Language of document : ECLI:EU:C:2013:197

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 21ης Μαρτίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑86/12

Adzo Domenyo Alokpa,

Jarel Moudoulou,

Eja Moudoulou

κατά

Ministre du Travail, de l’Emploi et de l’Immigration

[αίτηση του Cour administrative (Λουξεμβούργο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Δικαίωμα διαμονής – Ανήλικα τέκνα που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και συντηρούνται από ανιόντα, υπήκοο τρίτου κράτους – Άρνηση άλλου κράτους μέλους να επιτρέψει τη διαμονή και να χορηγήσει άδεια διαμονής και άδεια εργασίας – Συνέπειες από την πραγματική άσκηση των δικαιωμάτων που είναι συνυφασμένα με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Cour administrative (Λουξεμβούργο), αφορά την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα, ενδεχομένως, των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το βασικό όμως ζήτημα που εγείρει είναι αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38/EK (2).

2.        Το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος το οποίο έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο προέκυψε στο πλαίσιο της εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ, αφενός, της A. D. Alokpa, υπηκόου του Τογκό, και των δύο τέκνων της, τα οποία γεννήθηκαν στο Λουξεμβούργο και έχουν τη γαλλική ιθαγένεια, και, αφετέρου, του Ministre du Travail, de l’Emploi et de l’Immigration (Υπουργού Εργασίας, Απασχόλησης και Μεταναστευτικής Πολιτικής) του Λουξεμβούργου, με αντικείμενο την απόφαση του δεύτερου, πρώτον, να μην παράσχει στην A. D. Alokpa δικαίωμα διαμονής στο Λουξεμβούργο, και, δεύτερον, να της ζητήσει να αποχωρήσει από το Λουξεμβούργο.

3.        Πιο συγκεκριμένα, η A. D. Alokpa, μετά την απόρριψη από τις διοικητικές αρχές και τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου του αιτήματός της για παροχή διεθνούς προστασίας, ζήτησε την υπαγωγή της σε «καθεστώς ανοχής», αίτημα το οποίο, αρχικώς, επίσης απορρίφθηκε. Εντούτοις, λόγω της πρόωρης γεννήσεως των διδύμων της στην πόλη του Λουξεμβούργου (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου) στις 17 Αυγούστου 2008, η A. D. Alokpa υπήχθη στο εν λόγω καθεστώς μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή τους, ο J. Moudoulou, Γάλλος πολίτης, αναγνώρισε τα δίδυμα ως τέκνα του στα οποία χορηγήθηκε γαλλικό διαβατήριο και γαλλική αστυνομική ταυτότητα, αντιστοίχως στις 15 Μαΐου και στις 4 Ιουνίου 2009.

4.        Στις 6 Μαΐου 2010 η εκκαλούσα της κύριας δίκης, προκειμένου να νομιμοποιήσει την κατάστασή της, υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές του Λουξεμβούργου αίτημα για τη χορήγηση άδειας διαμονής ως μέλος οικογενείας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρχές αυτές, αφού έλαβαν συμπληρωματικά στοιχεία από την A. D. Alokpa σχετικά με τους λόγους που την εμπόδιζαν να εγκατασταθεί με τα δύο της τέκνα στη γαλλική επικράτεια όπου διέμενε και ο πατέρας των τέκνων, απέρριψαν, με την από 14 Οκτωβρίου 2010 απόφαση, το εν λόγω αίτημα, υπογραμμίζοντας ότι ούτε η A. D. Alokpa ούτε τα τέκνα πληρούσαν τις προϋποθέσεις που τάσσει η νομοθεσία του Λουξεμβούργου περί μεταφοράς της οδηγίας 2004/38 στην εθνική έννομη τάξη. Επιπλέον, στην εν λόγω απόφαση επισημαινόταν ότι η ιατρική παρακολούθηση των τέκνων μπορούσε κάλλιστα να εξασφαλισθεί στη Γαλλία.

5.        Η αίτηση ακυρώσεως που άσκησε η A. D. Alokpa στο όνομά της και στο όνομα των τέκνων της με αίτημα την ακύρωση των προαναφερθεισών αποφάσεων κρίθηκε αβάσιμη από το tribunal administratif (διοικητικό πρωτοδικείο) με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 και, στη συνέχεια, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της ως άνω δικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Cour administrative.

6.        Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει, πρώτον, ότι η A. D. Alokpa και τα τέκνα έχουν διαγάγει κοινή οικογενειακή ζωή σε κέντρο υποδοχής στο Λουξεμβούργο και απολαύουν της κρατικής μέριμνας, ενώ δεν έχει διατηρηθεί καμία επικοινωνία με τον πατέρα. Εντούτοις, επισημαίνει ότι στην A. D. Alokpa έχει προταθεί σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στο Λουξεμβούργο, η αποδοχή της οποίας θα καταστεί αδύνατη αν δεν χορηγηθεί στην εκκαλούσα της κύριας δίκης άδεια διαμονής και άδεια εργασίας.

7.        Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η περίπτωση των δύο τέκνων ομοιάζει προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ruiz Zambrano (3), επισημαίνοντας πάντως ότι τα τέκνα της A. D. Alokpa δεν διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους του οποίου έχουν την ιθαγένεια.

8.        Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour administrative ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 20 της ΣΛΕΕ, ενδεχομένως σε συνδυασμό με τα άρθρα 20, 21, 24, 33 και 34 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής: Χάρτης], στην περίπτωση κατά την οποία καθένα ή περισσότερα από τα άρθρα αυτά ερμηνευθούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους, την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος, αφενός, να αρνείται να χορηγήσει σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος συντηρεί μόνος του τα πολύ νεαρής ηλικίας τέκνα του, που είναι πολίτες της Ένωσης, άδεια διαμονής στο κράτος μέλος διαμονής των εν λόγω τέκνων όπου αυτά ζουν μαζί του από την ημερομηνία γεννήσεώς τους, χωρίς να έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού και, αφετέρου, να αρνείται στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας τη χορήγηση άδειας διαμονής ή και, ενδεχομένως, άδειας εργασίας;

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τέτοιου είδους αποφάσεις εμποδίζουν τα εν λόγω τέκνα, στο κράτος διαμονής τους στο οποίο έχουν ζήσει από την ημερομηνία γεννήσεώς τους, να ασκήσουν πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που συναρτώνται με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, στην περίπτωση μάλιστα που ο έτερος απευθείας ανιών τους, με τον οποίο ουδέποτε είχαν κοινή οικογενειακή ζωή, διαμένει σε άλλο κράτος της Ένωσης του οποίου είναι υπήκοος;»

9.        Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η A. D. Alokpa και η Λουξεμβουργιανή, η Βελγική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Λιθουανική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιανουαρίου 2013, με εξαίρεση τη Βελγική, την Τσεχική, την Ελληνική, τη Λιθουανική και την Πολωνική Κυβέρνηση οι οποίες δεν παραστάθηκαν.

II – Νομική εκτίμηση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

10.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά βάση, αφενός, αν ο υπήκοος τρίτης χώρας που συντηρεί μόνος του τα μικρής ηλικίας τέκνα του, τα οποία είναι πολίτες της Ένωσης και έχουν γεννηθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχουν την ιθαγένεια και τα οποία ουδέποτε έχουν ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, μπορεί να αντλήσει από το δικαίωμα αυτό ένα παράγωγο δικαίωμα διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, αν η απόφαση με την οποία έχει απορριφθεί το αίτημα του εν λόγω υπηκόου για χορήγηση άδειας διαμονής και έχει διαταχθεί η αποχώρησή του από το Λουξεμβούργο έχει ως αποτέλεσμα να αποστερεί τα τέκνα αυτά από τη δυνατότητα της πραγματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.

11.      Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, έχω την άποψη ότι επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η απόρριψη της διαπιστώσεως του δικαστηρίου αυτού, υπέρ της οποίας έχουν ταχθεί η Γερμανική και η Βελγική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, ότι η υπό κρίση περίπτωση, όπως και η περίπτωση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Ruiz Zambrano, είναι «αμιγώς εσωτερική υπόθεση».

12.      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση Ruiz Zambrano, καθώς και από τις αποφάσεις McCarthy και Dereci κ.λπ. (4), το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, μνεία του οποίου γίνεται στο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ελλείψει οποιουδήποτε διασυνοριακού στοιχείου που να υφίσταται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, στην περίπτωση πολιτών της Ένωσης που διαμένουν στο κράτος μέλος του οποίου έχουν την ιθαγένεια και που δεν έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους σε ελεύθερη κυκλοφορία.

13.      Πάντως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα τέκνα της A. D. Alokpa, αμφότερα πολίτες της Ένωσης, διαμένουν σε κράτος μέλος του οποίου δεν έχουν την ιθαγένεια.

14.      Επομένως, η περίπτωση αυτή μπορεί να εξομοιωθεί προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Zhu και Chen (5), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η περίπτωση τέκνου μικρής ηλικίας που ήταν πολίτης της Ένωσης, διέμενε σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είχε την ιθαγένεια και δεν είχε ασκήσει το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία ενέπιπτε παρά ταύτα στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων (6), ιδίως των διατάξεων της οδηγίας 90/364/ΕΟΚ (7), η οποία αντικαταστάθηκε και καταργήθηκε από την οδηγία 2004/38.

15.      Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι αυτή ισχύει, μεταξύ άλλων, για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι, περίπτωση στην οποία εμπίπτουν τα τέκνα της A. D. Alokpa.

16.      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται, κατά πρώτο λόγο, να εξεταστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα τέκνα μικρής ηλικίας που είναι πολίτες της Ένωσης και διαμένουν σε κράτος μέλος του οποίου δεν έχουν την ιθαγένεια, πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38, ιδίως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αυτής. Κατά δεύτερο λόγο, θα πρέπει να εξεταστεί αν η μητέρα τους, ως απευθείας ανιών, που έχει την ιθαγένεια τρίτου κράτους, μπορεί να επικαλεστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής (8).

17.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, επιβάλλεται η αναδιατύπωση του πρώτου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος υπό την έννοια ότι το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/38 την οποία μνημονεύει, κατά τα λοιπά, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και την οποία αφορά το μεγαλύτερο μέρος των παρατηρήσεων της Λουξεμβουργιανής, της Τσεχικής, της Ελληνικής, της Λιθουανικής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής (9).

 Επί του πρώτου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της οδηγίας 2004/38

18.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο αναδιατυπωμένο ερώτημα, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής.

19.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Zhu και Chen όσον αφορά τη διάταξη της οδηγίας 90/364 που ήταν ουσιαστικά πανομοιότυπη με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, αρκεί οι πολίτες των κρατών μελών να «διαθέτουν» τους απαραίτητους πόρους, χωρίς η διάταξη αυτή να επιβάλλει την παραμικρή υποχρέωση όσον αφορά την προέλευση των πόρων αυτών (10).

20.      Κατά συνέπεια, προκειμένου να πληρούται η προϋπόθεση των «επαρκών πόρων» κατ’ άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, ο πολίτης της Ένωσης δεν είναι αναγκαίο να διαθέτει ο ίδιος τους πόρους αυτούς, αλλά μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα διαμονής ακόμη και όταν οι εν λόγω πόροι προέρχονται από μέλος της οικογένειάς του που είναι απευθείας ανιών του και έχει την επιμέλεια του πολίτη αυτού.

21.      Εντούτοις, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, σε αντίθεση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Zhu και Chen (11), τα τέκνα της A. D. Alokpa δεν διαθέτουν μέσα για τη συντήρησή τους, με συνέπεια να έχουν τεθεί πλήρως, μαζί με τη μητέρα τους, υπό την κρατική μέριμνα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, στο έδαφος του οποίου οι τρεις εκκαλούντες της κύριας δίκης διαμένουν σε κέντρο υποδοχής.

22.      Όπως επισήμαναν ενώπιον του Δικαστηρίου πολλοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία, τα τέκνα της A. D. Alokpa προφανώς δεν πληρούν την προϋπόθεση περί επαρκών πόρων και την προϋπόθεση περί πλήρους ασφαλιστικής καλύψεως ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38.

23.      Εντούτοις, όπως επίσης προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η A. D. Alokpa ουδέποτε είχε την πρόθεση να επιβαρύνει το κράτος του Λουξεμβούργου, ενώ της είχε γίνει πρόταση συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου στο Λουξεμβούργο, για την αποδοχή της οποίας η μόνη προϋπόθεση ήταν να λάβει άδεια διαμονής και άδεια εργασίας στο Λουξεμβούργο. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η A. D. Alokpa, κατά την ένδικη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, προσκόμισε αντίγραφο της προτάσεως αυτής.

24.      Στο παρόν στάδιο, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον η εν λόγω πρόταση εργασίας ασκεί επιρροή, και, συνακόλουθα, κατά πόσον είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη όχι οι πόροι που υφίστανται τη δεδομένη χρονική στιγμή αλλά οι μελλοντικοί ή οι δυνητικοί πόροι, προκειμένου να πληρούται η προϋπόθεση περί «επαρκών πόρων», κατ’ άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38.

25.      Το ζήτημα αυτό συζητήθηκε εν εκτάσει από τους ενδιαφερομένους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

26.      Στο πλαίσιο αυτό, η Λουξεμβουργιανή και η Ολλανδική Κυβέρνηση τάχθηκαν υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας της προϋποθέσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, εκτιμώντας ότι απλώς και μόνον η πρόταση συμβάσεως εργασίας αποτελεί δυνατότητα υποθετικής φύσεως προς απόκτηση των απαιτούμενων πόρων η οποία δεν καλύπτεται από το γράμμα της διατάξεως αυτής. Κατά τις κυβερνήσεις αυτές, τα μέσα συντηρήσεως πρέπει να έχουν αποκτηθεί ήδη κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος για τη χορήγηση άδειας διαμονής, ενώ τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί άνευ περιεχομένου και άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η απαίτηση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας.

27.      Δεν μπορώ να δεχθώ την άποψη αυτή επί της αρχής.

28.      Ειδικότερα, θεωρώ, όπως η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι η προϋπόθεση περί «επαρκών πόρων» μπορεί να πληρούται και στην περίπτωση στην οποία υφίσταται σαφής προοπτική για τη μελλοντική απόκτηση πόρων προερχόμενων από προταθείσα σύμβαση εργασίας την οποία ο πολίτης της Ένωσης ή ένα μέλος της οικογένειάς του πρόκειται να αποδεχθεί σε άλλο κράτος μέλος. Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να πάψει να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, μολονότι σκοπός της οδηγίας 2004/38 είναι ακριβώς η ενίσχυση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

29.      Επιπλέον, όσον αφορά το ύψος των επαρκών πόρων, το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/38 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου. Επομένως, κατά τη συνεκτίμηση της συγκεκριμένης καταστάσεως ενός ατόμου, δεν μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη ότι στο άτομο αυτό έχει προταθεί σύμβαση εργασίας από την οποία το εν λόγω άτομο θα μπορεί να αντλεί έσοδα που να του παρέχουν τη δυνατότητα να πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία δεν θα εξασφάλιζε τη δίκαιη μεταχείριση των ατομικών περιπτώσεων των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, με συνέπεια να καταστεί άνευ περιεχομένου το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

30.      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε καταρχήν να εξετάσει την πρόταση συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου προς την A. D. Alokpa προκειμένου να εξακριβώσει αν τα τέκνα της, πολίτες της Ένωσης, διαθέτουν «επαρκείς πόρους» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38.

31.      Εντούτοις, η εξέταση αυτή ενδέχεται να προσκρούει στους εθνικούς δικονομικούς κανόνες στον βαθμό που, όπως παρατήρησα, το αντίγραφο της προτάσεως αυτής προσκομίστηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας επί της αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησαν η A. D. Alokpa και τα τέκνα της ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων του Λουξεμβούργου. Επομένως, για να προχωρήσει στην εξέταση αυτή, το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε να έχει την εξουσία να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων που προσβάλλονται ενώπιόν του, υπό το πρίσμα πραγματικών περιστατικών που είναι μεταγενέστερα της εκδόσεως των εν λόγω αποφάσεων (12).

32.      Επιπλέον, όπως ορθώς επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οδηγία 2004/38 δεν περιέχει κάποια ειδική διάταξη που να καθιστά δυνατή τη μη εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων.

33.      Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι εν λόγω κανόνες τού παρέχουν τη δυνατότητα να λάβει υπόψη την πρόταση εργασίας, αντίγραφο της οποίας προσκόμισε η A. D. Alokpa κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, υπό το πρίσμα των κατοχυρωμένων αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (13).

34.      Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και αν, ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, διερωτώμαι κατά πόσον οι διατάξεις του Χάρτη –των οποίων έχει κάνει μνεία το αιτούν δικαστήριο– θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την ελαστικότερη εφαρμογή ή ακόμη και τη μη εφαρμογή των εν λόγω προϋποθέσεων, προκειμένου ιδίως να διασφαλισθεί ότι θα ληφθεί υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου (άρθρο 24 του Χάρτη) καθώς και ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής (άρθρα 7 και 33 του Χάρτη).

35.      Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, καθόσον θα οδηγούσε στη μη εφαρμογή των ορίων που θέτει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ στο δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών (14) και, επομένως, θα είχε, κατά τη γνώμη μου, ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που έχουν καθοριστεί με τις Συνθήκες, κατά παράβαση του άρθρου 51, παράγραφος 2, του Χάρτη.

36.      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θα υπήρχε λόγος να συζητείται η ύπαρξη τυχόν παράγωγου δικαιώματος διαμονής της A. D. Alokpa στο Λουξεμβούργο, δεδομένου ότι τα τέκνα της, πολίτες της Ένωσης, δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38.

37.      Στην περίπτωση στην οποία το αιτούν δικαστήριο λάβει υπόψη την πρόταση εργασίας προς την A. D. Alokpa, άρα και τους μελλοντικούς ή δυνητικούς πόρους των τέκνων της, αλλά παρά ταύτα διατηρεί αμφιβολίες ως προς την επάρκεια των πόρων αυτών, οι διατάξεις του Χάρτη θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της προσωπικής καταστάσεως των τέκνων, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του δεσμού που τα τέκνα έχουν τυχόν αποκτήσει με το Λουξεμβούργο από της γεννήσεώς τους στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

38.      Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τα τέκνα της A. D. Alokpa πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, τίθεται το ζήτημα του παράγωγου δικαιώματος που αποκτά ενδεχομένως η μητέρα τους.

39.      Όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2004/38, κάνει λόγο μόνο για τους «απευθείας ανιόντες […]» που συντηρούνται από τον πολίτη της Ένωσης, περίπτωση στην οποία ασφαλώς δεν εμπίπτει η A. D. Alokpa.

40.      Στην προαναφερθείσα απόφαση Zhu και Chen, η οποία δημοσιεύθηκε λίγους μήνες μετά την έκδοση της οδηγίας 2004/38 και αφορούσε περίπτωση που ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό προς την υπόθεση της κύριας δίκης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μητέρα πολίτη της Ένωσης μικρής ηλικίας δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ιδιότητα του «συντηρούμενου» απευθείας ανιόντος κατά την έννοια της οδηγίας 90/364 προκειμένου να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής (15).

41.      Ωστόσο, το Δικαστήριο έκαμψε την αυστηρότητα της προϋποθέσεως αυτής, η οποία προβλεπόταν και από το κείμενο της οδηγίας 90/364 (16) επί της οποίας αποφάνθηκε το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι «όταν […] το άρθρο 18 ΕΚ [νυν άρθρο 21 ΣΛΕΕ] και η οδηγία 90/364 απονέμουν δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας εντός του κράτους μέλους υποδοχής στον μικρής ηλικίας ανήλικο υπήκοο άλλου κράτους μέλους, οι ίδιες αυτές διατάξεις επιτρέπουν στον γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια του υπηκόου αυτού να διαμένει μαζί του στο κράτος μέλος υποδοχής» (17).

42.      Βάσει της προαναφερθείσας αποφάσεως Zhu και Chen, η A. D. Alokpa θα μπορούσε να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο Λουξεμβούργο στηριζόμενο τόσο στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ όσο και στις διατάξεις της οδηγίας 2004/38.

43.      Εντούτοις, με την προαναφερθείσα απόφαση Iida, το Δικαστήριο ερμήνευσε το παράγωγο δικαίωμα το οποίο αποκτά ο μη ευρισκόμενος σε κατάσταση εξαρτήσεως υπήκοος τρίτου κράτους που είναι απευθείας ανιών πολίτη της Ένωσης μικρής ηλικίας, όπως στην περίπτωση της προαναφερθείσας αποφάσεως Zhu και Chen, υπό την έννοια ότι το δικαίωμα αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38, αλλά στηρίζεται αποκλειστικώς στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ (18).

44.      Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει τη συνοχή του νομικού πλαισίου που ισχύει για τους πολίτες τρίτων κρατών που είναι μη ευρισκόμενοι σε κατάσταση εξαρτήσεως απευθείας ανιόντες πολιτών της Ένωσης μικρής ηλικίας οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις της οδηγίας 2004/38. Πράγματι, αν γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω απευθείας ανιόντες δεν πληρούν την προϋπόθεση να «συντηρούνται» από πολίτη της Ένωσης και ότι, επομένως, δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής που μπορούν να αποκτήσουν στο κράτος μέλος υποδοχής δεν υπάρχει λόγος να πρέπει να στηρίζεται στις διατάξεις της οδηγίας αυτής.

45.      Είναι λοιπόν πιο εύλογο, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Iida, το παράγωγο αυτό δικαίωμα να στηρίζεται απευθείας και αποκλειστικώς στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ.

46.      Κατά συνέπεια, μπορεί να συναχθεί ότι, εφόσον το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τα τέκνα της A. D. Alokpa, στον βαθμό που μπορούν να στηριχθούν στα νέα στοιχεία που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του ένδικης διαδικασίας, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, η μητέρα τους μπορεί να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο Λουξεμβούργο, βάσει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, ως απευθείας ανιών που έχει την πραγματική επιμέλεια των τέκνων της, πολιτών της Ένωσης.

47.      Με βάση τις ανωτέρω εκτιμήσεις, στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι τα μικρής ηλικίας τέκνα που είναι πολίτες της Ένωσης και συντηρούνται από απευθείας ανιόντα τους, ο οποίος δεν βρίσκεται σε κατάσταση εξαρτήσεως και ασκεί την πραγματική τους επιμέλεια, μπορούν να επικαλεστούν τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38 ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στον εν λόγω ανιόντα, υπήκοο τρίτου κράτους, να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια δεν έχουν τα τέκνα αυτά. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπική κατάσταση των εμπλεκόμενων πολιτών της Ένωσης και, ειδικότερα, εφόσον αυτό απαιτείται, τους μελλοντικούς ή δυνητικούς πόρους από σχέση εργασίας που έχει προταθεί στον εν λόγω απευθείας ανιόντα, όπως είναι η πρόταση εργασίας στην υπόθεση της κύριας δίκης, και συνεκτιμώντας, αφενός, τα όρια που προβλέπονται από τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες και, αφετέρου, τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

 Επί του δευτέρου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με την αδυναμία ασκήσεως, κατά το ουσιώδες μέρος τους, των δικαιωμάτων που είναι συνυφασμένα με την ιθαγένεια της Ένωσης

48.      Με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός του το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά βάση αν η προαναφερθείσα νομολογία Ruiz Zambrano μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση στην οποία η A. D. Alokpa και τα τέκνα της, αμφότερα Γάλλοι πολίτες, οφείλουν να εγκαταλείψουν το έδαφος του Λουξεμβούργου, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας τους, με τον οποίο ουδέποτε είχαν κοινή οικογενειακή ζωή, διαμένει στη Γαλλία, χώρα της οποίας έχει και ο ίδιος την ιθαγένεια.

49.      Όπως επισημάνθηκε, η περίπτωση των τέκνων της A. D. Alokpa εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, συγκεκριμένα, των διατάξεων της οδηγίας 2004/38.

50.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Ruiz Zambrano, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεδομένου μάλιστα ότι, αφ’ ης στιγμής οι δύο μικρής ηλικίας πολίτες της Ένωσης μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου του κράτους μέλους του οποίου έχουν την ιθαγένεια, πρέπει γίνει δεκτό ότι ασκούν συγχρόνως το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία, με αποτέλεσμα η περίπτωσή τους να εμπίπτει, κατά μείζονα λόγο, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38.

51.      Μολονότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν καθιστά άνευ αντικειμένου το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, καθόσον η μία από τις επίδικες στην κύρια δίκη αποφάσεις υποχρεώνει την A. D. Alokpa και, ως εκ τούτου, τα τέκνα της να εγκαταλείψουν το Λουξεμβούργο και δημιουργεί τον, έστω και δυνητικό, κίνδυνο απομακρύνσεως πολιτών της Ένωσης από το έδαφος της Ένωσης.

52.      Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί αν η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής θα είχε ως αποτέλεσμα, κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας Ruiz Zambrano και Dereci κ.λπ., να υποχρεώσει, στην πράξη, πολίτες της Ένωσης να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό της (19), αφαιρώντας τους τη δυνατότητα να ασκούν, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που απορρέουν από την εν λόγω ιδιότητα (20).

53.      Στο πλαίσιο αυτό, μου προκαλεί αμηχανία ο ισχυρισμός των εκκαλούντων της κύριας δίκης, ο οποίος επαναλήφθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση –και προφανώς ώθησε το αιτούν δικαστήριο να κάνει μνεία, στο ερώτημά του, περί της καταστάσεως του πατέρα των τέκνων–, ότι η A. D. Alokpa αδυνατεί να μεταβεί και να διαμείνει στη Γαλλία με τα τέκνα της και ότι, ως εκ τούτου, θα εξαναγκαστεί να επιστρέψει στο Τογκό.

54.      Πράγματι, δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα τέκνα της A. D. Alokpa, ως Γάλλοι πολίτες, έχουν το μη εξαρτώμενο από αιρέσεις δικαίωμα να μεταβαίνουν και να διαμένουν στη γαλλική επικράτεια, ιδίως βάσει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ και βάσει γενικής αρχής του διεθνούς δικαίου η οποία έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 3 του τέταρτου πρόσθετου πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (21).

55.      Κατά συνέπεια, η απόφαση των αρχών του Λουξεμβούργου να διατάξουν την A. D. Alokpa και, ως εκ τούτου, τα τέκνα της να εγκαταλείψουν το έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου δεν μπορεί να τους υποχρεώσει να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό της. Η A. D. Alokpa, ως μητέρα και ως άτομο που ασκεί μόνο του την πραγματική επιμέλεια των τέκνων από της γεννήσεώς τους, μπορεί να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στη γαλλική επικράτεια.

56.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν υπάρχει περίπτωση οι γαλλικές αρχές να μην επιτρέψουν στην A. D. Alokpa να συνοδεύσει τα τέκνα της στο κράτος μέλος του οποίου έχουν την ιθαγένεια και να διαμείνει εκεί μαζί τους, δεδομένου μάλιστα ότι είναι το μόνο άτομο με το οποίο τα τέκνα έχουν κοινή οικογενειακή ζωή από της γεννήσεώς τους (22). Τυχόν αντίθετη λύση θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τα δικαιώματα που συνδέονται με την πλήρη και καθ’ ολοκληρίαν υπαγωγή στο θεμελιώδες καθεστώς της ιθαγένειας της Ένωσης.

57.      Επιπροσθέτως, η απόφαση περί απομακρύνσεως από την επικράτεια του Λουξεμβούργου, λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής εγγύτητας των δύο εμπλεκόμενων κρατών μελών, δεν αναιρεί κατ’ ανάγκη τη δυνατότητα της A. D. Alokpa να αποδεχθεί την πρόταση εργασίας που της έχει κάνει ένας εργοδότης στο Λουξεμβούργο, δεδομένου ότι αυτή θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ασκεί τη μισθωτή της δραστηριότητα ως μεθοριακή εργαζόμενη, όπως χιλιάδες εργαζόμενοι που κατοικούν στη Γαλλία.

58.      Από τα ανωτέρω έπεται ότι η απόφαση με την οποία οι διοικητικές αρχές του Λουξεμβούργου ζητούν από την A. D. Alokpa και, ως εκ τούτου, από τα τέκνα της να εγκαταλείψουν την επικράτεια του Λουξεμβούργου δεν μπορεί εκ της φύσεώς της να θεωρηθεί ότι υποχρεώνει τα τέκνα αυτά να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό της, αφαιρώντας τους τη δυνατότητα να ασκούν, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, δεδομένου ότι αναμφιβόλως τα τέκνα έχουν το μη εξαρτώμενο από αιρέσεις δικαίωμα να μεταβαίνουν και να διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους του οποίου έχουν την ιθαγένεια, δικαίωμα που, για τη διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητάς του, προϋποθέτει την αναγνώριση παράγωγου δικαιώματος διαμονής στη Γαλλία υπέρ της A. D. Alokpa η οποία είναι το άτομο που ασκεί μόνο του την πραγματική επιμέλεια των τέκνων και που έχει κοινή οικογενειακή ζωή με τα τέκνα από της γεννήσεώς τους.

III – Πρόταση

59.      Με βάση τα προεκτεθέντα, στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour administrative προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση:

«Τα μικρής ηλικίας τέκνα που είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συντηρούνται από απευθείας ανιόντα τους, ο οποίος δεν βρίσκεται σε κατάσταση εξαρτήσεως και ασκεί την πραγματική τους επιμέλεια, μπορούν να επικαλεστούν τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στον εν λόγω ανιόντα, υπήκοο τρίτου κράτους, να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια δεν έχουν τα τέκνα αυτά. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπική κατάσταση των εμπλεκόμενων πολιτών της Ένωσης και, ειδικότερα, εφόσον αυτό απαιτείται, τους μελλοντικούς ή δυνητικούς πόρους από σχέση εργασίας που έχει προταθεί στον εν λόγω απευθείας ανιόντα, όπως είναι η πρόταση εργασίας στην υπόθεση της κύριας δίκης, και συνεκτιμώντας, αφενός, τα όρια που προβλέπονται από τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες και, αφετέρου, τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

Η απόφαση με την οποία ορισμένο κράτος μέλος ζητεί από υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος είναι απευθείας ανιών και ασκεί την πραγματική επιμέλεια τέκνων μικρής ηλικίας που είναι πολίτες της Ένωσης και έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, να εγκαταλείψει το έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους δεν μπορεί εκ της φύσεώς της να θεωρηθεί ότι υποχρεώνει τους πολίτες αυτούς να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό της, αφαιρώντας τους τη δυνατότητα να ασκούν, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, δεδομένου ότι οι πολίτες αυτοί έχουν το μη εξαρτώμενο από αιρέσεις δικαίωμα να μεταβαίνουν και να διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους του οποίου έχουν την ιθαγένεια, δικαίωμα που, για τη διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητάς του, προϋποθέτει την αναγνώριση παράγωγου δικαιώματος διαμονής στο ίδιο κράτος μέλος υπέρ του εν λόγω απευθείας ανιόντος ο οποίος είναι το άτομο που ασκεί μόνο του την πραγματική επιμέλεια των τέκνων και που έχει κοινή οικογενειακή ζωή με τα τέκνα από της γεννήσεώς τους.»


