Language of document : ECLI:EU:C:2009:429

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BΟΤ

της 7ης Ιουλίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑555/07

Seda Kücükdeveci

κατά

Swedex GmbH & Co. KG

[αίτηση του Landesarbeitsgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική νομοθεσία για τις απολύσεις η οποία δεν λαμβάνει υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως χρονικά διαστήματα εργασίας που διανύθηκαν πριν ο μισθωτός συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του – Εθνική νομοθεσία που αντίκειται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 – Αποστολή και εξουσίες του εθνικού δικαστή – Γενικές αρχές του δικαίου – Δυνατότητα επίκλησης μιας οδηγίας προς αποκλεισμό της εφαρμογής κανόνα της εθνικής νομοθεσίας σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών»





1.        Με την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ζητείται εκ νέου από το Δικαστήριο να διευκρινίσει το νομικό καθεστώς και το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας στο κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο της αποφάσεως της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold (2).

2.        Ειδικότερα, η παρούσα υπόθεση θα παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει το νομικό πλαίσιο της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και τη λειτουργία που η αρχή αυτή επιτελεί σε μια κατάσταση κατά την οποία έχει λήξει η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (3). Θα πρέπει, ειδικότερα, να προσδιοριστεί η αποστολή και οι εξουσίες του εθνικού δικαστή έναντι ρυθμίσεων της εθνικής νομοθεσίας που εισάγουν διάκριση με κριτήριο την ηλικία, όταν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι μεταγενέστερα της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 και όταν αμφότεροι οι διάδικοι είναι ιδιώτες.

3.        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της S. Kücükdeveci και του πρώην εργοδότη της, της εταιρίας Swedex GmbH & Co. KG (στο εξής: Swedex), σχετικά με τον υπολογισμό της διάρκειας της προθεσμίας που έπρεπε να είχε τηρηθεί για την καταγγελία της συμβάσεώς της.

4.        Με τις παρούσες προτάσεις, θα επεξηγήσω, καταρχάς, τον λόγο για τον οποίο η οδηγία 2000/78 αποτελεί, στην υπό κρίση υπόθεση, τον κανόνα αναφοράς με γνώμονα τον οποίο πρέπει να καθοριστεί η ύπαρξη ή όχι διακρίσεως λόγω ηλικίας.

5.        Εν συνεχεία, θα εκθέσω γιατί η οδηγία αυτή πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας τα χρονικά διαστήματα εργασίας κατά τα οποία απασχολείται ο μισθωτός πριν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της απασχόλησης η οποία, με τη σειρά της, χρησιμεύει για τον καθορισμό της προθεσμίας που πρέπει να τηρήσει ο εργοδότης στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως.

6.        Τέλος, θα παραθέσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι, σε μια κατάσταση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να ερμηνεύσει το εσωτερικό του δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία 2000/78, το δικαστήριο αυτό έχει την εξουσία, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, να μην εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο που αντιβαίνει στην οδηγία αυτή, τούτο δε ακόμα και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –         Η οδηγία 2000/78

7.        Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, «σκοπός της […] οδηγίας [αυτής] είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

8.        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.     Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[…]

[…]».

9.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει τα ακόλουθα:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]».

10.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 προβλέπει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

γ)      τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.»

11.      Κατά το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, η μεταφορά της οδηγίας στην έννομη τάξη των κρατών μελών έπρεπε να πραγματοποιηθεί το αργότερο μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 2003. Παρά ταύτα, το δεύτερο εδάφιο του ίδιου αυτού άρθρου ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να ληφθούν υπόψη ειδικοί όροι και εφόσον είναι αναγκαίο, τα κράτη μέλη διαθέτουν τρία επί πλέον έτη, αρχής γενομένης [από] της 2ας Δεκεμβρίου 2003, ήτοι συνολικά 6 έτη, για να θέσουν σε εφαρμογή τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας τις σχετικές με τις διακρίσεις λόγω ηλικίας και ειδικών αναγκών. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή. […]»

12.      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έκανε χρήση της ευχέρειας αυτής, οπότε η μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2000/78 σχετικά με τις διακρίσεις λόγω ηλικίας και ειδικών αναγκών έπρεπε να έχει συντελεστεί μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 2006.

 Β –         Το εθνικό δίκαιο

13.      Το άρθρο 622 του γερμανικού αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: BGB), που φέρει τον τίτλο «Προθεσμίες καταγγελίας των σχέσεων εργασίας», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1)   Η σχέση εργασίας εργάτη ή υπαλλήλου (μισθωτού) μπορεί να καταγγελθεί με προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων στις 15 ή την τελευταία ημέρα ενός ημερολογιακού μήνα.

2)     Για καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη, η προθεσμία καταγγελίας, αν η σχέση εργασίας στην εκμετάλλευση ή την επιχείρηση:

–        διήρκεσε δύο έτη, είναι ένας μήνας, λήγουσα την τελευταία ημέρα ημερολογιακού μήνα,

–        διήρκεσε πέντε έτη, είναι δύο μήνες, λήγουσα την τελευταία ημέρα ημερολογιακού μήνα,

–        διήρκεσε οκτώ έτη, είναι τρεις μήνες, λήγουσα την τελευταία ημέρα ημερολογιακού μήνα,

–        διήρκεσε δέκα έτη, είναι τέσσερις μήνες, λήγουσα την τελευταία ημέρα ημερολογιακού μήνα,

[…]

Κατά τον υπολογισμό της διάρκειας της απασχολήσεως δεν λαμβάνονται υπόψη περίοδοι πριν από τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας του εργαζομένου (4).»

14.      Τα άρθρα 1, 2 και 10 του γενικού νόμου περί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz) (5), της 14ης Αυγούστου 2006, ο οποίος μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2000/78, ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 1 – Σκοπός του νόμου

Σκοπός του παρόντος νόμου είναι να εμποδίσει τη δημιουργία ή να εξασφαλίσει την εξάλειψη κάθε μειονεκτήματος λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Άρθρο 2 – Πεδίο εφαρμογής

[…]

4)     Για τις καταγγελίες ισχύουν αποκλειστικώς οι διατάξεις περί της γενικής προστασίας από την απόλυση και περί της προστασίας ειδικών κατηγοριών εργαζομένων από την απόλυση.

[…]

Άρθρο 10 – Επιτρεπτό ορισμένων μορφών διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση μπορεί να επιτρέπεται εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά και στηρίζεται σ’ ένα θεμιτό στόχο. Τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού πρέπει να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

1.     την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων αμοιβής και απόλυσης, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

[…]».

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.      Η S. Kücükdeveci γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1978. Από τις 4 Ιουνίου 1996, ήτοι από την ηλικία των 18 ετών, εργαζόταν στη Swedex.

16.      Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2006, η Swedex απέλυσε την εν λόγω υπάλληλό της από 31 Ιανουαρίου 2007, λαμβανομένης υπόψη της νόμιμης προθεσμίας για την καταγγελία.

17.      Με προσφυγή που άσκησε στις 9 Ιανουαρίου 2007, η S. Kücükdeveci προσέβαλε την πράξη απόλυσής της ενώπιον του Arbeitsgericht Mönchengladbach (Γερμανία). Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η ημερομηνία από της οποίας θα έπρεπε να ισχύσει η απόλυσή της ήταν η 30ή Απριλίου 2007, για τον λόγο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 622, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, περίπτωση 4, του BGΒ, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν συμπληρωθεί δέκα έτη υπηρεσίας στην επιχείρηση, η προθεσμία καταγγελίας παρατείνεται στους τέσσερις μήνες και λήγει την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού μήνα.

18.      Κατά την S. Kücükdeveci, το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGΒ, στο μέτρο που προβλέπει ότι τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της προθεσμίας καταγγελίας, συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη η διάταξη αυτή.

19.      Το Arbeitsgericht Mönchengladbach δέχτηκε την προσφυγή της S. Kücükdeveci, η δε Swedex αποφάσισε να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landesarbeitsgericht Düsseldorf (Γερμανία).

20.      Με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ακόμα και αν οι κανόνες περί προστασίας της εργασίας μπορεί εμμέσως να επηρεάζουν τη συμπεριφορά των εργοδοτών όσον αφορά τις προσλήψεις, εντούτοις δεν αποδεικνύεται ότι με τον καθορισμό του ορίου ηλικίας των 25 ετών διώκεται η επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών στους τομείς της πολιτικής απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και ότι επιτυγχάνονται πράγματι οι σκοποί αυτοί.

