Language of document : ECLI:EU:T:2011:288

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός τιμών – Κατανομή της αγοράς – Καταστρατήγηση διαγωνισμών – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Βάρος αποδείξεως »

Στην υπόθεση T‑210/08,

Verhuizingen Coppens NV, με έδρα το Bierbeek (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους J. Stuyck και I. Buelens, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Bouquet και S. Noë,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με αιτήματα την ακύρωση της αποφάσεως C(2008) 926 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων), και, επικουρικώς, την ακύρωση ή μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, προεδρεύοντα, N. Wahl και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Μαΐου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό

 Το αντικείμενο της διαφοράς

1        Κατά την απόφαση C(2008) 926 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων) (στο εξής: Απόφαση), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Αυγούστου 2009 (ΕΕ C 188, σ. 16), η προσφεύγουσα, Verhuizingen Coppens NV, μετείχε σε σύμπραξη στην αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, με σκοπό τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών, την κατανομή της αγοράς και την καταστρατήγηση της διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκθέτει ότι η σύμπραξη λειτούργησε για περίπου 19 έτη (από τον Οκτώβριο του 1984 έως τον Σεπτέμβριο του 2003). Τα μέλη της καθόριζαν τις τιμές που αναγράφονταν σε εικονικές προσφορές (στις επονομαζόμενες «προσφορές διευκολύνσεως», στο εξής: ΠΔ) προς τους πελάτες και αποζημιώνονταν μεταξύ τους για τις απορριφθείσες προσφορές μέσω ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων (στο εξής: προμήθειες).

 Η προσφεύγουσα

2        Η προκάτοχος της προσφεύγουσας συστάθηκε πριν από περίπου 30 έτη από τον Coppens. Η εταιρεία αυτή αποτέλεσε αντικείμενο εις είδος εισφοράς στο κεφάλαιο της εταιρείας Verhuizingen Coppens (στο εξής: Coppens) κατά τη σύσταση της δεύτερης τον Μάιο του 1998. Κατά την Απόφαση, ο Coppens λαμβάνει όλες τις εταιρικές αποφάσεις. Πριν από τον Μάιο του 1998, ενεργούσε ως μοναδικός εταίρος ενώ από τον Μάιο του 1998 ενεργούσε ως διευθύνων σύμβουλος. Κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2006, η Coppens πραγματοποίησε ενοποιημένο συνολικό κύκλο εργασιών ύψους 1 046 318 ευρώ.

 Η διοικητική διαδικασία

3        Κατά την Απόφαση, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία αυτεπαγγέλτως, διότι είχε στη διάθεσή της πληροφορίες κατά τις οποίες ορισμένες βελγικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα των διεθνών μετακομίσεων μετείχαν σε συμφωνίες οι οποίες θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 81 ΕΚ.

4        Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των εταιρειών Allied Arthur Pierre NV, Interdean NV, Transworld International NV και Ziegler SA τον Σεπτέμβριο του 2003. Κατόπιν των εν λόγω ελέγχων, η εταιρεία Allied Arthur Pierre υπέβαλε αίτηση με την οποία ζήτησε την μη επιβολή ή τη μείωση του προστίμου, βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3). Η Allied Arthur Pierre παραδέχθηκε τη συμμετοχή της στις συμφωνίες περί προμηθειών και περί ΠΔ, αποκάλυψε τους εμπλεκόμενους ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ένας άγνωστος μέχρι πρότινος στις υπηρεσίες της Επιτροπής ανταγωνιστής, και προσκόμισε έγγραφα τα οποία επιρρωννύουν τις προφορικές δηλώσεις της.

5        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), υποβλήθηκαν γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις επιχειρήσεις που εμπλέκονταν στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες, σε ανταγωνιστές και σε μια επαγγελματική οργάνωση. Στις 18 Οκτωβρίου 2006, εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε σε πολλές εταιρείες το έγγραφο των αιτιάσεων. Όλοι οι αποδέκτες απάντησαν στο εν λόγω έγγραφο. Οι εκπρόσωποί τους, πλην των εκπροσώπων των εταιρειών Amertranseuro International Holdings Ltd, Stichting Administratiekantoor Portielje, Team Relocations Ltd και Trans Euro Ltd, προέβαλαν το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος της Επιτροπής, μια τέτοια πρόσβαση ήταν δυνατή μόνο στα γραφεία της Επιτροπής. Η πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα επετράπη για την περίοδο μεταξύ της 6ης και της 29ης Νοεμβρίου 2006. Η ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου 2007.

6        Η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση στις 11 Μαρτίου 2008.

