Language of document : ECLI:EU:C:2013:868

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 19ης Δεκεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑515/12

«4finance» UAB

κατά

Valstybinė vartotojų teisių apsaugos tarnyba

και

Valstybinė mokesčių inspekcija prie Lietuvos Respublikos finansų ministerijos

[αίτηση του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προστασία των καταναλωτών — Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές — Πυραμιδωτό σύστημα — Υποχρέωση καταναλωτών για καταβολή συμμετοχής προκειμένου να εισέλθουν σε πυραμιδωτό σύστημα — Ύπαρξη σχέσεως μεταξύ της καταβαλλόμενης από τα νέα μέλη συμμετοχής και της καταβαλλόμενης στα ήδη εγγεγραμμένα μέλη αντιπαροχής — Το ποσό της συμμετοχής ως αποφασιστικός παράγοντας»





1.        Η οδηγία 2005/29/ΕΚ (στο εξής: οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ή οδηγία) (2) απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τα πυραμιδωτά συστήματα πωλήσεων (στο εξής: πυραμιδωτά συστήματα). Το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) (Λιθουανία) υποβάλλει τρία ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας αφορώντα τα εν λόγω συστήματα. Ζητεί να διευκρινιστεί αν η καταβολή συμμετοχής από τους καταναλωτές είναι προαπαιτούμενο προκειμένου ένα πυραμιδωτό σύστημα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύεται ότι το οικείο σύστημα χρηματοδοτείται από τη συμμετοχή αυτή και ότι το απαιτούμενο για την είσοδο στο σύστημα ποσό συνιστά αποφασιστικό παράγοντα;

 Νομοθεσία

 Η οδηγία

2.         Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 6 του προοιμίου της οδηγίας επισημαίνουν ότι η θέσπιση ενιαίων κανόνων που βελτιώνουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς συνιστά θεμελιώδη σκοπό. Οι αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 αναφέρουν, αντιστοίχως, ότι η οδηγία «αφορά εμπορικές πρακτικές που αποβλέπουν άμεσα στον επηρεασμό των αποφάσεων των καταναλωτών σε σχέση με προϊόντα» και «προ[στατεύει άμεσα] οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές». Κατά την αιτιολογική σκέψη 11, η οδηγία «δημιουργεί ένα κοινό υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών» θεσπίζοντας «μια ενιαία γενική απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών». Η αιτιολογική σκέψη 12 προβλέπει ότι: «Η εναρμόνιση θα αυξήσει σημαντικά τη νομική βεβαιότητα και για τους καταναλωτές και για τις επιχειρήσεις. Τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να βασίζονται σε ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο βασιζόμενο, με τη σειρά του, σε σαφώς καθορισμένες νομικές έννοιες που θα ρυθμίζουν όλες τις πτυχές των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αποτέλεσμα θα είναι η εξάλειψη των εμποδίων από τον κατακερματισμό των κανόνων για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και η επίτευξη της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς σε αυτό τον τομέα». Η αιτιολογική σκέψη 17 αναφέρει ότι: «Είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι εμπορικές πρακτικές που είναι αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, χάριν μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου. Στο παράρτημα Ι περιλαμβάνεται ο πλήρης κατάλογος όλων αυτών των πρακτικών. Είναι οι μόνες εμπορικές πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες, χωρίς κατά περίπτωση αξιολόγηση, παρά τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 9. Ο κατάλογος μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της οδηγίας.»

3.        Το άρθρο 1 ορίζει ότι σκοπός της οδηγίας είναι «να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών».

4.        Το άρθρο 2 περιλαμβάνει ορισμένους βασικούς ορισμούς:

«[…]

γ)      “προϊόν”: κάθε αγαθό ή υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων·

δ)      “εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές” (οι οποίες αναφέρονται στο εξής και ως “εμπορικές πρακτικές”): κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές·

ε)      “ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών”: η χρήση μιας εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε·

[…]

(η)      “επαγγελματική ευσυνειδησία”: το μέτρο της ειδικής τεχνικής ικανότητας και μέριμνας που ευλόγως αναμένεται να επιδεικνύει ένας εμπορευόμενος προς τους καταναλωτές, κατ’ αναλογία προς την έντιμη πρακτική της αγοράς και/ή τη γενική αρχή της καλής πίστης, στον τομέα δραστηριοτήτων του εμπορευόμενου·

[…]

(ια)      “απόφαση συναλλαγής”: απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής για το κατά πόσον, πώς και υπό ποίους όρους θα πραγματοποιήσει αγορά, θα καταβάλει τίμημα πλήρως ή εν μέρει, θα κρατήσει ή θα διαθέσει προϊόν ή θα ασκήσει συμβατικό δικαίωμα επί του προϊόντος, είτε ο καταναλωτής αποφασίσει να προβεί σε ενέργεια είτε όχι.

[…]»

5.        Το άρθρο 3 ορίζει ειδικότερα ότι η οδηγία:

«1.      […] ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν.»

6.        Το άρθρο 3, παράγραφος 9, ορίζει ότι: «Ως προς τις “χρηματοοικονομικές υπηρεσίες” όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/65/ΕΚ προς τους καταναλωτές και την ακίνητη περιουσία, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιοριστικότερους και λεπτομερέστερους κανόνες από τους κανόνες της παρούσας οδηγίας στον εναρμονιζόμενο τομέα».

7.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν είναι «αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας» και «στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν […]». Το άρθρο 5, παράγραφος 5, ορίζει ότι: «Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Ο ίδιος ενιαίος κατάλογος ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας».

8.        Τα άρθρα 6 έως 9 δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω. Καλύπτουν (αντιστοίχως) τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές· τις παραπλανητικές παραλείψεις· τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές και τη χρήση παρενοχλήσεως, καταναγκασμού ή καταχρήσεως επιρροής.

9.        Το σημείο 14 της «μαύρης λίστας» του παραρτήματος I της οδηγίας προβλέπει ότι: «Δημιουργία, λειτουργία ή προώθηση ενός πυραμιδωτού συστήματος πωλήσεων, όπου ο καταναλωτής θεωρεί ότι έχει την ευκαιρία να έχει όφελος περισσότερο με την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά με την πώληση ή την κατανάλωση των προϊόντων» (3).

