Language of document : ECLI:EU:C:2007:152

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 8ης Μαρτίου 2007 1(1)

Υπόθεση C-467/05

Giovanni Dell’Orto

[αίτηση του Tribunale di Milano (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ – Οδηγία 2004/80/ΕΚ – Έννοια του όρου “θύμα” – Επιστροφή αγαθών κατασχεθέντων κατά τη διάρκεια μιας ποινικής διαδικασίας»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν η απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (2), από κοινού με την οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων (3), επιβάλλει την επιστροφή, στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας, στη θιγόμενη ανώνυμη εταιρία των παρανόμως αποκτηθέντων χρηματικών ποσών. Ανακύπτει ιδίως το ζήτημα αν η έννοια του όρου «θύμα», που περιλαμβάνεται στην απόφαση-πλαίσιο, καλύπτει –σε αντίθεση με τον ορισμό που δίδει το άρθρο 1, στοιχείο α΄– μόνον τα φυσικά πρόσωπα ή αν πρέπει επιπλέον να επεκταθεί και στα νομικά πρόσωπα. Το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται συναφώς στην οδηγία, η οποία δεν περιλαμβάνει κανένα ορισμό των «θυμάτων».

II – Το νομικό πλαίσιο

 Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

2.        Δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, νοείται ως θύμα «το φυσικό πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία, συμπεριλαμβανομένης σωματικής ή ψυχικής βλάβης, συγκινησιακής δοκιμασίας ή οικονομικής απώλειας, που προκαλείται απευθείας από πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν την ποινική νομοθεσία ενός κράτους μέλους».

3.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, περιγράφει γενικά πώς λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των θυμάτων:

«1. Κάθε κράτος μέλος παρέχει στα θύματα ουσιαστικό και κατάλληλο ρόλο στο πλαίσιο του συστήματος της ποινικής του δικαιοσύνης. Εξακολουθεί να καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει στα θύματα μεταχείριση που βασίζεται στον οφειλόμενο σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους κατά τη διαδικασία και αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.»

4.        Το άρθρο 9 της αποφάσεως-πλαισίου αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας:

«1. Κάθε κράτος μέλος κατοχυρώνει το δικαίωμα του θύματος να εξασφαλίζει, σε εύλογο χρονικό διάστημα, απόφαση σχετικά με την εκ μέρους του δράστη ανόρθωση της ζημίας, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, εκτός αν, για ορισμένες περιπτώσεις, το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι η αποζημίωση λαμβάνει χώρα με διαφορετικό τρόπο.

2. […]

3. Τα αποδοτέα αντικείμενα (4) που ανήκουν στο θύμα και κατασχέθηκαν κατά την ποινική διαδικασία, του επιστρέφονται αμελλητί, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στις επιταγές της ποινικής διαδικασίας.»

5.        Η έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου διευκρινίζει τη σχέση με την αστική διαδικασία:

«Τα μέτρα υποστήριξης των θυμάτων από εγκληματικές πράξεις, και ιδίως οι διατάξεις που αφορούν την αποζημίωση καθώς και τη μεσολάβηση, δεν αφορούν διευθετήσεις στα πλαίσια της πολιτικής δικονομίας.»

6.        Η οδηγία 2004/80 αφορά την εκ μέρους του κράτους αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Περιλαμβάνει διατάξεις που προορίζονται να διευκολύνουν την αποζημίωση σε καταστάσεις όπου εμπλέκονται πολλά κράτη. Οι ουσιώδεις βασικές αρχές τίθενται στα δύο πρώτα άρθρα:

«Άρθρο 1

Δικαίωμα αίτησης [προς αποζημίωση] στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του αιτούντος

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών αποζημίωση να δικαιούται να υποβάλει την αίτησή του σε αρχή ή σε άλλο όργανο του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει συνήθως, όταν έχει τελεστεί εκ προθέσεως έγκλημα βίας σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του.

Άρθρο 2

Ευθύνη για την καταβολή αποζημίωσης

Η αποζημίωση καταβάλλεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει τελεστεί η εγκληματική πράξη».

7.        Σε αντίθεση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής, ο νομοθέτης δεν προέβη σε εναρμόνιση των διατάξεων περί αποζημιώσεως. Η έκτη αιτιολογική σκέψη ορίζει εντούτοις τα ακόλουθα:

«Τα θύματα εγκληματικών πράξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να δικαιούνται εύλογης και προσήκουσας αποζημίωσης για τη ζημία την οποία υπέστησαν, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο τελέστηκε η αξιόποινη πράξη.»

8.        Το άρθρο 12 της οδηγίας 2004/80 προβλέπει συναφώς τα ακόλουθα:

«1. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας για την πρόσβαση στο δικαίωμα αποζημίωσης σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα πρέπει να βασίζονται στα συστήματα των κρατών μελών για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο των εθνικών τους ρυθμίσεων υπάρχει πρόβλεψη για σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους, το οποίο διασφαλίζει εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων.»

9.        Το άρθρο 17, στοιχείο α΄, υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν ή διατηρούν ευνοϊκότερες διατάξεις προς όφελος των θυμάτων εγκληματικών πράξεων ή άλλων προσώπων που θίγονται από εγκληματικές πράξεις, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις συνάδουν με την οδηγία.

 Το ιταλικό δίκαιο

10.      Η Ιταλία προφανώς δεν μετέφερε ρητά στην εθνική έννομη τάξη τον ορισμό του θύματος υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220.

11.      Τα άρθρα 262 και 263 του ιταλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διέπουν την επιστροφή αγαθών που έχουν κατασχεθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση όσον αφορά την επιστροφή εμπίπτει καταρχήν στην αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου. Εντούτοις, σε περίπτωση διαφοράς περί της κυριότητας των αγαθών, το ποινικό δικαστήριο παραπέμπει τη διαφορά αυτή ενώπιον του αρμοδίου αστικού δικαστηρίου.

12.      Επιπλέον, τα άρθρα 74 επ. και 538 επ. του ιταλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπουν τις λεπτομέρειες της διαδικασίας που αφορά την αγωγή αποζημιώσεως την οποία ασκεί το θύμα στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

III – Πραγματικά περιστατικά και υποβαλλόμενα ερωτήματα

13.      Ο Giovanni Dell’Orto, από κοινού με άλλους κατηγορουμένους, καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους και έξι μηνών με αναστολή, καθώς και σε πρόστιμο, με απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, εκδοθείσα βάσει του λεγόμενου διακανονισμού κατόπιν διαπραγματεύσεως με την εισαγγελική αρχή, για πράξεις που στοιχειοθετούν το έγκλημα της παροχής ψευδών πληροφοριών σχετικά με εταιρίες με σκοπό ιδίως τη διάπραξη των εγκλημάτων της διακεκριμένης καταχρήσεως εμπιστοσύνης και της παράνομης χρηματοδοτήσεως πολιτικών κομμάτων, σε βάρος της εταιρίας SAIPEM SpA. Η εν λόγω απόφαση απέκτησε στο μεταξύ την ισχύ δεδικασμένου.

14.      Διαρκούσας ακόμα της ανακρίσεως ο G. Dell’Orto μετέφερε από έναν αλλοδαπό λογαριασμό στην Ιταλία ποσό 1 064 069,78 ευρώ, το οποίο το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι αποτελεί μέρος των ποσών που σφετερίστηκε και το οποίο εξακολουθούσε να ανήκει στην εταιρία SAIPEM. Ο ιταλικός λογαριασμός δεσμεύθηκε.

15.      Η ως άνω απόφαση δεν προέβλεπε τίποτα σχετικά με το δεσμευθέν ποσό. Κατόπιν αιτήματος της SAIPEM, η επιστροφή του δεσμευθέντος ποσού αποτέλεσε το αντικείμενο διατάξεως της 3ης Δεκεμβρίου 1999. Προς τούτο, έγινε ανάληψη των διαθέσιμων ποσών από τον λογαριασμό στις 10 Δεκεμβρίου 1999, ενώ ο λογαριασμός αυτός έκλεισε.

16.      Το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει ποιο δικαστήριο καταδίκασε τον G. Dell’Orto και απεφάνθη επί της επιστροφής των δεσμευθέντων ποσών· εντούτοις, φαίνεται ότι το ίδιο αυτό δικαστήριο αποφάσισε και στις δύο περιπτώσεις.

