Language of document : ECLI:EU:C:2010:83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 23ης Φεβρουαρίου 2010 (*)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Δικαίωμα διαμονής – Υπήκοος κράτους μέλους που απασχολήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο παρέμεινε μετά την παύση της επαγγελματικής του δραστηριότητας – Τέκνο το οποίο παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στο κράτος μέλος υποδοχής – Έλλειψη ιδίων μέσων διαβιώσεως – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 – Άρθρο 12 – Οδηγία 2004/38/EΚ»

Στην υπόθεση C‑480/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο), με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Νοεμβρίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Maria Teixeira

κατά

London Borough of Lambeth,

Secretary of State for the Home Department,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους B. Σκουρή, Πρόεδρο, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot και P. Lindh, προέδρους τμήματος, C. W. A. Timmermans, A. Rosas (εισηγητή), K. Schiemann, P. Kūris, E. Juhász, L. Bay Larsen, T. von Danwitz και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Σεπτεμβρίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Μ. Teixeira, εκπροσωπούμενη από τους R. Gordon, QC, και A. Berry, barrister, κατ’ εντολή της N. Clarkson, solicitor,

–        το London Borough of Lambeth, εκπροσωπούμενο από τον T. Vanhegan, barrister,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη V. Jackson, επικουρούμενη από τον C. Lewis, QC,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Liisberg και R. Holdgaard,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Fernandes και M. F. Pinheiro,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους D. Maidani και M. Wilderspin,

–        η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τον N. Fenger, καθώς και από τους L. Armati και I. Hauger,

αφού άκουσε την γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 20ής Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ L 257, σ. 2), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1612/68), και της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77 και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, ΕΕ 2005, L 197, σ. 34, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 28).

2        Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Μ. Teixeira και, αφετέρου, του London Borough of Lambeth (Δήμος του Lambeth στο Londres) και του Secretary of State for the Home Department, με αντικείμενο την απόρριψη εκ μέρους του εν λόγω δήμου της αιτήσεως της M. Teixeira να της χορηγηθεί στεγαστική αρωγή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3        Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1612/68 ορίζει τα εξής:

«εκτιμώντας ότι το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας απαιτεί, για να μπορεί να ασκείται υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, να εξασφαλισθεί πραγματικά και νομικά η ισότης μεταχειρίσεως ως προς την άσκηση μισθωτής δραστηριότητος και την ανεύρεση στέγης, και επίσης να καταργηθούν τα εμπόδια στην κινητικότητα των εργαζομένων, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα του εργαζομένου να συνοδεύεται από την οικογένειά του και τις προϋποθέσεις ενσωματώσεως της οικογενείας αυτής στη χώρα υποδοχής».

4        Το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68 όριζε:

«1.      Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους τα εξής πρόσωπα:

α)      έκαστος των συζύγων και οι κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται απ’ αυτόν,

β)      οι ανιόντες του εργαζομένου αυτού και του συζύγου του, τους οποίους αυτός συντηρεί.

2.      Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την είσοδο οποιουδήποτε μέλους της οικογενείας που δεν ωφελείται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 εφ’ όσον συντηρείται ή ζει στην χώρα προελεύσεως, υπό την αυτή στέγη με τον εργαζόμενο που αναφέρεται ανωτέρω.

3.      Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 ο εργαζόμενος πρέπει να διαθέτει για την οικογένειά του κατοικία, η οποία θεωρείται κανονική για τους ημεδαπούς εργαζομένους στην περιφέρεια όπου απασχολείται χωρίς ωστόσο η διάταξη αυτή να δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία διακρίσεως μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των εργαζομένων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.»

5        Το άρθρο 11 κανονισμού 1612/68 όριζε:

«Ο σύζυγος και τα τέκνα, τα οποία είναι κάτω των 21 ετών ή αυτά που συντηρεί υπήκοος κράτους μέλους που ασκεί στην επικράτεια ενός κράτους μέλους μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, έχουν το δικαίωμα να αναλαμβάνουν οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα στο σύνολο της επικράτειας του κράτους αυτού, ακόμη και αν δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους.»

6        Τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 1612/68 καταργήθηκαν την 30ή Απριλίου 2006 δυνάμει του άρθρου 38, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38.

7        Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, που δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις εκείνες του εν λόγω κανονισμού που καταργήθηκαν με την οδηγία 2004/38, ορίζει:

«Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφ’ όσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που επιτρέπουν στα τέκνα αυτά να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.»

8        Η τρίτη και η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38 ορίζουν τα ακόλουθα:

«(3)      Ιθαγένεια της Ένωσης θα πρέπει να είναι το θεμελιώδες καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών όταν ασκούν το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να κωδικοποιηθούν και να επανεξετασθούν οι ισχύουσες κοινοτικές πράξεις που διέπουν χωριστά τους μισθωτούς, τους μη μισθωτούς, καθώς και τους φοιτητές και άλλα πρόσωπα άνευ επαγγέλματος, προκειμένου να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των πολιτών της Ένωσης.

[…]

(16)      Ενόσω οι δικαιούχοι του δικαιώματος διαμονής δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, δεν θα πρέπει να απελαύνονται. Ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης. Το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να εξετάζει εάν πρόκειται για περίπτωση προσωρινών δυσκολιών και να λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια της παραμονής, την προσωπική κατάσταση και το ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε, προκειμένου να εκτιμά εάν ο δικαιούχος αποτελεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιάς του και να προβαίνει στην απέλασή του. Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται μέτρο απέλασης επ’ ουδενί κατά μισθωτών, μη μισθωτών ή προσώπων που αναζητούν εργασία, όπως ορίζονται από το Δικαστήριο, παρά μόνο για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.»

9        Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38 ρυθμίζει το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών των πολιτών της Ενώσεως σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού:

«Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)      είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)      διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

γ)      –       έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

–      διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ή

δ)      είναι μέλη της οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄.»

