Language of document : ECLI:EU:T:2011:357

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2011(*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του καουτσούκ από βουταδιένιο και του καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβάσεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑42/07,

The Dow Chemical Company, με έδρα το Midland, Michigan (Ηνωμένες Πολιτείες),

Dow Deutschland Inc., με έδρα το Schwalbach (Γερμανία),

Dow Deutschland Anlagengesellschaft mbH, με έδρα το Schwalbach,

Dow Europe GmbH, με έδρα το Horgen (Ελβετία),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους D. Schroeder, P. Matthey και T. Graf, στη συνέχεια, από τους D. Schroeder και T. Graf, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους M. Kellerbauer, V. Bottka και J. Samnadda, στη συνέχεια, από τους M. Kellerbauer και V. Bottka,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως, ως προς τη The Dow Chemical Company, της αποφάσεως C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος), ή περί ακυρώσεως, ως προς την Dow Deutschland Inc., του άρθρου 1 της αποφάσεως αυτής ή περί μειώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Dehousse (εισηγητή), προεδρεύοντα, I. Wiszniewska-Białecka και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση C(2006) 5700 τελικό, της 29ης Νοεμβρίου 2006 (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), διά της συμμετοχής τους σε σύμπραξη στην αγορά των προαναφερθέντων προϊόντων.

2        Αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι οι εξής επιχειρήσεις:

–        Bayer AG, με έδρα το Leverkusen (Γερμανία),

–        The Dow Chemical Company, με έδρα το Midland, Michigan (Ηνωμένες Πολιτείες) (στο εξής: Dow Chemical),

–        Dow Deutschland Inc., με έδρα το Schwalbach (Γερμανία),

–        Dow Deutschland Anlagengesellschaft mbH (πρώην Dow Deutschland GmbH & Co. OHG), με έδρα το Schwalbach,

–        Dow Europe, με έδρα το Horgen (Ελβετία),

–        Eni SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

–        Polimeri Europa SpA, με έδρα το Brindisi (Ιταλία) (στο εξής: Polimeri),

–        Shell Petroleum NV, με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες),

–        Shell Nederland BV, με έδρα τη Χάγη,

–        Shell Nederland Chemie BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

–        Unipetrol a.s., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Kaučuk a.s., με έδρα το Kralupy nad Vltavou (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Trade-Stomil sp. z o.o., με έδρα το Łódź (Πολωνία) (στο εξής: Stomil).

3        Οι Dow Deutschland, Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe ελέγχονται εξ ολοκλήρου, ευθέως ή εμμέσως, από την Dow Chemical (στο εξής, από κοινού: Dow) (αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Τις σχετικές με τα επίμαχα προϊόντα δραστηριότητες της Eni ασκούσε αρχικώς η EniChem Elastomeri Srl, την οποία είχε εμμέσως υπό τον έλεγχό της η Eni, διά της θυγατρικής EniChem SpA (στο εξής: EniChem SpA). Την 1η Νοεμβρίου 1997, η EniChem Elastomeri απορροφήθηκε από την EniChem SpA. Η EniChem SpA ανήκε κατά 99,97 % στην Eni. Την 1η Ιανουαρίου 2002, η EniChem SpA μεταβίβασε τη στρατηγικής σημασίας δραστηριότητά της στον τομέα των χημικών προϊόντων (περιλαμβανομένης της δραστηριότητας με αντικείμενο το καουτσούκ από βουταδιένιο και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος) στη θυγατρική της Polimeri, η οποία της ανήκε εξ ολοκλήρου. Η Polimeri ανήκει ευθέως και εξ ολοκλήρου στην Eni από τις 21 Οκτωβρίου 2002. Από 1ης Μαΐου 2003, η EniChem SpA μετονομάστηκε σε Syndial SpA (αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την ονομασία «EniChem» για όλες τις ανήκουσες στην Eni εταιρίες (στο εξής: EniChem) (αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Η Shell Nederland Chemie είναι θυγατρική της Shell Nederland, η οποία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τη Shell Petroleum (στο εξής, από κοινού: Shell) (αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Η Kaučuk συστάθηκε το 1997, κατόπιν συγχωνεύσεως των Kaučuk Group a.s. και Chemopetrol Group a.s. Στις 21 Ιουλίου 1997, η Unipetrol απέκτησε το σύνολο του ενεργητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν. Η Kaučuk ανήκει εξ ολοκλήρου στην Unipetrol (αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η εδρεύουσα στην Τσεχική Δημοκρατία Tavorex s.r.o. (στο εξής: Tavorex) ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Kaučuk (και της προκατόχου αυτής Kaučuk Group) για τις εξαγωγές από το 1991 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2003. Επίσης, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Tavorex εκπροσωπούσε από το 1996 την Kaučuk στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil αντιπροσώπευε, όσον αφορά τις εξαγωγές, την πολωνική εταιρία παραγωγής Chemical Company Dwory S.A. (στο εξής: Dwory) επί τριάντα περίπου έτη, έως το 2001 τουλάχιστον. Επίσης σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil εκπροσωπούσε από το 1997 έως το 2000 την Dwory στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Διαπιστώθηκε ότι η παράβαση διάρκεσε από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Bayer, Eni και Polimeri, από τις 20 Μαΐου έως τις 31 Μαΐου 1999 όσον αφορά τις Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Chemical, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001 όσον αφορά την Dow Deutschland, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Unipetrol και Kaučuk, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000 όσον αφορά τη Stomil, από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002 όσον αφορά την Dow Deutschland Anlagengesellschaft και από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Europe (αιτιολογικές σκέψεις 476 έως 485 και άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Το καουτσούκ από βουταδιένιο (στο εξής: CB) και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος (στο εξής: CSB) είναι συνθετικά καουτσούκ που χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον για την κατασκευή ελαστικών. Τα δύο αυτά προϊόντα είναι δυνατόν να υποκατασταθούν είτε αμοιβαίως είτε με άλλα συνθετικά καουτσούκ και με το φυσικό καουτσούκ (αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Πέραν των παραγωγών στους οποίους απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, περιορισμένες ποσότητες CB και CSB πωλούσαν εντός του ΕΟΧ και ορισμένοι άλλοι παραγωγοί εγκατεστημένοι στην Ασία και στην Ευρώπη. Εξάλλου, η παραγωγή CB προέρχεται ως επί το πλείστον απευθείας από τους μεγάλους κατασκευαστές ελαστικών (αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Bayer γνωστοποίησε στις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι επιθυμεί να συνεργαστεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας), όσον αφορά το CB και το CSB. Ως προς το CSB, η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα (αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στις 14 Ιανουαρίου 2003, η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως όσον αφορά το CB. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα. Η Bayer προσκόμισε επίσης πρακτικά των συναντήσεων της επιτροπής CB της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Στις 5 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Bayer ότι αποφάσισε να την απαλλάξει, υπό όρους, από το πρόστιμο (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Στις 27 Μαρτίου 2003, η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις της Dow Deutschland & Co. (αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Από τον Σεπτέμβριο του 2003 έως τον Ιούλιο του 2006, η Επιτροπή απέστειλε στις επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση διάφορα αιτήματα παροχής πληροφοριακών στοιχείων βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Στις 16 Οκτωβρίου 2003, οι Dow Deutschland και Dow Deutschland & Co. μετέσχον σε συνάντηση με τις υπηρεσίες της Επιτροπής και εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεργαστούν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Κατά τη συνάντηση αυτή έγινε προφορική παρουσίαση των δραστηριοτήτων της συμπράξεως όσον αφορά το CB και το CSB. Η προφορική παρουσίαση καταγράφηκε. Υποβλήθηκε επίσης φάκελος με έγγραφα σχετικά με τη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Στις 4 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Dow Deutschland ότι σκοπεύει να μειώσει το πρόστιμο ως προς αυτήν κατά 30 έως 50 % (αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Στις 7 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και απέστειλε στις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση –εκτός της Unipetrol–, καθώς και στην Dwory την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων. Καταρτίστηκε επίσης η πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων κατά της Tavorex, χωρίς, όμως, να της κοινοποιηθεί, καθώς η Tavorex βρισκόταν υπό πτώχευση από τον Οκτώβριο του 2004. Κατά συνέπεια, η διαδικασία περατώθηκε ως προς αυτήν (αιτιολογικές σκέψεις 49 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της πρώτης ανακοινώσεως αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τους δόθηκε επίσης ο φάκελος της υποθέσεως, υπό μορφή CD-ROM, και έλαβαν γνώση των προφορικών δηλώσεων και των σχετικών εγγράφων εντός των εγκαταστάσεων της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Στις 3 Νοεμβρίου 2005, η Manufacture française des pneumatiques Michelin (στο εξής: Michelin) ζήτησε να παρέμβει. Κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις στις 13 Ιανουαρίου 2006 (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Στις 6 Απριλίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων προς τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της ανακοινώσεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Στις 12 Μαΐου 2006, η Michelin υπέβαλε καταγγελία, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18) (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Στις 22 Ιουνίου 2006, οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην της Stomil, καθώς και η Michelin μετείχαν σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για τη συμμετοχή της Dwory στη σύμπραξη, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία ως προς αυτήν (αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να περατώσει τη διαδικασία ως προς τη Syndial (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Εξάλλου, ενώ αρχικώς χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί αριθμοί υποθέσεων (COMP/E-1/38.637 και COMP/E-1/38.638 για το CB και για το CSB), η Επιτροπή, μετά την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, χρησιμοποιεί ένα μόνον αριθμό (COMP/F/38.638) (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Η διοικητική διαδικασία περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως από την Επιτροπή στις 29 Νοεμβρίου 2006.

27      Κατά το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι κατωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 ΕΟΧ, διά της συμμετοχής τους, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, σε ενιαία και διαρκή συμφωνία με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή πελατών διά συμφωνιών περί αποφυγής του επιθετικού ανταγωνισμού και την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με τις τιμές, τους ανταγωνιστές και τους πελάτες στους κλάδους του CB και του CSB:

α)      η Bayer από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

β)       η Dow Chemical από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Dow Deutschland, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001· η Dow Deutschland Anlagengesellschaft από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002· η Dow Europe από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

γ)       η Eni από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Polimeri από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

δ)       η Shell Petroleum από τις 20 Μαΐου έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland από τις 20 Μαΐου έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland Chemie από τις 20 Μαΐου έως τις 31 Μαΐου 1999·

ε)       η Unipetrol από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Kaučuk από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

στ)       η Stomil από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000.

28      Βάσει των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα τα οποία υπολογίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθώς και στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

29      Με το άρθρο 2 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλονται τα εξής πρόστιμα:

α)       Bayer: 0 ευρώ,

β)       Dow Chemical: 64,575 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων:

i)       60,27 εκατομμύρια ευρώ, για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με την Dow Deutschland,

ii)      47,355 εκατομμύρια ευρώ για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με τις Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe,

γ)       Eni και Polimeri από κοινού: 272,25 εκατομμύρια ευρώ,

δ)       Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από κοινού: 160,875 εκατομμύρια ευρώ,

ε)       Unipetrol και Kaučuk, από κοινού: 17,55 εκατομμύρια ευρώ,

στ)       Stomil: 3,8 εκατομμύρια ευρώ.

30      Με το άρθρο 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εκεί απαριθμούμενες επιχειρήσεις διατάσσονται να παύσουν αμέσως, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει, τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο ίδιο άρθρο και να απόσχουν από κάθε περιγραφόμενη στο άρθρο 1 πράξη ή ενέργεια, καθώς και από κάθε ενέργεια με αντίστοιχο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 16 Φεβρουαρίου 2007, οι Dow Chemical, Dow Deutschland, Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe (στο εξής, από κοινού: Dow) άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

32      Με απόφαση του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2009, ο N. Wahl ορίστηκε μέλος του τμήματος, προς συμπλήρωση της συνθέσεώς του, κατόπιν κωλύματος ενός εκ των μελών του.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

34      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά τις αγορεύσεις τους και με τις απαντήσεις τους στα προφορικά ερωτήματα που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 13ης Οκτωβρίου 2009.

35      Η Dow Chemical ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτή.

36      Η Dow Deutschland ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που διαπιστώνεται παράβαση, από την Dow Deutschland, των άρθρων 81 ΕΚ και 53 ΕΟΧ από την 1η Ιουλίου 1996.

