Language of document : ECLI:EU:C:2013:445

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Ιουλίου 2013 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά – Τομέας συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό και κράματα χαλκού – Απόφαση της Επιτροπής – Διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Πρόστιμα – Ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση – Παύση της παραβάσεως – Συνέχιση της παραβάσεως από ορισμένους συμμετέχοντες – Υποτροπή»

Στην υπόθεση C‑287/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre, V. Bottka και R. Sauer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Aalberts Industries NV, με έδρα την Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες),

Comap SA, πρώην Aquatis France SAS, με έδρα τη Λυών (Γαλλία),

Simplex Armaturen + Fittings GmbH & Co. KG, με έδρα το Argenbühl‑Eisenharz (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τον R. Wesseling, advocaat,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη, T. von Danwitz και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Μαρτίου 2011, T‑385/06, Aalberts Industries κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑1223, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 1 και 2, στοιχεία α΄ και β΄, σημείο 2, της αποφάσεως C(2006) 4180 της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F-1/38.121 – Σύνδεσμοι σωληνώσεων) (ΕΕ 2007, L 283, σ. 63, στο εξής: επίδικη απόφαση), κατά το μέτρο που με αυτήν διαπιστώθηκε η συμμετοχή της Aalberts Industries NV (στο εξής: Aalberts), της Comap SA (στο εξής: Comap), πρώην Aquatis France SAS (στο εξής: Aquatis), και της Simplex Armaturen + Fittings GmbH & Co. KG (στο εξής: Simplex) σε παράνομη σύμπραξη κατά το διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004 και επιβλήθηκε στην Aalberts πρόστιμο ύψους 100,8 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα 55,15 εκατομμύρια ευρώ εις ολόκληρον με τις θυγατρικές της Aquatis και Simplex, και πρόσθετο πρόστιμο εις ολόκληρον για καθεμία από τις δύο αυτές εταιρίες.

2        Με την αίτηση ανταναιρέσεως, οι Aalberts, Aquatis και Simplex ζητούν, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής, την ακύρωση του άρθρου 1, του άρθρου 2, στοιχεία α΄ και β΄, σημείο 2, και του άρθρου 3 της επίδικης αποφάσεως, όσον αφορά τις Aalberts, Comap (πρώην Aquatis) και Simplex.

3        Επικουρικώς, οι αναιρεσίβλητες ζητούν να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον με αυτήν διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως που συνεχίσθηκε μετά τους ελέγχους της Επιτροπής τον Μάρτιο του 2001, και να ακυρωθούν τα άρθρα 1, 2, στοιχεία α΄ και β΄, σημείο 2, και 3 της επίδικης αποφάσεως, όσον αφορά τις εν λόγω εταιρίες ή, επικουρικώς, ζητούν να ακυρωθεί ή να μειωθεί σημαντικά το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

 Ιστορικό της διαφοράς και επίδικη απόφαση

4        Το Γενικό Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«1      […] Η παράβαση συνίστατο στον καθορισμό των τιμών, στη σύναψη συμφωνιών περί καταλόγων τιμών, περί εκπτώσεων και επιστροφών τιμήματος, καθώς και περί δημιουργίας μηχανισμών εφαρμογής των αυξήσεων τιμών, στην κατανομή των εθνικών αγορών και των πελατών, στην ανταλλαγή άλλων πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου και στη συμμετοχή σε τακτικές συσκέψεις και άλλες επαφές προς διευκόλυνση της παραβάσεως.

2      Οι [Aalberts, Aquatis και Simplex] περιλαμβάνονται μεταξύ των αποδεκτών της [επίδικης] αποφάσεως.

3      Η Aalberts είναι η μητρική εταιρία ενός διεθνούς βιομηχανικού ομίλου εισηγμένου στο χρηματιστήριο Euronext του Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες). Ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, το κεφάλαιο διαφόρων εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της κατασκευής ή της διανομής συνδέσμων σωληνώσεων. Στις 30 Αυγούστου 2002, η Aalberts απέκτησε το σύνολο των δραστηριοτήτων κατασκευής και διανομής συνδέσμων σωληνώσεων της IMI plc [στο εξής: ΙΜΙ], οι οποίες τότε υπάγονταν στο «Yorkshire Fittings Group». Η εν λόγω πράξη προσέλαβε τη μορφή της αποκτήσεως του συνόλου των μετοχών της Raccord Orléanais SA [στο εξής: Raccord Orléanais] (εν συνεχεία Aquatis) και της R. Woeste & Co. Yorkshire GmbH [στο εξής: Woeste & Co] (εν συνεχεία Simplex). Οι δύο αυτές επιχειρήσεις ενσωματώθηκαν σε έναν από τους δύο βασικούς κλάδους δραστηριοτήτων του ομίλου Aalberts, ήτοι στον ρευστολογικό έλεγχο.

4      Τον Μάρτιο του 2006, η Comap, αποδέκτης της [επίδικης] αποφάσεως λόγω της συμμετοχής της στην παράβαση υπό τον έλεγχο της Legris Industries SA και προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑377/06, μεταβιβάστηκε στον όμιλο Aalberts. Με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2007, το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] ενημερώθηκε ως προς το ότι το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού της Aquatis είχε μεταβιβαστεί στην Comap και ότι η Aquatis είχε παύσει να υφίσταται ως νομική οντότητα. […]

5      Στις 9 Ιανουαρίου 2001, η Mueller Industries Inc., άλλη παραγωγός συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό, ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη συμπράξεως στη βιομηχανία συνδέσμων σωληνώσεων καθώς και σε άλλους συναφείς κλάδους στην αγορά χαλκοσωλήνων και εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστεί με την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996) (αιτιολογική σκέψη 114 της [επίδικης] αποφάσεως).