10      Το άρθρο 12 της οδηγίας 2004/38, που τιτλοφορείται «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από τα μέλη της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης», ορίζει στην παράγραφο 3:

«Η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από το κράτος μέλος υποδοχής ή ο θάνατός του δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των τέκνων του ή του γονέα ο οποίος έχει πράγματι την επιμέλεια των τέκνων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, εφόσον τα τέκνα διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής και είναι εγγεγραμμένα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών, έως την ολοκλήρωση των σπουδών τους.»

11      Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του.

12      Το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 ορίζει, ιδίως, ότι όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ.

13      Όπως προκύπτει από το άρθρο 40, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38, τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήταν αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή έως τις 30 Απριλίου 2006.

 Η εθνική νομοθεσία

14      Οι διατάξεις της οδηγίας 2004/38 μεταφέρθηκαν στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου με την κανονιστική απόφαση του 2006 περί μεταναστών (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) [Immigration (European Economic Area) Regulations 2006].

15      Όσον αφορά τη στεγαστική αρωγή, ο νόμος περί στέγης του 1996 (Housing Act 1996) προβλέπει, στο τμήμα VII, ότι αυτή χορηγείται σε αστέγους εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

16      Οι λεπτομέρειες της αρωγής αυτής ρυθμίζονται στην κανονιστική απόφαση του 2006 περί παροχής στέγασης και περί αστέγων (απαιτούμενες προϋποθέσεις) (Αγγλία) [Allocation of Housing and Homelessness (Eligibility) (England) Regulations 2006].

17      Κατά την απόφαση περί παραπομπής, για να μπορεί ο αιτών να διεκδικήσει στεγαστική αρωγή βάσει του άρθρου 6 της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως, σχετικά με τα πρόσωπα από το εξωτερικό που δεν υπόκεινται σε μεταναστευτικό έλεγχο, πρέπει να έχει δικαίωμα διαμονής και, επιπλέον, να έχει συνήθη διαμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο.

18      Στο πλαίσιο αυτό, ως έχοντες δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει συγκεκριμένα να θεωρούνται, πέραν των Βρετανών υπηκόων, κυρίως οι υπήκοοι κρατών μελών οι οποίοι ασκούν, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, δικαίωμα εισόδου και παρατεταμένης παραμονής στην επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου.

19      Από τις σχετικές εθνικές διατάξεις προκύπτει ότι το δικαίωμα για στεγαστική αρωγή της Μ. Teixeira εξαρτάται από το εάν αυτή απολαύει δικαιώματος διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του κοινοτικού δικαίου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Η M. Teixeira, Πορτογαλίδα υπήκοος, εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1989, μαζί με τον επίσης πορτογαλικής υπηκοότητας σύζυγό της, και εργάσθηκε στο κράτος μέλος αυτό από το 1989 έως το 1991. Η κόρη τους Patricia γεννήθηκε εκεί, στις 2 Ιουνίου 1991. Η Μ. Teixeira διαζεύχθηκε αργότερα, εντούτοις τόσο ο πρώην σύζυγός της όσο και η ίδια παρέμειναν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

21      Μετά το 1991, η Μ. Teixeira εργάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά διαστήματα. Την ημερομηνία κατά την οποία η Patricia άρχισε να φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Μ. Teixeira δεν ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα, εργάστηκε, εντούτοις, κατά διάφορες περιόδους ενόσω η Patricia εξακολουθούσε να φοιτά. Η τελευταία της θέση απασχόλησης στο Ηνωμένο Βασίλειο χρονολογείται στις αρχές του 2005.

22      Στις 13 Ιουνίου 2006, εκδόθηκε δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία η Patricia θα κατοικούσε με τον πατέρα της, θα μπορούσε όμως να έχει επικοινωνία με τη μητέρα της όποτε το επιθυμούσε. Τον Νοέμβριο του 2006, η Patricia ενεγράφη σε ολοήμερο σχολείο στο Vauxhall Learning Centre του Lambeth, από τον Μάρτιο δε του 2007 διαμένει με τη μητέρα της.

23      Στις 11 Απριλίου 2007, η M. Teixeira υπέβαλε αίτηση για να της χορηγηθεί στεγαστική αρωγή για άστεγους, βάσει του τμήματος VII του νόμου του 1996 περί στέγης. Προκειμένου να αποδείξει ότι έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, επικαλέσθηκε κυρίως το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑413/99, Baumbast και R (Συλλογή 2002, σ. I‑7091).

24      Ο αρμόδιος υπάλληλος του London Borough of Lambeth έκρινε ότι η Μ. Teixeira δεν μπορούσε να απολαύει στεγαστικής αρωγής και, κατά συνέπεια, απέρριψε την αίτησή της.

25      Η M. Teixeira προσέβαλε την απορριπτική αυτή απόφαση ενώπιον του αρμοδίου για την εξέταση των αιτήσεων αναθεωρήσεως υπαλλήλου, ο οποίος ενέμεινε στην αρχική απόφαση, καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 είχε τροποποιηθεί από την οδηγία 2004/38, και ότι, δεδομένου ότι στερείτο οικονομικής αυτοτέλειας, η Μ. Teixeira δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του εν λόγω άρθρου.

26      Η M. Teixeira άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του County Court.

27      Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η M. Teixeira παραδέχθηκε ότι δεν είχε δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της ως άνω οδηγίας, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι διατήρησε την ιδιότητα της εργαζομένης, και ότι δεν είχε δικαίωμα μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 16 της εν λόγω οδηγίας.