 Εθνική νομοθεσία

10.      Κατά το άρθρο 7, σημείο 22, του λιθουανικού νόμου για την απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές (Lietuvos Respublikos nesąžiningos komercinės veiklos vartotojams draudimo įstatymas), μια εμπορική πρακτική θεωρείται ότι είναι παραπλανητική και ως εκ τούτου αθέμιτη όταν λαμβάνει τη μορφή δημιουργίας, λειτουργίας ή προωθήσεως ενός πυραμιδωτού συστήματος πωλήσεων για τη διανομή προϊόντων, όπου οι καταναλωτές έχουν την δυνατότητα να λάβουν αντιπαροχή ουσιαστικά με την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά με την πώληση ή την κατανάλωση των προϊόντων.

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

11.      Η εταιρία «4finance» UAB (στο εξής: 4finance) χορηγεί μικρού χρηματικού ποσού δάνεια σε καταναλωτές με εξ αποστάσεως συμβάσεις. Από τις 26 Οκτωβρίου 2010 έως τις 15 Φεβρουαρίου 2011 πραγματοποίησε διαφημιστική εκστρατεία αναφέροντας ότι κάθε ενδιαφερόμενος με την εγγραφή του στην ιστοσελίδα της θα λάμβανε πίστωση στον τραπεζικό του λογαριασμό για κάθε «φίλο» που θα προσκαλούσε και ο οποίος στη συνέχεια θα εγγραφόταν στη δικτυακή σελίδα της 4finance’s. Η διαδικασία είχε ως εξής: προκειμένου να εγγραφούν οι καταναλωτές έπρεπε να συμπληρώσουν ηλεκτρονικά μια αίτηση και να καταβάλουν ένα όλως συμβολικό τέλος εγγραφής της τάξεως των 0,01 λιθουανικών λίτας (LTL). Η 4finance καλούσε τους εγγραφόμενους να προσκαλέσουν «φίλους» για να εγγραφούν αναφέροντας, στο κατάλληλο πεδίο στην ιστοσελίδα, τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου ή την ηλεκτρονική διεύθυνση του τρίτου. Με τις πληροφορίες αυτές η 4finance είχε τη δυνατότητα να συνάψει δανειακές συμβάσεις μικρού ύψους με εκείνους τους «φίλους» που θα προσκαλούνταν να εγγραφούν. Αν ο τρίτος ενεγράφετο, ο καταναλωτής που είχε παράσχει τα προσωπικά του στοιχεία λάμβανε πίστωση («ένα έπαθλο») είτε 10 LTL είτε 20 LTL (4). Μετά την εγγραφή ο ενδιαφερόμενος αποκτούσε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για λήψη δανείου μικρού ύψους από την 4finance, η δε σχετική σύμβαση καταρτιζόταν εξ αποστάσεως (5).

12.      Η Valstybinė vartotojų teisių apsaugos tarnyba (εθνική υπηρεσία για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών) έκρινε ότι η 4finance είχε συστήσει ένα πυραμιδωτό σύστημα πωλήσεων το οποίο παρείχε στους καταναλωτές τη δυνατότητα να λάβουν αντιπαροχή ουσιαστικά για την εισαγωγή νέων καταναλωτών στο σύστημα παρά λόγω της πωλήσεως ή καταναλώσεως προϊόντων. Για τον λόγο αυτό εξέδωσε απόφαση για την επιβολή προστίμου ύψους 8 000 LTL στην 4finance λόγω παραβάσεως της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει αυτά τα συστήματα.

13.      Η 4finance προσέβαλε την απόφαση αυτή, ζητώντας να υποχρεωθεί το Valstybinė mokesčių inspekcija το οποίο υπάγεται στο Lietuvos Respublikos finansų ministerijos (λιθουανικό Υπουργείο Οικονομικών) να επιστρέψει το ποσό του προστίμου. Στις 25 Οκτωβρίου 2011 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα. Ακολούθως, η 4finance προσέφυγε ενώπιον του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το σημείο 14 του παραρτήματος Ι της [οδηγίας] την έννοια ότι η δημιουργία, λειτουργία ή προώθηση πυραμιδωτού συστήματος πωλήσεων θεωρείται παραπλανητική εμπορική πρακτική υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις αποκλειστικώς όταν ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλει συμμετοχή προκειμένου να λάβει αντιπαροχή [κυρίως επειδή] γιατί εισάγει άλλους καταναλωτές στο σύστημα παρά λόγω της πωλήσεως ή καταναλώσεως προϊόντων [«να έχει όφελος περισσότερο με την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά με την πώληση ή την κατανάλωση προϊόντων»];

2)      Εφόσον απαιτείται να καταβάλει ο καταναλωτής συμμετοχή έναντι του δικαιώματος να λάβει αντιπαροχή, επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης από τον καταναλωτή συμμετοχής έναντι της δυνατότητας να λάβει αντιπαροχή ουσιαστικά γιατί εισάγει άλλους καταναλωτές στο σύστημα παρά λόγω της πωλήσεως ή καταναλώσεως προϊόντων [«ευκαιρίας να έχει όφελος περισσότερο με την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά με την πώληση ή κατανάλωση προϊόντων»] τον χαρακτηρισμό του πυραμιδωτού συστήματος πωλήσεων ως παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής κατά την έννοια του σημείου 14 του παραρτήματος I της οδηγίας; Μπορούν [να λογίζονται οι συμμετοχές των καταναλωτών], όλως συμβολικού ύψους, οι οποίες καταβάλλονται προκειμένου να καταστεί δυνατή η [εξακρίβωση των ατομικών τους στοιχείων] ως συμμετοχή έναντι της δυνατότητας να λάβουν αντιπαροχή κατά την έννοια του σημείου 14 του παραρτήματος I της οδηγίας;

3)      Έχει το σημείο 14 του παραρτήματος I της οδηγίας την έννοια ότι, προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα πυραμιδωτό σύστημα πωλήσεων ως παραπλανητική εμπορική πρακτική, κρίσιμο είναι μόνον να καταβάλλεται η αντιπαροχή [«το όφελος»] στον ήδη εγγεγραμμένο καταναλωτή ουσιαστικά γιατί εισάγει άλλους καταναλωτές στο σύστημα παρά λόγω της πωλήσεως ή καταναλώσεως προϊόντων [«περισσότερο με την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά με την πώληση ή την κατανάλωση προϊόντων»] ή [είναι κρίσιμος] και ο βαθμός στον οποίο η αντιπαροχή προς τους συμμετέχοντες στο σύστημα αυτό για την εισαγωγή νέων καταναλωτών χρηματοδοτείται από τις συνεισφορές των νέων μελών; Εν προκειμένω [στην υπόθεση της κύριας δίκης], πρέπει η αντιπαροχή προς τους ήδη εγγεγραμμένους συμμετέχοντες στο πυραμιδωτό σύστημα πωλήσεων να χρηματοδοτείται, συνολικά ή σε μεγάλο μέρος, από τις συνεισφορές των νέο-εισαγόμενων στο σύστημα αυτό μελών;»

14.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η 4finance, η Τσεχική, η Ιταλική, η Λιθουανική και η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεδομένου ότι κανένας διάδικος δεν ζήτησε να αναπτύξει προφορικώς τις θέσεις του, δεν έλαβε χώρα επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Εκτίμηση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

15.      Όπως διαπιστώνεται, η κύρια δίκη αφορά εμπορική πρακτική από επιχείρηση προς καταναλωτή η οποία περιλαμβάνει την προώθηση, πώληση ή προμήθεια προϊόντων σε καταναλωτές υπό την έννοια της οδηγίας.

