε ειδικές και συγκεκριμένες αποδείξεις, καθώς και με την άποψη περί αντιφατικής αιτιολογίας που εκτίθεται στη σκέψη 130 της παρούσας αποφάσεως.

–       Επί του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

138    Η LBG υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 123 έως 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

139    Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα κρίσιμα επιχειρήματα ούτε τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιόν του και δεν παρέθεσε κατάλληλη αιτιολογία αναφορικά με τον τρόπο που οι ΠΔΠ επηρεάζουν τον ανταγωνισμό στην αγορά αποδοχής συναλλαγών, ενώ ο «καθορισμός των τιμών» θεωρήθηκε ότι αφορά την αγορά εκδόσεως καρτών. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε με ποιον τρόπο οι ΠΔΠ επηρεάζουν τον ανταγωνισμό στην αγορά αποδοχής συναλλαγών, στην οποία αποτελούν κοινό κόστος εισδοχής για όλους τους ανταγωνιστές.

140    Επίσης, όσον αφορά τα επιχειρήματα των μερών και ιδίως τα αποδεικτικά στοιχεία οικονομικής φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά την LBG, σε πλάνη περί το δίκαιο αποκλείοντας διάφορα στοιχεία κατά την ανάλυσή του. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εξετάσεως παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε τη σημασία των περιορισμών που απορρέουν από άλλα συστήματα πληρωμών ούτε από τον «διττό» χαρακτήρα του συστήματος, στοιχεία τα οποία, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ασκούσαν επιρροή μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Στην πραγματικότητα, κατά την LBG, το Γενικό Δικαστήριο, για να κρίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη ορισμένου περιορισμού του ανταγωνισμού, όφειλε να εξακριβώσει ότι η Επιτροπή είχε εξετάσει τον υποτιθέμενο περιορισμό του ανταγωνισμού εντός του ιδιαίτερου πλαισίου του.

141    Τέλος, κατά την LBG δεν ήταν ενδεδειγμένος ο βαθμός δικαστικού ελέγχου στον οποίο προέβη το Γενικό Δικαστήριο. Όπως προκύπτει ιδίως από τη σκέψη 169 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην πραγματικότητα σε πολύ περιορισμένο βαθμό ελέγχου, διαφορετικό από αυτόν που απορρέει από τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Tetra Laval (C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 39) και KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑272/09 P, EU:C:2011:810, σκέψεις 94, 102 και 103).

142    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τον λόγο αυτό με επιχειρήματα παρόμοια με όσα προέβαλαν προς στήριξη της ανταναιρέσεως της RBS.

143    Η Επιτροπή φρονεί, ιδίως, ότι η BoS και η LTSB, μολονότι τους επετράπη να προβάλουν νέα επιχειρήματα ως παρεμβαίνουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν επιτρεπόταν να προβάλουν έναν εντελώς νέο λόγο ακυρώσεως, σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς, διότι η προσφυγή δεν είχε αμφισβητήσει την οριοθέτηση των αγορών στην οποία είχε προβεί η επίδικη απόφαση. Η Επιτροπή επισημαίνει, συναφώς, ότι είναι εσφαλμένη η σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «[ο]ι προσφεύγουσες, καθώς και πολλές εκ των παρεμβαινουσών, προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη, με τη συλλογιστική της, τη διττή φύση της αγοράς και αμφισβητούν τον ορισμό της αγοράς των προϊόντων, τον οποίο έκανε δεκτό η Επιτροπή».

144    Όσον αφορά τον βαθμό ελέγχου που άσκησε το Γενικό Δικαστήριο επί των αποδεικτικών στοιχείων οικονομικής φύσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ανταναίρεση της LBG δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Εξάλλου, η απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:2011:810) δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αφορά αναίρεση με αποκλειστικό αντικείμενο ένα πρόστιμο και περιλαμβάνει μόνο «obiter dicta» σχετικά με το ζήτημα του βαθμού ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων.

145    Επίσης, η Επιτροπή φρονεί ότι το επιχείρημα της LBG σχετικά με το «κοινό κόστος εισδοχής» απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 142 και 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την LBG σύμφωνα με το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

146    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτίαση, η οποία επαναλαμβάνεται στη σκέψη 140 της παρούσας αποφάσεως, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αναγνώρισε τη σημασία των περιοριστικών αποτελεσμάτων άλλων συστημάτων πληρωμών και δεν έλαβε υπόψη τον διττό χαρακτήρα του συστήματος αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 169, παράγραφος 2, και αποσκοπεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή

147    Η ένσταση απαραδέκτου που εκτέθηκε στη σκέψη 132 της παρούσας αποφάσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της ανταναιρέσεως της RBS. Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η RBS δεν παραπέμπει γενικώς στην ανάλυση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου των περιοριστικών αποτελεσμάτων των ΠΔΠ, αλλά επικαλείται συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς στήριξη των επιχειρημάτων της, τα οποία εκτέθηκαν στις σκέψεις 129 και 130 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που εκτέθηκε στη σκέψη 132 της παρούσας αποφάσεως.

148    Εξάλλου, στο μέτρο που η RBS με το επιχείρημα που εκτέθηκε στη σκέψη 128 της παρούσας αποφάσεως προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένη ανάλυση, πρέπει να υπομνησθεί ότι όταν αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε σε έναν λόγο, δεν μπορεί να της προσάπτεται, όσον αφορά το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως, ότι δεν παραθέτει κανένα απόσπασμα ή κανένα τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά του οποίου στρέφεται ακριβώς το επιχείρημά της, δεδομένου ότι, εξ ορισμού, γίνεται επίκληση της παραλείψεως απαντήσεως (βλ. απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 423).

149    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 143 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της ανταναιρέσεως της LBG. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 139 έως 142 της παρούσας αποφάσεως, η LBG προέβαλε μόνον επιχειρήματα σχετικά με την απουσία περιοριστικών αποτελεσμάτων των ΠΔΠ, χωρίς να αμφισβητήσει την ίδια την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που εκτέθηκε στη σκέψη 143.

150    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Επιτροπής που εκτέθηκαν στις σκέψεις 144 έως 146 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23, η ανταναίρεση της LBG κατατέθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2012. Το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στο οποίο στηρίζεται η Επιτροπή, τέθηκε, όμως, σε ισχύ την επόμενη ημέρα. Στο μέτρο που η διάταξη αυτή, απαιτώντας οι προβαλλόμενοι στις αναιρέσεις λόγοι και επιχειρήματα να «προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται» θεσπίζει προϋπόθεση του παραδεκτού, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά.

151    Από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο καταθέσεως της ανταναιρέσεως της LBG, προκύπτει όμως ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2002:582, σκέψεις 497 και 618, καθώς και EFIM κατά Επιτροπής, C‑56/12 P, EU:C:2013:575, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αναίρεση ή λόγος που είναι τόσο ασαφή ώστε να μην είναι δεκτικά απαντήσεως δεν ανταποκρίνονται στις ανωτέρω απαιτήσεις και πρέπει να κριθούν απαράδεκτα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, C‑194/99 P, EU:C:2003:527, σκέψεις 101 και 106· Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψεις 43 έως 45, καθώς και EFIM κατά Επιτροπής, EU:C:2013:575, σκέψη 21).

152    Εν προκειμένω, ο πρώτος λόγος της ανταναιρέσεως της LBG προσδιορίζει ρητά ένα τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τη σκέψη 169, το οποίο επικρίνει διότι δεν τηρήθηκε το σωστό επίπεδο δικαστικού ελέγχου και διατυπώνει σαφή επιχειρηματολογία προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού. Εξάλλου, στο μέτρο που με τον συγκεκριμένο λόγο η LBG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τον διττό χαρακτήρα του συστήματος, κρίνοντας ότι μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ θα ήταν κρίσιμο να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας αυτός, είναι σαφές ότι η αιτίαση αυτή βάλλει κατά των σκέψεων 181 και 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η κριτική των αναιρεσειουσών σχετικά με τον διττό χαρακτήρα του συστήματος ασκεί επιρροή μόνο στο πλαίσιο της ανωτέρω διατάξεως. Επιπλέον, στον βαθμό που με τον ανωτέρω λόγο η LBG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αναγνώρισε τη σημασία των περιορισμών που προέρχονταν από άλλα συστήματα πληρωμών, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που αναφέρθηκε στη σκέψη 148 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να προβληθεί σε βάρος της LBG ότι δεν απαρίθμησε τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει με την αιτίαση αυτή. Τέλος, σε αντίθεση με το σχετικό επιχείρημα της Επιτροπής που αναφέρθηκε στη σκέψη 146 της παρούσας αποφάσεως, τέτοια επιχειρήματα δεν αμφισβητούν απλώς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών αλλά αποτελούν νομικά ζητήματα που παραδεκτώς προβάλλονται κατ’ αναίρεση, από τη στιγμή που τα επιχειρήματα αυτά θίγουν το ζήτημα των στοιχείων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση των περιοριστικών αποτελεσμάτων των ΠΔΠ βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

153    Επομένως, οι ενστάσεις απαραδέκτου που εκτέθηκαν στις σκέψεις 144 έως 146 της παρούσας αποφάσεως πρέπει επίσης να απορριφθούν.