28      Ισχυρίστηκε ότι το μοναδικό έρεισμα επί του οποίου θεμελίωνε την αξίωσή της να της αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο συνίστατο στο γεγονός ότι η κόρη της φοιτά στο κράτος αυτό και έχει αυτοτελές δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα υπόθεση Baumbast και R, και ότι από τον Μάρτιο του 2007 η ίδια είχε πράγματι την επιμέλεια της κόρης της.

29      Μετά την απόρριψη της προσφυγής της από το County Court, με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2007, η M. Teixeira άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

30      Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού η Μ. Teixeira ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η κόρη της έχει αυτοτελές δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, ότι η ίδια έχει επίσης δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, ως πράγματι έχουσα την επιμέλεια της κόρης της, καθώς και ότι δεν απαιτείται το τέκνο ή το πράγματι ασκόν την επιμέλεια αυτού πρόσωπο να έχει επαρκείς πόρους προκειμένου να μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα διαμονής βάσει του προαναφερθέντος άρθρου.

31      Οι εφεσίβλητοι στην κύρια δίκη υποστηρίζουν ότι η οδηγία 2004/38 ορίζει εφεξής τις προϋποθέσεις που διέπουν το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των μελών των οικογενειών τους στα κράτη μέλη, κατά τρόπο που η άσκηση οιουδήποτε δικαιώματος διαμονής, ακόμη και αν το δικαίωμα αυτό θεμελιώνεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, εξαρτάται από το εάν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα πληρούν τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση δικαιώματος διαμονής, τις οποίες επιβάλλει η οδηγία. Δεδομένου ότι η ίδια η M. Teixeira ομολόγησε ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που διέπουν την αναγνώριση δικαιώματος διαμονής κατά τα άρθρο 7 ή 16 της εν λόγω οδηγίας, το London Borough of Lambeth θεώρησε βασίμως ότι δεν είχε αποκτήσει τέτοιο δικαίωμα και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να αξιώσει την παροχή στεγαστικής αρωγής.

32      Επικουρικώς, οι εφεσίβλητοι στην κύρια δίκη ισχυρίζονται ότι, εάν υπάρχει περιθώριο για να συναχθεί η ύπαρξη δικαιώματος διαμονής της M. Teixeira βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, ακόμη και αν αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία 2004/38, το δικαίωμα αυτό εξαρτάται από την επάρκεια πόρων της εκκαλούσας στην κύρια δίκη, πράγμα που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Εξάλλου, το δικαίωμα διαμονής που αποκτά ο πράγματι έχων την επιμέλεια του τέκνου γονέας παύει να υφίσταται μόλις το τέκνο συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Τέλος, εφόσον η M. Teixeira δεν είχε την ιδιότητα της εργαζομένης, όταν η κόρη της άρχισε να φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, και εφόσον εργάστηκε στη συνέχεια για βραχείες μόνον περιόδους, δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα διαμονής με μοναδικό έρεισμα το γεγονός ότι η κόρη της συνεχίζει τις σπουδές της.

33      Το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division), που έχει ήδη υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, στην υπόθεση επί της οποίας δημοσιεύεται σήμερα η απόφαση C‑310/08, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή), η οποία αφορά το δικαίωμα διαμονής γονέα ο οποίος, καίτοι δεν είναι πολίτης της Ένωσης, έχει εντούτοις τέκνα δανικής υπηκοότητας που σπουδάζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποφάσισε εκ νέου να αναστείλει τη διαδικασία επί της κυρίας υποθέσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Στην περίπτωση κατά την οποία

–        πολίτης της ΕΕ εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο,

–        η εν λόγω πολίτης της ΕΕ ήταν για ορισμένες περιόδους μισθωτή εργαζομένη στο Ηνωμένο Βασίλειο,

–        έπαψε να είναι εργαζομένη αλλά δεν εγκατέλειψε το Ηνωμένο Βασίλειο,

–        δεν διατήρησε την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου και δεν έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 7 ούτε δικαίωμα μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38,

–        το τέκνο της εν λόγω υπηκόου κράτους της ΕΕ άρχισε να φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε χρόνο κατά τον οποίο η μητέρα δεν ήταν μισθωτή εργαζομένη αλλά το τέκνο συνέχισε να φοιτά στο Ηνωμένο Βασίλειο στη διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες η πολίτης της ΕΕ εργαζόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο,

–        η πολίτης της ΕΕ είναι το κυρίως έχον την επιμέλεια του τέκνου πρόσωπο και

–        η πολίτης της ΕΕ και το τέκνο της δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους:

1)      έχει η πολίτης της ΕΕ δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο μόνον εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην οδηγία 2004/38 […];

ή

2)      α)     έχει η εν λόγω πολίτης της ΕΕ δικαίωμα διαμονής πηγάζον από το άρθρο 12 του κανονισμού […] 1612/68 […], όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, χωρίς να χρειάζεται να πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία 2004/38 […];

                  και

         β)     σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει η εν λόγω πολίτης της ΕΕ να διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής προνοίας του κράτους μέλους υποδοχής κατά την διάρκεια της εκεί διαμονής της και να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο εν λόγω κράτος μέλος;

         γ)     σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα, απαιτείται το τέκνο να άρχισε να φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε χρόνο κατά τον οποίο η πολίτης της ΕΕ ήταν μισθωτή εργαζομένη προκειμένου να έχει δικαίωμα διαμονής εκ του άρθρου 12 του κανονισμού […] 1612/68 […], όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή αρκεί η πολίτης της ΕΕ να εργάστηκε σε κάποιο χρονικό σημείο αφότου άρχισε να φοιτά το τέκνο;

         δ)     παύει το τυχόν δικαίωμα διαμονής που έχει η πολίτης της ΕΕ, λόγω της ιδιότητάς της ως του κυρίως έχοντος την επιμέλεια τέκνου προσώπου, όταν το τέκνο συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του;