17.      Το Corte di Cassazione (ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο) εξαφάνισε τη διάταξη αυτή στις 8 Νοεμβρίου 2001. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, εφόσον η επιστροφή του δεσμευθέντος ποσού δεν είχε αποτελέσει το αντικείμενο του διακανονισμού με την εισαγγελική αρχή, η επιστροφή αυτή δεν μπορούσε να διαταχθεί στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας.

18.      Μετά από μερικές άλλες παρεμπίπτουσες αποφάσεις το αιτούν δικαστήριο, ως δικαστήριο αρμόδιο επί της εκτελέσεως, καλείται να αποφανθεί επί των μέτρων που πρέπει ακόμη να ληφθούν σε σχέση με το επίμαχο ποσό. Προς έκδοση της αποφάσεώς του υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«α)      Τυγχάνουν εφαρμογής οι τιθέμενοι στα άρθρα 2 και 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ κανόνες στο πλαίσιο ποινικής δίκης, εν γένει, έναντι οποιουδήποτε ζημιουμένου από εγκληματική πράξη διαδίκου, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1 επ. της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων ή άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου;

β)      Τυγχάνουν εφαρμογής οι κατά τα άρθρα 2 και 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ κανόνες στο πλαίσιο ποινικής δίκης περί εκτελέσεως, η οποία έπεται της αμετάκλητης αποφάσεως περί καταδίκης (και συνεπώς έπεται της αποφάσεως εκτελέσεως της ποινής [εκδοθείσας κατόπιν διακανονισμού με την εισαγγελική αρχή] (5), … έναντι οποιουδήποτε ζημιουμένου από εγκληματική πράξη διαδίκου, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1 επ. της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων ή άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου;»

19.      Ο G. Dell’Orto, η Ιρλανδία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

IV – Εκτίμηση

20.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί μιαν ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 βάσει της οδηγίας 2004/80. Πράγματι, επιθυμεί να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου όσον αφορά την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας σε σχέση με κάθε απόφαση-πλαίσιο, στο μέτρο του δυνατού με γνώμονα το κείμενο και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου, ώστε να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιδιώκει η απόφαση αυτή και να συμμορφωθεί προς το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ (6). Σε σχέση με την υπόθεση της κύριας δίκης, θεωρεί προφανώς ότι, δυνάμει της αποφάσεως-πλαισίου, δεσμεύεται να αποφανθεί επί της επιστροφής στη SAIPEM των δεσμευθέντων ποσών.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

21.      Το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμά ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο. Το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται στο άρθρο 234 ΕΚ, ζητώντας παράλληλα την ερμηνεία διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου, δηλαδή μιας νομικής πράξεως που προβλέπει το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ. Εντούτοις, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν μπορεί να υποβάλλεται παρά μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35, παράγραφος 1, ΕΕ. Η Ιρλανδία υποστηρίζει παρόμοια άποψη, θεωρώντας παράλληλα ότι το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το αιτούν δικαστήριο μπορεί να διορθωθεί, δεδομένου ότι μια αντίστοιχη αίτηση δυνάμει του άρθρου 35 ΕΕ θα ήταν παραδεκτή.

22.      Όπως υπογράμμισε η Ιρλανδία κατά την προφορική διαδικασία, ασφαλώς αποκλείεται, υπό το πρόσχημα της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο, όπως προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, να μπορεί ένα δικαστήριο να υποβάλλει στο Δικαστήριο ερωτήματα τα οποία στην πραγματικότητα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τα οποία είναι παραδεκτά μόνο με την επιφύλαξη συμπληρωματικών προϋποθέσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 35 ΕΕ. Εντούτοις, το ζήτημα πότε ένα προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να αφορά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, λαμβανομένης υπόψη της αλληλεπιδράσεως των δύο αυτών εννόμων τάξεων –στην οποία θα επανέλθω– μπορεί να δημιουργεί στην πράξη λεπτά προβλήματα οριοθετήσεως, προβλήματα με τα οποία όμως δεν συντρέχει λόγος να ασχοληθούμε εν προκειμένω.

23.      Τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου κατά του παραδεκτού της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εν πάση περιπτώσει δεν είναι πειστικά. Όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 46, στοιχείο β, ΕΕ, οι διατάξεις των Συνθηκών ΕΚ, ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 234 ΕΚ, εφαρμόζονται στις διατάξεις του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με τους όρους οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 35 ΕΕ. Κατά συνέπεια, η ρύθμιση του άρθρου 234 ΕΚ έχει εφαρμογή στην κατά το άρθρο 35 ΕΕ αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (7).

24.      Επομένως, οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως –όπως προβλέπει το άρθρο 35 ΕΕ– είναι, καταρχήν, επίσης αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υπό την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ. Το κατά πόσο το εθνικό δικαστήριο μνημονεύει ρητά τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως. Τούτο εξαρτάται αντιθέτως από την τήρηση των προϋποθέσεων που ισχύουν, αντιστοίχως, στον τομέα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ιδίως εκείνων που θέτει το άρθρο 35 ΕΕ.

25.      H σημαντικότερη προϋπόθεση, κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έγκειται πιθανότατα στο γεγονός ότι το οικείο κράτος μέλος πρέπει να αποδέχεται την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Τα ως άνω δύο κράτη μέλη δεν έχουν προβεί σε καμία σχετική δήλωση. Εντούτοις, όπως αναγνωρίζει εξάλλου η Ιρλανδία, είναι αναμφισβήτητο ότι το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να απευθυνθεί στο Δικαστήριο. Η Ιταλική Δημοκρατία, με δήλωσή της που άρχισε να ισχύει την 1η Μαΐου 1999, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, αποδέχθηκε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται ως προς το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων του άρθρου 35 ΕΕ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 3, στοιχείο β, του εν λόγω άρθρου (8).

26.      Επιπλέον, πολλές κυβερνήσεις αμφισβήτησαν τη λυσιτέλεια της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση αποφάσεως.

27.      Το τεκμήριο ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια είναι λυσιτελή δεν μπορεί να αγνοείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δηλαδή είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που ζητείται με τα ερωτήματα αυτά δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το ζήτημα είναι καθαρά υποθετικής φύσεως ή το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Αν δεν συντρέχουν οι περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο είναι καταρχήν υποχρεωμένο να αποφαίνεται επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν την ερμηνεία των πράξεων που καλύπτει το άρθρο 35, παράγραφος 1, ΕΕ (9).

28.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση επικρίνει το γεγονός ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη περί των διατάξεων του ιταλικού δικαίου που πρέπει να ερμηνευθούν σε συμφωνία με την απόφαση-πλαίσιο. Δεδομένου ότι αποκλείεται η άμεση εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου, οι σχετικές ενδείξεις είναι απαραίτητες.

29.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία θα είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν το δικαστήριο αυτό καθορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή τουλάχιστον επεξηγεί τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζονται τα ερωτήματα αυτά. Οι διευκρινίσεις αυτές παρέχουν ιδίως τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και στους λοιπούς μετέχοντες της διαδικασίας, να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι μόνον οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κοινοποιούνται στους μετέχοντες της διαδικασίας (10).

30.      Για τον λόγο αυτό το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εκθέτει το νομικό πλαίσιο, καθόσον τούτο είναι απαραίτητο για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα. Αντιθέτως, δεν υποχρεούται να αποδεικνύει ότι η σύμφωνη ερμηνεία είναι πράγματι δυνατή. Κατά την απόφαση Pupino, απλές αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου προς την απόφαση-πλαίσιο δεν οδηγεί στο απαράδεκτο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως· πρέπει αντιθέτως η ερμηνεία αυτή να είναι προδήλως αδύνατη. Όταν δεν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο είναι αδύνατη, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν είναι δυνατή μια σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού του δικαίου στην υπόθεση αυτή (11). Η άποψη αυτή είναι εξάλλου λογική, δεδομένου ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου –περιλαμβανομένης της σύμφωνης ερμηνείας προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή προς το κοινοτικό δίκαιο– δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

31.      Κατά συνέπεια, μπορεί να είναι χρήσιμο να δοθούν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διατάξεις τις οποίες το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να ερμηνεύσει σε συμφωνία με την απόφαση-πλαίσιο (12)· εντούτοις, η έλλειψη τέτοιων πληροφοριών δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να δώσει λυσιτελή απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.

