Language of document : ECLI:EU:C:2012:535

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑73/11 P

Frucona Košice a. s.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Κριτήριο του ιδιώτη δανειστή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Μερική διαγραφή φορολογικής οφειλής κατόπιν πτωχευτικού συμβιβασμού – Αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων πτωχευτικού συμβιβασμού και δικαστικής εκκαθαρίσεως αντιστοίχως – Αστάθμητοι παράγοντες και διάρκεια δικαστικής εκκαθαρίσεως – Στάση των σλοβακικών φορολογικών αρχών έναντι της επιχειρήσεως Frucona Košice»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω τη νομολογία του επί ενός κομβικού σημείου του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων. Έχει σημασία να δοθεί πνοή στο κριτήριο του ιδιώτη δανειστή βάσει του οποίου κρίνεται αν ορισμένες ευκολίες πληρωμής ή ακριβέστερα η παραίτηση της δημόσιας αρχής από απαίτηση έναντι επιχειρήσεως είναι ουδέτερες από τη σκοπιά του δικαίου του ανταγωνισμού ή συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (2)). Σε αντιδιαστολή προς το εφαρμοσθέν κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή (3), το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή δεν έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα σοβαρά τη νομολογία. Κατά συνέπεια, το κριτήριο αυτό παρέμεινε απροσδιόριστο και μάλιστα «ασαφές» (4).

2.        Στην υπό κρίση υπόθεση η προβληματική του ιδιώτη δανειστή τίθεται υπό το πρίσμα διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, στο πλαίσιο της οποίας μια σλοβακική φορολογική αρχή παραιτήθηκε, το έτος 2004, από το 65 % των απαιτήσεών της έναντι της επιχειρήσεως Frucona Košice a. s. (στο εξής: αναιρεσείουσα). Η Επιτροπή χαρακτήρισε την παραίτηση αυτή ως κρατική ενίσχυση, επειδή, κατά την εκτίμησή της, οι απαιτήσεις του σλοβακικού Δημοσίου θα μπορούσαν, σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως της Frucona, να ικανοποιηθούν σε υψηλότερο ποσοστό από ό,τι στο πλαίσιο του συμβιβασμού εκείνου, όπως επιβεβαίωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, η Frucona υποστηρίζει κατηγορηματικά ότι το ποσοστό κατά το οποίο θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις του σλοβακικού Δημοσίου στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως ή διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών δεν θα ήταν –εν πάση περιπτώσει δεν θα ήταν προδήλως– ανώτερο του συνομολογηθέντος στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού ποσοστού ύψους 35 %.

3.        Συναφώς, οι διάδικοι διαφωνούν ιδίως ως προς την έννοια μιας σχετικώς δυσνόητης διατυπώσεως με την οποία το Δικαστήριο περιέγραψε, το 1999, με την απόφαση DMT (5), το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή. Κατά την απόφαση εκείνη, οι ευκολίες πληρωμής εκ μέρους της δημόσιας αρχής πρέπει να χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση εάν η αποδέκτρια επιχείρηση προδήλως δεν θα ετύγχανε του απορρέοντος από τις ευκολίες αυτές οικονομικού πλεονεκτήματος εκ μέρους ιδιώτη δανειστή σε παρεμφερή κατάσταση. Όπως καταδεικνύει η υπό κρίση διαφορά, επείγει η αποσαφήνιση της σχετικής νομολογίας.

II – Το ιστορικό της διαφοράς

4.        Η Frucona είναι εμπορική εταιρία σλοβακικού δικαίου με έδρα το Košice (Σλοβακία). Αρχικώς, δραστηριοποιούνταν, αφενός, στον τομέα της παραγωγής οινοπνευματωδών, αφετέρου, στον τομέα παραγωγής ειδών διατροφής, όπως φρούτων, λαχανικών και κονσερβοποιημένων χυμών, καθώς και στην παραγωγή ανθρακούχων και μη ανθρακούχων ποτών. Αφότου, στις 6 Μαρτίου 2004, της αφαιρέθηκε η άδεια παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε καταβάλει τους οφειλόμενους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, περιορίστηκε πλέον στη διανομή οινοπνευματωδών που παρασκεύαζε άλλη επιχείρηση.

 Α –      Εθνικές διοικητικές και ένδικες διαδικασίες

5.        Καθώς η Frucona δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως τους οποίους όφειλε για το 2004, περιήλθε στην κατάσταση της υπερχρεωμένης εταιρίας κατά την έννοια του σλοβακικού νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού. Ακολούθως, στις 8 Μαρτίου 2004, η Frucona υπέβαλε στο Krajský súd v Košiciach (περιφερειακό δικαστήριο του Košice) αίτηση πτωχευτικού συμβιβασμού. Στην αίτηση ανέφερε ότι είναι υπερχρεωμένη και περιέγραφε, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, τα μέτρα που θα της επέτρεπαν να ανακτήσει τη χρηματοοικονομική ισορροπία της κατά το πέρας της σχετικής διαδικασίας. Η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της επιχειρήσεως στηριζόταν σε συνολικό χρέος ανερχόμενο σε 644,6 εκατομμύρια σλοβακικές κορόνες (SKK) και η αναιρεσείουσα πρότεινε σε όλους τους εγχειρόγραφους δανειστές της, καθώς και σε ορισμένους προνομιούχους, να καταβάλει στον καθένα το 35 % της αντίστοιχης συνολικής οφειλής. Τη μερίδα του λέοντος των εν λόγω οφειλών της Frucona αποτελούσαν οι φόροι καταναλώσεως που έπρεπε να καταβληθούν στις σλοβακικές φορολογικές αρχές.

6.        Πριν ακόμη εγκριθεί ο πτωχευτικός συμβιβασμός από το περιφερειακό δικαστήριο του Košice, η Frucona υπέβαλε στην τοπική φορολογική αρχή εκθέσεις ελέγχου, προκειμένου αυτή να αξιολογήσει τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα του πτωχευτικού συμβιβασμού, της δικαστικής εκκαθαρίσεως και της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών. Στις 21 Ιουνίου 2004 η σλοβακική φορολογική αρχή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της Frucona για να διαπιστώσει τα διαθέσιμα της επιχειρήσεως.

7.        Μολονότι η γενική διεύθυνση φόρων της Σλοβακίας έδωσε στην αρμόδια τοπική φορολογική αρχή την εντολή να μη δεχθεί την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της Frucona ως μη ευνοϊκή για τη Σλοβακική Δημοκρατία, η τοπική φορολογική αρχή αποδέχθηκε την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού στις 9 Ιουλίου 2004. Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, το περιφερειακό δικαστήριο του Košice ενέκρινε τον πτωχευτικό συμβιβασμό, ο οποίος προέβλεπε την καταβολή του 35 % των απαιτήσεων της σλοβακικής φορολογικής διοικήσεως, ήτοι 224,3 εκατομμύρια SKK περίπου.

8.        Ο διευθυντής της τοπικής φορολογικής αρχής τέθηκε σε αργία και αντικαταστάθηκε στις 14 Ιουλίου 2004. Αργότερα, ασκήθηκε σε βάρος του δίωξη για απάτη και κατάχρηση, πλην όμως απηλλάγη από όλες τις κατηγορίες.

9.        Στις 20 Οκτωβρίου 2004 η τοπική φορολογική αρχή ενημέρωσε τη Frucona ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός συνιστούσε έμμεση κρατική ενίσχυση, για την οποία απαιτείται έγκριση της Επιτροπής.

10.      Με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2004, το ανώτατο δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας απέρριψε την ασκηθείσα τον Αύγουστο του 2004 από την τοπική φορολογική αρχή έφεση κατά της από 14 Ιουλίου 2004 αποφάσεως του περιφερειακού δικαστηρίου του Košice περί επικυρώσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού και κήρυξε την εν λόγω απόφαση έγκυρη και εκτελεστή από τις 23 Ιουλίου 2004.

11.      Σύμφωνα με τον πτωχευτικό συμβιβασμό, η Frucona κατέβαλε, στις 17 Δεκεμβρίου 2004, στην τοπική φορολογική αρχή 224,3 εκατομμύρια SKK, ποσό που αντιστοιχεί στο 35 % της συνολικής φορολογικής οφειλής της.

12.      Κατόπιν ασκήσεως εκτάκτου ενδίκου μέσου, το ανώτατο δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας ακύρωσε μερικώς, με απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, την από 14 Ιουλίου 2004 απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου του Košice. Κατόπιν τούτου, το περιφερειακό δικαστήριο του Košice διαπίστωσε, με διάταξη της 18ης Αυγούστου 2006, ότι οι φορολογικές οφειλές της Frucona προς την τοπική φορολογική αρχή ανέρχονταν σε 640,4 εκατομμύρια SKK, οπότε το 35 % του ποσού αυτού αντιστοιχούσε σε 224,1 εκατομμύρια SKK.

 Β      Η ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία

13.      Η Επιτροπή επελήφθη της υπό κρίση υποθέσεως κατόπιν καταγγελίας η οποία της υποβλήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004. Στις 5 Ιουλίου 2005 η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (6). Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με την απόφαση 2007/254/EΚ, της 7ης Ιουνίου 2006 (7) (στο εξής: επίδικη απόφαση), με το άρθρο 1 της οποίας η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού στη Frucona, ύψους 416 515 990 SKK, δεν ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά. Με το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως, επιβλήθηκε στη Σλοβακική Δημοκρατία η υποχρέωση να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επιστροφή από τον αποδέκτη, χωρίς αναβολή και νομιμοτόκως, της χορηγηθείσας ενισχύσεως.

 Γ –      Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδικασία

14.      Στις 12 Ιανουαρίου 2007 η Frucona άσκησε κατά της επίδικης αποφάσεως προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Με διάταξη της 11ης Οκτωβρίου 2007, επετράπη στην εταιρία St. Nicolaus-trade a. s. να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 6, του τότε Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

15.      Η προσφυγή ακυρώσεως της Frucona δεν ευδοκίμησε πρωτοδίκως. Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010 (8) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε τη Frucona στα δικαστικά έξοδα.

III – Η ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία

16.      Κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο, η Frucona άσκησε την υπό κρίση αναίρεση, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2011.