16.      Στο πλαίσιο της δίκης αυτής μια κρατική αρχή ζητεί την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι κατά την εκτίμησή του το αιτούν δικαστήριο οφείλει να πράξει οτιδήποτε εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εθνικού δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας και να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (6).

 Πρώτο ερώτημα

17.      Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν πρέπει ο καταναλωτής να καταβάλει συμμετοχή προκειμένου να λογίζεται ένα πυραμιδωτό σύστημα ως παραπλανητική εμπορική πρακτική σύμφωνα με το σημείο 14 του παραρτήματος I.

18.      Κατά την εξέταση του εν λόγω ερωτήματος πρέπει να διευκρινιστεί τι συνιστά πυραμιδωτό σύστημα. Όλες οι υποβληθείσες στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως παρατηρήσεις (με εξαίρεση τις παρατηρήσεις της Επιτροπής (7)) περιλαμβάνουν περιγραφές των συστημάτων αυτών, οι οποίες όμως διαφέρουν.

19.      Η 4finance υποστηρίζει ότι η επιχείρησή της συνιστά ένα νόμιμο δίκτυο προωθήσεως πωλήσεων, όχι πυραμιδωτό σύστημα. Θεωρεί ότι τα πυραμιδωτά συστήματα περιλαμβάνουν τα εξής στοιχεία: i) ένα είδος επενδύσεως· ii) απάτη συνδεόμενη με τη χρησιμοποίηση των επενδυόμενων ποσών· iii) πληρωμές προς υφιστάμενους επενδυτές με τη χρήση κεφαλαίων που συνεισφέρουν οι νέοι επενδυτές· iv) την υπόσχεση ασυνήθους υψηλής αποδόσεως· και v) έσοδα προερχόμενα από τον αριθμό των νέων επενδυτών που εισάγονται στο σύστημα και όχι από τα πωλούμενα προϊόντα.

20.      Η Τσεχική Κυβέρνηση θεωρεί ότι πυρήνας των συστημάτων αυτών είναι ότι κάθε καταναλωτής πληρώνει προκειμένου να εισέλθει στο σύστημα γνωρίζοντας ότι θα λάβει αντιπαροχή προερχόμενη από τους μετέπειτα καταναλωτές που θα εισέλθουν στο σύστημα. Δεν υπάρχει προστιθέμενη αξία, αλλά απλώς ανακατανομή πόρων. Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στα συστήματα αυτά τα προϊόντα είναι δευτερεύουσας σημασίας και αποτελούν απλώς πρόφαση για την προσέλκυση άλλων καταναλωτών στο σύστημα: το σύστημα αυτό καθαυτό είναι το κύριο στοιχείο. Η Λιθουανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι δεν υπάρχει ορισμός της έννοιας «πυραμιδωτό σχήμα» στη νομολογία του Δικαστηρίου αλλά θεωρεί ότι από σειρά μελετών προκύπτει σαφώς ότι το θεμελιώδες στοιχείο που χαρακτηρίζει τα συστήματα αυτά είναι η σχέση μεταξύ του πλεονεκτήματος που λαμβάνει ο καταναλωτής (της αντιπαροχής ή της πληρωμής) και του γεγονότος ότι ο εν λόγω καταναλωτής προσκαλεί άλλους προκειμένου να εισέλθουν στο σύστημα. Αυτή ακριβώς η σχέση καθορίζει αν αυτά τα συστήματα είναι νόμιμα ή όχι. Η Πολωνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι πυρήνας του πυραμιδωτού συστήματος είναι ότι τα οφέλη ή το κέρδος εξαρτώνται περισσότερο από τις πληρωμές των προσώπων που βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα της πυραμιδοειδούς διαρθρώσεως παρά από την πώληση προϊόντων.

21.      Το σημείο 14 του παραρτήματος I της οδηγίας παραθέτει έναν σωρευτικό και εξαντλητικό κατάλογο εκείνων των στοιχείων που πρέπει να αποδεικνύονται ώστε η απαγόρευση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας να τυγχάνει εφαρμογής στα πυραμιδωτά συστήματα. Η απάτη δεν περιλαμβάνεται σε αυτά. Ούτε υπάρχει καμία ένδειξη ότι το κέρδος ή η πληρωμή στα υφιστάμενα μέλη που προσκαλούν άλλους προκειμένου να συμμετάσχουν στο σύστημα πρέπει να είναι (τουλάχιστον) ορισμένου ύψους. Συστήματα τα οποία χρησιμοποιούν την πυραμιδωτή τεχνική προωθήσεως χωρίς αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία που παραθέτει η 4finance, αλλά τα οποία χαρακτηρίζονται από τα στοιχεία του σημείου 14 του παραρτήματος I, συνιστούν παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές και ως εκ τούτου είναι αθέμιτες υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας.

22.      Τα πυραμιδωτά συστήματα μπορούν προφανώς να είναι επιβλαβή, να υπόσχονται υψηλές αποδόσεις σε μικρό χρονικό διάστημα πληρώνοντας απλώς ένα τέλος εγγραφής και προσελκύοντας άλλους που θα πράξουν το ίδιο, ενθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτό τους καταναλωτές να επενδύουν βάσει απατηλών ή εξωπραγματικών προσδοκιών. Το ποσό ωστόσο του κέρδους συγκριτικά με το τέλος εγγραφής ή με την ταχύτητα λήψεως των κερδών δεν περιλαμβάνονται στα προβλεπόμενα στο σημείο 14 του παραρτήματος I στοιχεία. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά τη διαπίστωση αν ένα συγκεκριμένο σύστημα απαγορεύεται.