32.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση προχωρεί μάλιστα ένα βήμα περισσότερο από την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, υποστηρίζοντας ότι κατά το ισχύον στον τομέα της εκτελέσεως των ποινών ιταλικό δίκαιο αποκλείεται η δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να αποφαίνεται επί αιτημάτων αστικού δικαίου που υποβάλλει το θύμα. Επομένως, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως έχει υποθετικό χαρακτήρα. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, καθόσον δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη ικανή να στηρίξει πρόδηλες αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνης προς την απόφαση-πλαίσιο.

33.      Πιο σημαντικές είναι οι αμφιβολίες που εκφράζει η Ιρλανδική Κυβέρνηση όσον αφορά τη δυνατότητα της αποφάσεως-πλαισίου να έχει, χρονικά, έννομα αποτελέσματα στη διαδικασία της κύριας δίκης. Ο G. Dell’Orto καταδικάστηκε στις 4 Μαΐου 1999, τα δε επίμαχα ποσά δεσμεύθηκαν προσωρινά στις 29 Σεπτεμβρίου 1997, ωστόσο η σχετική κατάχρηση ή οι επιλήψιμες πράξεις φέρεται ότι τελέστηκαν σε προηγούμενο χρονικό διάστημα. Αντιστρόφως, η προθεσμία μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη των επίμαχων διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου έληξε μόλις στις 22 Μαρτίου 2002, ενώ οι σχετικές με την οδηγία 2004/80 έληξαν, αντιστοίχως, την 1η Ιουλίου 2005 και την 1η Ιανουαρίου 2006. Όμως, αν η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει κανένα έννομο αποτέλεσμα λόγω των χρονικών αυτών περιόδων όσον αφορά την επιστροφή των ποσών που φέρονται ότι κτήθηκαν παρανόμως, δεν είναι πλέον δυνατή μια ερμηνεία του ιταλικού δικαίου σύμφωνη με την απόφαση-πλαίσιο και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στερείται κάθε ενδιαφέροντος όσον αφορά την απόφαση επί της κύριας δίκης.

34.      Εντούτοις, στις προτάσεις μου στην υπόθεση Pupino, κατέληξα στο ότι το γεγονός ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα πριν από την έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου δεν εμποδίζει την εφαρμογή της σύμφωνης ερμηνείας. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οι δικονομικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος τους (13). Επί του ζητήματος της χρονικής δυνατότητας εφαρμογής τους, το Δικαστήριο προφανώς δεν κρίνει ότι υπάρχει εμπόδιο για μια σύμφωνη ερμηνεία με την απόφαση-πλαίσιο, δεδομένου ότι δεν εξέτασε το σημείο αυτό με την απόφαση Pupino. Όπως και στην υπόθεση Pupino, πρόκειται και πάλι για ένα διαδικαστικό ζήτημα στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, δηλαδή για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου να αποφανθεί αν πρέπει ή όχι να επιστραφούν στη θιγόμενη επιχείρηση τα δεσμευθέντα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ποσά. Για τον λόγο αυτό η Ιρλανδία εξέφρασε επιφυλάξεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

35.      Επομένως, αν πρέπει ακόμη να ληφθούν αποφάσεις εν προκειμένω, είναι δυνατή η εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, ratione temporis, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης.

36.      Μια τελευταία αμφιβολία σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220. Σε περίπτωση που είναι παράνομη και, επομένως, μη εφαρμοστέα, η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να υποχρεώσει το δικάζον δικαστήριο να προβεί σε μια ερμηνεία σύμφωνη με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, ενώ τα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της καθίστανται άνευ σημασίας για την κύρια δίκη.

37.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Pupino, εξέφρασα αμφιβολίες όσον αφορά την έννομη βάση της αποφάσεως αυτής, κατέληξα όμως στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δεν όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις αμφιβολίες αυτές, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω αμφιβολίες δεν ήταν σοβαρές (14). Η έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου βάσει της επιλεγείσας εννόμου βάσεως είναι τουλάχιστον υποστηρίξιμη. Κατά συνέπεια, με την απόφαση Pupino, ευλόγως το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό. Δεδομένου ότι εν προκειμένω ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε οι διάδικοι προέβαλαν το ζήτημα της εννόμου βάσεως της αποφάσεως-πλαισίου, παρέλκει να εξεταστεί περαιτέρω εκ νέου το ζήτημα αυτό στην υπό κρίση υπόθεση.

38.      Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται παραδεκτώς.

Β –     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

39.      Όσον αφορά την απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου επί της ερμηνείας της αποφάσεως-πλαισίου βάσει της οδηγίας 2004/80, πρέπει καταρχάς να εξεταστούν οι δυνατότητες και τα όρια της αλληλεπιδράσεως μεταξύ νομικών πράξεων βάσει της Συνθήκης ΕΚ και βάσει της Συνθήκης ΕΕ (βλ. επ’ αυτού κατωτέρω, τμήμα 1). Με βάση τα αποτελέσματα αυτής της εξετάσεως θα πρέπει να ερμηνευτεί στη συνέχεια η απόφαση-πλαίσιο (βλ. επ’ αυτού κατωτέρω τμήματα 2 και 3).

1.      Επί της σχέσεως μεταξύ του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του κοινοτικού δικαίου από πλευράς ερμηνείας

40.      Ιδίως η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζουν ότι, κατά την ερμηνεία μιας αποφάσεως-πλαισίου στο πλαίσιο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μια (μεταγενεστέρως εκδοθείσα) κοινοτική οδηγία. Πρόκειται για δύο διαφορετικές έννομες τάξεις, που πρέπει να διαχωρίζονται αυστηρά. Η άποψη αυτή στηρίζεται τουλάχιστον εν μέρει σε σοβαρούς λόγους. Εντούτοις, δεν μπορεί να ακολουθηθεί στο σύνολό της.

41.      Πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί ότι κάθε αλληλεπίδραση ως προς την ερμηνεία προϋποθέτει ένα αντίστοιχο περιθώριο ερμηνείας. Μια ερμηνεία contra legem δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της ασφαλείας δικαίου (15).

42.      Όπως υποστηρίζει ειδικότερα το Ηνωμένο Βασίλειο, οι διαφορετικές αρμοδιότητες που απορρέουν από τις Συνθήκες ΕΕ και ΕΚ εμποδίζουν –ακόμα και στις περιπτώσεις που υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας– τη μεταφορά, μέσω της ερμηνείας, κανόνων μιας δεδομένης εννόμου τάξεως σε άλλη έννομη τάξη όταν ελλείπει η έννομη βάση των κανόνων αυτών στη δεύτερη έννομη τάξη. Κάθε ερμηνεία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις έννομες βάσεις του προς ερμηνεία μέτρου και, επομένως, δεν μπορεί να καταλήγει σε συμπέρασμα που δεν είναι πλέον σύμφωνο με την έννομη βάση αυτή.

43.      Τούτο συμβαίνει ιδίως όσον αφορά την απορρόφηση του περιεχομένου του κοινοτικού δικαίου από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεδομένου ότι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 47, δεν επηρεάζει τη Συνθήκη ΕΚ. Το Δικαστήριο έχει επομένως την υποχρέωση να μεριμνά ώστε οι πράξεις οι οποίες κατά το Συμβούλιο εμπίπτουν στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα θίγουν τις αρμοδιότητες τις οποίες οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ απονέμουν στην Κοινότητα (16).

44.      Τηρουμένων των ορίων αυτών, η μεταφορά ρυθμίσεων του κοινοτικού δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προβλέπεται ήδη στις Συνθήκες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κοινότητα συνυπάρχουν ασφαλώς ως διαφορετικές αλλά ολοκληρωμένες έννομες τάξεις (17). Κατά το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, ΕΕ, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες αποτελούν το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Δυνάμει του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, ΕΕ, η Ένωση διαθέτει ενιαίο θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει τη συνέπεια και τη συνέχεια των δράσεών της για την επίτευξη των σκοπών της, με παράλληλη διασφάλιση του σεβασμού και της περαιτέρω εξελίξεως του κοινοτικού κεκτημένου. Εξάλλου, το άρθρο 61, στοιχεία α΄ και ε΄, ΕΚ, προβλέπει ότι μέτρα λαμβανόμενα κατ’ εφαρμογήν του τίτλου IV της Συνθήκης ΕΚ, μαζί με μέτρα λαμβανόμενα βάσει του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, συνεισφέρουν στην προοδευτική δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