17.      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 7 Δεκεμβρίου 2010 επί της υποθέσεως T‑11/07, καθόσον αφορά τον τέταρτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει η νυν αναιρεσείουσα με την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ασκηθείσα προσφυγή της·

–        να δεχθεί τους ως άνω λόγους ως βάσιμους·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως που είχε προβάλει η νυν αναιρεσείουσα, καθόσον αφορούν τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας.

18.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

19.      Ως παρεμβαίνουσα, η St. Nicolaus-trade a. s. ζητεί επιπλέον από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

20.      Οι διάδικοι υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως αναιρέσεως και ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Ιουλίου 2012.

IV – Εκτίμηση

21.      Με την αναίρεσή της, η Frucona δεν ανακινεί όλα τα ζητήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της πρωτοβάθμιας δίκης. Αντιθέτως, η αναιρεσείσουσα βάλλει κατά των σκέψεων 88 έως 168 καθώς και κατά της σκέψεως 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίζεται δε σε δύο λόγους αναιρέσεως. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή, δεν χρησιμοποίησε το ορθό νομικό κριτήριο (βλ. συναφώς κατωτέρω, τμήμα Α). Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επιχείρησε απαραδέκτως να αντικαταστήσει το σκεπτικό της Επιτροπής με το δικό του όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή και/ή ερμήνευσε προδήλως εσφαλμένα, παραμορφώνοντας τη σαφή σημασία τους, τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το κριτήριο αυτό (βλ. συναφώς κατωτέρω, τμήμα Β).

 Α –      Πρώτος λόγος αναιρέσεως: νομικοί κανόνες για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή

22.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έχει ως αντικείμενο τους νομικούς κανόνες που διέπουν την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή. Η Frucona προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, κατά τον έλεγχο της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, δεν στηρίχθηκε στο ορθό νομικό κριτήριο. Συναφώς, η αναιρεσείουσα βάλλει, αφενός, κατά των σκέψεων 89 έως 92 και, αφετέρου, κατά των σκέψεων 106 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως· αμφισβητεί περαιτέρω τις σκέψεις 139 έως 142 της ίδιας αποφάσεως.

1.      Παραδεκτό

23.      Η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες υπό δύο επόψεις ως προς το παραδεκτό των επιχειρημάτων της Frucona στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

24.      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή διατείνεται ότι η αίτηση αναιρέσεως περιέχει, σε ορισμένα σημεία, παραπομπές στο δικόγραφο της προσφυγής το οποίο κατατέθηκε πρωτοδίκως. Η συγκεκριμένη τεχνική των παραπομπών δεν πληροί, κατ’ αυτήν, τις επιταγές του άρθρου 112 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

25.      Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι στην αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να παρατίθενται με σαφήνεια τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα περί αναιρέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως (9). Πράγματι, μια γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμη και αν αυτά –όπως εν προκειμένω– επισυνάπτονται ως παραρτήματα στην αίτηση αναιρέσεως, δεν πληροί τη σχετική επιταγή (10).

26.      Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, η Frucona δεν παρέπεμψε συνολικά στις αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα επανήλθε, με το έγγραφο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, σε ειδικές πτυχές της πρωτοδίκως προβληθείσας επιχειρηματολογίας της τις οποίες και περιέγραψε με επαρκή σαφήνεια. Προς απόδειξη της ορθότητας των αναλύσεών της και μόνον, παρέπεμψε, επιπλέον, στα κρίσιμα χωρία του δικογράφου της προσφυγής το οποίο κατέθεσε πρωτοδίκως.

27.      Κατά συνέπεια, η σχετική αιτίαση της Επιτροπής είναι παντελώς αβάσιμη.

28.      Περαιτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του χωρίου της αιτήσεως αναιρέσεως όπου η Frucona προβαίνει σε αναλύσεις ως προς τη σημασία των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που συνέταξαν κατά τόπον αρμόδιοι εμπειρογνώμονες σχετικά με τα αναμενόμενα ποσοστά ικανοποιήσεως των απαιτήσεων στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως (11). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το χωρίο αυτό παρατίθεται, χωρίς καμία λογική ακολουθία, στο τέλος των αναλύσεων της Frucona που αφορούν τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ειδικότερα δε μετά το αίτημα που διατύπωσε συνοπτικά η Frucona (12), οπότε είναι ασαφής ο σκοπός που εξυπηρετεί σε σχέση με τον αναιρετικό έλεγχο της πρωτόδικης αποφάσεως.

29.      Και το εν λόγω επιχείρημα της Επιτροπής είναι όλως αβάσιμο. Πράγματι, κάθε διάδικος διατηρεί πλήρη ελευθερία όσον αφορά τον τρόπο διαρθρώσεως των παρατηρήσεων που θα εκθέσει γραπτώς ενώπιον του Δικαστηρίου. Βεβαίως, μπορεί να μη φαίνεται ιδιαίτερα λογικό να παρατίθενται, σε ένα έγγραφο, περαιτέρω αναλύσεις ουσιαστικού χαρακτήρα μετά το «συμπέρασμα» («Conclusion») σχετικά με ένα λόγο αναιρέσεως. Αυτό, πάντως, δεν είναι ζήτημα παραδεκτού αλλά αποκλειστικά και μόνο ζήτημα σκοπιμότητας, η εκτίμηση της οποίας απόκειται σε κάθε διάδικο. Εν πάση περιπτώσει, πρόβλημα παραδεκτού ανακύπτει όταν δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί κανένας σύνδεσμος μεταξύ της επιχειρηματολογίας ενός διαδίκου και των αναιρετικών αιτημάτων του, οπότε το Δικαστήριο και οι λοιποί διάδικοι δεν μπορούν να εκφράσουν με λογική συνέπεια τις απόψεις τους συναφώς. Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση, η Frucona κατέστησε αρκούντως σαφές, σε πλείονα σημεία της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν απέδωσε τη δέουσα προσοχή στη σημασία των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης σε σχέση με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι διάδικοι είχαν οποιεσδήποτε δυσκολίες να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της εν λόγω επιχειρηματολογίας.

30.      Επομένως, κατόπιν όλων των ανωτέρω, δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ως προς το παραδεκτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

2.      Βάσιμο

31.      Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς επιβεβαίωσε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως (13). Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδωσε ορθά, εκκινώντας με την ελεγκτική συλλογιστική του, την κρίσιμη νομολογία για το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή και, αφετέρου, εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή.

 α)      Επί της αιτιάσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδωσε ορθά την κρίσιμη νομολογία

32.      Στο μέτρο που η Frucona προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ο έλεγχός του εκκινεί χωρίς την ενδεδειγμένη παράθεση της κρίσιμης νομολογίας σχετικά με το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή, υποστηρίζει, σε τελική ανάλυση, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη.

33.      Κατόπιν διεξοδικότερης εξετάσεως, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

34.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των πρωτοβάθμιων δικαστικών αποφάσεων απορρέει από το άρθρο 36, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Κατά πάγια νομολογία, από το σκεπτικό αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ώστε να είναι σε θέση οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους της αποφάσεώς του το δε Δικαστήριο να ασκεί τον δικαστικό έλεγχό του (14).

35.      Ασφαλώς, μπορεί να είναι χρήσιμο το Γενικό Δικαστήριο να εκθέτει, εκκινώντας την ανάλυσή του επί συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, την κρίσιμη νομολογία και, ενδεχομένως, να την εξετάζει. Αυτό όμως είναι εν τέλει ζήτημα σκοπιμότητας, ως προς την εκτίμηση της οποίας πρέπει να αναγνωρισθεί στο Γενικό Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια.

36.      Σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, σημασία, σε τελική ανάλυση, έχει μόνον αν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διατυπώνεται κατά τρόπο κατανοητό, αν εξετάζει όλες τις αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα (15) και αν προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια οι λόγοι που στηρίζουν την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν και με ποιο τρόπο το Γενικό Δικαστήριο επικαλέσθηκε ρητώς προηγούμενη νομολογία.

37.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πληροί απολύτως τις επιταγές αυτές, πράγμα το οποίο συνάγεται, σε τελική ανάλυση, και από το γεγονός ότι η Frucona μπόρεσε να εντοπίσει, επακριβώς και διεξοδικώς, τις νομικές πλάνες από τις οποίες πάσχει, κατά τη γνώμη της, η απόφαση αυτή.

38.      Στην πραγματικότητα, η Frucona δεν διαφωνεί τόσο με την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο με το περιεχόμενό της. Με την ορθότητα του περιεχομένου θα ασχοληθώ διεξοδικά στη συνέχεια.

 β)      Επί της αιτιάσεως περί παρερμηνείας του περιεχομένου και περί εσφαλμένης εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή

39.      Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρερμήνευσε εν προκειμένω το περιεχόμενο του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή το οποίο και εφάρμοσε εσφαλμένως. Φρονεί ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι, με την παραίτηση της τοπικής σλοβακικής φορολογικής αρχής από τις απαιτήσεις της, χορηγήθηκε στη Frucona κρατική ενίσχυση (16).

i)      Το περιεχόμενο του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή

40.      Κατ’ αρχάς, η Frucona διατείνεται ότι ένα μέτρο της δημόσιας αρχής, όπως η επίδικη παραίτηση της τοπικής σλοβακικής φορολογικής αρχής από τις απαιτήσεις της, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση αν το εξ αυτής πλεονέκτημα υπέρ της οικείας επιχειρήσεως είναι «προδήλως περισσότερο γενναιόδωρο» (17) από αυτό που ο ιδιώτης πιστωτής θα παρείχε υπό παρόμοιες περιστάσεις. Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη καθόσον περιορίστηκε να εξετάσει αν μια διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού θα επαγόταν για τις φορολογικές αρχές της Σλοβακικής Δημοκρατίας «περισσότερα πλεονεκτήματα» από τη δικαστική εκκαθάριση ή από την αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών (18) και αν η δικαστική εκκαθάριση θα ήταν «επωφελέστερη» από τον πτωχευτικό συμβιβασμό (19), αντί να αναζητήσει την ύπαρξη «πρόδηλου πλεονεκτήματος».

41.      Κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια της Συνθήκης προϋποθέτει ότι πληρούται το καθένα από τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (στο εξής: άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ). Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει ένα πλεονέκτημα στον αποδέκτη. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (20).