–       Επί της ουσίας του μοναδικού λόγου της ανταναιρέσεως της RBS και του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

154    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 141 της παρούσας αποφάσεως, η LBG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εφάρμοσε τον σωστό βαθμό δικαστικού ελέγχου, ιδίως στη σκέψη 169 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

155    Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία της Ένωσης προκύπτει ότι όταν το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγής ακυρώσεως αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ οφείλει, γενικώς, βάσει των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που προβάλλει, να διενεργεί πλήρη έλεγχο σχετικά με το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:1985:327, σκέψη 34· Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψεις 54 και 62· καθώς και Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 59). Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει επίσης να ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η Επιτροπή έχει αιτιολογήσει την απόφασή της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Χαλκόρ κατά Επιτροπής, EU:C:2011:815, σκέψη 61 και εκεί αναφερόμενη νομολογία, καθώς και Otis κ.λπ., EU:C:2012:684, σκέψη 60).

156    Κατά τη διενέργεια του ελέγχου αυτού το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή λόγω του ρόλου που της έχει ανατεθεί από τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ στον τομέα της πολιτικής του ανταγωνισμού προκειμένου να αρνηθεί τη διενέργεια διεξοδικού ελέγχου των νομικών και των πραγματικών ζητημάτων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Χαλκόρ κατά Επιτροπής, EU:C:2011:815, σκέψη 62, καθώς και Otis κ.λπ., EU:C:2012:684, σκέψη 61).

157    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος των περιοριστικών αποτελεσμάτων των ΠΔΠ, χρησιμοποίησε στη σκέψη 169 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως την έκφραση «περιορισμέν[ος] έλεγχο[ς]», που θα μπορούσε να υπονοεί ότι ο δικαστικός έλεγχος που άσκησε επί της επίδικης αποφάσεως ήταν πιο περιορισμένος από αυτόν που απαιτεί η νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 155 και 156 της παρούσας αποφάσεως.

158    Η έκφραση, όμως, αυτή δεν αποδεικνύει κατ’ ανάγκη ότι το Γενικό Δικαστήριο στην πραγματικότητα δεν άσκησε τον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο. Πρέπει, επομένως, να προβούμε στην εξέταση των λόγων που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογία, ιδίως απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2011:810, σκέψεις 108 και 109).

159    Εν προκειμένω η LΒG με το επιχείρημα περί ανεπαρκούς δικαστικού ελέγχου στηρίχθηκε μόνο στη σκέψη 169 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία παρατέθηκε στο πλαίσιο της αναλύσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου των αιτιάσεων που προβλήθηκαν κατά του ορισμού της αγοράς προϊόντων που έκανε η Επιτροπή. Στο πλαίσιο, όμως, της παρούσας αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες δεν έβαλαν ευθέως κατά της εκτιμήσεως που έκανε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τον ορισμό αυτό, δηλαδή την αγορά αποδοχής συναλλαγών.

160    Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα της LBG με το οποίο βάλλει κατά το Γενικού Δικαστηρίου για το επίπεδο δικαστικού ελέγχου που άσκησε στο συγκεκριμένο τμήμα της αναλύσεώς του είναι, σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελές. Κατά τα λοιπά, το επιχείρημα της LBG σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, στο μέτρο που δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τα υπόλοιπα τμήματα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων στρέφεται.

161    Όσον αφορά την αιτίαση της RBS, η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 128 της παρούσας αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, εξετάζοντας το ζήτημα αν μια απόφαση έχει περιοριστικό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού, έπρεπε να εξετάσει ποιο «υποθετικό αντιπαράδειγμα» πράγματι θα προέκυπτε ελλείψει των ΠΔΠ, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι για να εκτιμηθεί αν μια συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί απαγορευμένη λόγω του ότι έχει ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού, πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν αν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία (βλ. αποφάσεις LTM, 56/65, EU:C:1966:38, 360· Béguelin Import, 22/71, EU:C:1971:113, σκέψεις 16 και 17· Lancôme και Cosparfrance Nederland, 99/79, EU:C:1980:193, σκέψη 26· L’Oréal, 31/80, EU:C:1980:289, σκέψη 19· ETA Fabriques d’Ébauches, 31/85, EU:C:1985:494, σκέψη 11· Bagnasco κ.λπ., C‑215/96 και C‑216/96, EU:C:1999:12, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και General Motors κατά Επιτροπής, EU:C:2006:229, σκέψη 72). Όπως ορθά έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ίδιο ισχύει για απόφαση ενώσεως επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

162    Εντούτοις, όπως προκύπτει ιδίως από τη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο για να εκτιμήσει τα αποτελέσματα των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού στηρίχθηκε στην «υπόθεση της υπάρξεως ενός συστήματος MasterCard που να λειτουργεί χωρίς ΠΔΠ —βάσει μόνον ενός κανόνα που απαγορεύει τις “εκ των υστέρων” τιμολογήσεις—» δηλαδή στο ίδιο «υποθετικό αντιπαράδειγμα» που εφάρμοσε για να εκτιμήσει αν οι ΠΔΠ μπορούσαν να θεωρηθούν ως παρεπόμενος περιορισμός κατά την έννοια των σκέψεων 89 και 90 της παρούσας αποφάσεως, σε σχέση με το σύστημα πληρωμών MasterCard.

163    Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 108 της παρούσας αποφάσεως, το ίδιο «υποθετικό αντιπαράδειγμα» δεν είναι κατ’ ανάγκη κατάλληλο για ζητήματα που εννοιολογικά διαφέρουν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, όταν εξετάζεται το ζήτημα αν οι ΠΔΠ προκαλούν περιοριστικά αποτελέσματα στον ανταγωνισμό, δεν είναι από μόνο του καθοριστικό το ζήτημα αν χωρίς τις προμήθειες αυτές, αλλά μέσω της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, θα παρέμενε βιώσιμο ένα ανοικτό σύστημα πληρωμών όπως το σύστημα MasterCard.

164    Αντιθέτως, για τον σκοπό αυτό πρέπει να εξετασθεί η επιρροή που ασκεί ο καθορισμός των ΠΔΠ επί των παραμέτρων του ανταγωνισμού, όπως, ιδίως η τιμή, η ποσότητα και η ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Έτσι, κατά πάγια νομολογία, που υπομνήσθηκε στη σκέψη 161 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξετασθεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν αν δεν υπήρχαν τέτοιες προμήθειες.

165    Σχετικά με το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι η εκτίμηση των αποτελεσμάτων του συντονισμού επιχειρήσεων υπό το πρίσμα του άρθρου 81 ΕΚ απαιτεί να συνεκτιμάται το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η ρύθμιση του συντονισμού, ιδίως δε το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους οι οικείες επιχειρήσεις, η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Δηλιμίτης, C‑234/89, EU:C:1991:91, σκέψεις 19 έως 22· Oude Luttikhuis κ.λπ., EU:C:1995:434, σκέψη 10· Asnef-Equifax και Administración del Estado, EU:C:2006:734, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, EU:C:2009:576, σκέψη 54).

166    Επομένως, το σενάριο που εξετάζεται με βάση την υπόθεση της απουσίας της ρυθμίσεως του επίμαχου συντονισμού πρέπει να είναι ρεαλιστικό. Υπό το πρίσμα αυτό, επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη πιθανές εξελίξεις που θα προκαλούνταν στην αγορά σε περίπτωση απουσίας της ρυθμίσεως αυτής.

167    Εντούτοις εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναλύσεως των περιοριστικών αποτελεσμάτων των ΠΔΠ δεν εξέτασε καθόλου αν είναι πιθανό, ή και ρεαλιστικό, το σενάριο της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων σε περίπτωση απουσίας των προμηθειών αυτών. Ειδικότερα, δεν εξέτασε, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 155 έως 156 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα με ποιον τρόπο, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των υποχρεώσεων που βάρυναν τους εμπόρους και τις αποδέκτριες τράπεζες δυνάμει του Honour All Cards Rule, ο οποίος δεν αποτελεί αντικείμενο της επίδικης αποφάσεως, οι εκδότριες τράπεζες θα μπορούσαν να παρακινηθούν, ελλείψει των ΠΔΠ, να αρνηθούν να απαιτήσουν προμήθειες κατά την εκκαθάριση των συναλλαγών με τραπεζικές κάρτες.

168    Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 111 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο, στο πλαίσιο της εξετάσεως του παρεπόμενου χαρακτήρα των ΠΔΠ, κατά την έννοια των σκέψεων 89 και 90 της παρούσας αποφάσεως, να εξετάσει αν ήταν πιθανό να προκύψει η απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων σε περίπτωση απουσίας τέτοιων προμηθειών. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 161 και 165 της παρούσας αποφάσεως, δεν ισχύει το ίδιο εντός του διαφορετικού πλαισίου του ζητήματος κατά πόσον οι ΠΔΠ προκαλούσαν περιοριστικά αποτελέσματα στον ανταγωνισμό.