45.      Έτσι, στην απόφαση Pupino το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι απόλυτα κατανοητό το ότι οι συντάκτες της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση έκριναν χρήσιμο να προβλέψουν, στο πλαίσιο του τίτλου VI της Συνθήκης αυτής, την εφαρμογή νομικών μέσων και διαδικασιών που να έχουν αποτελέσματα ανάλογα με τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη ΕΚ, ώστε να υπάρξει αποτελεσματική συμβολή στην επιδίωξη της πραγματοποιήσεως των στόχων της Ενώσεως (18). Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και όσον αφορά τη νομοθετική δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι τεχνικές της κανονιστικής ρυθμίσεως, τα μέσα αντιμετωπίσεως ζητημάτων και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται επιτυχώς στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο μπορούν επίσης να έχουν εφαρμογή στις νομικές πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

46.      Καταρχήν, τα προερχόμενα εκ του κοινοτικού δικαίου στοιχεία έχουν το ίδιο περιεχόμενο στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως όπως και στο κοινοτικό δίκαιο. Τούτο ισχύει όμως μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν εμποδίζει κάτι τέτοιο, για παράδειγμα, η έλλειψη αμέσου αποτελέσματος κάθε αποφάσεως-πλαισίου. Ακόμα και μέσω μιας ερμηνείας με λογική συνέπεια δεν μπορούν να εξαλειφθούν οι διαφορές που προβλέπει η Συνθήκη μεταξύ του υπερεθνικού κοινοτικού δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το οποίο περισσότερο δανείζεται στοιχεία από το παραδοσιακό διεθνές δίκαιο.

47.      Σε ορισμένες περιπτώσεις εντούτοις ο αυστηρός διαχωρισμός νομοθετικών αρμοδιοτήτων απαιτεί να εκδίδονται αλληλοσυμπληρωνόμενες νομικές πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, τροποποιήσεις της Συμβάσεως εφαρμογής των συμφωνιών του Σένγκεν, όσον αφορά το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS), προκύπτουν από παράλληλες νομικές πράξεις εκδοθείσες βάσει του άρθρου 66 ΕΚ και των άρθρων 30, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, 31, στοιχεία α΄ και β΄, και 34, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ΕΕ (19). Τέτοιες νομικές πράξεις πρέπει να ερμηνεύονται σε συνάρτηση με τον κοινό τους σκοπό, έτσι ώστε να εφαρμόζονται παράλληλα χωρίς σύγκρουση μεταξύ τους. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα σκόπιμο οι ορισμοί να ερμηνεύονται με ενιαίο τρόπο.

48.      Ακριβώς σε τέτοιες περιπτώσεις, σε αντίθεση με όσα εκθέτει η Ιρλανδία, μπορεί να ενδείκνυται να ερμηνεύεται μια προγενέστερη νομική πράξη μιας εννόμου τάξεως με γνώμονα μεταγενέστερη νομική πράξη άλλης εννόμου τάξεως. Αντιστρόφως, στην περίπτωση αυτή μπορεί επίσης να ενδείκνυται, να ερμηνεύεται μεταγενέστερη νομική πράξη με γνώμονα παλαιότερη νομική πράξη, την οποία προορίζεται να συμπληρώσει.

49.      Έτσι, η ερμηνεία μέτρων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με γνώμονα το κοινοτικό δίκαιο είναι δυνατή, τηρουμένων ωστόσο των ορίων που προκύπτουν από τις διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Κοινότητας –ιδίως όσον αφορά τις αρμοδιότητές τους και τους τρόπους δράσεως που διαθέτουν.

2.      Επί της εννοίας του θύματος

50.      Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα νομικά πρόσωπα μπορούν επίσης να είναι «θύματα» υπό την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220. Τούτο είναι σημαντικό, διότι όλες οι εφαρμοστέες διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου, ιδίως τα άρθρα 2 και 3, προβλέπουν ρυθμίσεις υπέρ των θυμάτων. Εξάλλου, θα εξηγήσω κατωτέρω ότι η υπόθεση ότι και νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρούνται ως θύματα υπό την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου, ακόμα και λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2004/80, είναι μάλλον δύσκολο να αληθεύει.

 α)     Επί της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220

51.      Όπως υπογραμμίζουν όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, η SAIPEM δεν είναι θύμα υπό την έννοια του ορισμού που δίδει το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου, διότι ο όρος «θύμα» περιλαμβάνει μόνο φυσικά πρόσωπα.

52.      Η Ιρλανδία και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ορθώς ότι η πρόβλεψη του ορισμού αυτού συνηγορεί κατά της επεκτάσεως της ως άνω εννοίας στα νομικά πρόσωπα. Εξαρχής, ο περιορισμός στα φυσικά πρόσωπα ήταν ηθελημένος, διότι συμφωνεί με την πορτογαλική πρωτοβουλία. Η Επιτροπή επικαλείται το γεγονός ότι και προγενέστερη της πρωτοβουλίας ανακοίνωση, σχετικά με θύματα αξιοποίνων πράξεων (20), αφορούσε αποκλειστικά τα φυσικά πρόσωπα. Το Συμβούλιο εξέτασε μεν κατά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία το ενδεχόμενο μνείας των νομικών προσώπων (21), χωρίς όμως αυτό να οδηγήσει σε κάποιο ευρύτερο ορισμό της εννοίας του θύματος.

53.      Το ιστορικό της θεσπίσεως της σχετικής διατάξεως συνηγορεί επίσης κατά της θέσεως που υποστηρίζει η Ιρλανδία, η οποία συνίσταται στο να θεωρούνται τα φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται πίσω από ένα νομικό πρόσωπο ως θύματα της αξιόποινης πράξεως. Αν έπρεπε να προστατεύονται και αυτά τα έμμεσα θύματα, θα ήταν πιο λογικό να θεωρούνται και τα νομικά πρόσωπα ως θύματα. Κατά τα λοιπά, η ποινική διαδικασία της κύριας δίκης δεν αφορά αξιώσεις εμμέσως θιγομένων φυσικών προσώπων, αλλά αξιώσεις ενός ευθέως θιγομένου νομικού προσώπου. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται το ζήτημα αν η έμμεση προσβολή μπορεί να επηρεάσει την ιδιότητα του θύματος υπό την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220.

54.       Αν όμως ληφθούν υπόψη τα φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται πίσω από ένα νομικό πρόσωπο αποδυναμώνεται μια άλλη αντίρρηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά της επεκτάσεως της εννοίας των θυμάτων στα νομικά πρόσωπα. Το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι ο σκοπός του άρθρου 29 ΕΕ, που είναι να παράσχει στους πολίτες ένα υψηλό επίπεδο προστασίας σε έναν χώρο ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης, συνδέεται οπωσδήποτε με τα φυσικά πρόσωπα. Όμως, τούτο δεν μπορεί να εμποδίσει τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να προστατεύσει τα νομικά πρόσωπα όπως τα φυσικά πρόσωπα, δεδομένου ότι η εγκληματικότητα σε βάρος των νομικών προσώπων πλήττει σε τελική ανάλυση τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή τους ιδιοκτήτες των νομικών προσώπων, ή ακόμη και τους εργαζομένους σ’ αυτά. Επιπλέον, η μορφή αυτή εγκληματικότητας μπορεί επίσης να επηρεάσει το υποκειμενικό αίσθημα ασφαλείας των πολιτών.

55.      Ανεξάρτητα από τον γενικό σκοπό του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο περιοριστικός ορισμός του θύματος στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220 συμφωνεί ωστόσο με τις λοιπές διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου και με τους επιδιωκόμενους σκοπούς που συνάγονται από την πράξη αυτή.

56.      Οι λοιπές διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου μπορούν μεν να έχουν εφαρμογή και σε νομικά πρόσωπα, αν αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως θύματα, όμως –όπως ορθά υπογραμμίζει η Αυστρία– ορισμένα στοιχεία της αποφάσεως-πλαισίου αναπτύσσουν αποτελέσματα μόνον υπέρ φυσικών προσώπων. Οι βλάβες σε βάρος του θύματος, που παραθέτει για παράδειγμα το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, ήτοι η προσβολή της σωματικής ακεραιότητας ή η ψυχική βλάβη, η συγκινησιακή δοκιμασία ή η οικονομική απώλεια, αφορούν σαφώς κατά κύριο λόγο μόνο φυσικά πρόσωπα. Πρέπει επίσης να τονιστεί το άρθρο 2, παράγραφος 1. Κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να διασφαλίζεται στα θύματα μεταχείριση που βασίζεται στον οφειλόμενο σεβασμό της αξιοπρέπειάς του. Η ειδική προστασία ιδιαίτερα ευάλωτων θυμάτων, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, είναι δύσκολο να υπάρξει προκειμένου περί νομικών προσώπων. Ομοίως, οι κατά το άρθρο 8 διατάξεις περί προστασίας του θύματος και των μελών της οικογενείας του δεν μπορούν να μεταφερθούν στην περίπτωση των νομικών προσώπων.