21.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η εξάρτηση της παρατάσεως της προθεσμίας καταγγελίας από τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας οφείλεται ουσιαστικά στις αντιλήψεις του Γερμανού νομοθέτη σχετικά με τη διαμόρφωση της κοινωνικής και οικογενειακής πολιτικής και στην εκτίμηση ότι οι συνέπειες τις ανεργίας πλήττουν σκληρότερα τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους, αυτό δε λόγω των οικογενειακών και οικονομικών υποχρεώσεών τους και της ελαττούμενης επαγγελματικής ελαστικότητας και κινητικότητάς τους. Το άρθρο 622, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του BGB εκφράζει την εκτίμηση του νομοθέτη ότι συνήθως οι νεαρότεροι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ευκολότερα και ταχύτερα τις συνέπειες από την απώλεια της θέσεως εργασίας τους καθώς και ότι ευλόγως μπορεί να αναμένεται από αυτούς ότι, λόγω της ηλικίας τους, θα επιδείξουν μεγαλύτερη ελαστικότητα και κινητικότητα. Ως συνέπεια της επιδιώξεως να εξασφαλιστεί η προστασία των μεγαλύτερων στην ηλικία και επί μακρύτερο διάστημα απασχολούμενων εργαζομένων, το άρθρο 622, παράγραφος 2, του BGB ρητώς προβλέπει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας και ότι μόνον από την ηλικία αυτή και μετά πρέπει οι εργαζόμενοι να αποκτούν σταδιακά δικαίωμα για μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας ανάλογα με τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους στην επιχείρηση.

22.      Το αιτούν δικαστήριο δεν πείστηκε για την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB. Αντιθέτως, εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της διάταξης αυτής προς το κοινοτικό δίκαιο.

23.      Ειδικότερα, υπό το πρίσμα των συλλογισμών που ανέπτυξε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, και «[των εκτιμήσεων που συνδέονται] με τη διάρθρωση της οικείας αγοράς εργασίας και την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου» τις οποίες εξέθεσε στην απόφαση αυτή, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς το αν η άνιση μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά λαμβανομένων υπόψη των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου ή υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

24.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η οδηγία αυτή δεν μπορεί να παραγάγει άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της κύριας δίκης. Επισημαίνει επίσης, στηριζόμενο σε δύο πρόσφατες αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπενθύμισε και διευκρίνισε την υποχρέωση που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σε συμφωνία προς το κοινοτικό δίκαιο (6), ότι η προϋπόθεση κατά την οποία η εθνική νομοθεσία πρέπει να επιδέχεται ερμηνεία εξακολουθεί να ισχύει. Το αιτούν δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία, κατά την ερμηνεία μιας νομοθετικής διάταξης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της αλλά και η θέση της στο οικείο κανονιστικό πλαίσιο, καθώς και οι συναγόμενοι από τη βούληση του νομοθέτη σκοποί της κανονιστικής ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται η εν λόγω διάταξη (7), κρίνει ότι το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB, του οποίου το γράμμα δεν περιέχει ασάφειες, δεν επιδέχεται ερμηνεία.

25.      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποιες συνέπειες πρέπει να συναγάγει ο εθνικός δικαστής από την ενδεχόμενη ασυμβατότητα της διάταξης αυτής προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας που συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

26.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εστιάζει στο γεγονός ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις. Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον η προπαρατεθείσα απόφαση Mangold μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναγνωρίζει στα εθνικά δικαστήρια την εξουσία, κατά την εφαρμογή του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, να μην εφαρμόζουν τις αντίθετες εθνικές ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, η κατάσταση αυτή ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργηθούν αποκλίσεις στις νομολογίες μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών αν αυτά μπορούσαν να εφαρμόζουν ή όχι μια εθνική νομοθεσία αναλόγως του αν κατά την κρίση τους η νομοθεσία αυτή προσκρούει ή όχι στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Για τους λόγους αυτούς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, με την προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, είχε την πρόθεση να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υποχρεούνται τα εθνικά δικαστήρια, δυνάμει του εσωτερικού δικαίου τους, να κινήσουν τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, πριν δεχθούν ότι μια εθνική νομοθετική διάταξη δεν εφαρμόζεται επειδή παραβιάζει το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υποχρέωση μη εφαρμογής του αντίθετου εθνικού δικαίου, υποχρέωση που επιβάλλει η προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, εγείρει το ζήτημα της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών περί εφαρμογής των ισχυόντων νόμων, κατά μείζονα λόγο όταν τίθεται το ζήτημα της συμβατότητας των νόμων αυτών προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

27.      Υπό τις συνθήκες αυτές το Landesarbeitsgericht Düsseldorf αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)     Παραβιάζει εθνική νομοθετική διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι προθεσμίες καταγγελίας που πρέπει να τηρήσει ο εργοδότης παρατείνονται βαθμιαίως καθόσον αυξάνει η διάρκεια της απασχολήσεως, πλην όμως δεν λαμβάνονται υπόψη οι χρονικές περίοδοι απασχολήσεως του εργαζομένου πριν από τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας, την απορρέουσα από το κοινοτικό δίκαιο απαγόρευση της διακρίσεως λόγω ηλικίας, ήτοι το κοινοτικό πρωτογενές δίκαιο ή την οδηγία 2000/78 […];

β)      Μπορεί να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι ο εργοδότης, σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσεως εργασίας νεαρότερων εργαζομένων, υποχρεούται να τηρήσει μόνο μία βασική προθεσμία καταγγελίας από το γεγονός, αφενός, ότι ο εργοδότης αυτός έχει οικονομικό συμφέρον –το οποίο θίγεται από μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας– να υφίσταται ελαστικότητα όσον αφορά τη διαχείριση του προσωπικού που απασχολεί και, αφετέρου, ότι οι νεαρότεροι εργαζόμενοι δεν τυγχάνουν της προστασίας αυτής όσον αφορά την υπόσταση της εργασιακής τους σχέσης και τα σχέδιά τους (προστασίας που παρέχεται με τις μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους), για παράδειγμα, διότι απαιτείται από αυτούς, ενόψει της ηλικίας τους και/ή των μικρότερων κοινωνικών, οικογενειακών και ιδιωτικών υποχρεώσεών τους, μεγαλύτερη επαγγελματική και προσωπική ελαστικότητα και κινητικότητα;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1α και αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1β:

Στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, οφείλει το δικαστήριο κράτους μέλους να μην εφαρμόσει τη νομοθετική διάταξη που αντίκειται προδήλως στο κοινοτικό δίκαιο ή οφείλει να λάβει υπόψη την εμπιστοσύνη την οποία έχουν οι ιδιώτες στην εφαρμογή των ισχυόντων εθνικών νόμων, υπό την έννοια ότι το εθνικό δίκαιο δεν θα εφαρμοστεί αφού πρώτα υπάρξει απόφαση του […] Δικαστηρίου για την επίμαχη ή για μία κατ’ ουσίαν όμοια διάταξη;»

III – Ανάλυση

 Επί των σκελών 1α και 1β του πρώτου ερωτήματος

28.      Το πρώτο ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το κοινοτικό δίκαιο έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους του εργαζόμενου δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, όπως ζητεί και το αιτούν δικαστήριο, να διευκρινιστεί ποιος είναι ο κοινοτικός κανόνας αναφοράς που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως, ήτοι αν πρόκειται για την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, που συνιστά, κατά το Δικαστήριο, γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (8), ή για την οδηγία 2000/78.

1.      Ποιος είναι ο κοινοτικός κανόνας αναφοράς;

29.      Θεωρώ ότι, προκειμένου να καθοριστεί η ύπαρξη ή όχι απαγορευμένης από το κοινοτικό δίκαιο διακρίσεως λόγω ηλικίας, ο κανόνας αναφοράς πρέπει να είναι, σε μια κατάσταση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, η οδηγία 2000/78.

30.      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι τόσο από τον τίτλο και το προοίμιό της όσο και από το περιεχόμενο και την οικονομία της, η οδηγία 2000/78 σκοπεί στη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου ώστε να εξασφαλίζεται σε κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία, παρέχοντάς του αποτελεσματική προστασία έναντι των διακρίσεων που στηρίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία (9).

31.      Επισημαίνεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξεως της προθεσμίας που παρασχέθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής, ήτοι μετά τις 2 Δεκεμβρίου 2006.

32.      Επιπλέον, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78, αυτή «εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα […], όσον αφορά […] τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών». Στο μέτρο που το άρθρο 622 του BGB συνιστά διάταξη που ρυθμίζει μια από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η απόλυση, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

33.      Συνεπώς, η ανάλυσή μου, που συνίσταται στον καθορισμό του ζητήματος αν το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB παραβιάζει την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας που καθιερώνει το κοινοτικό δίκαιο, θα στηριχτεί κυρίως στις διατάξεις της οδηγίας 2000/78 που ορίζουν επακριβώς τι πρέπει να χαρακτηριστεί ως διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας που αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, η οδηγία αυτή αποτελεί το λεπτομερές πλαίσιο που παρέχει τη δυνατότητα να διαγνωσθεί η ύπαρξη ή όχι διακρίσεων που συνδέονται με την ηλικία στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.