169    Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς προβάλλεται εν προκειμένω ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο βασιζόμενο μόνο στο κριτήριο του οικονομικώς βιώσιμου χαρακτήρα, ιδίως στις σκέψεις 132 και 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για να αιτιολογήσει ότι έλαβε υπόψη την απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού και αποφεύγοντας, έτσι να εξηγήσει στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής αν ήταν πιθανό να προκύψει μια τέτοια απαγόρευση σε περίπτωση απουσίας των ΠΔΠ, χωρίς να μεσολαβήσει κάποια κανονιστική παρέμβαση.

170    Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι, αν από το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της αποφάσεως είναι προφανώς βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της οικείας αποφάσεως και πρέπει να υπάρξει αντικατάσταση αιτιολογίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Lestelle κατά Επιτροπής, C‑30/91 P, EU:C:1992:252, σκέψη 28, καθώς και FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

171    Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα των ΠΔΠ, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σκέψη κατά της οποίας δεν διατυπώθηκαν αιτιάσεις στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως, στηριζόταν, κατ’ ουσίαν, στο επιχείρημα ότι, σε περίπτωση ελλείψεως των ΠΔΠ οι αποδέκτριες τράπεζες θα βρίσκονταν «στο έλεος» των εκδοτριών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να καθορίζουν μονομερώς το ύψος της διατραπεζικής προμήθειας, καθώς οι έμποροι και οι αποδέκτριες τράπεζες θα ήταν υποχρεωμένοι να αποδεχτούν τη συναλλαγή.

172    Στις σκέψεις 95 και 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 78 έως 121 της παρούσας αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ορθώς μπορούσε να κρίνει ότι «[η] πιθανότητα ότι ορισμένες εκδότριες τράπεζες μπορούν να εκμεταλλεύονται αποδέκτες, οι οποίοι δεσμεύονται από τον κανόνα [Honour All Cards Rule], θα μπορούσε να αποτραπεί με έναν κανόνα δικτύου που να έχει λιγότερο περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα απ’ ό,τι η ισχύουσα εντός του συστήματος MasterCard λύση που επιτάσσει να εφαρμόζεται, εναλλακτικώς, ένα ορισμένο ύψος διατραπεζικών προμηθειών. Η άλλη λύση θα συνίστατο σε έναν κανόνα που να επιβάλλει απαγόρευση των “εκ των υστέρων” τιμολογήσεων σε περίπτωση που δεν υφίσταται διμερής συμφωνία μεταξύ των τραπεζών».

173    Επομένως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 94 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η μόνη εναλλακτική που παρουσιάστηκε πρωτοδίκως η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει στο σύστημα MasterCard να λειτουργήσει χωρίς τις ΠΔΠ ήταν πράγματι η υπόθεση ενός συστήματος που λειτουργεί βάσει μόνο της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συγκεκριμένη απαγόρευση μπορεί να θεωρηθεί ως «υποθετικό αντιπαράδειγμα» όχι μόνο οικονομικά βιώσιμο στο πλαίσιο του συστήματος MasterCard, αλλά και εύλογο, ή και πιθανό, δεδομένου ότι ούτε προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε αμφισβητείται ότι ουδόλως υποστηρίχθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η MasterCard θα προτιμούσε να επιτρέψει την κατάρρευση του συστήματός της παρά να υιοθετήσει την άλλη λύση, δηλαδή την απαγόρευση των εκ των υστέρων τιμολογήσεων.

174    Επομένως, ακόμη και αν εσφαλμένα το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο οικονομικώς βιώσιμος χαρακτήρας της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων στο πλαίσιο του συστήματος MasterCard επαρκούσε, από μόνος του, για να αιτιολογήσει ότι ελήφθη υπόψη η απαγόρευση αυτή στο πλαίσιο της αναλύσεως των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ επί του ανταγωνισμού, στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, όπως προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο για να αναλύσει τα περιοριστικά αποτελέσματα των ΠΔΠ στηρίχθηκε στο ίδιο «υποθετικό αντιπαράδειγμα» που είχε χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο της αναλύσεως της αντικειμενικής αναγκαιότητας των προμηθειών αυτών, αν και το έπραξε για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που εκτέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 132 και 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε στη σκέψη 169 της παρούσας αποφάσεως δεν ασκεί επιρροή στην ανάλυση των περιοριστικών αποτελεσμάτων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο βάσει του επίμαχου «υποθετικού αντιπαραδείγματος».

175    Εξάλλου, η πλάνη αυτή δεν ασκεί επιρροή στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο θεμελιώνεται σε άλλους νομικούς λόγους.

176    Όσον αφορά το επιχείρημα, το οποίο συνοψίσθηκε στη σκέψη 140 της παρούσας αποφάσεως, βάσει του οποίου η LBG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αναγνώρισε τη σημασία των περιορισμών που απορρέουν από άλλα συστήματα, αρκεί να υπογραμμισθεί ότι στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ρητά ότι ορθώς η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τον ανταγωνισμό μεταξύ των συστημάτων καρτών κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ. Επομένως, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει να απορριφθεί (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Ojha κατά Επιτροπής, C‑294/95 P, EU:C:1996:434, σκέψεις 48 και 49).

177    Όσον αφορά το επιχείρημα που αναφέρθηκε επίσης στη σκέψη 140 της παρούσας αποφάσεως με το οποίο η LBG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι ο διττός χαρακτήρας του συστήματος ασκούσε επιρροή μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 161 της παρούσας αποφάσεως και επισημαίνει, εξάλλου, η LBG, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε εξετάσει τον εικαζόμενο περιορισμό του ανταγωνισμού στο πραγματικό του πλαίσιο. Συγκεκριμένα, για να κριθεί αν ο συντονισμός μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει να θεωρηθεί απαγορευμένος λόγω του ότι προκαλεί νόθευση του ανταγωνισμού πρέπει, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 165 της παρούσας αποφάσεως, να ληφθεί υπόψη κάθε κρίσιμο στοιχείο, ιδίως η φύση των επίμαχων υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της δομής των αγορών που σχετίζεται με το οικονομικό ή νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται ο συντονισμός αυτός, χωρίς να έχει σημασία αν ένα τέτοιο κρίσιμο στοιχείο υπάγεται ή όχι στη σχετική αγορά.

178    Εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί ευθέως στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει την αγορά αποδοχής συναλλαγών ως κρίσιμη αγορά για την ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ στον ανταγωνισμό. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, κατά την κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως, επισήμανε ότι υπήρχαν ορισμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της «εκδόσεως» και της «αποδοχής», όπως είναι ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των υπηρεσιών εκδόσεως και η ύπαρξη εμμέσων αποτελεσμάτων επί των δικτύων, καθόσον η σπουδαιότητα της αποδοχής των καρτών από τους εμπόρους και ο αριθμός των καρτών που βρίσκονται σε κυκλοφορία αλληλοεπηρεάζονται.

179    Υπό τις συνθήκες αυτές, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο επίμαχος συντονισμός περιλαμβάνει, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες RBS και LBG, τον διττό χαρακτήρα του ανοικτού συστήματος πληρωμών της MasterCard, ιδίως από τη στιγμή που δεν αμφισβητείται ότι υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο πλευρών του συστήματος αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Δηλιμίτης, EU:C:1991:91, σκέψεις 17 έως 23, καθώς και Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 42).

180    Εντούτοις, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 181 και 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε κατ’ ουσίαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως, δεν περιλάμβανε το επιχείρημα που τώρα προβάλλει η LBG στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως, κατά το οποίο για να κριθεί ένας περιορισμός του ανταγωνισμού εντός του ιδιαίτερου πλαισίου του πρέπει να ληφθεί υπόψη ο διττός χαρακτήρας του επίμαχου συστήματος. Αντιθέτως, η κριτική που έγινε πρωτοδίκως σχετικά με το ότι δεν είχε ληφθεί υπόψη ο διττός χαρακτήρας του συστήματος περιοριζόταν στην προβολή των οικονομικών πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από τις ΠΔΠ. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως και από το γράμμα του άρθρου 81 ΕΚ, από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι κάποιο μέτρο μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς και αισθητά παραμέτρους του ανταγωνισμού όπως, ιδίως, την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών και το οποίο, συνεπώς, υπάγεται στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, τέτοια πλεονεκτήματα μπορούν να εξετασθούν μόνο στο πλαίσιο της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού.

181    Δεδομένης της διαπιστώσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, επομένως, ορθώς έκρινε στη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι επικρίσεις που διατυπώθηκαν ενώπιόν του σχετικά με τον διττό χαρακτήρα του συστήματος δεν ασκούσαν επιρροή στο πλαίσιο ενός λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον απαιτούσαν να ληφθούν υπόψη οικονομικά πλεονεκτήματα στο πλαίσιο αυτής της παραγράφου. Επίσης ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι τα ενδεχόμενα οικονομικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να προκύπτουν από τις ΠΔΠ ασκούν επιρροή μόνο στο πλαίσιο της αναλύσεως δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

182    Επομένως, το επιχείρημα της LBG σχετικά με τον διττό χαρακτήρα του συστήματος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και είναι άρα αβάσιμο.