37      Όλες οι προσφεύγουσες (κα η Dow Chemical επικουρικώς) ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε.

38      Όλες οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών και άλλων εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, καλύπτουσας, έως την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί της υπό κρίση υποθέσεως, το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να λάβει όποιο άλλο μέτρο κρίνει πρόσφορο.

39      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

40      Η Dow επικαλείται τρεις λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της. Με τον πρώτο, αμφισβητεί τον εκ μέρους της Επιτροπής καταλογισμό της παραβάσεως στην Dow Chemical. Με τον δεύτερο, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, κατά τον προσδιορισμό της διάρκειας της συμμετοχής της Dow Deutschland στην παράβαση. Με τον τρίτο, η Dow υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλά σφάλματα κατά τον καθορισμό των επιβληθέντων προστίμων.

 Επί των αιτημάτων περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομο καταλογισμό της παραβάσεως στην Dow Chemical

41      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Dow συνίσταται από τρία σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η Dow προβάλλει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένο κριτήριο εκτιμήσεως της ευθύνης της μητρικής εταιρίας. Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η Dow υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η Dow Chemical ανέτρεψε το σε βάρος της τεκμήριο. Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, η Dow προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά το αν πρέπει να απευθύνει την προσβαλλόμενη απόφαση στην Dow Chemical και δεν αιτιολόγησε την απόφασή της να καταλογίσει, εν προκειμένω, ευθύνη στη μητρική εταιρία.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εφαρμογή εσφαλμένου κριτηρίου για τον καταλογισμό της παραβάσεως στη μητρική εταιρία

42      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Dow δήλωσε ότι, έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑8237), αποσύρει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η δε δήλωση αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά.

43      Παρέλκει, συνεπώς, η εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ανατροπή του τεκμηρίου που βαρύνει την Dow Chemical

 Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Η Dow υποστηρίζει ότι, εφόσον γίνει δεκτό ότι η υφίσταται τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτή θυγατρικής, η Dow Chemical ανέτρεψε εν προκειμένω το τεκμήριο αυτό. Η Dow τονίζει, συναφώς, ότι η μητρική εταιρία δύναται να ανατρέψει το σε βάρος της τεκμήριο, αποδεικνύοντας ότι δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Δεν οφείλει να αποδείξει ότι δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να ασκεί τέτοια επιρροή. Το εφαρμοστέο κριτήριο είναι το αν η θυγατρική «ουσιαστικά εφαρμόζει τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας» όσον αφορά την «εμπορική πολιτική» της (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925). Με τη χρήση της λέξεως «ουσιαστικά» τίθεται το ζήτημα αν η θυγατρική τηρεί τους κανόνες του ανταγωνισμού ή αν τους παραβιάζει προκειμένου να επιτύχει υψηλότερες τιμές από αυτές που κανονικά επιτυγχάνει στην αγορά. Η Επιτροπή ακολούθησε την ερμηνεία αυτή στο πλαίσιο δύο υποθέσεως τις οποίες αναφέρει η Dow. Η Dow υπενθυμίζει, συναφώς, ότι ευθύνη για παράβαση των σχετικών με τις συμπράξεις κανόνων του ανταγωνισμού καταλογίζεται μόνο σε περίπτωση που η παράβαση διαπράττεται εκ προθέσεως ή εξ αμελείας (άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003). Συνεπώς, μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ μόνον εάν αυτή έχει ενεργήσει τουλάχιστον εξ αμελείας σε σχέση με την παράβαση στην οποία υπέπεσε η θυγατρική της.

45      Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπέθεσε εσφαλμένως και χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι οι ιεραρχικοί δεσμοί μεταξύ της Dow Chemical και των θυγατρικών της κάλυπταν και τις δραστηριότητες της συμπράξεως και ότι η Dow Chemical γνώριζε για τις δραστηριότητες αυτές.

46      Πρώτον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι, όπως ανέφερε η Dow με τις απαντήσεις της στις ανακοινώσεις αιτιάσεων, η Dow Deutschland, η Dow Deutschland Anlagengesellschaft και η Dow Europe ενεργούσαν αυτοτελώς. Συναφώς, η Dow τονίζει ότι στην παράβαση μετείχαν ορισμένα μόνον, πολύ λίγα, στελέχη των τριών αυτών εταιριών, τα οποία κατείχαν ασήμαντες θέσεις στην ιεραρχία. Το μόνο στέλεχος σε υψηλή θέση που ενδέχεται να γνώριζε τις δραστηριότητες της συμπράξεως ήταν ο τότε εμπορικός διευθυντής της Dow Deutschland στον κλάδο των συνθετικών ελαστομερών. Πάντως, το εν λόγω στέλεχος αρνείται παγίως ότι γνώριζε για την επίμαχη παράβαση και δεν υπάρχουν στοιχεία περί του αντιθέτου. Εξάλλου, η Dow υπενθυμίζει την κατάσταση των εμπλεκομένων στην υπόθεση αυτή στελεχών και υποστηρίζει ότι, ήδη κατά τον χρόνο της συμμετοχής της Dow Deutschland σε αυτήν, ήταν δεδομένο ότι πρόκειται για σύμπραξη χωρίς ιδιαίτερη οργάνωση. Δεν ελήφθη καμία απόφαση περί διαδικασιών ή δομών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμμετοχή της Dow Chemical στη σύμπραξη.

47      Η Dow Chemical δεν ήταν σε θέση να ενημερώνεται αμέσως για τυχόν θίγουσες τον ανταγωνισμό ενέργειες, μετά την είσοδο της Dow Deutschland στην επίμαχη αγορά την 1η Ιουλίου 1996, ως διανομέα της Buna Sow Leuna Olefinverbund GmbH (στο εξής: BSL). Ο συγκεκριμένος κλάδος αποτελούσε νέα δραστηριότητα για την Dow, η οποία δεν τον ενέταξε στις υφιστάμενες οργανωτικές δομές της. Συναφώς, η Dow υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι η BSL ανήκε εξ ολοκλήρου στην Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben (BvS), έως την 1η Σεπτεμβρίου 1999, όταν η Dow απέκτησε συμμετοχή κατά 80 % στο κεφάλαιο της BSL και τον από κοινού έλεγχο επί της εταιρίας αυτής. Επιπλέον, δεν ήταν βέβαιον ότι η BSL θα εξακολουθούσε να παράγει CB και CSB. Εξάλλου, η Dow άρχισε να παράγει CB και CSB μόνον αφού απέκτησε τη σχετική με την παραγωγή «συνθετικού καουτσούκ» δραστηριότητα της Shell την 1η Ιουνίου 1999.

48      Το ότι η Dow Chemical δεν γνώριζε για τις συζητήσεις με αντικείμενο τις τιμές προκύπτει και από την οργανωτική δομή του ομίλου. Τη διεύθυνση της σχετικής με τα «συνθετικά ελαστομερή» δραστηριότητας ασκούσε η Dow Deutschland και η Dow Deutschland & Co. (νυν Dow Deutschland Anlagengesellschaft, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 2 ανωτέρω). Ο συγκεκριμένος κλάδος δεν εντάχθηκε στις υφιστάμενες οργανωτικές δομές, αποτελώντας ανεξάρτητη δραστηριότητα. Ο τότε εμπορικός διευθυντής της Dow Deutschland υπαγόταν σε στελέχη της Dow Chemical, τα οποία, ελλείψει πείρας σχετικά με το συνθετικό καουτσούκ, δεν παρενέβαιναν στις εμπορικής φύσεως αποφάσεις του εν λόγω διευθυντή. Επομένως, οι παραγωγικοί και οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της Dow Chemical και των θυγατρικών της στον συγκεκριμένο κλάδο δεν είναι στέρεοι στον βαθμό που υποστηρίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το γεγονός ότι ο τότε εμπορικός διευθυντής της Dow Deutschland βρισκόταν σε σχέση εξαρτήσεως από την Dow Chemical δεν σημαίνει ότι η δεύτερη όντως γνώριζε για τη σύμπραξη ή ότι εξ αμελείας δεν εντόπισε την ύπαρξή της.

49      Η Dow Chemical δεν είχε τη δυνατότητα να παύσει τη συμμετοχή άλλων εταιριών του ομίλου στην παράβαση, διότι δεν γνώριζε γι’ αυτήν. Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑354/94, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑2111). Αντιθέτως, όλα τα στελέχη του εμπορικού τμήματος της Dow καταρτίζονταν τακτικά στο δίκαιο του ανταγωνισμού. Επιπλέον, τα εν λόγω στελέχη ήταν υποχρεωμένα να τηρούν τον κώδικα εμπορικής ηθικής της Dow Chemical, ο οποίος το 1999 περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, κανόνες σχετικούς με την «τήρηση του δικαίου του ανταγωνισμού», τους οποίους παραθέτει η Dow. Αν τα εν λόγω στελέχη απευθύνονταν σε νομικό σύμβουλο της Dow, αυτή θα λάμβανε κάθε απαραίτητο μέτρο προς παύση των παράνομων ενεργειών.

50      Δεύτερον, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι υπάρχουν «σχέσεις εξαρτήσεως» μεταξύ της Dow Chemical και των θυγατρικών της και θεωρεί δεδομένο ότι οι σχέσεις αυτές «καλύπτουν όλες τις σημαντικές πτυχές των σχετικών με το CB και το CSB δραστηριοτήτων», ότι η «επίμαχη σύμπραξη αποτελούσε καθοριστικής σημασίας στοιχείο για την εμπορική πολιτική που ακολουθούσαν οι θυγατρικές της Dow στον κλάδο του CB/CSB και ότι δεν ήταν δυνατόν, κατά τις σχετικές με τις δραστηριότητες αυτές συζητήσεις, να μη γίνεται αναφορά στη σύμπραξη» (αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή δεν παραθέτει, ωστόσο, κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο.

51      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Dow δεν αρκέστηκε σε γενικόλογες διαψεύσεις, αλλά δήλωσε ότι, παρά τη διεξοδική εσωτερική έρευνα, δεν προέκυψε καμία ένδειξη ότι στελέχη της Dow Chemical γνώριζαν για τις συζητήσεις επί των τιμών. Κατά την Dow, το γεγονός ότι υπάρχει ιεραρχική δομή καλύπτουσα όλες τις ουσιώδεις πτυχές μιας δραστηριότητας δεν σημαίνει ότι η δομή αυτή χρησιμοποιείται για να ενημερώνονται τα ανώτερα κλιμάκια για δραστηριότητες στο πλαίσιο συμπράξεων. Αν γινόταν δεκτό ότι μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία ευθύνη για τις ενέργειες των θυγατρικών της, απλώς και μόνο λόγω της υπάρξεως ιεραρχικών δεσμών, δεν θα ήταν δυνατόν να αποδειχθεί η αυτοτέλεια των θυγατρικών. Η θυγατρική μπορεί να ενεργεί αυτοτελώς ακόμη και αν ορισμένα από τα στελέχη της είναι υπόλογα έναντι στελεχών άλλων εταιριών του ομίλου. Η Dow προβάλλει, επιπλέον, ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από αυτή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑3085). Στην υπόθεση εκείνη, τα στελέχη της κοινής επιχειρήσεως (της θυγατρικής) κατείχαν παράλληλα διευθυντικές θέσεις εντός των μητρικών εταιριών. Οι εκπρόσωποι των μητρικών εταιριών είτε εμπλέκονταν ευθέως στην παράβαση είτε γνώριζαν οπωσδήποτε γι’ αυτή. Επιπλέον, η θυγατρική είχε συσταθεί με ειδική νομική μορφή.

52      Τρίτον, η Dow προτείνει να καταθέσουν ως μάρτυρες πρόσωπα τα οποία είχαν (ενδεχομένως) τη δυνατότητα να μεταφέρουν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητες της συμπράξεως σε στέλεχος της Dow Chemical και να τους υποβληθεί το ερώτημα αν τούτο όντως συνέβαινε. Η Dow ζητεί επίσης να καταθέσουν ως μάρτυρες τα πρόσωπα τα οποία προτείνει η Επιτροπή είτε ρητώς, στην υποσημείωση 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είτε διά παραπομπής στο έγγραφο της Dow της 26ης Ιουλίου 2004, λόγω των θέσεων που κατείχαν στις προαναφερθείσες ιεραρχικές δομές.