3)      σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, διαφέρει η κατάσταση όταν, όπως εν προκειμένω, το τέκνο άρχισε να φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα προ της λήξεως της προθεσμίας για τη θέση σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη της οδηγίας 2004/38, αλλά η μητέρα κατέστη το κυρίως έχον την επιμέλεια του τέκνου πρόσωπο και επικαλέστηκε το δικαίωμα διαμονής με βάση το στοιχείο αυτό μόλις τον Μάρτιο του 2007, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας θέσεως σε εφαρμογή της οδηγίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος και επί του δεύτερου ερωτήματος, στοιχείο a΄

34      Με το πρώτο και το δεύτερο (στοιχείο α΄) ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ρωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον, υπό συνθήκες παρόμοιες με αυτές τις κύριας δίκης, υπήκοος κράτους μέλους που εργάσθηκε στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, στο οποίο το τέκνο του φοιτά, μπορεί, ως γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου, να επικαλεστεί δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, θεμελιούμενο μόνο στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, χωρίς να χρειάζεται να πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία 2004/38, ή κατά πόσον το δικαίωμα διαμονής μπορεί να του αναγνωρισθεί μόνον εφόσον πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις.

35      Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 απονέμει στα τέκνα υπηκόου κράτους μέλους, που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, δικαίωμα προσβάσεως στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του.

36      Στην προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R, το Δικαστήριο αναγνώρισε, σε συνδυασμό με το κατοχυρωμένο στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα διαμονής του τέκνου ενός νυν ή πρώην διακινούμενου εργαζομένου, όταν το τέκνο αυτό επιθυμεί να συνεχίσει να φοιτά στο κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και αντίστοιχο δικαίωμα διαμονής του γονέα που πράγματι έχει την επιμέλεια του τέκνου αυτού.

37      Κατά πρώτο, επομένως, λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα τέκνα πολίτη της Ένωσης που εγκαταστάθηκαν σε κράτος μέλος, ενόσω ο γονέας τους είχε δικαίωμα διαμονής ως διακινούμενος εργαζόμενος σε αυτό το κράτος μέλος, έχουν δικαίωμα να παραμείνουν εκεί προκειμένου να συνεχίσουν να παρακολουθούν μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. Το γεγονός ότι οι γονείς των ενδιαφερόμενων τέκνων εν τω μεταξύ διαζεύχθηκαν, όπως επίσης το γεγονός ότι ο γονέας, που είχε δικαίωμα διαμονής ως διακινούμενος εργαζόμενος, δεν ασκεί πλέον οικονομική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, ουδεμία επιρροή ασκούν εν προκειμένω (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R, σκέψη 63).

38      Κατά δεύτερο λόγο, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, όταν τα τέκνα δικαιούνται, βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, να συνεχίσουν τη σχολική τους εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής, ενώ οι έχοντες την επιμέλεια αυτών γονείς κινδυνεύουν να χάσουν το δικαίωμα διαμονής τους, η μη παροχή στους γονείς της δυνατότητας να παραμείνουν στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τη διάρκεια της σχολικής εκπαιδεύσεως των τέκνων τους θα μπορούσε να στερήσει τα τέκνα αυτά από δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο νομοθέτης της Ένωσης (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R, σκέψη 71).

39      Αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 72 της προαναφερθείσας αποφάσεως Baumbast και R, ότι ο κανονισμός 1612/68 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της απαιτήσεως σεβασμού της οικογενειακής ζωής που θεσπίζεται στο άρθρο 8 της υπογραφείσας στη Ρώμη, στις 4 Νοεμβρίου 1950, Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Δικαστήριο απεφάνθη, στη σκέψη 73 της ίδιας αποφάσεως, ότι το δικαίωμα που παρέχει το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού στο τέκνο διακινούμενου εργαζομένου να συνεχίσει, υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, τη σχολική του εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το τέκνο αυτό έχει το δικαίωμα να συνοδεύεται από το πρόσωπο εκείνο που πράγματι έχει την επιμέλειά του και ότι, κατά συνέπεια, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαμένει με το τέκνο στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των σπουδών του.

40      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί κατά πόσον τα δικαιώματα που συνεπώς αναγνωρίσθηκαν υπέρ του τέκνου και του πράγματι έχοντος την επιμέλεια αυτού γονέα βασίζονται μόνο στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 ή στη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10 και 12 του ίδιου κανονισμού.

41      Στην τελευταία περίπτωση, δεδομένου ότι το προαναφερθέν άρθρο 10 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τους κανόνες της οδηγίας 2004/38, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η ερμηνεία, η οποία παγιώθηκε μέσω της προπαρατεθείσας αποφάσεως Baumbast και R, εξακολουθεί να εφαρμόζεται μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2004/38 και κατά πόσον το δικαίωμα διαμονής του προσώπου που πράγματι έχει την επιμέλεια του τέκνου δεν υπόκειται πλέον στις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος διαμονής που θεσπίζει η οδηγία αυτή.

42      Όσον αφορά πρόσωπο, όπως η εκκαλούσα στην κύρια δίκη, η οποία έπαυσε να απασχολείται και δεν διατήρησε την ιδιότητα της εργαζομένης, οι προϋποθέσεις αυτές προκύπτουν από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, κατά το οποίο υπήκοος κράτους μέλους έχει δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, χωρίς να ασκεί οικονομική δραστηριότητα, εφόσον διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του, και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής.

43      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον, όπως υποστηρίζουν η Μ. Teixeira, η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 επιτρέπει, ακόμα και μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2004/38, να αναγνωρίζεται δικαίωμα διαμονής στο πρόσωπο, που έχει πράγματι, στο κράτος μέλος υποδοχής, την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, το οποίο συνεχίζει να φοιτά στην επικράτεια του κράτους αυτού.