6      Στις 22 και 23 Μαρτίου 2001, στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με τους χαλκοσωλήνες και τους συνδέσμους σωληνώσεων από χαλκό, η Επιτροπή πραγματοποίησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αιφνιδιαστικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις διαφόρων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η IMI, τότε μητρική εταιρία της Raccords Orléanais και της [Woeste & Co] (αιτιολογική σκέψη 119 της [επίδικης] αποφάσεως).

7      Κατόπιν των πρώτων αυτών ελέγχων, η Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2001, χώρισε την έρευνά της ως προς τους χαλκοσωλήνες σε τρεις αυτοτελείς διαδικασίες, ήτοι τη σχετική με την υπόθεση COMP/E-1/38.069 (Χαλκοσωλήνες υδραυλικών εγκαταστάσεων), τη σχετική με την υπόθεση COMP/F-1/38.121 (Σύνδεσμοι σωληνώσεων) και τη σχετική με την υπόθεση COMP/E-1/38.240 (Σωλήνες για βιομηχανική χρήση) (αιτιολογική σκέψη 120 της [επίδικης] αποφάσεως).

[…]

9      Από τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2002 και μετέπειτα, η Επιτροπή απηύθυνε στα ενδιαφερόμενα μέρη πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και, εν συνεχεία, του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογική σκέψη 122 της [επίδικης] αποφάσεως).

10      Τον Σεπτέμβριο του 2003, η IMI […] υπέβαλε αίτηση προκειμένου να τύχει της εφαρμογής της ανακοινώσεως του 1996 περί συνεργασίας. Την υποβολή της αιτήσεως αυτής ακολούθησαν αιτήσεις του ομίλου Delta (Μάρτιος 2004) και της FRA.BO SpA [στο εξής: FRA.BO] (Ιούλιος 2004). Η τελευταία αίτηση περί επιδείξεως επιείκειας υποβλήθηκε τον Μάιο του 2005 από την Advanced Fluid Connections plc (στο εξής: AFC). Ειδικότερα η FRA.BO παρέσχε πληροφορίες εφιστώντας την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι η παράβαση είχε συνεχιστεί κατά την περίοδο 2001-2004, ήτοι μετά τους ελέγχους της Επιτροπής (αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 118 της [επίδικης] αποφάσεως).

11      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/F-1/38.121 (Σύνδεσμοι σωληνώσεων), κίνησε διαδικασία λόγω παραβάσεως και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία κοινοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, στις [αναιρεσίβλητες] (αιτιολογικές σκέψεις 123 και 124 της [επίδικης] αποφάσεως).

12       Στις 20 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίδικη] απόφαση.

13      Με το άρθρο 1 της [επίδικης] αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι [αναιρεσίβλητες] είχαν μετάσχει στην παράβαση κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

–        η Aalberts από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004·

–        η Aquatis και η Simplex από τις 31 Ιανουαρίου 1991 έως τις 22 Μαρτίου 2001 ως μέλη του ομίλου IMI, και από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004 ως μέλη του ομίλου Aalberts.

14      Για την παράβαση αυτή, η Επιτροπή, με το άρθρο 2, στοιχεία α΄ και β΄, της [επίδικης] αποφάσεως, επέβαλε στις [αναιρεσίβλητες] τα ακόλουθα πρόστιμα:

«α)      [Aalberts]: 100,80 εκατομμύρια ευρώ

εκ των οποίων εις ολόκληρον με:

[Aquatis]: 55,15 εκατομμύρια ευρώ και

[Simplex]: 55,15 εκατομμύρια ευρώ

β)      1.      [IMI], εις ολόκληρον με την IMI Kynoch Ltd: 48,30 εκατομμύρια ευρώ

εκ των οποίων εις ολόκληρον με:

[…]

[Aquatis]: 48,30 εκατομμύρια ευρώ και

[Simplex]: 48,30 εκατομμύρια ευρώ

2.      [Οι Aquatis] και [Simplex] ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για το ακόλουθο ποσό: 2,04 εκατομμύρια ευρώ.»

15      Κατά το άρθρο 3 της [επίδικης] αποφάσεως, οι μνημονευόμενες στο άρθρο 1 επιχειρήσεις καλούνταν να θέσουν πάραυτα τέρμα στην παράβαση, αν δεν το είχαν πράξει ήδη, και να απόσχουν στο μέλλον από οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά από τις περιλαμβανόμενες στο άρθρο 1 καθώς και από οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά έχουσα παρεμφερές αντικείμενο.

16      Προκειμένου να καθορίσει το επιβληθέν σε κάθε επιχείρηση πρόστιμο, η Επιτροπή, στην [επίδικη] απόφαση, εφάρμοσε τη μέθοδο που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998).

17      Όσον αφορά, καταρχάς, τον προσδιορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου που καθορίζεται σε συνάρτηση με τη βαρύτητα της παραβάσεως, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση πολύ σοβαρή, λόγω της φύσεώς της και της γεωγραφικής της εκτάσεως (αιτιολογική σκέψη 755 της [επίδικης] αποφάσεως).