53      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία που προέβαλε η Dow δεν αρκούν προς ανατροπή του υφιστάμενου εν προκειμένω τεκμηρίου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

54      Η Επιτροπή υποστηρίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία ευθύνη για ενέργειες της θυγατρικής της, εφόσον η δεύτερη δεν καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της. Η Επιτροπή αναφέρεται, συναφώς, στην έννοια της επιχειρήσεως στο δίκαιο του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 333 και 334 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μπορεί να δεχθεί κατά τεκμήριο ότι η θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία εφαρμόζει ως επί το πλείστον τις εντολές της δεύτερης, χωρίς να υποχρεούται να διαπιστώσει αν η μητρική εταιρία όντως ασκεί τέτοια επιρροή. Απόκειται στη μητρική ή στη θυγατρική εταιρία να ανατρέψουν το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η θυγατρική ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά και δεν ακολουθεί τις εντολές της μητρικής εταιρίας, οπότε οι δύο εταιρίες δεν εμπίπτουν στην έννοια της επιχειρήσεως (αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

55      Περαιτέρω, η Επιτροπή καταλόγισε στις Dow Deutschland Anlagengesellschaft, Dow Deutschland και Dow Europe ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην παράβαση. Διευκρινίζει ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, οι εταιρίες αυτές ανήκαν εξ ολοκλήρου, ευθέως ή εμμέσως, στην Dow Chemical. Κατά την Επιτροπή, μπορούσε, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι η μητρική εταιρία ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών της. Το τεκμήριο αυτό επιβεβαιώνεται, εν προκειμένω, από πολλά άλλα στοιχεία. Η Επιτροπή κατέληξε ότι πρέπει να συμπεριλάβει τις Dow Deutschland Anlagengesellschaft, Dow Deutschland, Dow Europe και Dow Chemical στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως και να τους καταλογιστεί από κοινού ευθύνη για την παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 340 έως 364 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

56      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η θυγατρική που διέπραξε παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, η μεν μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής, υφίσταται δε μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η Επιτροπή αποδείξει ότι η θυγατρική ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, συνάγεται ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψεις 60 και 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Δεδομένου ότι η Dow απέσυρε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, δεν αμφισβητεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να δεχθεί κατά τεκμήριο ότι η Dow Chemical ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών της, οι οποίες της ανήκαν, ευθέως ή εμμέσως, εξ ολοκλήρου.

58      Απόκειται, συνεπώς, στην Dow Chemical να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, αποδεικνύοντας ότι οι εν λόγω θυγατρικές καθόριζαν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική τους και δεν συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα ούτε, ως εκ τούτου, ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

59      Ειδικότερα, εναπόκειται στην Dow Chemical να προσκομίσει κάθε στοιχείο σχετικό με τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της θυγατρικής και της ιδίας, που ενδεχομένως αποδεικνύει ότι οι εταιρίες αυτές δεν αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των προσκομισθέντων από τους διαδίκους στοιχείων, των οποίων ο χαρακτήρας και η σημασία ενδέχεται να ποικίλλουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε υποθέσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 65).

60      Πρώτον, με τα επιχειρήματά της, η Dow υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, εφόσον δεν μετείχε στην παράβαση και δεν γνώριζε γι’ αυτήν, δεν ευθύνεται. Πλην όμως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Dow ανέφερε ότι, βάσει της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει το σε βάρος της τεκμήριο, διότι από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η αποφασιστική επιρροή της μητρικής εταιρίας δεν πρέπει οπωσδήποτε να αφορά την εμπορική πολιτική ούτε, κατά μείζονα λόγο, την παράβαση. Η Dow παραδέχεται, συνεπώς, ότι τα επιχειρήματά της δεν αρκούν προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ζήτημα αυτό. Άλλωστε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Dow δήλωσε ότι αποσύρει τα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με το εν λόγω ζήτημα.

61      Δεύτερον, ως εκ περισσού, η Επιτροπή παραθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση και άλλα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η Dow Chemical ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών της. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα στελέχη που μετείχαν στην παράβαση ήταν υπόλογα έναντι του εμπορικού διευθυντή (αρμοδίου για το συνθετικό καουτσούκ) της Dow Deutschland, ο οποίος ήταν επίσης υπόλογος έναντι υπευθύνων της Dow Chemical για τον κλάδο αυτό, οι οποίοι ενημέρωναν εν τέλει τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο (αιτιολογικές σκέψεις 344 έως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Dow δεν αμφισβητεί τα πραγματικά αυτά στοιχεία, πλην όμως υποστηρίζει ότι αυτά δεν αποδεικνύουν ότι η Dow Chemical όντως γνώριζε για τη σύμπραξη ή ότι δεν την εντόπισε λόγω αμέλειας. Ωστόσο, για τους λόγους που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το σε βάρος της Dow Chemical τεκμήριο, όπως, άλλωστε, παραδέχθηκε η Dow κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

62      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όμως, η Dow χαρακτήρισε εσφαλμένη τη διαπίστωση που διατυπώνει η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Dow Chemical γνώριζε για τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Κατά την Dow, αν η διαπίστωση αυτή της Επιτροπής ευσταθούσε, θα έπρεπε να καταλογιστεί στην Dow Chemical ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην παράβαση. Μια τέτοια διαπίστωση, όμως, θα υπερέβαινε τα όρια της ευθύνης της μητρικής εταιρίας στην οποία ανήκει εξ ολοκλήρου η θυγατρική. Η Επιτροπή δεν παρέθεσε, συναφώς, κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑7191) και θεωρώντας ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι παρόμοια με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η Dow καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη ως προς το ζήτημα αυτό.

63      Χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το παραδεκτό των επιχειρημάτων που προέβαλε η Dow κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αρκεί η παρατήρηση ότι τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται στη παραδοχή ότι, βάσει των στοιχείων που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έχει καταλογίσει στην Dow Chemical ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην παράβαση και ότι, ως εκ τούτου, η υπό κρίση περίπτωση είναι όμοια με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Papierfabrik August Koehler κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω. Πλην όμως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 340 έως 343 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι στην Dow Chemical καταλογίστηκε ευθύνη, μόνο για τον λόγο ότι είχε, ευθέως ή εμμέσως, υπό τον έλεγχό της τις επιχειρήσεις που είχαν άμεση συμμετοχή στην παράβαση, δηλαδή τις Dow Deutschland Anlagengesellschaft, Dow Deutschland και Dow Europe. Συνεπώς, η παραδοχή στην οποία στηρίχθηκε η Dow είναι εσφαλμένη.

64      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της Dow δεν αρκούν προς αμφισβήτηση της εκτιμήσεως ότι η Dow Chemical και οι θυγατρικές της συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι δεν είναι απαραίτητο να λάβει τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που ζητεί η Dow.

65      Βάσει των στοιχείων αυτών, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και με ελλιπή αιτιολόγηση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Η Dow τονίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή αναφέρει ότι «απευθύνει την απόφαση στις μητρικές εταιρίες που είναι επικεφαλής των ομίλων κατ’ εφαρμογήν νομολογιακώς καθιερωμένης γενικής αρχής […] και ότι δεν υπάρχει επιτακτικός λόγος να μην εφαρμόσει την αρχή αυτή» (αιτιολογική σκέψη 362 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

67      Πλην όμως, από τη νομολογία του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 333 έως 336 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επιβεβαιώνεται ότι η Επιτροπή ακολουθεί κάποια γενική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας η επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία περιλαμβάνεται παγίως στους αποδέκτες της αποφάσεως. Η νομολογία αυτή απλώς προβλέπει ότι, εφόσον υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής, η Επιτροπή δύναται (χωρίς να υποχρεούται) να καταλογίσει στη μητρική εταιρία ευθύνη για τις ενέργειες της εν λόγω θυγατρικής.

68      Εξάλλου, παραπέμποντας σε ορισμένες αποφάσεις της Επιτροπής, η Dow προβάλλει ότι, σε άλλες υποθέσεις, η Επιτροπή δεν καταλόγισε στη μητρική εταιρία ευθύνη, παρά το γεγονός ότι αυτή μετείχε κατά 100 % στο κεφάλαιο της θυγατρικής, χωρίς η Επιτροπή να εξηγήσει γιατί δεν επέβαλε πρόστιμο στη μητρική εταιρία.

69      Βάσει των στοιχείων αυτών, η Dow υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως κατά περίπτωση. Εν προκειμένω, πάντως, δεν ενήργησε έτσι, χωρίς να παράσχει, συναφώς, καμία επιπλέον εξήγηση, όπως προκύπτει ειδικότερα από την αιτιολογική σκέψη 362 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Dow προβάλλει, ακόμη, ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ, αφενός, της γενικής πολιτικής που συνίσταται στην πάταξη των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και στην επιβολή κυρώσεων στις επιχειρήσεις που διαπράττουν παράβαση, και, αφετέρου, της γενικής πολιτικής που συνίσταται στο να καταλογίζεται παγίως ευθύνη στη μητρική εταιρία.

70      Η Dow υπενθυμίζει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, επισήμανε ότι θα υποστεί βλάβη, αν η Επιτροπή συμπεριλάβει την Dow Chemical στους αποδέκτες της αποφάσεως που πρόκειται να εκδώσει, διότι έτσι είναι πιθανό να ασκηθούν αδικαιολόγητα εναντίον της, στις Ηνωμένες Πολιτείες, αγωγές για αστικής ευθύνης. Συναφώς, η Dow τονίζει ότι, μερικές ημέρες μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Dow Chemical κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον διαφόρων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών κατόπιν ασκήσεως ομαδικών αγωγών. Η Dow Chemical επισήμανε, επίσης, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύμφωνη με την πολιτική της συνεργασίας που ακολουθεί η Επιτροπή, διότι οι επιχειρήσεις θα είναι απρόθυμες να συνεργαστούν, αν η συνεργασία αυτή τους εκθέτει περισσότερο στον κίνδυνο να ασκηθούν εναντίον τους αγωγές αποζημίωσης από τρίτους. Η Επιτροπή παραδέχθηκε ρητώς τον κίνδυνο αυτόν με το σημείο 6 της ανακοινώσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ C 298, σ. 17).

71      Η Dow καταλήγει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη της τα επιχειρήματα αυτά, αλλ’ αρκέστηκε στην εκτίμηση ότι πρόκειται για επιχειρήματα «πολιτικής φύσεως κυρίως». Η Επιτροπή ήταν, πάντως, υποχρεωμένη, να τα λάβει υπόψη της, σταθμίζοντάς τα με τυχόν επιχειρήματα υπέρ της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Dow Chemical. Δεν ενήργησε, όμως, έτσι.

72      Εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελλιπώς αιτιολογημένη, διότι η Επιτροπή δεν παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους εν τέλει επέλεξε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να την κοινοποιήσει στη μητρική εταιρία. Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί την εκτίμηση ότι η μητρική εταιρία δεν ευθύνεται για τις ενέργειες μίας εκ των θυγατρικών της, διότι ουδείς βλάπτεται από μια τέτοια απόφαση. Αντιθέτως, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξηγεί τα προβαλλόμενα επιχειρήματα και να αιτιολογεί την απόφασή της, όταν επιβάλλει σε μητρική εταιρία πρόστιμο λόγω παραβάσεων των θυγατρικών της.

73      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταλογισμού των πράξεων των θυγατρικών στη μητρική εταιρία, δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την επιλογή της όσον αφορά τα πρόσωπα στα οποία απευθύνει την απόφασή της.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

74      Υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δύναται να καταλογίσει στη μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική, εφόσον η εν λόγω θυγατρική δεν ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή δεν έσφαλε ως προς την εκτίμησή της αυτή. Το γεγονός ότι η Dow Chemical είναι επικεφαλής του ομίλου δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή, διότι δεν αμφισβητείται ότι έχει εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχό της, έστω εμμέσως, τις εταιρίες που μετείχαν ευθέως στην παράβαση, ήτοι τις Dow Deutschland Anlagengesellschaft, Dow Deutschland και Dow Europe (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4071, σκέψη 290). Σημειωτέον, εξάλλου, ότι η Dow Chemical έχει εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχό της την Dow Europe, στην οποία η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη για την παράβαση, χωρίς ο καταλογισμός αυτός να αμφισβητηθεί εν προκειμένω.