 Η Απόφαση

7        Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αποδέκτες της Αποφάσεως, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, μετείχαν σε σύμπραξη στον τομέα των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο ή ευθύνονται για την εν λόγω σύμπραξη. Οι μετέχοντες στη σύμπραξη προέβαιναν σε καθορισμό τιμών, κατανομή πελατών και καταστρατήγηση της διαδικασίας υποβολής προσφορών τουλάχιστον από το 1984 έως το 2003. Ως εκ τούτου, διέπραξαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

8        Κατά την Επιτροπή, στις οικείες υπηρεσίες συγκαταλέγονταν τόσο η μετακόμιση των αγαθών φυσικών προσώπων, ιδιωτών ή υπαλλήλων επιχειρήσεων ή δημοσίων οργανισμών, όσο και η μετακόμιση των αγαθών επιχειρήσεων ή δημοσίων οργανισμών. Αυτές οι μετακομίσεις είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το Βέλγιο αποτελούσε τον τόπο αφετηρίας ή τον τόπο προορισμού τους. Λαμβανομένου, επίσης, υπόψη του γεγονότος ότι οι επίμαχες εταιρείες διεθνών μετακομίσεων ήταν στο σύνολό τους εγκατεστημένες στο Βέλγιο και ότι η δραστηριότητα της συμπράξεως ασκούνταν στο Βέλγιο, η Επιτροπή έκρινε ότι το Βέλγιο αποτελούσε το γεωγραφικό κέντρο της συμπράξεως.

9        Ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των μετεχόντων στη σύμπραξη για τις υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο εκτιμήθηκε από την Επιτροπή στο ποσό των 41 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2002. Υπολογίζοντας το μέγεθος του τομέα περίπου στο ποσό των 83 εκατομμυρίων ευρώ, η Επιτροπή καθόρισε το μερίδιο της αγοράς που κατείχε το σύνολο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε ποσοστό περίπου 50 %.

10      Η Επιτροπή εκθέτει ότι η σύμπραξη είχε, μεταξύ άλλων, ως σκοπό τον καθορισμό και τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και την κατανομή της αγοράς ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς με διάφορους τρόπους, όπως με συμφωνίες περί καθορισμού τιμών, συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς μέσω ενός συστήματος εικονικών προσφορών (ΠΔ) και συμφωνίες περί καθορισμού ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων για τις απορριφθείσες προσφορές ή σε περίπτωση αποχής από τη διαδικασία υποβολής προσφορών (προμήθειες).

11      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, μεταξύ του έτους 1984 και των αρχών της δεκαετίας του ۥ90, η σύμπραξη λειτουργούσε ιδίως βάσει γραπτών συμφωνιών περί καθορισμού των τιμών. Παραλλήλως είχαν προβλεφθεί οι προμήθειες και οι ΠΔ. Η προμήθεια αποτελούσε κρυφό στοιχείο της τελικής τιμής που όφειλε να καταβάλει ο καταναλωτής χωρίς να λαμβάνει αντίστοιχη παροχή. Ειδικότερα, αντιπροσώπευε το χρηματικό ποσό το οποίο όφειλε η εταιρεία μετακομίσεων που συνήπτε τελικώς τη σύμβαση διεθνούς μετακομίσεως, στους ανταγωνιστές της οι οποίοι δεν είχαν συνάψει την εν λόγω σύμβαση, καίτοι είχαν επίσης υποβάλει προσφορά ή είχαν απόσχει από την οικεία διαδικασία. Επρόκειτο, συνεπώς, για ένα είδος οικονομικής αντισταθμίσεως για τις εταιρείες μετακομίσεων που δεν είχαν συνάψει τη σύμβαση. Τα μέλη της συμπράξεως τιμολογούσαν αμοιβαίως μεταξύ τους τις προμήθειες επί των απορριφθεισών προσφορών ή για τις προσφορές που δεν είχαν υποβάλει, προβάλλοντας εικονικές υπηρεσίες, και το ποσό των προμηθειών αυτών τιμολογούνταν στους πελάτες. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πρακτική αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως έμμεσος καθορισμός τιμών για τις υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο.

