Language of document : ECLI:EU:C:2013:175

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 19ης Μαρτίου 2013 (*)

«Αιτήσεις αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Οικονομικά μέτρα υπέρ της France Télécom – Σχέδιο προτάσεως προκαταβολής μετόχου – Δημόσιες δηλώσεις μέλους της Γαλλικής Κυβερνήσεως – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά, χωρίς να διατάσσει την ανάκτησή της – Έννοια του όρου “κρατική ενίσχυση” – Έννοια του όρου “οικονομικό πλεονέκτημα”»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑399/10 P και C‑401/10 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ασκήθηκαν στις 4 και 3 Αυγούστου 2010 αντιστοίχως,

Bouygues SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

Bouygues Télécom SA, με έδρα το Boulogne-Billancourt (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Baldon, J. BloueT‑Gaillard, J. Vogel, F. Sureau και D. Theophile, avocats,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Giolito, D. Grespan και S. Thomas, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J. Gstalter,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από την:

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller, επικουρούμενους από τον U. Soltész, Rechtsanwalt,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

η France Télécom SA, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους S. Hautbourg, S. Quesson και L. Olza Moreno, avocats, στη συνέχεια, από τους S. Hautbourg και S. Quesson, avocats,

η Association française des opérateurs de réseaux και services de télécommunications (AFORS Télécom), με έδρα το Παρίσι,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως

και

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Giolito, D. Grespan και S. Thomas, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείσουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J. Gstalter,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από την:

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller, επικουρούμενους από τον U. Soltész, Rechtsanwalt,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

η Bouygues SA, με έδρα το Παρίσι,

η Bouygues Télécom SA, με έδρα το Boulogne-Billancourt,

εκπροσωπούμενες από τους C. Baldon, J. BloueT‑Gaillard, J. Vogel, F. Sureau και D. Theophile, avocats,

η France Télécom SA, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους S. Hautbourg, S. Quesson και L. Olza Moreno, avocats, στη συνέχεια, από τους S. Hautbourg και S. Quesson, avocats,

η Association française des opérateurs de réseaux και services de télécommunications (AFORS Télécom), με έδρα το Παρίσι,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, M. Ilešič, J. Malenovský, προέδρους τμήματος, U. Lõhmus, E. Levits, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή), J.-‑J. Kasel και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Μαρτίου 2012,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, οι Bouygues SA και Bouygues Télécom SA (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Bouygues), αφενός, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφετέρου, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαΐου 2010, T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II‑2099, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε το άρθρο 1 της αποφάσεως 2006/621/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στη France Télécom (ΕΕ 2006, L 257, σ. 11, στο εξής: επίδικη απόφαση), και, αφετέρου, έκρινε ότι παρέλκει η απόφαση επί των αιτημάτων ακυρώσεως του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής.

 Ιστορικό της διαφοράς

 Το γενικό πλαίσιο της υποθέσεως

2        Η France Télécom SA (στο εξής: FT), εταιρία παροχής υπηρεσιών δικτύου και τηλεπικοινωνιών, συστάθηκε το 1991 υπό μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ενώ από την 31η Δεκεμβρίου 1996 έχει μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρία. Από τον Οκτώβριο 1997 η FT είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Το 2002, η συμμετοχή του Γαλλικού Δημοσίου στο κεφάλαιο της FT ανερχόταν σε 56,45 %, ενώ το υπόλοιπο ήταν κατανεμημένο μεταξύ ιδιωτών επενδυτών (32,25 %), της επιχειρήσεως (8,26 %) και των μισθωτών της επιχειρήσεως (3,04 %).

3        Το πρώτο τρίμηνο του 2002 η FT δημοσίευσε τις οικονομικές καταστάσεις της για το 2001, παρουσιάζοντας καθαρό χρέος 63,5 δισεκατομμύρια ευρώ και ζημίες 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

4        Από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2002 οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s και Standard & Poor’s (στο εξής: S & P) υποβάθμισαν την αξιολόγηση [«rating»] της FT, με αρνητική προοπτική. Ειδικότερα, στις 24 Ιουνίου 2002, ο οίκος Moody’s υποβάθμισε την αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων χρεογράφων της FT στην τελευταία θέση της κλίμακας των ασφαλών επενδύσεων («investment grade»). Παράλληλα, η τιμή της μετοχής της FT σημείωσε σημαντική πτώση.