75      Όσον αφορά την προβαλλόμενη ασυμφωνία της προσβαλλομένης αποφάσεως με την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων και κατά το μέρος που η Dow παραπονείται για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, υπενθυμίζεται πρώτον, ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 56 ανωτέρω, η παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού από θυγατρική εταιρία μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία. Περαιτέρω, ο καταλογισμός της παραβάσεως στη μητρική εταιρία εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Bank der österreichischen Sparkassen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 82, και του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 331). Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η Επιτροπή εκτίμησε, με προγενέστερες αποφάσεις της, ότι οι περιστάσεις μιας υποθέσεως δεν δικαιολογούν τον καταλογισμό των πράξεων της θυγατρικής στη μητρική εταιρία δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να προβεί στην ίδια εκτίμηση και με μεταγενέστερη απόφασή της (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, τη λεγόμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 990). Υπενθυμίζεται, ως εκ περισσού, ότι, όταν μια επιχείρηση έχει παραβεί, με τη συμπεριφορά της, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως επικαλούμενη τη μη επιβολή προστίμου σε άλλη επιχείρηση, ιδίως αν η περίπτωση της επιχειρήσεως αυτής δεν έχει καν υποβληθεί στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση PVC II, σκέψη 1237 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Το γεγονός ότι η Dow Chemical ενδέχεται να υποστεί αδικαιολόγητα ζημία ως αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αναιρεί τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής, διότι, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή μπορούσε να καταλογίσει στην Dow Chemical ευθύνη για την επίμαχη παράβαση.

77      Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση περί ελλιπούς αιτιολογήσεως, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο τη συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να αποσαφηνίζει όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της οικείας πράξεως αλλά και του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63).

78      Ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτίμησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9991, σκέψη 73, και της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 463).

79      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξέθεσε με σαφήνεια, με τις αιτιολογικές σκέψεις 333 έως 338 και 340 έως 364 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων καταλόγισε εν προκειμένω ευθύνη στην Dow Chemical. Η Dow αμφισβητεί, εξάλλου, τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση της Dow περί ελλιπούς αιτιολογήσεως.

80      Βάσει των στοιχείων αυτών, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.     Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της συμμετοχής της Dow Deutschland στην παράβαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επιχειρήματα της Dow

81      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή όρισε ως σημείο ενάρξεως της συμμετοχής εκάστης επιχειρήσεως στην παράβαση την ημερομηνία κατά την οποία στέλεχος της εν λόγω επιχειρήσεως παρέστη για πρώτη φορά σε συνάντηση της υποεπιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ. Προσδιορίστηκε έτσι ως ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής στην παράβαση η 22α Φεβρουαρίου 2001 ως προς την Dow Deutschland Anlagengesellschaft και η 26η Νοεμβρίου 2001 ως προς την Dow Europe (αιτιολογική σκέψη 450 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

82      Πάντως, μολονότι η BSL διέθεσε ένα από τα στελέχη της στην Dow Deutschland από 1ης Ιουλίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το εν λόγω στέλεχος μετέσχε για πρώτη φορά σε συνάντηση εξ ονόματος της Dow Deutschland στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το εν λόγω στέλεχος είχε σχέσεις με εκπροσώπους άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη από την 1η Ιουλίου 1996 έως τη συνάντηση της 2ας και 3ης Σεπτεμβρίου 1996. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή είχε ως αποτέλεσμα να καταλογιστεί αναδρομικώς στην Dow ευθύνη για τη συμμετοχή του εν λόγω στελέχους στη συνάντηση της 20ής και 21ης Μαΐου 1996. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μεταχειρίστηκε δυσμενώς την Dow Deutschland σε σχέση με τους λοιπούς αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου ότι η (εικαζόμενη) παράβαση της Dow Chemical ταυτίζεται με την παράβαση στην οποία έχουν υποπέσει οι θυγατρικές της, τούτο πρέπει να γίνει δεκτό και ως προς την Dow Chemical συνολικά.

83      Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελλιπώς αιτιολογημένη, διότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου ως προς την Dow Deutschland.

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

84      Κατά την Επιτροπή, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Dow στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι επέλεξε εν γένει, ως χρονικό σημείο ενάρξεως της συμμετοχής στην παράβαση, την ημερομηνία συμμετοχής σε μια από τις υποεπιτροπές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ. Η Επιτροπή, όμως, ενήργησε σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της, δηλαδή επέλεξε την ημερομηνία κατά την οποία κάποιο στέλεχος της επιχειρήσεως μετέσχε για πρώτη φορά στις δραστηριότητες της συμπράξεως (αιτιολογική σκέψη 444 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

85      Στην περίπτωση της Dow Deutschland (και συνεπώς της Dow Chemical), η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η συμμετοχή στην παράβαση αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία ένα στέλεχος της BSL, το οποίο ήδη μετείχε στις δραστηριότητες της συμπράξεως, αποσπάστηκε στην Dow Deutschland. Συνεπώς, η ευθύνη της εταιρίας αυτής για τη συμμετοχή του στελέχους της αρχίζει από την εν λόγω ημερομηνία. Η Dow δεν αμφισβήτησε τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το αποσπασμένο στην Dow Deutschland στέλεχος μετείχε ήδη στις δραστηριότητες της συμπράξεως. Ομοίως, το εν λόγω στέλεχος συνέχισε να μετέχει στις δραστηριότητες αυτές μετά την απόσπασή του στην Dow Deutschland (αιτιολογικές σκέψεις 166, 167, 169 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

86      Η Dow δεν αμφισβητεί επίσης ότι, κατά το διάστημα από την 1η Ιουλίου 1996 έως την επόμενη συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ, η σύμπραξη εξακολουθούσε να λειτουργεί. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συμμετοχή στις τρέχουσες δραστηριότητες της συμπράξεως δεν διακόπηκε κατά το διάστημα που δεν διεξάγονταν συναντήσεις της συμπράξεως ή δεν προβλεπόταν εφαρμογή των αποφάσεων της συμπράξεως. Η συμμετοχή σε σύμπραξη διαρκούς χαρακτήρα θεωρείται ότι παύει εφόσον ο μετέχων αποδείξει ότι σαφώς αποστασιοποιήθηκε από αυτήν, χωρίς να αφήσει στις λοιπές μετέχουσες επιχειρήσεις την παραμικρή αμφιβολία περί της αποχωρήσεώς του από τη σύμπραξη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 232, της 10ης Μαρτίου 1992, T‑12/89, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑907, σκέψη 98, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑56/99, Marlines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5225, σκέψη 56).

87      Όσον αφορά την αιτίαση της Dow περί ελλιπούς αιτιολογήσεως, η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 444 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 19 αυτής, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

88      Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στην Επιτροπή εναπόκειται ν’ αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν επαρκώς κατά νόμο τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 58, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 86). Τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η διαπιστωτική της παραβάσεως απόφαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 215).

89      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει όχι μόνον την παράβαση, αλλά και τη διάρκειά της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, T‑43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑441, σκέψη 79· της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑48/98, Acerinox κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3859, σκέψη 55, και της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 36). Για τον υπολογισμό της διάρκειας παραβάσεως που συνίσταται στον περιορισμό του ανταγωνισμού, πρέπει να προσδιορίζεται η διάρκεια της συμφωνίας, δηλαδή το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη σύναψή της έως τη λύση της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 185, και της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T‑303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4567, σκέψη 138). Ελλείψει στοιχείων δυνάμενων να αποδείξουν απευθείας τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή πρέπει να στηριχθεί τουλάχιστον σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 79, και της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 51).

90      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Dow Deutschland μετείχε στην παράβαση από την 1η Ιουλίου 1996 (άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η BSL έθεσε τον N. στη διάθεση της Dow Deutschland από 1ης Ιουλίου 1996, έως ότου αυτός συνάψει σχέση εργασίας με την Dow την 1η Οκτωβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η BSL μετέσχε στην πρώτη συνάντηση της συμπράξεως τον Μάιο του 1996, πλην όμως δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Dow ευθύνη για τις ενέργειες της BSL έως την έναρξη ισχύος της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ BSL και Dow, δηλαδή πριν την 1η Ιουλίου 1996. Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μετά την έναρξη ισχύος της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ BSL και Dow, η Dow «συνέχισε» να μετέχει στη σύμπραξη. Η Επιτροπή επισημαίνει, συναφώς, ότι, κατά τη συνάντηση της συμπράξεως της 2ας και 3ης Σεπτεμβρίου 1996, ο Ν. εκπροσωπούσε τόσο την BSL όσο και την Dow. Η Επιτροπή καταλήγει ότι η συμμετοχή της Dow στην παράβαση άρχισε το αργότερο την 1η Ιουλίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 444 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

91      Επισημαίνεται ότι, πέραν της αποσπάσεως του Ν. από την BSL, η Επιτροπή δεν παραθέτει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την εκτίμηση ότι η Dow Deutschland μετείχε στην παράβαση από την 1η Ιουλίου έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1996. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν παραθέτει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει σύμπτωση βουλήσεως της Dow Deutschland και των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου και 2ας Σεπτεμβρίου 1996.

92      Εξάλλου, από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού βούληση την οποία εξέφρασε ένας εκ των μετεχόντων στη σύμπραξη προς την Dow Deutschland.

93      Πλην όμως, το γεγονός απλώς και μόνον ότι ένα στέλεχος εταιρίας μετέχουσας σε σύμπραξη έχει τεθεί στη διάθεση άλλης εταιρίας δεν σημαίνει αφεαυτού ότι η δεύτερη εταιρία καθίσταται αυτομάτως μετέχουσα στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται, υπό τις περιστάσεις αυτές, είτε το εν λόγω στέλεχος να αποφασίσει να μην εμπλέξει την εταιρία στην οποία έχει αποσπαστεί σε πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού είτε η εν λόγω εταιρία να λάβει μέτρα προς αποφυγή τέτοιων πρακτικών.

94      Εξάλλου, δεν είναι ακριβής η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η Dow «συνέχισε» να μετέχει στη σύμπραξη μετά την 1η Ιουλίου 1996, καθώς δεν αμφισβητείται ότι, σε κάθε περίπτωση, η Dow δεν μετείχε στην παράβαση πριν την ημερομηνία αυτή.

95      Η Επιτροπή δεν απέδειξε, εξάλλου, ότι, από την 1η Ιουλίου έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1996, χάρη στα πληροφοριακά στοιχεία που της παρέσχε ο Ν. στο πλαίσιο των παλαιών καθηκόντων του, η Dow Deutschland έθεσε σε εφαρμογή τις συναφθείσες στο πλαίσιο της συμπράξεως συμφωνίες και, ως εκ τούτου, δεν ενήργησε αυτοτελώς στην αγορά. Συναφώς, η νομολογία έχει μεν δεχθεί σε ορισμένες περιπτώσεις ότι η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με τους ανταγωνιστές αποτελεί ένδειξη περί του ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά, ακόμη και κατά το διάστημα που υποτίθεται ότι είχε αποσυρθεί από τη σύμπραξη, πλην όμως πρόκειται για περιπτώσεις όπου η εν λόγω επιχείρηση μετείχε ήδη στη σύμπραξη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Union Pigments κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο το υποστατό των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου και 2ας Σεπτεμβρίου 1996, όσον αφορά την Deutschland. Η Dow δεν αμφισβητεί, αντιθέτως, ότι η Dow Deutschland μετείχε στην παράβαση από τις 2 Σεπτεμβρίου 1996.

97      Τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν αναιρούν την άποψη αυτή.

98      Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 166, 167 και 169 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, προκύπτει ότι ο Ν. μετείχε, ως εκπρόσωπος της Dow Deutschland και της BSL, σε συναντήσεις της συμπράξεως αρχής γενομένης από τη συνάντηση της 2ας και 3ης Σεπτεμβρίου 1996. Οι αιτιολογικές σκέψεις δεν αποδεικνύουν ότι ο Ν. μετείχε στις δραστηριότητες της συμπράξεως, εξ ονόματος της Dow Deutschland, κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου και 2ας Σεπτεμβρίου 1996.

