Language of document : ECLI:EU:C:2017:132

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 16ης Φεβρουαρίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑75/16

Livio Menini

Maria Antonia Rampanelli

κατά

Banco Popolare – Società Cooperativa

[αίτηση του Tribunale Ordinario di Verona (Πρωτοδικείου Βερόνας, Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής – Οδηγία 2008/52/ΕΚ – Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Πεδίο εφαρμογής – Οδηγία 2013/11/ΕΕ – Εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών – Άρθρο 1 – Υποχρέωση του καταναλωτή να κινήσει διαδικασία διαμεσολαβήσεως πριν προσφύγει ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου – Άρθρο 2 – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 8, στοιχείο β΄ – Υποχρεωτική επικουρία από δικηγόρο – Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ – Κυρώσεις σε περίπτωση αποσύρσεως από τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως»






 I      Εισαγωγή

1.        Ενώπιον του Tribunale Ordinario di Verona (Πρωτοδικείου Βερόνας, Ιταλία) ασκήθηκε από δύο καταναλωτές ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής η οποία εκδόθηκε κατ’ αυτών κατόπιν αιτήσεως πιστωτικού ιδρύματος.

2.        Δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας η οποία μετέφερε στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2008/52/ΕΚ για ορισμένα θέματα διαμεσολαβήσεως σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2), το παραδεκτό της ανακοπής εξαρτάται από την προηγούμενη κίνηση, εκ μέρους των ανακοπτόντων, διαδικασίας διαμεσολαβήσεως. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της ιταλικής νομοθεσίας η οποία μετέφερε στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2013/11/ΕΕ για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών (3). Πάντως, διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα ενός τέτοιου συστήματος υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως με ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2013/11, ενώ το σύστημα αυτό συνάδει με την οδηγία 2008/52.

3.        Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο, πρώτον, όσον αφορά την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των δύο αυτών οδηγιών. Δεύτερον, ζητεί να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 2013/11 εμποδίζουν να εξαρτάται το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος, το οποίο ασκείται από καταναλωτή κατά εμπόρου και αφορά σύμβαση παροχής υπηρεσιών, από την προηγούμενη κίνηση, εκ μέρους του καταναλωτή, διαδικασίας διαμεσολαβήσεως. Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν οι κανόνες διεξαγωγής της προβλεπόμενης από την ιταλική νομοθεσία διαδικασίας διαμεσολαβήσεως είναι συμβατοί με την οδηγία 2013/11, κατά το μέτρο που υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προσλάβει δικηγόρο και προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση αποσύρσεως, χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος, από την εν λόγω διαδικασία.

 II      Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

 1.      Η οδηγία 2008/52

4.        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/52 ορίζει ότι η οδηγία αυτή «εφαρμόζεται σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις εκτός ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τα οποία τα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν βάσει του εφαρμοστέου δικαίου».

5.        Το άρθρο 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής ορίζει τη «διαμεσολάβηση» ως «διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους».

6.        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι αυτή «εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικής νομοθεσίας η οποία καθιστά την προσφυγή στη διαμεσολάβηση υποχρεωτική ή τη συνδέει με κίνητρα ή κυρώσεις, ανεξάρτητα αν γίνεται πριν από ή μετά την έναρξη της δίκης, στον βαθμό που η νομοθεσία αυτή δεν εμποδίζει την εκ μέρους των μερών άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστικό σύστημα».

 2.      Η οδηγία 2013/11

7.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/11 προβλέπει ότι «[σ]κοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει, με την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξασφαλίζοντας ότι οι καταναλωτές μπορούν να υποβάλλουν προαιρετικά καταγγελίες κατά εμπόρων σε φορείς που παρέχουν ανεξάρτητες, αμερόληπτες, διαφανείς, αποτελεσματικές, ταχείες και δίκαιες διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών [στο εξής: ΕΕΔ]. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εθνική νομοθεσία που καθιστά υποχρεωτική τη συμμετοχή στις σχετικές διαδικασίες εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τα μέρη να ασκήσουν το δικαίωμά τους να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη».

8.        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης εγχώριων και διασυνοριακών διαφορών σχετικά με συμβατικές υποχρεώσεις που ανακύπτουν από συμβάσεις πωλήσεων ή συμβάσεις υπηρεσιών μεταξύ εμπόρου εγκατεστημένου στην Ένωση και καταναλωτή που κατοικεί στην Ένωση, διά της παρεμβάσεως ενός φορέα ΕΕΔ ο οποίος προτείνει ή επιβάλλει λύση ή φέρνει τα μέρη σε επαφή για να διευκολυνθεί η εξεύρεση φιλικής λύσης.

2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

[…]

ζ)      στις διαδικασίες που έχουν κινηθεί από έμπορο κατά καταναλωτή·

[…]».

9.        Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Εάν δεν προβλέπεται άλλως στην παρούσα οδηγία, εφόσον διάταξη της παρούσας οδηγίας συγκρούεται με διάταξη άλλης νομοθετικής πράξης της Ένωσης και σχετίζεται με διαδικασίες εξωδικαστικής προσφυγής τις οποίες κινεί καταναλωτής κατά εμπόρου, υπερισχύει η διάταξη της παρούσας οδηγίας.

2.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/52/ΕΚ.»

10.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2013/11 ορίζει ότι ως «διαδικασία ΕΕΔ» νοείται «διαδικασία του άρθρου 2, η οποία πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και εφαρμόζεται από φορέα ΕΕΔ». Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας αυτής, ως «φορέας ΕΕΔ» νοείται «κάθε φορέας, όπως και αν ονομάζεται ή αναφέρεται, ο οποίος ιδρύεται σε μόνιμη βάση, προσφέρει υπηρεσίες επίλυσης διαφορών μέσω διαδικασίας ΕΕΔ και έχει καταχωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2».

11.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη […] εξασφαλίζουν ότι οι διαφορές που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και αφορούν έμπορο εγκατεστημένο στο έδαφός τους μπορούν να παραπεμφθούν σε φορέα ΕΕΔ ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας».

12.      Το άρθρο 8, στοιχείο β΄, της ίδιας οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι τα μέρη έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες ΕΕΔ «χωρίς να είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιήσουν δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο».

13.      Δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11, «[κ]ατά τις διαδικασίες ΕΕΔ που επιδιώκουν την επίλυση της διαφοράς προτείνοντας μια λύση, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι […] τα μέρη μπορούν να αποσυρθούν από τη διαδικασία σε οποιοδήποτε στάδιο, εφόσον δεν είναι ικανοποιημένα με την όλη διεξαγωγή της διαδικασίας· ενημερώνονται σχετικά με το δικαίωμα αυτό πριν την έναρξη της διαδικασίας· αν οι εθνικοί κανόνες προβλέπουν υποχρεωτική συμμετοχή του εμπόρου στις διαδικασίες ΕΕΔ, το παρόν στοιχείο ισχύει μόνον για τον καταναλωτή».

14.      Το άρθρο 20 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«1.      Κάθε αρμόδια αρχή αξιολογεί, ιδίως βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1, αν οι φορείς επίλυσης διαφορών που της κοινοποιούνται μπορούν να θεωρηθούν φορείς ΕΕΔ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και αν πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας του κεφαλαίου ΙΙ και των εθνικών εκτελεστικών της διατάξεων, περιλαμβανομένων των εθνικών διατάξεων που υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

2.      Κάθε αρμόδια αρχή, βάσει της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καταρτίζει κατάλογο όλων των φορέων ΕΕΔ που της έχουν κοινοποιηθεί και πληρούν τους όρους της παραγράφου 1.

[…]»

 Β –      Το ιταλικό δίκαιο

 1.      Το νομοθετικό διάταγμα 28/2010

15.      Το άρθρο 5 του decreto legislativo 4 marzo 2010, n. 28, recante attuazione dell’articolo 60 della legge 18 giugno 2009, n. 69, in materia di mediazione finalizzata alla conciliazione delle controversie civili e commerciali [νομοθετικού διατάγματος 28, της 4ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 60 του νόμου 69, της 18ης Ιουνίου 2009, για τη διαμεσολάβηση με σκοπό τη συμβιβαστική λύση των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 28/2010)] (4), το οποίο μεταφέρει την οδηγία 2008/52, ορίζει:

«1 bis.      Όποιος προτίθεται να ασκήσει ένδικο βοήθημα λόγω διαφοράς σχετικής με συνιδιοκτησία, εμπράγματα δικαιώματα, διανομή, κληρονομική διαδοχή, οικογενειακά σύμφωνα, μίσθωση, χρησιδάνειο, μίσθωση επιχειρήσεως, αποζημίωση για ζημία σχετική με την ευθύνη του παρόχου ιατρικής ή υγειονομικής περιθάλψεως ή δυσφήμηση διά του Τύπου ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μαζικής ενημερώσεως, ασφαλιστικές, τραπεζικές και χρηματοοικονομικές συμβάσεις, οφείλει προηγουμένως να κινήσει, επικουρούμενος από δικηγόρο, τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως η οποία προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα 179 της 8ης Οκτωβρίου 2007 ή τη διαδικασία η οποία θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 128 bis του κωδικοποιημένου κειμένου των νόμων σχετικά με τις τραπεζικές και τις πιστωτικές δραστηριότητες το οποίο αφορά το νομοθετικό διάταγμα 385 της 1ης Σεπτεμβρίου 1993, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, για τους τομείς που ρυθμίζονται εκεί. Η κίνηση της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος. […]

2 bis.      Όταν η κίνηση της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος, η προϋπόθεση αυτή θεωρείται ότι τηρήθηκε [αν η] πρώτη συνάντηση ενώπιον του διαμεσολαβητή ολοκληρώθηκε χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία.