34.      Κατά συνέπεια, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσδοθεί αυτοτελές περιεχόμενο στη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, δια της ερμηνείας αυτής μόνον της αρχής, όταν μια τέτοια προσέγγιση παρουσιάζει το μέγιστο μειονέκτημα να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την οδηγία 2000/78. Τούτο ωστόσο δεν σημαίνει ότι η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, που συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, δεν ασκεί καμία επιρροή στην ανάλυσή μου στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Στο μέτρο που η γενική αυτή αρχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οδηγία 2000/78, κύριος σκοπός της οποίας είναι να καταστήσει ευχερέστερη την υλοποίησή της, θα πρέπει, όπως θα εξηγήσω κατά την ανάλυση της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα, να λαμβάνεται υπόψη όταν πρόκειται να καθοριστεί κατά πόσον, και υπό ποιες προϋποθέσεις, μπορεί να γίνει επίκληση της οδηγίας 2000/78 στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.

35.      Κατόπιν τούτου, είναι σκόπιμο να εξεταστεί ακολούθως αν η οδηγία 2000/78, ειδικότερα δε το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB.

2.      Απαγορεύει η οδηγία 2000/78 το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB;

36.      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB αποκλείει χρονικά διαστήματα απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας των εργαζομένων για τον υπολογισμό της διάρκειας της απασχολήσεως βάσει της οποίας, κατόπιν, καθορίζεται η προθεσμία που πρέπει να τηρηθεί στην περίπτωση απολύσεως, εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη ευθέως στην ηλικία, εμπίπτουσα στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78. Συγκεκριμένα, το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB επιβάλλει ευθέως λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των απολυομένων εργαζομένων που συνήψαν σύμβαση εργασίας με τον εργοδότη τους πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας τους σε σχέση με τους απολυόμενους εργαζομένους που συνήψαν σύμβαση εργασίας μετά την ηλικία αυτή. Επιπλέον, το μέτρο αυτό περιάγει σε μειονεκτική θέση τους νέους εργαζομένους σε σχέση με τους εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας, δεδομένου ότι οι πρώτοι μπορούν δυνητικά να εξαιρεθούν, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της S. Kücükdeveci, από την εφαρμογή υπέρ αυτών του προστατευτικού μηχανισμού που συνίσταται στη βαθμιαία αύξηση των προθεσμιών καταγγελίας, ανάλογα με τον χρόνο απασχόλησης στην επιχείρηση.

37.      Εντούτοις, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά απαγορευμένη διάκριση δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής «εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία». Επομένως, οι θεμιτοί αυτοί σκοποί, που εμπίπτουν στην κοινωνική πολιτική (10), μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, παραδείγματα της οποίας απαριθμεί το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78.

38.      Ο εκπρόσωπος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εξέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου θεσπίστηκε το όριο των 25 ετών. Από την επιχειρηματολογία του προκύπτει ότι ο Γερμανός νομοθέτης θέσπισε, το 1926, ένα σύστημα βαθμιαίας αύξησης των προθεσμιών καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας με κριτήριο τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας. Η εισαγωγή του ορίου της ηλικίας των 25 ετών από το οποίο οι περίοδοι απασχόλησης λαμβάνονται υπόψη είχε σκοπό να απαλλάξει μερικώς τους εργοδότες από το βάρος αυτής της σταδιακής παράτασης των προθεσμιών καταγγελίας. Η διάταξη αυτή φαίνεται ότι διευκόλυνε την επίτευξη του πολιτικού συμβιβασμού που οδήγησε στη θέσπιση του κύριου μέτρου που συνιστά η εν λόγω παράταση. Επιπλέον, ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι προφανώς η παροχή ευρύτερου περιθωρίου ελιγμών στους εργοδότες οσάκις επιθυμούν να απολύσουν νέους εργαζομένους, καθόσον αυτό το περιθώριο ελιγμών ως προς τους νεότερους εργαζομένους αντισταθμίζει τρόπον τινά το βάρος που επωμίζονται οι εργοδότες λόγω της βαθμιαίας αύξησης των προθεσμιών καταγγελίας ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας. Ο Γερμανός νομοθέτης δηλαδή επιχείρησε να εξισορροπήσει, αφενός, την ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων βάσει του χρόνου απασχολήσεως στην επιχείρηση και, αφετέρου, το συμφέρον των εργοδοτών για ευέλικτη διαχείριση του προσωπικού.

39.      Επιπλέον, οι εξηγήσεις που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο παρέχουν τη δυνατότητα να διευκρινιστεί το πλαίσιο εντός του οποίου θεσπίστηκε το άρθρο 622, παράγραφος 2, του BGB. Λαμβανόμενο υπόψη συνολικά, το άρθρο αυτό σκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων από την ανεργία. Ο Γερμανός νομοθέτης έλαβε ως δεδομένο ότι η ανεργία πλήττει σκληρότερα τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους απ’ ό,τι τους νεότερους, διότι οι πρώτοι έχουν οικογενειακές και οικονομικές υποχρεώσεις που οι δεύτεροι κατά κανόνα δεν έχουν και διότι, επιπροσθέτως, η επαγγελματική κινητικότητά τους είναι περιορισμένη. Κατά τον χρόνο της θέσπισης της επίμαχης διάταξης, ήτοι στις αρχές του εικοστού αιώνα, η τάση ήταν οι εργαζόμενοι, κυρίως άνδρες, να δημιουργούν οικογένεια γύρω στην ηλικία των τριάντα ετών. Δεδομένου ότι πριν την ηλικία αυτή δεν είχαν γενικώς οικογενειακά βάρη, οι νέοι εργαζόμενοι προστατεύονταν επαρκώς από την εφαρμογή της βασικής προθεσμίας καταγγελίας. Εξάλλου, οι νέοι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν ευκολότερα και ταχύτερα τις συνέπειες από την απώλεια της θέσεως εργασίας τους.

40.      Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι το όριο της ηλικίας των 25 ετών μπορεί να αναλυθεί υπό την έννοια ότι επιδιώκει ένα θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας, στο μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του υψηλότερου ποσοστού ανεργίας των νέων εργαζομένων, καθόσον δημιουργεί προϋποθέσεις ικανές να διευκολύνουν την πρόσληψη ατόμων αυτής της ηλικιακής κατηγορίας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι απαιτείται μόνον η τήρηση της βασικής προθεσμίας καταγγελίας προτρέπει τους εργοδότες να προσλαμβάνουν νεότερους εργαζόμενους.

41.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ερωτάται αν μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB, το οποίο προβλέπει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη χρονικά διαστήματα απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους, επιδιώκει θεμιτό σκοπό υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, ήτοι σκοπό που εμπίπτει στην κοινωνική πολιτική.

42.      Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να διακριθεί το μέτρο που συνίσταται στη βαθμιαία αύξηση της προθεσμίας καταγγελίας λόγω απολύσεως ανάλογα με τον χρόνο απασχολήσεως στην επιχείρηση από το μέτρο που αφορά τον καθορισμό ελάχιστης ηλικίας 25 ετών προκειμένου να εφαρμοστεί υπέρ του ενδιαφερομένου η αύξηση αυτή.

43.      Η σκοπιμότητα της αυξημένης προθεσμίας καταγγελίας έγκειται σαφώς στην προστασία των εργαζομένων, δεδομένου ότι ο Γερμανός νομοθέτης θεωρεί ότι, εφόσον οι εργαζόμενοι έχουν απασχοληθεί επί μακρόν σε μια επιχείρηση, η ικανότητα προσαρμογής και οι δυνατότητες επανένταξής τους στο εργατικό δυναμικό ελαττώνονται. Αν ένας εργοδότης αποφασίσει να απολύσει έναν εργαζόμενο που απασχολείται επί μακρόν στην επιχείρησή του, η αυξημένη προθεσμία καταγγελίας διευκολύνει σαφώς τη μετάβαση του εργαζόμενου αυτού σε ένα νέο επαγγελματικό καθεστώς, ειδικότερα δε στην αναζήτηση νέας εργασίας. Η ενισχυμένη αυτή προστασία του απολυμένου εργαζομένου ανάλογα με τον χρόνο απασχολήσεώς του στην επιχείρηση μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ότι επιδιώκει σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

44.      Αντιθέτως, είναι δυσχερέστερο να διαγνωσθεί η ύπαρξη θεμιτού σκοπού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης σε σχέση με το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι απασχολήσεως που έχουν διανυθεί πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους.

