Language of document : ECLI:EU:C:2015:12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 15ης Ιανουαρίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Προσδιορισμός της εφαρμοστέας επί εργαζομένων νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Δυνατότητα εφαρμογής — Εργασία υπηκόου κράτους μέλους σε προξενείο τρίτης χώρας εγκατεστημένο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο εν λόγω υπήκοος — Σύμβαση της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων — Άρθρο 71, παράγραφος 2 — Εθνική νομοθεσία παρέχουσα διευκολύνσεις, προνόμια και ασυλίες στους μόνιμους κατοίκους»

Στην υπόθεση C‑179/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 9ης Απριλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank

κατά

L. F. Evans,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas, E. Juhász και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Απριλίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank, εκπροσωπούμενο από τον H. van der Most,

–        η L. F. Evans, εκπροσωπούμενη από τον N. Matt, advocaat,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Langer καθώς και από τις M. Bulterman και M. Gijzen,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes, επικουρούμενο από τον A. Silva Rocha, Professor,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. van Beek,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, 3 και/ή 16 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και, επικουρικώς, του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank (στο εξής: Svb) και της L. F. Evans, Βρετανίδας υπηκόου, με αντικείμενο τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αφορούν την περίοδο κατά την οποία εργαζόταν στο Γενικό Προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) και υπαγόταν σε προνομιακό καθεστώς δυνάμει του οποίου απαλλασσόταν, μεταξύ άλλων, από την υποχρέωση καταβολής κάθε ασφαλιστικής εισφοράς και δεν ήταν, συνεπώς, ασφαλισμένη στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Η Σύμβαση της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 24 Απριλίου 1963 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 596, σ. 261, στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης του 1963), ορίζει στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3:

«1.      Διά τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως οι ακόλουθοι όροι νοούνται ως καθορίζονται κατωτέρω:

α)      Διά του όρου “Προξενική Αρχή” νοείται παν Γενικό Προξενείον, Προξενείον, Υποπροξενείον και Προξενικόν Πρακτορείον.

[…]

γ)      Διά του όρου “Αρχηγός της Προξενικής Αρχής” νοείται το πρόσωπο το εντεταλμένον όπως ενεργή υπό την ιδιότητα ταύτην.

δ)      Διά του όρου “Προξενικός Λειτουργός” νοείται παν πρόσωπον συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της Προξενικής Αρχής, εντεταλμένον υπό την ιδιότητα ταύτην διά την άσκησιν των προξενικών καθηκόντων.

ε)      Διά του όρου “Ειδικός Προξενικός υπάλληλος” νοείται παν πρόσωπον χρησιμοποιούμενον εις τας διοικητικάς ή τεχνικάς υπηρεσίας Προξενικής τινός Αρχής.

στ)      Διά του όρου “μέλος του υπηρετικού προσωπικού” νοείται παν πρόσωπον εντεταγμένον εις την υπηρετικήν εργασίαν Προξενικής τινός Αρχής.

ζ)      Διά του όρου “μέλη της Προξενικής Αρχής” νοούνται οι προξενικοί λειτουργοί, οι ειδικοί υπάλληλοι και τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού.

η)      Διά του όρου “μέλη του προξενικού προσωπικού” νοούνται οι προξενικοί λειτουργοί πλην του αρχηγού της Προξενικής Αρχής, οι ειδικοί Προξενικοί υπάλληλοι και τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού.

θ)      Διά του όρου “μέλος του ιδιωτικού προσωπικού” νοείται το πρόσωπον το χρησιμοποιούμενον αποκλειστικώς εις την ιδιωτικήν υπηρεσίαν μέλους της προξενικής Αρχής.

[…]

3.      Η ιδιάζουσα κατάστασις των μελών των Προξενικών Αρχών άτινα είναι υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής διέπεται υπό του άρθρου 71 της παρούσης συμβάσεως.»