18      Εκτιμώντας, εν συνεχεία, ότι μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων υφίστατο σημαντική ανισότητα, η Επιτροπή τις αντιμετώπισε διαφορετικά, ανάλογα με τη σημασία εκάστης εξ αυτών στην επίμαχη αγορά, την οποία προσδιόρισε με κριτήριο τα μερίδια αγοράς. Σε αυτήν τη βάση, κατέταξε τις οικείες επιχειρήσεις σε έξι κατηγορίες, στηριζόμενη στα αντίστοιχα ποσοστά του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε, με το προϊόν περί του οποίου πρόκειται στην παρούσα δίκη, καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές στο επίπεδο του ΕΟΧ [Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος] το 2000, πλην της Aalberts και της AFC, για τις οποίες έλαβε υπόψη το έτος 2003 (αιτιολογική σκέψη 758 της [επίδικης] αποφάσεως).

19      Η Aalberts κατατάχθηκε στην πρώτη κατηγορία, για την οποία το αρχικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε σε 60 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η IMI κατατάχθηκε στη δεύτερη κατηγορία, για την οποία το αρχικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε σε 46 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 765 της [επίδικης] αποφάσεως).

20      Εν συνεχεία, η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του επιβληθέντος σε καθεμιά από τις οικείες επιχειρήσεις προστίμου κατά 10 % ανά έτος συμμετοχής στη σύμπραξη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά 5 % για κάθε χρονικό διάστημα μεταξύ έξι μηνών και ενός έτους. Όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τις 31 Δεκεμβρίου 1988 έως τις 31 Ιανουαρίου 1991, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο, λόγω της γεωγραφικής εκτάσεως της συμπράξεως κατά το διάστημα αυτό, να προσαυξήσει το πρόστιμο κατά 5 % ανά έτος (αιτιολογική σκέψη 775 της [επίδικης] αποφάσεως).

21      Τέλος, η συνέχιση της συμμετοχής στην παράβαση μετά τους ελέγχους της Επιτροπής, ήτοι κατά το διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004, θεωρήθηκε ως επιβαρυντική περίσταση δικαιολογούσα προσαύξηση κατά 60 % του βασικού ποσού του επιβληθέντος στις [αναιρεσίβλητες] προστίμου (αιτιολογικές σκέψεις 779 και 782 της [επίδικης] αποφάσεως).»

 Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5        Με δικόγραφο που κατατέθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2006, οι αναιρεσίβλητες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, το άρθρο 2, στοιχεία α΄ και β΄, σημείο 2, και το άρθρο 3 της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέτρο που οι διατάξεις αυτές τις αφορούν,

–        επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

6        Προς στήριξη της προσφυγής τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσίβλητες προέβαλαν πέντε λόγους ακυρώσεως που αντλούνταν, αντιστοίχως, από μη σύννομο καταλογισμό στην Aalberts, ως μητρικής εταιρίας, της ευθύνης για την παράβαση, από έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, από μη συμμετοχή στην ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση που μνημονεύει το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 και, τέλος, από παράβαση του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18).

7        Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

8        Στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι δεν αμφισβητείται η ύπαρξη των προσαπτόμενων από την Επιτροπή στις αναιρεσίβλητες παραβάσεων, ήτοι η συμμετοχή στις συσκέψεις της Fédération française des négociants en appareils sanitaires, chauffage, climatisation et canalisations (FNAS) που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2003 και της 20ής Ιανουαρίου 2004, και η συμμετοχή σε μία τηλεφωνική συνδιάσκεψη της 16ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία πραγματοποιήθηκε επίσης στο πλαίσιο της FNAS, οι επαφές μεταξύ ενός υπαλλήλου μιας εκ των νυν αναιρεσιβλήτων και ενός εκπροσώπου της FRA.BO, καθώς και οι επαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen (Γερμανία), στις 18 Μαρτίου 2004. Αντιθέτως, οι αναιρεσίβλητες αμφισβητούν τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα των οικείων συμπεριφορών, ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ.

9        Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία και κατέληξε, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμμετοχή της Simplex σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο. Εξ αυτού συνήγαγε, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως έπρεπε να ακυρωθεί κατά το μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε με αυτό ότι η Simplex είχε μετάσχει σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση κατά την κρίσιμη περίοδο.

10      Ως προς τη συμμετοχή της Aquatis στην παράβαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η Aquatis γνώριζε ότι, με τη συμπεριφορά της, είχε ενταχθεί σε σύμπραξη περιλαμβάνουσα διάφορες πτυχές που επεδίωκαν κοινό σκοπό, ούτε στη σύμπραξη στην οποία είχε μετάσχει πριν τον Μάρτιο του 2001 και η οποία συνεχιζόταν.

11      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, όχι μόνον ως προς την Aquatis και τη Simplex, αλλά επίσης ως προς την Aalberts, στην οποία η επίδικη απόφαση είχε καταλογίσει την ευθύνη των θυγατρικών της, το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως κατά το μέτρο που με αυτό η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προαναφερθείσες εταιρίες είχαν μετάσχει, κατά το κρίσιμο διάστημα, σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση, συμμετέχοντας σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στην αγορά των συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό και κράματα χαλκού.