42.      Το γεγονός ότι τα φορολογικά μέτρα μπορούν να δημιουργήσουν περίπλοκα προβλήματα σε σχέση με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων αποδείχθηκε πλειστάκις στο παρελθόν, υπό τις πλέον διαφορετικές συνθήκες (21), και επαληθεύεται και στην παρούσα περίπτωση.

43.      Στην προκειμένη περίπτωση, αμφισβητείται αν χορηγήθηκε στη Frucona, λόγω της παραιτήσεως της τοπικής φορολογικής αρχής από το 65 % των απαιτήσεών της όσον αφορά τον φόρο καταναλώσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Αυτό εξαρτάται από το αν η ωφελούμενη επιχείρηση άντλησε με τον τρόπο αυτόν οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (22).

44.      Καθοριστική για την αξιολόγηση του ζητήματος αυτού είναι η σύγκριση με ιδιώτη δανειστή, ο οποίος επιδιώκει να ανακτήσει τα ποσά που του οφείλονται (23). Ένας ιδιώτης δανειστής, ο οποίος δραστηριοποιείται στην αγορά, φροντίζει ώστε να μεγιστοποιήσει το κέρδος του και να ελαχιστοποιήσει τις τυχόν ζημίες. Κατά συνέπεια, θα παράσχει στην αποδέκτρια επιχείρηση ευκολίες για την αποπληρωμή των χρεών της μόνον εάν και εφόσον τούτο παρίσταται, κατ’ αυτόν, οικονομικά επωφελές ή τουλάχιστον δικαιολογημένο.

45.      Επί του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή, το Δικαστήριο έλαβε συγκεκριμένη θέση ιδίως με την απόφαση DMT. Στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής κρίθηκε ότι οι ευκολίες πληρωμής επί εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως προς μία επιχείρηση από τον επιφορτισμένο με την είσπραξή τους οργανισμό κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις συνιστούν κρατική ενίσχυση αν, λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του οικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται με τον τρόπο αυτό, η επιχείρηση προδήλως δεν θα ετύγχανε παρομοίων ευκολιών από ιδιώτη δανειστή τελούντα, έναντι αυτής, στην ίδια κατάσταση με τον εισπράττοντα τις εισφορές οργανισμό (24).

46.      Έκτοτε, η χρήση του επιρρήματος «προδήλως» δημιουργεί σύγχυση. Τη σύγχυση αυτή επιτείνει έτι περαιτέρω το γεγονός ότι το Δικαστήριο χρησιμοποιεί την ανωτέρω διατύπωση σε ένα σημείο του σκεπτικού της αποφάσεως DMT με ελαφρώς παραλλαγμένη μορφή: κατά τη διατύπωση αυτή, η παραδοχή της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως θα πρέπει να προϋποθέτει ότι οι παρασχεθείσες στην αποδέκτρια επιχείρηση ευκολίες πληρωμής είναι «προδήλως σημαντικότερες» από εκείνες που ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε παράσχει στην εν λόγω επιχείρηση (25).

47.      Στη συνέχεια, θα αποδείξω ότι το επίρρημα «προδήλως», υπό την έννοια της αποφάσεως DMT, ούτε εισάγει ποσοτικό στοιχείο στο κριτήριο του ιδιώτη δανειστή ούτε πρέπει να παρερμηνευθεί ως ένα είδος περιθωρίου εκτιμήσεως που παρέχεται τρόπον τινά στις εθνικές αρχές οι οποίες χορηγούν ενισχύσεις. Αντιθέτως, το επίρρημα «προδήλως» περιέχει μία –ομολογουμένως αμφίσημη– αναφορά στο κριτήριο εκτιμήσεως το οποίο πρέπει να εφαρμοστεί από τα εθνικά δικαστήρια καθώς και από την Επιτροπή, ως Αρχή ανταγωνισμού, κατά τον έλεγχο βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή.

–       Απουσία ποσοτικού στοιχείου

48.      Εκ πρώτης όψεως, η χρήση του επιρρήματος «προδήλως» ή «προφανώς» στην απόφαση DMT (26) θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ποσοτικό στοιχείο και ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση μόνον εάν το πλεονέκτημα που αποκτά η αποδέκτρια επιχείρηση είναι, κατά την αξία του ή την έκτασή του, «προδήλως περισσότερο γενναιόδωρο» από εκείνο το οποίο θα είχε παράσχει ιδιώτης δανειστής υπό παρόμοιες συνθήκες (27).

49.      Πάντως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, όλοι οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η χρησιμοποίηση του επιρρήματος «προδήλως» στην απόφαση DMT δεν εισάγει ποσοτικό στοιχείο στο κριτήριο του ιδιώτη δανειστή και ότι δεν πρέπει, ιδίως, να παρερμηνευθεί ως ένδειξη ελάχιστης διαφοράς μεταξύ του παρασχεθέντος από τη δημόσια αρχή και του αναμενόμενου από ιδιώτη δανειστή πλεονεκτήματος.

50.      Πράγματι, δεν απόκειται στα δικαστήρια της Ένωσης να συμπληρώσουν, μέσω της νομολογιακής διαπλάσεως του δικαίου, την έννοια της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) με ένα μη προβλεφθέν από τους συντάκτες των Συνθηκών όριο πέραν του οποίου ο αντίκτυπος θεωρείται αισθητός. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να προσαφθεί στο Δικαστήριο ότι επεμβαίνει στα καθήκοντα του νομοθέτη της Ένωσης, στον οποίο και μόνον απόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 89 ΕΚ (νυν άρθρο 109 ΣΛΕΕ), να παρέχει, μέσω εκτελεστικών κανονισμών, απαλλαγές σε κατηγορίες ενισχύσεων όπως στις ενισχύσεις de minimis (28). Ασαφής θα ήταν επίσης η σχέση του εν λόγω γραπτού κανονισμού de minimis προς ενδεχόμενο άγραφο, νομολογιακά διαμορφωμένο, όριο πέραν του οποίου ο αντίκτυπος θεωρείται αισθητός. Επιπλέον, το άγραφο όριο πέραν του οποίου ο αντίκτυπος θεωρείται αισθητός θα προκαλούσε σημαντική ανασφάλεια δικαίου. Κατά συνέπεια, το είδος και η έκταση του πλεονεκτήματος μπορούν, εν πάση περιπτώσει, κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή, να συνεκτιμηθούν ως ενδείξεις στο πλαίσιο της συνολικής σταθμίσεως όλων των περιστάσεων της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως (29).

51.      Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έλαβε εν προκειμένω ως αφετηρία το ότι μπορεί να υφίσταται πλεονέκτημα υπό την έννοια του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, ακόμη και αν οι πληρωμές που υπολογίστηκαν στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή είναι παραπλήσιες (30). Το γεγονός και μόνον ότι μπορούσε να εκτιμηθεί συναφώς ότι το αναμενόμενο ελάχιστο ποσό που θα αποκόμιζε η τοπική φορολογική αρχή από τη δικαστική εκκαθάριση, ήτοι 225,5 εκατομμύρια SKK, θα ήταν ελάχιστα μεγαλύτερο (31) από το πράγματι καταβληθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ποσό των 224,3 εκατομμυρίων SKK (32), δεν αποκλείει εκ προοιμίου ότι η Frucona άντλησε από τη δημόσια αρχή οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο προδήλως δεν θα είχε αποκομίσει από ιδιώτη δανειστή υπό παρόμοιες συνθήκες.

–       Απουσία οποιουδήποτε περιθωρίου εκτιμήσεως εκ μέρους των εθνικών αρχών

52.      H Frucona αντιλαμβάνεται προφανώς τη χρήση του επιρρήματος «προδήλως» στην απόφαση DMT (33) ως έκφραση ενός είδους περιθωρίου εκτιμήσεως, το οποίο, ως φαίνεται, θα πρέπει να αναγνωριστεί στις εθνικές αρχές. Ως εκ τούτου, τονίζει μετ’ επιτάσεως την «ευρεία κλίμακα» των τρόπων δράσεως που διαθέτουν συνήθως οι δραστηριοποιούμενοι στην αγορά δανειστές έναντι των οφειλετών τους. Ενόσω ένας δημόσιος δανειστής δεν καταλήγει σε τρόπο δράσεως κείμενο εκτός της κλίμακας αυτής, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη της Frucona, να γίνεται λόγος για πλεονέκτημα υπό την έννοια του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων. Κατά τη Frucona, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία ένας δημόσιος δανειστής λαμβάνει μέτρο στο οποίο προδήλως δεν θα είχε καταλήξει ένας συνετός ιδιώτης δανειστής, μπορεί να υφίσταται πλεονέκτημα υπό την έννοια του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων.

53.      Πάντως, και η προσέγγιση αυτή είναι πεπλανημένη. Εξ όσων μπορώ να αντιληφθώ, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο ουδέποτε αναγνώρισε οποιαδήποτε ευχέρεια εκτιμήσεως, εντός των ορίων της οποίας τα μέτρα των αρχών των κρατών μελών θα υπέκειντο σε περιορισμένο έλεγχο της Επιτροπής ή των εθνικών δικαστηρίων υπό το πρίσμα των περί ανταγωνισμού κανόνων των Συνθηκών.

54.      Αντιθέτως, τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ (νυν άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ) προβλέπουν ευρύ έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή ως Αρχή ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν οι εθνικές αρχές έχουν αμφιβολίες ως προς το αν τα μέτρα που λαμβάνουν έναντι επιχειρήσεων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων μπορούν προληπτικώς να κοινοποιούν τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή.

55.      Η αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας υπέρ των πολυάριθμων δημόσιων αρχών οι οποίες χορηγούν κρατικές ενισχύσεις σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα οδηγούσε σε σαφή αποδυνάμωση της διατυπωμένης στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων, η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μεγάλη σημασία για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Θα υφίστατο ο σοβαρός κίνδυνος να υπονομευθεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας που ασκεί η Επιτροπή και να θιγεί η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων περί ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτό θα ετίθετο εν αμφιβόλω ο θεμελιώδης σκοπός των ενιαίων όρων ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά («level playing field») (34).