44      Κατά πρώτο λόγο, το δικαίωμα των τέκνων διακινούμενων εργαζομένων για ίση μεταχείριση ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση, δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, αναγνωρίζεται μόνον υπέρ των τέκνων που διαμένουν εντός της επικράτειας κράτους μέλους στο οποίο ένας εκ των γονέων τους απασχολείται ή απασχολήθηκε στο παρελθόν

45      Η πρόσβαση στην εκπαίδευση εξαρτάται επομένως από την προηγούμενη εγκατάσταση του τέκνου στο κράτος μέλος υποδοχής. Τα τέκνα που εγκαταστάθηκαν στο κράτος μέλος υποδοχής ως μέλη της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου, καθώς και, όπως επεσήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών της, το τέκνο διακινούμενου εργαζομένου το οποίο, όπως η κόρη της Μ. Teixeira στην υπόθεση της κύριας δίκης, διαμένει από τη γέννησή του στο κράτος μέλος στο οποίο ο πατέρας ή η μητέρα του εργάζεται ή εργαζόταν, μπορούν να επικαλεστούν δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση στο κράτος αυτό.

46      Αντιθέτως απ’ ό,τι υποστηρίζει το London Borough of Lambeth, καθώς και οι Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δανίας, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, όπως ερμηνεύθηκε από το δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R, επιτρέπει να αναγνωρίζεται υπέρ του τέκνου, σε συνδυασμό με το δικαίωμα προσβάσεώς του στην εκπαίδευση, αυτοτελές δικαίωμα διαμονής. Ειδικότερα, ενόσω η διάταξη του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ως άνω κανονισμού ίσχυε ακόμα, η άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στην εκπαίδευση δεν εξηρτάτο από την προϋπόθεση ότι το τέκνο θα διατηρούσε, καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του, ειδικό δικαίωμα διαμονής δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

47      Στις σκέψεις 21 έως 24 της αποφάσεώς του C‑7/94, Gaal, της 4 Μαΐου 1995, (Συλλογή 1995, σ. I‑1031), το Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία κατά την οποία υφίσταται στενή σχέση μεταξύ, αφενός, των άρθρων 10 και 11 του κανονισμού 1612/68 και, αφετέρου, του άρθρου 12 του ίδιου κανονισμού, με αποτέλεσμα να χορηγεί η τελευταία αυτή διάταξη το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως, ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής, μόνο στα τέκνα που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 10 και 11. Στη σκέψη 23 της προαναφερθείσας αποφάσεως Gaal, το Δικαστήριο επεσήμανε ρητώς ότι το άρθρο 12 δεν αναφέρεται καθόλου στα ως άνω άρθρα 10 και 11.

48      Πράγματι, η εξάρτηση της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στην εκπαίδευση από την ύπαρξη χωριστού δικαιώματος διαμονής του τέκνου με βάση άλλες διατάξεις του ίδιου κανονισμού θα αντέβαινε στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 καθώς και στον σκοπό που επιδιώκεται με το εν λόγω άρθρο (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Gaal, σκέψη 25).

49      Εκ των παραπάνω προκύπτει ότι, αφής στιγμής αποκτάται δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση, το οποίο παρέχει στο τέκνο το άρθρο 12 του προαναφερθέντος κανονισμού λόγω της εγκαταστάσεως του στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο ένας εκ των γονέων του εργάζεται ή εργαζόταν, το πρόσωπο που συντηρεί το τέκνο διατηρεί δικαίωμα διαμονής, το οποίο δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί εξαιτίας της μη τηρήσεως των προϋποθέσεων που τέθηκαν στο άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού.

50      Κατά δεύτερο λόγο, το δικαίωμα των τέκνων σε ίση μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση δεν εξαρτάται από το εάν ο πατέρας ή η μητέρα τους διατηρεί την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής. Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του προαναφερθέντος άρθρου 12, το δικαίωμα αυτό δεν περιορίζεται μόνο στα τέκνα των διακινούμενων εργαζομένων, αλλά εφαρμόζεται επίσης στα τέκνα διακινούμενων εργαζομένων που είχαν απασχοληθεί κατά το παρελθόν.

51      Στη σκέψη 69 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Baumbast και R, το Δικαστήριο επεσήμανε ρητώς εξάλλου ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 έχει ειδικότερα ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι τα τέκνα διακινούμενου εργαζομένου κράτους μέλους μπορούν, ακόμα και αν αυτός δεν ασκεί πλέον μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, να αρχίσουν και, ενδεχομένως, να ολοκληρώσουν τη σχολική τους εκπαίδευση στο εν λόγω κράτος μέλος.

52      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 απαιτεί αποκλειστικώς να έχει ζήσει το τέκνο με τους γονείς του ή με τον έναν εξ αυτών σε κράτος μέλος, ενόσω ένας τουλάχιστον από τους γονείς του κατοικούσε εκεί ως εργαζόμενος (απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, 197/86, Brown, Συλλογή 1988, σ. 3205, σκέψη 30, και προπαρατεθείσα απόφαση Gaal, σκέψη 27).

53      Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 πρέπει επομένως να εφαρμόζεται αυτοτελώς, με βάση τους κανόνες δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι διέπουν ρητώς τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος διαμονής σε άλλο κράτος μέλος.

54      Αυτή η αυτοτέλεια του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 βάσει του –καταργηθέντος σήμερα– άρθρου 10 του ίδιου κανονισμού αποτέλεσε τη βάση της νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 37 έως 39 της παρούσας αποφάσεως και δεν αμφισβητήθηκε όταν άρχισε να ισχύει η οδηγία 2004/38.