57.      Μπορεί να υπάρξει κάποιος λόγος να καλύπτονται και τα νομικά πρόσωπα από τον όρο «θύμα» το πολύ αν το γεγονός ότι αυτά δεν καλύπτονταν από την εν λόγω έννοια είναι ασυμβίβαστο προς κάποιον υπέρτερο κανόνα, δηλαδή, ιδίως, προς τις θεμελιώδεις αρχές που παραθέτει η Ιρλανδία, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να τηρεί, σύμφωνα με το άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΕ. Ανακύπτει συναφώς το ζήτημα αν η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ φυσικού και νομικού προσώπου συμβιβάζεται με τη γενική αρχή ισότητας. Η αρχή αυτή επιτάσσει παρόμοιες καταστάσεις να μην τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως αλλά και διαφορετικές καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, εκτός αν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά (22).

58.      Ακόμα και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ισότητας ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μπορούσε να προβλέψει σχετική ρύθμιση μόνο για τα φυσικά πρόσωπα. Ασφαλώς, και τα νομικά πρόσωπα μπορούν να βλάπτονται λόγω εγκληματικών πράξεων, αλλά ο ορισμός του θύματος, που περιλαμβάνει το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, δείχνει ότι η ζημία που υφίστανται φυσικά πρόσωπα δεν περιορίζεται στις υλικές βλάβες, αλλά μπορεί να έχει, αντιθέτως, εντελώς διαφορετικές διαστάσεις σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα προκειμένου περί της σωματικής ή ψυχικής βλάβης και της συγκινησιακής δοκιμασίας. Επιπλέον, τα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται σε ποινικές διαδικασίες έχουν σαφώς μεγαλύτερη ανάγκη προστασίας έναντι των νομικών προσώπων, τα οποία συνήθως υποστηρίζονται από επαγγελματίες. Πρόκειται για αντικειμενικούς λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν την προνομιακή διαφορετική μεταχείριση των φυσικών προσώπων που καθίστανται θύματα εγκληματικών πράξεων.

59.      Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν ιδιαίτερα μέτρα, υπό την προϋπόθεση ότι τα νομικά πρόσωπα έχουν επίσης ανάγκη προστασίας στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (23).

60.      Έτσι, διαπιστώνεται ότι η απόφαση-πλαίσιο 2001/220 –ακόμα και λαμβανομένων υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων– δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά ο ορισμός του θύματος ώστε να καλύπτει τα νομικά πρόσωπα.

 β)     Επί της οδηγίας 2004/80

61.      Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί, όπως τονίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ανεξάρτητα από την ερμηνεία της εννοίας του θύματος που μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η οδηγία 2004/80 δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Η οδηγία αυτή προβλέπει αποζημιώσεως στις περιπτώσεις εκ προθέσεως εγκλήματος βίας, ενώ το επίμαχο ποσό στην υπό κρίση διαφορά προέρχεται από κατάχρηση εμπιστοσύνης ή επιλήψιμες πράξεις. Επιπλέον, η εγκληματική πράξη τελέστηκε –τουλάχιστον κατά το ουσιώδες μέρος της, αν όχι καθ’ ολοκληρία– στο κράτος μέλος της έδρας του θύματος, δηλαδή της εταιρίας SAIPEM. Η οδηγία όμως διέπει την καταβολή αποζημιώσεως όταν η εγκληματική πράξη τελέστηκε σε άλλο κράτος μέλος. Τέλος, η οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν την αποζημίωση μόνον υπέρ των αιτούντων οι οποίοι υπέστησαν βλάβη από πράξεις τελεσθείσες μετά την 30ή Ιουνίου 2005, ενώ εν προκειμένω η σχετική πράξη είχε τελεστεί δέκα έτη ενωρίτερα.

62.      Εντούτοις, η οδηγία 2004/80 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με την ευρύτερη γενική αλληλουχία της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220. Και αυτή έχει ως σκοπό την προστασία των θυμάτων και αναφέρει ρητά, στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της, την απόφαση-πλαίσιο. Όπως διαπιστώνει η Επιτροπή, οι δυο αυτές νομικές πράξεις αλληλοσυμπληρώνονται τουλάχιστον όσον αφορά τον σκοπό της προστασίας των θυμάτων.

63.      Εντούτοις, όπως ορθώς υπογραμμίζουν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή, οι δύο νομικές πράξεις έχουν διαφορετικό αντικείμενο, δηλαδή, η μεν απόφαση-πλαίσιο –καθόσον μας αφορά εν προκειμένω– την αποζημίωση που καταβάλλει ο δράστης, η δε οδηγία την αποζημίωση που καταβάλλει το κράτος.

64.      Έτσι, οι δύο αυτές νομικές πράξεις δεν είναι απολύτως συμπληρωματικές. Μια ομοιόμορφη ερμηνεία της εννοίας του θύματος δεν είναι απολύτως αναγκαία για την εφαρμογή τους, αλλά παρουσιάζει μάλλον ενδιαφέρον από συστηματικής απόψεως. Μπορεί ιδίως να διευκολύνει τη μεταφορά στις εσωτερικές έννομες τάξεις και την εφαρμογή της στην πράξη εντός των κρατών μελών. Ήδη η περιορισμένη σημασία που έχει η εναρμονισμένη ερμηνεία γεννά εκ προοιμίου αμφιβολίες όσον αφορά το αν η οδηγία 2004/80 μπορεί όντως να δικαιολογήσει τη διασταλτική ερμηνεία –για παράδειγμα, μέσω ανάλογης εφαρμογής– του όρου «θύμα» στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220.

65.      Μια διασταλτική ερμηνεία του όρου «θύμα» στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220 δεν είναι εξάλλου απαραίτητη ούτε βάσει της οδηγίας 2004/80, δεδομένου ότι δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι αυτή θεωρεί τα νομικά πρόσωπα ως θύματα.

66.      Σε αντίθεση με την απόφαση-πλαίσιο 2001/220, η οδηγία 2004/80 δεν περιλαμβάνει ρητό ορισμό του θύματος. Τούτο εξηγείται από το ιστορικό της θεσπίσεώς της. Η πρόταση οδηγίας για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, όπως την συνέταξε η Επιτροπή, δεν αποσκοπούσε απλώς να απλοποιήσει τη διασυνοριακή αποζημίωση των θυμάτων, αλλά επίσης να ορίσει στοιχειώδεις κοινούς κανόνες για την αποζημίωση των θυμάτων. Συναφώς, η πρόταση περιελάμβανε έναν ορισμό του θύματος περιοριζόμενο στα φυσικά πρόσωπα και κάλυπτε μόνο τις βλάβες σε βάρος φυσικών προσώπων (24).

67.       Το Συμβούλιο εντούτοις δεν θέλησε να προβεί σε εναρμόνιση της αποζημιώσεως των θυμάτων (25). Η μόνη κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τις αιτήσεις αποζημιώσεως στο πλαίσιο της οδηγίας βρίσκεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2004/80, που προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να φροντίζουν για μια δίκαιη και πρόσφορη αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας εκ προθέσεως. Επιπλέον, από το άρθρο 2 προκύπτει ότι η αποζημίωση πρέπει να χορηγείται από κρατικές υπηρεσίες.

68.      Σύμφωνα με το γράμμα του, το άρθρο 12 της οδηγίας 2004/80 μπορεί να περιλαμβάνει επίσης τα νομικά πρόσωπα, διότι και αυτά μπορούν να υποστούν βλάβη εξαιτίας εγκλημάτων βίας εκ προθέσεως εντός άλλων κρατών μελών (26). Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επεξέτεινε τον κύκλο των θυμάτων που απολαύουν ιδιαίτερης προστασίας πέραν του αρχικού σκοπού της προτάσεως οδηγίας της Επιτροπής.