5        Δεδομένης της οικονομικής καταστάσεως της FT, ο Γάλλος Υπουργός Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας δήλωσε, σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουλίου 2002 στην εφημερίδα Les Échos (στο εξής: δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002), ότι, εάν η FT αντιμετωπίσει προβλήματα χρηματοδοτήσεως, το Γαλλικό Δημόσιο θα λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις για την αντιμετώπισή τους.

6        Την ίδια ημέρα, η S & P υποβάθμισε την αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων χρεογράφων της FT στην τελευταία θέση της κλίμακας των ασφαλών επενδύσεων, επισημαίνοντας ότι η θέση αυτή διατηρείται αποκλειστικά και μόνο λόγω των ανακοινώσεων του Γαλλικού Δημοσίου σχετικά με την FT.

7        Στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές ανακοίνωσαν ότι έγινε δεκτή η παραίτηση του προέδρου-γενικού διευθυντή της FT.

8        Στις 13 Σεπτεμβρίου 2002 η FT δημοσίευσε τις εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις της, οι οποίες επιβεβαίωναν ότι στις 30 Ιουνίου 2002 τα ίδια κεφάλαια της FT ήταν αρνητικά, ανερχόμενα σε 440 εκατομμύρια ευρώ, και ότι το καθαρό χρέος ανερχόταν σε 69,69 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 48,9 δισεκατομμύρια ευρώ αντιστοιχούσαν σε ομολογιακό χρέος, το οποίο θα έπρεπε να εξοφληθεί μεταξύ 2003 και 2005.

9        Με ανακοινωθέν Τύπου σχετικά με την οικονομική κατάσταση της FT, της 13ης Σεπτεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γαλλικό Δημόσιο θα συμβάλει στην ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της FT και θα λάβει, εφόσον είναι απαραίτητο, μέτρα προς αποφυγή προβλημάτων χρηματοδοτήσεως της FT.

10      Την ίδια ημέρα, ο οίκος Moody’s μετέβαλε την προοπτική του χρέους της FT από αρνητική σε σταθερή, κατόπιν της επιβεβαιώσεως, από το Γαλλικό Δημόσιο, της δεσμεύσεώς του ότι θα στηρίξει την FT.

11      Στις 2 Οκτωβρίου 2002 διορίστηκε νέος πρόεδρος-γενικός διευθυντής της FT. Με το ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο ανακοινώθηκε ο διορισμός αυτός επιβεβαιώθηκε, κατ’ ουσίαν, η δήλωση που περιλαμβάνεται στο ανακοινωθέν Τύπου της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 και παρατίθεται στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως.

12      Κατά το διοικητικό συμβούλιο της FT, της 4ης Δεκεμβρίου 2002, οι νέοι διευθυντές της FT παρουσίασαν σχέδιο δράσεως με τίτλο «Ambition France Télécom 2005» (στο εξής: σχέδιο Ambition 2005), στόχος του οποίου ήταν, κατ’ ουσίαν, η εξισορρόπηση των οικονομικών μεγεθών της FT, διά της αυξήσεως των ιδίων κεφαλαίων κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ.

13      Η παρουσίαση του σχεδίου Ambition 2005 συνοδεύτηκε από ανακοινωθέν Τύπου του Υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας της 4ης Δεκεμβρίου 2002 (στο εξής: ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002), το οποίο έχει ως εξής:

«[Ο] Υπουργός Οικονομικών […] επιβεβαιώνει την υποστήριξη εκ μέρους του [Γαλλικού Δημοσίου] του σχεδίου δράσεως που εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της [FT] στις 4 Δεκεμβρίου [2002]. 1) Ο όμιλος [FT] αποτελεί συνεκτικό βιομηχανικό σύνολο του οποίου οι επιδόσεις είναι αξιοσημείωτες. Παρά ταύτα, η [FT] καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα μη ισορροπημένη οικονομική διάρθρωση, ανάγκες για ίδια κεφάλαια και ανάγκες μεσοπρόθεσμης αναχρηματοδοτήσεως. Αυτή η κατάσταση προήλθε από αποτυχημένες επενδύσεις κατά το παρελθόν, οι οποίες έτυχαν κακής διαχειρίσεως και υλοποιήθηκαν στο υψηλότερο σημείο της χρηματιστηριακής “φούσκας” και, γενικότερα, από την αντιστροφή των τάσεων της αγοράς. Η αδυναμία της [FT] να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της με άλλον τρόπο πλην του δανεισμού επιδείνωσε αυτήν την κατάσταση. 2) Το [Γαλλικό Δημόσιο], κύριος μέτοχος, ζήτησε από τα νέα διευθυντικά στελέχη να αποκαταστήσουν την οικονομική ισορροπία της [FT], διατηρώντας παράλληλα την ακεραιότητα του ομίλου […] 3) Λαμβανομένων υπόψη του σχεδίου δράσεως που εκπόνησαν τα διευθυντικά στελέχη και των προοπτικών αποδόσεως των επενδύσεων, το [Γαλλικό Δημόσιο] θα συμμετάσχει στην ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, κατ’ αναλογία του μεριδίου του στο κεφάλαιο, δηλαδή επενδύοντας 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Το [Γαλλικό Δημόσιο] μέτοχος προτίθεται να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο ως συνετός επενδυτής. Εναπόκειται στην [FT] να καθορίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής και το ακριβές χρονοδιάγραμμα της ενισχύσεως των ίδιων κεφαλαίων της. Η [Γαλλική] Κυβέρνηση επιθυμεί να διεξαχθεί αυτή η δράση λαμβάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη την κατάσταση των επιμέρους μετόχων και των μισθωτών μετόχων της [FT]. Για να δοθεί στην [FT] η δυνατότητα να προωθήσει το εγχείρημα στην αγορά την πλέον κατάλληλη στιγμή, το [Γαλλικό Δημόσιο] είναι έτοιμο να προβλέψει τη συμμετοχή του στην ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων, μέσω μιας προσωρινής προτάσεως προκαταβολής μετόχου, που θα καταβληθεί σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς και θα τεθεί στη διάθεση της [FT]. 4) H [Entreprise de recherches et d’activités pétrolières (ERAP) (στο εξής: ERAP)], δημόσιος βιομηχανικός και εμπορικός φορέας, θα είναι εκδοχέας του συνόλου της συμμετοχής του [Δημοσίου] στην [FT]. Θα χρεωθεί έναντι των χρηματαγορών ώστε να χρηματοδοτήσει το μερίδιο του [Δημοσίου] για την ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της [FT].»

14      Στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2002, η FT προέβη σε δύο διαδοχικές εκδόσεις ομολόγων συνολικού ποσού 2,9 δισεκατομμυρίων ευρώ.

15      Στις 17 Δεκεμβρίου 2002 η S & P διευκρίνισε, αφενός, ότι, από τον Ιούλιο του 2002, η υποστήριξη του Γαλλικού Δημοσίου αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως και ότι η ανακοίνωση του Γαλλικού Δημοσίου σχετικά με την πρόταση προκαταβολής μετόχου και την ανάληψη της υποχρεώσεως συμμετοχής στην ανακεφαλαίωση της FT, κατ’ αναλογία προς το ποσοστό συμμετοχής του στο κεφάλαιό της, επιβεβαιώνει την υποστήριξη αυτή.

16      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002 η ERAP απέστειλε στην FT μονογραφημένο και υπογεγραμμένο σχέδιο συμβάσεως προτάσεως προκαταβολής μετόχου (στο εξής: προσφορά προτάσεως προκαταβολής μετόχου). Η FT δεν υπέγραψε το σχέδιο συμβάσεως και η πρόταση προκαταβολής μετόχου ουδέποτε καταβλήθηκε.

17      Στις 15 Ιανουαρίου 2003, η FT προέβη σε δανεισμό υπό τη μορφή ομολογιακών δανείων συνολικού ποσού 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα εν λόγω ομολογιακά δάνεια δεν καλύπτονταν από ασφάλεια ή εγγύηση του Δημοσίου. Στις 10 Φεβρουαρίου 2003 η FT ανανέωσε μέρος κοινοπρακτικού δανείου, το οποίο καθίστατο ληξιπρόθεσμο, ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ.