45.      Καταρχάς, κατά τη γνώμη μου, είναι τουλάχιστον θεωρητικός ο ισχυρισμός ότι το μέτρο αυτό επηρεάζει θετικά την πρόσληψη νέων εργαζομένων. Αντιθέτως, είναι βέβαιο ότι οι μικρές προθεσμίες καταγγελίας έχουν αναγκαστικά αρνητική επίδραση στην αναζήτηση νέας εργασίας από τους νέους εργαζομένους. Επομένως, η θέσπιση ορίου ηλικίας 25 ετών από το οποίο δύναται να τεθεί σε εφαρμογή η αύξηση των προθεσμιών καταγγελίας δεν ευνοεί, κατά τη γνώμη μου, την επαγγελματική ένταξη των νέων εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78.

46.      Ο κύριος σκοπός του μέτρου αυτού, όπως προκύπτει από το γενικό του πλαίσιο, είναι να παράσχει τη δυνατότητα στους εργοδότες να διαχειρίζονται την κατηγορία του προσωπικού των νέων εργαζομένων με μεγαλύτερη ελαστικότητα, δεδομένου ότι ο Γερμανός νομοθέτης έκρινε ότι οι νέοι εργαζόμενοι έχουν μικρότερη ανάγκη προστασίας σε περίπτωση απολύσεως απ’ ό,τι έχουν οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα έγκειται στο να καθοριστεί αν το συμφέρον αυτό των εργοδοτών να διαχειρίζονται μια κατηγορία εργαζομένων με μεγαλύτερη ελαστικότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται στους σκοπούς της κοινωνικής πολιτικής που απαριθμούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, όπως είναι οι σκοποί της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας.

47.      Με την προπαρατεθείσα απόφαση Age Concern England, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, ως εκ του γενικού συμφέροντος χαρακτήρα τους, οι θεμιτοί αυτοί σκοποί διακρίνονται από αμιγώς ατομικούς λόγους οι οποίοι χαρακτηρίζουν την κατάσταση του εργοδότη, όπως η μείωση του κόστους ή η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατό να αποκλείεται ότι ένας εθνικός κανόνας αναγνωρίζει, κατά την επιδίωξη των εν λόγω θεμιτών σκοπών, ορισμένο βαθμό ευελιξίας στους εργοδότες (11). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο δεν αποκλείει ότι εθνικό μέτρο αναγόμενο στην πολιτική στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας μπορεί να συνεπάγεται την παροχή «ορισμένου βαθμού ευελιξίας στους εργοδότες». Εντούτοις, μου είναι δύσκολο να δεχτώ ότι η παρεχόμενη στους εργοδότες ευελιξία αυτή μπορεί να συνιστά θεμιτό σκοπό αφ’ εαυτής. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε επακριβώς ότι οι «θεμιτοί» σκοποί του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχουν «χαρακτήρα γενικού συμφέροντος». Η διάσταση όμως αυτή του γενικού συμφέροντος ελλείπει από ένα μέτρο που προβλέπει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη χρονικά διαστήματα απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας και το οποίο οδηγεί, σε τελική ανάλυση, στην εξαίρεση μιας κατηγορίας εργαζομένων, εν προκειμένω των νεότερων, από την εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας κατά των απολύσεων.

48.      Επιπλέον, αμφιβάλλω κατά πόσον ασκεί επιρροή μια εκ των υποθέσεων στις οποίες στηρίζεται το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB, ήτοι ότι οι νέοι εργαζόμενοι αντιδρούν ευκολότερα και ταχύτερα στην απώλεια της θέσεως εργασίας τους από τους άλλους εργαζομένους. Το μεγάλο τμήμα που αντιπροσωπεύουν οι νέοι άνεργοι στις κοινωνίες μας θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση την υπόθεση αυτή που ίσως ήταν βάσιμη το 1926, αλλά στη σημερινή εποχή δεν ευσταθεί.

49.      Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι το μέτρο που προβλέπει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη χρονικά διαστήματα απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας για τον υπολογισμό των προθεσμιών καταγγελίας λόγω απολύσεως δεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

50.      Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το μέτρο αυτό επιδιώκει θεμιτό σκοπό της κοινωνικής πολιτικής, όπως είναι οι σκοποί της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας, φρονώ ότι υπερβαίνει το μέτρο που είναι ενδεδειγμένο και αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.

51.      Είναι αληθές ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν αναμφισβήτητα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην επιλογή όχι μόνον της επιδίωξης ενός συγκεκριμένου σκοπού μεταξύ άλλων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως, αλλά και στον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός (12). Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επισημάνει επίσης ότι απλές γενικεύσεις που αφορούν την καταλληλότητα συγκεκριμένου μέτρου να συμβάλει στην πολιτική απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο σκοπός του μέτρου αυτού είναι ικανός να δικαιολογήσει την παρέκκλιση από την αρχή αυτή, αλλ’ ούτε και αποτελούν στοιχεία επιτρέποντα ευλόγως να κριθεί ότι τα επιλεγέντα μέτρα ήταν πρόσφορα για την υλοποίηση του σκοπού αυτού (13). Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB επιδιώκει τον σκοπό της διευκόλυνσης πρόσληψης των νέων εργαζομένων και συνεπώς της επαγγελματικής ένταξης της εν λόγω κατηγορίας εργαζομένων, κανένα απτό στοιχείο δεν προβάλλεται προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού ή προς απόδειξη της καταλληλότητας του μέτρου να επιτύχει τον σκοπό αυτόν. Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, ο κατάλληλος και αναγκαίος χαρακτήρας του εν λόγω μέτρου.

52.      Επιπλέον, η εφαρμογή του άρθρου 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB οδηγεί σε μια κατάσταση κατά την οποία όλοι οι εργαζόμενοι που συνήψαν σχέση εργασίας πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας τους και οι οποίοι απολύονται, όπως η S. Kücükdeveci, λίγο καιρό μετά τη συμπλήρωση του έτους αυτού εξαιρούνται, κατά τρόπο γενικό και ανεξαρτήτως της προσωπικής και οικογενειακής τους κατάστασης, καθώς και του επιπέδου σπουδών τους, από μια σημαντική πτυχή της προστασίας των εργαζομένων κατά των απολύσεων. Εκτός αυτού, ο γενικός αυτός αποκλεισμός, που αποφασίστηκε το 1926, διατηρήθηκε χωρίς να είναι αποδεδειγμένο, κατά τη γνώμη μου, ότι ο καθορισμός αυτού του ορίου ηλικίας εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη οικονομική και κοινωνική κατάσταση της εν λόγω κατηγορίας εργαζομένων.

53.      Για τον λόγο αυτόν προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθετική διάταξη, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, κατά τρόπο γενικό, ότι τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταγγελίας συμβάσεως εργασίας.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

54.      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποιες συνέπειες πρέπει να συναγάγει ο εθνικός δικαστής από την ενδεχόμενη ασυμβατότητα του άρθρου 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB προς την οδηγία 2000/78. Ειδικότερα, ερωτάται αν υποχρεούται το αιτούν δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη αυτή την εθνική διάταξη οσάκις η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του είναι διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Επιπλέον, ερωτάται αν το δικαστήριο αυτό έχει την υποχρέωση να κινήσει τη διαδικασία υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προτού αποφασίσει να μην εφαρμόσει μια εθνική διάταξη που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο.

55.      Το τελευταίο αυτό σκέλος του δεύτερου ερωτήματος δεν χρήζει, κατά τη γνώμη μου, μακράς αναλύσεως. Συγκεκριμένα, είναι σαφές, από της εκδόσεως της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 1978 επί της υποθέσεως Simmenthal (14), ότι ο εθνικός δικαστής, ως κοινοτικός δικαστής του κοινού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει στο ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύει τα δικαιώματα τα οποία αυτό απονέμει στους ιδιώτες, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου. Το καθήκον που υπέχει ο εθνικός δικαστής να μην εφαρμόζει τις εθνικές διατάξεις που εμποδίζουν την πλήρη ανάπτυξη των αποτελεσμάτων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου ουδόλως εξαρτάται από την προηγούμενη υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, άλλως η ευχέρεια που έχουν τα εθνικά δικαστήρια, δυνάμει του άρθρου 234, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα θα μετατρεπόταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε γενικευμένη υποχρέωση παραπομπής.

56.      Αντιθέτως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο είναι πιο λεπτό και δεν βρίσκει σαφή απάντηση στη νομολογία του Δικαστηρίου.