[…]

4.      Οι παράγραφοι 1 bis και 2 δεν εφαρμόζονται:

1)      στις διαδικασίες διαταγής πληρωμής, περιλαμβανομένης της ανακοπής, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί των αιτήσεων να διαταχθεί ή να ανασταλεί η προσωρινή εκτέλεση […]».

16.      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος ορίζει ότι «[τ]α μέρη, επικουρούμενα από δικηγόρο, οφείλουν να προσέλθουν στην πρώτη συνάντηση [των μερών ενώπιον του διαμεσολαβητή] και στις επόμενες συναντήσεις μέχρι την περάτωση της διαδικασίας». Η παράγραφος 4 bis της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι «[η] χωρίς δικαιολογητικό λόγο μη συμμετοχή στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως δύναται να κριθεί από τον δικαστή, στη δίκη που ακολουθεί, ότι συνιστά αρχή αποδείξεως κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Ο δικαστής καταδικάζει τον διάδικο ο οποίος, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5, χωρίς δικαιολογητικό λόγο δεν μετέσχε στη διαδικασία, να καταβάλει στο Δημόσιο Ταμείο ποσό ίσο με τα ενιαία δικαστικά τέλη».

 2.      Το νομοθετικό διάταγμα 130/2015

17.      Το decreto legislativo 6 agosto 2015, n. 130, recante attuazione della direttiva 2013/11/UE sulla risoluzione alternativa delle controversie dei consumatori [νομοθετικό διάταγμα 130, της 6ης Αυγούστου 2015, περί μεταφοράς της οδηγίας 2013/11/ΕΕ για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 130/2015)] (5), τροποποίησε ορισμένες διατάξεις του decreto legislativo 6 settembre 2005, n. 206, «Codice del consumo» [νομοθετικού διατάγματος 206, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τον κώδικα καταναλωτή (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 206/2005)] (6). Ειδικότερα, το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 130/2015 αντικατέστησε το άρθρο 141 του νομοθετικού διατάγματος 206/2005, του οποίου οι παράγραφοι 4 και 6 προβλέπουν, πλέον, τα εξής:

«4.      Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου έχουν εφαρμογή στις προαιρετικές διαδικασίες εναλλακτικής επιλύσεως, συμπεριλαμβανομένης της επιλύσεως μέσω τηλεματικής, των εθνικών και διασυνοριακών διαφορών μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων που κατοικούν ή είναι εγκαταστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο των οποίων ο φορέας ΕΕΔ προτείνει λύση ή καλεί τα μέρη σε συνάντηση για να διευκολυνθεί ο φιλικός διακανονισμός, και ειδικότερα στους φορείς διαμεσολαβήσεως για τον χειρισμό των καταναλωτικών διαφορών, οι οποίοι είναι καταχωρισμένοι στο ειδικό τμήμα που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφοι 2 και 4, του νομοθετικού διατάγματος 28, της 4ης Μαρτίου 2010, αλλά και στους άλλους φορείς ΕΕΔ που έχουν συσταθεί ή είναι καταχωρισμένοι στους καταλόγους που τηρούνται και ελέγχονται από τις αρχές που αναφέρει η παράγραφος 1, σημείο i, κατόπιν εξακριβώσεως ότι πληρούν τις προϋποθέσεις και ότι η οργάνωση και οι διαδικασίες τους στοιχούν με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

[…]

6.      Διατηρούνται σε ισχύ οι ακόλουθες διατάξεις που προβλέπουν τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των διαδικασιών εναλλακτικής επιλύσεως διαφορών:

a)      Άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28, της 4ης Μαρτίου 2010, […]».

 III      Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.      Στις 15 Ιουνίου 2015, αρμόδιο δικαστήριο εξέδωσε υπέρ της Banco Popolare – Società Cooperativa και κατά του Livio Menini και της Maria Antonia Rampanelli διαταγή πληρωμής για ποσό 991 848,21 ευρώ. Το εν λόγω ποσό αντιστοιχούσε στο χρεωστικό υπόλοιπο από σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό με ενυπόθηκη ασφάλεια, σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ των τελευταίων και της Banco Popolare. Οι L. Menini και M. A. Rampanelli άσκησαν ενώπιον του Tribunale Ordinario di Verona (Πρωτοδικείου Βερόνας) ανακοπή κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής και ζήτησαν αναστολή της προσωρινής εκτελέσεώς της.

19.      Προς στήριξη της ανακοπής τους, οι τελευταίοι διατείνονται ότι, παρά τα χαμηλά εισοδήματά τους, η Banco Popolare επανειλημμένα τους είχε χορηγήσει πιστώσεις βάσει πολλών διαδοχικών συμβάσεων. Κατά τους ανακόπτοντες, με τις πιστώσεις αυτές η καθής τράπεζα σκοπό είχε να τους οδηγήσει να αγοράσουν υπερβολικό αριθμό μετοχών, κατά μεγάλο μέρος της ίδιας της Banco Popolare ή άλλων εταιριών του ίδιου ομίλου. Επιπλέον, η Banco Popolare είχε παρουσιάσει τις εν λόγω επενδύσεις ως ασφαλείς.

20.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναστολής της προσωρινής εκτελέσεως. Όταν το εν λόγω δικαστήριο θα έχει απορρίψει την αίτηση αυτή, οι ανακόπτοντες θα πρέπει, άλλως η ανακοπή θα κηρυχθεί απαράδεκτη, να κινήσουν διαδικασία διαμεσολαβήσεως βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 1 bis και 4, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010, το οποίο μετέφερε στο ιταλικό δίκαιο την οδηγία 2008/52.

21.      Το δικαστήριο αυτό διαπιστώνει ότι η διαφορά εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 130/2015, με το οποίο μεταφέρθηκε στο ιταλικό δίκαιο η οδηγία 2013/11. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες έχουν την ιδιότητα των «καταναλωτών», κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής, έχοντας συνάψει με «έμπορο», όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 4, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, «σύμβαση παροχής υπηρεσιών», κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο δ΄, της ίδιας οδηγίας.

22.      Το εν λόγω δικαστήριο εκκινεί, στην ουσία, από την παραδοχή ότι η οδηγία 2013/11 αντιτίθεται στη θέσπιση συστήματος υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως για τις καταναλωτικές διαφορές –πράγμα που όμως επιτρέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/52–, όπως το σύστημα που προβλέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 28/2010.

23.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, πρώτον, ότι η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2013/11 επιβάλλει στα κράτη μέλη τη δημιουργία ενοποιημένου συστήματος ΕΕΔ για όλες τις καταναλωτικές διαφορές. Συνεπώς, αντιτίθεται στην υπαγωγή ορισμένων καταναλωτικών διαφορών σε σύστημα υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως, ενώ η προσφυγή στη διαμεσολάβηση είναι προαιρετική για τις άλλες καταναλωτικές διαφορές. Πάντως, το άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010 προβλέπει υποχρεωτική διαμεσολάβηση μόνο για τις καταναλωτικές διαφορές οι οποίες αφορούν τραπεζικές και χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή ασφαλιστικές συμβάσεις.

24.      Δεύτερον, η οδηγία 2013/11, ενώ επιτρέπει να καταστεί υποχρεωτική η συμμετοχή του εμπόρου σε διαδικασία διαμεσολαβήσεως, απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλουν μια τέτοια υποχρέωση στον καταναλωτή.

25.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/52 αντιβαίνει στο σύστημα το οποίο θεσπίστηκε με την οδηγία 2013/11. Το αιτούν δικαστήριο προτείνει, για να αρθεί αυτή η φερόμενη σύγκρουση, να ερμηνευθεί το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11 κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε επικάλυψη μεταξύ των πεδίων εφαρμογής των εν λόγω δύο οδηγιών. Κατά την προτεινόμενη ερμηνεία, η οδηγία 2008/52 διέπει μόνο τις διαφορές στις οποίες δεν έχει εφαρμογή η οδηγία 2013/11, ήτοι τις διαφορές που δεν αφορούν τους καταναλωτές, τις διαφορές που αφορούν υποχρεώσεις απορρέουσες από συμβάσεις άλλες από τις συμβάσεις πωλήσεως ή παροχής υπηρεσιών, καθώς και τις διαφορές οι οποίες αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11 δυνάμει του άρθρου της 2, παράγραφος 2 (όπως οι διαδικασίες που κινούνται από εμπόρους).

26.      Εξάλλου, το δικαστήριο αυτό τονίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010 προβλέπουν υποχρέωση του καταναλωτή να επικουρείται από δικηγόρο κατά τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Πάντως, το άρθρο 8, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2013/11 αντιτίθεται στην επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως.