183    Όσον αφορά την αιτίαση της RBS, η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 129 της παρούσας αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε «συνοπτική ανάλυση» των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ, ιδίως στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απαντά, όπως προκύπτει από τη σκέψη 134 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι ΠΔΠ προέρχονται από μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων να καθορίσει τις τιμές και ότι είναι προφανή τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα.

184    Ως προς το ζήτημα αυτό από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι τόσο επιζήμια για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι αναγκαία η εξέταση των αποτελεσμάτων τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις LTM, EU:C:1966:38, 359 και 360· Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 15, καθώς και Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., EU:C:2013:160, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

185    Η νομολογία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., EU:C:2013:160, σκέψη 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

186    Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 27 και 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επίδικη απόφαση δεν στηρίζεται στην ύπαρξη παραβάσεως εξ αντικειμένου που προβλέπεται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αλλά στα αποτελέσματα των ΠΔΠ.

187    Υπό τις συνθήκες αυτές και σε αντίθεση προς όσα υπονοεί η Επιτροπή, βάσει της νομολογίας που εκτέθηκε στην σκέψη 184 της παρούσας αποφάσεως, δεν θα μπορούσε να γίνει, επομένως, χρήση απλών υποθέσεων ή διαβεβαιώσεων κατά τις οποίες ήταν «προφανή» τα αποτελέσματα των ΠΔΠ σε βάρος του ανταγωνισμού (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, 29/83 και 30/83, EU:C:1984:130, σκέψεις 16 και 20).

188    Όσον αφορά τα επιχειρήματα στα οποία αναφέρονται οι σκέψεις 131, 139 και 142 της παρούσας αποφάσεως, που επικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό με το επιχείρημα της RBS που εκτέθηκε στη σκέψη 129 της ίδιας αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων απορρέει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή και στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 135).

189    Κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους της αποφάσεώς του και να μπορεί το Δικαστήριο να ασκεί τον δικαστικό του έλεγχο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις France Télécom κατά Επιτροπής, C‑202/07 P, EU:C:2009:214, σκέψη 29, και Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 81). Όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 112 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο τη δέσμευση να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα εξαντλητικώς έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Συνεπώς η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Ziegler κατά Επιτροπής, EU:C:2013:513, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

190    Ωστόσο, μολονότι πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 169 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 81, παράγραφος 1 ΕΚ, τα επιχειρήματα που προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε συνοπτική ανάλυση των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ και ότι, ως προς το ζήτημα αυτό, αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούν να στηριχθούν σε αυτή τη μοναδική πλάνη, υπό το πρίσμα της αντικαταστάσεως αιτιολογίας που έγινε στις σκέψεις 171 έως 175 της παρούσας αποφάσεως.

191    Κατά τα λοιπά, στο μέτρο που με τα επιχειρήματα που αναφέρθηκαν στη σκέψη 188 της παρούσας αποφάσεως προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ανεπαρκής ανάλυση ή αιτιολογία των αποτελεσμάτων των ΠΔΠ στον ανταγωνισμό, αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

192    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο ορθώς στο «υποθετικό αντιπαράδειγμα» ενός συστήματος που λειτουργεί βάσει της απαγορεύσεως των εκ των υστέρων τιμολογήσεων, σε αντίθεση προς όσα υποστήριξε η RSB, δεν θεώρησε ότι οι ΠΔΠ βλάπτουν ως εκ της φύσεώς τους την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού, αλλά προέβη σε ανάλυση των αποτελεσμάτων των προμηθειών αυτών επί του ανταγωνισμού. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό δεν προκύπτει μόνο από τη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως φαίνεται να υπαινίσσεται η RBS, αλλά περιλαμβάνει επίσης ολόκληρη την ανάλυση που παρατίθεται στις σκέψεις 123 έως 193 της αποφάσεως αυτής.

193    Ειδικότερα, μολονότι στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε σαφώς ότι οι ΠΔΠ είχαν περιοριστικά αποτελέσματα κατά το ότι «περιορίζουν την πίεση που οι έμποροι μπορούν να ασκούν στις αποδέκτριες τράπεζες στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως σχετικά με τις MSC, μειώνοντας τις πιθανότητες μειώσεως των τιμών κάτω από ένα ορισμένο όριο» και αυτό σε αντίθεση με «μια αγορά αποδοχής συναλλαγών που να λειτουργεί χωρίς αυτές», δεν αρκέστηκε στο να υποθέσει ότι οι ΠΔΠ καθορίζουν ένα κατώτατο όριο ως προς τις MSC αλλά, αντιθέτως, προέβη σε αναλυτική εξέταση, στις σκέψεις 157 έως 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για να κρίνει αν πράγματι ίσχυε κάτι τέτοιο.

194    Επομένως, το επιχείρημα της RBS ότι η ανάλυση των αποτελεσμάτων ταυτίζεται με ανάλυση ενός περιορισμού «εξ αντικειμένου» στηρίζεται σε αποσπασματική ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εστιάζει μόνο στη σκέψη 143 της αποφάσεως, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πληρέστερη εξέταση στην οποία αυτή εντάσσεται.

195    Επίσης, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να προσάψουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αιτιολογήσει με ποιον τρόπο η υπόθεση που έγινε δεκτή θα είχε λιγότερο περιοριστικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού απ’ ό,τι οι ΠΔΠ, δεδομένου ότι η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων θα συνίστατο στο επίπεδο τιμών των ΠΔΠ. Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι υψηλές τιμές συνιστούν, από μόνες τους, παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της σκέψεως 143 οι υψηλές τιμές είναι αποτέλεσμα των ΠΔΠ, οι οποίες περιορίζουν την πίεση που μπορούν να ασκούν οι έμποροι στις αποδέκτριες τράπεζες, με αποτέλεσμα τη μείωση του ανταγωνισμού επί των αποδεκτριών ως προς το ύψος των MSC.

196    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του επί της αναλύσεως στην οποία στηρίζονται όσα εκτίθενται στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 183 έως 195 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την ανάλυσή του σχετικά με τα αποτελέσματα των ΠΔΠ στον ανταγωνισμό.

197    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη αντιφατική αιτιολογία που υποστήριξε η RBS και εκτέθηκε στη σκέψη 130 της παρούσας αποφάσεως. Αρκεί να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει τίποτα αντιφατικό στην αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ότι αναγνώρισε ότι οι έμποροι μπορούν να ασκούν πίεση σχετικά με το ύψος των ΠΔΠ, θεωρώντας συγχρόνως ότι η πίεση αυτή είναι ανεπαρκής για να αποτρέψει τον καθορισμό κατώτατης τιμής με τις ΠΔΠ και τον περιορισμό, κατ’ αυτόν τον τρόπο, του ανταγωνισμού μεταξύ των αποδεκτριών τραπεζών. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε σαφώς, στη σκέψη 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει ανεπαρκή την πίεση αυτή, στο μέτρο που μπορούσε να έχει αποτέλεσμα μόνο πέραν ενός μεγίστου ορίου ανοχής εκ μέρους των εμπόρων. Πρόκειται για ανεξάρτητες εκτιμήσεις που δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν είναι βάσιμο (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη Piau κατά Επιτροπής, C‑171/05 P, EU:C:2006:149, σκέψη 85).

198    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 169 της παρούσας αποφάσεως, η πλάνη αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένης υπόψη της αντικαταστάσεως αιτιολογίας που έγινε στις σκέψεις 171 έως 175 της παρούσας αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του μοναδικού λόγου της ανταναιρέσεως της RBS και του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG είναι εν μέρει αλυσιτελή και εν μέρει αβάσιμα.

199    Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να απορριφθεί η ανταναίρεση της RBS και ο πρώτος λόγος της ανταναιρέσεως της LBG.

 Επί του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

200    Ο δεύτερος λόγος της ανταναιρέσεως της LBG, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, αναλύεται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη. Οι αναιρεσείουσες στηρίζουν τον λόγο αυτό και υποβάλλουν συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

 Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

201    Κατά το Γενικό Δικαστήριο ο δεύτερος λόγος της προσφυγής περιλάμβανε, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού οι αναιρεσείουσες προσήψαν στην Επιτροπή ότι επέρριψε σε αυτές ένα υπερβολικά επαχθές βάρος αποδείξεως όσον αφορά την απόδειξη της τηρήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του λόγου αυτού υποστήριξαν ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση των εν λόγω προϋποθέσεων βαρυνόταν με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το πρώτο σκέλος δεν ήταν δυνατόν να εξετασθεί εκτός του συγκεκριμένου πλαισίου, εξέτασε από κοινού τα δύο σκέλη του δεύτερου λόγου της προσφυγής.

202    Στη σκέψη 207 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «στο μέτρο που οι ΠΔΠ δεν αποτελούν παρεπόμενους περιορισμούς σε σχέση με το σύστημα MasterCard, η Επιτροπή ορθώς εξέτασε αν υπήρχαν αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα απορρέοντα ειδικώς από τις ΠΔΠ. Έτσι, το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχεται, στην αιτιολογική σκέψη 679 της [επίδικης] αποφάσεως, ότι τα συστήματα καρτών πληρωμής, όπως το σύστημα MasterCard, συνιστούν τεχνική και οικονομική πρόοδο δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος αν οι ΠΔΠ πληρούν την πρώτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ».