23.      Το αιτούν δικαστήριο ορθώς πάντως επισημαίνει την ατυχή ανομοιομορφία των διαφόρων εξίσου αυθεντικών γλωσσικών αποδόσεων της οδηγίας. Οι περισσότερες περιλαμβάνουν την καταβολή «συμμετοχής» (consideration) έναντι της δυνατότητας να λάβει [ο καταναλωτής] αντιπαροχή ως ένα από τα στοιχεία του πυραμιδωτού συστήματος (8). Ωστόσο, στις αποδόσεις στη βουλγαρική, γερμανική, ελληνική, ουγγρική, λιθουανική, σλοβενική και σουηδική γλώσσα δεν περιλαμβάνεται σαφής αναφορά στην αναγκαιότητα καταβολής «συμμετοχής». Το λιθουανικό και γερμανικό κείμενο (τα οποία μνημονεύονται από το αιτούν δικαστήριο) ορίζουν, αντιστοίχως: «piramidės pobūdžio skatinimo sistemos sukūrimas, naudojimas ar reklamavimas, kai vartotojui suteikiama galimybė gauti atlygį visų pirma už kitų vartotojų įtraukimą į tą sistemą, o ne už produktų pardavimą ar naudojimą» και «Einführung, Betrieb oder Förderung eines Schneeballsystems zur Verkaufsförderung, bei dem der Verbraucher die Möglichkeit vor Augen hat, eine Vergütung zu erzielen, die hauptsächlich durch die Einführung neuer Verbraucher in ein solches System und weniger durch den Verkauf oder Verbrauch von Produkten zu erzielen ist». Επομένως, σε αυτές τις γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας η καταβολή από τον καταναλωτή («συμμετοχή») προκειμένου να εισέλθει σε σύστημα δεν εξειδικεύεται ως στοιχείο αναγκαίο του πυραμιδωτού συστήματος. Σε άλλες, όμως, γλωσσικές αποδόσεις (για παράδειγμα, στη γαλλική, ισπανική και πολωνική γλώσσα, οι οποίες επίσης εξετάζονται από το αιτούν δικαστήριο) αποτελεί αναγκαίο στοιχείο.

24.      Η 4finance υποστηρίζει ότι η απαιτούμενη για την εγγραφή καταβολή ποσού 0.01 LTL δεν γινόταν έναντι της δυνατότητας λήψεως αντιπαροχής, αλλά μόνον για λόγους εξακριβώσεως των ατομικών στοιχείων του οικείου καταναλωτή. Το ποσό αυτό ήταν η χαμηλότερη δυνατή χρέωση που θα μπορούσε να ζητηθεί ώστε να διασφαλισθεί ότι η 4finance διαθέτει αξιόπιστες πληροφορίες για την ταυτοποίηση του εγγραφόμενου. Καθόσον η χρέωση γινόταν μέσω ηλεκτρονικού εμβάσματος (online), αυτή παρείχε στην 4finance πρόσβαση στο ονοματεπώνυμο, τον αριθμό ταυτότητας και τον αριθμό λογαριασμού του ενδιαφερόμενου, καθώς και σε άλλα προσωπικά δεδομένα σημαντικά για τη χορήγηση εξ αποστάσεως πιστώσεως.

25.      Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει οικονομική πράξη διενεργούμενη από τον καταναλωτή και ότι, εφόσον δεν καταβληθεί συμμετοχή, δεν υπάρχει τέτοιου είδους πράξη. Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η συμμετοχή συνιστά ουσιώδες στοιχείο του πυραμιδωτού συστήματος. Ενδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία της οδηγίας θα επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής της και θα αποτελούσε εμπόδιο στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς καθόσον δεν θα εξασφάλιζε υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση, το αν ο καταναλωτής καταβάλλει συμμετοχή προκειμένου να εισέλθει σε πυραμιδωτό σύστημα δεν μπορεί να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα. Εκτιμά ότι αν ο ορισμός της πυραμιδωτής πωλήσεως συνδεόταν με την καταβολή συμμετοχής, το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως θα ήταν άνευ λόγου περιοριστικό.

26.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αθέμιτες πρακτικές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εφόσον είναι εμπορικής φύσεως. Οσάκις καταναλωτής καταβάλλει συμμετοχή προκειμένου να μετάσχει στο σύστημα πραγματοποιεί εμπορική συναλλαγή η οποία, ως εκ τούτου, καλύπτεται από την οδηγία.

27.      Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων ενός νομοθετήματος της ΕΕ, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το όλο σύστημα και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αυτή αποτελεί στοιχείο (9). Έτσι, η ανάγκη μιας ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας της νομοθεσίας της ΕΕ αποκλείει τη μεμονωμένη εξέταση μιας διατάξεως σε μία μόνο από τις γλωσσικές αποδόσεις της, αλλά επιβάλλει να ερμηνεύεται βάσει τόσο της πραγματικής βουλήσεως του συντάκτη της όσο και του σκοπού που αυτός επιδίωκε, υπό το πρίσμα, ιδίως, των αποδόσεών της σε όλες τις γλώσσες (10).

28.      Κατά την άποψή μου, υφίσταται πυραμιδωτό σύστημα για την εφαρμογή του σημείου 14 του παραρτήματος I αποκλειστικώς όταν οι καταναλωτές καταβάλλουν συμμετοχή προκειμένου να εισέλθουν στο σύστημα αυτό.

29.      Αυτή η ερμηνεία του σημείου 14 του παραρτήματος I επιβεβαιώνεται με την εξέταση του πλαισίου εντός του οποίου αυτό εντάσσεται και του σκοπού του.

30.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι αυτή ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές. Το πυραμιδωτό σύστημα αποτελεί τέτοια πρακτική.

31.      Οσάκις μια πρακτική εμπίπτει στη μαύρη λίστα του παραρτήματος I, «θεωρούνται» (κατά το άρθρο 5, παράγραφος 5) «αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις». Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, δεν απαιτείται αξιολόγηση υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη πρακτική είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και αν στρεβλώνει την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή. Το παράρτημα I περιλαμβάνει κατάλογο εκείνων των πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Ο κατάλογος αυτός προφανώς περιλαμβάνει κάθε πρακτική που συνιστά πυραμιδωτό σύστημα υπό την έννοια του σημείου 14 του παραρτήματος Ι. Οι πρακτικές της μαύρης λίστας θεωρείται αυτομάτως ότι συνιστούν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές απαγορευόμενες σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1 (11).