4        Το άρθρο 48 της Συμβάσεως αυτής, το οποίο επιγράφεται «Απαλλαγή εκ του καθεστώτος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα μέλη της Προξενικής Αρχής, ως προς τας υπηρεσίας τας προσφερομένας εις το αποστέλλον Κράτος, και τα μέλη της οικογενείας των μετ’ αυτών συνοικούντα, εξαιρούνται των διατάξεων των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αίτινες δυνατόν να ισχύωσι εν τω Κράτει διαμονής.

2.      Η απαλλαγή η προβλεπομένη εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται ωσαύτως εις τα μέλη του ιδιωτικού προσωπικού άτινα είναι εις την αποκλειστικήν υπηρεσίαν των μελών της Προξενικής Αρχής υπό τον όρον:

α.      ότι δεν είναι υπήκοοι του Κράτους διαμονής ή δεν έχουσιν εν αυτώ την μόνιμον κατοικίαν των και

β.      να υπάγωνται εις τας διατάξεις περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αι οποίαι ισχύουσιν εν τω αποστέλλοντι Κράτει ή εν τρίτω Κράτει.

3.      Τα μέλη της Προξενικής Αρχής, άτινα έχουσιν εις την υπηρεσίαν των πρόσωπα εις τα οποία η απαλλαγή η προβλεπομένη εν τη παραγράφω 2 του παρόντος άρθρου δεν έχει εφαρμογήν, δέον να τηρώσι τας υποχρεώσεις τας οποίας αι διατάξεις περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων επιβάλλουσιν εις τον εργοδότην.

4.      Η προβλεπομένη απαλλαγή εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει την εκουσίαν μετοχήν εις το καθεστώς των Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Κράτους διαμονής, εφ’ όσον είναι επιτρεπτή υπό του Κράτους τούτου.»

5        Το άρθρο 71 της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο επιγράφεται «Υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Εκτός εάν ήθελον παρασχεθή συμπληρωματικαί διευκολύνσεις, προνόμια και ασυλίαι υπό του Κράτους διαμονής, οι προξενικοί λειτουργοί αίτινες είναι υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής, δεν απολαύουσιν ειμή ετεροδικίας και του προσωπικού απαραβιάστου δια τας επισήμους πράξεις τας τελεσθείσας εν τη ασκήσει των καθηκόντων των και του προνομίου του προβλεπομένου εν τη παραγράφω 3 του άρθρου 44. Όσον αφορά τους προξενικούς τούτους λειτουργούς, το Κράτος διαμονής βαρύνεται ωσαύτως διά της προβλεπομένης εν άρθρω 42 υποχρεώσεως. Όταν ποινική αγωγή κινήται εναντίον τοιούτου προξενικού λειτουργού, η διαδικασία δέον όπως διεξάγηται κατά τρόπον παρενοχλούντα το ολιγώτερον δυνατόν την άσκησιν των προξενικών καθηκόντων.

2.      Τα άλλα μέλη της Προξενικής Αρχής άτινα είναι υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής και τα μέλη της οικογενείας των [...] δεν απολαύουσιν ευκολιών, προνομίων και ασυλιών ειμή εν τω μέτρω καθ’ ο το Κράτος τούτο αναγνωρίζει εις αυτούς ταύτας. [...]»

6        Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατέθεσε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών την πράξη προσχωρήσεώς του στη Σύμβαση της Βιέννης του 1963 στις 17 Δεκεμβρίου 1985, με αποτέλεσμα η εν λόγω Σύμβαση να τίθεται σε ισχύ έναντι αυτού την 16η Ιανουαρίου 1986.

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1612/68

7        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

 Ο κανονισμός 1408/71

8        Η πέμπτη και η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 έχουν ως εξής:

«ότι πρέπει, στο πλαίσιο αυτού του συντονισμού, να υπάρξει εγγύηση, στο εσωτερικό της Κοινότητας, για ίση μεταχείριση των εργαζομένων που είναι πολίτες κρατών μελών καθώς και των προσώπων που έλκουν απ’ αυτούς δικαιώματα και των επιζώντων αυτών έναντι διαφόρων εθνικών νομοθεσιών·

[...]