27.      Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει επίσης αμφιβολίες ως προς το αν το άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, του προαναφερθέντος νομοθετικού διατάγματος συνάδει με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11, κατά το μέτρο που το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, δεν επιτρέπει στον καταναλωτή να αποσυρθεί από τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως χωρίς να υποστεί αρνητικές συνέπειες στο πλαίσιο της μεταγενέστερης δίκης, εκτός αν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η έννοια του «δικαιολογητικού λόγου» αναφέρεται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις και δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν είναι ικανοποιημένος με τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

28.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale Ordinario di Verona (Πρωτοδικείο Βερόνας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11, κατά το μέρος που ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται “με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/52”, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιφυλάσσει στα επιμέρους κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν υποχρεωτική διαμεσολάβηση μόνο για τις περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11, δηλαδή για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11, τις συμβατικές διαφορές που απορρέουν από συμβάσεις άλλες από τις συμβάσεις πωλήσεως ή παροχής υπηρεσιών, καθώς και εκείνες που δεν αφορούν τους καταναλωτές;

2)      Πρέπει το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/11, κατά το μέρος που διασφαλίζει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να υποβάλουν καταγγελία κατά εμπόρων σε συσταθέντες προς τούτο φορείς εναλλακτικής επιλύσεως διαφορών, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση, σε μια από τις διαφορές τις οποίες αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/11, ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος που ασκήθηκε από το μέρος που έχει την ιδιότητα του καταναλωτή και, εν πάση περιπτώσει, σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την υποχρεωτική επικουρία από δικηγόρο και τα σχετικά έξοδα για τον καταναλωτή που μετέχει στη διαμεσολάβηση σε μια από      τις προαναφερθείσες διαφορές, καθώς και τη δυνατότητα μη συμμετοχής στη διαμεσολάβηση μόνο όταν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος;»

29.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Νοεμβρίου 2016.

 IV      Ανάλυση

 Α –      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

30.      Με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τους, οι συμμετέχοντες στην παρούσα διαδικασία προέβαλαν δύο επιχειρήματα αμφισβητώντας τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2013/11 στη διαφορά της κύριας δίκης και, συνακόλουθα, τη λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να δώσει απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

31.      Πρώτον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διαφορά της κύριας δίκης εντάσσεται σε προέκταση της διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής η οποία κινήθηκε από έμπορο κατά καταναλωτών. Συνεπώς, η εν λόγω διαφορά εμπίπτει στην εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11 η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας αυτής.

32.      Δεύτερον, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή σημείωσαν ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν αναφέρει αν η διαδικασία διαμεσολαβήσεως η οποία θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 28/2010 όντως συνιστά «διαδικασία ΕΕΔ» διεξαγόμενη ενώπιον ενός «φορέα ΕΕΔ», όπως οι έννοιες αυτές ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία ζ΄ και η΄, της οδηγίας 2013/11. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι αυτό δεν συμβαίνει. Πάντως, κατά τους υποβαλόντες παρατηρήσεις, αν δεν καλύπτεται από τους ορισμούς αυτούς, η διαδικασία διαμεσολαβήσεως που προβλέπεται στο εν λόγο διάταγμα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 2, παράγραφος 1.

33.      Στη συνέχεια, θα εξετάσω διαδοχικά τα δύο αυτά επιχειρήματα, έχοντας κατά νου το τεκμήριο λυσιτέλειας που συνδέεται με τα προδικαστικά ερωτήματα.

34.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το τεκμήριο αυτό δύναται να ανατραπεί μόνο όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα τεθέντα ερωτήματα (7). Συνεπώς, το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί, μεταξύ άλλων, αν τα ερωτήματα αυτά είναι προδήλως αλυσιτελή (8). Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δώσει απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα όταν είναι πρόδηλο ότι δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του δικαίου της Ένωσης που ζητείται να ερμηνεύσει (9).

 1.      Επί του εύρους του αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11 ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της εν λόγω οδηγίας

35.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2013/11, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται «στις διαδικασίες που έχουν κινηθεί από έμπορο κατά καταναλωτή». Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει, συναφώς, ότι η εν λόγω οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται «σε καταγγελίες που υποβάλλουν έμποροι κατά καταναλωτών».

36.      Ο αποκλεισμός αυτός αντανακλά τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, είναι να συμβάλει η οδηγία, με την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς διασφαλίζοντας ότι οι καταναλωτές μπορούν, σε ολόκληρη την Ένωση, να έχουν πρόσβαση σε διαδικασίες ΕΕΔ οι οποίες πληρούν ορισμένες απαιτήσεις ποιότητας, ώστε αυτοί να υποβάλλουν καταγγελίες κατά εμπόρων. Αντιθέτως, η οδηγία 2013/11 δεν αποβλέπει στη διασφάλιση της προσβάσεως των εμπόρων στις διαδικασίες αυτές με σκοπό αυτοί να υποβάλλουν καταγγελίες κατά καταναλωτών.

37.      Φρονώ ότι ο εν λόγω αποκλεισμός συνεπάγεται επίσης ότι, στην περίπτωση που ο έμπορος υποβάλει καταγγελία κατά του καταναλωτή και δικαιωθεί από τα δικαστήρια, η οδηγία αυτή δεν απαιτεί από τον καταναλωτή, ο οποίος προτίθεται να προσβάλει τη δικαστική αυτή απόφαση, να την προσβάλει ενώπιον φορέα ΕΕΔ, αντί να ασκήσει έφεση ή ανακοπή κατ’ αυτής.

38.      Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι ο αποκλεισμός που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2013/11 καλύπτει την κατάσταση όπου καταναλωτής προσβάλλει διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε κατ’ αυτού κατόπιν αιτήσεως εμπόρου.

39.      Εντούτοις, ενδέχεται τα πράγματα να είναι διαφορετικά στην περίπτωση που ο καταναλωτής, κατά το στάδιο εκδικάσεως της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, προβάλει αυτοτελή αξίωση κατά του εμπόρου, η οποία θα ήταν δυνατόν να αποτελέσει, αυτή καθ’ εαυτήν, το αντικείμενο χωριστού ενδίκου βοηθήματος. Ειδικότερα, όταν ο καταναλωτής προβάλλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, ότι είναι άκυρη η σύμβαση ή ορισμένες ρήτρες της, το αίτημα αναγνωρίσεως της ακυρότητας αυτής (καθώς και, ενδεχομένως, αποκαταστάσεως της εντεύθεν ζημίας) συνιστά, εκτός από αμυντικό ισχυρισμό προβληθέντα στο πλαίσιο της διαδικασίας διαταγής πληρωμής, αυτοτελή αξίωση του καταναλωτή κατά του εμπόρου (10). Κατά την άποψή μου, η οδηγία 2013/11 απαιτεί να δύναται ο καταναλωτής να προβάλει την αξίωση αυτή ενώπιον ενός φορέα ΕΕΔ (11). Επομένως, ο αποκλεισμός που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της εν λόγω οδηγίας δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά μια τέτοια αξίωση.

40.      Το ζήτημα αν η αυτοτελής αξίωση, την οποία ο καταναλωτής προβάλλει κατά του εμπόρου στο πλαίσιο ανακοπής κατά δικαστικής αποφάσεως, θα μπορούσε, αυτή καθ’ εαυτήν, να αποτελέσει το αντικείμενο ενδίκου βοηθήματος διέπεται από το εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους. Συνεπώς, η εκτίμηση του ζητήματος αυτού εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου.

41.      Εν προκειμένω, από το πραγματικό πλαίσιο το οποίο περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής και επαναλαμβάνεται στο σημείο 19 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι ο L. Menini και η M. A. Rampanelli προέβαλαν, προς στήριξη της ανακοπής τους, ότι η Banco Popolare, χορηγώντας τους τις επίμαχες πιστώσεις, παρέβη το εφαρμοστέο δίκαιο. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν ένας τέτοιος ισχυρισμός συνιστά αυτοτελή καταγγελία των καταναλωτών κατά του εμπόρου.

42.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι, μολονότι η εν λόγω διαφορά εντάσσεται σε προέκταση της διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής την οποία έμπορος κίνησε κατά καταναλωτών, δεν είναι πρόδηλο ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2013/11, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, δεν έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης και, επομένως, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι λυσιτελή.

 2.      Επί της ιδιότητας ενός φορέα ως «φορέα ΕΕΔ» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2013/11 και επί των εντεύθεν συνεπειών

43.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2013/11 ορίζει τη «διαδικασία ΕΕΔ» ως διαδικασία η οποία εφαρμόζεται από «φορέα ΕΕΔ». Ο «φορέας ΕΕΔ» ορίζεται, με τη σειρά του, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας αυτής, με παραπομπή στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Ο κατάλογος αυτός, ο οποίος πρέπει να καταρτίζεται από τις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους και να διαβιβάζεται στην Επιτροπή, απαριθμεί όλους τους φορείς που τους έχουν κοινοποιηθεί και που πληρούν, μετά από εξακρίβωση βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, τις απαιτήσεις ποιότητας που θέτουν η εν λόγω οδηγία και οι διατάξεις για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο (12).

44.      Πάντως, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/11, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις διαδικασίες οι οποίες διεξάγονται «διά της παρεμβάσεως ενός φορέα ΕΕΔ». Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι οι τασσόμενες με την οδηγία απαιτήσεις ποιότητας σκοπό έχουν να εφαρμόζονται στις «διαδικασίες ΕΕΔ που εκτελούνται από φορέα ΕΕΔ ο οποίος έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή». Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω οδηγία διέπει μόνο τις διαδικασίες οι οποίες διεξάγονται ενώπιον ενός φορέα ΕΕΔ, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο της 4, στοιχείο η΄.

45.      Αυτός ο περιορισμός του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2013/11, πόρρω απέχων από το να εισάγει φορμαλιστικό ορισμό του πεδίου αυτού, εξηγείται υπό το πρίσμα της γενικής οικονομίας του συστήματος το οποίο αυτός θεσπίζει.