18      Στις 4 Μαρτίου 2003 άρχισε η υλοποίηση της ενισχύσεως των ίδιων κεφαλαίων σύμφωνα με το σχέδιο Ambition 2005. Στις 24 Μαρτίου 2003 η FT προέβη σε αύξηση κεφαλαίου κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Το Γαλλικό Δημόσιο συμμετείχε με 9 δισεκατομμύρια ευρώ κατ’ αναλογία προς το μερίδιό του στο κεφάλαιο της FT. Το εγχείρημα ολοκληρώθηκε στις 11 Απριλίου 2003.

19      Η FT έκλεισε τη χρήση του 2002 με ζημία περίπου 21 δισεκατομμύρια ευρώ και καθαρό χρέος περίπου 68 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι λογαριασμοί του οικονομικού έτους 2002 που δημοσίευσε η FT στις 5 Μαρτίου 2003 εμφάνιζαν αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 8,4 %, του αποτελέσματος εκμεταλλεύσεως προ αποσβέσεων κατά 21,1 % και του αποτελέσματος εκμεταλλεύσεως κατά 30,9 %. Στις 14 Απριλίου 2003, το Γαλλικό Δημόσιο κατείχε το 58,9 % του κεφαλαίου της FT, ποσοστό δε 28,6 % αυτού μέσω της ERAP.

 Η διοικητική διαδικασία και η επίδικη απόφαση

20      Στις 4 Δεκεμβρίου 2002 η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή τα οικονομικά μέτρα που προέβλεπε το σχέδιο Ambition 2005, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου προτάσεως προκαταβολής μετόχου.

21      Στις 22 Ιανουαρίου 2003 οι εταιρίες Bouygues, δύο εταιρίες γαλλικού δικαίου, περιλαμβανομένης της Bouygues Télécom SA η οποία δραστηριοποιείται στη γαλλική αγορά της κινητής τηλεφωνίας, υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά, μεταξύ άλλων, με δύο ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από το Γαλλικό Δημόσιο στην FT, απόρροια, αφενός, των δημόσιων δηλώσεων στις οποίες προέβησαν οι γαλλικές αρχές τον Ιούλιο του 2002 υπέρ της FT (στο εξής: δηλώσεις του Ιουλίου του 2002) και, αφετέρου, της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την πρόταση προκαταβολής μετόχου ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ.

22      Στις 12 Μαρτίου 2003 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 57, σ. 5) η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για τα οικονομικά μέτρα υπέρ της FT (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας).

23      Στις 3 Αυγούστου 2004, η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές την επίδικη απόφαση. Το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως προβλέπει ότι «[η] εισφορά κεφαλαίου που χορηγήθηκε από τη [Γαλλική Δημοκρατία] στην [FT] τον Δεκέμβριο του 2002 υπό [τη] μορφή κονδυλίου πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενταγμένη στο πλαίσιο των δηλώσεων […] από τον Ιούλιο του 2002, αποτελεί κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά». Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, «[η] ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανάκτησης».

24      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 26 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από τον Ιούνιο του 2002 η οικονομική κατάσταση της FT χαρακτηριζόταν από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και μη ισορροπημένα οικονομικά μεγέθη. Από την αιτιολογική σκέψη 37 της ίδιας αποφάσεως προκύπτει ότι, όταν έγινε η δήλωση 12ης Ιουλίου 2002, οι οίκοι αξιολογήσεως S & P και Moody’s επρόκειτο να μειώσουν τη βαθμολογία του χρέους της FT σε επίπεδο των επισφαλών χρεογράφων (junk bond).

25      Με την αιτιολογική σκέψη 39 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τον Ιούλιο του 2002 η FT αντιμετώπιζε κρίση εμπιστοσύνης, η οποία απειλούσε την υλοποίηση των σχεδιαζόμενων αναχρηματοδοτήσεων και δημιουργούσε κινδύνους όσον αφορά τη ρευστότητά της για το 2003. Διευκρίνισε, μεταξύ άλλων με τις αιτιολογικές σκέψεις 212 και 222 της αποφάσεως αυτής, ότι, λόγω των ανακοινωθέντων Τύπου των γαλλικών αρχών της 13ης Σεπτεμβρίου (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω) και της 2ας Οκτωβρίου 2002, οι οίκοι αξιολογήσεως Moody’s και S & P μετέβαλαν την αρνητική εκτίμησή τους όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους της FT, κάνοντας λόγο για ενίσχυση της εμπιστοσύνης της αγοράς.