57.      Το Δικαστήριο ωστόσο έχει δώσει επανειλημμένως σαφή απάντηση στο ερώτημα αν μπορεί, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να γίνει επίκληση μιας οδηγίας που έχει μεταφερθεί εσφαλμένα ή καθόλου από κράτος μέλος. Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατά πάγια νομολογία, ότι οδηγία, αυτή καθαυτή, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ’ αυτού. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, ακόμη και μια σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη οδηγίας η οποία σκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων ή στην επιβολή υποχρεώσεων στους ιδιώτες δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, αυτή καθαυτή, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών (15). Το Δικαστήριο αρνείται επομένως να κάνει ένα βήμα που θα συνεπαγόταν την εξομοίωση των οδηγιών προς τους κανονισμούς, αναγνωρίζοντας στην Κοινότητα την εξουσία να επιβάλλει με άμεσο αποτέλεσμα υποχρεώσεις εις βάρος ιδιωτών, μολονότι έχει την αρμοδιότητα αυτή μόνο στις περιπτώσεις που της απονέμεται η εξουσία εκδόσεως κανονισμών (16). Η θέση αυτή σέβεται την ιδιαίτερη φύση της οδηγίας, η οποία, εξ ορισμού, γεννά απευθείας υποχρεώσεις μόνο σε βάρος των κρατών μελών στα οποία απευθύνεται και δεν μπορεί να επιβάλλει υποχρεώσεις στους ιδιώτες παρά μόνο μέσω των εθνικών μέτρων μεταφοράς (17).

58.      Το Δικαστήριο αντιστάθμισε αυτή την κατηγορηματική άρνηση αναγνώρισης οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος στις οδηγίες υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις δυνάμενες να ικανοποιήσουν τον ιδιώτη που θεωρεί ότι βλάπτεται από τη μη μεταφορά ή την εσφαλμένη μεταφορά μιας οδηγίας.

59.      Ο πρώτος παράγοντας που μετριάζει την έλλειψη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών συνίσταται στην υποχρέωση που υπέχει το εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει (18). Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει πάντως στα εθνικά δικαστήρια να χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (19).

60.      Με την προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., το Δικαστήριο διευκρίνισε τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο εθνικός δικαστής όσον αφορά μια διαφορά μεταξύ ιδιωτών, μειώνοντας ακόμα περισσότερο το όριο μεταξύ της δυνατότητας επίκλησης της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας και της δυνατότητας επίκλησης μιας οδηγίας με σκοπό να αποκλειστεί η εφαρμογή του αντίθετου εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, αν το εθνικό δίκαιο, δια της εφαρμογής μεθόδων ερμηνείας αναγνωρισμένων από αυτό, επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την ερμηνεία μιας διατάξεως της εσωτερικής έννομης τάξεως κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση προς άλλον κανόνα εσωτερικού δικαίου ή να περιορίζεται προς τούτο το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, δια της εφαρμογής της μόνον καθόσον συμβιβάζεται προς τον εν λόγω κανόνα, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους προκειμένου να επιτύχει το αποτέλεσμα το οποίο επιδιώκει η οδηγία (20).

61.      Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου, και κυρίως από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για ερμηνεία του εθνικού δικαίου contra legem (21).

62.      Ο δεύτερος παράγοντας που μετριάζει την έλλειψη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών δύναται να ενεργοποιηθεί ακριβώς στην περίπτωση κατά την οποία το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ερμηνείας. Συγκεκριμένα, το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη να αποκαθιστούν τις ζημίες που έχουν προκαλέσει στους ιδιώτες λόγω της μη μεταφοράς μιας οδηγίας, εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτ’ απ’ όλα, η σχετική οδηγία πρέπει να έχει ως σκοπό την παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες. Στη συνέχεια, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να μπορεί να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Τέλος, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης του κράτους μέλους και της ζημίας που προκλήθηκε (22).

63.      Τέλος, ο τρίτος αντισταθμιστικός παράγοντας έγκειται στην αποσύνδεση του οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών από τη δυνατότητα επίκλησης των οδηγιών αυτών προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή του αντίθετου εθνικού δικαίου, ακόμα και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. Η λύση αυτή θεωρεί ότι, μολονότι οι οδηγίες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το κενό ή τις ατέλειες του εθνικού δικαίου για να επιβάλουν απευθείας υποχρεώσεις εις βάρος των ιδιωτών, μπορεί τουλάχιστον να γίνει επίκλησή τους προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή του αντίθετου εθνικού δικαίου, οπότε στην περίπτωση αυτή ο εθνικός δικαστής εφαρμόζει μόνον το απαλλαγμένο από τις αντίθετες προς την οδηγία διατάξεις εθνικό δίκαιο προκειμένου να επιλύσει μια διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

64.      Εντούτοις, η αποσύνδεση αυτή του αποκαλούμενου άμεσου αποτελέσματος «της υποκατάστασης» των οδηγιών από τη δυνατότητα επίκλησής τους με σκοπό τη μη εφαρμογή εθνικού κανόνα ουδέποτε έχει γίνει δεκτή από το Δικαστήριο κατά τρόπο γενικό και ρητό (23). Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο του τρίτου αυτού αντισταθμιστικού παράγοντα παραμένει, προς το παρόν, πολύ περιορισμένο (24).

65.      Συνοψίζοντας, η κρατούσα νομολογία όσον αφορά το αποτέλεσμα των οδηγιών στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών έχει ως εξής. Το Δικαστήριο εξακολουθεί να αντιτίθεται στην αναγνώριση οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος στις οδηγίες κρίνοντας, προφανώς, ότι οι δύο κύριοι αντισταθμιστικοί παράγοντες που συνίστανται στην υποχρέωση της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου και στην ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου αρκούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τόσο για την εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των οδηγιών όσο και για την ικανοποίηση των ιδιωτών που θεωρούν ότι υπέστησαν βλάβη από παράνομη συμπεριφορά των κρατών μελών.

66.      Συνεπώς, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να συνίσταται στην κατά τα συνήθη υπενθύμιση της νομολογίας που μόλις εξέθεσα, με την επισήμανση στο εθνικό δικαστήριο ότι οφείλει να χρησιμοποιήσει όλες τις μεθόδους που διαθέτει προκειμένου να ερμηνεύσει το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τον επιδιωκόμενο με την οδηγία 2000/78 σκοπό και, σε περίπτωση που τέτοια ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να καλέσει την S. Kücükdeveci να ασκήσει κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αγωγή αποζημιώσεως λόγω ευθύνης του εν λόγω κράτους μέλους από την ατελή εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

67.      Ωστόσο, δεν θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει κατά τον τρόπο αυτόν, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους.

68.      Πρώτον, όπως ορθώς επισημαίνει το Landesarbeitsgericht Düsseldorf, η υποχρέωση σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου ισχύει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη εθνική νομοθεσία είναι δεκτική ερμηνείας. Το αιτούν δικαστήριο όμως κρίνει ότι το άρθρο 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB δεν επιδέχεται ερμηνεία. Επομένως, στο Δικαστήριο υποβάλλεται ερώτημα από εθνικό δικαστήριο το οποίο υπογραμμίζει ότι το γράμμα της διάταξης αυτής είναι μη διφορούμενο και ότι, ακόμα και αν προβεί σε όλες τις ενέργειες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του για να επιτύχει τους επιδιωκόμενους από την οδηγία 2000/78 σκοπούς, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον εθνικό του κανόνα κατά τρόπο σύμφωνο προς τα οριζόμενα με την εν λόγω οδηγία. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι δεν είναι ικανοποιητικό να κληθεί το αιτούν δικαστήριο να πράξει κάτι το οποίο, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του εθνικού του δικαίου, θεωρεί αδύνατο να φέρει εις πέρας.

69.      Δεύτερον, απάντηση που να παροτρύνει την S. Kücükdeveci να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θα είχε ως βασικό μειονέκτημα ότι η πρώτη θα ηττηθεί στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δίκη, με τις οικονομικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται και μολονότι αποδεικνύεται ύπαρξη διάκρισης λόγω ηλικίας αντίθετη προς την οδηγία 2000/78, θα υποχρεωθεί δε να κινήσει νέα ένδικη διαδικασία. Η λύση αυτή δεν είναι σύμφωνη, κατά τη γνώμη μου, με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας το οποίο πρέπει να διαθέτουν, δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 2000/8, τα πρόσωπα που θεωρούν ότι βλάπτονται από την έναντί τους μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Υπό το πρίσμα αυτό, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των αντίθετων προς το κοινοτικό δίκαιο διακρίσεων συνεπάγεται ότι ο αρμόδιος εθνικός δικαστής πρέπει να δύναται να διασφαλίζει στα άτομα που τυγχάνουν δυσμενούς μεταχειρίσεως τα ίδια πλεονεκτήματα με εκείνα που παρέχονται στα άτομα της ευνοημένης κατηγορίας (25), αμέσως και χωρίς να απαιτείται να καλεί τους υφιστάμενους τις διακρίσεις να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως κατά του κράτους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να περιοριστεί σε μια απάντηση που επικεντρώνεται στο κατά πόσον είναι δυνατή αγωγή αποζημιώσεως κατά του κράτους λόγω ευθύνης του από την ατελή μεταφορά της οδηγίας αυτής.