46.      Συναφώς, υπογραμμίζω ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, υπό το πρίσμα του άρθρου της 4, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, υποχρεώνει κάθε κράτος μέλος να διασφαλίζει, για κάθε διαφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και αφορά έμπορο εγκατεστημένο στο έδαφός του, την πρόσβαση των καταναλωτών σε (τουλάχιστον) ένα εξωδικαστικό όργανο το οποίο πληροί τις απαιτήσεις της ίδιας οδηγίας και είναι καταχωρισμένο στον εθνικό κατάλογο που έχει καταρτιστεί δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

47.      Υπό τον όρο ότι τηρούν την υποχρέωση αυτή, τα κράτη μέλη δύνανται να συστήσουν άλλα εξωδικαστικά όργανα τα οποία δεν πληρούν οπωσδήποτε τις προαναφερθείσες απαιτήσεις και, συνεπώς, δεν διαλαμβάνονται στον ανωτέρω κατάλογο. Η οδηγία 2013/11 δεν εναρμονίζει το σύνολο των εθνικών εναλλακτικών διαδικασιών· σκοπό έχει μόνο να διασφαλίσει ότι κάθε κράτος μέλος προβλέπει τουλάχιστον μία διαδικασία ΕΕΔ η οποία πληροί τις απαιτήσεις που θέτει η οδηγία αυτή.

48.      Εν προκειμένω, η απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζει αν η διαδικασία διαμεσολαβήσεως η οποία προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα 28/2010 διεξάγεται ενώπιον ενός «φορέα ΕΕΔ» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2013/11, ήτοι ενός φορέα καταχωρισμένου στον κατάλογο ο οποίος έχει καταρτιστεί από τις ιταλικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Ούτε αναφέρει αν οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να φέρουν μια καταναλωτική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010, ενώπιον άλλων φορέων οι οποίοι, ενδεχομένως, διαλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν (13). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση ανέφερε ότι ο αρμόδιος φορέας διαμεσολαβήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα 28/2010 δεν είναι καταχωρισμένος στον εν λόγω κατάλογο.

49.      Αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει μια τέτοια καταχώριση –πράγμα που στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει–, φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και όπως υποστηρίζουν οι υποβαλόντες παρατηρήσεις, η προαναφερθείσα διαδικασία διαμεσολαβήσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11 (14).

50.      Πάντως, οι εκτιμήσεις αυτές δεν κλονίζουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας η οποία επισημάνθηκε στο σημείο 48 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι δεν είναι πρόδηλη η αδυναμία εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης των διατάξεων της οδηγίας 2013/11 των οποίων ζητείται η ερμηνεία και, κατά συνέπεια, η μη λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων.

51.      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η διαδικασία διαμεσολαβήσεως η οποία προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα 28/2010 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, η περίσταση αυτή δεν έχει ως συνέπεια την έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, καθόσον τότε θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Ιταλός νομοθέτης επέκτεινε, δυνάμει του εσωτερικού του δικαίου, στη διαδικασία αυτή το σύστημα που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

52.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, όταν το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει την άμεση και απαλλαγμένη αιρέσεων εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σε καταστάσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, ώστε να διασφαλίσει πανομοιότυπη μεταχείριση των καταστάσεων αυτών και των καταστάσεων οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, παρά ταύτα, κρίνει ότι είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις αυτές δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται από το συμφέρον να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεύονται με ομοιόμορφο τρόπο (15).

53.      Εν προκειμένω, η απόφαση περί παραπομπής παρέχει αρκούντως ακριβή στοιχεία που δείχνουν ότι πρόκειται για μια τέτοια παραπομπή στο δίκαιο της Ένωσης (16). Πράγματι, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η ιταλική νομοθεσία που μεταφέρει την οδηγία 2013/11 ρητώς συμπεριλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως που προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα 28/2010 (17). Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαδικασία αυτή διεξάγεται από οργανισμό ο οποίος δεν διαλαμβάνεται στον κατάλογο που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11, ο Ιταλός νομοθέτης είχε, τουλάχιστον, την πρόθεση να διέπεται η εν λόγω διαδικασία, όπως οι διαδικασίες ενώπιον φορέων ΕΕΔ που είναι δεόντως καταχωρισμένοι, από τις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν την οδηγία αυτή.

54.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσεων που προεκτέθηκαν, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που τέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.

 Β –      Επί της συνδέσεως μεταξύ της οδηγίας 2008/52 και της οδηγίας 2013/11

55.      Με το πρώτο του ερώτημα, τα αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11, κατά το οποίο η οδηγία αυτή εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/52/ΕΚ». Ζητεί να διευκρινιστεί αν τα καθ’ ύλην πεδία εφαρμογής των οδηγιών αυτών επικαλύπτονται ή αν, αντιθέτως, η οδηγία 2008/52 διέπει μόνο τις διαφορές στις οποίες δεν έχει εφαρμογή η οδηγία 2013/11.

56.      Κατά την άποψή μου, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11 επιτρέπει την ως ένα βαθμό επικάλυψη μεταξύ του πεδίου εφαρμογής της και του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2008/52. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 19, in fine, της οδηγίας 2013/11 διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή «έχει σχεδιασθεί για να εφαρμοσθεί οριζόντια σε κάθε είδους διαδικασίες ΕΕΔ, ακόμα και στις καλυπτόμενες από την οδηγία 2008/52/ΕΚ». Όπως υπογράμμισε η Ιταλική Κυβέρνηση, οι δύο αυτές οδηγίες δύνανται να διέπουν παραλλήλως την ίδια διαφορά, δεδομένου ότι, ενώ η οδηγία 2008/52 ήδη διέπει τις διαδικασίες διαμεσολαβήσεως, η οδηγία 2013/11 εναρμονίζει με περισσότερες λεπτομέρειες το σύνολο των διαδικασιών ΕΕΔ. Συνεπώς, ρυθμίζει πολλές πτυχές των διαδικασιών αυτών που δεν διέπονται από την οδηγία 2008/52 (18).

57.      Τούτου δοθέντος, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το πρώτο ερώτημα στηρίζεται στην παραδοχή ότι η διαφορά της κύριας δίκης αποτελεί πεδίο συγκρούσεως μεταξύ των δύο αυτών οδηγιών. Αν υποτεθεί ότι η παραδοχή αυτή είναι ορθή, θα πρέπει, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να του παρασχεθούν διευκρινίσεις επίσης όσον αφορά τους εφαρμοστέους κανόνες σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 2008/52 και των διατάξεων της οδηγίας 2013/11.

58.      Πάντως, έχω αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της παραδοχής αυτής. Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, μια τέτοια σύγκρουση μπορεί να επέλθει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι μια διαφορά εμπίπτει, ταυτοχρόνως, στο πεδίο εφαρμογής των δύο αυτών οδηγιών και ότι, επιπλέον, οι διατάξεις τους είναι όντως ασύμβατες μεταξύ τους. Ουδεμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις πληρούται εν προκειμένω.

59.      Πρώτον, η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/52, στο οποίο, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 2, εμπίπτουν μόνο οι διασυνοριακές διαφορές (19). Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει, στην ουσία, ως διασυνοριακή διαφορά κάθε διαφορά στο πλαίσιο της οποίας τουλάχιστον δύο από τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν την κατοικία τους ή τη συνήθη διαμονή τους σε διαφορετικά κράτη μέλη. Δεδομένου ότι οι ανακόπτοντες είναι κάτοικοι Ιταλίας και η Banco Popolare είναι εγκατεστημένη εκεί, η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στον ορισμό αυτόν.

60.      Ασφαλώς, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2008/52, τα κράτη μέλη μπορούν κάλλιστα να εφαρμόζουν τις διατάξεις της επίσης στις εσωτερικές διαδικασίες διαμεσολαβήσεως. Ο Ιταλός νομοθέτης άσκησε τη δυνατότητα αυτή επεκτείνοντας στις εγχώριες διαφορές την εφαρμογή των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 28/2010. Ωστόσο, η αιτιολογική αυτή σκέψη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να επεκταθεί, σε αντίθεση με το σαφές γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το πεδίο εφαρμογής της στις διαφορές αυτές. Όπως παρατήρησε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη περιορίζεται στη διαπίστωση ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν, βάσει του εσωτερικού τους δικαίου, διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σε καταστάσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών (20).

61.      Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, δεν συμφωνώ με την ανάλυση του αιτούντος δικαστηρίου κατά την οποία το άρθρο 3, στοιχείο α΄, και το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/52, κατά το μέρος που παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν την κίνηση διαδικασίας διαμεσολαβήσεως ως προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, προσκρούουν στο σύστημα που θέσπισε η οδηγία 2013/11. Εφόσον το ζήτημα αυτό αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος, θα αναπτύξω τη συλλογιστική μου στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων (21).

62.      Επομένως, εφόσον η διαφορά της κύριας δίκης δεν συνεπάγεται σύγκρουση μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 2008/52 και της οδηγίας 2013/11, παρέλκει να καθοριστεί ποιες από τις ανωτέρω διατάξεις υπερισχύουν των άλλων.