56.      Πέραν τούτου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή και το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή συνδέονται στενά μεταξύ τους. Αμφότερα τα κριτήρια παρέχουν πληροφορίες ως προς το αν μια επιχείρηση θα μπορούσε να έχει αποκομίσει και υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς το συγκεκριμένο οικονομικό πλεονέκτημα που άντλησε από τις δημόσιες αρχές. Σε τελευταία ανάλυση, αμφότερα τα κριτήρια είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Επομένως, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή τους, το Δικαστήριο θα πρέπει να διασφαλίζει τη μεταξύ τους συνοχή και να λαμβάνει υπόψη ότι μέχρι σήμερα δεν έχει αποδυναμώσει ακόμη –εξ όσων μπορώ να αντιληφθώ– το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή με την αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη.

–       Περιθώριο εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων

57.      Στην πραγματικότητα, με την απόφαση DMT, το Δικαστήριο, κάνοντας χρήση του επιρρήματος «προδήλως», απλώς υπέμνησε –ομολογουμένως με τρόπο αρκετά δυσνόητο– τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν η Επιτροπή και τα εθνικά δικαστήρια (35) όταν, κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή, εξετάζουν τα μέτρα των δημόσιων αρχών προκειμένου να διαπιστώσουν αν υφίσταται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ).

58.      Το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή αποσκοπεί –όπως και το στενά συνδεόμενο με αυτό κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή– στη διαπίστωση κατά πόσον η αποδέκτρια επιχείρηση θα αντλούσε το ίδιο πλεονέκτημα, το οποίο αποκόμισε από κρατικούς πόρους, και από ιδιώτη, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (36). Επομένως, πρέπει να εκτιμηθεί πώς θα είχε ενεργήσει ένας συνετός ιδιώτης δανειστής ενεργών υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς σε παρόμοια περίπτωση όπως αυτή του δημόσιου δανειστή.

59.      Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2 ή 3, ΕΚ (νυν άρθρο 108, παράγραφος 2 ή 3, ΣΛΕΕ), η σχετική αξιολόγηση ανήκει στην Επιτροπή η οποία καλείται να λάβει υπόψη όλες τις κρίσιμες για την απόφαση περιστάσεις της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως και εν ανάγκη να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες (37).

60.      Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς ενός συνετού ιδιώτη δανειστή ο οποίος ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς προϋποθέτει εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών δεδομένων (38) ενέχουσα, φυσιολογικά, αβεβαιότητα σε μεγάλο βαθμό, εφόσον δεν μπορεί παρά να είναι σε κάθε περίπτωση η εκτίμηση της πιθανής συμπεριφοράς ενός υποθετικού ιδιώτη δανειστή. Επομένως, το επίρρημα «προδήλως» ή «προφανώς» που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση DMT, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, έχει νόημα μόνον εάν θεωρηθεί ως έκφραση της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της πιθανής συμπεριφοράς ενός υποθετικού ιδιώτη δανειστή.

61.      Αν, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως, ενδέχεται να υπάρχουν διάφοροι τρόποι συμπεριφοράς ενός ιδιώτη δανειστή ενεργούντος υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς –να μπορεί για παράδειγμα, όπως εν προκειμένω, να διαθέτει τις εναλλακτικές λύσεις του πτωχευτικού συμβιβασμού ή της επιβολής στον οφειλέτη της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως (39)– πρέπει να σταθμισθεί επιμελώς ποια από τις εναλλακτικές αυτές συμπεριφορές του ιδιώτη δανειστή θα ήταν η πιθανότερη, χωρίς τούτο να σημαίνει συναφώς οιουδήποτε είδους ευχέρεια εκτιμήσεως από την πλευρά της κρατικής αρχής που χορηγεί το πλεονέκτημα (40).

62.      Σε αντιδιαστολή προς τις ποινικές ή οιονεί ποινικές διαδικασίες, στο επίδικο πλαίσιο δεν συντρέχει λόγος προσφυγής σε υψηλό βαθμό πιθανολογήσεως. Ειδικότερα, δεν είναι, κατά συνέπεια, αναγκαίο η εικαζόμενη συμπεριφορά του ιδιώτη δανειστή να είναι «πρόδηλη» ή «προφανής», υπό την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί ως «άκρως πιθανή» ή «ιδιαιτέρως πιθανή» ή ότι μπορεί να προβλεφθεί «χωρίς εύλογες αμφιβολίες». Πράγματι, ο έλεγχος βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή διενεργείται στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών ή ενδίκων διαδικασιών αφορωσών υποθέσεις αστικού δικαίου –είτε σε διαδικασίες ελέγχου ενισχύσεων εκ μέρους της Επιτροπής ή ενώπιον εθνικών δικαστηρίων (41)– οι οποίες αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την πραγματική εφαρμογή της προβλεπόμενης στο ενωσιακό δίκαιο απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ), καθώς και στο να αποτρέψουν με βεβαιότητα ενδεχόμενους κινδύνους για τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια, στις διαδικασίες αυτές, το όριο προκειμένου να αναληφθεί δράση κατά των πλεονεκτημάτων τα οποία χορηγούν οι δημόσιες αρχές σε ορισμένες επιχειρήσεις πρέπει να τοποθετείται σχετικά χαμηλά. Επομένως, σε μια υπόθεση όπως η υπό κρίση, θα πρέπει να αρκεί η διαπίστωση ότι, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως, θα ήταν πιθανότερο ο ιδιώτης δανειστής να υιοθετήσει ορισμένη συμπεριφορά (για παράδειγμα εμμονή στη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως) αντί άλλης (για παράδειγμα παραίτηση από μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού) (42).

63.      Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε απλώς, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αν στην παρούσα υπόθεση η δικαστική εκκαθάριση ή η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών «θα ήταν επωφελέστερη» για τις φορολογικές αρχές της Σλοβακικής Δημοκρατίας σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό που συμφωνήθηκε με τη Frucona (43) και αν η Επιτροπή υπέπεσε συναφώς, με την επίδικη απόφαση, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

64.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρανόησε το περιεχόμενο του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή ή ότι εφάρμοσε, κατά τον έλεγχο της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής, εσφαλμένα κριτήρια.

ii)    Ο δικαστικός έλεγχος της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή

65.      Όσον αφορά τη συγκεκριμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή, η Frucona προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στην παρούσα περίπτωση αρκέστηκε σε μια απλή εκ των υστέρων σύγκριση των εκατέρωθεν πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού από την οπτική γωνία της Επιτροπής, αντί να προβεί σε αξιολόγηση με βάση την εκ των προτέρων θεώρηση υπό το πρίσμα του ιδιώτη δανειστή. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τις εκθέσεις που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή σχετικά με τη διάρκεια πιθανής διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, η οποία, κατά τη γνώμη της Frucona, θα είχε βαρύνουσα σημασία για τη λήψη της αποφάσεως κάθε συνετού ιδιώτη δανειστή.

–       Επί της απαιτήσεως εκτιμήσεως με βάση την εκ των προτέρων θεώρηση

66.      Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ζήτημα αν η αποδέκτρια επιχείρηση θα μπορούσε να αντλήσει και υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς το ίδιο πλεονέκτημα το οποίο αποκόμισε από τις δημόσιες αρχές, πρέπει να αξιολογηθεί υπό την οπτική γωνία ενός συνετού ιδιώτη δανειστή (44). Συναφώς, πρέπει να ληφθούν ως βάση οι πληροφορίες τις οποίες θα είχε στη διάθεσή του ένας τέτοιος ιδιώτης δανειστής κατά τον χρόνο της χορηγήσεως του οικείου πλεονεκτήματος. Επομένως, καθοριστική σημασία έχει, όπως ορθώς τονίζει η Frucona, η εκτίμηση με βάση την εκ των προτέρων θεώρηση.

67.      Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής υπ’ αυτήν ακριβώς την οπτική γωνία. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γίνεται παραπομπή στις περιστάσεις τις οποίες θα είχε λάβει υπόψη ένας ιδιώτης δανειστής για να σταθμίσει τα πλεονεκτήματα της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως έναντι του προερχομένου από τον συμφωνηθέντα μεταξύ της Frucona και της δημόσιας αρχής πτωχευτικό συμβιβασμό προϊόντος. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε διεξοδικά το ζήτημα «αν ο πλέον αισιόδοξος ιδιώτης δανειστής θα επέλεγε να εισπράξει [στο πλαίσιο δικαστικού συμβιβασμού] 225 εκατομμύρια SKK τον Δεκέμβριο του 2004, αντί του ενδεχομένου να εισπράξει [στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως] το πολύ 239 εκατομμύρια SKK σε διάστημα που κυμαίνεται από “λίγο μικρότερο του μέσου όρου” έως επτά έτη» (45).

68.      Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε ως αφετηρία μια εκ των προτέρων θεώρηση.

–       Επί της διάρκειας πιθανής διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως

69.      Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε προσηκόντως αν η Επιτροπή εκτίμησε τις εκθέσεις που της υποβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία ως προς τη διάρκεια πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως και δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στις πληροφορίες που συνάγονται από αυτές, λαμβάνοντας υπόψη και τις εμπειρίες από διαδικασίες δικαστικής εκκαθαρίσεως που αφορούσαν άλλα οινοπνευματοποιεία στη Σλοβακία. Η Frucona τονίζει κατ’ επανάληψη ότι πρόκειται συναφώς για νομικό ζήτημα.

70.      Πράγματι, η έννοια των κρατικών ενισχύσεων, όπως απαντά στο πρωτογενές δίκαιο, αποτελεί νομική έννοια, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Για τον λόγο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατ’ αρχήν, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα συγκεκριμένα στοιχεία της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και τον τεχνικό ή περίπλοκο χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκήσει πλήρως τον έλεγχό του αναφορικά με το κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 107, παράγραφος 1, ΕΚ) (46).

71.      Στον δικαστικό αυτόν έλεγχο υπόκειται και η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή, ήτοι του νομικού κριτηρίου βάσει του οποίου η Επιτροπή καθορίζει αν και κατά πόσον οι ευκολίες πληρωμής που παρασχέθηκαν σε επιχείρηση από δημόσια αρχή πρέπει ενδεχομένως να χαρακτηρισθούν ως πλεονέκτημα υπό την έννοια της κρατικής ενισχύσεως (47).

72.      Όπως ήδη εκτέθηκε, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή επιτάσσει –όπως ακριβώς η εφαρμογή του συγγενούς κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή– αυτοδικαίως συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως, λαμβανομένων υπόψη των προσκομισθεισών από το οικείο κράτος μέλος πληροφοριών όπως και κάθε άλλης σημαντικής για την οικεία περίπτωση ενδείξεως (48).