203    Στις σκέψεις 208 έως 216 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών σχετικά με τον ρόλο των ΠΔΠ ως προς την εξισορρόπηση μεταξύ των πτυχών της «εκδόσεως» και της «αποδοχής» του συστήματος MasterCard. Στη σκέψη 217 της ίδιας αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «[λ]αμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, να απορρίψει την επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να δικαιολογήσουν το ότι τα ενδεχομένως απορρέοντα από το σύστημα MasterCard αντικειμενικά πλεονεκτήματα οφείλονταν στον ρόλο που διαδραμάτισαν οι ΠΔΠ των προσφευγουσών».

204    Στη σκέψη 220 της εν λόγω αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι μπορεί να συναχθεί ότι οι ΠΔΠ συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγής του συστήματος MasterCard, τούτο δεν θα αρκούσε προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω ΠΔΠ πληρούν την πρώτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς, στη σκέψη 221 της ίδιας αποφάσεως, ότι αυτοί που πρώτοι επωφελούνται από μια τέτοια αύξηση είναι ο οργανισμός πληρωμών MasterCard και οι μετέχουσες σ’ αυτόν τράπεζες και ότι η βελτίωση, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορεί να συνίσταται σε οποιοδήποτε πλεονέκτημα αποκομίζουν τα μέρη από τη συμφωνία, όσον αφορά τις οικείες δραστηριότητες παραγωγής ή διανομής.

205    Στις σκέψεις 222 έως 225 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την ύπαρξη αισθητών αντικειμενικών πλεονεκτημάτων που μπορούν να αποδοθούν στις ΠΔΠ σε σχέση με τους εμπόρους και κατέληξε, στη σκέψη 226 της αποφάσεως αυτής, στο συμπέρασμα ότι «ελλείψει αποδείξεως περί της υπάρξεως αρκούντως στενού συνδέσμου μεταξύ των ΠΔΠ και των αντικειμενικών πλεονεκτημάτων των οποίων τυγχάνουν οι έμποροι, το γεγονός ότι οι εν λόγω ΠΔΠ μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγής του συστήματος MasterCard δεν είναι ικανό, από μόνο του, να αποδείξει ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ».

206    Στις σκέψεις 227 έως 229 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη αισθητών αντικειμενικών πλεονεκτημάτων δυναμένων να αποδοθούν στις ΠΔΠ και σχετικών με τους εμπόρους, που αποτελούν τη μία από τις δύο ομάδες χρηστών τους οποίους αφορούν οι κάρτες πληρωμών, η προβληθείσα από τις προσφεύγουσες επίκριση που αφορά ανεπαρκή συνεκτίμηση των πλεονεκτημάτων των ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών ήταν αλυσιτελής.

207    Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών με την οποία προσήψαν στην Επιτροπή ότι συμπεριφέρεται ως «ρυθμιστής των τιμών» των ΠΔΠ το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 230 έως 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι η Επιτροπή εξέτασε και εγκύρως αντέκρουσε τη βασιμότητα της επιχειρηματολογίας που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και ότι η έλλειψη στοιχείων ικανών να ανταποκριθούν στον απαιτούμενο από την Επιτροπή βαθμό αποδείξεως στον οικονομικό τομέα, ακόμη και αν κρινόταν βάσιμη, δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια την ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως ούτε την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.

208    Τέλος, στις σκέψεις 236 και 237 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο ολοκλήρωσε την ανάλυση του δεύτερου λόγου της προσφυγής, ο οποίος στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, ως εξής:

«236 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η συλλογιστική της Επιτροπής σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ αντέβαινε στο ισχύον νομικό πλαίσιο. Δεδομένου ότι η πλήρωση των προϋποθέσεων που θέτει το εν λόγω άρθρο είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να τύχει εφαρμογής, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, τούτο δε χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι επικρίσεις των προσφευγουσών σχετικά με τις λοιπές πτυχές της εκ μέρους της Επιτροπής αναλύσεως της στηριζόμενης στο άρθρο αυτό.

237      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τον υπερβολικά επαχθή χαρακτήρα του βάρους αποδείξεως που επιρρίφθηκε στις προσφεύγουσες, πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, από τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες και, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, βασίμως συνήγαγε ότι αυτά δεν παρείχαν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Στο μέτρο που η Επιτροπή βασίμως συνήγαγε ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν αποδείξεις προς στήριξη της ενστάσεως που προέβαλαν, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής in dubio pro reo.»

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

209    Η LBG προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθό κριτήριο όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, δηλαδή τη στάθμιση των πιθανοτήτων. Παραπέμποντας στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η LBG υποστηρίζει ότι αυτό όφειλε να εξετάσει συνολικά το σύστημα MasterCard, το οποίο προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στους κατόχους καρτών και στους εμπόρους. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να ζητήσει από τη MasterCard να αιτιολογήσει το ακριβές ύψος των ΠΔΠ, αλλά έπρεπε απλώς να ζητήσει αιτιολόγηση της μεθοδολογίας που εφαρμόζει η MasterCard για να καθορίσει τις ΠΔΠ.

210    Η Επιτροπή φρονεί ότι τα τρία κύρια επιχειρήματα που προβάλλει η LBG στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεώς της είναι απαράδεκτα, διότι στηρίζονται σε ασαφείς και γενικούς συλλογισμούς που δεν επιτρέπουν να εντοπισθούν τα τμήματα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει ούτε να καθοριστεί επί ποίας νομικής βάσεως στηρίζονται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η LBG δεν απέδειξε σαφώς την ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο του Γενικού Δικαστηρίου αλλά αρκέστηκε στην επανάληψη επιχειρημάτων που είχαν ήδη προβληθεί πρωτοδίκως.

211    Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η LΒG προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεώς της δεν αναφέρεται σε καμία συγκεκριμένη σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν σχολιάζει τη νομολογία που επικαλείται το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως.

212    Επί της ουσίας η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της προσφυγής σχετικά με το βάρος αποδείξεως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 196 και 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίχθηκε σε πάγια νομολογία κατά την οποία η επιχείρηση, για να επωφεληθεί από το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ, πρέπει να επικαλεσθεί πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει. Αντιθέτως, το κριτήριο της σταθμίσεως πιθανοτήτων που προτείνει η LBG δεν στηρίζεται από κανένα νομολογιακό προηγούμενο.

213    Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι, στο μέτρο που η LBG φαίνεται ότι αμφισβητεί την απαίτηση περί του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του πραγματικού περιορισμού και της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, καθώς η LBG δεν βάλλει κατά της σχετικής σκέψεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι της σκέψεως 207. Σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία και, επομένως, τα επιχειρήματα της LBG κατά τα οποία, αφενός, το σύστημα MasterCard προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στους καταναλωτές και στους εμπόρους και, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε υπερβολικά αυστηρό κριτήριο σε σχέση με το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορούν, κατά την Επιτροπή, να γίνουν δεκτά.

214    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν τίθεται θέμα αιτιολογήσεως του ακριβούς ύψους των ΠΔΠ αλλά απαντήσεως στο ζήτημα αν οι ΠΔΠ προκαλούν αντικειμενική βελτίωση της αποτελεσματικότητας.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

215    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 150 και 151 της παρούσας αποφάσεως, μολονότι το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στο οποίο στηρίζεται η Επιτροπή, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά στην ανταναίρεση της LBG, από τις διατάξεις που ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία καταθέσεως της ανταναιρέσεως και ιδίως από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή.

216    Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους το τελευταίο έχει απορρίψει ρητά. Πράγματι, στο μέτρο που η αναίρεση αυτή δεν περιλαμβάνει επιχειρήματα που ασκούν συγκεκριμένη κριτική στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, πράγμα που, σύμφωνα με το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του τελευταίου (βλ. απόφαση C‑7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, EU:C:1998:256, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

217    Μολονότι η LBG υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που δεν χρησιμοποίησε ως κριτήριο κατανομής του βάρους αποδείξεως βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ τη στάθμιση των πιθανοτήτων, διαπιστώνεται ότι ως προς το σημείο αυτό η ανταναίρεση δεν υποδεικνύει και δεν επιτρέπει να προσδιοριστούν επακριβώς οι σκέψεις ή το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει.

218    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η LBG παραπέμποντας στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο υπόμνημα της παρεμβάσεώς της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα με όσα είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιδιώκει στην πραγματικότητα να επιτύχει την επανεξέτασή τους, χωρίς να επιδιώξει καν να προβάλει νομικά επιχειρήματα που θα αποδείκνυαν συγκεκριμένα ότι το Γενικό Δικαστήριο με τη μέθοδο που ακολούθησε υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επιλέγοντας ή εφαρμόζοντας το βάρος αποδείξεως βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Deere κατά Επιτροπής, EU:C:1998:256, σκέψη 41).