55      Το London Borough of Lambeth καθώς και οι Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δανίας υποστηρίζουν ότι η οδηγία 2004/38 αποτελεί, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της, τη μοναδική βάση των προϋποθέσεων που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος διαμονής στα κράτη μέλη εκ μέρους των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους και ότι, κατά συνέπεια, ουδόλως μπορεί πλέον να συναχθεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

56      Συναφώς, ουδεμία ένδειξη υφίσταται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, εκδίδοντας την οδηγία 2004/38, είχε την πρόθεση να τροποποιήσει το πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, προκειμένου να περιορίσει στο εξής το κανονιστικό του περιεχόμενο σε ένα απλό δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση.

57      Σημειωτέον στο πλαίσιο αυτό ότι, σε αντίθεση με τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 1612/68, το άρθρο 12 αυτού δεν καταργήθηκε, ούτε τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/38. Πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν επομένως να εισαγάγει μέσω αυτής περιορισμούς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, όπως ερμηνεύθηκε με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

58      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το ιστορικό καταρτίσεως της οδηγίας 2004/38, η οδηγία αυτή εκπονήθηκε κατά τρόπο ώστε να συνάδει με την προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R [COM(2003) 199 τελικό, σ. 7] .

59      Επιπλέον, εάν το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 είχε την έννοια ότι παρέχει απλώς, από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, χωρίς πρόβλεψη δικαιώματος διαμονής υπέρ των τέκνων των διακινούμενων εργαζομένων, η διατήρησή του, μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας, είναι προφανώς περιττή. Πράγματι, το άρθρο 24, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ορίζει ότι όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, και, συναφώς, έχει κριθεί ότι η πρόσβαση στην εκπαίδευση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (βλ., ιδίως, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985, 293/83, Gravier, Συλλογή 1985, σ. 593, σκέψεις 19 και 25).

60      Σημειωτέον, τέλος, ότι κατά την τρίτη της αιτιολογική σκέψη, σκοπός της οδηγίας 2004/38 είναι, μεταξύ άλλων, να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των πολιτών της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, C‑127/08, Metock κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑6241, σκέψη 59). Υπό συνθήκες όμως όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξάρτηση της εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 7 της ως άνω οδηγίας θα είχε ως αποτέλεσμα να υπαχθεί, τόσο το δικαίωμα των τέκνων διακινούμενων εργαζομένων να διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να αρχίσουν ή να συνεχίσουν εκεί τις σπουδές τους όσο και το δικαίωμα διαμονής του πράγματι έχοντος την επιμέλεια γονέα, σε αυστηρότερες προϋποθέσεις από εκείνες που εφαρμόζονταν σε αυτούς πριν την έναρξη ισχύος της προαναφερθείσας οδηγίας.

61      Επομένως, στο πρώτο ερώτημα και στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι υπήκοος κράτους μέλους που εργάσθηκε στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, στο οποίο το τέκνο του φοιτά, μπορεί, υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να επικαλεστεί ως γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου, δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει μόνον του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, χωρίς να χρειάζεται να πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία 2004/38.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος, στοιχείο β΄

62      Με το δεύτερο ερώτημά του, στοιχείο β΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, του οποίου απολαύει ο γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια τέκνου, το οποίο ασκεί το δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, εξαρτάται από την προϋπόθεση να διαθέτει ο γονέας αυτός επαρκείς πόρους, ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής προνοίας του κράτους μέλους αυτού κατά τη διάρκεια της εκεί διαμονής του, και να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο εν λόγω κράτος μέλος;

63      Το London Borough of Lambeth καθώς και οι Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δανίας υποστηρίζουν ότι η δυνατότητα των γονέων να απολαύουν δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν αναγνωρίσθηκε, στην προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R, παρά μόνον εξαιτίας των ιδιαίτερων περιστάσεων των δύο υποθέσεων, επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση αυτή, στις οποίες πληρούτο η προϋπόθεση που απαιτεί να διαθέτουν οι πολίτες της Ένωσης επαρκείς πόρους για τους ίδιους και για τα μέλη των οικογενειών τους. Η νομολογία αυτή δεν μπορεί επομένως να εφαρμοσθεί σε καταστάσεις στις οποίες δεν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

64      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν πάντως να γίνουν δεκτά.

65      Σε μία εκ των υποθέσεων, επί των οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R, ο W. Baumbast, πατέρας των τέκνων των οποίων αμφισβητείτο το βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, διέθετε μεν επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνει, τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του, το σύστημα κοινωνικής προνοίας του κράτους αυτού. Εντούτοις, το ζήτημα κατά πόσον ο W. Baumbast είχε τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στις δικές του ανάγκες δεν εξετάσθηκε παρά στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση που αφορούσε τον ίδιον τον W. Baumbast και το δικαίωμα διαμονής του βάσει του άρθρου 18 ΕΚ και της οδηγίας 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής (ΕΕ L 180, σ. 26).

66      Αντιθέτως, οι απαντήσεις του Δικαστηρίου επί των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, που αφορούσαν το δικαίωμα διαμονής των τέκνων και της έχουσας την επιμέλεια αυτών μητέρας τους, δεν βασίσθηκαν στην οικονομική ανεξαρτησία αυτών, αλλά στο γεγονός ότι ο σκοπός του κανονισμού 1612/68, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, απαιτεί να υπάρχουν οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση της οικογένειας του εργαζομένου στο περιβάλλον του κράτους μέλους υποδοχής και ότι η μη αναγνώριση στους έχοντες την επιμέλεια των τέκνων γονείς της δυνατότητας να παραμείνουν στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τη διάρκεια της σχολικής εκπαιδεύσεως των τέκνων τους θα μπορούσε να στερήσει τα τέκνα αυτά από ένα δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο νομοθέτης της Ένωσης (προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R, σκέψεις 50 και 71).