73.      Εφόσον απαιτείται, όπως εν προκειμένω, να ερευνηθεί αν ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε επιλέξει τον πτωχευτικό συμβιβασμό ή θα είχε επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του έναντι του οφειλέτη του μέσω της δικαστικής εκκαθαρίσεως, τότε και η διάρκεια ενδεχόμενης διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως εμπίπτει, κατά κανόνα, στις περιστάσεις της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη στάθμιση.

74.      Το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως αγνόησε το γεγονός αυτό, αντιθέτως μάλιστα αξιολόγησε διεξοδικά το κριτήριο της διάρκειας πιθανής διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως, οπότε εξέτασε και συγκεκριμένες αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως (49).

75.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξετάζεται ρητώς η πρωτοδίκως προβληθείσα αιτίαση της Frucona ότι «δεν ελήφθησαν υπόψη [από την Επιτροπή] η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία και οι εκθέσεις τρίτων επί του ζητήματος αυτού»· το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι «δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της το εν λόγω ζήτημα και την άποψη της [Frucona] επ’ αυτού» (50).

76.      Επομένως, μάλλον δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη την πτυχή της διάρκειας της δικαστικής εκκαθαρίσεως κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου του επί της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή.

77.      Εντούτοις, η Frucona είναι της γνώμης ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ήλεγξε επαρκώς αν η Επιτροπή απέδωσε, με την επίδικη απόφαση, τη δέουσα σημασία στη διάρκεια πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή.

78.      Επιβάλλεται, συναφώς, η παρατήρηση ότι η ορθή στάθμιση των διαφόρων πτυχών της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως, βάσει της οποίας ο ιδιώτης δανειστής θα έπρεπε να έχει μορφώσει τη γνώμη του, δεν αποτελεί νομικό αλλά πραγματικό ζήτημα επί του οποίου η απάντηση μπορεί να διαφέρει ουσιωδώς από περίπτωση σε περίπτωση και το οποίο συνεπάγεται πάντοτε εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών σχέσεων εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία διαθέτει, ως γνωστόν, ευρεία διακριτική ευχέρεια (51).

79.      Επομένως, κατά παγία νομολογία, προκειμένου περί περίπλοκης οικονομικής εκτιμήσεως, ο δικαστικός έλεγχος πράξεως της Επιτροπής που συνεπάγεται τέτοια εκτίμηση πρέπει να περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητούμενη επιλογή ήσαν ακριβή και αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (52).

80.      Σε αντιδιαστολή προς τις υποθέσεις συμπράξεων, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν διαθέτουν πλήρη δικαιοδοσία (άρθρο 261 ΣΛΕΕ) όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες είναι αμιγώς διοικητικής φύσεως και δεν επιβάλλουν κυρώσεις. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως εκείνη της Επιτροπής (53).

81.      Ορθώς το Γενικό Δικαστήριο ενήργησε εντός αυτών ακριβώς των ορίων των δικαστικών εξουσιών του όταν εξέτασε πρωτοδίκως την επίδικη απόφαση προκειμένου να εξακριβώσει αν ελήφθη υπόψη η διάρκεια πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως και έκρινε, κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως των επιχειρημάτων της Frucona, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (54).

82.      Ασφαλώς, είναι δυνατόν, ως προς τις λεπτομέρειες, να υποστηριχθεί εντελώς διαφορετική γνώμη επί του αν είναι πειστική εν προκειμένω η εκτίμηση διαφόρων πραγματικών περιστατικών από την Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο. Τούτο κατέδειξαν αν μη τι άλλο οι έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καθώς και οι απαντήσεις τους στις προφορικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, εξακολουθεί εν προκειμένω να υπάρχει διχογνωμία ως προς την πιθανολογούμενη διάρκεια της τυχόν δικαστικής εκκαθαρίσεως (55), ως προς τη σημασία που θα απέδιδε ιδιώτης δανειστής στους αστάθμητους παράγοντες που εμφανίζονται στο πλαίσιο της λήψεως της αποφάσεώς του (56), ως προς το αξιόπιστο των υποβληθεισών συναφώς στην Επιτροπή εκθέσεων (57), καθώς και ως προς το ύψος του πλεονάζοντος ποσού που θα μπορούσε να αντλήσει ο ιδιώτης δανειστής σε διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως έναντι του ποσού που αποκόμισε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ο οποίος συνομολογήθηκε με την τοπική φορολογική αρχή, ακόμη και λαμβανομένων υπόψη των τόκων επί του ποσού του συμβιβασμού (58).

83.      Πάντως, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεν αρκεί απλώς η υιοθέτηση γνώμης διαφορετικής από εκείνη της Επιτροπής. Πράγματι, όταν τα πραγματικά περιστατικά και το αποδεικτικό υλικό προσφέρονται ευλόγως για διάφορες βάσιμες εκτιμήσεις, δεν μπορεί να επικρίνεται, από νομικής απόψεως, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέλεξε μία από αυτές, έστω και αν αυτή δεν είναι της προτιμήσεως ενός διαδίκου, του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου. Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής υφίσταται μόνον όταν, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών και του αποδεικτικού υλικού, τα συναχθέντα από την ίδια συμπεράσματα δεν μπορούν πλέον να ευσταθούν, δηλαδή όταν ουδεμία διαφαίνεται λογική βάση για τη θεμελίωσή τους (59).

84.      Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να απαιτηθεί εν προκειμένω από το Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει, όσον αφορά τη στάθμιση των αστάθμητων παραγόντων και της διάρκειας πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως, με τη δική του εκτίμηση της πραγματικής καταστάσεως εκείνη της Επιτροπής. Κατά μείζονα λόγο, θα αποτελούσε σφάλμα να υποκαταστήσει το Δικαστήριο, ως αναιρετικό δικαστήριο, με τη δική του εκτίμηση εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου ή της Επιτροπής όσον αφορά τους αστάθμητους παράγοντες και τη διάρκεια πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως.

85.      Πάντως, αυτό ακριβώς επιδιώκει να επιτύχει στην πραγματικότητα η αναιρεσείουσα με την επιχειρηματολογία της σχετικά με τη διάρκεια πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως καθώς και με την εκ των προτέρων θεώρηση: υπό το πρόσχημα δήθεν νομικών ζητημάτων, καλεί, σε τελική ανάλυση, το Δικαστήριο να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου και της Επιτροπής. Το Δικαστήριο θα πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό αυτόν αν δεν επιθυμεί να διευρύνει υπερβολικά την αρμοδιότητά του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

86.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν ευσταθούν οι αφορώσες τον δικαστικό έλεγχο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή αιτιάσεις της Frucona.

3.      Ενδιάμεσο αποτέλεσμα

87.      Επομένως, συνοψίζοντας, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Frucona είναι παραδεκτός μεν, πλην όμως αβάσιμος.

 Β –      Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: αιτίαση περί της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου βελτιώσεως της αιτιολογίας της Επιτροπής και παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων

88.      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη. Αυτά αφορούν τις αναλύσεις του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με το κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως (60), τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής (61), την υποτιθέμενη σύνεση της Επιτροπής κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (62) και την προβαλλόμενη σημασία του τμήματος του χρέους που παραμένει ανεξόφλητο μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής εκκαθαρίσεως (63).

89.      Με τα τέσσερα σκέλη του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, η Frucona προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αντικατέστησε απαραδέκτως το σκεπτικό της Επιτροπής με το δικό του όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. «Εκ περισσού ή επικουρικώς» (64), η Frucona ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε προδήλως πεπλανημένη εκτίμηση των υφισταμένων αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, επειδή τα τεθέντα νομικά ζητήματα ως προς τα τέσσερα σκέλη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι παρεμφερή σε μεγάλο βαθμό, ενδείκνυται να εξετασθούν από κοινού.

90.      Καθό μέτρο η Επιτροπή εκ προοιμίου επικρίνει εκ νέου τις παραπομπές στο δικόγραφο της προσφυγής το οποίο κατατέθηκε πρωτοδίκως, με τις οποίες η Frucona εμπλούτισε όσα εκθέτει με την αίτηση αναιρέσεως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους τους οποίους ήδη ανέπτυξα σε σχέση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως (65).

1.      Επί της αιτιάσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο αντικατέστησε την επιχειρηματολογία της Επιτροπής με τη δική του επιχειρηματολογία

91.      Κατ’ αρχάς, η Frucona διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αντικατέστησε επανειλημμένως με τη δική του συλλογιστική και με τη δική του οικονομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών την εκτίμηση της Επιτροπής, υποπίπτοντας με τον τρόπο αυτό σε πλάνη περί το δίκαιο.

92.      Πράγματι, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, όταν αποφαίνονται επί προσφυγής ακυρώσεως, δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να αντικαταστήσουν με τη δική τους συλλογιστική την αιτιολογία του συντάκτη της προσβαλλόμενης πράξεως (66). Αυτό ακριβώς καθιστά εμφανή τον χαρακτήρα της προσφυγής ακυρώσεως ως ενδίκου βοηθήματος με το οποίο ασκείται μόνον έλεγχος νομιμότητας. Στηρίζεται στην αρχή της θεσμικής ισορροπίας, η οποία χαρακτηρίζει τη δομή και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαφύλαξη της θεσμικής ισορροπίας επιβάλλει κάθε όργανο να ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των άλλων οργάνων (67).

93.      Εξ αυτού έπεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να περιβάλει μια ενωσιακή νομική πράξη, η οποία στηρίζεται σε μη προσήκουσα ή και παράνομη αιτιολογία, με εντελώς διαφορετική αιτιολογία προκειμένου να τη διατηρήσει σε ισχύ. Πράγματι, εκτός του πεδίου εφαρμογής της πλήρους δικαιοδοσίας (άρθρο 261 ΣΛΕΕ), ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά πρέπει να την ακυρώσει αν και εφόσον η προσφυγή ακυρώσεως είναι βάσιμη (άρθρο 264, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) (68). Απόκειται στα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή στους οργανισμούς της Ένωσης να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η ακυρωτική απόφαση (άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ).