32.      Η οδηγία απαγορεύει τη χρήση μιας εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη «σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε» (12). Ως «απόφαση συναλλαγής» νοείται η «απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής για το κατά πόσον, πώς και υπό ποίους όρους θα πραγματοποιήσει αγορά, θα καταβάλει τίμημα […], θα κρατήσει ή θα διαθέσει προϊόν ή θα ασκήσει συμβατικό δικαίωμα επί του προϊόντος, […]» (13). Η οδηγία εξετάζει, επομένως, αν οι χρησιμοποιούμενες από την οικεία επιχείρηση πρακτικές μειώνουν την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει συμφέρουσα γι’ αυτόν οικονομική απόφαση. Από τους εν λόγω δύο ορισμούς προκύπτει ότι η οδηγία αφορά εκείνες τις πρακτικές που επιβάλουν στον καταναλωτή να καταβάλει συμμετοχή (ήτοι να πληρώσει τέλος εγγραφής) και όχι τις καταστάσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει τέτοια οικονομική δέσμευση. Ορισμός υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει τη συμμετοχή αυτή είναι συνεπής με την προστασία των καταναλωτών οσάκις λαμβάνουν αποφάσεις σχετικές με τα οικονομικά συμφέροντά τους. Αν δεν υφίστατο η εν λόγω συμμετοχή, θα ήταν δυσχερής ο προσδιορισμός της χρήζουσας προστασίας με την οδηγία οικονομικής συμπεριφοράς.

33.      Η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απαίτηση περί καταβολής συμμετοχής εκ μέρους των καταναλωτών προκειμένου να εισέλθουν στο πυραμιδωτό σύστημα περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του σημείου 14 του παραρτήματος I. Κάτι τέτοιο θα αναιρούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 3, παράγραφος 9, και δεν θα ήταν συνεπές προς τους σκοπούς της οδηγίας.

34.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

35.      Το άρθρο 3, παράγραφος 9, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίσουν αυστηρότερες απαιτήσεις ως προς τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Η απαίτηση περί καταβολής συμμετοχής εκ μέρους των καταναλωτών προκειμένου να εισέλθουν στο πυραμιδωτό σύστημα, ανεξαρτήτως του αντικειμένου του, ουδόλως ασκεί επιρροή στην εξουσία των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες απαιτήσεις ως προς τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

36.      Ομολογουμένως, το να λογίζεται η συμμετοχή ως αναγκαίο στοιχείο προκειμένου ένα σύστημα να καλύπτεται από το σημείο 14 του παραρτήματος I περιορίζει το πεδίο εφαρμογής. Δεν εκτιμώ, όμως, ότι η ερμηνεία αυτή υπονομεύει τους σκοπούς της οδηγίας.

37.      Η οδηγία σκοπό έχει την απαγόρευση εμπορικών πρακτικών που σχετίζονται άμεσα με τον επηρεασμό των αποφάσεων συναλλαγής των καταναλωτών σε σχέση με προϊόντα, καθώς και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων τους από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων (14), στο πλαίσιο δημιουργίας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (15). Οι αιτιολογικές σκέψεις 12 και 17 καθιστούν, όμως, επίσης σαφές ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, η οποία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (16), τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις, ιδίως προσδιορίζοντας εκείνες τις εμπορικές πρακτικές, όπως τα πυραμιδωτά συστήματα, που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις.

38.      Με την κατάρτιση της περιλαμβανόμενης στο παράρτημα Ι μαύρης λίστας των εμπορικών πρακτικών που σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 5, «θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις», ο νομοθέτης προφανώς σκοπούσε να διακρίνει τις πρακτικές που ήταν προδήλως αισχρές. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία αυτή έχει τον χαρακτήρα μέτρου πλήρους εναρμονίσεως (17) και ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τη μαύρη λίστα: αυτή μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της ίδιας της οδηγίας (18). Δεν αξιολογείται κατά περίπτωση αν μια εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής ενός εκ των σημείων του παραρτήματος Ι πρακτική πράγματι πληροί κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 4, σχετικά με το τι συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική. Πρακτική περιλαμβανόμενη στη μαύρη λίστα απαγορεύεται αυτοδικαίως σε όλα τα κράτη μέλη.

39.      Φρονώ ότι όταν υπάρχουν —όπως εν προκειμένω— διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων, οι παράγοντες αυτοί συνηγορούν υπέρ της απόψεως να λαμβάνεται ως αυθεντική η απόδοση που προβλέπει τη συνδρομή περισσότερων, και όχι λιγότερων, στοιχείων προτού μια συγκεκριμένη πρακτική συγκαταλεγεί αυτομάτως στη μαύρη λίστα διότι εμπίπτει σε ένα από τα σημεία του παραρτήματος I. Πρακτική η οποία δεν συγκαταλέγεται αυτομάτως στη μαύρη λίστα μπορεί και πάλι να κριθεί παράνομη, αν έπειτα από κατά περίπτωση αξιολόγηση προκύψει ότι πληροί μια από τις επιμέρους προϋποθέσεις του άρθρου 5 σχετικά με το τι συνιστά αθέμιτη πρακτική. Επομένως, μια τέτοια ερμηνεία δεν υπονομεύει τον σκοπό της διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Από την άλλη, συμβάλλει θετικά στην επίτευξη ασφάλειας δικαίου ως προς τις πρακτικές που εντάσσονται στη μαύρη λίστα του παραρτήματος I (19).

40.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, προκειμένου να εμπίπτει ένα σύστημα στον ορισμό του σημείου 14 του παραρτήματος I, επιβάλλεται να καταβάλλει ο καταναλωτής συμμετοχή προκειμένου να εισέλθει στο επίμαχο σύστημα.

 Τρίτο ερώτημα

41.      Το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα συνδέονται στενά. Με τα ερωτήματα αυτά το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχής που καταβάλλουν τα νέα μέλη και της αντιπαροχής που καταβάλλεται στα υφιστάμενη μέλη (τρίτο ερώτημα) και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν το ύψος της συμμετοχής αυτής συνιστά αποφασιστικό παράγοντα (δεύτερο ερώτημα). Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εθνικό δικαστήριο κρίνεται περισσότερο εύλογο να εξετασθούν τα συγκεκριμένα ερωτήματα με τη σειρά αυτή.