67      Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 74 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Baumbast και R, ότι, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και του σκοπού του κανονισμού 1612/68 και ιδίως του άρθρου του 12, ο εν λόγω κανονισμός δεν μπορεί να ερμηνευθεί συσταλτικώς και δεν πρέπει να καταστεί άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, βάσει της αποφάσεως αυτής, ότι η αναγνώριση του επίμαχου δικαιώματος διαμονής εξαρτάται από την προϋπόθεση οικονομικής ανεξαρτησίας, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ουδόλως θεμελίωσε, έστω και εμμέσως, τη συλλογιστική του σε μία τέτοια προϋπόθεση.

68      Η ερμηνεία κατά την οποία το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής των τέκνων που φοιτούν σε αυτό και του γονέα που πράγματι έχει την επιμέλεια αυτών δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση υπάρξεως επαρκών πόρων και πλήρους ασφαλιστικής καλύψεως ασθενείας επιρρωννύεται από το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, το οποίο ορίζει ότι η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης ή ο θάνατός του δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των τέκνων του ή του γονέα ο οποίος έχει πράγματι την επιμέλεια των τέκνων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, εφόσον τα τέκνα διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής και είναι εγγεγραμμένα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών, έως την ολοκλήρωση των σπουδών τους

69      Η διάταξη αυτή, καίτοι δεν εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης, καταδεικνύει εντούτοις την ιδιαίτερη σημασία που δίνει η οδηγία 2004/38 στην κατάσταση των τέκνων που φοιτούν στο κράτος μέλος υποδοχής και των γονέων που έχουν την επιμέλειά τους.

70      Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο β΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, του οποίου απολαύει ο γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια τέκνου, το οποίο ασκεί δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να διαθέτει ο γονέας αυτός επαρκείς πόρους, ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής προνοίας του κράτους μέλους αυτού κατά τη διάρκεια της εκεί διαμονής της και να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο εν λόγω κράτος μέλος.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος, στοιχείο γ΄

71      Με το δεύτερο ερώτημά του, στοιχείο γ΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής το οποίο αναγνωρίζεται υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, όταν το τέκνο αυτό φοιτά στο κράτος αυτό, εξαρτάται από την προϋπόθεση ένας εκ των γονέων του τέκνου αυτού να ασκούσε, κατά τον χρόνο που το τέκνο άρχισε να φοιτά, επαγγελματική δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος.

72      Κατά το γράμμα του, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 εφαρμόζεται τόσο στα τέκνα των οποίων ο γονέας «απασχολείται» στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής όσο και σε εκείνα των οποίων ο γονέας «έχει απασχοληθεί» εκεί. Ουδόλως συνάγεται από το γράμμα του άρθρου αυτού ότι το πεδίο εφαρμογής του περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες ένας εκ των γονέων του τέκνου είχε την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου κατά τον χρόνο ακριβώς που το τέκνο αυτό άρχισε να φοιτά, ούτε ότι τα τέκνα πρώην διακινούμενων εργαζομένων έχουν περιορισμένο μόνο δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής.

73      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, το δικαίωμα προσβάσεως του τέκνου στην εκπαίδευση, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 12, δεν εξαρτάται από το εάν ο γονέας του διατηρεί την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου. Τα τέκνα πρώην διακινούμενων εργαζομένων μπορούν επομένως να επικαλεσθούν τα δικαιώματα που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο 12, ακριβώς όπως και τα τέκνα πολιτών της Ένωσης που έχουν την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου

74      Λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας του Δικαστηρίου, αρκεί το τέκνο που φοιτά στο κράτος μέλος υποδοχής να εγκαταστάθηκε σε αυτό όταν ένας εκ των γονέων του ασκούσε εκεί δικαιώματα διαμονής ως διακινούμενος εργαζόμενος. Το δικαίωμα του τέκνου να διαμείνει στο κράτος αυτό, προκειμένου να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα διαμονής του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια του τέκνου αυτού δεν μπορούν επομένως να εξαρτώνται από την προϋπόθεση ένας εκ των γονέων του τέκνου να ασκούσε, κατά τον χρόνο που το τέκνο άρχισε να φοιτά, επαγγελματική δραστηριότητα ως διακινούμενος εργαζόμενος στο κράτος μέλος υποδοχής.

75      Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο γ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής το οποίο αναγνωρίζεται υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, όταν το τέκνο αυτό φοιτά στο κράτος αυτό, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ένας εκ των γονέων του τέκνου αυτού να ασκούσε, κατά τον χρόνο που το τέκνο να άρχισε να φοιτά, επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος αυτό ως διακινούμενος εργαζόμενος.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος, στοιχείο δ΄

76      Με το δεύτερο ερώτημά του, στοιχείο δ΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, το οποίο φοιτά στο κράτος αυτό, παύει όταν το τέκνο συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του.

77      Από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό περί των συνεπειών της ενηλικιώσεως του τέκνου στο δικαίωμα διαμονής που έχει ο γονέας του, ως πράγματι έχων την επιμέλειά του, δικαιολογείται από το γεγονός ότι η κόρη της M. Teixeira, η οποία ήταν 15 ετών κατά την υποβολή της αιτήσεως στεγαστικής αρωγής, συμπλήρωσε στο μεταξύ το 18ο έτος της ηλικίας της και επομένως ενηλικιώθηκε κατά την ισχύουσα νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου. Το ερώτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος και επί του δευτέρου ερωτήματος, στοιχείο α΄, το δικαίωμα διαμονής υπέρ ενός προσώπου το οποίο βρίσκεται στην κατάσταση της M. Teixeira θεμελιώνεται στην εν λόγω διάταξη.