94.      Πάντως, τίποτε δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει επισταμένως τη βασιμότητα των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων του εκάστοτε προσφεύγοντος και να τα αναλύσει λεπτομερώς (69). Αντιθέτως μάλιστα, το άρθρο 264, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει τον έλεγχο αυτόν, επειδή μόνο μια (παραδεκτή και) βάσιμη προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να έχει ως συνέπεια την αναγνώριση της ακυρότητας της προσβαλλόμενης ενωσιακής πράξεως.

95.      Τον έλεγχο ακριβώς αυτόν διενήργησε στην παρούσα περίπτωση το Γενικό Δικαστήριο: εξέτασε επισταμένως, στα χωρία της αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει η Frucona, τις αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προέβαλε η τελευταία στο πλαίσιο της προσφυγής της ακυρώσεως, καθώς και τους σχετικούς αμυντικούς ισχυρισμούς της Επιτροπής. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι καμία από τις αιτιάσεις και κανένα από τα επιχειρήματα της Frucona δεν δικαιολογούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης αποφάσεως (70).

96.      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επ’ ουδενί έκρινε ως μη προσήκουσα ή ως παράνομη την αιτιολογία που παρέθεσε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση ούτε και την αντικατέστησε με δική του, διαφορετικού περιεχομένου, συλλογιστική. Το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι η επίδικη απόφαση έπρεπε να διατηρηθεί σε ισχύ για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που ανέφερε η Επιτροπή. Αντιθέτως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο ότι η επίδικη απόφαση, από κοινού με την αιτιολογία της, παρά τις αναμφισβήτητες αδυναμίες της, (εξακολουθεί να) ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νόμου.

97.      Το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε διόρθωση της αιτιολογίας που διατύπωσε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση για να δεχθεί ότι συντρέχει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ως προς ένα και μοναδικό σημείο: διαπίστωσε εσφαλμένο, εκ μέρους της Επιτροπής, υπολογισμό του ληπτέου υπόψη κόστους σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως. Κατόπιν αυτού, διόρθωσε τη διατυπωθείσα στην επίδικη απόφαση αποτίμηση του αναμενόμενου ελάχιστου αποτελέσματος που θα καρπωνόταν ο δημόσιος δανειστής στο πλαίσιο πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως από 239 εκατομμύρια SKK σε 225,5 εκατομμύρια SKK και έλαβε υπόψη την εν λόγω διορθωμένη τιμή κατά τον έλεγχο των επιχειρημάτων της Frucona (71).

98.      Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι, επ’ αφορμή προσφυγής ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο ενδέχεται να οδηγηθεί στο να ερμηνεύσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν του εκδότη της, και δη, σε ορισμένες περιπτώσεις, να απορρίψει την παρατεθείσα από τον τελευταίο ρητή αιτιολογία, όταν τούτο δικαιολογείται από ουσιαστικά στοιχεία (72).

99.      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διέθετε, υπό τη μορφή της πλάνης της Επιτροπής περί τον υπολογισμό, ένα ουσιαστικό στοιχείο, ώστε να παρεκκλίνει επί συγκεκριμένων σημείων από τις εκτιμήσεις στις οποίες η Επιτροπή θεμελίωσε, με την επίδικη απόφαση, την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

100. Η ως άνω παρέκκλιση από την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως ήταν –λαμβανομένου υπόψη και του ρόλου του δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως (73)– δικαιολογημένη, επειδή δεν επηρέασε σημαντικά τη νομική ορθότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής (ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ). Απεναντίας, η αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης αποφάσεως θα βρισκόταν σε πλήρη δυσαναλογία προς τη σημασία και τις συνέπειες του διαπιστωθέντος εσφαλμένου υπολογισμού.

101. Βεβαίως, τα αριθμητικά στοιχεία που υπολογίσθηκαν απείχαν ελάχιστα μεταξύ τους, επειδή το αναμενόμενο ελάχιστο ποσό που θα αποκόμιζε το σλοβακικό Δημόσιο από πιθανή διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως ανερχόταν, κατόπιν της διορθώσεως του εσφαλμένου υπολογισμού, μόλις στα 225,5 εκατομμύρια SKK. Όπως εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο, το διορθωμένο αυτό ποσό είναι «σχεδόν ίσο» προς το ποσό των 224,3 εκατομμυρίων SKK, το οποίο εισέπραξε στην πραγματικότητα η τοπική φορολογική αρχή από τη Frucona στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Εν τούτοις, το ποσό των 225,5 εκατομμυρίων SKK, το οποίο, επιπλέον, αποτελούσε μια εξαιρετικά συνετή εκτίμηση, υπερέβαινε κατά 1,2 εκατομμύρια SKK το ποσό των 224,3 εκατομμυρίων SKK, το οποίο εισέπραξε τελικά η τοπική φορολογική αρχή (74).

102. Ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ότι δεν συνιστά πρόδηλη πλάνη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως θα απέφερε, κατόπιν αφαιρέσεως του σχετικού κόστους, ποσό μεγαλύτερο από αυτό που αποκόμισαν οι σλοβακικές αρχές στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού (75).

103. Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή όταν προβαίνει στην εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων (76), το Γενικό Δικαστήριο αδυνατούσε να καταλογίσει στην Επιτροπή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς το σημείο αυτό. Η παραδοχή ότι ένας συνετός ιδιώτης δανειστής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς θα είχε επιλέξει διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως με αναμενόμενο ελάχιστο ποσό 225,5 εκατομμυρίων SKK, αντί να αρκεστεί στην άμεση καταβολή 224,3 εκατομμυρίων SKK, ήταν τουλάχιστον σαφώς υποστηρίξιμη. Αντίθετα προς την άποψη της Frucona, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, τις οποίες ανέλυσε διεξοδικώς το Γενικό Δικαστήριο (77), δεν ήταν απολύτως βέβαιο ότι ο ιδιώτης δανειστής θα είχε επιλέξει, εξαιτίας της πιθανής απώλειας χρόνου που συνεπάγεται η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως, την άμεση καταβολή 224,3 εκατομμυρίων SKK και την παραίτηση από το υπόλοιπο του χρέους αντί της ικανοποιήσεως από την πτωχευτική περιουσία.

104. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι το εφαρμοσθέν από τη νομολογία κριτήριο των ευκολιών, τις οποίες ένας ιδιώτης δανειστής «προδήλως» δεν θα είχε παράσχει στην αποδέκτρια επιχείρηση υπό παρόμοιες συνθήκες, δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ποσοτικό κριτήριο (78). Αντιθέτως, αρκεί ότι η αποδιδόμενη, με την επίδικη απόφαση, σε ιδιώτη δανειστή συμπεριφορά (δηλαδή η εμμονή στη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως), υπό παρόμοιες συνθήκες, μπορούσε, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, να θεωρηθεί πιθανότερη από τη συμπεριφορά που επέδειξε τελικά ο δημόσιος δανειστής (δηλαδή παραίτηση από το 65 % των απαιτήσεών του στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού). Δεν τίθενται εν προκειμένω αυστηρές προϋποθέσεις όσον αφορά την πιθανολογούμενη επίδειξη της οικείας συμπεριφοράς (79).

105. Επομένως, εν κατακλείδι, η πρώτη αιτίαση της Frucona στο πλαίσιο του υπό εξέταση δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμη.

2.      Επί της αιτιάσεως περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων

106. Τέλος, πρέπει να εξετασθεί η προβληθείσα από τη Frucona δεύτερη αιτίαση, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων.

 α)      Παραδεκτό

107. Κατ’ αρχήν, η παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων είναι νομικό ζήτημα δυνάμενο να εξετασθεί παραδεκτώς από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης. Πάντως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων ο οποίος προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα παραμορφωθέντα στοιχεία και να αποδεικνύει την πεπλανημένη, κατά την εκτίμησή του, ανάλυση η οποία οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο στην παραμόρφωση αυτή (80).

108. Η Frucona δεν ανταποκρίθηκε, με την αίτησή της αναιρέσεως, στις αυστηρές αυτές προϋποθέσεις. Βεβαίως, παρέθεσε εκτενώς τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ως μη ορθά τα εκτιθέμενα από το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, την υποτιθέμενη σύνεση της Επιτροπής κατά την εκτίμηση της πραγματικής καταστάσεως και την υποτιθέμενη σημασία του τμήματος του χρέους που παραμένει ανεξόφλητο μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Πάντως, ελλείπουν οι ακριβείς ενδείξεις ως προς τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία περί παραμορφώσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου και ως προς το σε τι έγκειται η τυχόν πεπλανημένη εκτίμηση. Ως επί το πλείστον, η Frucona περιορίζεται, στο τέλος κάθε τμήματος των αναλύσεών της επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, να υποστηρίξει, αορίστως, με μία και μόνον περίοδο ή και με μία ημιτελή περίοδο, ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε «πρόδηλη παραμόρφωση» ή σε «προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση» του «υφισταμένου αποδεικτικού υλικού».

109. Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι της γνώμης ότι η αιτίαση περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων δεν προβάλλεται παραδεκτώς.

 β)      Βάσιμο

110. Πάντως, ακόμη και αν η αιτίαση αυτή θεωρούνταν παραδεκτή, θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να κριθεί αβάσιμη.

111. Η αναιρεσείουσα αφιέρωσε, βεβαίως, πλείονες σελίδες για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ως μη πειστικά τα εκτιθέμενα από το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, την υποτιθέμενη σύνεση της Επιτροπής κατά την εκτίμηση της πραγματικής καταστάσεως και την υποτιθέμενη σημασία του τμήματος του χρέους που παραμένει ανεξόφλητο μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής εκκαθαρίσεως.

112. Όταν, όμως, ανακύπτει ζήτημα παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων, τα ανωτέρω θέματα δεν ασκούν επιρροή. Συγκεκριμένα, τέτοιου είδους παραμόρφωση συντρέχει αποκλειστικά και μόνον όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως πεπλανημένη (81). Με άλλους λόγους, πρέπει η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να είναι κατ’ εξοχήν μη υποστηρίξιμη και η πλάνη περί την εκτίμηση στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο να συνάγεται ευχερώς. Εάν το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό επιδέχεται πλείονες ερμηνείες, όπως συμβαίνει συχνά στην περίπτωση περίπλοκων οικονομικών σχέσεων, τότε δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι επέλεξε μία από αυτές, έστω και αν ο αναιρεσείων ή το ίδιο το Δικαστήριο θεωρούν προτιμότερη άλλη ερμηνεία.