70.      Προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει μια πιο τολμηρή προσέγγιση όσον αφορά την αντιμετώπιση των αντίθετων προς το κοινοτικό δίκαιο διακρίσεων, μια προσέγγιση που, κατά τα λοιπά, ουδόλως συγκρούεται προς την κρατούσα νομολογία του σχετικά με την έλλειψη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών. Κατά την άποψη αυτή, που στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος στον ειδικό χαρακτήρα των οδηγιών που έχουν ως αντικείμενο την καταπολέμηση των διακρίσεων, καθώς και στην ιεραρχία των κανόνων εντός της κοινοτικής έννομης τάξης, οδηγία που έχει εκδοθεί προς διευκόλυνση της υλοποιήσεως της γενικής αρχής της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν μπορεί να συρρικνώνει το περιεχόμενο της αρχής αυτής. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει, όπως το έχει πράξει και όσον αφορά και τη γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, να αναγνωρίσει ότι οδηγία που έχει ως αντικείμενο την καταπολέμηση των διακρίσεων μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική ρύθμιση αντίθετη προς την οδηγία αυτή.

71.      Επιπλέον, η άποψη αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η μόνη που εναρμονίζεται προς ό,τι έκρινε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Mangold. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 εθνική ρύθμιση που επιτρέπει, χωρίς περιορισμούς, εκτός αν υφίσταται στενός σύνδεσμος με προηγούμενη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου συναφθείσα με τον ίδιο εργοδότη, τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου όταν ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει το πεντηκοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του. Η βασική δυσκολία την οποία αντιμετώπισε το Δικαστήριο ήταν να καθορίσει ποιες συνέπειες έπρεπε να αντλήσει ο εθνικός δικαστής από την ερμηνεία αυτή σε μια κατάσταση κατά την οποία, αφενός, η διάδικοι της κύριας δίκης ήταν δύο ιδιώτες και, αφετέρου, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας δεν είχε ακόμα λήξει κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως εργασίας.

72.      Υπερβαίνοντας τα δύο αυτά εμπόδια, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας που απορρέει από την προπαρατεθείσα απόφαση Simmenthal, ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, που επιλαμβάνεται διαφοράς που αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, να διασφαλίζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που απορρέει για τους ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο και να εγγυάται την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, μη εφαρμόζοντας οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου (26). Επομένως, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η αρχή αυτή μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που εισάγει διακρίσεις.

73.      Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο σύναψης της συμβάσεως, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2000/78 δεν είχε ακόμα λήξει δεν ήταν σε θέση να αναιρέσει τη διαπίστωση ασυμβατότητας μεταξύ της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Το Δικαστήριο στηρίχτηκε, πρώτον, στη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter‑Environnement Wallonie (27), από την οποία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας, οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα (28).

74.      Δεύτερον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η οδηγία 2000/78 [αυτή καθαυτή δεν] καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο της 1, μοναδικός σκοπός της οδηγίας αυτής είναι «η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού», η δε αρχή της απαγόρευσης αυτών των μορφών διακρίσεων πηγάζει, όπως προκύπτει από την πρώτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, από διάφορες διεθνείς πράξεις και από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (29). Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας πρέπει να θεωρηθεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (30).

75.      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία του κατά την οποία, εφόσον εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, εφόσον του υποβληθεί συναφώς προδικαστικό ερώτημα, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να μπορέσει αυτό να κρίνει αν η ρύθμιση αυτή συμβιβάζεται με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Η επίμαχη εθνική διάταξη ενέπιπτε όντως στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου καθόσον αποτελούσε μέτρο εφαρμογής της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (31). Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η τήρηση της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης, ειδικότερα ως προς την ηλικία, δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να εξαρτάται από τη λήξη της προθεσμίας που παρέχεται στα κράτη μέλη για να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο μια οδηγία αποσκοπούσα στη δημιουργία ενός γενικού πλαισίου καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω ηλικίας (32).

76.      Όπως είναι γνωστό, η προπαρατεθείσα απόφαση Mangold δέχτηκε πολλές κριτικές. Αν εστιάσω στη βασική συνεισφορά της απόφασης αυτής, ήτοι στην παραδοχή ότι η τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, που αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, δεν μπορεί να εξαρτάται από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 και ότι, ως εκ τούτου, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξασφαλίζει το πλήρες αποτέλεσμα της αρχής αυτής αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, ακόμα και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, φρονώ ότι οι κριτικές αυτές πρέπει να αναλυθούν περαιτέρω.

77.      Έτσι, όσον αφορά, καταρχάς, την ίδια την κατοχύρωση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας ως γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, κλίνω προς την άποψη ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο δίνει τόση έμφαση στην αρχή αυτή ανταποκρίνεται στην εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου όπως προκύπτει, αφενός, από την καθιέρωση, με το άρθρο 13, παράγραφος 1, ΕΚ της ηλικίας ως κριτηρίου βάσει του οποίου απαγορεύονται διακρίσεις και, αφετέρου, από το γεγονός ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη δικαιώματα, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (33). Είναι αληθές ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου θα ήταν ασφαλώς πειστικότερη αν στηριζόταν στα στοιχεία αυτά, πέραν των διεθνών πράξεων και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών που, στην πλειονότητά τους, δεν αναγνωρίζουν μια συγκεκριμένη αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου περί υπάρξεως τέτοιας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, συνάδει με την εκπεφρασμένη βούληση των κρατών μελών και των κοινοτικών θεσμικών οργάνων να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά τις διακρίσεις που συνδέονται με την ηλικία. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, τόσο ως ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσο και ως θεμελιώδες δικαίωμα, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.

78.      Εν συνεχεία, είμαι της γνώμης ότι οι συνέπειες που συνήγαγε το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, από την ύπαρξη της αρχής αυτής, είναι σύμφωνες προς τη νομολογία που έχει σταδιακά αναπτύξει όσον αφορά τη γενική αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

79.      Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η γενική αρχή της ισότητας περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου (34). Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο οι παρεμφερείς καταστάσεις, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (35). Επίσης, η εν λόγω αρχή συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων τον σεβασμό των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (36).

80.      Ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η γενική αρχή της ισότητας επιτελεί πολλές λειτουργίες. Παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να συμπληρώνει τα κενά που ενδέχεται να παρουσιάζουν οι διατάξεις του πρωτογενούς ή του παράγωγου δικαίου. Επιπλέον, αποτελεί ερμηνευτικό εργαλείο ικανό να αποσαφηνίσει την έννοια και το περιεχόμενο των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (37) καθώς και μέσο ελέγχου της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων (38).

81.      Επιπλέον, η τήρηση της γενικής αρχής της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεσμεύει τα κράτη μέλη και όταν υλοποιούν τις κοινοτικές ρυθμίσεις. Εν συνεχεία, τα κράτη μέλη αυτά οφείλουν, κατά το μέτρο του δυνατού, να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτές κατά τρόπο που να μην αντιβαίνει στις επιταγές που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη (39). Συναφώς, όπως εξέθεσα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εφόσον μια εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, οφείλει, όταν του υποβάλλεται σχετικό προδικαστικό ερώτημα, να παρέχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να μπορέσει το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ρύθμιση αυτή συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον σεβασμό των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (40). Αν αποδειχθεί, υπό το πρίσμα της ερμηνείας αυτής, ότι μια εθνική ρύθμιση αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να μην την εφαρμόσει, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.

82.      Η συλλογιστική που ανέπτυξε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Mangold λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά αυτά δεδομένα που προκύπτουν από τη νομολογία του προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της γενικής αρχής της ισότητας, ανεξαρτήτως της λήξεως της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78. Κατά τη γνώμη μου, η συλλογιστική αυτή συνάδει με την ιεραρχία των κανόνων της κοινοτικής έννομης τάξης.

83.      Για να αποσαφηνιστεί ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται τη σχέση μεταξύ ενός κανόνα του πρωτογενούς και ενός κανόνα του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει σύγκριση με τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται τη σχέση μεταξύ του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ [νυν άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 129 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ)], που καθιερώνει την ισότητα της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών, και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ (41).