ότι πρέπει οι μισθωτοί και μη μισθωτοί εργαζόμενοι οι οποίοι διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας να υπάγονται στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι σωρεύσεις εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από αυτές».

9        Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι, για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, ως «μισθωτός» νοείται, μεταξύ άλλων, κάθε πρόσωπο το οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων που καλύπτονται από τους κλάδους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς.

10      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για μισθωτούς ή μη μισθωτούς και για σπουδαστές, που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους.»

11      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Τα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

12      Στον τίτλο ΙΙ που επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Γενικοί κανόνες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[...]».

13      Το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Ειδικοί κανόνες για το προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές και τις προξενικές υπηρεσίες καθώς και για το επικουρικό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ισχύουν για τα μέλη του προσωπικού που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές ή τις προξενικές υπηρεσίες και για τους ιδιωτικούς οικιακούς βοηθούς που ευρίσκονται στην υπηρεσία των υπαλλήλων των αποστολών ή υπηρεσιών αυτών.

2.      Πάντως, οι εργαζόμενοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίοι είναι υπήκοοι του κράτους μέλους που διαπιστεύει ή αποστέλλει, δύνανται να επιλέξουν την εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους αυτού. Το δικαίωμα αυτό επιλογής δύναται να ασκείται εκ νέου στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους και δεν έχει αναδρομική ισχύ.

[...]»

14      Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε από 1ης Μαΐου 2010 με τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1). Ο εν λόγω δεύτερος κανονισμός δεν εφαρμόζεται, εντούτοις, στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Το ολλανδικό δίκαιο

15      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί γενικευμένης ασφαλίσεως γήρατος (Algemene Ouderdomswet, Stb. 1956, αριθ. 281, στο εξής: AOW) προβλέπει ότι στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως είναι ασφαλισμένοι, μεταξύ άλλων, οι κάτοικοι των Κάτω Χωρών. Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ορίζει ότι «η κατηγορία των ασφαλισμένων προσώπων μπορεί να διευρυνθεί ή να περιοριστεί με γενικά διοικητικά μέτρα ή, δυνάμει τούτων, κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2».

16      Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, του AOW, οι ολλανδικές αρχές εξέδωσαν διάφορα διατάγματα για τη διεύρυνση και τον περιορισμό της κατηγορίας των ασφαλισμένων στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων κατά τη διάρκεια των ετών 1976, 1989 και 1998.

17      Κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω διαταγμάτων για τη διεύρυνση και τον περιορισμό της κατηγορίας των ασφαλισμένων στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, οι προξενικοί λειτουργοί και υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού προσωπικού, δεν υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, εκτός εάν έχουν την ολλανδική ιθαγένεια ή, στα ισχύοντα από 1ης Ιουλίου 1989 διατάγματα, εάν κατοικούν μονίμως στις Κάτω Χώρες.

18      Όσον αφορά το εν λόγω καθεστώς μονίμου κατοίκου, οι ολλανδικές αρχές έκριναν αρχικώς ότι οι προξενικοί υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ε΄, της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963, οι οποίοι κατοικούσαν στις Κάτω Χώρες αλλά είχαν αλλοδαπή ιθαγένεια δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν μόνιμοι κάτοικοι κατά την έννοια των άρθρων 1, παράγραφος 3, και 71 της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963 και, συνεπώς, να τύχουν του προβλεπομένου στο άρθρο 48 της Συμβάσεως αυτής προνομιακού καθεστώτος.