42.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς, ζητεί να διευκρινιστεί αν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η καταβαλλόμενη για την είσοδο στο επίμαχο σύστημα συμμετοχή ήταν σχετικά μικρή (0,01 LTL) σε σύγκριση με τα έπαθλα για την επιτυχή πρόσκληση νέων μελών (μεταξύ 10 και 20 LTL). Συνεπώς, με το τρίτο ερώτημα ζητεί να διευκρινιστεί, πρώτον, αν μια εμπορική πρακτική είναι παραπλανητική υπό την έννοια του σημείου 14 του παραρτήματος I οσάκις καταβάλλεται αντιπαροχή από τον διαχειριστή του συστήματος περισσότερο για την επιτυχή εισαγωγή νέων μελών παρά για την πώληση ή κατανάλωση προϊόντων. Δεύτερον, συνιστά αποφασιστικό παράγοντα ο βαθμός στον οποίο η αντιπαροχή αυτή χρηματοδοτείται από τις καταβαλλόμενες για την είσοδο στο σύστημα συμμετοχές;

43.      Η 4finance υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει πυραμιδωτό σύστημα όταν η καταβαλλόμενη αντιπαροχή προέρχεται από πόρους της οικείας επιχειρήσεως και όχι από τις καταβαλλόμενες από τα νέα μέλη συμμετοχές. Η Τσεχική Κυβέρνηση εκτιμά ότι πρέπει να υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ της καταβαλλόμενης για την είσοδο στο σύστημα συμμετοχής και των πληρωμών που γίνονται στα υφιστάμενα μέλη για την πρόσκληση νέων μελών και ότι η συμμετοχή θα πρέπει να επαρκεί αυτή καθαυτήν για την εξασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος. Η Ιταλική Κυβέρνηση, η Λιθουανική Κυβέρνηση, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή έχουν την άποψη ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί οποιαδήποτε σχέση τέτοιας φύσεως για την εφαρμογή του σημείου 14 του παραρτήματος I.

44.      Δυστυχώς, η διατύπωση του σημείου 14 του παραρτήματος I δεν είναι η ίδια σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του κειμένου.

45.       Συγκεκριμένα, από τα κείμενα που εξέτασε το αιτούν δικαστήριο [στα χωρία που παρατίθενται κατωτέρω η υπογράμμιση είναι δική μου], το λιθουανικό και το γερμανικό ορίζουν ότι, στο πλαίσιο πυραμιδωτού συστήματος πωλήσεων, ο καταναλωτής λαμβάνει αντιπαροχή «κυρίως» για την πρόσκληση άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά για την πώληση ή κατανάλωση προϊόντων (20). Θα ονομάσω τις αποδόσεις αυτές ως αποδόσεις «άνευ προϋποθέσεως».

46.      Αντιθέτως, το γαλλικό κείμενο ορίζει «percevoir une contrepartie provenant essentiellement de l’entrée d’autres consommateurs dans le système plutôt que de la vente ou de la consommation de produits», και το ισπανικό «la oportunidad de recibir una compensación derivada fundamentalmente de la entrada de otros consumidores en el plan, y no de la venta o el consumo de productos». Το αγγλικό κείμενο ευθυγραμμίζεται με τις αποδόσεις αυτές, καθώς προβλέπει το εξής: «receive compensation that is derived primarily from the introduction of other consumers into the scheme rather than from the sale or consumption of products». Θα ονομάσω τις αποδόσεις αυτές ως αποδόσεις «υπό προϋπόθεση» (21).

47.      Η οδηγία αυτή έχει χαρακτήρα μέτρου πλήρους εναρμονίσεως· οι δε πρακτικές της μαύρης λίστας του παραρτήματος I απαγορεύονται αυτοδικαίως (22). Παρά ταύτα υπάρχει σαφής διάσταση μεταξύ των άνευ προϋποθέσεως αποδόσεων και των υπό προϋπόθεση αποδόσεων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ποια άποψη πρέπει να ακολουθήσει το Δικαστήριο;

48.      Επιγραμματικώς, η προσέγγιση που ακολουθούν οι «υπό προϋπόθεση» αποδόσεις προβαίνει σε σαφή οικονομική σύνδεση μεταξύ της ανταμοιβής των υφιστάμενων μελών και της προσκλήσεως νέων μελών. Πρόκειται για συσταλτική ερμηνεία του κειμένου. Η ερμηνεία αυτή εναρμονίζεται με την αρχή (υπέρ της οποίας συντάχθηκα στην απάντηση στο πρώτο ερώτημα) ότι η μαύρη λίστα του παραρτήματος Ι πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Ακριβώς επειδή είναι συσταλτική η προσέγγιση αυτή, αφήνει ευρύτερα περιθώρια για δημιουργικές τεχνικές προωθήσεως. Η έννοια «δημιουργικός» δεν ισοδυναμεί κατ’ ανάγκην με τον όρο «αθέμιτος». Υπάρχει δε πάντοτε δίχτυ ασφαλείας καθόσον η κατά περίπτωση αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, ή με το άρθρο 5, παράγραφος 4, πρέπει να απολήγει στην απαγόρευση μιας δημιουργικής πρακτικής που είναι αθέμιτη. Κατά την αξιολόγηση αυτή, οι πληρωμές σε είδος αντί σε μετρητά μπορούν, εφόσον παραστεί ανάγκη, να εκτιμώνται, ανάλογα με την αντίστοιχη αξία του είδους σε μετρητά (για τον καταναλωτή).

49.      Αντιθέτως από τα προεκτεθέντα, η προσέγγιση που ακολουθεί τις «άνευ προϋποθέσεως» αποδόσεις έχει το πλεονέκτημα της απλουστεύσεως. Τα εθνικά δικαστήρια δεν απαιτείται να εξετάζουν ποια αναλογία της αντιπαροχής που εισπράττεται ως ανταμοιβή για την πρόσκληση νέων μελών προέρχεται από τα καταβαλλόμενα ποσά εκ μέρους των νέων μελών (είτε πρόκειται για τέλος εγγραφής είτε για μετέπειτα πληρωμές). Δεν απαιτείται να ερωτούν, ενδεχομένως, «ποια είναι η σημασία της φράσεως “προερχόμενα κυρίως από”;» —η δε μνεία μιας πρακτικής στο παράρτημα I έχει την έννοια, ακριβώς, ότι πρέπει να αποφεύγεται η ανάγκη αυτής της κατά περίπτωση αξιολογήσεως. Η σημασία την οποία αποδίδουν τα διάφορα εθνικά δικαστήρια στα κράτη μέλη στη φράση αυτή μπορεί πιθανώς να διαφέρει. Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την ομοιόμορφη προσέγγιση· η δε έλλειψη ομοιομορφίας δεν βελτιώνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (23). Η «άνευ προϋποθέσεως» προσέγγιση μπορεί επίσης (ίσως) να είναι καταλληλότερη για την πρόληψη της απάτης μέσω συστημάτων που καλύπτουν τις δραστηριότητές τους χρησιμοποιώντας πληρωμές σε είδος αντί σε μετρητά.