12      Τα μέλη της συμπράξεως αυτής συνεργάζονταν επίσης για την υποβολή ΠΔ, με τις οποίες δημιουργούσαν στους πελάτες, ήτοι στους εργοδότες που πλήρωναν τις δαπάνες μετακομίσεως, την εσφαλμένη πεποίθηση ότι μπορούσαν να επιλέξουν με κριτήρια στηριζόμενα στον ανταγωνισμό. Η ΠΔ ήταν μια εικονική προσφορά, την οποία υπέβαλε στον πελάτη ή στο πρόσωπο που επρόκειτο να μετακομίσει, μια εταιρεία μετακομίσεων η οποία δεν προετίθετο να διενεργήσει τη μετακόμιση. Με την υποβολή της ΠΔ, η εταιρεία μετακομίσεων που ήθελε να συνάψει τη σύμβαση (στο εξής: αιτούσα εταιρεία) ενεργούσε κατά τρόπο ώστε ο οργανισμός ή η επιχείρηση να λάβει πολλές προσφορές, είτε αμέσως είτε εμμέσως μέσω του προσώπου που επρόκειτο να μετακομίσει. Για τον σκοπό αυτό, η αιτούσα εταιρεία υποδείκνυε στους ανταγωνιστές της την τιμή, το ποσοστό ασφαλίσεως και τα έξοδα αποθηκεύσεως που έπρεπε να τιμολογήσουν για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η τιμή αυτή, ούσα μεγαλύτερη από την εκ μέρους της αιτούσας εταιρείας προτεινόμενη τιμή, αναγραφόταν ακολούθως στην ΠΔ. Κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι ο εργοδότης επιλέγει συνήθως την εταιρεία μετακομίσεων που υποβάλλει τη χαμηλότερη προσφορά, οι εμπλεκόμενες στην ίδια διεθνή μετακόμιση εταιρείες γνώριζαν, καταρχήν, εκ των προτέρων ποια εξ αυτών θα μπορούσε να συνάψει τελικώς τη σύμβαση για τη συγκεκριμένη μετακόμιση.

13      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η τιμή που ζητούσε η αιτούσα εταιρεία μπορεί να ήταν μεγαλύτερη από την τιμή που θα είχε προτείνει διαφορετικά, διότι οι άλλες εμπλεκόμενες στην ίδια μετακόμιση εταιρείες είχαν υποβάλει ΠΔ με τιμές που τους είχε υποδείξει η αιτούσα εταιρεία. Για παράδειγμα, η Επιτροπή παραθέτει, στην αιτιολογική σκέψη 233 της Αποφάσεως, εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα της Allied Arthur Pierre, της 11ης Ιουλίου 1997, στο οποίο επισημαίνεται ότι «ο πελάτης ζήτησε δύο [ΠΔ], μπορούμε συνεπώς να ζητήσουμε μεγαλύτερη τιμή». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διατείνεται ότι με την υποβολή ΠΔ στους πελάτες καταστρατηγούνταν η διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, καθόσον οι αναγραφόμενες σε όλες τις προσφορές τιμές ήταν σκοπίμως μεγαλύτερες από την τιμή της αιτούσας εταιρείας, και οπωσδήποτε μεγαλύτερες από τις τιμές που θα ίσχυαν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.

14      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις ίσχυσαν έως το 2003. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αυτές οι σύνθετες δραστηριότητες είχαν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή της αγοράς και, ως εκ τούτου, τη νόθευση του ανταγωνισμού.

15      Τελικώς, η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση, της οποίας το άρθρο 1 έχει ως εξής:

«Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 παράγραφος 1, [ΕΚ] καθορίζοντας άμεσα ή έμμεσα τις τιμές για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, κατανέμοντας τμήμα της αγοράς αυτής και καταστρατηγώντας τη διαδικασία υποβολής προσφορών κατά τις αναφερόμενες κατωτέρω χρονικές περιόδους:

[…]

θ) Η [Coppens], από 13 Οκτωβρίου 1992 έως 29 Ιουλίου 2003.

[…]»

16      Για τον λόγο αυτό, με το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της Αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 104 000 ευρώ.

17      Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε, με την Απόφαση, τη μεθοδολογία που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 4 Ιουνίου 2008, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Μαΐου 2010.

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της Αποφάσεως στο μέτρο που την αφορά·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της Αποφάσεως στο μέτρο που την αφορά·

–        επικουρικώς, να μειώσει σημαντικώς το πρόστιμο καθορίζοντάς το σε ποσό το οποίο να μην υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών της στην αγορά των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο κύριους και έναν επικουρικό λόγο ακυρώσεως με σκοπό την κατάργηση ή τη μείωση του προστίμου.