63.      Ωστόσο, χάριν πληρότητας της αναλύσεως, προσθέτω ότι, αν υποτεθεί ότι υπάρχει μια τέτοια σύγκρουση, θα πρέπει να υπερισχύσει η οδηγία 2008/52. Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/11 ορίζει ότι η οδηγία αυτή υπερισχύει των άλλων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης που περιλαμβάνουν διατάξεις για τις διαδικασίες εξωδικαστικής επιλύσεως διαφορών που κινούνται από καταναλωτή κατά εμπόρου, «εάν δεν προβλέπεται άλλως στην παρούσα οδηγία». Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψεως 19, συνιστά μια τέτοια ρητή παρέκκλιση, δεδομένου ότι προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία «εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/52/ΕΚ». Η αιτιολογική αυτή σκέψη, εκτός του ότι αποτελεί έκφραση της υπεροχής της οδηγίας 2008/52 έναντι της οδηγίας 2013/11, αναφέρει ότι αυτό συμβαίνει επειδή η οδηγία 2008/52 έχει ήδη θεσπίσει ένα πλαίσιο το οποίο έχει εφαρμογή ειδικά στα συστήματα διαμεσολαβήσεως που αφορούν διασυνοριακές διαφορές.

 Γ –      Επί της συμβατότητας με την οδηγία 2013/11 της υποχρεώσεως κινήσεως διαδικασίας διαμεσολαβήσεως

64.      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/11 αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική διάταξη, όπως το άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010, η οποία εξαρτά το παραδεκτό ενδίκου βοηθήματος, που ασκείται από καταναλωτή κατά εμπόρου και αφορά σύμβαση παροχής υπηρεσιών, από την προηγούμενη κίνηση διαδικασίας διαμεσολαβήσεως με πρωτοβουλία του καταναλωτή.

 1.      Επί της κατ’ αρχήν ελλείψεως απαγορεύσεως να επιβληθεί στον καταναλωτή υποχρέωση κινήσεως διαδικασίας διαμεσολαβήσεως

65.      Το Tribunale Ordinario di Verona (Πρωτοδικείο Βερόνας) έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010 με το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/11 για δύο διαφορετικούς λόγους.

66.      Αφενός, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ενιαίο και ομοιόμορφο σύστημα ΕΕΔ για όλες τις καταναλωτικές διαφορές. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, συνεπάγεται κατακερματισμό των συστημάτων ΕΕΔ που έχουν εφαρμογή στις διαφορές αυτές, δεδομένου ότι προβλέπει σύστημα υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως για ορισμένες καταναλωτικές διαφορές (ήτοι, κατά το αιτούν δικαστήριο, για τις διαφορές που αφορούν τραπεζικές και χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή ασφαλιστικές συμβάσεις), ενώ οι λοιπές καταναλωτικές διαφορές υπόκεινται μόνο σε σύστημα προαιρετικής διαμεσολαβήσεως (22).

67.      Ούτε το γράμμα ούτε ο σκοπός της οδηγίας 2013/11 στηρίζουν μια τέτοια απαίτηση (23). Όπως υπενθύμισα στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, η οδηγία αυτή, στην ουσία, έχει ως σκοπό να διασφαλίσει στους καταναλωτές, σε ολόκληρη την Ένωση, πρόσβαση σε διαδικασίες ΕΕΔ οι οποίες πληρούν ορισμένες εναρμονισμένες απαιτήσεις ποιότητας ώστε αυτοί να υποβάλλουν καταγγελίες κατά των εμπόρων. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι «ανεξάρτητες, αμερόληπτες, διαφανείς, αποτελεσματικές, ταχείες και δίκαιες». Πέραν του σκοπού αυτού, η εν λόγω οδηγία ουδόλως επιδιώκει να διασφαλίσει τον ενιαίο ή ομοιόμορφο χαρακτήρα του τρόπου διεξαγωγής των διαδικασιών αυτών εντός ενός κράτους μέλους για όλες τις καταναλωτικές διαφορές. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται επίσης από την ελάχιστη εναρμόνιση στην οποία προβαίνει η ίδια οδηγία, όπως προκύπτει από το άρθρο της 2, παράγραφος 3.

68.      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν όχι μόνον ο έμπορος, αλλά επίσης ο καταναλωτής δύναται να υποχρεωθεί να μετάσχει σε διαδικασία διαμεσολαβήσεως για την επίλυση διαφοράς η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11 (24).

69.      Συναφώς, όπως σημείωσε το αιτούν δικαστήριο, η διατύπωση του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής είναι, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, μέχρι ενός σημείου διφορούμενη. Στην πρώτη περίοδο του άρθρου αυτού, τονίζεται ο προαιρετικός χαρακτήρας της προσφυγής των καταναλωτών σε διαδικασίες ΕΕΔ, για να προβάλουν τα δικαιώματά τους κατά των εμπόρων. Η δεύτερη περίοδος του άρθρου αυτού παρέχει την ευχέρεια στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ρυθμίσεις που καθιστούν υποχρεωτική τη συμμετοχή στις σχετικές διαδικασίες, εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές «δεν εμποδίζ[ουν] τα μέρη να ασκήσουν το δικαίωμά τους να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη». Το κείμενο της διατάξεως αυτής δεν διευκρινίζει αν η έννοια της «συμμετοχής» αφορά μόνο τη συμμετοχή του εμπόρου σε διαδικασία ΕΕΔ η οποία έχει κινηθείαπόκαταναλωτή ή αφορά επίσης την κίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας από έμπορο.

70.      Η χρησιμοποίηση του όρου «τα μέρη» υποδηλώνει ότι η έννοια αυτή αφορά τη συμμετοχή στη διαδικασία ΕΕΔ τόσο του καταναλωτή όσο και του εμπόρου. Ωστόσο, η αιτιολογική σκέψη 49 της οδηγίας 2013/11 επικεντρώνεται στη συμμετοχή του εμπόρου, δεδομένου ότι διευκρινίζει ότι, ενώ η οδηγία αυτή δεν απαιτεί τη συμμετοχή του εμπόρου στις διαδικασίες ΕΕΔ, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μια τέτοια υποχρέωση, με επιφύλαξη του σεβασμού του δικαιώματος των μερών για πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα.

71.      Συνεπώς, εφόσον το γράμμα του άρθρου 1 της οδηγίας 2013/11, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψεως 49, δεν επιδέχεται μονοσήμαντη ερμηνεία, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σκοποί και το πλαίσιο της διατάξεως αυτής και η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (25).

72.      Από τη σκοπιά αυτή, παρατηρώ, πρώτον, ότι το ευρύτερο νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οδηγία αυτή επιβεβαιώνει τη συμβατότητα μεταξύ του προαιρετικού χαρακτήρα της διαμεσολαβήσεως και της επιβολής στον καταναλωτή υποχρεώσεως να προσφύγει στη διαμεσολάβηση αυτή. Συναφώς, η οδηγία 2008/52 παρέχει διευκρινίσεις οι οποίες είναι χρήσιμες για την ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 2013/11 (26).

73.      Το άρθρο 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2008/52 ορίζει τη διαμεσολάβηση ως προαιρετική διαδικασία, διευκρινίζοντας ότι η διαδικασία αυτή μπορεί όχι μόνον να κινηθεί από τα μέρη, αλλά επίσης να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους. Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθιστούν υποχρεωτική, βάσει του εσωτερικού τους δικαίου, την «προσφυγή» στη διαμεσολάβηση. Η διατύπωση αυτή δείχνει σαφώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο καταναλωτής υποχρεούται να κινήσει διαδικασία διαμεσολαβήσεως (27). Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 της εν λόγω οδηγίας, ο προαιρετικός χαρακτήρας της διαμεσολαβήσεως συνίσταται όχι στην ελευθερία των μερών να προσφύγουν στη διαδικασία αυτή, αλλά στο γεγονός ότι «τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή».

74.      Δεν διακρίνω κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον προαιρετικό χαρακτήρα των διαδικασιών ΕΕΔ, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/11. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξαρτούν το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων του καταναλωτή από προηγούμενη προσφυγή σε διαδικασία ΕΕΔ.

75.      Δεύτερον, υπογραμμίζω ωστόσο, ότι, όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής και τα χαρακτηριστικά των διαδικασιών ΕΕΔ, που δεν ρυθμίζει η οδηγία 2013/11, τα κράτη μέλη διατηρούν την πλήρη νομοθετική τους αυτονομία, αρκεί να γίνεται σεβαστή η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής (28). Η εκτίμηση αυτή απορρέει από την ελάχιστη εναρμόνιση που προβλέπεται στην οδηγία αυτή (29). Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 15 της ίδιας οδηγίας διευκρινίζει ότι το σύστημα ΕΕΔ, που η εν λόγω οδηγία σκοπό έχει να θέσει σε εφαρμογή, πρέπει να «στηρίζεται στις υπάρχουσες στα κράτη μέλη διαδικασίες ΕΕΔ και να σέβεται τις εθνικές νομικές παραδόσεις».

76.      Ουδέν στοιχείο υποδηλώνει ότι υποχρέωση του καταναλωτή να κινήσει διαδικασία ΕΕΔ θα εμπόδιζε την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2013/11, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο της 1, και συνεπώς την πρακτική της αποτελεσματικότητα. Αντιθέτως, συντελεί στην ενίσχυσή της διασφαλίζοντας τη συστηματική προσφυγή στην εναλλακτική αυτή διαδικασία (30). Επιπλέον, εφόσον η υποχρέωση αυτή υποτίθεται ότι έχει ως σκοπό τη μείωση του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων –σκοπό τον οποίο άλλωστε το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ως θεμιτό (31)–, έμμεσα προάγει επίσης την πρόσβαση των καταναλωτών στη δικαιοσύνη, της οποίας τη σημασία επιβεβαιώνει το εν λόγω άρθρο 1. Υπό το πρίσμα αυτό, θα ήταν αντιπαραγωγικό να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στον καταναλωτή μια τέτοια υποχρέωση.