12      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως και ακύρωσε το πρόστιμο ύψους 100,8 εκατομμυρίων ευρώ που είχε επιβληθεί στην Aalberts εις ολόκληρον με την Aquatis και τη Simplex μέχρι του ποσού των 55,15 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και το ποσό των 2,04 εκατομμυρίων ευρώ για την καταβολή του οποίου η Aquatis και η Simplex κρίθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

13      Η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους για την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

14      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη διάφορους κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως και διάφορους διαδικαστικούς κανόνες, παραμόρφωσε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκ μέρους του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, η Επιτροπή διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο σύνολό της. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος επίσης προβάλλεται επικουρικώς για την περίπτωση που το Δικαστήριο απορρίψει τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την ακύρωση του άρθρου 2, στοιχείο β΄, σημείο 2, της επίδικης αποφάσεως, ότι αποφάνθηκε ultra petita και ότι παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως διακρίνεται σε τρία σκέλη.

–       Επί της μεμονωμένης εκτιμήσεως της συμμετοχής της Simplex και της Aquatis στη διαρκή παράβαση

16      Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη διαρκή συμμετοχή της Aalberts στην παράβαση, αλλά προέβη σε μεμονωμένο και εξατομικευμένο έλεγχο για καθεμία εκ των θυγατρικών της, αφενός, της Simplex και, αφετέρου, της Aquatis. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει, επομένως, υπόψη την ίδια τη βάση της αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων στην επίδικη απόφαση, ήτοι το ότι η Simplex και η Aquatis ανήκαν στην ίδια οικονομική οντότητα και, επομένως, στην ίδια επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και των άρθρων 7 και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε καταρχάς να απαντήσει στον λόγο που αντλείτο από το γεγονός ότι η Aalberts και οι θυγατρικές της συνιστούσαν την ίδια επιχείρηση, πράγμα που δεν εξετάστηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

–       Επί της μη συνεκτιμήσεως της συνολικής δέσμης ενδείξεων, μεταξύ άλλων, των διαφόρων δεσμών μεταξύ των επιμέρους αποδεικτικών στοιχείων

17      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη συνολική δέσμη ενδείξεων που του προβλήθηκε στην επίδικη απόφαση και κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, αφενός, καθότι παρέβλεψε, χωρίς επαρκή λόγο, ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και, αφετέρου, καθότι παρέλειψε να εξετάσει από κοινού τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία και αγνόησε, επομένως, τους υφιστάμενους μεταξύ των στοιχείων αυτών δεσμούς.

18      Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τις μεταξύ διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων υφιστάμενες σχέσεις, οι οποίες είναι χρήσιμες για την ορθή αξιολόγηση των μορφών συμπαιγνιακής συμπεριφοράς. Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, υιοθετώντας μια επιλεκτική και αποσπασματική προσέγγιση της αναλύσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι δεν έλαβε υπόψη, αφενός, τις ομοιότητες μεταξύ των συμπαιγνιακών δραστηριοτήτων κατά την πρώτη περίοδο της συμπράξεως (πριν τους ελέγχους που διενήργησε η Επιτροπή) και τις μεταγενέστερες επαφές για τις οποίες κρίθηκε υπεύθυνη η Aalberts και, αφετέρου, τους πρόδηλους δεσμούς μεταξύ των διαφόρων συμπαιγνιακών επαφών για την περίοδο 2003-2004.

–       Επί της παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων και της ελλείψεως αιτιολογίας

19      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο των από 25 Φεβρουαρίου 2004 χειρόγραφων σημειώσεων της P. (FRA.BO) και των επεξηγήσεων που παρασχέθηκαν συναφώς δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Καίτοι, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι «[δ]εν αποκλείεται ο ανεξάρτητος εισαγωγέας της Simplex (ο D.) να ήταν αυτός ο οποίος αποφάσισε να αυξήσει τις τιμές του», εντούτοις, ουδόλως διευκρινίζει για ποιο λόγο το παραπάνω ασκεί επιρροή και δεν παρέχει καμία επεξήγηση ως προς το συμπέρασμα που θα μπορούσε να αντλήσει σχετικώς.

20      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τόσο το περιεχόμενο των όσων μνημονεύονται στο σημειωματάριο όσο και τις δηλώσεις της FRA.BO. Κατά την Επιτροπή, με βάση την ανάλυση της δεύτερης δηλώσεως της FRA.BO και των όσων μνημονεύονται στο ίδιο το σημειωματάριο, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε μόνον να συναγάγει ότι η FRA.BO είχε ενημερωθεί από τη Simplex σχετικά με την αύξηση των τιμών κατά 5 % στην Ελλάδα, η οποία αφορούσε λογικά τον D. που ενεργούσε ως διανομέας.

21      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τη συμμετοχή των εκπροσώπων της Simplex (των Be και H.) σε μια ενέχουσα τον χαρακτήρα συμπαιγνίας συνάντηση με εκπρόσωπο της IBP Ltd (τον Ha) κατά τη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen, στις 18 Μαρτίου 2004. Το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τις δηλώσεις των διαφόρων παραγόντων της επίμαχης συμπράξεως κατά την εκδήλωση αυτή, η οποία υπήρξε αφορμή για αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις.