99      Όσον αφορά τη νομολογία που επικαλείται η Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία η συμμετοχή στις τρέχουσες δραστηριότητες της συμπράξεως δεν διακόπτεται κατά το διάστημα που δεν πραγματοποιείται συνάντηση της συμπράξεως ή δεν τίθεται σε εφαρμογή απόφαση της συμπράξεως, η νομολογία αυτή ισχύει στις περιπτώσεις κατά της οποίες η επίμαχη επιχείρηση ήδη μετείχε στη σύμπραξη, πράγμα που δεν συμβαίνει όσον αφορά την Dow Deutschland πριν τη συνάντηση της 2ας και 3ης Σεπτεμβρίου 1996. Δεν μπορεί, συνεπώς, να προσαφθεί στην Dow Deutschland ότι δεν αποστασιοποιήθηκε από σύμπραξη στην οποία δεν συμμετείχε ακόμη.

100    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Dow Deutschland, να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που διαπιστώνεται ότι η εν λόγω εταιρία μετείχε στην παράβαση από 1ης Ιουλίου 1996 αντί από 2ας Σεπτεμβρίου 1996.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων

101    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Dow περιλαμβάνει εννέα σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η Dow υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως. Το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο σκέλος αφορούν τη διαφοροποίηση των βασικών ποσών των προστίμων. Το έβδομο και το όγδοο σκέλος αφορούν τον συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου. Στο πλαίσιο του ένατου σκέλους, η Dow υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον προσδιορισμό της διάρκειας της παραβάσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

102    Η Dow δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η παράβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ σοβαρή κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών. Ωστόσο, η αρχή της απαγορεύσεως διακρίσεων υποχρεώνει την Επιτροπή να εκτιμά ενδελεχώς τη φύση της παραβάσεως κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου στην κατηγορία των πολύ σοβαρών παραβάσεων.

103    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι η παράβαση δεν είναι απόρροια συμφωνίας καταρτισθείσας κατόπιν επιμελούς προετοιμασίας και ενδελεχούς μελέτης. Οι μετέχοντες στη σύμπραξη απλώς συναντιόνταν ανεπισήμως, έως τέσσερις φορές ετησίως, στο περιθώριο των συναντήσεων των υποεπιτροπών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογικές σκέψεις 94 και 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν προκειμένω δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή κανένας από τους μηχανισμούς που συχνά απαντούν στις ιδιαίτερα πολύπλοκες συμπράξεις –όπως είναι οι μηχανισμοί ελέγχου ή συστηματικής επιβολής αντιποίνων. Κατά την εκτίμηση της ίδιας της Επιτροπής, δεν υπάρχει συστηματικού χαρακτήρα συμφωνία επί των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 270 και 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βάσει των στοιχείων αυτών, τα οποία η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της με την αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το βασικό ποσό του προστίμου έπρεπε να είναι χαμηλότερο από αυτό που καθόρισε η Επιτροπή. Η Dow επισημαίνει ότι, με την απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω (σκέψη 393), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών, η απουσία μηχανισμών εφαρμογής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

104    Η Dow προβάλλει, επιπλέον, ότι, κατά το σημείο 1 A, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή μπορούσε να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση των επιχειρήσεων ανάλογα με τη φύση της παραβάσεώς τους, εντός της κατηγορίας των πολύ σοβαρών παραβάσεων. Επομένως, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

105    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Τονίζει, ειδικότερα, ότι το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε με κριτήριο το μέγεθος της αγοράς και τη φύση της παραβάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

106    Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 465, και της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 241).

107     Στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων συγκαταλέγονται η συμπεριφορά εκάστης των επιχειρήσεων, ο ρόλος τους στη δημιουργία συμπράξεως, το κέρδος που αποκόμισαν από την πρακτική αυτή, το μέγεθός τους και η αξία των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Κοινότητας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

108    Εξάλλου, όπως αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές, κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, οι πραγματικές επιπτώσεις της στην αγορά, εφόσον είναι δυνατό να εκτιμηθούν, καθώς και η γεωγραφική έκταση της οικείας αγοράς. Οι παραβάσεις ταξινομούνται έτσι σε τρεις κατηγορίες, ώστε να γίνεται διάκριση μεταξύ ελαφρών, σοβαρών και πολύ σοβαρών παραβάσεων (σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών).

109    Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε, πρώτον, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνίες με αντικείμενο τις τιμές, καθώς και τον καταμερισμό των αγορών, και ότι αντάλλασσαν απόρρητα, εμπορικής φύσεως πληροφοριακά στοιχεία. Κατά την Επιτροπή, οι πρακτικές αυτές συνιστούν εκ φύσεως πολύ σοβαρές παραβάσεις (αιτιολογική σκέψη 461 και άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν συγκεκριμένα οι επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά του ΕΟΧ. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, μολονότι δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν συγκεκριμένα οι επιπτώσεις της συμπράξεως, οι επίμαχες συμφωνίες τέθηκαν σε εφαρμογή από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και, συνεπώς, επηρέασαν την αγορά. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν λαμβάνει υπόψη της τις επιπτώσεις στην αγορά για τον καθορισμό των προστίμων (αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι η παράβαση καλύπτει το σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

110    Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή διαχώρισε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ανάλογα με τον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν από το CB και το CSB κατά το 2001, που ήταν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως, εξαιρουμένης της Shell (1998) και της Stomil (1999). Η Επιτροπή κατάταξε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε πέντε κατηγορίες, τοποθετώντας την Dow στη δεύτερη (για την οποία το βασικό ποσό του προστίμου ορίστηκε σε 41 εκατομμύρια ευρώ) (αιτιολογικές σκέψεις 465 έως 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

111    Η Dow δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η επίμαχη παράβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ σοβαρή κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών, αμφισβητεί, όμως, το βασικό ποσό του προστίμου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η σύμπραξη χαρακτηρίζεται από μικρό βαθμό επισημότητας.

112    Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το σημείο 1 A των κατευθυντήριων γραμμών, το πρόστιμο που επιβάλλεται για πολύ σοβαρές παραβάσεις υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ και ότι το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε, ως προς την Dow, βάσει ορισμένων στοιχείων και, ιδίως, βάσει του ύψους των πωλήσεων CB και CSB που πραγματοποίησε η επιχείρηση αυτή εντός του ΕΟΧ το 1998 (126,93 εκατομμύρια ευρώ, αιτιολογική σκέψη 469 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

113    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής της, η Dow δεν αμφισβητεί ότι η σύμπραξη είχε ως αποτέλεσμα την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, κατά τα περιγραφόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, στο άρθρο 1 του διατακτικού, καθώς έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή των αγορών και την ανταλλαγή απόρρητων εμπορικής φύσεως στοιχείων. Κατά συνέπεια, λόγω της πολλαπλότητας και της παράλληλης επιδιώξεως των στόχων της συμπράξεως, η σύμπραξη, μολονότι χαρακτηρίζεται από μικρό βαθμό επισημότητας, έχει ωστόσο υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας (βλ., συναφώς, απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 149). Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα περί απουσίας μηχανισμών εξαναγκασμού, προς εξασφάλιση της τηρήσεως και της πρακτικής εφαρμογής της συμφωνίας, ακόμη και αν η άποψη της Dow ευσταθούσε και μπορούσε να ληφθεί υπόψη, η Dow δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η επίμαχη παράβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ σοβαρή κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών. Συναφώς, τονίζεται ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνία με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή πελατών και την ανταλλαγή απόρρητων στοιχείων σχετικά με τις τιμές, τους ανταγωνιστές και τους πελάτες. Σημειωτέον, επιπλέον, ότι το επιβληθέν στην Dow πρόστιμο δεν υπερβαίνει το όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά την προηγούμενη χρήση, όπως ορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όριο το οποίο έχει τεθεί προκειμένου η εμπλεκόμενη επιχείρηση να μην περιέλθει σε αδυναμία καταβολής του προστίμου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 119). Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να γίνεται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Εν προκειμένω, βάσει των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα υποστηριζόμενα από την Dow, ακόμη και αν ευσταθούν, δεν επηρεάζουν το ύψος του καθορισθέντος από την Επιτροπή βασικού ποσού του προστίμου.

114    Βάσει των στοιχείων αυτών, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση της διαφοροποιήσεως των βασικών ποσών των προστίμων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

115    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Dow επισημαίνει ότι η Επιτροπή διαφοροποίησε τα βασικά ποσά των προστίμων, προκειμένου «να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος εκάστης επιχειρήσεως και, συνεπώς, η πραγματική επίπτωση των ενεργειών της στον ανταγωνισμό» (αιτιολογική σκέψη 466 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, με την αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι «δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν με ακρίβεια οι πραγματικές επιπτώσεις, στην αγορά εντός του ΕΟΧ, του σύνθετου συνόλου συμφωνιών που συνιστά την παράβαση». Οι εκτιμήσεις αυτές της Επιτροπής είναι, συνεπώς, αντιφατικές. Εφόσον δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις μιας παραβάσεως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν δικαιολογείται η επιβολή εξατομικευμένων προστίμων με κριτήριο την εικαζόμενη «δυνατότητα» εκάστης επιχειρήσεως να προξενήσει βλάβη στον ανταγωνισμό, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της. Συναφώς, το τέταρτο εδάφιο του σημείου 1 A των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να συνδυαστεί με το έκτο εδάφιο αυτού. Η Dow προβάλλει, επίσης, ότι στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑230/00, Daesang και Sewon Europe κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑2733), και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑329/01, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑3255), τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, είχαν διαπιστωθεί επιπτώσεις στην αγορά.

116    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Dow προβάλλει ότι, κατά το σημείο 1 A των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή υποχρεούται να αξιολογεί τον «αντίκτυπο» της παραβάσεως στην αγορά (εφόσον τούτο είναι δυνατόν). Τούτο επιβεβαιώθηκε με τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑2597), και της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑897). Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν προέβη σε εκτίμηση των πραγματικών επιπτώσεων της παραβάσεως στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, με την ίδια αιτιολογική σκέψη διαπιστώνει ότι η παράβαση «όντως είχε επιπτώσεις στην αγορά, έστω και αν αυτές δεν είναι ευχερές να εκτιμηθούν». Από τις παρατιθέμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουλίου 2005, T‑241/01, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑2917), και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίσει τις πραγματικές επιπτώσεις μιας παραβάσεως, εκτιμώντας απλώς την πιθανότητα επελεύσεώς τους ή αποδεικνύοντας την υλοποίηση της παραβάσεως. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν εκτίμησε την πιθανότητα επελεύσεως επιπτώσεων ούτε απέδειξε ότι τέθηκε σε εφαρμογή συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (μολονότι επιχείρησε να αποδείξει την υλοποίηση της παραβάσεως στο πλαίσιο της πρώτης ανακοινώσεως αιτιάσεων). Η θέση που διατυπώνει η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι «θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες τέθηκαν σε εφαρμογή από Ευρωπαίους παραγωγούς» δεν τεκμηριώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 148 και 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, δεν προκύπτει υλοποίηση, αλλά μόνον ορισμένες, άκαρπες, απόπειρες υλοποιήσεως της παραβάσεως, με τη συμμετοχή σε μία από αυτές επιχειρήσεως ως προς την οποία περατώθηκε η διαδικασία (Dwory).

117    Στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Dow προβάλλει ότι προσβλήθηκε το δικαίωμά της ακροάσεως, υπογραμμίζοντας, συναφώς, ότι η πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής περιέχει ορισμένα «οικονομικής φύσεως αποδεικτικά στοιχεία» σχετικά με τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της συμπράξεως. Η Επιτροπή, ωστόσο, απέσυρε την ανακοίνωση αυτή όταν ορισμένες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η Dow, αμφισβήτησαν την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων. Η δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Δεν περιλαμβάνει ούτε στοιχεία που αποδεικνύουν την εφαρμογή αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών, οι οποίες είχαν επιπτώσεις στην αγορά. Τα σημεία της δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων που επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της δεν ασκούν συναφώς επιρροή. Επομένως, η Dow δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της επί των ενδεχομένων επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά. Η Επιτροπή θεώρησε, εντούτοις, ως δεδομένο ότι η σύμπραξη είχε επιπτώσεις στην αγορά, καθώς διαφοροποίησε τη μεταχείριση των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως.