26      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 185 έως 187 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι των μέτρων που ελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 2002 και αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοποιήσεως προηγήθηκαν οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 και εκτίμησε ότι οι δηλώσεις αυτές επηρέασαν την αντίληψη που είχαν σχηματίσει οι αγορές και οι οικονομικοί παράγοντες όσον αφορά την κατάσταση της FT τον Δεκέμβριο του 2002. Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι εν λόγω δηλώσεις και τα κοινοποιηθέντα μπορούν, ως εκ τούτου, να εξεταστούν ως σύνολο.

27      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 188 και 189 καθώς και 203 έως 219 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατ’ αυτήν, είναι βέβαιον ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 επηρέασε τις αγορές και παρέσχε στην FT οικονομικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, μετά από ανάλυση πολλών νομικών επιχειρημάτων, εκτίμησε ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να αποδείξει ότι η δήλωση αυτή συνεπάγεται τη δυνητική έστω δέσμευση κρατικών πόρων.

28      Αντιθέτως, με τις αιτιολογικές σκέψεις 194 έως 196 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου συνεπάγεται πλεονέκτημα για την FT και ενδεχόμενη δέσμευση κρατικών πόρων. Συγκεκριμένα, αφενός, η πρόταση προκαταβολής μετόχου παρέσχε στην FT τη δυνατότητα να αυξήσει τα μέσα χρηματοδοτήσεώς της και να καθησυχάσει την αγορά όσον αφορά τη δυνατότητά της να καλύψει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της. Αφετέρου, επιπλέον δυνητική επιβάρυνση των κρατικών πόρων απορρέει από την αναγγελία της διαθέσεως προτάσεως προκαταβολής μετόχου, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των προϋποθέσεων που είχαν προηγουμένως οριστεί, από την εντύπωση που δόθηκε στην αγορά ότι αυτή η προκαταβολή έχει πράγματι διατεθεί και, τέλος, από την αποστολή της συμβάσεως προκαταβολής στην FT.

29      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 197 έως 201 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε επίσης ότι, στον ανταγωνιστικό κλάδο των τηλεπικοινωνιών, πλεονεκτήματα όπως αυτά υπέρ της FT νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν κατά τρόπο ιδιαίτερα αισθητό τον ανταγωνισμό και ενδέχεται να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

30      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 256 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, δεδομένων των επιπτώσεων που είχαν στην αγορά ιδίως οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002, τα κοινοποιηθέντα μέτρα δεν πληρούν το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς ούτε μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις για τη διάσωση και για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες. Για τους λόγους αυτούς, χαρακτήρισε τα επίμαχα μέτρα ως κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά.

31      Θεωρώντας, όμως, ότι δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί με ακρίβεια η επίπτωση της ενισχύσεως αυτής και ότι η συνολική ανάλυση των στοιχείων της συγκεκριμένης ενισχύσεως, πέραν της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, με κριτήριο τη συμβατότητά τους με τους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων είναι καινοφανής, η Επιτροπή εκτίμησε, με τις σκέψεις 257 έως 264 της αποφάσεως αυτής, ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κωλύουν την ανάκτησή της.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

32      Με τις προσφυγές τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία, η FT και οι εταιρίες Bouygues ζήτησαν την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, η δε Association française des opérateurs de réseaux et services de télécommunications (AFORS Télécom) τη μερική ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

33      Προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προέβαλαν, μεταξύ άλλων, λόγο ακυρώσεως σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της έννοιας της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ως προς τα κοινοποιηθέντα μέτρα, και λόγο ακυρώσεως σχετικά με πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση του περιεχομένου και του ή των συνεπειών των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002.