22      Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβλέπει, εκ νέου, τη συνολική δέσμη ενδείξεων και παραποιεί τα πραγματικά περιστατικά κατά την εκ μέρους του αξιολόγηση της συμμετοχής της Αalberts (Aquatis) στις συσκέψεις της FNAS. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποσαφήνισε τη σημασία της διαπιστώσεως στην οποία προέβη στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία δεν αποκλείεται να ήταν ο ανεξάρτητος εισαγωγέας της Simplex (ο D.) αυτός ο οποίος αποφάσισε να αυξήσει τις τιμές του κατά 5 % από 1ης Μαρτίου 2004. Επιπλέον, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου έχει αντιφατικό χαρακτήρα, καθόσον, στην υπό κρίση υπόθεση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή της Aalberts στις συσκέψεις της FNAS δεν παρουσιάζει «προφανή» δεσμό με τη συνολική σύμπραξη, ενώ, σε μια παράλληλη υπόθεση, έκρινε ότι η συμμετοχή στις εν λόγω συσκέψεις συνιστούσε επαρκή δεσμό ώστε να αποδειχθεί η συνολική σύμπραξη σε σχέση με την IBP Ltd (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, T‑384/06, IBP και International Building Products France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑1177).

23      Οι αναιρεσίβλητες σημειώνουν ότι οι προσαπτόμενες στην Aquatis και στη Simplex παραβάσεις βασίζονται σε τέσσερα πραγματικά γεγονότα, εκ των οποίων δύο αφορούν την Aquatis, ήτοι η συμμετοχή εκπροσώπων της σε πέντε συσκέψεις της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της FNAS και σε μία τηλεφωνική συνδιάσκεψη στο πλαίσιο της ίδιας της FNAS, και δύο αφορούν τη Simplex, ήτοι μία τηλεφωνική συζήτηση μεταξύ εκπροσώπου της FRA.BO και της Simplex και μία συνάντηση κατά τη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen, στις 18 Μαρτίου 2004. Κατά τις αναιρεσίβλητες, τα γεγονότα αυτά δεν επιβεβαιώνουν το ένα το άλλο, το δε Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε ευλόγως την υποτιθέμενη συμμετοχή των δύο αυτών εταιριών και στη συνέχεια εξέτασε το σύνολο των αποδείξεων εντός του πλαισίου τους.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24      Από τη σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Raccord Orléanais και η Woeste & Co ήταν θυγατρικές της Aalberts. Στις 30 Αυγούστου 2002 η Aalberts απέκτησε το σύνολο των μετοχών των εν λόγω θυγατρικών. Οι δύο θυγατρικές ενσωματώθηκαν σε μια από τις δραστηριότητες του ομίλου Aalberts, ήτοι στον ρευστολογικό έλεγχο.

25      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι στα σημεία 649 έως 656 της επίδικης αποφάσεως, οι αναιρεσίβλητες εξελήφθησαν ως μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Για αυτόν τον λόγο, στο άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή προσήψε τις δήθεν παραβατικές μορφές συμπεριφοράς της Aquatis και της Simplex στη μητρική τους εταιρία Aalberts.

26      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητες είχαν αμφισβητήσει, με τον πρώτο λόγο της προσφυγής τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τον χαρακτηρισμό της Aalberts και των θυγατρικών της Aquatis και Simplex ως μίας και μόνης επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

28      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον λόγο αυτό στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Περιορίστηκε στο να εξετάσει τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο της προσφυγής και, ιδίως, το ζήτημα κατά πόσον μπορούσε να γίνει δεκτό, βάσει εξετάσεως των αποδεικτικών στοιχείων για την Aquatis και τη Simplex, ότι οι θυγατρικές αυτές είχαν συμμετάσχει μεμονωμένα στην παράβαση που διαπιστώθηκε στο άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως.

29      Πράττοντας τούτο, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθότι δεν έλαβε υπόψη την ίδια την προκείμενη της επίδικης αποφάσεως, δηλαδή το ότι οι Aalberts, Aquatis και Simplex ανήκαν στην ίδια οικονομική οντότητα και, επομένως, στην ίδια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

30      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί εάν, λαμβανομένης υπόψη της πλάνης αυτής, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

32      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τυχόν πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να καταστήσει αναιρετέα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εάν το διατακτικό της είναι προφανώς βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 47, και της 29ης Μαρτίου 2011, C-352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I-2359, σκέψη 136).

33      Στην προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η εξέταση του πρώτου λόγου μπορούσε να έχει καταλήξει σε δύο αποτελέσματα.

34      Εάν το Γενικό Δικαστήριο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τρεις οικείες εταιρίες δεν συνιστούσαν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, οι στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως διατυπωθείσες μομφές της Επιτροπής σε σχέση με την εξέταση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο θα ήταν αβάσιμες.

35      Εάν, αντιθέτως, είχε αποδειχθεί η ύπαρξη μιας επιχειρήσεως, κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, η διαπίστωση αυτή θα είχε, καταρχήν, ως αποτέλεσμα ένα διαφορετικό διατακτικό από εκείνο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

36      Η δεύτερη αυτή περίπτωση χρήζει εξετάσεως από το Δικαστήριο.

37      Δεν αμφισβητείται ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε και αξιολόγησε σύμπραξη που συνήφθη σε δύο στάδια, μεταξύ των οποίων μεσολάβησαν οι αιφνιδιαστικοί έλεγχοι της Επιτροπής, τον Μάρτιο του 2001, στις εγκαταστάσεις πολλών επιχειρήσεων. Η έρευνα που αφορούσε τον όμιλο Aalberts διεξήχθη κατά το δεύτερο στάδιο, κυρίως κατά το διάστημα μεταξύ 15ης Ιουνίου 2003 και 1ης Απριλίου 2004. Συναφώς, η ίδια η Επιτροπή χρησιμοποιεί τον όρο «δεύτερη περίοδος» στην αίτηση αναιρέσεως.