50.      Μετά από κάποιους δισταγμούς, εκτιμώ ότι η ερμηνεία που υποστηρίζει τις «υπό προϋπόθεση» αποδόσεις ανταποκρίνεται καλύτερα στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισα την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να εμπίπτει ένα πυραμιδωτό σύστημα στο σημείο 14 του παραρτήματος I και, ως εκ τούτου, να απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται ότι η καταβαλλόμενη στα υφιστάμενα μέλη του συστήματος αντιπαροχή προέρχεται ουσιαστικά από την καταβαλλόμενη από τα νέα μέλη συμμετοχή.

51.      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει διαφορετικά, προβαίνω στις ακόλουθες συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Εξετάζεται το ενδεχόμενο επιχείρημα ότι η «άνευ προϋποθέσεως» προσέγγιση μπορεί ορισμένες φορές να καταλήξει σε άδικα αποτελέσματα, διότι είναι δυνατό να καλύπτονται τόσο νόμιμες δραστηριότητες όσο και περιπτώσεις εξαπατήσεως.

52.      Υπενθυμίζω ότι οσάκις δεν συντρέχει μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις του σημείου 14 του παραρτήματος I, η δραστηριότητα δεν εμπίπτει στη διάταξη αυτή. Έτσι, για παράδειγμα, αν δεν απαιτείται συμμετοχή προκειμένου για την είσοδο σε συγκεκριμένο σύστημα, η απαγόρευση δεν θα ισχύει.

53.      Ωστόσο, ας υποτεθεί ότι μια επιχείρηση θέλει να χρεώσει τέλος εγγραφής προκειμένου να καλύψει τα διοικητικά έξοδά της (για παράδειγμα, οι αναγνώστες καταβάλουν τέλος εγγραφής για να μετάσχουν σε λέσχη βιβλίου και να λάβουν κουπόνι για βιβλίο αν προσκαλέσουν νέα μέλη στη λέσχη). Θα απαγορευόταν κάτι τέτοιο; Πιστεύω πως όχι, διότι δεν πρόκειται για πυραμιδωτή διάρθρωση.

54.      Ο όρος «πυραμιδωτό» περιλαμβάνεται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας πλην της γερμανικής, η οποία χρησιμοποιεί τον όρο «Schneeballsystems» και, προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 14 του παραρτήματος I, το επίμαχο σύστημα θα πρέπει να έχει πυραμιδωτή διάρθρωση (24).

55.      Η έννοια «πυραμιδωτό σύστημα πωλήσεων» δεν ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας. Στις υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις, τα συστήματα αυτά περιγράφονται με διαφόρους τρόπους (25). Τα ελάχιστα κοινά κριτήρια που προκύπτουν από τις περιγραφές αυτές είναι τα εξής: i) τα συστήματα αυτά προσπορίζονται έσοδα από τα νέα μέλη· ii) οι πληρωμές γίνονται προς τα υφιστάμενα μέλη· iii) οι πληρωμές αυτές χρηματοδοτούνται από τις συμμετοχές των εν λόγω νέων μελών και όχι από την πώληση προϊόντων· και iv) όσοι εισέρχονται τελευταίοι στο σύστημα (στα χαμηλότερα επίπεδα) είναι λιγότερο πιθανό σε σχέση με εκείνους στα υψηλότερα επίπεδα (τα υφιστάμενα μέλη) να επιτύχουν κέρδος διότι προκειμένου κάθε μέλος του συστήματος να κερδίσει χρήματα, πρέπει να υπάρχει μια συνεχής ροή νέων μελών.

56.      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των κοινών κριτηρίων, θεωρώ ότι προκειμένου να αποδειχθεί ότι η επίμαχη δραστηριότητα συνιστά πυραμίδα, θα πρέπει να υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα με τον διαχειριστή στην κορυφή (26) και θα πρέπει να υπάρχει σωρευτική εισροή νέων μελών αυξανόμενη με γεωμετρική πρόοδο. Σε αντίθεση με τις αρχαίες πέτρινες κατασκευές —τις πυραμίδες της αρχαίας Αιγύπτου— η διαδρομή είναι καθοδική, από την κορυφή προς τη βάση της πυραμίδας, και όχι ανοδική, από τη βάση προς την κορυφή. Η άποψη αυτή, η οποία εστιάζει στο στοιχείο εκείνο βάσει του οποίου τα εν λόγω συστήματα συνιστούν εξαπάτηση, είναι συνεπής. Τα κύρια έσοδα της επιχειρήσεως προέρχονται από τα διαδοχικά τέλη εγγραφής και όχι από την προώθηση των παρεχόμενων στους καταναλωτές προϊόντων ή υπηρεσιών.

57.      Εναπόκειται βεβαίως στο αιτούν δικαστήριο η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Από την εκτιθέμενη ανάλυση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το σύστημα που διαχειρίζεται η 4finance δεν έχει πυραμιδωτή διάρθρωση υπό την έννοια του σημείου 14 του παραρτήματος I.

 Δεύτερο ερώτημα

58.      Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η απαιτούμενη συμβολική συμμετοχή για την εξακρίβωση των στοιχείων των εισερχόμενων στο πυραμιδωτό σύστημα καταναλωτών συνιστά «συμμετοχή» υπό την έννοια του σημείου 14 του παραρτήματος I.

59.      Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, της Ιταλικής, της Λιθουανικής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως κατά την οποία από τη γραμματική ερμηνεία της οδηγίας προκύπτει ότι δεν υπάρχει πρόβλεψη για οποιοδήποτε ελάχιστο όριο συμμετοχής ούτε μπορεί να συναχθεί ένα τέτοιο ποσό. Η διατύπωση του σημείου 14 του παραρτήματος I είναι (τουλάχιστον εν προκειμένω) σαφής. Με τη φράση «καταβάλλει συμμετοχή» («gives consideration») δεν απαιτείται να καταβάλλει ο καταναλωτής συγκεκριμένο ποσό προκειμένου να εισέλθει στο πυραμιδωτό σύστημα (27).

60.      Οι λόγοι για τους οποίους μια επιχείρηση η οποία συστήνει τέτοιο σύστημα απαιτεί την καταβολή συμμετοχής (για παράδειγμα, όπως εν προκειμένω, για να αποκτήσει αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τους εγγραφόμενους οι οποίοι ζητούν τη σύναψη πιστωτικής συμβάσεως) δεν συνιστούν αποφασιστικό παράγοντα για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας.