34      Προς στήριξη του αιτήματός τους ακυρώσεως του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, οι εταιρίες Bouygues προέβαλαν ως πρώτο λόγο ακυρώσεως παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002, στο σύνολό τους ή μεμονωμένως, ως κρατικές ενισχύσεις, και ως δεύτερο λόγο αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

35      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τους προαναφερθέντες λόγους από κοινού, κατά το μέτρο που αφορούν την έννοια της κρατικής ενισχύσεως.

36      Με τις σκέψεις 126 έως 133 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, μεταξύ άλλων, την επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία το αίτημα των εταιριών Bouygues περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, λόγω παραλείψεως της Επιτροπής να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, επειδή οι εν λόγω εταιρίες αμφισβητούσαν μόνον την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως και δεν μπορούσαν να αντλήσουν επιπλέον όφελος από τη διαπίστωση ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 αποτελούν επίσης κρατική ενίσχυση.

37      Επί της ουσίας, με τη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επισημάνθηκε ότι, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει ευεργέτημα δυνάμενο να λάβει διάφορες μορφές, το οποίο απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από κρατικούς πόρους.

38      Με τη σκέψη 262 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι απαιτείται συνάφεια μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, καθώς το εν λόγω πλεονέκτημα πρέπει να συνδέεται στενά με αντίστοιχη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού ή με τη δημιουργία, βάσει νομικώς δεσμευτικών υποχρεώσεων που ανέλαβε το Δημόσιο, οικονομικού κινδύνου επαρκώς συγκεκριμένου για τον προϋπολογισμό αυτό.

39      Με τη σκέψη 231 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του πλεονεκτήματος προϋποθέτει ότι η παρέμβαση του Δημοσίου πρέπει να συνεπάγεται τη βελτίωση της οικονομικής και/ή χρηματοδοτικής καταστάσεως του λήπτη.

40      Εν προκειμένω, με τη σκέψη 259 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 συνολικά, περιλαμβανομένης της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002, ενέχουν χορήγηση πλεονεκτήματος στην FT κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

41      Αντιθέτως, με τη σκέψη 257 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφορά προτάσεως προκαταβολής μετόχου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, η οποία δεν ανακοινώθηκε, συνεπάγεται χορήγηση πρόσθετου και διακριτού πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 και, ειδικότερα, η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, παρείχαν στην FT τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, έως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τους όρους που ίσχυαν τότε στην αγορά ομολόγων.

42      Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν το προσδιορισθέν από την Επιτροπή πλεονέκτημα προέρχεται από κρατικούς πόρους.

43      Συναφώς, με τις σκέψεις 269 έως 289 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 δεν ισοδυναμούν με εγγύηση ούτε μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εκθέτουν τους πόρους του Γαλλικού Δημοσίου σε κίνδυνο τέτοιο ώστε να συνιστά μεταφορά κρατικών πόρων, και απέρριψε το αίτημα των εταιριών Bouygues περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, λόγω παραλείψεως της Επιτροπής να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση.

44      Όσον αφορά την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 293 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι εταιρίες Bouygues υποστήριξαν ότι η ανακοίνωση αυτή συνιστούσε, καθεαυτή, αρκούντως ακριβή, σταθερή και ανεπιφύλακτη δέσμευση, ώστε να διαπιστωθεί μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επιπλέον, με τις σκέψεις 294 έως 298 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων.

45      Όσον αφορά την πρόταση προκαταβολής μετόχου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 299 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε αρκούντως ότι αυτή συνεπάγεται χορήγηση πλεονεκτήματος, δεν είναι κατά μείζονα λόγο δυνατό να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο μεταφορά κρατικών πόρων συναφή με το πλεονέκτημα αυτό.

46      Με τις σκέψεις 302 έως 309 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, εν συνεχεία, αν ήταν ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπάρχει οικονομικό πλεονέκτημα που απορρέει από κρατικούς πόρους βάσει της συνολικής εξετάσεως των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002 σε συνδυασμό με την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και τη συμβατική προσφορά προτάσεως προκαταβολής μετόχου.

47      Συναφώς, αφενός, με τη σκέψη 304 της εν λόγω αποφάσεως κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 δεν ενείχαν την πρόβλεψη συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής υποστηρίξεως, όπως εκείνη τελικώς συγκεκριμενοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2002, η δε ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 συνιστά σημαντική τροπή στην πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην αναχρηματοδότηση της FT.