19      Από 1ης Αυγούστου 1987, οι ολλανδικές αρχές άλλαξαν άποψη και έκριναν ότι το τοπικώς προσληφθέν προσωπικό που κατοικούσε στις Κάτω Χώρες για χρονικό διάστημα άνω του έτους από την ημερομηνία προσλήψεώς του θα έπρεπε να θεωρούνται μόνιμοι κάτοικοι, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να τύχουν του προβλεπομένου στη Σύμβαση της Βιέννης του 1963 προνομιακού καθεστώτος. Για να μη θιγούν κεκτημένες νομικές καταστάσεις, οι αρχές αυτές αποφάσισαν ότι η εν λόγω αλλαγή δεν θα είχε καμία συνέπεια για τους ήδη εργαζομένους σε προξενική αρχή προ της 1ης Αυγούστου 1987. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του έτους 1999, το ολλανδικό Υπουργείο Εξωτερικών παρέσχε στα εν λόγω πρόσωπα που εργάζονταν ήδη σε προξενείο ή σε πρεσβεία στις Κάτω Χώρες προ της 1ης Αυγούστου 1987 τη δυνατότητα να επιλέξουν, πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 1999, τυχόν υπαγωγή τους στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Η L. F. Evans, βρετανικής ιθαγένειας, εργάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το έτος 1972 έως το έτος 1973 και ακολούθως εγκαταστάθηκε, το ίδιο έτος, στις Κάτω Χώρες όπου εργάστηκε αρχικώς σε διάφορες επιχειρήσεις και, στη συνέχεια, έως τον Απρίλιο του 1980, στο Γενικό Προξενείο του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες).

21      Από τις 17 Νοεμβρίου 1980 εργάζεται στο Γενικό Προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο Άμστερνταμ ως μέλος του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963 και είναι, από την έναρξη ασκήσεως των καθηκόντων της, ασφαλισμένη για την περίπτωση ασθένειας από τον εργοδότη της σε ολλανδική ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία.

22      Εκτιμώντας ότι η L. F. Evans δεν μπορούσε να θεωρηθεί μόνιμη κάτοικος των Κάτω Χωρών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963, το Υπουργείο Εξωτερικών της αναγνώρισε, από την έναρξη ασκήσεως των καθηκόντων της, το προβλεπόμενο στη Σύμβαση της Βιέννης του 1963 προνομιακό καθεστώς το οποίο συνεπαγόταν, μεταξύ άλλων, απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των περισσότερων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπώς, η L. F. Evans δεν υπαγόταν, από την ημερομηνία αυτή, σε κανέναν κλάδο κοινωνικής ασφαλίσεως.

23      Κατά τη διάρκεια του έτους 1999, η L. F. Evans κλήθηκε από τις ολλανδικές αρχές να επιλέξει, όπως εκτίθεται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ της διατηρήσεως του προνομιακού καθεστώτος της και της υπαγωγής της στο μέλλον στο ολλανδικό γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Στις 5 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους επέλεξε τη διατήρηση του εν λόγω καθεστώτος, δηλώνοντας συγκεκριμένα τα εξής: «επιθυμώ να διατηρήσω το προνομιακό καθεστώς μου, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν είμαι ασφαλισμένη βάσει του ολλανδικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και, συνεπώς, δεν δικαιούμαι την κάλυψη που αυτό παρέχει».

24      Κατά τη διάρκεια του έτους 2008, η L. F. Evans ζήτησε από το Svb να την ενημερώσει σχετικά με τις περιόδους κατά τις οποίες ήταν ασφαλισμένη δυνάμει του AOW για τον υπολογισμό της μελλοντικής συντάξεώς της. Στις 27 Μαρτίου 2008, το Svb της δήλωσε ότι εκτιμούσε ότι ήταν ασφαλισμένη στο εν λόγω ταμείο κατά την περίοδο από το έτος 1973 έως το έτος 1980, αλλά όχι κατά την περίοδο που εργαζόταν στο Γενικό Προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Συναφώς, το Svb στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή της στο μέτρο που οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο γεγονός ότι, δυνάμει της ολλανδικής ρυθμίσεως, η οποία είναι η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω, οι προξενικοί υπάλληλοι και τα μέλη του διοικητικού προσωπικού δεν υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, εκτός εάν έχουν την ολλανδική ιθαγένεια.