69.      Η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή, υποστηρίζουν εντούτοις την άποψη ότι μόνον τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να είναι θύματα εγκλημάτων βίας εκ προθέσεως υπό την έννοια της οδηγίας 2004/80. Υποστηρίζουν συναφώς ότι ο περιορισμός στα φυσικά πρόσωπα απορρέει από τον σκοπό της οδηγίας, που εκτίθεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της, που είναι η κατάργηση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών, από την απόφαση Cowan (27), την οποία μνημονεύει η δεύτερη αιτιολογική σκέψη και η οποία προωθεί την προστασία των φυσικών προσώπων, καθώς από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, που προσδιορίζει ως ενδεχόμενα θύματα μόνο τα φυσικά πρόσωπα. Κατά πάσα πιθανότατα δεν περιλαμβανόταν στις προθέσεις του Συμβουλίου να επεκτείνει την παροχή ειδικής προστασίας και στα νομικά πρόσωπα, πέρα από όσα πρότεινε η Επιτροπή, δεδομένου ότι αυτό δεν προχώρησε στην εναρμόνιση που πρότεινε η Επιτροπή.

70.       Κατά συνέπεια, ναι μεν το γράμμα της οδηγίας 2004/80 επιτρέπει την επέκταση της εννοίας του θύματος στο σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων, όμως υπάρχει μια σειρά λόγων που συνηγορούν υπέρ του περιορισμού στα φυσικά πρόσωπα και μόνον. Χωρίς να απαιτείται εν προκειμένω να προσδιοριστεί οριστικά το περιεχόμενο της κατά την οδηγία εννοίας του θύματος, η έννοια αυτή δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να ερμηνευθεί διασταλτικά πέραν των ορίων του ορισμού που περιλαμβάνει η απόφαση-πλαίσιο 2001/220.

71.      Ομοίως, το άρθρο 17 της οδηγίας 2004/80, που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επέκταση της εννοίας του θύματος στα νομικά πρόσωπα. Όπως ορθά υποστηρίζουν η Αυστρία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή, η διάταξη αυτή παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ευνοϊκότερη εθνική ρύθμιση. Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρούν επίσης τα νομικά πρόσωπα ως θύματα. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι υποχρεούνται να προβλέψουν κάτι τέτοιο.

72.      Κατά συνέπεια, ακόμα και αν ληφθεί υπόψη η οδηγία 2004/80, τα θύματα υπό την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 είναι αποκλειστικά φυσικά πρόσωπα.

3.      Επί της εφαρμογής του άρθρου 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 σε μια διαδικασία σχετικά με την εκτέλεση της ποινής

73.      Με το δευτέρο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα δικαιώματα που έχει το θύμα δυνάμει των άρθρων 2 και 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 εξακολουθούν να υφίστανται και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτελέσεως της ποινής. Όμως, δεδομένου ότι, βάσει της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά το θύμα υπό την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι το ερώτημα αυτό είναι καθαρά υποθετικής φύσεως.

74.      Εντούτοις, στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα δεχθεί ότι είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σε περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, αλλά οι διατάξεις του δικαίου αυτού έχουν εφαρμογή βάσει του εθνικού δικαίου (28). Τούτο πρέπει να ισχύει επίσης για τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

75.      Εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι στο ιταλικό δίκαιο η έννοια του όρου «θύμα» ερμηνεύεται ευρύτερα, έτσι ώστε διαδικασίες προβλεπόμενες υπέρ φυσικών προσώπων να μπορούν να εφαρμόζονται και υπέρ νομικών προσώπων αν τα τελευταία επικαλούνται τα δικαιώματά τους ως θυμάτων. Το γεγονός ότι η Ιταλία δεν έχει ρητά μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη την έννοια του «θύματος» (29) όπως αυτή ορίζεται με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 και ότι οι εφαρμοστέες ιταλικές διατάξεις προφανώς δεν χρησιμοποιούν αυτήν την ειδική έννοια του «θύματος» συνηγορεί υπέρ της εν λόγω απόψεως (30).

76.      Σε περίπτωση που το ιταλικό δίκαιο προβλέπει μια ενιαία εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ανεξάρτητα από το αν τα θύματα είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οι επιταγές της αποφάσεως-πλαισίου σε σχέση με τη διαδικασία εφαρμογής των ποινών μπορούν να έχουν σημασία για το αιτούν δικαστήριο. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει και στο ερώτημα αυτό.

77.      Κατ’ ουσίαν, το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου, που διέπει την αποζημίωση του θύματος και την επιστροφή των κατασχεθέντων περιουσιακών του στοιχείων.

78.       Το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει προφανώς ως βάση ότι εν προκειμένω είναι δυνατή η επιστροφή αυτή. Συναφώς, το άρθρο 9, παράγραφος 3, προβλέπει ότι τα προς επιστροφή περιουσιακά στοιχεία τα οποία ανήκουν στο θύμα και τα οποία κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του επιστρέφονται αμελλητί, εκτός αν επιτακτικοί λόγοι συνδεόμενοι με την ποινική διαδικασία εμποδίζουν την επιστροφή αυτή.

79.      Δεδομένου ότι εν προκειμένω πρόκειται για επιστροφή χρηματικού ποσού το οποίο πιθανότατα εμβάστηκε λογιστικώς στον λογαριασμό του δράστη, είναι κάλλιστα δυνατόν, σε αντίθεση με όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, το χρήμα να μην παρέμεινε στην κυριότητα της SAIPEM. Επομένως, η δυνατότητα αποζημιώσεως του θύματος δεν πρέπει να παραμελείται. Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να εξασφαλίζουν στα θύματα μιας εγκληματικής πράξεως το δικαίωμα να ζητούν να λαμβάνεται δικαστική απόφαση εντός ευλόγου προθεσμίας σχετικά με την αποζημίωσή τους από τον δράστη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, εκτός όταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εθνικός νόμος προβλέπει ότι η αποζημίωση επέρχεται στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας. Στο σημείο αυτό δεν είναι ανάγκη να διευκρινιστεί οριστικά τι είδους αξιώσεις μπορεί να περιλαμβάνει το δικαίωμα των θυμάτων στο πλαίσιο της αποζημιώσεως. Εξάλλου, είναι πρόδηλο ότι περιλαμβάνονται συναφώς οι υλικές ζημίες, ιδίως διότι το άρθρο 1, στοιχείο α΄, μνημονεύει ρητά την οικονομική απώλεια ως παράδειγμα ζημίας του θύματος.

80.       Σε αντίθεση με το πρώτο ερώτημα, η οδηγία 2004/80 προφανώς δεν έχει καμία επίπτωση επί της ερμηνείας. Τούτο αντιστοιχεί στο ίδιο το αντικείμενο της οδηγίας, που είναι η αποζημίωση των θυμάτων από το κράτος, χωρίς παράλληλη λεπτομερή εναρμόνιση. Κατά συνέπεια, δεν προβλέπει κανόνες σχετικά με την αποζημίωση εκ μέρους του δράστη, ούτε την επιστροφή στο θύμα των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων. Ακόμη, δεν αφορά την ποινική διαδικασία, δεδομένου ότι η αποζημίωση των θυμάτων από το κράτος επέρχεται, κανονικά, στο πλαίσιο διαφορετικής διαδικασίας δημοσίου δικαίου.

 α)     Επί της αποζημιώσεως

81.      Όσον αφορά την αποζημίωση, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος κατοχυρώνει το δικαίωμα του θύματος να εξασφαλίζει, σε εύλογο χρονικό διάστημα, απόφαση σχετικά με την εκ μέρους του δράστη επανόρθωση της ζημίας, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, εκτός αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι η αποζημίωση λαμβάνει χώρα με διαφορετικό τρόπο.

82.      Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας τα θύματα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητούν την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί της αποζημιώσεώς τους εκ μέρους του δράστη. Συναφώς, υφίσταται όμως μια επιφύλαξη: σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αποζημίωση θα λάβει χώρα στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι, όσον αφορά τον προσδιορισμό του πλαισίου της αποζημιώσεως των θυμάτων, τα κράτη μέλη διαθέτουν πλήρη σχετική ελευθερία, αλλά σημαίνει, αντιθέτως, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούν να προβλέπουν άλλη σχετική διαδικασία. Κατά κανόνα , τα θύματα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν την έκδοση αποφάσεως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

83.      Η σύνδεση μεταξύ της ποινικής διαδικασίας και της αποφάσεως σχετικά με την αποζημίωση έχει ως σκοπό να απαλλάξει το θύμα από την ταλαιπωρία και τους κινδύνους μιας συμπληρωματικής δικαστικής διαδικασίας. Υπό την προϋπόθεση ότι η ποινική διαδικασία διευκρινίζει ορισμένα ζητήματα ή είναι σε θέση χωρίς μεγάλη δυσκολία να τα διευκρινίσει, τα έννομα συμφέροντα των θυμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, αναγνωρίζονται αν το ποινικό δικαστήριο προχωρεί βάσει των διαπιστώσεών του στην έκδοση αντιστοίχων αποφάσεων.