84.      Με την απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne (42), το Δικαστήριο επισήμανε ότι η οδηγία 75/117 αποσαφηνίζει από ορισμένες απόψεις το ουσιαστικό περιεχόμενο του άρθρου 119 της Συνθήκης και περιλαμβάνει διάφορες διατάξεις που σκοπό έχουν, κατ’ ουσίαν, να βελτιώσουν τη δικαστική προστασία των εργαζομένων που ενδεχομένως θίγονται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών που θέτει το εν λόγω άρθρο (43). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία αυτή στόχο έχει να προωθήσει, με σύνολο μέτρων που πρέπει να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο, την ορθή εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης, χωρίς να μπορεί, εντούτοις, να εξασθενίσει την αποτελεσματικότητα του άρθρου αυτού (44). Με την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1981, 96/80, Jenkins (45), το Δικαστήριο διευκρίνισε, στο ίδιο πνεύμα, ότι το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, που έχει βασικό προορισμό να διευκολύνει τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής της ισότητας [των αμοιβών] που προβλέπεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης, δεν επηρεάζει με κανένα τρόπο το περιεχόμενο ή το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αρχής, όπως ορίζεται στο άρθρο αυτό (46). Το Δικαστήριο πρόσφατα υπενθύμισε τη νομολογία αυτή με την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-17/07, Cadman (47).

85.      Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, είναι απολύτως λογική η διαπίστωση του Δικαστηρίου, με την προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, ότι το γεγονός ότι δεν έχει λήξει η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 δεν μπορεί να θίξει την αποτελεσματικότητα της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα αυτή, στον εθνικό δικαστή απόκειται να μην εφαρμόσει τις αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο διατάξεις του εθνικού δικαίου. Επιπλέον, ούτε το γεγονός ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε δύο ιδιώτες μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στη δυνατότητα επίκλησης της οδηγίας με σκοπό τη μη εφαρμογή εθνικού κανόνα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κάνει ένα βήμα περαιτέρω, αναγνωρίζοντας οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα σε διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν ειδικές εκφάνσεις της γενικής αρχής της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων (48).

86.      Το Δικαστήριο πρέπει τώρα να αποφασίσει αν επιθυμεί να διατηρήσει την ίδια προσέγγιση όσον αφορά και τις καταστάσεις που γεννήθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική, διότι η υιοθέτηση διαφορετικής άποψης οδηγεί σε μη αποδοχή της συλλογιστικής στην οποία στηρίζεται η προπαρατεθείσα απόφαση Mangold.

87.      Συγκεκριμένα, στο μέτρο που η οδηγία 2000/78 αποτελεί μέσο που προορίζεται να διευκολύνει τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και, ειδικότερα, να βελτιώσει τη δικαστική προστασία των εργαζομένων που ενδεχομένως θίγονται από τη μη εφαρμογή της αρχής αυτής, δεν μπορεί να επηρεάζει το περιεχόμενο της εν λόγω αρχής, ακόμα και ­κατά μείζονα λόγο ­στην περίπτωση που έληξε η προθεσμία που τάχθηκε στα κράτη για τη μεταφορά της. Συναφώς, δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό πώς εξασθενούν οι συνέπειες της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78. Κατά κύριο λόγο όμως, δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο βαθμός προστασίας των ιδιωτών κατά των αντίθετων προς το κοινοτικό δίκαιο διακρίσεων μειώνεται μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής ενώ πρόκειται για κανόνα του οποίου σκοπός είναι η παροχή ευρύτερης προστασίας. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να επιτρέπεται η επίκληση της οδηγίας 2000/78 στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή διάταξης που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο.

88.      Η υιοθέτηση της προσέγγισης αυτής δεν συνεπάγεται εν προκειμένω ότι το Δικαστήριο πρέπει να αναθεωρήσει τη νομολογία του όσον αφορά την έλλειψη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών. Συγκεκριμένα, το διακύβευμα της υπό κρίση υπόθεσης έγκειται αποκλειστικά στον παραμερισμό μιας αντίθετης προς την οδηγία 2000/78 εθνικής διάταξης, εν προκειμένω του άρθρου 622, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του BGB, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στον εθνικό δικαστή να εφαρμόσει τις λοιπές διατάξεις του εν λόγω άρθρου, εν προκειμένω τις σχετικές με τις προθεσμίες καταγγελίας που υπολογίζονται ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την απευθείας εφαρμογή της οδηγίας 2000/78 σε καθαρώς ιδιωτική συμπεριφορά που δεν υπόκειται σε καμία συγκεκριμένη κρατική ρύθμιση, όπως, για παράδειγμα, είναι η απόφαση εργοδότη να μην προσλάβει εργαζομένους που έχουν υπερβεί το 45ο έτος ηλικίας τους ή δεν έχουν συμπληρώσει το 35ο. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα ανέκυπτε το ερώτημα κατά πόσον είναι σκόπιμο να αναγνωριστεί στην οδηγία αυτή οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα (49).

89.      Επιπροσθέτως, αν το Δικαστήριο αποφασίσει να εμμείνει στην άρνησή του να αναγνωρίσει κατά τρόπο γενικό την αποσύνδεση μεταξύ του αποκαλούμενου άμεσου αποτελέσματος «της υποκατάστασης» των οδηγιών από τη δυνατότητα επίκλησής τους με σκοπό τη μη εφαρμογή εθνικού κανόνα, ο ειδικός χαρακτήρας των οδηγιών που έχουν ως αντικείμενο την καταπολέμηση των διακρίσεων παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα, κατά τη γνώμη μου, να επιλέξει μια λύση μικρότερης μεν εμβέλειας η οποία όμως παρουσιάζει ταυτόχρονα το πλεονέκτημα ότι συνάδει με τη νομολογία που το Δικαστήριο έχει αναπτύξει όσον αφορά τη γενική αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, η αυξημένη δυνατότητα επίκλησης της οδηγίας 2000/78 στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ ιδιωτών οφείλεται ακριβώς στο ότι η εν λόγω οδηγία υλοποιεί μια έκφανση αυτής της γενικής αρχής, ήτοι την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

90.      Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι, λαμβανομένης υπόψη της ολοένα αυξανόμενης ανάμειξης του κοινοτικού δικαίου στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, το Δικαστήριο, κατά τη γνώμη μου, θα κληθεί αναπόφευκτα να κρίνει και άλλες περιπτώσεις στις οποίες θα τίθεται το ζήτημα της δυνατότητας επικλήσεως, στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ ιδιωτών, οδηγιών που συμβάλλουν στην εξασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι περιπτώσεις αυτές θα πολλαπλασιαστούν πιθανότατα αν o Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκτήσει στο μέλλον δεσμευτική νομική ισχύ, δεδομένου ότι, μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που καθιερώνει ο χάρτης αυτός, ορισμένα έχουν υλοποιηθεί με οδηγίες, οπότε αποτελούν τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου (50). Υπό το πρίσμα αυτό, είναι πλέον καιρός, κατά τη γνώμη μου, να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος κατά πόσον το γεγονός ότι ορισμένα δικαιώματα που εξασφαλίζονται με οδηγίες συνιστούν θεμελιώδη δικαιώματα ενισχύει ή όχι τη δυνατότητα επίκλησης των οδηγιών αυτών στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ ιδιωτών. Η υπό κρίση υπόθεση προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να προσδιορίσει την απάντηση που σκοπεύει να δώσει στο σημαντικό αυτό ζήτημα.

IV – Πρόταση

91.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

«1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθετική διάταξη, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, κατά τρόπο γενικό, ότι τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταγγελίας συμβάσεως εργασίας.

2)      Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να μην εφαρμόσει αυτή την εθνική νομοθεσία, ακόμα και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Συλλογή 2005, σ. I‑9981.


3 – ΕΕ L 303, σ. 16.


4 – Η τελευταία αυτή φράση περιλαμβανόταν ήδη, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου περί των προθεσμιών για την καταγγελία της σχέσεως εργασίας υπαλλήλων (Gesetz über die Fristen für die Kündigung von Angestellten), της 9ης Ιουλίου 1926.


5 – BGBl. 2006 I, σ. 1897.


6 – Αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2005, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑8835, σκέψη 119), καθώς και της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Adeneler κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 124).


7 – Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς σε μια απόφαση του Bundesverfassungsgericht της 7ης Ιουνίου 2005 καθώς και στην απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05, SGAE (Συλλογή 2006, σ. I‑11519, σκέψη 34).


8 – Προπαρατεθείσα απόφαση Mangold (σκέψη 75).


9 – Απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2007, C‑411/05, Palacios de la Villa (Συλλογή 2007, σ. I‑8531, σκέψη 42).


10 – Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, C‑388/07, Age Concern England (Συλλογή 2009, σ. I-1569, σκέψη 46).


11 – Σκέψη 46.


12 – Προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa (σκέψη 68).


13 – Προπαρατεθείσα απόφαση Age Concern England (σκέψη 51).