25      Η L. F. Evans άσκησε, τότε, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως του Svb η οποία κρίθηκε αβάσιμη και, ακολούθως, προσφυγή ενώπιον του Rechtbank Amsterdam. Με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, το δικαστήριο αυτό αποφάνθηκε ότι η L. F. Evans έπρεπε να λογίζεται ασφαλισμένη δυνάμει του AOW κατά την περίοδο από τις 18 Νοεμβρίου 1980 έως τις 12 Μαρτίου 2008, για τον λόγο ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 επιβάλλει την εξομοίωση της βρετανικής ιθαγένειας της L. F. Evans με την ολλανδική ιθαγένεια, σύμφωνα με την απόφαση Boukhalfa (C‑214/94, EU:C:1996:174). Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, εξάλλου, ότι η L. F. Evans έπρεπε να θεωρηθεί μόνιμη κάτοικος και ότι το ευεργέτημα ενός προνομιακού καθεστώτος ήταν συναφώς άνευ σημασίας.

26      Το Svb άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Centrale Raad van Beroep.

27      Το Centrale Raad van Beroep, έχοντας αμφιβολίες σχετικά με το ζήτημα εάν, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω ιθαγένειας και, επικουρικώς, εάν, σε περίπτωση έμμεσης διακρίσεως, αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Έχουν τα άρθρα 2 και/ή 16 του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι ένα πρόσωπο όπως η L. F. Evans, η οποία είναι υπήκοος κράτους μέλους, άσκησε το δικαίωμά της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, υπήχθη στην ολλανδική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως, και η οποία εργάστηκε στη συνέχεια ως μέλος του προσωπικού του Γενικού Προξενείου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις Κάτω Χώρες, δεν εμπίπτει πλέον, από της αναλήψεως των εν λόγω καθηκόντων, στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2      α)      Έχουν το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 και/ή το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 την έννοια ότι η υπαγωγή της L. F. Evans στο προνομιακό καθεστώς, το οποίο εν προκειμένω συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην προαιρετική υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων και στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των σχετικών εισφορών, πρέπει να θεωρηθεί επαρκής δικαιολογητικός λόγος της υφιστάμενης διακρίσεως λόγω ιθαγένειας;

β)      Ποιες έννομες συνέπειες απορρέουν συναφώς από το γεγονός ότι η L. F. Evans επέλεξε, αφού ερωτήθηκε σχετικώς τον Δεκέμβριο του 1999, να εξακολουθήσει να υπάγεται στο προνομιακό καθεστώς;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

28      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού, μπορεί να έχει την έννοια ότι, για την περίοδο κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους εργάστηκε σε προξενική αρχή τρίτης χώρας εγκατεστημένη στο έδαφος κράτους μέλους του οποίου δεν είναι υπήκοος, αλλά στο οποίο κατοικεί, ο υπήκοος αυτός μπορεί να θεωρηθεί από το εν λόγω κράτος μέλος ότι δεν υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και, εξ αυτού του γεγονότος, να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

29      Εκ προοιμίου πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ο κανονισμός αυτός ισχύει για μισθωτούς που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και είναι υπήκοοι κράτους μέλους.

30      Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η L. F. Evans είναι υπήκοος κράτους μέλους και ότι, όσον αφορά την επίδικη περίοδο, δεν υπαγόταν σε κανέναν κλάδο κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους από την έναρξη ασκήσεως των καθηκόντων της στο Γενικό Προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

31      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της L. F. Evans, δηλαδή πρόσωπο που εργάζεται σε προξενική αρχή τρίτης χώρας εγκατεστημένη στο έδαφος κράτους μέλους του οποίου δεν είναι υπήκοος, αλλά στο οποίο κατοικεί, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

32      Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφέρει από εκείνη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Boukhalfa (EU:C:1996:174), την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, καθόσον η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος εργαζόταν σε πρεσβεία κράτους μέλους εγκατεστημένη στο έδαφος τρίτης χώρας.