78      Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να επισημανθεί ότι η ενηλικίωση δεν έχει άμεση επίπτωση στα δικαιώματα που αναγνωρίζονται υπέρ του τέκνου δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

79      Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου και του σκοπού τους, τόσο το προβλεπόμενο στο άρθρο 12 κανονισμού 1612/68 δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση όσο και το συνακόλουθο δικαίωμα διαμονής του τέκνου διαρκούν έως ότου αυτό ολοκληρώσει τις σπουδές του.

80      Στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 συμπεριλαμβάνονται επίσης οι ανώτερες σπουδές (βλ., ιδίως, απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989, 389/87, Echternach και Moritz, Συλλογή 1989, σ. 723, σκέψεις 29 και 30, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Gaal, σκέψη 24), ο χρόνος κατά τον οποίο το τέκνο ολοκληρώνει τις σπουδές ενδέχεται να είναι μεταγενέστερος της ενηλικιώσεώς του.

81      Στην προπαρατεθείσα απόφαση Gaal, το Δικαστήριο απεφάνθη επί του ζητήματος κατά πόσον η έννοια του «τέκνου» του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 περιορίζεται στα κάτω των 21 ετών τέκνα ή στα τέκνα που συντηρούνται από διακινούμενο εργαζόμενο, προκειμένου να κρίνει αν το τέκνο ηλικίας 21 ετών και πλέον ενός τέτοιου εργαζομένου, το οποίο δεν συντηρείτο πλέον από αυτόν, μπορούσε να επικαλεσθεί το θεσπιζόμενο στο ως άνω άρθρο δικαίωμα για ίση μεταχείριση, στο πλαίσιο χορηγήσεως σπουδαστικής ενισχύσεως.

82      Αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 24 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Gaal, ότι η αρχή ίσης μεταχειρίσεως, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, επιβάλλει να μπορεί το τέκνο διακινουμένου εργαζομένου να συνεχίζει τις σπουδές του μέχρι την επιτυχή ολοκλήρωσή τους, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 25 της ίδιας αποφάσεως, ότι το εν λόγω άρθρο 12 καλύπτει τις οικονομικές ενισχύσεις των οποίων μπορούν να απολαύουν οι φοιτητές που βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο των σπουδών τους, ακόμη κι αν είναι ήδη 21 ετών και πλέον και έχουν παύσει να συντηρούνται από τους γονείς τους.

83      Κατά τη νομολογία αυτή, η εξάρτηση της εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου 12 είτε από όριο ηλικίας είτε από το καθεστώς συντηρούμενου τέκνου θα αντέβαινε όχι μόνον στο γράμμα της διατάξεως αυτής, αλλά επίσης στο πνεύμα της (προπαρατεθείσα απόφαση Gaal, σκέψη 25).

84      Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον η άνευ ορίου ηλικίας αναγνώριση υπέρ των ενηλίκων τέκνων ή των τέκνων που δεν συντηρούνται πλέον από διακινούμενο εργαζόμενο των δικαιωμάτων, που απορρέουν για το τέκνο δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, επιτρέπει στον γονέα που φροντίζει το ενήλικο τέκνο να διαμένει μαζί του στο κράτος μέλος υποδοχής έως την ολοκλήρωση των σπουδών του.

85      Στη σκέψη 73 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Baumbast και R, το Δικαστήριο έκρινε ότι θα εθίγετο το δικαίωμα του τέκνου ενός διακινούμενου εργαζομένου να συνεχίσει, υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, τη σχολική του εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής, εάν το πρόσωπο που πράγματι έχει την επιμέλεια του τέκνου αυτού δεν ήταν σε θέση να διαμένει μαζί του στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των σπουδών του.

86      Καίτοι ένα παιδί που ενηλικιώνεται θεωρείται, κατ’ αρχήν, ικανό να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες του, το δικαίωμα διαμονής του γονέα που έχει την επιμέλεια τέκνου το οποίο ασκεί το δικαίωμά του να φοιτά στο κράτος μέλος υποδοχής μπορεί εντούτοις να παρατείνεται πέραν της ενηλικιώσεως, οσάκις το τέκνο εξακολουθεί να χρειάζεται την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα αυτού προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσο συντρέχει πράγματι τέτοια περίπτωση στην υπόθεση της κύριας δίκης.

87      Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο δ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, το οποίο φοιτά στο κράτος αυτό, παύει όταν το τέκνο αυτό ενηλικιωθεί, εκτός αν το τέκνο εξακολουθεί να χρειάζεται την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα αυτού προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

88      Το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο αποκλειστικώς για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ήτοι για την περίπτωση, κατά την οποία πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της Μ. Teixeira δεν μπορούσε να επικαλεστεί δικαίωμα διαμονής παρά μόνον κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2004/38.

89      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα και στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο α΄, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Υπήκοος κράτους μέλους που εργάσθηκε στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, στο οποίο το τέκνο του φοιτά, μπορεί, υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να επικαλεστεί ως γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει μόνον του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ L 257, σ. 2), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992, χωρίς να χρειάζεται να πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ.

2)      Το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής του οποίου απολαύει ο γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια τέκνου το οποίο ασκεί δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να διαθέτει ο γονέας αυτός επαρκείς πόρους, ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής προνοίας του κράτους μέλους αυτού κατά τη διάρκεια της εκεί διαμονής του και να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο εν λόγω κράτος μέλος

3)      Το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής το οποίο αναγνωρίζεται υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, όταν το τέκνο αυτό φοιτά στο κράτος αυτό, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ένας εκ των γονέων του τέκνου αυτού να ασκούσε, κατά τον χρόνο που το τέκνο να άρχισε να φοιτά, επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος αυτό ως διακινούμενος εργαζόμενος.

4)      Το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, το οποίο φοιτά στο κράτος αυτό, παύει όταν το τέκνο αυτό ενηλικιωθεί, εκτός αν το τέκνο εξακολουθεί να χρειάζεται την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα αυτού προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.