23      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

24      Ο λόγος αυτός έχει τρία σκέλη. Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, επικαλούμενη τον μειωμένο ρόλο της, τη διαπίστωση περί συμμετοχής της σε σύνθετη σύμπραξη. Δεύτερον, θέτει υπό αμφισβήτηση τον καθορισμό της διάρκειας συμμετοχής της στη σύμπραξη. Τρίτον, προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εκτιμήσει τη σχετική σημασία της συμμετοχής της.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι της προσάπτεται μόνον η υποβολή ΠΔ. Η Επιτροπή έκρινε ρητώς, με την αιτιολογική σκέψη 296 της Αποφάσεως, ότι η Coppens είναι η μόνη επιχείρηση που δεν συμμετείχε στη συμφωνία περί προμηθειών. Η Επιτροπή δεν απέδειξε, επίσης, ότι η προσφεύγουσα γνώριζε την εν λόγω συμφωνία. Ως εκ τούτου, είναι ανακριβής η εκ μέρους της Επιτροπής συναγωγή του συμπεράσματος, στην αιτιολογική σκέψη 345 της Αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στο σύνολο των επίμαχων συμπεριφορών. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι συμφωνίες που αφορούσαν τις ΠΔ δεν είχαν αυτές καθαυτές ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ήταν αδύνατο να γνωρίζει όλους τους ανταγωνιστές της, από τους οποίους ο πελάτης θα μπορούσε να ζητήσει την υποβολή προσφοράς, με αποτέλεσμα η προσφεύγουσα να μην είναι σε θέση να γνωρίζει αν μπορεί να τιμολογήσει ακριβότερα τις υπηρεσίες της. Έτσι, η προσφεύγουσα πραγματοποίησε στην πραγματικότητα μετακομίσεις μόνον στο 23 % περίπου των περιπτώσεων κατά τις οποίες ζήτησε την υποβολή ΠΔ από άλλα μέλη της συμπράξεως.

26      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται, επίσης, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1966, 56/65, LTM (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 313), της 9ης Ιουλίου 1969, 5/69, Völk (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 91), και της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C-234/89, Δηλιμίτης (Συλλογή 1991, σ. I‑935), προκειμένου να αμφισβητήσει την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ.

27      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία αν ο ανταγωνισμός νοθεύεται από τις ΠΔ ή από τις προμήθειες, διότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για στρέβλωση του ανταγωνισμού που έχει κατά κανόνα ως επακόλουθο την αύξηση των τιμών σε βάρος του πελάτη. Τούτο σημαίνει ότι οι διάφορες μορφές της συμπράξεως μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαία και διαρκής παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν αρνείται ότι γνώριζε την ύπαρξη της συμφωνίας περί προμηθειών. Η εν προκειμένω διαπιστωθείσα παράβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα de minimis, διότι οι συμμετέχοντες κατείχαν συνολικώς πολύ σημαντική θέση στην αγορά των διεθνών μετακομίσεων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

28      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, δεν αμφισβητείται ότι η ενεργή συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη περιοριζόταν στην υποβολή ΠΔ (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 173 και 296 της Αποφάσεως). Ειδικότερα, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, η Coppens είναι η μόνη επιχείρηση που δεν μετείχε στη συμφωνία περί προμηθειών.

29      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, εντούτοις, τη συμμετοχή της σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε πολύμορφη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού μέσω της δικής της συμπεριφοράς, που εμπίπτει στις έννοιες της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής με αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και αποσκοπεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί επίσης να ευθύνεται και για τη συμπεριφορά την οποία αναπτύσσουν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, όταν αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση γνωρίζει την παραβατική συμπεριφορά των λοιπών μετεχόντων ή ότι μπορεί ευλόγως να την προβλέψει και είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C–49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψεις 87 και 203). Συνεπώς, προκειμένου μια επιχείρηση να κριθεί υπεύθυνη για ενιαία και διαρκή παράβαση, απαιτείται να τελεί σε (αποδειδειγμένη ή τεκμαιρόμενη) γνώση της παραβατικής συμπεριφοράς των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη.

30      Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι η ταυτότητα και μόνον του αντικειμένου μεταξύ μιας συμφωνίας στην οποία μετείχε επιχείρηση και μιας γενικής συμπράξεως δεν αρκεί για να καταλογιστεί στην εν λόγω επιχείρηση η συμμετοχή στη γενική σύμπραξη. Πράγματι, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετείχε στη συμφωνία αυτή, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, πράττοντάς το, εντασσόταν στη γενική σύμπραξη μπορεί η συμμετοχή της στην εν λόγω συμφωνία να αποτελέσει έκφανση της προσχωρήσεώς της στη γενική αυτή σύμπραξη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑28/99, Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1845, σκέψη 45).