33      Ομοίως πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει, κατ’ αρχήν, την αρμοδιότητα των κρατών μελών να οργανώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Salgado González, C‑282/11, EU:C:2013:86, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Ελλείψει εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος ή υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε ορισμένο κλάδο ενός τέτοιου συστήματος (βλ., συναφώς, αποφάσεις van Pommeren‑Bourgondiën, C‑227/03, EU:C:2005:431, σκέψη 33, και, Bakker, C‑106/11, EU:C:2012:328, σκέψη 32).

35      Αφετέρου πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, το οποίο αποτελεί μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και δεσμεύει τα όργανά της (βλ., συναφώς, αποφάσεις Racke, C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψεις 45 και 46, καθώς και Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 291).

36      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, η «υπαγωγή στη νομοθεσία κράτους μέλους» κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1408/71 πρέπει, συνεπώς, να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων του εθιμικού διεθνούς δικαίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Salemink, C‑347/10, EU:C:2012:17, σκέψη 31), δηλαδή της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963 η οποία κωδικοποιεί το δίκαιο των προξενικών σχέσεων και περιέχει αρχές και κανόνες ουσιώδεις για τη διατήρηση ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των κρατών και οικουμενικώς παραδεδεγμένους από έθνη με οποιοδήποτε ηθικό, πολιτισμικό και πολιτικό σύστημα [βλ. απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 1980, υπόθεση που αφορά το διπλωματικό και προξενικό προσωπικό των Ηνωμένων Πολιτειών στην Τεχεράνη (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά Ιράν), Recueil des arrêts, avis, consultatifs et ordonnances 1980, σ. 3, σκέψη 45].

37      Όσον αφορά το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στο προξενικό προσωπικό, η Σύμβαση της Βιέννης του 1963 προβλέπει στο άρθρο 48, ότι τα μέλη της προξενικής αρχής, όσον αφορά τις προσφερόμενες στο αποστέλλον κράτος υπηρεσίες εξαιρούνται, κατ’ αρχήν, των διατάξεων κοινωνικής ασφαλίσεως που είναι δυνατό να ισχύουν στο κράτος διαμονής, ορίζοντας παραλλήλως στο άρθρο 71, παράγραφος 2, ότι τα μέλη της προξενικής αρχής που είναι υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του κράτους διαμονής τυγχάνουν των διευκολύνσεων, προνομίων και ασυλιών που τους αναγνωρίζει το κράτος αυτό.

38      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, για την περίοδο προ της 1ης Αυγούστου 1987, η ολλανδική ρύθμιση προέβλεπε ότι οι προξενικοί λειτουργοί και υπάλληλοι που δεν είχαν την ολλανδική ιθαγένεια δεν υπάγονταν στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων και ότι, για τη μεταγενέστερη της εν λόγω ημερομηνίας περίοδο, οι προξενικοί λειτουργοί και υπάλληλοι που ήταν μόνιμοι κάτοικοι των  Κάτω Χωρών υπάγονταν στο εν λόγω σύστημα, προβλέποντας παραλλήλως, για το προσωπικό που είχε αναλάβει καθήκοντα προ της 1ης Αυγούστου 1987, τη δυνατότητα επιλογής, βάσει της οποίας θα μπορούσε να εξακολουθεί να μην είναι ασφαλισμένο στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, επιλογή στην οποία προέβη η L. F. Evans.

39      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προτίθετο να κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρείχε το άρθρο 71, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963, να εξαιρέσει ορισμένα μέλη της προξενικής αρχής, όπως η L. F. Evans, από το ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

40      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μέλος του προσωπικού προξενικής αρχής ευρισκόμενο στην κατάσταση της L. F. Evans δεν υπάγεται, για την περίοδο κατά την οποία απασχολείται από προξενική αρχή τρίτης χώρας, στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως του οικείου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1408/71, και, επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

41      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονισθεί από το άρθρο 16 του κανονισμού 1408/71, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963.