84.      Θα ήταν σύμφωνο προς τον σκοπό αυτό, στο μέτρο του δυνατού, αν εκδιδόταν απόφαση ήδη στο στάδιο της ποινικής δίκης όσον αφορά την αποζημίωση της SAIPEM.

85.       Η Επιτροπή υπογραμμίζει ωστόσο ορθώς ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν διέπει την ένταξη μιας τέτοιας αποφάσεως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας του εσωτερικού δικαίου. Η απόφαση-πλαίσιο επιτρέπει επομένως στο οικείο δικαστήριο να αποφανθεί καταρχάς επί της ποινής και, στη συνέχεια, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας συνδεόμενης με την πρώτη, βάσει των στοιχείων που προέκυψαν κατά την ποινική διαδικασία, να αποφανθεί επί της αποζημιώσεως την οποία οφείλει ο δράστης. Εντούτοις, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται ότι η μεταγενέστερη αυτή απόφαση εκδίδεται σε εύλογο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1.

86.      Ελλείψει σχετικής ρητής προβλέψεως στην απόφαση-πλαίσιο, το κατά πόσον τούτο είναι δυνατό εξαρτάται –όπως υπογραμμίζει ιδίως η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών– από το εθνικό δίκαιο. Σε περίπτωση που το δίκαιο αυτό –ακόμα και με μια ερμηνεία με γνώμονα την απόφαση-πλαίσιο– μετά την καταδίκη του δράστη δεν παρέχει πλέον τη δυνατότητα εκδόσεως αποφάσεως επί του αιτήματος αποζημιώσεως, εναπόκειται στα αρμόδια δικαστήρια να κρίνουν περί της αποζημιώσεως, με βάση τις εφαρμοστέες συναφώς διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, αποφαινόμενα πριν από την ποινική απόφαση ή ταυτόχρονα με αυτήν.

87.       Κατά τα λοιπά, πιστεύω ότι αποκλείεται να εξακολουθεί να υφίσταται το δικαίωμα του θύματος να επιτύχει την έκδοση αποφάσεως επί της αποζημιώσεώς του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκτελέσεως της ποινής. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει κίνδυνος τέτοια αιτήματα να υποβάλλονται πολλά έτη μετά τη δικαστική διαπίστωση των ποινικών παραβάσεων. Με εξαίρεση την περίπτωση παραγραφής, τέτοια αιτήματα θα είναι όχι μόνον αντίθετα προς την επιταγή του άρθρου 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 να εκδίδεται σχετική απόφαση σε εύλογο χρονικό διάστημα, αλλά θα είναι επιπλέον και αντιπαραγωγικά. Το αποτέλεσμα θα είναι η απώλεια των πλεονεκτημάτων μιας συνολικής αποφάσεως ή, τουλάχιστον, περισσοτέρων της μιας αποφάσεων που εκδίδονται όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα από το ίδιο δικαστήριο τόσο επί της ποινής όσο και επί της αποζημιώσεως.

88.      Παράλληλα, η λύση αυτή θα επηρέαζε συχνά διαδικασίες στις οποίες η απόφαση-πλαίσιο δεν έχει εφαρμογή ούτε κατά τη διαδικασία που οδηγεί στην καταδίκη ούτε στο πλαίσιο της αποφάσεως. Για παράδειγμα, μπορεί να παρατεθεί η υπό κρίση υπόθεση: η καταδίκη ανάγεται στο 1999, ήτοι σε περίοδο όπου η απόφαση-πλαίσιο δεν υφίστατο ακόμη. Κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή δεν μπορούσε να υποχρεώσει το αρμόδιο δικαστήριο να αποφανθεί, στο πλαίσιο της επιβάλλουσας καταδίκη αποφάσεώς του, επί των αιτημάτων αποζημιώσεως ούτε, αν αυτό απαιτείτο, να προβεί στη διαπίστωση ορισμένων πραγματικών περιστατικών. Όμως, αν στην περίπτωση αυτή εξακολουθεί να μην υπάρχει κάποια απόφαση επί της αποζημιώσεως, δεν μπορεί να αναμένεται ότι μια απόφαση στο μέλλον θα είναι προτιμότερη από μια απόφαση στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του αστικού δικαίου.

89.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 δεν εμποδίζει μια απόφαση επί της αποζημιώσεως του θύματος σε εύλογο χρονικό διάστημα στο πλαίσιο διαδικασίας επιβολής της ποινής, χωρίς ωστόσο να επιβάλλει μια τέτοια απόφαση.

 β)     Επί της επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων

90.      Η ουσιώδης διάταξη περί της επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων είναι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220. Κατά τη διάταξη αυτή, τα αποδοτέα αντικείμενα που ανήκουν στο θύμα και κατασχέθηκαν κατά την ποινική διαδικασία, του επιστρέφονται αμελλητί, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στις επιταγές της ποινικής διαδικασίας.

91.      Σε αντίθεση με το άρθρο 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, σχετικά με την αποζημίωση, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει την επιστροφή περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στο θύμα. Η Επιτροπή θεωρεί, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι η εν λόγω διάταξη δεν ισχύει παρά μόνον ελλείψει αμφισβητήσεων περί της κυριότητας. Όπως και η Αυστριακή Κυβέρνηση, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι διαφορές σχετικά με την κυριότητα είναι αστικού δικαίου και, επομένως, δεν καλύπτονται από την απόφαση-πλαίσιο, σύμφωνα με την έβδομη αιτιολογική της σκέψη.

92.      Επικαλούμενες την έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, η Επιτροπή και η Αυστρία παραβλέπουν το γεγονός ότι ανακύπτει ζήτημα αστικής διαδικασίας, αλλά όχι αστικού δικαίου. Θα ήταν αντίθετο προς την απόφαση περί αποζημιώσεως εκ μέρους του δράστη, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, η απόφαση-πλαίσιο να μην επηρεάζει τα ζητήματα αστικού δικαίου. Η απόφαση περί της αποζημιώσεως από τον δράστη είναι αστικού χαρακτήρα.

93.      Ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, είναι ασφαλώς ακριβές ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 δεν προβλέπει καμία απόφαση όσον αφορά την κυριότητα. Επομένως, η ρύθμιση αυτή αφορά, καταρχήν, την επιστροφή περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν το αντικείμενο διαφοράς, για παράδειγμα, αντικειμένων που ανήκουν στο θύμα, τα οποία κατασχέθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία. Όπως ορθότατα υπογραμμίζει η Ιρλανδική Κυβέρνηση, επί του ζητήματος αυτού το άρθρο 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 αναφέρεται μόνο στο θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

94.       Επιπλέον, η επιστροφή περιουσιακών στοιχείων δεν μπορεί να εμποδίζεται σε οποιαδήποτε περίπτωση αμφισβητήσεως της κυριότητας. Πράγματι, αν διαπιστώθηκε, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ή για τους σκοπούς αυτής, με μια απόφαση έχουσα την ισχύ δεδικασμένου, σε ποιον ανήκει ένα περιουσιακό στοιχείο –για παράδειγμα στην περίπτωση κλοπιμαίου– προκειμένου να καταδικαστεί κάποιος για κλοπή, η διαπίστωση αυτή πρέπει επίσης να ισχύει προκειμένου περί της επιστροφής του στοιχείου αυτού. Μόνον έτσι ικανοποιείται η επιταγή του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 να παρέχεται στα θύματα ουσιαστικός και κατάλληλος ρόλος και να αναγνωρίζονται τα έννομα συμφέροντα των θυμάτων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Μια πραγματική διαπίστωση που κρίθηκε επαρκής για την καταδίκη του δράστη πρέπει να ισχύει επίσης προκειμένου περί της επιστροφής περιουσιακών στοιχείων στο θύμα.

95.      Αντιθέτως, το θύμα δεν μπορεί να ζητεί την επιστροφή αμφισβητούμενου περιουσιακού στοιχείου όταν το σχετικό ζήτημα δεν έχει διευκρινιστεί στην ποινική διαδικασία. Συναφώς, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αναθέτουν την επίλυση της διαφοράς περί της κυριότητας στα αστικά δικαστήρια. Ανακύπτει το πολύ το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό η απόφαση-πλαίσιο 2001/220 υποχρεώνει το αρμόδιο δικαστήριο να προβεί στις σχετικές διαπιστώσεις όταν αυτές δεν είναι απαραίτητες για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, εντούτοις, το ζήτημα αυτό στερείται ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι το δικάζον δικαστήριο προέβη σε όλες τις σχετικές διαπιστώσεις ήδη στο πλαίσιο της καταδίκης του G. Dell’Orto, ή τουλάχιστον, δεν μπορεί πλέον να προβεί σ’ αυτές.