77.      Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2013/11 πρέπει να υποχωρούν έναντι των διατάξεων της οδηγίας 2008/52 σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ τους (32). Πάντως, για τις διασυνοριακές διαφορές το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/52 επιτρέπει στα κράτη μέλη να καταστήσουν υποχρεωτική την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Αντιθέτως, θα ήταν παράδοξο τα κράτη μέλη να μην έχουν την επιλογή αυτή στο πλαίσιο διαφορών σε εθνικό επίπεδο, στις οποίες εφαρμογή έχει μόνον η οδηγία 2013/11.

78.      Υπό το πρίσμα όλων των σκέψεων αυτών, εκτιμώ ότι το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/11 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δύνανται όχι μόνον να απαιτήσουν από τον έμπορο να μετάσχει σε διαδικασία ΕΕΔ, αλλά επίσης να υποχρεώσουν τον καταναλωτή να κινήσει μια τέτοια διαδικασία, πριν ασκήσει ένδικο βοήθημα ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου. Εντούτοις, η ευχέρεια αυτή περιορίζεται από την προϋπόθεση, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, in fine, της οδηγίας αυτής, ότι μια τέτοια υποχρέωση δεν δύναται να στερήσει τα μέρη από το δικαίωμά τους να προσφύγουν στη δικαιοσύνη –προϋπόθεση της οποίας το περιεχόμενο θα εξετάσω αμέσως πιο κάτω.

 2.      Επί του περιεχομένου της προϋποθέσεως ότι η υποχρεωτική προσφυγή σε διαμεσολάβηση δεν δύναται να εμποδίσει την πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα

79.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 45 και 49 της οδηγίας 2013/11 διευκρινίζουν το περιεχόμενο της προαναφερθείσας προϋποθέσεως υπενθυμίζοντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), οι διαδικασίες ΕΕΔ δεν δύνανται να εμποδίζουν τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον δικαστηρίου. Η αιτιολογική σκέψη 45 διευκρινίζει ότι, αν μια διαφορά δεν μπόρεσε να επιλυθεί με διαδικασία ΕΕΔ η έκβαση της οποίας δεν είναι δεσμευτική, τα μέρη θα πρέπει να μπορούν να κινήσουν ακολούθως δικαστική διαδικασία.

80.      Ήδη πριν από την έκδοση της οδηγίας 2013/11, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Alassini κ.λπ. (33), ότι υποχρέωση εφαρμογής εξωδικαστικής διαδικασίας συμβιβασμού, ως προϋπόθεση του παραδεκτού ενός ενδίκου βοηθήματος, είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, στο μέτρο που η διαδικασία αυτή:

–        δεν καταλήγει σε απόφαση δεσμευτική για τα μέρη (34

–        δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος·

–        αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων (35) ·

–        δεν προκαλεί σημαντικά έξοδα στα ενδιαφερόμενα μέρη (36) ·

–        δεν επιβάλλει την ηλεκτρονική οδό ως το μοναδικό μέσο προσβάσεως στη εν λόγω διαδικασία (37) (πάντως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να το εξακριβώσει), και

–        δεν εμποδίζει τη λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το επείγον της καταστάσεως τα επιβάλλει (πράγμα που επίσης στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει).

81.      Μολονότι η απόφαση εκείνη αφορούσε εθνική νομοθεσία η οποία επέβαλλε την προσφυγή σε διαδικασία συμβιβασμού, η συλλογιστική του Δικαστηρίου μπορεί να εφαρμοστεί σε εθνικές νομοθεσίες οι οποίες καθιστούν υποχρεωτική την προσφυγή σε άλλες εξωδικαστικές διαδικασίες, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη. Στο πλαίσιο των εν λόγω νομοθεσιών εγείρονται παρόμοια ζητήματα όσον αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στο μέτρο που αυτές εισάγουν ένα «επιπλέον στάδιο για την πρόσβαση στον δικαστή» (38). Επίσης, είναι δυνατό όλες οι νομοθεσίες αυτές να επιδιώκουν θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος, όπως ο ταχύς και όχι πολύ δαπανηρός χειρισμός των διαφορών, καθώς και η μείωση του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων (39).

82.      Εξάλλου, όπως επισημαίνει η αιτιολογική σκέψη 45 της οδηγίας 2013/11, η προϋπόθεση την οποία θέτει το άρθρο 1, in fine, της εν λόγω οδηγίας σκοπό έχει ακριβώς να διασφαλίσει ότι οι διαδικασίες ΕΕΔ συνάδουν με το άρθρο 47 του Χάρτη. Συνεπώς, οι περιστάσεις τις οποίες το Δικαστήριο έλαβε υπόψη στην απόφαση Alassini κ.λπ. (40)ασκούν επιρροή επίσης για την εκτίμηση της συμβατότητας μιας υποχρεώσεως προσφυγής σε διαδικασία ΕΕΔ με το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής (41).

83.      Μολονότι μια τέτοια εκτίμηση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, φρονώ, παρά ταύτα, ότι είναι χρήσιμο να εκθέσω εδώ ορισμένες σκέψεις οι οποίες θα μπορέσουν να το βοηθήσουν στο έργο του ως προς το ζήτημα αυτό.

84.      Πρώτον, διαπιστώνω ότι το άρθρο 141, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 206/2005, όπως έχει υπό το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 130/2015, προβλέπει ότι οι διαδικασίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του –μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η διαδικασία διαμεσολαβήσεως που προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα 28/2010– σκοπό έχουν να επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός ή να διατυπωθεί πρόταση επιλύσεως της διαφοράς από τον διαμεσολαβητή ή από οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο όργανο. Συνεπώς, και με επιφύλαξη της επιβεβαιώσεως από το αιτούν δικαστήριο, η έκβαση της διαδικασίας αυτής δεν δεσμεύει τα μέρη.

85.      Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαταγής πληρωμής η υποχρέωση προσφυγής σε διαμεσολάβηση επιβάλλεται μόνο μετά την έκδοση αποφάσεως αναστολής της προσωρινής εκτελέσεως. Ανάλογα με την περίπτωση, και πάντοτε με επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, επίσης η υποχρέωση αυτή δεν εμποδίζει τη λήψη προσωρινών μέτρων.

86.      Προσθέτω ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία έχει μια ιδιαίτερη πτυχή, δεδομένου ότι προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση αποσύρσεως από τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως αν δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος –στοιχείο το οποίο δεν ήταν επίμαχο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Alassini κ.λπ. (42)–, πράγμα που είναι ικανό να θίξει τη δυνατότητα των μερών να προβάλουν λυσιτελώς τα δικαιώματά τους ενώπιον δικαστηρίου μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος (43).

 Δ –      Επί της συμβατότητας του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως με την οδηγία 2013/11

 1.      Επί της υποχρεώσεως επικουρίας από δικηγόρο

87.      Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος αφορά, στην ουσία, τη συμβατότητα με τα άρθρα 1 και 8, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2013/11 εθνικής νομοθετικής διατάξεως, όπως το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010 (44), η οποία επιβάλλει στα μέρη να επικουρούνται από δικηγόρο στο πλαίσιο διαδικασίας διαμεσολαβήσεως.

88.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 8, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2013/11, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επιβάλουν μια τέτοια υποχρέωση στο πλαίσιο των διαδικασιών ΕΕΔ οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Απλώς και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος.

89.      Κατά συνέπεια, παρέλκει να εξεταστεί το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι η υποχρέωση επικουρίας από δικηγόρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως, μολονότι περιορίζει τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη, είναι αναγκαία και αναλογική σε σχέση με την επίτευξη ενός σκοπού γενικού συμφέροντος. Εφόσον η υποχρέωση αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 8, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2013/11, δεν είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν η εν λόγω υποχρέωση στοιχεί με το άρθρο 47 του Χάρτη και με το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής.

 2.      Επί των κυρώσεων σε περίπτωση αποσύρσεως από τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

90.      Με το τρίτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 1 και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11 αντιτίθενται σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010, η οποία, με απειλή κυρώσεων στο πλαίσιο της μεταγενέστερης δικαστικής διαδικασίας, απαγορεύει στα μέρη τη μη συμμετοχή στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως εκτός αν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος.

91.      Όπως αναφέρει η απόφαση περί παραπομπής, το άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού αυτού διατάγματος προβλέπει κυρώσεις ειδικά σε περίπτωση αποσύρσεως ενός των μερών από τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως (45) χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος, με δυσμενείς συνέπειες για το αποσυρθέν μέρος στο πλαίσιο της μεταγενέστερης δικαστικής διαδικασίας. Βάσει της διατάξεως αυτής, στη δίκη που ακολουθεί ο δικαστής δύναται, σε περίπτωση αποσύρσεως χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος, να λάβει υπόψη το γεγονός αυτό ως αρχή αποδείξεως. Εξάλλου, οφείλει να επιβάλει χρηματική κύρωση στο αποσυρθέν μέρος.

92.      Κατά συνέπεια, όπως η απόφαση περί παραπομπής παρουσιάζει τις διατάξεις αυτές, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 bis και 2 bis, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010, θεσπίζει το ακόλουθο σύστημα:

–        Ο προτιθέμενος να ασκήσει αγωγή (ή, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, ανακοπή) δύναται να ασκήσει παραδεκτώς την αγωγή του μόνον αφότου έχει κινήσει διαδικασία διαμεσολαβήσεως (άρθρο 5, παράγραφος 1 bis).