42      Συναφώς, η L. F. Evans υποστηρίζει ότι υπάγεται στην ολλανδική νομοθεσία δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού κατά την οποία οι διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού ισχύουν για τα μέλη του προσωπικού που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές ή στις προξενικές υπηρεσίες και για τους ιδιωτικούς οικιακούς βοηθούς που ευρίσκονται στην υπηρεσία των υπαλλήλων των αποστολών ή υπηρεσιών αυτών.

43      Πρέπει να υπογραμμιστεί, συναφώς, ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 δεν έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις εν λόγω προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Kits van Heijningen, C‑2/89, EU:C:1990:183, σκέψη 19, καθώς και Salemink, EU:C:2012:17, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Καίτοι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητά τους να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως, οφείλουν, εντούτοις, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης. Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας των προσώπων επί των οποίων εφαρμόζεται η νομοθεσία αυτή δυνάμει του κανονισμού 1408/71 (βλ. αποφάσεις Salemink, EU:C:2012:17, σκέψη 40, και Bakker, EU:C:2012:328, σκέψη 33). Το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 έχει, συνεπώς, ως αποτέλεσμα να μη μπορεί να αντιταχθεί στα πρόσωπα που αφορά η διάταξη αυτή ρήτρα της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, δυνάμει της οποίας η προβλεπόμενη από την εν λόγω νομοθεσία υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως εξαρτάται από προϋπόθεση κατοικίας στο οικείο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, αποφάσεις Salemink, EU:C:2012:17, σκέψη 45, και Bakker, EU:C:2012:328, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι η υπαγωγή εργαζομένου στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους, κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71, θα καθορίζεται αυτοτελώς από τον κανονισμό αυτό, ανεξαρτήτως της εθνικής νομοθεσίας που διέπει την υπαγωγή.

46      Όσον αφορά ειδικότερα τα μέλη του προσωπικού που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές και στις προξενικές υπηρεσίες του άρθρου 16 του κανονισμού 1408/71, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό απλώς και μόνον καθορίζει την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, όπως και το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού, όπως προκύπτει σαφώς από τον τίτλο II του εν λόγω κανονισμού και από το γράμμα του εν λόγω άρθρου 16. Αντιθέτως, αυτό το ίδιο άρθρο 16 δεν προβλέπει τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, οι οποίες πρέπει, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, να καθορίζονται από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου διεθνούς δικαίου.

47      Συνεπώς ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 ούτε το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή στους υπηκόους κρατών μελών οι οποίοι εργάζονται σε προξενικές αρχές τρίτης χώρας και οι οποίοι, όπως η L. F. Evans, δεν υπάγονται στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού, δικαιώματος υπαγωγής στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους ή την επιβολή υποχρεώσεως υπαγωγής τους σε τέτοιο σύστημα.

48      Καθόσον η Σύμβαση της Βιέννης του 1963 δεν απαιτεί την υποχρεωτική υπαγωγή των μελών προξενικής αρχής τα οποία είναι μόνιμοι κάτοικοι του κράτους διαμονής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους, η ανωτέρω ερμηνεία τηρεί τις επιταγές της εν λόγω Συμβάσεως.

49      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι, για την περίοδο κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους εργάστηκε σε προξενική αρχή τρίτης χώρας εγκατεστημένη στο έδαφος κράτους μέλους του οποίου δεν είναι υπήκοος, αλλά στο οποίο κατοικεί, ο υπήκοος αυτός δεν υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους διαμονής του, η οποία θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Βιέννης του 1963, ο εν λόγω υπήκοος δεν υπάγεται στο εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

50      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι, για την περίοδο κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους εργάστηκε σε προξενική αρχή τρίτης χώρας εγκατεστημένη στο έδαφος κράτους μέλους του οποίου δεν είναι υπήκοος, αλλά στο οποίο κατοικεί, ο υπήκοος αυτός δεν υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους διαμονής του, η οποία θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 24 Απριλίου 1963, ο εν λόγω υπήκοος δεν υπάγεται στο εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.