48      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 309 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη το σύνολο των γεγονότων που προηγήθηκαν της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002, προκειμένου να διαπιστώσει πλεονέκτημα που απορρέει από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και τη βελτίωση των όρων της αναχρηματοδότησης της FT, το πλεονέκτημα αυτό «δεν αναλογεί σε αντίστοιχη μείωση του κρατικού προϋπολογισμού ούτε σε επαρκώς συγκεκριμένο οικονομικό κίνδυνο επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού αυτού. Ειδικότερα, το πλεονέκτημα αυτό διακρίνεται από εκείνο το οποίο το σχέδιο προτάσεως προκαταβολής μετόχου δύναται να ενέχει και το οποίο η [επίδικη] απόφαση δεν απέδειξε αρκούντως».

49      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 310 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου, εντασσόμενη στο πλαίσιο των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002, συνιστά χορήγηση πλεονεκτήματος υπέρ της FT, απορρέοντος από τη μεταφορά κρατικών πόρων, παρερμήνευσε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ακύρωσε το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

50      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 2010, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε να παρέμβει στις υποθέσεις C‑399/10 P και C‑401/10 P προς στήριξη των αιτημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας.

51      Με διατάξεις της 28ης Φεβρουαρίου 2011 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παρέμβει στις υποθέσεις C‑399/10 P και C‑401/10 P.

52      Με διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 οι δύο αυτές υποθέσεις συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

53      Οι εταιρίες Bouygues ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να αποφανθεί επί της ουσίας και να ακυρώσει το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέρος που δεν χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002, και το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, κατά το μέρος που δεν υποχρεώνεται η Γαλλική Δημοκρατία να ανακτήσεις από την FT τη διαπιστωθείσα ενίσχυση,

–        επικουρικώς, εφόσον κριθεί ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή, την FT, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

54      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που ακυρώνει το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως και την υποχρεώνει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT,

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς επανεξέταση, και

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα.

55      Η FT ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως,

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο,

–        εφόσον αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, να δεχθεί εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα που είχε προβάλει πρωτοδίκως, και

–        να καταδικάσει τις εταιρίες Bouygues και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

56      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως,

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο,

–        εφόσον αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, να δεχθεί εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα που είχε προβάλει πρωτοδίκως, και

–        να καταδικάσει τις εταιρίες Bouygues και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

57      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρεμβαίνει προς στήριξη των αιτημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας και ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τις εταιρίες Bouygues και την Επιτροπή να φέρουν τα δικαστικά έξοδά της.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

58      Οι εταιρίες Bouygues προβάλλουν δύο λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως.

59      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι εταιρίες Bouygues, αφενός, άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση, και την ακύρωση του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής (υπόθεση T‑450/04) καθώς και, αφετέρου, παρενέβησαν προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής στο πλαίσιο της προσφυγής που είχε ασκήσει η FT με αίτημα την ακύρωση της ίδιας αποφάσεως (υπόθεση T‑444/04).

60      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτό, αλλά αβάσιμο το αίτημα των εταιριών Bouygues για ακύρωση του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση (υπόθεση T‑450/04), κατόπιν έκρινε παραδεκτό και βάσιμο το αίτημα της FT για εξ ολοκλήρου ακύρωση του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως (υπόθεση T‑444/04) και, τέλος, έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, επί του αιτήματος των εταιριών Bouygues για ακύρωση του άρθρου 2 της ίδιας αποφάσεως.

61      Στο πλαίσιο αυτό, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως των εταιριών Bouygues αφορά την κρίση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση T‑450/04 και την πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία τους, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, λόγω της παραλείψεώς της να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση.

62      Ο δεύτερος λόγος αφορά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑444/04 και την πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, κατά το μέρος που η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενες, χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση. Ο δεύτερος λόγος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την απαιτούμενη συνάφεια μεταξύ του χορηγούμενου πλεονεκτήματος και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων ενώ το δεύτερο αφορά πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με το ζήτημα αν η πρόταση προκαταβολής μετόχου συνεπάγεται χορήγηση πλεονεκτήματος στην FT.