118    Βάσει των επιχειρημάτων που αναπτύσσει στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Dow καταλήγει ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να καθορίσει διαφορετικά βασικά ποσά προστίμων για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Εν προκειμένω, η Επιτροπή έπρεπε να καθορίσει ενιαίο βασικό ποσό προστίμου. Εφόσον για τη Stomil το βασικό ποσό προστίμου που καθορίστηκε σε 5,5 εκατομμύρια ευρώ με κριτήριο την αντικειμενική σοβαρότητα της συμπράξεως, δεν υπήρχε λόγος να καθοριστεί υψηλότερο βασικό ποσό για την Dow.

119    Στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, η Dow, εφόσον γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορούσε να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να λάβει υπόψη τις πραγματικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να στηριχθεί στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Dow από τις πωλήσεις CB και CSB το 2001. Η Επιτροπή δεν έλαβε έτσι υπόψη της ότι ο κύκλος εργασιών της Dow παρουσίασε σημαντική αύξηση μόνο μετά τον Ιούνιο του 1999, κατόπιν της αποκτήσεως της σχετικής με το «συνθετικό καουτσούκ» δραστηριότητας από τη Shell. Επί το ήμισυ περίπου της διάρκειας της παραβάσεως, η θέση της Dow στην αγορά ήταν προδήλως λιγότερο ισχυρή. Η Dow τονίζει ότι, με την αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της ότι, κατά τα πρώτα έτη της παραβάσεως, δεν είχαν περιέλθει ακόμη στην Dow οι σχετικές με το CB και το CSB δραστηριότητες της Shell ενόψει του υπολογισμού της προσαυξήσεως του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, που όμως αποτελεί διαφορετικό ζήτημα. Η Dow προβάλλει, επιπλέον, ότι, όταν περιήλθαν σε αυτήν οι δραστηριότητες της Shell, δεν γνώριζε για την παράβαση και, συνεπώς, δεν πρέπει να της καταλογιστεί μεγαλύτερη ευθύνη από αυτήν που της αναλογεί. Εξάλλου, με την απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί σε εταιρία ευθύνη για παραβάσεις στις οποίες μετείχε εταιρία την οποία απέκτησε σε χρόνο μεταγενέστερο των παραβάσεων αυτών, μόνο και μόνο επειδή η αποκτηθείσα εταιρία μετείχε έως τη μεταβίβασή της σε σύμπραξη. Η Dow κατέληξε ότι, κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της και την εξέλιξη των πωλήσεων και, συγκεκριμένα, να υπολογίσει τον μέσο όρο των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Dow από το 1998 και το 2001. Η Dow επισημαίνει, συναφώς, ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησε το 1998 ήταν πολύ χαμηλότερες από τις πωλήσεις της Shell. Δεδομένου ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, για όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η Dow το 2001, η Dow υπέστη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τη Shell. Η Dow ζητεί, βάσει του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το 1998 και της μεθόδου που αυτή προτείνει, να καθοριστεί το βασικό ποσό του προστίμου ως προς αυτή σε 32,4 εκατομμύρια ευρώ.

120    Στο πλαίσιο του έκτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως και εφόσον γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορούσε να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς συνεκτίμηση των πραγματικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό, η Dow υποστηρίζει ότι πρέπει, ωστόσο, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο στοιχείο αυτό. Όπως παραδέχεται η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η πλέον σημαντική παράμετρος για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου είναι η αντικειμενική σοβαρότητα (ή η φύση) της παραβάσεως. Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε, ως προς την Dow, βασικό ποσό προστίμου έξι φορές υψηλότερο από αυτό που καθόρισε για τη Stomil, μόνο και μόνο λόγω της εικαζόμενης διαφοράς όσον αφορά τις πραγματικές επιπτώσεις της συμμετοχής της Dow στην παράβαση. Δεν ελήφθη, έτσι, καθόλου υπόψη η σοβαρότητα της παραβάσεως ως παράμετρος για τον υπολογισμό του προστίμου, μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον ένας μετέχων σε σύμπραξη έχει διαδραματίσει ειδικό ρόλο, η συμπεριφορά όλων των επιχειρήσεων έχει τις ίδιες επιπτώσεις. Η Dow προβάλλει επιπλέον ότι, με το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεν αμφισβητεί την εφαρμογή συντελεστών προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, όπως υπονοεί η Επιτροπή με τα δικόγραφά της.

121    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ήταν εσφαλμένη η διαφοροποίηση των βασικών ποσών των προστίμων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

122    Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, οι παραβάσεις διακρίνονται σε ελαφρές, σοβαρές και πολύ σοβαρές (σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών). Εξάλλου, η διαφοροποίηση των επιχειρήσεων συνίσταται στον προσδιορισμό, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, της ατομικής συμβολή κάθε επιχειρήσεως στην επιτυχία της συμπράξεως, από πλευράς ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, προκειμένου αυτή να καταταγεί στην κατάλληλη κατηγορία (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 225· βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 360).

123    Πάντως, η ατομική συμβολή εκάστης επιχειρήσεως, βάσει της ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, στην επιτυχία της συμπράξεως, πρέπει να διακρίνεται από την επίπτωση της παραβάσεως, για την οποία γίνεται λόγος στο σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών. Στη δεύτερη περίπτωση, η επίπτωση της παραβάσεως λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι δυνατόν να εκτιμηθεί, για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ελαφράς, σοβαρής ή πολύ σοβαρής. Αντιθέτως, η ατομική συμβολή εκάστης επιχειρήσεως λαμβάνεται υπόψη για τη στάθμιση των ποσών που καθορίζονται βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως.

124    Συνεπώς, ακόμη και αν η παράβαση δεν έχει επιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, αφού χαρακτηρίσει την παράβαση ως ελαφρά, σοβαρή ή πολύ σοβαρή, να προβεί σε διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

125    Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Dow στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως δεν θίγουν την κατηγοριοποίηση στην οποία προέβη η Επιτροπή όσον αφορά τις επιχειρήσεις που έχουν καταταγεί στην ίδια κατηγορία, αυτή των πολύ σοβαρών παραβάσεων.

126    Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 113 ανωτέρω, η Dow δεν αμφισβητεί, με την προσφυγή της, ότι η σύμπραξη είχε ως αποτέλεσμα την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, κατά τα περιγραφόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, στο άρθρο 1 του διατακτικού. Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή μεριδίων αγοράς μπορούν να χαρακτηρίζονται, λόγω της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να αποδείξει η Επιτροπή την επέλευση συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 75· βλ., επίσης, αποφάσεις Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 178, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 345). Ομοίως, κατά πάγια νομολογία, οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών θεωρούνται πολύ σοβαρές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και τούτο αρκεί για να χαρακτηριστούν από μόνες τους ως πολύ σοβαρές (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 103, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 147).

127    Επομένως, δεν είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες πρακτικές συνιστούν εκ φύσεως πολύ σοβαρές παραβάσεις, ανεξαρτήτως των επιπτώσεων της παραβάσεως αυτής στην αγορά. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς ό,τι κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η Dow, η Επιτροπή σαφώς ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, δεν πρόκειται να λάβει υπόψη τις επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά.

128    Όσον αφορά το επιχείρημα περί προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως της Dow, υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη αρχή επιβάλλει ιδίως την υποχρέωση να περιλαμβάνει η ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, ο χαρακτηρισμός τους και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑176/99 P, Arbed κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10687, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όσον αφορά ειδικότερα τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή, εφόσον αναφέρει ρητώς, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι θα εξετάσει κατά πόσον πρέπει να επιβληθούν πρόστιμα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και εκθέτει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν την επιβολή προστίμου, όπως η βαρύτητα και η διάρκεια της εικαζόμενης παραβάσεως και το γεγονός ότι διαπράχθηκε «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», εκπληρώνει την υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τούς παρέχει τα αναγκαία στοιχεία για την άμυνά τους όχι μόνον κατά της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 106 ανωτέρω, σκέψη 428· βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 199 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 139). Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τις επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά ενόψει του προσδιορισμού της σοβαρότητας της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν διαπιστώνεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της Dow.

129    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η Dow στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως κρίνονται, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμα.

130    Βάσει των στοιχείων αυτών, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

–       Επί του, επικουρικώς προβαλλομένου, πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

131    Η διαφοροποίηση των επιχειρήσεων συνίσταται στον προσδιορισμό, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο των κατευθυντήριων γραμμών, της ατομικής συμβολής εκάστης επιχειρήσεως στην επιτυχία της συμπράξεως, από πλευράς ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, προκειμένου αυτή να καταταγεί στην κατάλληλη κατηγορία (βλ., συναφώς, απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 225· βλ., επίσης, απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 360). Ειδικότερα, κατά το σημείο 1 A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, λαμβάνονται υπόψη το «ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης και, κατ’ επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς της για τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παράβασης». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποχρεούται, όταν κατατάσσει τις επιχειρήσεις σε κατηγορίες, να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 406, της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 219, και Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 324). Εξάλλου, κατά τη νομολογία, το ύψος του προστίμου πρέπει τουλάχιστον να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως (απόφαση Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 126 ανωτέρω, σκέψη 106, της 29ης Απριλίου 2004, προπαρατεθείσα απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 219, και απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 324). Επομένως, όταν η Επιτροπή κατατάσσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε κατηγορίες, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, τα κατώτατα όρια για καθεμία από τις κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενες κατηγορίες πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (προπαρατεθείσα απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416, και απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 325). Τέλος, κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, ανάλογα με την περίπτωση, ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως και, συνεπώς, η επιρροή που αυτή μπόρεσε να ασκήσει επί της αγοράς. Εξ αυτού έπεται, αφενός, ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη της, για τον καθορισμό του προστίμου, τόσο τον συνολικό κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι ενδεικτικό της εκτάσεως της παραβάσεως αυτής. Αφετέρου, δεν πρέπει να προσδίδεται στα αριθμητικά αυτά στοιχεία δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, ο ορθός καθορισμός του προστίμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού υπολογισμού στηριζόμενου στον συνολικό κύκλο εργασιών (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑175/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 139 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

132    Η Dow αμφισβητεί, ειδικά, τη χρήση του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το 2001 από το CB και το CSB. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το συγκεκριμένο αριθμητικό στοιχείο δεν είναι πρόσφορο, διότι ο κύκλος εργασιών της στις επίμαχες αγορές αυξήθηκε σημαντικά μετά την εξαγορά, το 1999, των δραστηριοτήτων της Shell στις εν λόγω αγορές.

133    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εφόσον, για τον προσδιορισμό της σχέσεως μεταξύ των επιβλητέων προστίμων, απαιτείται να χρησιμοποιηθεί ως βάση ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση, επιβάλλεται να καθοριστεί το χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τρόπον ώστε οι αντίστοιχοι κύκλοι εργασιών να είναι όσο το δυνατόν συγκρίσιμοι. Επομένως, μια συγκεκριμένη επιχείρηση δεν μπορεί να αξιώσει από την Επιτροπή να στηριχθεί, ως προς αυτήν, σε χρονικό διάστημα διαφορετικό από εκείνο που εν γένει λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδείξει ότι ο κύκλος εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε κατά το διάστημα αυτό δεν αποτελεί, για συγκεκριμένους λόγους, ένδειξη του αληθούς της οικονομικού μεγέθους και της οικονομικής της ισχύος, ούτε της εκτάσεως της παραβάσεως που διέπραξε (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψη 142).

134    Πάντως, η Dow δεν παραθέτει κανένα τεκμηριωμένο στοιχείο, πέραν της αυξήσεως του κύκλου εργασιών της μεταξύ 1999 και 2001, προκειμένου να αποδείξει ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε το 2001 από το CB και το CSB δεν αποτελεί ένδειξη περί του πραγματικού μεγέθους της και της οικονομικής της ισχύος ή περί της εκτάσεως της παραβάσεως που διέπραξε.

135    Σημειωτέον, ως εκ περισσού, ότι δεν είναι βέβαιον, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι σχετικές με το CB και το CSB δραστηριότητες της Shell όντως επηρέασαν τον κύκλο εργασιών της Dow. Ειδικότερα, από τον πίνακα 3 στην αιτιολογική σκέψη 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο κύκλος εργασιών της Dow από το CB και το CSB αυξήθηκε κατά 32 εκατομμύρια ευρώ μεταξύ 1998 και 2000, ενώ ο κύκλος εργασιών της Shell ανερχόταν σε 86 εκατομμύρια ευρώ το 1999. Κατά το ίδιο διάστημα, ο αντίστοιχος κύκλος εργασιών της Bayer, η οποία δεν απέκτησε τις δραστηριότητες άλλης εταιρίας, αυξήθηκε κατά 20 εκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, ο κύκλος εργασιών της Dow από το CB και το CSB επίσης αυξήθηκε κατά περισσότερα από 23 εκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2000 και 2001, δηλαδή μετά την εξαγορά των δραστηριοτήτων της Shell.