14 – 106/77 (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239).


15 – Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C‑80/06, Carp (Συλλογή 2007, σ. I‑4473, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 – Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C‑91/92, Faccini Dori (Συλλογή 1994, σ. I‑3325, σκέψη 24).


17 – Βλ. Simon, D., La directive européenne, Dalloz, 1997, σ. 73.


18 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ. (σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C‑378/07 έως C‑380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-3071, σκέψη 197).


19 – Προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ. (σκέψη 200).


20 – Προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ. (σκέψη 116).


21 – Προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ. (σκέψη 199 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


22 – Όπ.π. (σκέψη 202 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23 – Για μια γενική παρουσίαση της διάκρισης μεταξύ των δύο αποτελεσμάτων του κοινοτικού δικαίου, βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 24 έως 90 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ρ. Léger στην υπόθεση C‑287/98, Linster (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Συλλογή 2000, σ. I‑6917), καθώς και Simon, D., «Synthèse générale», Lesprincipescommunsd’unejusticedes Étatsdel’Unioneuropéenne, Actesducolloquedes 4 et 5 décembre 2000, La Documentation française, Παρίσι, 2001, σ. 321, σύμφωνα με τον οποίο «αν το Δικαστήριο δεν απονέμει άμεσο αποτέλεσμα σε ορισμένες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, τούτο οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν από τα εθνικά δικαστήρια χωρίς να εξαναγκαστούν αυτά να εγκαταλείψουν τον ρόλο τους ως δικαιοδοτικών οργάνων και να υποκαταστήσουν τον εθνικό νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει εν προκειμένω ένα περιθώριο εκτιμήσεως που δεν μπορεί να παρέχεται σ’ ένα δικαστή, άλλως επέρχεται προσβολή της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των εξουσιών» (σ. 332). Η δυνατότητα επίκλησης μιας οδηγίας με σκοπό τη μη εφαρμογή εθνικού κανόνα ουδόλως παρεμποδίζει την άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας. Πρόκειται μόνο για έναν τρόπο ελέγχου του ότι, κατά την άσκηση της ευχέρειας αυτής, το κράτος μέλος δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως.


24 – Οι αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1996, C‑194/94, CIA Security International (Συλλογή 1996, σ. I‑2201) και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑443/98, Unilever (Συλλογή 2000, σ. I‑7535), παρατίθενται συχνά προς στήριξη της δυνατότητας επίκλησης των οδηγιών με σκοπό τη μη εφαρμογή εθνικού κανόνα στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας τεχνικός κανόνας που δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 109, σ. 8), πράγμα που συνιστά, κατά το Δικαστήριο, «ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια», πρέπει να μην εφαρμοστεί από τον εθνικό δικαστή, ακόμα και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών (προπαρατεθείσες αποφάσεις CIA Security International, σκέψη 48, και Unilever, σκέψη 50). Το Δικαστήριο δικαιολόγησε αυτή την αλλαγή κατεύθυνσης σε σχέση με την ως τότε κρατούσα νομολογία του από το γεγονός ότι «η οδηγία 83/189 ουδόλως προσδιορίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου βάσει του οποίου ο εθνικός δικαστής οφείλει να κρίνει την εκκρεμή ενώπιόν του διαφορά. Η οδηγία δεν γεννά ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις για τους ιδιώτες» (προπαρατεθείσα απόφαση Unilever, σκέψη 51).


25 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2008, C‑246/06, Velasco Navarro (Συλλογή 2008, σ. I‑105, σκέψη 38).


26 – Προπαρατεθείσα απόφαση Mangold (σκέψεις 77 και 78).


27 – Συλλογή 1997, σ. I‑7411.


28 – Σκέψη 45. Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Mangold (σκέψη 67).


29 – Προπαρατεθείσα απόφαση Mangold (σκέψη 74).


30 – Όπ.π. (σκέψη 75).


31 – ΕΕ L 175, σ. 43. Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Mangold (σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 – Προπαρατεθείσα απόφαση Mangold (σκέψη 76).


33 – Ο χάρτης αυτός διακηρύχθηκε πανηγυρικά, για πρώτη φορά, στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1) και εν συνεχεία, για δεύτερη φορά, στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ C 303, σ. 1)


34 – Απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977, 117/76 και 16/77, Ruckdeschel κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1977, σ. 531, σκέψη 7).


35 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 1986, 201/85 και 202/85, Klensch κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 3477, σκέψη 9), καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑442/00, Rodríguez Caballero (Συλλογή 2002, σ. I‑11915, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


36 – Προπαρατεθείσα απόφαση Rodríguez Caballero (σκέψη 32).


37 – Βλ. μεταξύ άλλων, ως προς την επιρροή που άσκησε η αρχή της ισότητας στον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 5/002, σ. 70), απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, C‑13/94, P./S. (Συλλογή 1996, σ. I‑2143, σκέψεις 18 έως 20).


38 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Μαρτίου 1998, C‑122/95, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I‑973, σκέψεις 54 έως 72).


39 – Προπαρατεθείσα απόφαση Rodríguez Caballero (σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


40 – Όπ.π. (σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


41 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 5/002, σ. 42).


42 – Συλλογή τόμος 1976, σ. 175.


43 – Σκέψη 54.


44 – Σκέψη 60.


45 – Συλλογή 1981, σ. 911.


46 – Σκέψη 22.


47 – Συλλογή 2005, σ. I‑9583, σκέψη 29.


48 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, 36/74, Walrave και Koch (Συλλογή τόμος 1974, σ. 563), προπαρατεθείσα απόφαση Defrenne, καθώς και απόφαση της 6ης Ιουνίου 2006, C‑281/98, Angonese (Συλλογή 2006, σ. I‑4139). Βλ., επιπλέον, για πρόσφατη επιβεβαίωση του οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των σχετικών με τις θεμελιώδεις ελευθερίες διατάξεων της Συνθήκης, όπως είναι το άρθρο 43 ΕΚ, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑438/05, International Transport Workers’ Federation και Finnish Seamen’s Union (Συλλογή 2007, σ. I‑10779, σκέψεις 57 έως 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49 – Στην περίπτωση αυτή, η επίλυση του προβλήματος καθίσταται δυσχερέστερη, διότι, πέραν του σημαντικού εμποδίου που συνδέεται με τη φύση της οδηγίας, που αποτελεί πράξη του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο με το γενικότερο ερώτημα αν η απαγόρευση των διακρίσεων μπορεί να διέπει όλες τις μορφές των σχέσεων μεταξύ ιδιωτών. Συναφώς, επισημαίνω ότι ο επιτακτικός χαρακτήρας της απαγόρευσης ορισμένων μορφών διακρίσεων που καθιερώνουν οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου έχει οδηγήσει το Δικαστήριο να αναγνωρίσει την ευρύτερη δυνατή εφαρμογή της απαγόρευσης αυτής, ειδικότερα, στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ ιδιωτών [βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Defrenne (σκέψη 39), και Angonese (σκέψεις 34 έως 36)]. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, που προβλέπει ότι η οδηγία αυτή «εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα», μαρτυρά ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αντιλαμβάνεται την απαγόρευση των διακρίσεων υπό την έννοια ότι αυτή επεκτείνεται στις εργασιακές σχέσεις που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Βλ., επιπλέον, όσον αφορά το εκτός της κοινοτικής έννομης τάξης πλαίσιο, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2004 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Pla et Puncernau κατά Ανδόρας (Recueildesarrêtsetdécisions 2004‑VIII), με την οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχεται, προφανώς, ότι το δικαίωμα της μη διάκρισης που καθιερώνει το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ ιδιωτών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στον έλεγχο της συμβατότητας των καθαρά ιδιωτικών πράξεων προς το άρθρο αυτό (βλ., επί του ζητήματος αυτού, Sudre, F., Droiteuropéenetinternationaldesdroitsdel’homme, 9η έκδοση, PUF, Παρίσι, 2008, σ. 264).


50 – Βλ., επί του ζητήματος αυτού, De Schutter, O., Les droits fondamentaux dans l’Union européenne: une typologie de l’acquis, Classer les droits de l’homme, 2004, σ. 315. Ο συγγραφέας παραθέτει ως παραδείγματα το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης (άρθρο 27), την προστασία του εργαζομένου σε περίπτωση αδικαιολόγητης απόλυσης (άρθρο 30), το δικαίωμα σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας (άρθρο 31), την απαγόρευση της εργασίας των παιδιών και την προστασία των νέων στην εργασία (άρθρο 32), την εξασφάλιση σε κάθε πρόσωπο της δυνατότητας να συνδυάζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή του (άρθρο 33), καθώς και το δικαίωμα των εργαζομένων μεταναστών στην κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 34, παράγραφος 2) (σ. 346 και 347).