38      Στο σημείο 570 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η IMI, προκάτοχος της Aalberts και μητρική εταιρία των Αquatis και Simplex έθεσε, τον Μάρτιο του 2001, τέλος στη συμμετοχή της στη σύμπραξη αμέσως μετά τους αιφνιδιαστικούς ελέγχους που πραγματοποίησε η Επιτροπή. Επιπλέον, στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περιέχεται η δήλωση των προσφευγουσών πρωτοδίκως ότι η Aalberts, όταν απέκτησε το σύνολο των δραστηριοτήτων κατασκευής και διανομής των συνδέσμων σωληνώσεων της IMI, βεβαιώθηκε ότι η IMI και οι θυγατρικές της, μεταξύ των οποίων η Raccord Orléanais και η Woeste & Co. Yorkshire, είχαν πράγματι σταματήσει να μετέχουν στην παράβαση. Η δήλωση αυτή δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή. Όσον ειδικότερα αφορά την Aquatis, στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι, όταν η IMI είχε υπό τον έλεγχό της το κεφάλαιο της Aquatis, η τελευταία είχε θέσει τέλος στη συμμετοχή της στη σύμπραξη αμέσως μετά τους ελέγχους της Επιτροπής τον Μάρτιο του 2001.

39      Σε κάθε περίπτωση, κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2001 και 25ης Ιουνίου 2003, η Επιτροπή δεν προβάλλει κάποιο γεγονός δυνάμενο να εκληφθεί ως παράβαση σε σχέση με την Aalberts και τις θυγατρικές της. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποδεικνύεται ότι, κατά την εν λόγω περίοδο αναφοράς, κανένα μέλος του ομίλου Aalberts δεν μετείχε στην επίμαχη σύμπραξη.

40      Υπό τις περιστάσεις αυτές, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι οι Aalberts, Aquatis και Simplex συνιστούσαν μία επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, ώστε να είναι δυνατόν να καταλογισθεί η ευθύνη για την επίμαχη σύμπραξη στην επιχείρηση αυτή, θα έπρεπε ένα τουλάχιστον από τα μέλη του ομίλου αυτού να προσχωρήσει εκ νέου σε αυτήν (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, C-286/11 P, Επιτροπή κατά Tomkins, σκέψη 37).

41      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας όλα τα μνημονευόμενα στην επίδικη απόφαση επιβαρυντικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι μια από τις θυγατρικές της Aalberts είχε εκ νέου προσχωρήσει στη σύμπραξη, έπραξε ορθώς.

42      Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «η συμμετοχή της Simplex σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο» και, αφετέρου, στη σκέψη 119 της αποφάσεως αυτής, ότι «δεν αποδείχθηκε ότι η Aquatis γνώριζε ότι, με τη συμπεριφορά της, είχε ενταχθεί σε σύμπραξη περιλαμβάνουσα διάφορες πτυχές που επεδίωκαν κοινό σκοπό, ούτε στη σύμπραξη στην οποία είχε μετάσχει πριν τον Μάρτιο του 2001 και η οποία συνεχιζόταν».

43      Ουδόλως, όμως, υποδηλώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο θα είχε διαπιστώσει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης εκ μέρους μίας η περισσοτέρων από τις συγκεκριμένες εταιρίες, εάν είχε προηγουμένως διαπιστώσει ότι οι εταιρίες αυτές συνιστούσαν από κοινού μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

44      Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη στις εκτιμήσεις του ως προς τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των στοιχείων της δικογραφίας που του υποβλήθηκε, ιδίως σε σχέση με τους δεσμούς που υφίσταντο μεταξύ των Aalberts, Aquatis και Simplex.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, η πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως δεν είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

46      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι εξέτασε μεμονωμένα τα αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος καθεμίας των θυγατρικών χωρίς να λάβει υπόψη, προκειμένου να αξιολογήσει τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς κάθε θυγατρικής, τους δεσμούς που υφίσταντο μεταξύ του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων.

47      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι από τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Γενικό Δικαστήριο (βλ. απόφαση της 19ας Δεκεμβρίου 2012, C-445/11 P, Bavaria κατά Επιτροπής, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το σκέλος αυτό, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να προβεί σε νέα αξιολόγηση των πραγματικών περιστάσεων. Η αμφισβητούμενη από την Επιτροπή αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων σχετίζεται, επομένως, με μια εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των υποβληθέντων στο Γενικό Δικαστήριο αποδεικτικών στοιχείων, δεν είναι δυνατόν να υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. προμνησθείσα απόφαση Bavaria κατά Επιτροπής, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο.

50      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, οσάκις ένας αναιρεσείων διατείνεται ότι υπήρξε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, οφείλει, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 168, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου να υποδείξει επακριβώς τα στοιχεία που παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να αποδείξει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο σε αυτή την παραμόρφωση (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 50).

51      Τέτοιου είδους παραμόρφωση υπάρχει οσάκις, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-439, σκέψη 37, καθώς και της 17ης Ιουνίου 2010, C-413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-5361, σκέψη 17).