136    Εξάλλου, η εξέλιξη του κύκλου εργασιών της Dow κατόπιν της εξαγοράς των σχετικών με το CB και το CSB δραστηριοτήτων της Shell το 1999 δεν είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της θέσεώς της σε σχέση με τους λοιπούς ανταγωνιστές. Συγκεκριμένα, η Dow διατήρησε, το 2000 και το 2001, την τρίτη θέση, από πλευράς κύκλου εργασιών, υπολειπόμενη της EniChem και της Bayer. Το ίδιο ισχύει και για την μέθοδο που, όπως πρότεινε η Dow κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, δηλαδή τον μέσο όρο των κύκλων εργασιών από το 1998 έως το 2001. Συγκεκριμένα, και στην περίπτωση αυτή, η Dow θα υπολειπόταν της EniChem και της Bayer και θα υπερτερούσε της Shell.

137    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι η Επιτροπή έλαβε, ωστόσο, υπόψη την ιδιαίτερη περίσταση που επικαλείται η Dow κατά τον καθορισμό της προσαυξήσεως που επιβλήθηκε λόγω της διάρκειας της παραβάσεως. Ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι έπρεπε να καταλογιστεί στην Dow Chemical ευθύνη για την παράβαση, για το διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου 1996 και 28ης Νοεμβρίου 2002, δηλαδή για χρονικό διάστημα έξι ετών και τεσσάρων μηνών. Για τέτοια διάρκεια παραβάσεως, η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου θα έπρεπε να είναι της τάξεως του 60 %. Έχοντας, όμως, λάβει υπόψη ότι οι σχετικές με το CB και το CSB δραστηριότητες της Shell δεν ανήκαν στην Dow κατά τα τρία πρώτα έτη της παραβάσεως και ότι η Shell επίσης μετείχε στην παράβαση κατά το διάστημα αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε, με την ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, να προσαυξήσει το βασικό ποσό του προστίμου ως προς την Dow Chemical μόνον κατά 50 %. Βάσει των περιστάσεων αυτών, η Επιτροπή μείωσε την προσαύξηση λόγω διάρκειας της παραβάσεως και ως προς την Dow Deutschland, από 50 % σε 40 % (αιτιολογική σκέψη 480 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Dow δεν παραθέτει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την εκτίμηση ότι η Επιτροπή έσφαλε επιλέγοντας τη μέθοδο αυτή.

138    Βάσει των στοιχείων αυτών, το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του έκτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

139    Μολονότι τα επιχειρήματα της Dow δεν είναι ιδιαιτέρως σαφή, από τα δικόγραφά της προκύπτει ότι, κατ’ ουσίαν, προσάπτει στην Επιτροπή ότι προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο «ειδικό βάρος» των μετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων σε σχέση με τη «σοβαρότητα» της παραβάσεως. Συνεπώς, δεν είναι δικαιολογημένη, κατά την Dow, η εκ μέρους της Επιτροπής διαφοροποίηση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι όλες έχουν υποπέσει σε εξίσου σοβαρή παράβαση.

140    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Dow προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Δεν αμφισβητεί, όμως, την ύπαρξη διαφορών, ενίοτε σημαντικών, μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, όσον αφορά τους κύκλους εργασιών που πραγματοποίησαν από το CB και το CSB κατά τη διάρκεια της παραβάσεως. Εξάλλου, από το σημείο σκέψη 1 A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δύναται να σταθμίσει το ποσό του προστίμου, ώστε να συνεκτιμήσει το ειδικό βάρος της παραβάσεως εκάστης επιχειρήσεως.

141    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, καθορίζοντας το βασικό ποσό σε υψηλότερο επίπεδο για τις επιχειρήσεις που έχουν σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς από τις άλλες στην οικεία αγορά, έλαβε υπόψη την πραγματική επιρροή που ασκούσε η επιχείρηση στην εν λόγω αγορά. Συγκεκριμένα, το στοιχείο αυτό αποτελεί έκφραση του υψηλότερου επιπέδου ευθύνης των επιχειρήσεων που έχουν σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς από τις άλλες στην οικεία αγορά για τις ζημίες που προξενούνται στον ανταγωνισμό και, εν τέλει, στους καταναλωτές λόγω της συνάψεως μυστικής συμπράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψη 230).

142    Βάσει των στοιχείων αυτών, το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του έβδομου και του όγδοου σκέλους, σχετικά με παράνομη εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

143    Στο πλαίσιο του έβδομου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Dow υποστηρίζει ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έπρεπε να απευθύνεται στην Dow Chemical (πρώτος λόγος ακυρώσεως), η Επιτροπή δεν έπρεπε να λάβει υπόψη της τον κύκλο εργασιών της εταιρίας αυτής κατά τον καθορισμό του συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, αλλά μόνον τον κύκλο εργασιών των θυγατρικών της Dow Chemical που είχαν άμεση συμμετοχή στην παράβαση. Η Dow καταλήγει ότι η Επιτροπή έπρεπε να εφαρμόσει ως προς αυτήν συντελεστή προσαυξήσεως κοντά στο 1. Συνεπώς, τα επιβληθέντα στις εταιρίες του ομίλου της πρόστιμα πρέπει να μειωθούν αναλόγως.

144    Στο πλαίσιο του όγδοου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Dow προβάλλει ότι, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών της Dow Chemical, ο επιλεγείς από την Επιτροπή συντελεστής προσαυξήσεως 1,75 είναι υπερβολικός. Συγκρινόμενος προς τον συντελεστή προσαυξήσεως που εφαρμόστηκε ως προς την EniChem (2) και τη Shell (3), ο εφαρμοσθείς ως προς την Dow συντελεστής προσαυξήσεως έπρεπε να είναι χαμηλότερος, δεδομένου ότι ο κύκλος εργασιών της Dow ήταν σαφώς χαμηλότερος από τον κύκλο εργασιών των δύο ως άνω εταιριών. Ειδικότερα, η Dow τονίζει ότι η διαφορά μεταξύ του συντελεστή προσαυξήσεως που εφαρμόστηκε ως προς τη Shell και εκείνου που εφαρμόστηκε ως προς αυτήν είναι πέντε φορές υψηλότερη από τη διαφορά μεταξύ του συντελεστή προσαυξήσεως της Dow και του συντελεστή προσαυξήσεως της Bayer. Εντούτοις, η διαφορά μεταξύ του κύκλου εργασιών της Shell και του κύκλου εργασιών της Dow είναι κατά 20 φορές υψηλότερη από τη διαφορά μεταξύ του κύκλου εργασιών της Dow και του κύκλου εργασιών της Bayer. Εξάλλου, επικαλούμενη τις αποφάσεις της 29 Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, και Degussa κατά Επιτροπής (σκέψη 116 ανωτέρω), η Dow υποστηρίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν τηρήθηκε, διότι η διαφορά μεταξύ του συντελεστή προσαυξήσεως που ορίστηκε ως προς αυτήν και εκείνου που εφαρμόστηκε ως προς την EniChem είναι μόνον 0,25, δεδομένου ότι η δεύτερη εταιρία έχει κύκλο εργασιών περίπου διπλάσιο από αυτόν της Dow Chemical. Ως σύγκριση, ο συντελεστής προσαυξήσεως της Dow ήταν κατά 0,25 υψηλότερος από αυτόν της Bayer, ενώ ο κύκλος εργασιών της Dow Chemical δεν είναι διπλάσιος από αυτόν της Bayer. Επομένως, ο συντελεστής προσαυξήσεως της Dow έπρεπε να προσεγγίζει αυτόν της Bayer και να είναι περίπου 1,5. Και στην περίπτωση αυτή, τα επιβληθέντα στην Dow πρόστιμα πρέπει να μειωθούν αναλόγως.

145    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του έβδομου και του όγδοου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

146    Το έβδομο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow στηρίζεται στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί το έβδομο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow επίσης ως αβάσιμο.

147    Όσον αφορά το όγδοο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow, υπενθυμίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι, εκτός από την ιδιαίτερη φύση της παραβάσεως, τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της στην αγορά και τη γεωγραφική έκταση της αγοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, το δε ύψος του προστίμου πρέπει να καθορίζεται έτσι ώστε αυτό να έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα (σκέψη 1 A, τέταρτο εδάφιο).

148    Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που διαθέτει η Επιτροπή προς εκπλήρωση της αποστολής επιβλέψεως που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο, αποστολή που περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με στόχο την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ενόψει του καθορισμού του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, κυρίως για τις μορφές παραβάσεων που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψεις 105 και 106· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 166, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 169).

149    Γι’ αυτό, το ύψος του προστίμου πρέπει να προσαρμόζεται κατάλληλα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η επιδιωκόμενη επίπτωση επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο, τούτο δε προκειμένου αυτό να μην καθίσταται αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με όσα επιβάλλονται, αφενός, από την ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, από την αρχή της αναλογικότητας. Μια μεγάλη επιχείρηση, η οποία διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους σε σχέση τα άλλα μέλη της συμπράξεως, μπορεί να χρησιμοποιήσει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την πληρωμή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογεί, ενόψει της εξασφαλίσεως επαρκώς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, την επιβολή, ιδίως με την εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως, προστίμου αναλογικά πολύ υψηλότερου σε σχέση με αυτό που επιβάλλεται για την ίδια παράβαση, εφόσον τη διαπράττει επιχείρηση που δεν διαθέτει τέτοιους πόρους (βλ., συναφώς, απόφαση της 29 Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψεις 241 και 243· βλ., επίσης, αποφάσεις του Πρωτοδικείου ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 170, και της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 235).

150    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει τονίσει, ειδικότερα, ότι ο συνυπολογισμός του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μετέχουσας σε σύμπραξη επιχειρήσεως αποτελεί πρόσφορο στοιχείο για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου Sarrió κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψεις 85 και 86, και της 14ης Ιουλίου 2005, C-57/02 P, Acerinox κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-6689, σκέψεις 74 και 75· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 29 Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψη 17).

151    Επισημαίνεται, τέλος, ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που θεμιτώς επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου σκοπεί να διασφαλίσει την εκ μέρους των επιχειρήσεων τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού που θέτει η Συνθήκη για τις δραστηριότητές τους εντός της Κοινότητας ή του ΕΟΧ. Επομένως, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού δεν καθορίζεται μόνο σε σχέση με την ιδιαίτερη κατάσταση της καταδικασθείσας επιχείρησης. Η αρχή αυτή έχει εφαρμογή ιδίως όταν η Επιτροπή προσαυξάνει το πρόστιμο διά της εφαρμογής «συντελεστή αποτροπής» επί του προστίμου που επιβλήθηκε στην επιχείρηση (βλ., συναφώς, απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψεις 23 και 24).

152    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε ότι, με την κλιμάκωση των κυρώσεων στην κατηγορία των πολύ σοβαρών παραβάσεων, καθίσταται δυνατός ο καθορισμός του προστίμου στο κατάλληλο επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζεται αρκούντως αποτρεπτικός χαρακτήρας, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους εκάστης επιχειρήσεως. Βάσει του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το 2005 εκάστη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά μεγέθους μεταξύ, αφενός, της Kaučuk (κύκλος εργασιών 2,718 δισεκατομμύρια ευρώ) και της Stomil (κύκλος εργασιών 38 εκατομμύρια ευρώ) και, αφετέρου, των λοιπών εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ειδικότερα της Bayer (κύκλος εργασιών 27,383 δισεκατομμύρια ευρώ), η οποία ήταν η πρώτη μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Επ’ αυτής της βάσεως και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν απαιτείται η εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου ως προς τις Kaučuk και Stomil, ενώ, όσον αφορά την Bayer, εκτίμησε ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως 1,5 είναι επαρκής. Τέλος, επίσης επ’ αυτής της βάσεως και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή προσαυξήσεως 1,75 για την Dow (κύκλος εργασιών 37,221 δισεκατομμύρια ευρώ), 2 για την EniChem (κύκλος εργασιών 73,738 δισεκατομμύρια ευρώ) και 3 για τη Shell (κύκλος εργασιών 246,549 δισεκατομμύρια ευρώ) (αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

153    Κατά το μέτρο που η Dow προβάλλει, με τα επιχειρήματά της, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι συντελεστές προσαυξήσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου καθορίστηκαν βάσει του μεγέθους εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως. Πάντως, η Dow δεν αμφισβήτησε τους κύκλους εργασιών που παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, δεν αμφισβητεί ότι το 2005, ήταν μεγαλύτερη επιχείρηση από την Bayer και μικρότερη από την EniChem. Είναι, συνεπώς, εύλογη και αντικειμενικά δικαιολογημένη η εφαρμογή, ως προς την Dow, υψηλότερου συντελεστή προσαυξήσεως σε σχέση με την Bayer και χαμηλότερου σε σχέση με την EniChem.