96.      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η πάραυτη επιστροφή στο θύμα κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 επιβάλλεται όταν δεν αμφισβητείται η κυριότητα του στοιχείου αυτού ή όταν αυτή έχει διευκρινιστεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας με απόφαση που έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου.

V –    Πρόταση

97.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα τις ακόλουθες απαντήσεις:

1.      Ακόμα και λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, τα θύματα υπό την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, είναι αποκλειστικά φυσικά πρόσωπα.

2.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 δεν εμποδίζει την απόφαση περί αποζημιώσεως του θύματος σε εύλογο χρονικό διάστημα στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να επιβάλλει μια τέτοια απόφαση.

3.      Τα αφαιρεθέντα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να επιστρέφονται πάραυτα στο θύμα, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, όταν δεν αμφισβητείται η κυριότητά τους ή όταν αυτή διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας με απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 82, σ. 1.


3 – ΕΕ L 261, σ. 15 (κείμενα στις γλώσσες της ΕΕ όταν αυτή αριθμούσε 15 μέλη).


4* –      ΣτΜ: Το ελληνικό κείμενο του κανονισμού χρησιμοποιεί τη λέξη «αντικείμενα», ενώ το γερμανικό κάνει λόγο για «περιουσία» γενικά, το δε γαλλικό αναφέρεται σε «αγαθά».


5 –      Το εντός αγκυλών κείμενο αποτελεί συμπλήρωμα του συντάκτη των προτάσεων αυτών.


6 – Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C-105/03, Pupino (Συλλογή 2005, σ. I-5285, σκέψη 43). Σχετικά με την ως άνω διαπίστωση του Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί ότι το αγγλικό και το γερμανικό κείμενο της αποφάσεως αναφέρουν εσφαλμένα την έννοια της «ερμηνείας σύμφωνα με τις οδηγίες», που δεν έχει σχέση με τις αποφάσεις-πλαίσια. Για το μεταφραστικό αυτό σφάλμα εκδόθηκε στο μεταξύ σχετικό διορθωτικό.


7 – Απόφαση Pupino (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 19). Βλ. επίσης τις αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2007, C-334/04 P, Gestoras Pro Amnistía κ.λπ. κατά Συμβουλίου (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54), και C-355/04 P, Segi κ.λπ. κατά Συμβουλίου (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54).


8 – Πληροφορία σχετικά με την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (ΕΕ L 114, σ. 56).


9 – Απόφαση Pupino (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 29 επ., όπου παρατίθενται και άλλες παραπομπές όσον αφορά το άρθρο 234 ΕΚ).


10 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 26 έως 28) και προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση, της 13ης Ιουλίου 2006, σημείο 33, κάθε φορά με συμπληρωματικές παραπομπές.


11 – Απόφαση Pupino (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 48).


12 – Βλ., κατωτέρω, σημείο 79.


13 – Προτάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-105/03 (Συλλογή 2004, σ. I-5285, σκέψη 43), με παραπομπές του αιτούντος δικαστηρίου στις αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9), της 9ης Ιουλίου 1993, C-121/91 και C-122/91, CT Control Rotyterdam και JCT Benelux κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-3873, σκέψη 22), της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-61/98, De Haan (Συλλογή 1999, σ. I-5003, σκέψεις 13 και 14), καθώς και της 1ης Ιουλίου 2004, C-361/02 και C-362/02, Τσάπαλος (Συλλογή σ. I-6405, σκέψη 19).


14 – Προτάσεις Pupino (προαναφερθείσες στην υποσημείωση 12, σημεία 48 έως 52).


15 – Απόφαση Pupino (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 44 και 47).


16 – Αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C-170/96, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (θεώρηση διελεύσεως) (Συλλογή 1998, σ. I-2763, σκέψη 16), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, C-176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ποινικό δίκαιο του περιβάλλοντος) (Συλλογή 2005, σ. I-7879, σκέψη 39).


17 – Βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T-306/01, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-3533, σκέψη 156).


18 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 36.


19 – Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση 2004/201/ΔΕΥ του Συμβουλίου, και τον κανονισμό (ΕΚ) 378/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τις διαδικασίες τροποποίησης του εγχειριδίου SIRENE (ΕΕ L 64, σ. 5 και 45).


20 – Η Επιτροπή επικαλείται την ανακοίνωσή της στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: «Θύματα αξιόποινων πράξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Προβληματισμός για πρότυπα και δράση, COM (1999) 349 τελικό».


21 – Συμπεράσματα της ομάδας «Συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» της 19ης και της 20ής Ιουλίου 2000 (έγγραφο του Συμβουλίου 9720/00 της 26ης Ιουνίου 2000, σ. 3, σημείο 3), και έκθεση της Ομάδας «Συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» της 11ης Ιουλίου 2000 (έγγραφο του Συμβουλίου 10387/00 της 14ης Ιουλίου 2000, σ. 7, σημείο 1).


22 – Αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 25)· της 17ης Ιουλίου 1997, C-248/95 και C-249/95, SAM Schiffahrt und Stapf (Συλλογή 1997, σ. I-4475, σκέψη 50)· της 13ης Απριλίου 2000, C-292/97, Karlsson κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-2737, σκέψη 39)· της 12ης Μαρτίου 2002, C-27/00 και C-122/00, Omega Air κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-2569, σκέψη 79)· της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-137/00, Milk Marque και National Farmers’ Union (Συλλογή 2003, σ. I-7975, σκέψη 126)· της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-304/0, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-7655, σκέψη 31), και της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-210/03, Swedish Match (Συλλογή 2004, σ. I-11893, σκέψη 70).


23 – Κατά τα λοιπά, η απόφαση-πλαίσιο δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ικανή να δικαιολογήσει την εκ μέρους των κρατών μελών δυσμενή μεταχείριση των νομικών προσώπων. Συναφώς, η απόφαση-πλαίσιο διακρίνεται από τη ρύθμιση στην οποία αναφέρθηκα με τις προτάσεις μου της 8ης Σεπτεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (οικογενειακή επανένωση) (Συλλογή 2005, σ. I-5769, σκέψεις 99 επ.), που φαίνεται ότι δικαιολογεί μια μεταφορά αντίθετη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα.


24 – COM (2002) 582 τελικό, ΕΕ 2003, C 45E, σ. 69 επ.


25 – Βλ. το έγγραφο «Συμβιβαστική πρόταση της Προεδρίας», έγγραφο του Συμβουλίου 7752/04 της 26ης Μαρτίου 2004, για τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου της 30ής Μαρτίου 2004, και το σχέδιο που προέκυψε εξ αυτού: έγγραφο του Συμβουλίου 8033/04, της 5ης Απριλίου 2004.


26 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, C-265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1997, σ. I-6959).


27 – Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 186/87, Cowan (Συλλογή 1989, σ. 195, σκέψη 19).


28 – Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C-28/95, Leur-Bloem (Συλλογή 1997, σ. I-4161, σκέψη 27) και C-130/95, Goloy (Συλλογή 1997, σ. I-4291, σκέψη 23)· βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-231/89, Gmurzynska-Bscher (Συλλογή 1990, σ. I-4003, σκέψη 24)· της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi (Συλλογή 1990, σ. I-3763, σκέψη 36)· της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-1/99, Kofisa Italia (Συλλογή 2001, σ. I-207, σκέψη 21)· της 17ης Μαρτίου 2005, C-170/03, Feron (Συλλογή 2005, σ. I-2299, σκέψη 11), και της 16ης Μαρτίου 2006, C-3/04, Poseidon Chartering (Συλλογή 2006, σ. I-2505, σκέψη 15).


29 – Βλ. το έγγραφο της Επιτροπής SEC(2004)102, σ. 3, http://ec.europa.eu/justice_home/doc_centre/criminal/doc/sec_2004_0102_fr.pdf. Πρόκειται για μια (διαθέσιμη μόνον στα γαλλικά) έκθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 18 της αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων στις ποινικές διαδικασίες, COM (2004) 54 τελικό, της 16ης Απριλίου 2004.


30 – Πρόκειται συναφώς για τα άρθρα 74 επ. του ιταλικού κώδικα ποινικής δικονομίας, σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, καθώς και τα άρθρα 262 και 263 ιταλικού κώδικα ποινικής δικονομίας, σχετικά με την επιστροφή κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων.