Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Bacău (Ρουμανία) στις 24 Απριλίου 2017 – SC Topaz Development SRL κατά Constantin Juncu, Raisa Cernica (σύζυγος Juncu)

(Υπόθεση C-211/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Bacău

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: SC Topaz Development SRL

Εναγόμενοι: Constantin Juncu, Raisa Cernica (σύζυγος Juncu)

Προδικαστικά ερωτήματα

1)    Υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης –στις οποίες αναφέρεται η ενάγουσα και ταυτοχρόνως εναγομένη της κύριας δίκης επικαλούμενη αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων (απόφαση αριθ. 1646, της 18ης Απριλίου 2011, εκδοθείσα επί αιτήσεως αναιρέσεως από το Înalta Curte de Casație și Justiție, Secția comercială [ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, τμήμα εμπορικών διαφορών] και απόφαση πολιτικού δικαστηρίου με αριθ. 466, της 6ης Απριλίου 2016, εκδοθείσα σε δεύτερο βαθμό από το Curtea de Apel Bacău [εφετείο του Bacău (Ρουμανία)], διαδικασία αριθ. 3364/110/2014), ήτοι όταν η διαπραγμάτευση του συνόλου των ρητρών του προσυμφώνου αγοραπωλησίας που συνήψαν οι συμβαλλόμενοι αποδεικνύεται και μόνον εκ του ότι οι εναγόμενοι και ταυτοχρόνως ενάγοντες της κύριας δίκης, ως καταναλωτές, αποδέχθηκαν τις ρήτρες αυτές υπογράφοντας το εν λόγω προσύμφωνο, το οποίο είχε καταρτίσει εκ των προτέρων ο κτηματομεσίτης και στη συνέχεια επικύρωσε συμβολαιογράφος–, έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/EOK1 την έννοια ότι το μαχητό τεκμήριο περί του ότι δεν υπήρξε διαπραγμάτευση ρητρών τις οποίες είχε συντάξει ο επαγγελματίας ανατράπηκε από την απόδειξη περί του αντιθέτου;

2)    Εντάσσονται, κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο των ρητρών για τις οποίες γίνεται λόγος στα στοιχεία δʹ, εʹ, στʹ και θʹ, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, και αφορούν καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνομολογούνται με καταναλωτές, τύποι ρητρών που περιέχονται σε προσύμφωνα αγοραπωλησίας τα οποία έχουν καταρτιστεί εκ των προτέρων από κτηματομεσίτες, οι οποίοι, όπως η ενάγουσα και ταυτοχρόνως εναγομένη της κύριας δίκης, είναι επαγγελματίες και, ειδικότερα, ρήτρες για τις οποίες γίνεται λόγος στα σημεία 3.2.2 και 7.1 του συνομολογηθέντος μεταξύ των μερών προσυμφώνου αγοραπωλησίας, οι οποίες ρυθμίζουν την εγγυοδοτική σύμβαση τετάρτου βαθμού» και την ποινική ρήτρα παρά το γεγονός ότι έχουν τεθεί αποκλειστικά προς όφελος του πωλητή;

3)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως του Δικαστηρίου στο δεύτερο ερώτημα, έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/EOK, του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, την έννοια ότι δεν επιτρέπεται (απαγορεύεται) στον εθνικό δικαστή να τροποποιεί τους σχετικούς όρους που θεωρούνται καταχρηστικοί, κρίνοντας ότι η εγγυοδοτική σύμβαση τετάρτου βαθμού μπορεί να ισχύσει σε περιπτώσεις διαφορετικές από εκείνες που ρητά προβλέπονται στο προσύμφωνο (για παράδειγμα, όχι για οποιαδήποτε καθυστέρηση στην καταβολή ή μη καταβολή, ανεξαρτήτως ποσού, αλλά μόνο για καταβολές ορισμένου ποσού που πραγματοποιούνται με καθυστέρηση ή δεν πραγματοποιούνται καθόλου, τις οποίες ο δικαστής, ανάλογα με την περίπτωση, θεωρεί ουσιώδεις), μειώνοντας (περιορίζοντας) το ποσό της ποινικής ρήτρας στο ποσό που δόθηκε ως αρραβώνας εκ μέρους του αγοραστή έως ότου η εγγυοδοτική σύμβαση τεθεί σε ισχύ; Στην περίπτωση αυτή, μπορεί ο εθνικός δικαστής να περιοριστεί στη διαπίστωση ότι τέτοιου είδους όροι είναι ανεφάρμοστοι έναντι του ενδιαφερόμενου καταναλωτή;

____________

1 Οδηγία 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).