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77).


3 – Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, C-34/09, Ruiz Zambrano (Συλλογή 2011, σ. I‑1177).


4 –      Βλ., αντιστοίχως, προαναφερθείσα απόφαση Ruiz Zambrano (σκέψεις 36, 38 και 39), απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, C-434/09, McCarthy (Συλλογή 2011, σ. Ι‑3375), και της 15ης Νοεμβρίου 2011, C-256/11, Dereci κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-11315, σκέψη 63).


5 –      Απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2004, C-200/02 (Συλλογή 2004, σ. I-9925).


6 –      Όπ.π. (σκέψεις 19, 20 και 25 έως 27).


7 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής (ΕΕ L 180, σ. 26).


8 –      Κατά πάγια νομολογία, τα δικαιώματα που παρέχει η οδηγία 2004/38 στους πολίτες τρίτων χωρών, μέλη της οικογενείας πολίτη της Ένωσης ο οποίος υπάγεται στις διατάξεις της οδηγίας αυτής, δεν αποτελούν ίδια των πολιτών αυτών δικαιώματα, αλλά δικαιώματα παρεπόμενα της ασκήσεως του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας από πολίτη της Ένωσης: βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσες αποφάσεις McCarthy (σκέψη 42) και Dereci κ.λπ. (σκέψη 55) και απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, C-40/11, Iida (σκέψη 67).


9 – Όπως προκύπτει από παγίως ακολουθούμενη νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει κάνει σχετική μνεία κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-251/06, ING. AUER, Συλλογή 2007, σ. I‑9689, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, στην προαναφερθείσα υπόθεση McCarthy, μολονότι το αιτούν δικαστήριο είχε ζητήσει μόνο την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2004/38, εντούτοις το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, βασίστηκε, για την απάντησή του, στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ίδιας νομολογίας, με την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑356/11 και C-357/11, O. κ.λπ., έλαβε υπόψη, στην απάντησή του προς το εθνικό δικαστήριο, τις διατάξεις της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ L 251, σ. 12), μολονότι στα ερωτήματά του το εν λόγω δικαστήριο είχε αναφερθεί μόνο στο άρθρο 20 ΣΛΕΕ.


10 – Σκέψη 30 της αποφάσεως.


11 –      Όπ.π. (σκέψη 28).


12 – Διευκρινίζεται για κάθε ενδεχόμενο ότι η διαπίστωση αυτή δεν αφορά την ευρισκόμενη σε εξέλιξη διοικητική διαδικασία, της οποίας έκαναν μνεία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι δικηγόροι των εκκαλούντων της κύριας δίκης καθώς και η Λουξεμβουργιανή και η οποία αφορά το αίτημα χορηγήσεως δικαιώματος διαμονής που υπέβαλε η A.-D. Alopka, ως μισθωτή εργαζόμενη, στις αρχές του έτους 2012 ενώπιον των αρμόδιων αρχών του Λουξεμβούργου.


13 – Οι δύο αυτές αρχές περιορίζουν τη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών υπό την έννοια ότι η εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων σε περιπτώσεις που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης τελεί υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους κανόνες που διέπουν παρόμοιες περιπτώσεις σε εσωτερικό επίπεδο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας): βλ., επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, C-41/11, Inter‑Environnement Wallonie και Terre wallonne (σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 – Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι το δικαίωμα αυτό ισχύει «υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους», άρα και με τις προϋποθέσεις που ορίζει η οδηγία 2004/38.


15 –      Σκέψη 44 της αποφάσεως.


16 –      Βλ. το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 90/364.


17 –      Προαναφερθείσα απόφαση Zhu και Chen (σκέψη 46). Η υπογράμμιση δική μου.


18 – Προαναφερθείσα απόφαση Iida (σκέψεις 55, 69 και 72).


19 –      Βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσα απόφαση Dereci κ.λπ. (σκέψη 66).


20 –      Προαναφερθείσες αποφάσεις Ruiz Zambrano (σκέψεις 43 και 44) και Dereci κ.λπ. (σκέψη 65).


21 –      Βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσα απόφαση McCarthy (σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


22 – Επιπλέον, η διαμονή των τέκνων στη γαλλική επικράτεια ενδεχομένως να διευκολύνει την επαναπροσέγγιση με τον πατέρα τους, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να διατηρούν τακτικώς προσωπικές σχέσεις μαζί του, στοιχείο που θα πρέπει να συνεκτιμηθεί προς το υπέρτατο συμφέρον των τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Χάρτη (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσα απόφαση O. κ.λπ., σκέψη 76).