61.      Περαιτέρω, ερμηνεία του σημείου 14 του παραρτήματος I υπό την έννοια ότι ο καταναλωτής πρέπει να καταβάλλει ένα ελάχιστο όριο συμμετοχής θα ερχόταν σε αντίθεση με τον σκοπό της οδηγίας περί πλήρους εναρμονίσεως και με τους σκοπούς περί ομοιομορφίας και ασφάλειας δικαίου (28).

62.      Επομένως, οποιοδήποτε ποσό, όσο μικρό κι αν είναι, συνιστά συμμετοχή για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας.

 Πρόταση

63.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα από το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas ερωτήματα, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί ως εξής:

«Το σημείο 14 του παραρτήματος I της οδηγίας 2005/29/ΕΚ (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

–        υφίσταται πυραμιδωτό σύστημα πωλήσεων υπό την έννοια της διατάξεως αυτής όταν ο καταναλωτής καταβάλει συμμετοχή προκειμένου να εισέλθει στο σύστημα αυτό·

–        για την εξακρίβωση του αν συντρέχουν σε δεδομένη περίπτωση τα προβλεπόμενα στο σημείο 14 του παραρτήματος I στοιχεία, πρέπει να αποδεικνύεται ότι το οικείο σύστημα έχει πυραμιδωτή διάρθρωση καθόσον αποτελείται από διαφορετικά επίπεδα, με τον διαχειριστή στην κορυφή, υπάρχει δε σωρευτική εισροή νέων μελών αυξανόμενη με γεωμετρική πρόοδο. Κατά την εξέταση των προϋποθέσεων αυτών απαιτείται να αποδειχθεί ότι η καταβαλλόμενη στα υφιστάμενα μέλη του συστήματος αντιπαροχή προέρχεται ουσιαστικά από την καταβαλλόμενη από τα νέα μέλη συμμετοχή·

–        οποιοδήποτε ποσό, όσο μικρό και αν είναι, συνιστά συμμετοχή για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) (ΕΕ L 149, σ. 22).


3 – Κατά την άποψή μου, η φράση της αγγλικής αποδόσεως της οδηγίας «[…] gives consideration for the opportunity to receive compensation […]» πρέπει να νοηθεί ως: «καταβάλλει συμμετοχή έναντι της δυνατότητας να λάβει αντιπαροχή». Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι δεν περιλαμβάνουν όλες οι γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της λιθουανικής, τη φράση «καταβάλλει συμμετοχή» («gives consideration»).


4 – Από τη δικογραφία του εθνικού δικαστηρίου προκύπτει ότι οι καταναλωτές μπορούσαν να προσκαλέσουν έως 50 άτομα ημερησίως και όχι περισσότερα από 200 μηνιαίως.


5 – Κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορικής προωθήσεως είχαν εγγραφεί περισσότερα από 12 223 άτομα. Από αυτά, 3 577 υπέβαλαν αίτηση για πίστωση και 2 868 έλαβαν πίστωση, ορισμένα δε έλαβαν περισσότερα του ενός μικρού χρηματικού ποσού δάνεια. Η 4finance έλαβε περίπου 122 LTL ως τέλη εγγραφής και κατέβαλε 236 060 LTL ως έπαθλα.


6 – Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑177/10, Rosado Santana (Συλλογή 2011, σ. I‑7907, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


7 – Βλ. την ανατεθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μελέτη των Micklitz, Monazzahian και Rößler, Doortodoorselling – Pyramidselling – Multilevelmarketing.


8 – Ήτοι τα κείμενα στην αγγλική, γαλλική, δανική, εσθονική, ισπανική, ιταλική, λετονική, μαλτέζικη, ολλανδική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική γλώσσα.


9 – Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, CILFIT κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψεις 18 έως 20), της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C‑449/93, Rockfon (Συλλογή 1995, σ. I‑4291, σκέψη 28), και της 1ης Απριλίου 2004, C‑1/02, Borgmann (Συλλογή 2004, σ. I‑3219, σκέψη 25).


10 – Απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, C‑569/08, Internetportal und Marketing (Συλλογή 2010, ECR I‑4871, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., προσφάτως, απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, C‑89/12, Bark (σκέψη 36).


11 – Βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, C‑391/12, RLvS (σκέψη 33).


12 – Άρθρο 2, στοιχείο ε΄.


13 – Άρθρο 2, στοιχείο ια΄.


14 – Βλέπε, αντιστοίχως, αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8.


15 – Αιτιολογική σκέψη 11.


16 – Απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, C‑428/11, Purely Creative (σκέψη 45).


17 – Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6.


18 – Άρθρο 5, παράγραφος 5.


19 – Ως προς τις δυσχέρειες που ανακύπτουν όταν δεν προβλέπεται συμμετοχή, βλ. σημείο 31 ανωτέρω.


20 – Βλ. σημείο 22 ανωτέρω.


21 –      Επέλεξα τους τίτλους αυτούς ανάλογα με το αν το κείμενο περιλαμβάνει, ή όχι, την προϋπόθεση ότι η αντιπαροχή την οποία λαμβάνουν τα υφιστάμενα μέλη πρέπει να «σχετίζεται» με (ή να προέρχεται από) τα ποσά που καταβάλλον τα νέα μέλη.


22 – Βλ. τις παρατηρήσεις μου στο σημείο 31 ανωτέρω όσον αφορά το πρώτο ερώτημα.


23 – Βλ. το άρθρο 1 της οδηγίας.


24 – Ο όρος Schneeballsystems («συστήματα χιονοστιβάδας») καλύπτει τον ίδιο τύπο εξαπατήσεως που αποδίδεται με τα «πυραμιδωτά συστήματα» σε όλες τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας. Το γεγονός ότι η σωρευτική εισροή νέων μελών προέρχεται από τον ευρισκόμενο στο κέντρο διαχειριστή και όχι από την κάθετη διαδρομή από την κορυφή της πυραμίδας εκτιμώ ότι είναι άνευ σημασίας· δεν πιστεύω ως εκ τούτου ότι το γερμανικό κείμενο αναφέρεται σε φαινόμενο διαφορετικό από εκείνο στις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις.


25 – Βλ., ανωτέρω, σημεία 18 έως 20.


26 – Στην περίπτωση του schneeball, ο διαχειριστής βρίσκεται στο κέντρο και απαιτούνται πολλαπλοί δάκτυλοι επεκτεινόμενοι προς τα έξω.


27 – Βλ., για παράδειγμα, την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16 ανωτέρω απόφαση PurelyCreative (σκέψεις 30 και 34).


28 – Βλ. σημείο 2 ανωτέρω.