–        Για να τηρηθεί η προϋπόθεση αυτή, είναι αρκετό τα μέρη να είχαν μια πρώτη και μοναδική συνάντηση με τον διαμεσολαβητή, ακόμη και αν η συνάντηση αυτή δεν οδήγησε σε συμφωνία (άρθρο 5, παράγραφος 2 bis).

–        Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι για να υπάρξει πρόσβαση στη δικαιοσύνη αρκεί μια αρχική προσπάθεια διαμεσολαβήσεως, η απόσυρση από τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως σε μεταγενέστερο στάδιο έχει, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, δυσμενείς συνέπειες για το μέρος που αποσύρθηκε χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος (άρθρο 8, παράγραφος 4 bis).

93.      Πάντως, το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11 προβλέπει ότι, στην περίπτωση διαδικασίας η οποία καταλήγει σε απόφαση την οποία προτείνει ο φορέας ΕΕΔ, τα μέρη πρέπει να μπορούν να αποσυρθούν από τη διαδικασία σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο «εφόσον δεν είναι ικανοποιημένα με την όλη διεξαγωγή της διαδικασίας» (46). Ωστόσο, η διάταξη αυτή προσθέτει ότι, αν το εσωτερικό δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει την υποχρεωτική συμμετοχή του εμπόρου στις διαδικασίες ΕΕΔ, αυτό το δικαίωμα αποσύρσεως μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον καταναλωτή (47). Η απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζει εν προκειμένω αν το νομοθετικό διάταγμα 28/2010 υποχρεώνει τον έμπορο να μετάσχει στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

94.      Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη καθιερώνει την πλήρη ελευθερία κάθε ενός από τα μέρη –ή, τουλάχιστον, του καταναλωτή– να αποσυρθεί από τη διαδικασία, οποτεδήποτε, ακόμη και για καθαρά υποκειμενικούς λόγους. Εθνική νομοθεσία συνδέουσα την απόσυρση από τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως με δυσμενείς για το αποσυρθέν μέρος συνέπειες στο πλαίσιο του μεταγενέστερου ένδικου βοηθήματος, όπως οι συνέπειες που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού αυτού διατάγματος, περιορίζει την ελευθερία αυτή και, συνεπώς, αντιβαίνει στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11.

95.      Εξάλλου, φρονώ ότι μια τέτοια νομοθεσία, με το να επιβάλλει την προσφυγή σε εξωδικαστική διαδικασία ενώ προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση αποσύρσεως από τη διαδικασία αυτή, περιορίζει την πρόσβαση των μερών στη δικαιοσύνη σε βαθμό που δεν πληρούται η προϋπόθεση την οποία θέτει το άρθρο 1, in fine, της οδηγίας 2013/11.

96.      Πράγματι, η προϋπόθεση αυτή θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας, αν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη, μολονότι τυπικώς θα αναγνώριζαν το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη, να φαλκιδεύσουν τη δυνατότητά των μερών να προβάλλουν λυσιτελώς τα δικαιώματά τους ενώπιον των δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η εν λόγω προϋπόθεση συνεπάγεται ότι η απόσυρση από τη διαδικασία ΕΕΔ δεν δύναται να έχει αρνητικές συνέπειες για το αποσυρθέν μέρος –τουλάχιστον αν πρόκειται για τον καταναλωτή (48) – στο πλαίσιο μεταγενέστερου ένδικου βοηθήματος.

97.      Ωστόσο, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, πριν διαπιστώσει την ασυμβατότητά του με το άρθρο 1 και με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2013/11, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν το άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος δεν δύναται να ερμηνευθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποφευχθεί η ασυμβατότητα αυτή.

98.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν, στο μέτρο του δυνατού, το εθνικό δίκαιο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζουν ότι είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης (49). Ωστόσο, αυτή η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας δεν δύναται να υποχρεώσει τα εν λόγω δικαστήρια να προβούν σε contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (50).

99.      Ειδικότερα, η Επιτροπή ορθώς υποστήριξε ότι θα ήταν δυνατό να διασφαλιστεί η συμφωνία του άρθρου 8, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010 με τις προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2013/11 με το να ερμηνευθεί η έννοια «δικαιολογητικός λόγος» κατά τέτοιον τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τη μη ικανοποίηση των μερών (ή, τουλάχιστον, του καταναλωτή (51)) όσον αφορά την όλη διεξαγωγή της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως. Μολονότι από τη απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε εκ των προτέρων ότι η έννοια του «δικαιολογητικού λόγου» αφορά μόνον αντικειμενικές εκτιμήσεις (52), θα πρέπει να εξακριβώσει αν, παρά ταύτα, το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, δύναται να τύχει ευρύτερης ερμηνείας.

 Πρόταση

100. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως ακολούθως στα ερωτήματα του Tribunale Ordinario di Verona (Πρωτοδικείου Βερόνας, Ιταλία):

1.      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολαβήσεως σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει εφαρμογή σε όλες τις διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 1, παράγραφος 2, ακόμη και αν οι διαφορές αυτές εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

2.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/11 δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος που ασκείται από καταναλωτή κατά εμπόρου και αφορά σύμβαση παροχής υπηρεσιών από την προηγούμενη κίνηση, εκ μέρους του καταναλωτή, διαδικασίας εναλλακτικής επιλύσεως διαφορών, όπως μια διαδικασία διαμεσολαβήσεως, αρκεί η νομοθεσία αυτή να μην έχει ως αποτέλεσμα ότι εμποδίζει την πρόσβαση των μερών στο δικαστικό σύστημα, πράγμα που στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει.

3.      Το άρθρο 8, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2013/11 αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει τα μέρη, για τις διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 2, να επικουρούνται από δικηγόρο στο πλαίσιο διαδικασίας εναλλακτικής επιλύσεως διαφορών, όπως μια διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

4.      Το άρθρο 1 και το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11 αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση αποσύρσεως χωρίς δικαιολογητικό λόγο από διαδικασία εναλλακτικής επιλύσεως, όπως μια διαδικασία διαμεσολαβήσεως, των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 2, συνδέοντας μια τέτοια απόσυρση με δυσμενείς συνέπειες για το αποσυρθέν μέρος στο πλαίσιο μεταγενέστερης ένδικης διαδικασίας, εκτός αν η έννοια του δικαιολογητικού λόγου περιλαμβάνει τη μη ικανοποίηση του αποσυρθέντος μέρους όσον αφορά την όλη διεξαγωγή της διαδικασίας εναλλακτικής επιλύσεως των διαφορών, πράγμα που στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει.

Όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει την υποχρεωτική συμμετοχή του εμπόρου σε διαδικασία εναλλακτικής επιλύσεως διαφορών, το άρθρο 1 και το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11 αντιτίθενται σε μια τέτοια νομοθεσία μόνο κατά το μέρος που η νομοθεσία αυτή προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση αποσύρσεως του καταναλωτή χωρίς δικαιολογητικό λόγο από την εν λόγω διαδικασία.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008 (ΕΕ 2008, L 136, σ. 3).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ 2013, L 165, σ. 63).


4      GURI αριθ. 53, της 5ης Μαρτίου 2010.


5      GURI αριθ. 191, της 19ης Αυγούστου 2015.


6      GURI αριθ. 235, της 8ης Οκτωβρίου 2005.


7      Βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ. (C‑532/15 και C‑538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8      Βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Stoilov i Ko (C‑180/12, EU:C:2013:693, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


9      Αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360, σκέψη 40), και της 21ης Ιουνίου 2012, Susisalo κ.λπ. (C‑84/11, EU:C:2012:374, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


10      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση τόνισε ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, η διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής δεν διεξάγεται κατ’ αντιμωλία, δεδομένου ότι ο οφειλέτης δεν μετέχει στη διαδικασία αυτή. Αντιθέτως, η διαδικασία ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, την οποία κινεί ο οφειλέτης, συνεπάγεται κλήτευση του δανειστή. Αν αυτό ισχύει, σημαίνει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο καταναλωτής δύναται να προβάλει τις ενδεχόμενες αξιώσεις του έναντι του εμπόρου μόνον κατά τη διαδικασία της ανακοπής.


11      Ειδικότερα, η απαίτηση αυτή απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/11.


12      Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με την οδηγία 2013/11 προκύπτει ότι αυτές οι υποχρεώσεις κοινοποιήσεως και καταχωρίσεως σκοπό έχουν τη δημιουργία μιας «επισημάνσεως ποιότητας» σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους καταναλωτές να εντοπίζουν τους φορείς οι οποίοι πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που επιβάλλονται με την εν λόγω οδηγία [βλ. έκθεση της επιτροπής εσωτερικής αγοράς και προστασίας των καταναλωτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 16ης Οκτωβρίου 2012 (A7-0280/2012, σ. 34 και 80), καθώς και γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2012 (INT/609 – CESE 803/2012, σ. 4 και 5)]. Από τη σκοπιά αυτή, το άρθρο 20, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, αν ένας φορέας που έχει καταχωριστεί σε εθνικό κατάλογο των φορέων ΕΕΔ δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις που επιβάλλονται με την οδηγία αυτή, ο φορέας αυτός πρέπει, μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας, να διαγραφεί από τον εν λόγω κατάλογο.