113. Είναι δυνατόν να υποστηριχθεί διαφορετική γνώμη ως προς το αν είναι πειστικά εν προκειμένω τα εκτιθέμενα από το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με το κόστος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, την υποτιθέμενη σύνεση της Επιτροπής κατά την εκτίμηση της πραγματικής καταστάσεως και την υποτιθέμενη σημασία του τμήματος του χρέους που παραμένει ανεξόφλητο μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Πάντως, τα συμπεράσματα που αντλεί το Γενικό Δικαστήριο από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν είναι προδήλως εσφαλμένα.

114. Το ίδιο ισχύει για το ζήτημα που συζητήθηκε ενδελεχώς κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι αν η Επιτροπή εξέτασε με την επίδικη απόφασή της τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, «δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της το εν λόγω ζήτημα και την άποψη της [Frucona] επ’ αυτού» (82). Η Frucona εμμένει ότι η επίδικη απόφαση ουδέν διαλαμβάνει ως προς το ζήτημα της διάρκειας της δικαστικής εκκαθαρίσεως και προσάπτει συναφώς στο Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωση της εν λόγω αποφάσεως.

115. Η αιτίαση αυτή δεν ευσταθεί. Είναι βεβαίως γεγονός ότι από την επίδικη απόφαση δεν προκύπτει ρητώς αν η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως ούτε με ποιο τρόπο έλαβε υπόψη το ζήτημα αυτό κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη δανειστή. Πάντως, από την πλήρη έλλειψη σχετικής μνείας στην επίδικη απόφαση και μόνο δεν μπορεί –αντίθετα προς την άποψη της Frucona– να συναχθεί οπωσδήποτε το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την προβληματική της διάρκειας της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Η επίδικη απόφαση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας ως προς το σημείο αυτό. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδηλη πλάνη το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο –αντίθετα προς την αναιρεσείουσα– θεωρεί ότι η Επιτροπή εξέτασε την προαναφερθείσα προβληματική και την άποψη που διατύπωσε συναφώς η Frucona. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εφόσον, στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 54 της επίδικης αποφάσεως, στις οποίες αναφέρεται ρητώς το Γενικό Δικαστήριο (83), υπάρχουν σαφείς ενδείξεις περί του ότι η Επιτροπή είχε τουλάχιστον γνώση της προβληματικής αυτής. Είναι, πάντως, πιθανόν ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η προβληματική αυτή, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως (84), δεν είχε καθοριστική σημασία και για τον λόγο αυτόν δεν προέβη σε διεξοδικότερες αναλύσεις σχετικά με τη διάρκεια πιθανής δικαστικής εκκαθαρίσεως στο πλαίσιο των αιτιολογικών σκέψεων (85).

116. Εν κατακλείδι, έχω την εντύπωση ότι η Frucona, υπό το πρόσχημα της αιτιάσεως περί παραμορφώσεως, επιδιώκει στην πραγματικότητα να πείσει το Δικαστήριο να προβεί σε επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που εκτίμησε το Γενικό Δικαστήριο πρωτοδίκως. Μια τέτοια προσέγγιση, πάντως, δεν συνάδει προς τη φύση της αναιρετικής δίκης, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο περιορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στον έλεγχο νομικών ζητημάτων (86).

117. Ως εκ τούτου, η αιτίαση περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων όχι μόνο προβάλλεται απαραδέκτως αλλά είναι και αβάσιμη.

3.      Ενδιάμεσο αποτέλεσμα

118. Συνοψίζοντας, και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Frucona πρέπει, επομένως, να απορριφθεί στο σύνολό του.

V –    Δικαστικά έξοδα

119. Σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως εν προκειμένω, όπως προτείνω συναφώς, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων (άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας), τα δε επιμέρους ζητήματα ρυθμίζονται βάσει του άρθρου 69, σε συνδυασμό με το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας.

120. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττώμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικώντος διαδίκου. Εφόσον η Frucona ηττηθεί, δεδομένου δε ότι η Επιτροπή καθώς και η St. Nicolas-trade, ως παρεμβαίνουσα, υπέβαλαν σχετικό αίτημα, η Frucona πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VI – Πρόταση

121. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Frucona Košice a. s. στα δικαστικά έξοδα.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς πρέπει να ληφθεί υπόψη η προβλεπόμενη από το ενωσιακό δίκαιο απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων όπως ίσχυε με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, επειδή η επίδικη απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε στις 7 Ιουνίου 2006, ήτοι πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας.


3 – Θεμελιώδη σημασία συναφώς έχει η απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C‑303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I‑1433, σκέψεις 20 έως 22)· βλ. επιπλέον, προσφάτως, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, C‑124/10 P, Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., αποκαλούμενη «EDF».


4 –      Κατά τον γενικό εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro με αφορμή τις προτάσεις του της 1ης Απριλίου 2004 επί της υποθέσεως C‑276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, Συλλογή 2004, σ. I‑8091, σημείο 36).


5 – Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1999, C‑256/97, DM Transport, αποκαλούμενη «DMT» (Συλλογή 1999, σ. I‑3913, σκέψη 30).


6 – Απόφαση της Επιτροπής της 5ης Ιουλίου 2005 [κρατική ενίσχυση C 25/05 (πρώην NN 21/05)] που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στην προσφεύγουσα (δημοσιευθείσα στη γλώσσα διαδικασίας στην ΕΕ C 233, σ. 47, με συνοπτική μετάφραση).


7 – Απόφαση 2007/254/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2006, περί της κρατικής ενίσχυσης C 25/2005 (πρώην NN 21/2005) που χορηγείται από τη Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice a. s. [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 2082] (ΕΕ L 112, σ. 14).


8 –      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2010, T‑11/07, Frucona Košice κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. Ι‑5483).


9 – Διατάξεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C‑173/95 P, Hogan κατά Δικαστηρίου (Συλλογή 1995, σ. I‑4905, σκέψη 20), και της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑19/95 P, San Marco Impex κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑4435, σκέψη 37), καθώς και αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑6767, σκέψη 45), της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑67/09 P, Nuova Agricast und Cofra κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. Ι‑9811, σκέψη 48), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη Elf Aquitaine (Συλλογή 2011, σ. Ι‑8947, σκέψη 144).


10 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 94, 97 και 100), και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2011, T‑454/09 P, van Arum κατά Κοινοβουλίου (σκέψη 133).


11 – «Local expertise as to the levels of recovery to be expected under the bankruptcy procedure» (σημεία 35 έως 41 της αιτήσεως αναιρέσεως).


12 – «Conclusion in respect of the first plea» (σημείο 34 της αιτήσεως αναιρέσεως).


13 –      Βλ., μεταξύ άλλων, σκέψη 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


14 – Αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1998, C‑259/96 P, Συμβούλιο κατά de Nil και Impens (Συλλογή 1998, σ. I‑2915, σκέψεις 32 και 33), της 17ης Μαΐου 2001, C‑449/98 P, IECC κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑3875, σκέψη 70), της 2ας Απριλίου 2009, C‑202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑2369, σκέψη 29), και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑280/08 P, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑9555, σκέψη 136).


15 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. Ι‑141, σκέψη 22).


16 – Βλ. για την εν λόγω παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου, ιδίως, σκέψη 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


17 – Στη γλώσσα της διαδικασίας: «manifestly more generous».


18 –      Σκέψη 89, δεύτερη περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


19 – Σκέψη 89, τρίτη περίοδος, και σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


20 –      Κατά πάγια νομολογία· βλ. αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747, σκέψεις 74 και 75), της 1ης Ιουλίου 2008, C‑341/06 P και C‑342/06 P, Chronopost und La Poste κατά UFEX κ.λπ., αποκαλούμενη «Chronopost» (Συλλογή 2008, σ. I‑4777, σκέψεις 121, 122 και 129), και της 17ης Νοεμβρίου 2009, C‑169/08, Presidente del Consiglio dei Ministri, αποκαλούμενη «Sardegna» (Συλλογή 2009, σ. I‑10821, σκέψη 52).


21 – Βλ., αντί πολλών, αποφάσεις Sardegna (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20), της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη British Aggregates (Συλλογή 2008, σ. I‑10515), της 21ης Ιουνίου 2012, C‑452/10 P, BNP Paribas und BNL κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «BNP Paribas», και EDF (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3).


22 – Απόφαση DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 22)· βλ., πέραν τούτου, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, C‑39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑3547, σκέψη 60), της 29ης Απριλίου 1999, C‑342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑2459, σκέψη 41), και EDF (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 78).


23 – Αποφάσεις Ισπανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 46) και DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 24 και 25). Βλ. επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T‑152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «HAMSA» (Συλλογή 2002, σ. II‑3049, σκέψη 167).


24 – Απόφαση DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 30 και διατακτικό).


25 –      Απόφαση DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 25). Η διατύπωση αυτή, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως DMT, φαίνεται ότι είναι σαφέστερα προσανατολισμένη από ό,τι το διατακτικό της αποφάσεως προς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 στην υπόθεση εκείνη: ο γενικός εισαγγελέας δέχεται ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση αν οι επίδικες ευκολίες πληρωμής είναι «προδήλως περισσότερο γενναιόδωρες» από εκείνες που θα είχε παράσχει ιδιώτης πιστωτής υπό παρόμοιες περιστάσεις (σημεία 34, 37 και 45 των προτάσεων). Η ίδια προσέγγιση υιοθετείται και στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου HAMSA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 170), και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑68/03, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη Olympic Airways (Συλλογή 2007, σ. II‑2911, σκέψη 283), μολονότι είναι διατυπωμένες εξίσου αινιγματικά όσο και η απόφαση DMT.


26 – Απόφαση DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 25, 30 και διατακτικό).


27 –      Βλ., περαιτέρω, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs επί της υποθέσεως DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σημεία 34, 37 και 45).


28 – Επί του παρόντος ισχύει ως γενικός ενωσιακός κανονισμός για τις ενισχύσεις de minimis ο κανονισμός (ΕΚ) 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (EE L 379, σ. 5). Κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως ίσχυε ο κανονισμός (ΕΚ) 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 10, σ. 30).


29 – Αυτό αναγνωρίζει και το Δικαστήριο με την απόφαση DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 30 και διατακτικό), με τη διατύπωση «λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του οικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται με τον τρόπο αυτό».