52      Εντούτοις, με το τρίτο αυτό σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προτείνει απλώς και μόνον μια διαφορετική ερμηνεία, έναντι εκείνης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, των διαφορετικών αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με την υποτιθέμενη συμμετοχή της Simplex στην επίμαχη σύμπραξη, ειδικότερα, των από 25 Φεβρουαρίου 2004 χειρόγραφων σημειώσεων της P. σε σχέση με μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον W. και των δηλώσεων των Be, H. και Ha σε σχέση με μια ενέχουσα τον χαρακτήρα συμπαιγνίας επαφή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen στις 18 Μαρτίου 2004. Από τα επιχειρήματα που προέβαλε εν προκειμένω η Επιτροπή δεν είναι, εντούτοις, δυνατόν να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια μιας εύλογης εκτιμήσεως των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C‑260/09 P, Activision Blizzard Germany κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑419, σκέψη 57).

53      Τέλος, ως προς την προβληθείσα έλλειψη αιτιολογήσεως, τα επιχειρήματα της Επιτροπής αφορούν ουσιαστικώς την αξιολόγηση των προαναφερθεισών χειρόγραφων σημειώσεων της 25ης Φεβρουαρίου 2004. Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διευκρινίζει τη σημασία της διαπιστώσεως στην οποία προβαίνει στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνει, στη σκέψη 61 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η κρίσιμη σειρά χειρόγραφων σημειώσεων «δεν αρκεί, αυτή καθεαυτήν, προς απόδειξη τη συμμετοχής της Simplex στην προσαπτόμενη εν προκειμένω παράβαση [δεδομένου ότι] δεν αποκλείεται η επαφή αυτή να θεωρηθεί ως μεμονωμένο γεγονός [και ε]ξάλλου, […] μόνη αυτή η σειρά χειρόγραφων σημειώσεων δεν αποτελούσε, ομοίως, επαρκές στοιχείο προς απόδειξη της εμπλοκής της Simplex στη σύμπραξη το 2003». Η αιτίαση σχετικά με την υποτιθέμενη αντιφατική αιτιολογία δεν μπορεί, ομοίως, να γίνει δεκτή. Ενώ στην προμνησθείσα απόφαση IBP και International Building Products France κατά Επιτροπής το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία καταδείκνυαν επαρκώς κατά νόμο τη συμμετοχή των οικείων προσφευγουσών στην μνημονευόμενη στο άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως παράβαση, η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τις Aalberts, Aquatis και Simplex, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να στηρίξει μια τέτοια διαπίστωση όσον αφορά την επιχείρηση που φέρεται ότι συνιστούσαν οι εν λόγω εταιρίες.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

55      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος που προβάλλει η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, καθόσον ακύρωσε πλήρως την επίδικη απόφαση αναφορικά με τη θυγατρική Aquatis και τη μητρική εταιρία Aalberts, παρότι επιβεβαίωσε τη συμμετοχή της Aquatis στις δραστηριότητες της συμπράξεως στη γαλλική αγορά. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο τουλάχιστον ως προς δύο σημεία.

57      Το πρώτο έγκειται στο ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση για τον λόγο ότι η Aquatis γνώριζε σε διαφορετικό βαθμό τη σύμπραξη σε σχέση με τις άλλες εταιρίες που συμμετείχαν στις συσκέψεις της FNAS στη Γαλλία.

58      Το δεύτερο έγκειται στο ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του καθότι ακύρωσε πλήρως την επίδικη απόφαση όσον αφορά την Aalberts και τις δύο θυγατρικές της, ενώ η μερική ακύρωση της αποφάσεως αυτής θα ήταν η πιο κατάλληλη λύση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκτιμά ότι, εάν υπήρξαν δύο χωριστές παραβάσεις σε σχέση με την Aquatis κατά τη διάρκεια των δύο περιόδων αναφοράς της συμπράξεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθότι ακύρωσε το συνολικό ποσό του προστίμου αντί απλώς να το μειώσει ούτως ώστε να αντανακλά την παράβαση η οποία έγκειτο στη συμμετοχή της στις συσκέψεις της FNAS κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της συμπράξεως.

59      Οι αναιρεσίβλητες εκτιμούν ότι ο δεύτερος αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως μερικώς απαράδεκτος καθότι πρόκειται, στην πραγματικότητα, περί αιτήσεως για επανεξέταση των πραγματικών στοιχείων που ήδη προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Επικουρικώς, ο δεύτερος αυτός λόγος θα έπρεπε να απορριφθεί διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και σε μη ορθή εφαρμογή της έννοιας της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60      Πρέπει να τονιστεί ότι, στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή προσήψε στην Aquatis ότι είχε μετάσχει κατά την κρίσιμη περίοδο σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση που κάλυπτε το σύνολο της αποκαλούμενης «πανευρωπαϊκής αγοράς», η οποία περιγράφεται στο άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως.

61      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι τα συστατικά στοιχεία της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως μετά τον Μάρτιο του 2001 συνίσταντο σε διμερείς επαφές, σε επαφές κατά τη διάρκεια εμπορικής εκθέσεως και σε επαφές στο πλαίσιο των συσκέψεων της FNAS με σκοπό τον συντονισμό των τιμών, διαπίστωσε, στη σκέψη 110 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, κατά το κρίσιμο διάστημα, η Aquatis είχε μετάσχει μόνο στις συσκέψεις της FNAS και όχι στα λοιπά δύο σκέλη της παραβάσεως. Εντούτοις, διαπιστώνοντας, στη σκέψη 119 της εν λόγω αποφάσεως, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η Aquatis γνώριζε ότι, με τη συμπεριφορά της, είχε ενταχθεί σε σύμπραξη περιλαμβάνουσα διάφορες πτυχές που επεδίωκαν κοινό σκοπό, ούτε στη σύμπραξη στην οποία είχε μετάσχει πριν τον Μάρτιο του 2001 και η οποία συνεχιζόταν, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε συνολικώς το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως σε σχέση με τις αναιρεσίβλητες.