219    Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή είναι βάσιμη και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG είναι απαράδεκτο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

220    Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεώς της η LBG, υποστηριζόμενη από τις αναιρεσείουσες, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικεντρώνοντας μόνο στα πλεονεκτήματα που αφορούν τους εμπόρους, μολονότι αναγνώρισε στη σκέψη 228 της ίδιας αποφάσεως ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη τα πλεονεκτήματα για κάθε αγορά και υπηρεσία που ωφελείται από την ύπαρξη της επίμαχης συμφωνίας και στη σκέψη 176 δέχθηκε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των κατόχων καρτών και των εμπόρων. Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέβλεψε τα σημαντικά πλεονεκτήματα που απέρρεαν από το σύστημα MasterCard και τις ΠΔΠ για τους κατόχους των καρτών, αφενός, καθώς και τον διττό χαρακτήρα του συστήματος και τη βελτιστοποίηση του συστήματος στην επίτευξη της οποίας συνέτειναν οι ΠΔΠ, αφετέρου.

221    Οι αναιρεσείουσες προσχωρούν στη συλλογιστική της LBG και προσθέτουν ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι διάλληλη, αντιφατική και ανεπαρκής, καθόσον επιβεβαιώνει ότι η επίδικη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τα πλεονεκτήματα των ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών. Ειδικότερα, στις σκέψεις 107, 110 και 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι σε περίπτωση καταργήσεως ή μειώσεως των ΠΔΠ οι κάτοχοι των καρτών θα βαρύνονταν με αυξημένα έξοδα, στις σκέψεις 178 και 233 της αποφάσεως ότι ένα οικονομικό αντιστάθμισμα από τους εμπόρους δικαιολογείται για τις υπηρεσίες που παρέχονται από τις εκδότριες τράπεζες προς τους τελευταίους και στις σκέψεις 182 και 228 ότι η λειτουργία των ΠΔΠ η οποία επιφέρει μείωση των εξόδων για τους κατόχους καρτών έπρεπε να ληφθεί υπόψη βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Επομένως, είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό με ποιον τρόπο το Γενικό Δικαστήριο μπόρεσε να καταλήξει στη συνέχεια στο συμπέρασμα ότι «η προβληθείσα από τις προσφεύγουσες επίκριση που αφορά ανεπαρκή συνεκτίμηση των πλεονεκτημάτων των ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής».

222    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, επίσης, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αναγνωρίζοντας ότι ένα οικονομικό αντιστάθμισμα δικαιολογείται για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι εκδότριες τράπεζες προς τους εμπόρους, παρόλο που δεν μπορεί να αποδειχθεί με ακρίβεια σε ποιο βαθμό, θεωρώντας, συγχρόνως ότι η MasterCard δεν «[εντόπισε] τις παρεχόμενες από τις τράπεζες, οι οποίες εκδίδουν χρεωστικές, προθεσμιακές ή πιστωτικές κάρτες, υπηρεσίες που είναι ικανές να αποτελούν αντικειμενικά πλεονεκτήματα για τους εμπόρους».

223    Οι αναιρεσείουσες προσθέτουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν κατόρθωσαν να παράσχουν επαρκείς αποδείξεις περί του ότι οι έμποροι αποκομίζουν σημαντικά αντικειμενικά πλεονεκτήματα από τις ΠΔΠ, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε ούτε τους λόγους για τους οποίους, υπό το πρίσμα της νομολογίας που εκτέθηκε στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορούσαν να πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ βάσει και μόνο των πλεονεκτημάτων των ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών ούτε τους λόγους για τους οποίους όλες οι κατηγορίες καταναλωτών πρέπει να τυγχάνουν στην ίδια έκταση του οφέλους.

224    Η Επιτροπή, πέρα από τους γενικότερους λόγους απαραδέκτου που προέβαλε, οι οποίοι εκτέθηκαν στη σκέψη 210 της παρούσας αποφάσεως, υποστηρίζει ότι το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG δεν είναι επαρκώς θεμελιωμένο. Η LBG αμφισβητεί ορισμένες πραγματικές διαπιστώσεις σχετικά με την απουσία βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και την εξασφάλιση δίκαιου τμήματος του οφέλους στους χρήστες, χωρίς όμως να επικαλείται παραμόρφωση των αποδείξεων.

225    Επί της ουσίας, η Επιτροπή φρονεί ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας σε διάφορες αγορές δεν εγγυάται την επιστροφή ενός δίκαιου τμήματος του οφέλους στους χρήστες, όπως απαιτεί η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Η έλλειψη επιστροφής ενός δίκαιου τμήματος του οφέλους αποτελεί κρίση περί των πραγματικών περιστατικών που δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Σε κάθε περίπτωση, η LBG δεν εξήγησε ως προς τι ήταν νομικά εσφαλμένη η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την απόδοση ενός δίκαιου τμήματος του οφέλους στους καταναλωτές. Η αλληλεξάρτηση των αγορών στο διττό σύστημα δεν έχει ως αποτέλεσμα να εξασθενεί ο γενικός κανόνας κατά τον οποίο ένα δίκαιο τμήμα της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας πρέπει τουλάχιστον να επιστρέφει στους καταναλωτές που έχουν θιγεί από τον επίμαχο περιορισμό.

226    Εξάλλου, κατά την Επιτροπή το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβλεψε τα πλεονεκτήματα για τους κατόχους καρτών, τη μεγιστοποίηση της παραγωγής του συστήματος και τον διττό χαρακτήρα του συστήματος, αλλά στις σκέψεις 208 έως 229 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απλώς απέρριψε τα συναφή επιχειρήματα. Οι κρίσεις περί των πραγματικών περιστατικών που έγιναν ως προς το ζήτημα αυτό δεν είναι δεκτικές αναιρετικού ελέγχου και, σε κάθε περίπτωση, δεν πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

227    Η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, κατά την οποία το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG δεν είναι επαρκώς θεμελιωμένο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, αρκεί να επισημανθεί ότι η LBG προσδιόρισε την ακριβή σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην οποία βρίσκεται η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο, ήτοι τη σκέψη 233, και θεμελίωσε το επιχείρημά της επικαλούμενη άλλες συγκεκριμένες σκέψεις της αποφάσεως αυτής καθώς και σχετικά νομικά επιχειρήματα. Επομένως, η επιχειρηματολογία της LBG ως προς το ζήτημα αυτό ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων και της νομολογίας που παρατέθηκαν στις σκέψεις 215 και 216 της παρούσας αποφάσεως.

228    Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, με το δεύτερο αυτό σκέλος η LBG δεν αμφισβητεί απλώς την πρωτόδικη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών αλλά θέτει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα ποιες αγορές μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλούν αντικειμενικά πλεονεκτήματα τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη για την ανάλυση της πρώτης προϋποθέσεως του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Ένα τέτοιο ζήτημα αποτελεί νομικό ζήτημα που προβάλλεται παραδεκτώς αναιρετικά.

229    Επί της ουσίας πρέπει να υπομνησθεί ότι η LBG, στηριζόμενη από τις αναιρεσείουσες προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι επικεντρώθηκε μόνο στα πλεονεκτήματα που παρέχουν οι ΠΔΠ στους εμπόρους, παραβλέποντας έτσι τα πλεονεκτήματα που παρέχει το σύστημα MasterCard και οι ΠΔΠ στους κατόχους των καρτών, καθώς και τον διττό χαρακτήρα του συστήματος και τη βελτιστοποίηση του συστήματος αυτού στην οποία συμβάλλουν οι ΠΔΠ.

230    Πρέπει να απορριφθεί ευθύς εξαρχής το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα παρέβλεψε τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από το σύστημα MasterCard για τους κατόχους καρτών. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι κάθε απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων που αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο απαλλαγής βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, μόνον αν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται εκεί, περιλαμβανομένης της προϋποθέσεως να συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:1985:327, σκέψη 38). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 89 και 90 της παρούσας αποφάσεως, όταν δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί η απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων από την κύρια πράξη ή δραστηριότητα με την οποία συνδέεται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξη ή ο σκοπός τους, τότε η συμβατότητα της αποφάσεως αυτής με το άρθρο 81 ΕΚ πρέπει να εξετασθεί από κοινού με τη συμβατότητα της κύριας πράξεως ή δραστηριότητας της οποίας αποτελεί παρεπόμενο.

231    Αντιθέτως, όταν διαπιστώνεται ότι μια τέτοια απόφαση δεν είναι αντικειμενικώς αναγκαία για την υλοποίηση συγκεκριμένης πράξεως ή δραστηριότητας, μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο τα αντικειμενικά πλεονεκτήματα που απορρέουν ειδικά από την απόφαση αυτή, στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:1985:327, σκέψη 47).

