Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 30 Σεπτεμβρίου 2011 η ThyssenKrupp AG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 13 Ιουλίου 2011 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-144/07, T-147/07, T-148/07, T-149/07, T-150/07 και T-154/07, ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-506/11 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: ThyssenKrupp AG (εκπρόσωποι: M. Klusmann und S. Thomas, Rechtsanwälte)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει στο σύνολό της την απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 13 Ιουλίου 2011 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-144/07, T-147/07, T-148/07, T-149/07, T-150/07 και T-154/07, ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κ.λπ. κατά Επιτροπής, καθόσον απορρίπτει την προσφυγή και κατά το μέτρο που αφορά την αναιρεσείουσα,

επικουρικώς, να μειώσει αναλογικώς το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή στις 21 Φεβρουαρίου 2007,

έτι επικουρικότερον, να αναπέμψει την υπόθεση για επανεξέταση στο Γενικό Δικαστήριο,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει αναρμοδιότητα της Επιτροπής, παράβαση ουσιώδους τύπου, παράβαση της Συνθήκης ΕΚ και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με τη εφαρμογή τους, καθώς και κατάχρηση εξουσίας και προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων, επικαλούμενη συνολικώς επτά λόγους αναιρέσεως:

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαίωση της αρμοδιότητας της Επιτροπής για την εφαρμογή της διαδικασίας είναι νομικώς εσφαλμένη. Κατά τη γνώμη της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να έχει ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής λόγω μη εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρου 81 ΕΚ), δεδομένου ότι η προσαπτόμενη παράβαση είχε τοπικό και όχι διακρατικό χαρακτήρα. Ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι στα διαδικασία έχει εφαρμογή το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, όφειλε να έχει λάβει υπόψη ότι, εν πάση περιπτώσει, η αρμοδιότητα της Επιτροπής δεν συνάδει με το σύστημα παραλλήλων αρμοδιοτήτων που θέσπισε ο κανονισμός 1/2003 1 κατ' εφαρμογή της ανακοίνωσης για το ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει ότι η εκ των υστέρων κίνηση της διαδικασίας συνιστά παραβίαση της αρχής της νομιμότητας και της αρχής nullum crimen nulla poena sine lege που κατοχυρώνονται ως θεμελιώδη δικαιώματα.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει παραβίαση της αρχής ne bis in idem, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις υπέρ της αναιρεσείουσας αποφάσεις περί αμνηστίας που είχαν εκδώσει πριν από την κίνηση της διαδικασίας διάφορες εθνικές αρχές ελέγχου των συμπράξεων.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι είναι νομικώς εσφαλμένη η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαίωση της απόφασης της Επιτροπής να θεωρήσει ότι η αναιρεσείουσα και οι θυγατρικές της εταιρίες ευθύνονται εις ολόκληρον. Είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως ότι η ίδια η αναιρεσείουσα δεν συμμετείχε στις παραβάσεις. Ο καταλογισμός αλλότριων πράξεων στην αναιρεσείουσα ως συνέπεια της εσφαλμένης υπόθεσης ότι συντρέχει ευθύνη της οικονομικής οντότητας παραβιάζει την αρχή της προσωπικής ευθύνης του ποινικού δικαίου και την αρχή in dubio pro reo, ενώ προσβάλλει επίσης το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι είναι νομικώς εσφαλμένη η παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να διαπιστώσει ότι ο καταλογισμός στην αναιρεσείουσα ευθύνης εις ολόκληρον παραβιάζει την αρχή της προσωπικής ευθύνης. Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς επιβεβαίωσε την απόφαση της Επιτροπής στο μέτρο που η απόφαση αυτή δεν προσδιορίζει τον τρόπο επιμερισμού της ευθύνης στις εσωτερικές σχέσεις, με αποτέλεσμα η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να ενέχει ελλιπή αιτιολογία.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη με την απόφασή του τη νομική υποχρέωση διεξοδικής εξετάσεως που υπέχει, δεδομένου ότι, αφενός, έλεγξε ανεπαρκώς κατά πόσον ο καθορισμός του αρχικού ποσού, ο αποτρεπτικός πολλαπλασιαστής και η πολλαπλή επιβολή προστίμου λόγω παράλληλων παραβάσεων συμφωνούν με την αρχή της αναλογικότητας και, αφετέρου, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε τη συνεργασία της αναιρεσείουσας, πράγμα που είχε ως συνέπεια την προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και την απορρέουσα από το δικαίωμα αυτό εγγύηση για παροχή έννομης προστασίας. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει ελλιπή αιτιολογία, καθόσον επιβεβαιώνει την πρακτική της πολλαπλής επιβολής προστίμου, η οποία συνιστά παρέκκλιση από την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων.

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου για την παράβαση στη Γερμανία, διότι για τον εν λόγω καθορισμό του αρχικού ποσού συνυπολογίστηκαν, παρά την ύπαρξη αντίθετων επιτακτικών λόγων, κύκλοι εργασιών που δεν έπρεπε εν προκειμένω να συνυπολογιστούν. Όσον αφορά την εταιρία Schindler, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαφοροποίησε την αιτιολογία του, παρέλειψε όμως, παρανόμως, να τη διαφοροποιήσει και ως προς την αναιρεσείουσα.

Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένος ο καθορισμός του αρχικού ποσού του προστίμου που αφορά την αγορά των Κάτω Χωρών, ο όγκος της οποίας ελήφθη υπόψη στο σύνολό του, παρά την περιορισμένη εμβέλεια της συμπράξεως.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης; ΕΕ L 1της 4.1.2003, σ. 1.