154    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι το 2005 ο κύκλος εργασιών της Bayer ανήλθε σε 27,383 δισεκατομμύρια ευρώ, της Dow σε 37,221 δισεκατομμύρια ευρώ (ήταν δηλαδή κατά 35,93 % μεγαλύτερος από τον κύκλο εργασιών της Bayer). Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι στην Dow επιβλήθηκε συντελεστής προσαυξήσεως κατά 16,66 % υψηλότερος απ’ ό,τι στην Bayer (1,75 έναντι 1,5) δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Αντιθέτως, η Επιτροπή μπορούσε, εξ αυτού του λόγου, να εφαρμόσει συντελεστή προσαυξήσεως ακόμη υψηλότερο όσον αφορά την Dow. Κατά τα λοιπά και στο μέτρο που, με τα επιχειρήματά της, η Dow ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα των ποσών των προστίμων που καθορίστηκαν για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με τα οποία η προσφεύγουσα συγκρίνει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, σε σχέση ειδικότερα με τον συντελεστή προσαυξήσεως του προστίμου της EniChem, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως του προστίμου της Dow υπολογίστηκε βάσει του συντελεστή που εφαρμόστηκε ως προς την Bayer και όχι βάσει των συντελεστών προσαυξήσεως των προστίμων της EniChem ή της Shell. Τα επιχειρήματα της Dow είναι αλυσιτελή ως προς το ζήτημα αυτό. Κατά τα λοιπά, τονίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του προστίμου και δεν υποχρεούται να εφαρμόζει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, λαμβάνοντας υπόψη της, κατά τον καθορισμό των συντελεστών προσαυξήσεως, τις διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων ως προς τις οικονομικές δυνατότητές τους (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψη 155).

155    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, δεν προσκομίστηκε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως του προστίμου της Dow είναι δυσανάλογος σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τον σκοπό της εξασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου.

156    Βάσει των στοιχείων αυτών, το όγδοο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του ένατου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη προσαύξηση του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

157    Στο πλαίσιο του ένατου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Dow υπενθυμίζει ότι, για τον υπολογισμό της προσαυξήσεως λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της ότι οι σχετικές με το CB και το CSB δραστηριότητες της Shell δεν της ανήκαν κατά τα πρώτα έτη της παραβάσεως. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή επέβαλε, λόγω μεγάλης διάρκειας της παραβάσεως, στη μεν Dow Chemical προσαύξηση 50 % αντί 60 %, στη δε Dow Deutschland 40 % αντί 50 % (αιτιολογικές σκέψεις 479 και 480 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

158    Η Dow υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιβάλει ακόμη χαμηλότερες προσαυξήσεις. Δεδομένου ότι κάθε έτος παραβάσεως δικαιολογεί προσαύξηση 10 % και ότι η σχετική με το «συνθετικό καουτσούκ» δραστηριότητα της Dow υπερδιπλασιάστηκε κατόπιν της αποκτήσεως της αντίστοιχης δραστηριότητας της Shell τρία περίπου έτη μετά, η Επιτροπή έπρεπε να μειώσει την προσαύξηση κατά 5 % για καθένα από τα τρία συγκεκριμένα έτη, δηλαδή κατά 15 % συνολικά. Εφόσον η Επιτροπή προσαύξησε κατά 60 % το πρόστιμο της Dow Chemical και κατά 50 % το πρόστιμο της Dow Deutschland, η δέουσα προσαύξηση για παράβαση μεγάλης διάρκειας έπρεπε να είναι 45 % για την Dow Chemical και 35 % για την Dow Deutschland. Συνεπώς, τα επιβληθέντα στις Dow Chemical και Dow Deutschland πρόστιμα έπρεπε να μειωθούν αναλόγως.

159    Όσον αφορά τη θέση που διατύπωσε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περί συγκρίσεως των κύκλων εργασιών που πραγματοποίησε η Dow Chemical το 1998 και το 2000, η Dow φρονεί ότι, με τη σύγκριση αυτή, δεν ελήφθη υπόψη ότι ο κύκλος εργασιών από τη σχετική με το «συνθετικό καουτσούκ» της Dow υποχώρησε το 1999 και το 2000. Συνεπώς, η αύξηση του κύκλου εργασιών το 2000, που ήταν απόρροια της αποκτήσεως της σχετικής με το «συνθετικό καουτσούκ» δραστηριότητας της Shell, ήταν μεγαλύτερη από τη διαφορά του 30 % μεταξύ του κύκλου εργασιών του 1998 και του κύκλου εργασιών του 2000. Κατ’ ουσίαν, η Dow υπερδιπλασίασε τον κύκλο εργασιών της από τα επίμαχα προϊόντα μετά την απόκτηση της σχετικής με το «συνθετικό καουτσούκ» δραστηριότητας της Shell. Η Dow επικαλείται, ειδικότερα, τους κύκλους εργασιών που πραγματοποίησαν η Dow και η Shell το 1998 από τα επίμαχα προϊόντα. Επομένως, η Επιτροπή, αντί να προσαυξήσει το πρόστιμο κατά 7 % για καθένα από τα τρία πρώτη έτη της παραβάσεως, όπως αναφέρει με τα δικόγραφά της, έπρεπε να προσαυξήσει το πρόστιμο το πολύ κατά 5 % για καθένα από τα έτη αυτά.

160    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του ένατου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η μέθοδος που εφαρμόστηκε για τη συνεκτίμηση των μεταβολών στη διάρθρωση της Dow είναι συνεκτική και εύλογη.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

161    Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί ένα από τα στοιχεία που συνεκτιμώνται για τον καθορισμό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε επιχειρήσεις στις οποίες έχουν καταλογιστεί παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.

162    Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, οι κατευθυντήριες γραμμές καθιερώνουν διάκριση μεταξύ παραβάσεων σύντομης διάρκειας (κατά κανόνα μικρότερης του έτους), για τις οποίες δεν προβλέπεται προσαύξηση του ποσού που έχει καθοριστεί βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως, παραβάσεων μέσης διάρκειας (κατά κανόνα από ένα έως πέντε έτη), για τις οποίες η προσαύξηση μπορεί να φθάσει έως το 50 %, και παραβάσεων μεγάλης διάρκειας (κατά κανόνα άνω των πέντε ετών), για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να προσαυξηθεί κατά 10 % για κάθε έτος (σημείο 1 Β, πρώτο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση).

163    Εν προκειμένω, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 137 ανωτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, κατά τον καθορισμό της προσαυξήσεως που επιβλήθηκε λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, την ιδιαίτερη περίσταση που συνίσταται στην απόκτηση, από την Dow, των σχετικών με το CB και το CSB δραστηριοτήτων της Shell το 1999. Η Dow δεν αμφισβητεί τη μέθοδο με την οποία η Επιτροπή συνεκτίμησε την ιδιαίτερη αυτή περίσταση. Με τα επιχειρήματά της, η Dow σκοπεί, κατ’ ουσίαν, να πείσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η εν λόγω ιδιαίτερη περίσταση έπρεπε να έχει ως συνέπεια την επιβολή χαμηλότερης προσαυξήσεως λόγω της διάρκειας της παραβάσεως. Πάντως, τα επιχειρήματα της Dow ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι μπορούν όντως να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού που πραγματοποίησε η Επιτροπή, στηρίζονται σε παραδοχές, ως προς τα γεγονότα, είτε αβέβαιες ή και εσφαλμένες είτε μη στηριζόμενες σε αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, η Dow υποστηρίζει ότι η σχετική με το «συνθετικό καουτσούκ» δραστηριότητά της υπερδιπλασιάστηκε μετά την απόκτηση της αντίστοιχης δραστηριότητας της Shell μετά από τρία περίπου έτη. Εκτός του ότι η θέση αυτή δεν στηρίζεται σε κανένα τεκμηριωμένο στοιχείο, τονίζεται ότι ο κύκλος εργασιών της Dow από το CB και το CSB, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διπλασιάστηκε μεταξύ 1998 και 2001. Εξάλλου, σχετικά με τη θέση της Dow ότι ο κύκλος εργασιών της σχετικής με το «συνθετικό καουτσούκ» της Dow υποχώρησε κατά τα έτη 1999 και 2000 δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

164    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα της Dow δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

165    Βάσει των στοιχείων αυτών, το ένατο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Dow πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

166    Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, συνεπώς, να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που γίνεται δεκτό ότι η Dow Deutschland μετείχε στην επίμαχη παράβαση από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001, αντί από τις 2 Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001, καθώς και να απορριφθούν τα λοιπά αιτήματα περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των αιτημάτων περί μεταρρυθμίσεως του ύψους του προστίμου

167    Κατά το μέτρο που οι λόγοι που προέβαλε η Dow αφορούν το αίτημα περί μεταρρυθμίσεως του ύψους του προστίμου, τονίζεται ότι, όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός, δεν είναι απαραίτητο να μεταρρυθμιστεί το ύψος του προστίμου, διότι, όπως άλλωστε παραδέχθηκε η Dow κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το σφάλμα της Επιτροπής δεν έχει συνέπειες όσον αφορά την προσαύξηση που επιβλήθηκε λόγω της διάρκειας της παραβάσεως.

168    Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους που προέβαλε η Dow, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του προστίμου.

169    Συνεπώς, είναι απορριπτέα τα αιτήματα περί μεταρρυθμίσεως του ύψους του προστίμου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

170    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

171    Δεδομένου ότι η προσφυγή έχει ως επί το πλείστον απορριφθεί, το Γενικό Δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση των περιστάσεων της υποθέσεως, αποφασίζει ότι οι προσφεύγουσες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής και ότι η Επιτροπή φέρει το ένα δέκατο των εξόδων της.

172    Όσον αφορά το αίτημα των προσφευγουσών να υποχρεωθεί η Επιτροπή να φέρει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν προς σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, καλύπτουσας το ποσό του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα έξοδα αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης και, ως εκ τούτου, δεν αναζητούνται, κατά την έννοια του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συνεπώς, το σχετικό αίτημα των προσφευγουσών είναι απαράδεκτο.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο παραγόμενο με πολυμερισμό γαλακτώματος), κατά το μέρος που γίνεται δεκτό ότι η Dow Deutschland Inc. μετείχε στην επίμαχη παράβαση από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001, αντί από τις 2 Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Οι The Dow Chemical Company, Dow Deutschland, Dow Deutschland Anlagengesellschaft mbH και Dow Europe GmbH φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)      Η Επιτροπή φέρει το ένα δέκατο των δικαστικών εξόδων της.

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α –   Επί των αιτημάτων περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομο καταλογισμό της παραβάσεως στην Dow Chemical

α) Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εφαρμογή εσφαλμένου κριτηρίου για τον καταλογισμό της παραβάσεως στη μητρική εταιρία

β) Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ανατροπή του τεκμηρίου που βαρύνει την Dow Chemical

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

γ) Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και με ελλιπή αιτιολόγηση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της συμμετοχής της Dow Deutschland στην παράβαση

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

Επιχειρήματα της Dow

Επιχειρήματα της Επιτροπής

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων

α) Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση της διαφοροποιήσεως των βασικών ποσών των προστίμων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

–  Επί του, επικουρικώς προβαλλομένου, πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

–  Επί του έκτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

γ) Επί του έβδομου και του όγδοου σκέλους, σχετικά με παράνομη εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

δ) Επί του ένατου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη προσαύξηση του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Β –   Επί των αιτημάτων περί μεταρρυθμίσεως του ύψους του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.