232    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 78 έως 121 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι οι ΠΔΠ δεν είχαν αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα για τη λειτουργία του συστήματος MasterCard. Υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως αυτής, επίσης ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 207 της ίδιας αποφάσεως, ότι η ανάλυση της πρώτης προϋποθέσεως που τίθεται στο άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ απαιτούσε να εξετασθούν τα αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα που απορρέουν ειδικά από τις ΠΔΠ και όχι από το σύστημα MasterCard στο σύνολό του. Επομένως, το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέβλεψε τα πλεονεκτήματα που απέρρεαν από το σύστημα MasterCard για τους κατόχους καρτών δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

233    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τη βελτιστοποίηση του συστήματος MasterCard στην οποία συμβάλλουν οι ΠΔΠ, πρέπει να υπομνησθεί ότι στις σκέψεις 208 έως 219 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών που στηριζόταν στον ρόλο των ΠΔΠ στην εξισορρόπηση μεταξύ των πτυχών της «εκδόσεως» και της «αποδοχής» εντός του συστήματος αυτού και απέρριψε το επιχείρημα ότι οι ΠΔΠ συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγής του εν λόγω συστήματος. Επομένως, το επιχείρημα της LBG σχετικά με το ζήτημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν είναι, συνεπώς, βάσιμο.

234    Όσον αφορά τα επιχειρήματα ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέβλεψε τον διττό χαρακτήρα του συστήματος και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τις ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών, καταρχάς, κατά πάγια νομολογία η βελτίωση, κατά την έννοια της πρώτης προϋποθέσεως του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορεί να συνίσταται σε οποιοδήποτε πλεονέκτημα αποκομίζουν τα μέρη από την επίμαχη συμφωνία, όσον αφορά τις οικείες δραστηριότητες παραγωγής ή διανομής Η βελτίωση πρέπει ιδίως να παρουσιάζει αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα ικανά να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που δημιουργεί η συμφωνία στον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση Consten και Grundig κατά Επιτροπής, 56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, 502).

235    Επίσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξέταση μιας συμφωνίας για να κριθεί αν αυτή συμβάλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής προϊόντων ή τη βελτίωση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου και αν η συμφωνία αυτή δημιουργεί αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα, πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τα αντλούμενα από τα πραγματικά περιστατικά επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από τις επιχειρήσεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, όσον αφορά αίτημα περί απαλλαγής βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, απόφαση GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 102).

236    Για την εξέταση αυτή μπορεί να απαιτηθεί να ληφθούν υπόψη ο χαρακτήρας και οι ενδεχόμενες ιδιομορφίες του τομέα τον οποίο αφορά η επίμαχη συμφωνία, αν ο χαρακτήρας αυτός και οι εν λόγω ιδιομορφίες αποτελούν καθοριστικά στοιχεία για το αποτέλεσμα της εξετάσεως (βλ. απόφαση GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., EU:C:2009:610, σκέψη 103). Εξάλλου, υπό το πρίσμα του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ευνοϊκός χαρακτήρας του αποτελέσματος για το σύνολο των καταναλωτών των σχετικών αγορών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, EU:C:2006:734, σκέψη 70).

237    Επομένως, στην περίπτωση ενός συστήματος με διττό χαρακτήρα, όπως το σύστημα MasterCard, για να κριθεί αν κάποιο μέτρο που κατ’ αρχήν παραβιάζει την απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που προκαλεί περιοριστικά αποτελέσματα σε σχέση με τη μία από τις δύο ομάδες καταναλωτών που συνδέονται με το σύστημα αυτό, πληροί την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύστημα στο οποίο εντάσσεται το μέτρο αυτό, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του συνόλου των αντικειμενικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από το μέτρο αυτό, όχι μόνο στην αγορά στην οποία διαπιστώθηκε ο περιορισμός αλλά και στην αγορά που περιλαμβάνει την άλλη ομάδα καταναλωτών που συνδέεται με το εν λόγω σύστημα, ιδίως όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο πτυχών του επίμαχου συστήματος. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να εξετασθεί, εφόσον χρειάζεται, αν τέτοια πλεονεκτήματα μπορούν να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που προκαλεί το επίμαχο μέτρο στον ανταγωνισμό.

238    Εν προκειμένω, όμως, το επιχείρημα της LBG ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέβλεψε τον διττό χαρακτήρα του συστήματος δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 233 της παρούσας αποφάσεως, στις σκέψεις 208 έως 219 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών σχετικά με τον ρόλο των ΠΔΠ στην εξισορρόπηση μεταξύ των πτυχών της «εκδόσεως» και της «αποδοχής» του συστήματος MasterCard και αναγνώρισε ειδικά επ’ αυτού, στη σκέψη 210 της αποφάσεως αυτής, ότι υπήρχαν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο πτυχών. Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι οι ΠΔΠ συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγής του συστήματος ουδόλως αναιρεί το ότι έλαβε υπόψη τον διττό χαρακτήρα του συστήματος κατά την ανάλυσή του.

239    Επίσης, κατά την εξέταση των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τις ΠΔΠ υπέρ των εμπόρων, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε πάλι υπόψη τον διττό χαρακτήρα του συστήματος, ιδίως στις σκέψεις 222 και 223 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες αναγνώρισε ότι η αύξηση του αριθμού των καρτών που βρίσκονται σε κυκλοφορία μπορεί να αυξήσει τη χρησιμότητα του συστήματος MasterCard για τους εμπόρους, παρόλο που, στο πλαίσιο της κυριαρχικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο το τελευταίο έκρινε ότι ο κίνδυνος αρνητικών συνεπειών για τους εμπόρους είναι τόσο υψηλότερος όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των καρτών που βρίσκονται σε κυκλοφορία.

240    Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η LBG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τις ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών, διαπιστώνεται ότι, υπό το πρίσμα όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 234 έως 236 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ήταν, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένο κατά την εξέταση της πρώτης προϋποθέσεως του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, να λάβει υπόψη το σύνολο των αντικειμενικών πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από τις ΠΔΠ, όχι μόνο στη σχετική αγορά, δηλαδή την αγορά αποδοχής συναλλαγών, αλλά και στη διακριτή συναφή αγορά εκδόσεως καρτών.

241    Επομένως, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι από τις ΠΔΠ απέρρεαν αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα για τους εμπόρους, ακόμη και αν αυτά δεν ήταν από μόνα τους επαρκή για να αντισταθμίσουν τα αρνητικά αποτελέσματα βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το σύνολο των πλεονεκτημάτων στις δύο αγορές χρηστών εντός του συστήματος MasterCard, περιλαμβανομένης επομένως αυτής των κατόχων καρτών, θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει τις ΠΔΠ, αν συνολικά τα πλεονεκτήματα αυτά μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα περιοριστικά αποτελέσματα των εν λόγω προμηθειών.

242    Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 234 της παρούσας αποφάσεως, η εξέταση της πρώτης προϋποθέσεως του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, εγείρει το ζήτημα αν τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από το επίμαχο μέτρο είναι ικανά να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που προκαλούνται. Έτσι, σε περίπτωση που διαπιστώθηκαν, όπως εν προκειμένω, περιοριστικά αποτελέσματα σε μία μόνο αγορά ενός διττού συστήματος, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από το περιοριστικό μέτρο σε μια διακριτή συναφή αγορά η οποία επίσης συνδέεται με το εν λόγω σύστημα δεν είναι από μόνα τους ικανά να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που προκαλούνται από το ίδιο μέτρο ελλείψει κάποιας αποδείξεως για την ύπαρξη αισθητών αντικειμενικών πλεονεκτημάτων που μπορούν να αποδοθούν στο ίδιο μέτρο εντός της σχετικής αγοράς, ιδίως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 21 και 168 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όταν οι καταναλωτές που βρίσκονται στις αγορές αυτές δεν είναι ουσιαστικά οι ίδιοι.

243    Πράγματι, εν προκειμένω, και χωρίς να έχει προβληθεί κάποια παραμόρφωση των αποδείξεων στο ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αντικειμενικών πλεονεκτημάτων από τις ΠΔΠ για τους εμπόρους. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπήρχε λόγος να προβεί στην εξέταση των πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από τις ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών, από τη στιγμή που τα πλεονεκτήματα αυτά δεν μπορούσαν από μόνα τους να είναι ικανά να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που προκαλούνταν από τις εν λόγω προμήθειες. Κατά συνέπεια, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 229 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «η προβληθείσα από τις προσφεύγουσες επίκριση που αφορά ανεπαρκή συνεκτίμηση των πλεονεκτημάτων των ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής».

244    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών, η οποία εκτέθηκε στη σκέψη 221 της παρούσας αποφάσεως, ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι διάλληλη, αντιφατική και ανεπαρκής ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

245    Πράγματι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει αναλύοντας την αντικειμενική αναγκαιότητα των ΠΔΠ ότι υπήρχαν πλεονεκτήματα για τους κατόχους των καρτών που θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν υπήρχε λόγος, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 240 έως 243 της παρούσας αποφάσεως, να προβεί εν προκειμένω στην εξέταση των πλεονεκτημάτων αυτών. Συνεπώς, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα αυτό, ιδίως στη σκέψη 229 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι αντιφατική.