30 – Βλ., συναφώς, ιδίως τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το αναμενόμενο από διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως ποσό θα ήταν «σχεδόν ίσο προς» το ποσό που κατέβαλε η Frucona στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού.


31 – Όπως προκύπτει από τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ελάχιστο ποσό που εκτιμήθηκε, με την επίδικη απόφαση, ότι θα προέκυπτε από διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως (239 εκατομμύρια SKK) υπολογίσθηκε εσφαλμένα. Εάν διορθωθεί ο εσφαλμένος υπολογισμός εκ μέρους της Επιτροπής, τότε προκύπτει, κατά τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ποσό 225,5 εκατομμυρίων SKK. Βλ. συναφώς, κατωτέρω, σημεία 97 έως 104 των παρουσών προτάσεων.


32 – Βλ., συναφώς, σημείο 11 των παρουσών προτάσεων και σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


33 – Απόφαση DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 30 και διατακτικό).


34 – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου της 26ης Μαΐου 2011 στην υπόθεση C‑275/10, Residex Capital IV (Συλλογή 2011, σ. Ι‑13043, σημείο 67).


35 – Και τα εθνικά δικαστήρια ενδέχεται, όπως προκύπτει από την απόφαση DMT (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5), στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, δηλαδή κατά την επιβολή της απαγορεύσεως εφαρμογής των σχεδιαζομένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 88, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΕΚ), να κληθούν να εφαρμόσουν το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή. Στην περίπτωση αυτή, οφείλουν να εφαρμόσουν το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή κατά τον ίδιο τρόπο όπως η Επιτροπή.


36 – Βλ. συναφώς και την απόφαση EDF (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 78).


37 – Υπό την έννοια αυτή και σε σχέση με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, απόφαση EDF (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 86 και 104).


38 – Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing (Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 59).


39 – Βλ. συναφώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo της 8ης Ιουνίου 2000 στην υπόθεση C‑480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2000, Συλλογή 2000, σ. I‑8717, σημεία 35 και 36), και του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σημεία 37 έως 39).


40 –      Βλ. σχετικά και τα εκτιθέμενα στα σημεία 52 έως 55 των παρουσών προτάσεων.


41 – Οι ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίες έχουν διοικητικό χαρακτήρα, ενώ αντιθέτως οι στηριζόμενες στο άρθρο 88, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο (νυν άρθρο 108, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ) διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορεί να αφορούν υποθέσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του αστικού δικαίου. Πάντως, για το ζήτημα που ενδιαφέρει εν προκειμένω, δηλαδή το κριτήριο εκτιμήσεως, η διάκριση αυτή δεν ασκεί καμία επιρροή.


42 – Βλ. συναφώς και σε σχέση με διοικητική διαδικασία ελέγχου συγχωνεύσεων τις προτάσεις μου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony κατά Impala (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σημεία 206 έως 211).


43 –      Σκέψη 89, τελευταία περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως· στο ίδιο πνεύμα και η σκέψη 92 της ίδιας αποφάσεως. Παρεμφερή στάση τήρησε και το Γενικό Δικαστήριο ήδη στην απόφαση HAMSA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 172), με την οποία εξέτασε απλώς αν η θέση υπό εκκαθάριση της οικείας επιχειρήσεως θα είχε παράσχει στον ιδιώτη δανειστή «τη δυνατότητα να ανακτήσει σημαντικότερο μέρος των απαιτήσεών [του]».


44 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σημείο 36).


45 –      Σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


46 – Αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, C‑83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑3271, σκέψη 25), British Aggregates (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 111) και BNP Paribas (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψεις 100 και 104)˙ βλ., επιπλέον, αποφάσεις HAMSA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 159) και Olympic Airways (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 284).


47 – Υπό την έννοια αυτή, βλ. απόφαση HAMSA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψεις 165 και 171), με την οποία εξετάζεται αν η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νόμου.


48 – Υπό την έννοια αυτή και όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, βλ. απόφαση EDF (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 86 και 104)· βλ. επίσης, όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη δανειστή, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σημείο 37): «πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των παραγόντων».


49 – Σκέψεις 123 έως 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως· στη σκέψη 123 της αποφάσεως γίνεται ρητή παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 54 της επίδικης αποφάσεως.


50 –      Σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο με τη διαπίστωση αυτή παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως θα εξετασθεί στα σημεία 114 και 115 των παρουσών προτάσεων.


51 – Αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψη 11), Ισπανία κατά Lenzing (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σκέψη 56), και της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑290/07 P, Επιτροπή κατά Scott (Συλλογή 2010, σ. I‑7763, σκέψη 64). Βλ., επίσης, αποφάσεις HAMSA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 127) και Olympic Airways (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 285).


52 – Αποφάσεις Chronopost (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 143) και Επιτροπή κατά Scott (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 51, σκέψη 66, τελευταίο εδάφιο).


53 –      Διάταξη της 25ης Απριλίου 2002, C‑323/00 P, DSG Dradenauer Stahlgesellschaft κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑3919, σκέψη 43), καθώς και αποφάσεις Ισπανία κατά Lenzing (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σκέψη 57, τελευταίο εδάφιο) και Επιτροπή κατά Scott (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 51, σκέψη 66, πρώτο εδάφιο).


54 –      Σκέψεις 123 έως 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, ιδίως, σκέψη 129.


55 –      Βλ., συναφώς, σκέψεις 123 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


56 – Η Επιτροπή τόνισε κατ’ επανάληψη, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν θα ασκούσε εν προκειμένω σημαντική επιρροή στη λήψη της αποφάσεως του ιδιώτη δανειστή. Η Frucona αντέκρουσε έντονα το επιχείρημα αυτό.


57 –      Βλ. σκέψεις 124 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


58 –      Βλ., ιδίως, τις σκέψεις 128 και 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


59 –      Βλ. τις προτάσεις μου της 17ης Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση C‑441/07 P, Επιτροπή κατά Alrosa (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Συλλογή 2010, σ. I‑5949, σημείο 84).


60 –      Σκέψεις 134 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


61 –      Σκέψεις 123 έως 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


62 – Σκέψεις 116 έως 120, 128, 137 και 185 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


63 –      Σκέψεις 113 και 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


64 – Κατά τη γλώσσα διαδικασίας: «Further or alternatively».


65 –      Βλ., ανωτέρω, τα σημεία 26 και 27 των παρουσών προτάσεων.


66 – Αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑164/98 P, DIR International Film κλπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «DIR» (Συλλογή 2000, σ. I‑447, σκέψεις 38 και 49), της 1ης Ιουνίου 2006, C‑442/03 P και C‑471/03 P, P&O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑4845, σκέψεις 60 και 67), και British Aggregates (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 141).


67 – Αποφάσεις της 22ας Μαΐου 1990, C‑70/88, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1990, σ. I‑2041, σκέψη 22), και της 6ης Μαΐου 2008, C‑133/06, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. I‑3189, σκέψη 57)· υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, C‑539/09, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2011, σ. Ι‑11235, σκέψη 56).


68 –      Βλ., συναφώς, την παρατεθείσα στην υποσημείωση 66 νομολογία.


69 – Υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2009, C‑431/07 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑2665, σκέψη 68), και της 19ης Ιουλίου 2012, C‑628/10 P και C‑14/11 P, Alliance One International κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (σκέψεις 121 και 122).


70 –      Βλ., ιδίως, τις σκέψεις 149 έως 151 και 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


71 –      Σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


72 –      Αποφάσεις DIR (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 66, σκέψη 42) και British Aggregates (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 142).


73 –      Βλ. συναφώς, ανωτέρω, σημεία 92 έως 94 των παρουσών προτάσεων.


74 – Στις 9 Ιουλίου 2004, ημερομηνία κατά την οποία η τοπική φορολογική αρχή ενέκρινε την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της Frucona, το ποσό των 1,2 εκατομμυρίων SKK αντιστοιχούσε σε περίπου 30 079 ευρώ (σύμφωνα με την απαντώσα στην ΕΕ 2004, C 178, σ. 1, συναλλαγματική ισοτιμία). Στις 17 Δεκεμβρίου 2004, ημερομηνία κατά την οποία η Frucona κατέβαλε το συνομολογηθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ποσό φόρου καταναλώσεως στην τοπική φορολογική αρχή, το ποσό των 1,2 εκατομμυρίων SKK αντιστοιχούσε σε περίπου 31 061 ευρώ (σύμφωνα με την απαντώσα στην ΕΕ 2004, C 313, σ. 1, συναλλαγματική ισοτιμία).


75 –      Σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


76 –      Βλ. συναφώς, ανωτέρω, ιδίως σημείο 60 των παρουσών προτάσεων.


77 –      Σκέψεις 124 έως 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


78 –      Βλ., ανωτέρω, σημεία 48 έως 51 των παρουσών προτάσεων.


79 –      Βλ., ανωτέρω, σημεία 61 και 62 των παρουσών προτάσεων.


80 –      Αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 50 και 159), της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑5361, σκέψη 16), και της 9ης Ιουνίου 2011, C‑71/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι‑4727, σκέψη 152).


81 – Αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑229/05, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψη 37), της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑10005, σκέψη 37), και «Venezia vuole vivere» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 80, σκέψη 153).


82 –      Σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


83 –      Βλ., επίσης, σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


84 – Οι περιστάσεις αυτές περιγράφονται διεξοδικά στις σκέψεις 124 έως 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο έντονης και οξύτατης αντιπαραθέσεως κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.


85 – Πιθανώς η Επιτροπή έλαβε, στο πλαίσιο αυτό, υπόψη –καλώς ή κακώς– τη νομολογία κατά την οποία δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει θέση, αιτιολογώντας τις αποφάσεις της, επί εκτιμήσεων οι οποίες είναι προδήλως αλυσιτελείς, άνευ σημασίας ή σαφώς δευτερεύουσες (αποφάσεις Chronopost, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 89, της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony κατά Impala, αποκαλούμενη Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 167, και Elf Aquitaine, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 154).


86 – Αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2007, C‑95/04 P, British Airways κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑2331, σκέψη 137), Impala (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 85, σκέψη 29), της 29ης Μαρτίου 2011, C‑352/09, P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι‑2359, σκέψη 180), και Elf Aquitaine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 68).