62      Ως προς την υποτιθέμενη πλάνη περί το δίκαιο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν η συμπεριφορά της Aquatis κατά τις συσκέψεις της FNAS, μπορούσε να χαρακτηριστεί, αυτή καθεαυτήν, ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, είναι βέβαιο ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια που καθιέρωσε η νομολογία του Δικαστηρίου για τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς αυτής ως τμήματος μιας ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως.

63      Πράγματι, κατά τη νομολογία, έπρεπε να έχει αποδειχθεί ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη δική της συμπεριφορά στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι τελούσε εν γνώσει των παραβατικών εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νουν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑441/11 P, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι διαπιστώσεις, όμως, στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 112 και 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποκλείουν το ενδεχόμενο αυτό.

64      Ως προς το κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να έχει προβεί σε μερική ακύρωση του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως σε σχέση με τις αναιρεσίβλητες καθόσον η οικεία επιχείρηση είχε μετάσχει σε ένα συστατικό στοιχείο της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως, ήτοι στις συσκέψεις της FNAS, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη (βλ. προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απόφαση προσάπτει στις αναιρεσίβλητες ότι μετείχαν μόνον σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν χαρακτηρίζει ως παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ τη συμμετοχή της Αquatis στις συσκέψεις της FNAS. Αντιθέτως, η αιτιολογική σκέψη 546 της επίδικης αποφάσεως, στην οποία απαριθμούνται οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες τις οποίες αυτή αφορά, ουδόλως μνημονεύει τις συσκέψεις της FNAS. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 590 της επίδικης αποφάσεως επιβεβαιώνεται ρητώς ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι ήταν «τεχνητό να υποδιαιρεθεί η συνεχής συμπεριφορά [των οικείων επιχειρήσεων], που χαρακτηριζόταν από ένα και τον αυτό σκοπό, αναλυόμενη σε πλείονες χωριστές παραβάσεις, ενώ επρόκειτο στην πραγματικότητα για ενιαία παράβαση».

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι οι συσκέψεις της FNAS είχαν αντικείμενο ή αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό, το προαναφερθέν συστατικό στοιχείο της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως δεν ήταν δυνατόν να αποσπασθεί από την υπόλοιπη πράξη κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας.

67      Επομένως, έχοντας διαπιστώσει ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί η συμμετοχή της επιχειρήσεως σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ακύρωσε πλήρως το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως σε σχέση με τις αναιρεσίβλητες.

68      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

69      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ακύρωση του άρθρου 2, στοιχείο β΄, σημείο 2, της επίδικης αποφάσεως δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς από το Γενικό Δικαστήριο. Ως προς το προβλεπόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο του 10 %, το οποίο υπολογίσθηκε αποκλειστικώς επί του συνολικού κύκλου εργασιών της Aquatis και της Simplex, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra petita, δεδομένου ότι οι αναιρεσίβλητες δεν είχαν προβάλει τέτοιον λόγο.

70      Επιπλέον, η παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν προβλήθηκε από τις αναιρεσίβλητες ούτε στις γραπτές τους παρατηρήσεις ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας και προσέβαλε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν, επομένως, δυνατόν να διαπιστωθεί νομίμως οιοδήποτε σφάλμα στον υπολογισμό του τμήματος του προστίμου στο άρθρο 2, στοιχείο β΄, σημείο 2, της επίδικης αποφάσεως και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί ως προς τούτο επίσης.

71      Οι αναιρεσίβλητες αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής και ζητούν την απόρριψη του λόγου αυτού.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

72      Στις σκέψεις 123 και 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε για να καταλήξει στο ποσό των 2,04 εκατομμυρίων ευρώ για το πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε στην Aquatis και στη Simplex και το οποίο μνημονεύεται στο άρθρο 2, στοιχείο β΄, σημείο 2, της επίδικης αποφάσεως.

73      Από τη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ποσό των 100,8 εκατομμυρίων ευρώ για το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή στην Aalberts με την επίδικη απόφαση συνιστούσε σημαντικό παράγοντα στον εν λόγω υπολογισμό. Η απάλειψη του ποσού αυτού συνεπεία της ακυρώσεως του επιβληθέντος στην Aalberts προστίμου καθιστά κατά λογική συνέπεια λανθασμένο το μνημονευόμενο στο άρθρο 2, στοιχείο β΄, σημείο 2, της επίδικης αποφάσεως ποσό, πράγμα που δικαιολογεί την ακύρωσή του.

74      Η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου υπενθύμιση, στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιχείρηση IMI διασπάστηκε σε πλείονες διαφορετικές οντότητες πριν την έκδοση της επίδικης αποφάσεως γίνεται κατ’ επάλληλη επικουρική σκέψη και δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα που εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

75      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

76      Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτός κανείς από τους λόγους αναιρέσεως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί της αιτήσεως ανταναιρέσεως

77      Επισημαίνεται ότι η ανταναίρεση ασκήθηκε από τις αναιρεσίβλητες για την περίπτωση που το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αναιρέσεως. Από τη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει, όμως, ότι το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως ανταναιρέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

80      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι Aalberts, Aquatis και Simplex ζήτησαν να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως ανταναιρέσεως.

3)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.