246    Όσον αφορά το επιχείρημα, το οποίο εκτίθεται στη σκέψη 222 της παρούσας αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε μια αποσπασματική αναφορά που οφείλεται σε κακή ερμηνεία της αποφάσεως. Συγκεκριμένα, με την έκφραση «οικονομικό αντιστάθμισμα» το Γενικό Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε, όπως υπαινίσσονται οι αναιρεσείουσες, σε αντικειμενικά πλεονεκτήματα για τους εμπόρους, αλλά στις MSC. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι δικαιολογείται ένα οικονομικό αντιστάθμισμα για τους εμπόρους σε σχέση με τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι εκδότριες τράπεζες για τις υπηρεσίες που τους παρέχουν, αλλά διαπίστωσε μόνο ότι οι αναιρεσείουσες έπρεπε να προσδιορίσουν τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιολογούν τις MSC.

247    Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσαν να πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, βάσει μόνο των πλεονεκτημάτων των ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών, αρκεί η παραπομπή στις σκέψεις 240 έως 245 της παρούσας αποφάσεως.

248    Τέλος, στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο όλες οι κατηγορίες καταναλωτών πρέπει να ωφελούνται από το ίδιο τμήμα του οφέλους που απορρέει από τις ΠΔΠ, αρκεί να υπομνησθεί ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο σε κανένα σημείο δεν έκρινε ότι κάθε μία από τις κατηγορίες των χρηστών έπρεπε να ωφελείται από το ίδιο τμήμα του οφέλους, αλλά επισήμανε απλώς ότι οι καταναλωτές, ως μία από τις δύο ομάδες χρηστών που αφορούσαν οι κάρτες πληρωμών, έπρεπε να απολαμβάνουν επίσης αισθητών αντικειμενικών πλεονεκτημάτων από τις ΠΔΠ. Έτσι, χρησιμοποιώντας τη λέξη «επίσης» στη σκέψη 228 της αποφάσεως αυτής το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισήμανε ότι από τις ΠΔΠ έπρεπε να ωφελούνται οι έμποροι «καθώς και» οι κάτοχοι καρτών, και όχι «στο ίδιο μέτρο» με τους τελευταίους.

249    Διαπιστώνεται συνεπώς ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο το ότι δεν έλαβε υπόψη τα πλεονεκτήματα από τις ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών δεν είναι βάσιμη.

250    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

251    Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεώς της η LBG υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφήνει να εννοηθεί ότι τα μόνα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί αν οι ΠΔΠ έχουν καθοριστεί στο ενδεδειγμένο επίπεδο είναι το καταβαλλόμενο από τους εμπόρους αντιστάθμισμα των εξόδων που φέρουν οι εκδότριες τράπεζες για τις υπηρεσίες που τους έχουν παράσχει, καθώς και τα λοιπά εισοδήματα των εκδοτριών τραπεζών. Η LBG προσάπτει στην Επιτροπή ότι εν προκειμένω υιοθέτησε περιοριστική προσέγγιση, την οποία φαίνεται ότι υιοθέτησε επίσης στην υπόθεση Visa CMI [υπόθεση COMP/39.398 — Visa MIF, C(2010) 8760]. Παραπέμποντας στις γραπτές παρατηρήσεις που είχε καταθέσει δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η LBG υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να ακολουθήσει την προσέγγιση που έχει ακολουθήσει σε παρόμοιους τομείς, στους οποίους δέχτηκε πολύ ευρύτερες δικαιολογήσεις δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

252    Η LBG υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον υιοθέτησε ένα ιδιαιτέρως αυστηρό κριτήριο βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη τα σημαντικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από το σύστημα MasterCard και τις ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών και τους εμπόρους. Επίσης, η μεθοδολογία του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη, διότι απαιτεί ακριβείς αποδείξεις για να δικαιολογηθεί το ύψος των ΠΔΠ, οι οποίες δεν μπορούν να προσκομισθούν. Ούτε η Επιτροπή ούτε το Γενικό Δικαστήριο έδωσαν κάποια εξήγηση ως προς τη συγκεκριμένη μέθοδο που έπρεπε να ακολουθήσει η MasterCard προκειμένου να καθορίσει τις ΠΔΠ σε επίπεδο που να μπορεί να δικαιολογηθεί. Η αβεβαιότητα αυτή εγείρει σοβαρές ανησυχίες σε όσους δραστηριοποιούνται στην αγορά και μπορεί να προκαλεί βλάβη στους καταναλωτές παρεμποδίζοντας την καινοτομία στην αγορά.

253    Πέρα από τις γενικότερες ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, οι οποίες εκτέθηκαν στη σκέψη 210 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG, όσον αφορά την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέσχε κάποια κατεύθυνση, είναι αλυσιτελή.

254    Επί της ουσίας, η Επιτροπή φρονεί ότι το επιχείρημα της LBG σχετικά με το ότι δεν δόθηκαν κατευθύνσεις για το δικαιολογημένο ύψος των ΠΔΠ συνεπάγεται αντιστροφή του βάρους αποδείξεως και δεν αφορά καμία πλάνη περί το δίκαιο. Η LBG αντιφάσκει παραπέμποντας στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά τις αποδείξεις που μπόρεσαν να προσκομίσουν οι αναιρεσείουσες για να ικανοποιήσουν την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Τέλος, η αναφορά στην υπόθεση Visa CMI, που εκτέθηκε στην σκέψη 251 της παρούσας αποφάσεως, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

255    Καταρχάς, ως προς το επιχείρημα της LBG ότι η Επιτροπή υιοθέτησε πολύ περιοριστική προσέγγιση στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως έπραξε και στην υπόθεση Visa CMI που αναφέρθηκε στη σκέψη 251 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν επισημαίνει τα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει και είναι, επομένως, απαράδεκτο.

256    Επίσης, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η LBG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας υπερβολικά αυστηρό κριτήριο που δεν λαμβάνει υπόψη τα σημαντικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από το σύστημα MasterCard και τις ΠΔΠ για τους κατόχους καρτών και τους εμπόρους, το επιχείρημα αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, ίδιο με τα επιχειρήματα που εξετάσθηκαν ήδη στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτέθηκαν στις σκέψεις 227 έως 250 της παρούσας αποφάσεως.

257    Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα ότι η μεθοδολογία του Γενικού Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη, διότι απαιτεί ακριβείς αποδείξεις για να δικαιολογήσει το συγκεκριμένο ύψος των ΠΔΠ οι οποίες δεν είναι πιθανό να προσκομισθούν, και το γεγονός ότι ούτε η Επιτροπή ούτε το Γενικό Δικαστήριο έδωσαν εξηγήσεις σχετικά με την ακριβή μεθοδολογία που έπρεπε να ακολουθήσει η MasterCard για να καθορίσει τις ΠΔΠ σε δικαιολογημένο ύψος, διαπιστώνεται ότι με τα επιχειρήματα αυτά δεν προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο κάποια πλάνη περί το δίκαιο. Συνεπώς, τέτοια επιχειρήματα είναι απαράδεκτα.

258    Επομένως, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως της LBG πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της ανταναιρέσεως της LBG στο σύνολό του.

259    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αναίρεση καθώς και οι δύο ανταναιρέσεις της RBS και της LBG πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

260    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

261    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

262    Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν και ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να υποχρεωθούν να φέρουν οι ίδιες τα δικαστικά τους έξοδα και να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα στα οποία υπεβλήθη η Επιτροπή λόγω της αναιρέσεως.

263    Όσον αφορά τις ανταναιρέσεις, δεδομένου ότι η RBS και η LBG ηττήθηκαν και ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα πρέπει αυτές να υποχρεωθούν να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα στα οποία υπεβλήθη η Επιτροπή λόγω των αντίστοιχων ανταναιρέσεων.

264    Εξάλλου, δυνάμει των άρθρων 140, παράγραφος 3, και 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, πρέπει εν προκειμένω να υποχρεωθούν οι αναιρεσείουσες να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα σε σχέση με τις δύο ανταναιρέσεις και η RBS και η LBG να φέρουν τα δικά τους έξοδα σε σχέση με τις ανταναιρέσεις η μία της άλλης.

265    Σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 4, του ίδιου Κανονισμού, η HSBC, η MBNA, η BRC και η EuroCommerce φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα που σχετίζονται με την αναίρεση και τις ανταναιρέσεις. Δεδομένου ότι η Banco Santander SA δεν συμμετείχε στις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να καταδικαστεί στα σχετικά έξοδα.

266    Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης έχει εφαρμογή, κατ’ αναλογία, στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του εν λόγω άρθρου 118, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το Ηνωμένο Βασίλειο θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αναίρεση και τις ανταναιρέσεις.

2)      Καταδικάζει τη MasterCard Inc., τη MasterCard International Incorporated και τη MasterCard Europe SPRL, πέραν τον δικαστικών τους εξόδων στο πλαίσιο της αναιρέσεως και των ανταναιρέσεων, στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που σχετίζονται με την αναίρεση.

3)      Καταδικάζει τη Royal Bank of Scotland plc, την Bank of Scotland plc και τη Lloyds TSB Bank plc, πέραν των δικαστικών τους εξόδων, στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορούν τις αντίστοιχες ανταναιρέσεις τους.

4)      Η HSBC Bank plc, η MBNA Europe Bank Ltd, το British Retail Consortium, η EuroCommerce AISBL και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.