13      Συναφώς, η απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζει ούτε αν οι δύο άλλες διαδικασίες τις οποίες αναφέρει το άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010 διεξάγονται ενώπιον φορέων καταχωρισμένων στον κατάλογο που έχουν καταρτίσει οι ιταλικές αρχές ούτε αν στις διαδικασίες αυτές έχουν πρόσβαση οι καταναλωτές που βρίσκονται σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.


14      Η εκτίμηση αυτή δεν αποκλείει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί, στην περίπτωση κατά την οποία μια διαφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/11 δεν θα μπορούσε, σε ένα κράτος μέλος, να υποβληθεί ενώπιον φορέα που έχει καταχωριστεί δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ότι αυτό το κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωση που έχει, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, να διασφαλίζει στους καταναλωτές πρόσβαση σε διαδικασία ΕΕΔ.


15      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan (C‑583/10, EU:C:2012:638, σκέψεις 46 και 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 16ης Ιουνίου 2016, Rodríguez Sánchez (C‑351/14, EU:C:2016:447, σκέψεις 61 και 62). Η νομολογία αυτή αναπτύχθηκε αρχής γενομένης με την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360, σκέψεις 35 έως 37), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, διάταξη του δικαίου της Ένωσης όταν το εθνικό δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκειμένου να ρυθμίσει μια αμιγώς εσωτερική του κατάσταση.


16      Έτσι, η υπό κρίση υπόθεση είναι διαφορετική από τις υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο συνήγαγε ότι είναι αναρμόδιο ή έκρινε απαράδεκτα τα προδικαστικά ερωτήματα λόγω ελλείψεως στοιχείων ευθείας και ανεπιφύλακτης παραπομπής στο δίκαιο της Ένωσης [βλ., ιδίως, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Cicala (C‑482/10, EU:C:2011:868, σκέψεις 23 έως 30), και της 16ης Ιουνίου 2016, Rodríguez Sánchez (C‑351/14, EU:C:2016:447, σκέψεις 65 έως 67), καθώς και διατάξεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, Parva Investitsionna Banka κ.λπ. (C‑488/13, EU:C:2014:2191, σκέψεις 30 έως 36), και της 12ης Μαΐου 2016, Sahyouni (C‑281/15, EU:C:2016:343, σκέψεις 30 έως 33)].


17      Άρθρο 141, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 206/2005, όπως έχει υπό το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 130/2015.


18      Βλ., ειδικότερα, άρθρα 5 έως 17 της οδηγίας 2013/11.


19      Αντιθέτως, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/11, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή τόσο στις διασυνοριακές όσο και στις εγχώριες διαφορές.


20      Βλ., συναφώς, σημείο 52 των παρουσών προτάσεων.


21      Βλ. σημεία 64 έως 78 των παρουσών προτάσεων.


22      Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.


23      Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2013/11, στην οποία παρέπεμψε το αιτούν δικαστήριο προς στήριξη της απόψεως αυτής, δεν δικαιολογεί ούτε την ύπαρξη υποχρεώσεως για κάθε κράτος μέλος να θεσπίσει ενιαίο και ομοιογενές σύστημα ΕΕΔ για όλες τις καταναλωτικές διαφορές ούτε καν τη φερόμενη προτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης για ένα τέτοιο σύστημα. Η αιτιολογική αυτή σκέψη απλώς αναφέρει ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή σε όλες τις καταναλωτικές διαφορές (εκτός από τις διαφορές που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της δυνάμει του άρθρου της 2, παράγραφος 2).


24      Βλ. σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.


25      Βλ., ιδίως, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 35).


26      Όπως προκύπτει από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 20), το σύνολο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δύναται να μετέχει στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μία από τις διατάξεις του.


27      Βλ., συναφώς, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με την εφαρμογή στα κράτη μέλη της οδηγίας για τη διαμεσολάβηση, τις συνέπειές της στη διαμεσολάβηση και την έγκρισή της από τα δικαστήρια [2011/2026 (INI), σημεία 7 και 8)]. Με το ψήφισμα αυτό, το Κοινοβούλιο αναγνωρίζει, ρητώς αναφερόμενο στην περίπτωση της Ιταλίας, ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/52 παρέχει την ευχέρεια στα κράτη μέλη να εξαρτούν το παραδεκτό ενδίκου βοηθήματος από προηγούμενη προσπάθεια διαμεσολαβήσεως.


28      Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ. (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 44), και της 12ης Ιουλίου 2012, SC Volksbank România (C‑602/10, EU:C:2012:443, σκέψεις 94 και 95).


29      Άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/11.


30      Βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ. (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 45).


31      Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ. (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 64).


32      Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.


33      Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010 (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 67).


34      Συναφώς, παρατηρώ ότι, αν το παραδεκτό ενδίκου βοηθήματος εξηρτάτο από την προηγούμενη κίνηση διαδικασίας ΕΕΔ της οποίας η έκβαση θα δέσμευε τα μέρη, η διαδικασία αυτή στην πραγματικότητα θα υποκαθιστούσε τις δικαστικές διαδικασίες και, συνεπώς, θα εμπόδιζε τα μέρη να προβάλλουν τα δικαιώματά τους ενώπιον των δικαστηρίων.


35      Το άρθρο 12 της οδηγίας 2013/11 δεν επιτρέπει πλέον να στερούνται τα μέρη της δυνατότητας να κινήσουν δικαστική διαδικασία λόγω παραγραφής ή λήξεως της αποσβεστικής προθεσμίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ΕΕΔ.


36      Το άρθρο 8, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2013/11 επιβάλλει πλέον οι διαδικασίες ΕΕΔ να είναι δωρεάν ή με μικρό κόστος προσιτές για τους καταναλωτές.


37      Το άρθρο 8, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11 απαιτεί πλέον οι διαδικασίες ΕΕΔ να είναι προσιτές τόσο με ηλεκτρονικό όσο και με μη ηλεκτρονικό τρόπο.


38      Βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ. (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 62).


39      Βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ. (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 64).


40      Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010 (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 67).


41      Εξάλλου, ορισμένες από τις περιστάσεις αυτές αντιστοιχούν σε απαιτήσεις που απορρέουν από άλλες διατάξεις της οδηγίας 2013/11 (βλ. υποσημειώσεις 35 έως 37 των παρουσών προτάσεων).


42      Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010 (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146).


43      Βλ. σημεία 90 έως 99 των παρουσών προτάσεων.


44      Το άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010 προβλέπει επίσης ότι ο προτιθέμενος να ασκήσει ένδικο βοήθημα πρέπει να επικουρείται από δικηγόρο για να κινήσει τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως.


45      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση ανέφερε ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 5, παράγραφος 2 bis, του νομοθετικού διατάγματος 28/2010, η «μη συμμετοχή» δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο προτιθέμενος να ασκήσει ένδικο βοήθημα αποσύρθηκε, αφότου κίνησε τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Αντιθέτως, η έννοια της μη συμμετοχής αφορά την περίπτωση κατά την οποία το μέρος αυτό δεν κινεί τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως, αρνούμενο να ζητήσει έστω και μια πρώτη συνάντηση. Με επιφύλαξη της επιβεβαιώσεως από το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι είναι δυσχερές η ερμηνεία αυτή να συμβιβαστεί με το άρθρο 5, παράγραφος 1 bis, του νομοθετικού αυτού διατάγματος, το οποίο προβλέπει ότι το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο αν αυτός που το άσκησε δεν κίνησε διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Συνεπώς, νομίζω ότι βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4 bis, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος δεν είναι δυνατό να επιβληθεί κύρωση για μια τέτοια συμπεριφορά, σε περίπτωση που η υπόθεση δεν έχει νομίμως αχθεί ενώπιον δικαστηρίου.


46      Δεδομένου ότι η διαδικασία διαμεσολαβήσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 141, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 206/2005 σκοπό έχει να προταθεί λύση στα μέρη (βλ. σημείο 84 των παρουσών προτάσεων), η εν λόγω διαδικασία αντιστοιχεί στην κατάσταση την οποία ρυθμίζει το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11. Οι διαδικασίες ΕΕΔ των οποίων η έκβαση είναι δεσμευτική για τα μέρη διέπονται από την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ότι τα δικαιώματα που αναφέρει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα αποσύρσεως, ισχύουν μόνο για τον καταναλωτή. Συνεπώς, ο καταναλωτής έχει, σε όλες τις περιπτώσεις, το δικαίωμα να αποσυρθεί οποτεδήποτε από τη διαδικασία, εφόσον δεν είναι ικανοποιημένος με την όλη διεξαγωγή της.


47      Έτσι, αν κράτος μέλος υποχρεώνει τον έμπορο να μετάσχει στη διαδικασία ΕΕΔ, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να απαιτήσει τη διαρκή συμμετοχή του στη διαδικασία αυτή. Αντιθέτως, αν κράτος μέλος δεν επιβάλλει στον έμπορο να μετάσχει στη διαδικασία ΕΕΔ, αλλά αυτός μετάσχει οικειοθελώς, δεν είναι δυνατόν να καταστεί «αιχμάλωτος» της διαδικασίας αυτής. Συνεπώς, το κράτος μέλος πρέπει να του διασφαλίσει το δικαίωμα αποσύρσεως το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/11.


48      Βλ. σημείο 93 των παρουσών προτάσεων.


49      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψεις 38 και 39).


50      Βλ., ιδίως, απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


51      Βλ. σημείο 93 των παρουσών προτάσεων.


52      Βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.