31      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα, κατά τη συμμετοχή της στη συμφωνία περί ΠΔ, γνώριζε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες των λοιπών επιχειρήσεων που αφορούσαν τις προμήθειες, ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει. Ειδικότερα, η Επιτροπή δέχεται ρητώς ότι, όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας γνώση της παραβατικής συμπεριφοράς των λοιπών μετεχόντων, η Απόφαση δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αρνείται ότι γνώριζε τη συμφωνία περί προμηθειών και ότι παρέλειψε να επισημάνει εάν είχε ενημερωθεί για τη συμπεριφορά των λοιπών μετεχόντων στην παράβαση. Εντούτοις, η προσφεύγουσα ουδόλως οφείλει να επισημάνει, με δική της πρωτοβουλία, εάν είχε ενημερωθεί για τη συμπεριφορά των λοιπών μετεχόντων στην παράβαση, διότι η Επιτροπή φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως. Η Επιτροπή οφείλει, καταρχάς, να αποδείξει ένα γεγονός για να μπορεί αυτό να αμφισβητηθεί ακολούθως από την προσφεύγουσα. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα ρητώς υπογράμμισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατόπιν αιτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν γνώριζε τις συμφωνίες περί προμηθειών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά που όφειλε να αποδείξει.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει ότι η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση.

33      Όσον αφορά τις συνέπειες που επάγεται η συναγωγή αυτού του συμπεράσματος, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι στο διατακτικό της Αποφάσεως δεν εκτίθεται ο ενιαίος και διαρκής χαρακτήρας της παραβάσεως. Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι η πρακτική της Επιτροπής σχετικά με τη λήψη αποφάσεων δεν είναι ενιαία συναφώς. Καίτοι η Επιτροπή έκανε ρητώς λόγο για τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως στο διατακτικό ορισμένων αποφάσεών της [βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 1 της αποφάσεως C(2006) 4180 της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.121 – Σύνδεσμοι σωληνώσεων), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ L 283, σ. 63)], δεν ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο σε άλλες αποφάσεις, όπως η επίμαχη εν προκειμένω. Πάντως, το κατά πόσο είναι ακυρωτέα η Απόφαση δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την επιλογή της Επιτροπής να συμπεριλάβει ή όχι μια τέτοια διαπίστωση στο διατακτικό της.

34      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το διατακτικό μιας πράξεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αιτιολογία της, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να ερμηνεύεται, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, με βάση τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή της (βλ. τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2007, T-387/04, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II 1195, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Καίτοι είναι αληθές ότι μόνον το διατακτικό μιας αποφάσεως μπορεί να παραγάγει έννομες συνέπειες, εντούτοις, οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις μιας αποφάσεως δεν μπορούν να υπαχθούν στον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης παρά μόνον καθόσον, ως αιτιολογικές σκέψεις μιας βλαπτικής πράξεως, συνιστούν το αναγκαίο έρεισμα για το διατακτικό της εν λόγω πράξεως, ή καθόσον οι αιτιολογίες αυτές μπορούν να μεταβάλουν την ουσία όσων έγιναν δεκτά με το διατακτικό της επίμαχης πράξεως (βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Ιουλίου 2009, T-81/07 έως T-3/07, KG Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-2411, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Πάντως, όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό της Αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις της 307 και 345, η Επιτροπή θεωρεί την προσφεύγουσα υπεύθυνη για τη φερόμενη συμμετοχή της σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Εξάλλου, το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως της περιορισμένης συμμετοχής της προσφεύγουσας, η Επιτροπή δέχθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως στην οποία μετέσχε η προσφεύγουσα, το ποσοστό του 17 % της αξίας των πωλήσεων, ήτοι το ίδιο ποσοστό που εφαρμόσθηκε σε όλες τις επίμαχες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι, κατά την εκτίμησή της, η προσφεύγουσα μετείχε σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Τέλος, ο εν λόγω χαρακτήρας της παραβάσεως προφανώς έχει, επίσης, επηρεάσει την εκτίμηση περί της διάρκειας συμμετοχής της στην παράβαση (βλ. αιτιολογική σκέψη 380 της Αποφάσεως και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ίδιας ημερομηνίας, T-208/08, Gosselin κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 168).

36      Ως εκ τούτου, καίτοι η συμμετοχή στο σύστημα των ΠΔ μπορεί αυτή καθαυτή να συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ επαγόμενη την κύρωση της επιβολής προστίμου, πρέπει, όπως ζητεί η προσφεύγουσα, να ακυρωθεί το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, και το άρθρο 2, στοιχείο ια΄ της Αποφάσεως.

37      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθούν τα λοιπά σκέλη αυτού του λόγου ακυρώσεως, ούτε οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

38      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)       Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, και το άρθρο 2, στοιχείο ια΄ της Αποφάσεως C(2008) 926 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Wahl

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.