63      Η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

64      Ο δεύτερος αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, κατά το μέρος που η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενες, χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την απαιτούμενη συνάφεια μεταξύ του χορηγούμενου πλεονεκτήματος και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, το δεύτερο πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τη δέσμευση κρατικών πόρων, η οποία απορρέει από την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και την πρόταση προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενες, το τρίτο πλάνη περί το δίκαιο, σχετικά με την εξέταση πλεονεκτήματος υπέρ της FT, λόγω της παραλείψεως συνεκτιμήσεως της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, και το τέταρτο σχετικά με μη συνεκτίμηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή κατά τη διενέργεια πολύπλοκων οικονομικών αναλύσεων.

65      Ο τρίτος λόγος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και παραμόρφωση της επίδικης αποφάσεως.

66      Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν ο πρώτος λόγος αναιρέσεως των εταιριών Bouygues, σχετικά με τον χαρακτηρισμό των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002 ως κρατικής ενισχύσεως, και κατόπιν, από κοινού, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως των εταιριών Bouygues και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, τα οποία αφορούν πλάνη περί το δίκαιο, σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενων, ως κρατικής ενισχύσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως των εταιριών Bouygues, σχετικά με τον χαρακτηρισμό των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002 ως κρατικής ενισχύσεως

67      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι εταιρίες Bouygues προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία τους κατά την οποία η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενη να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση, προέβη σε υπερβολικά περιοριστική ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, παραμόρφωσε το γαλλικό δίκαιο και στηρίχθηκε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών.

68      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑450/04, οι εταιρίες Bouygues ζήτησαν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέρος που απορρίπτεται εμμέσως η επιχειρηματολογία τους, την οποία είχαν αναπτύξει τόσο με την καταγγελία που είχαν υποβάλει στις 22 Ιανουαρίου 2003 στην Επιτροπή όσο και κατά τη διοικητική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 συνιστούν, καθεαυτές, κρατική ενίσχυση.

69      Όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 36 και 43 της παρούσας αποφάσεως και προκύπτει από τις σκέψεις 133 και 325 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε το αίτημα αυτό παραδεκτό, αλλά το απέρριψε ως αβάσιμο.

70      Συναφώς, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει ειδικότερα από την περιγραφή των επίμαχων μέτρων στις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 57 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η απόφαση αυτή αφορά αποκλειστικά τα κοινοποιηθέντα μέτρα και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν ζήτησε, με την απόφαση αυτή, από τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το αν οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 αποτελούν, καθεαυτές, κρατική ενίσχυση.

71      Πάντως, κατά τα άρθρα 4, παράγραφος 4, 6, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), η απόφαση αυτή και η πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων είναι απαραίτητες τόσο για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της διοικητικής διαδικασίας όσο και για την εξασφάλιση της κατά το δυνατόν πληρέστερης ενημερώσεως της Επιτροπής.

72      Επομένως, εφόσον η Επιτροπή δεν εξέδωσε συμπληρωματική απόφαση, ώστε η διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως να καλύψει και το ζήτημα του αν οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 αποτελούν, καθεαυτές, κρατική ενίσχυση, συνάγεται ότι, με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν έδωσε συνέχεια στο συγκεκριμένο στοιχείο της καταγγελίας που του υπέβαλαν οι εταιρίες Bouygues στις 22 Ιανουαρίου 2003.

73      Επομένως, από την αιτιολογική σκέψη 185 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι αντικείμενο αυτής είναι η κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή προκαταβολή μετόχου και ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά το μέτρο που ασκούν αντικειμενικά επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως της εν λόγω προκαταβολής. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή εξέτασε τις δηλώσεις αυτές μόνον κατά το μέτρο που αποτελούν το πλαίσιο του προαναφερθέντος μέτρου.

74      Εξάλλου, με τις αιτιολογικές σκέψεις 188, 189, 218 και 219 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να διαμορφώσει άποψη όσον αφορά το αν οι εν λόγω δηλώσεις αποτελούν, καθεαυτές, κρατική ενίσχυση.

75      Τέλος, από το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι ως κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά χαρακτηρίζεται μόνον η προκαταβολή μετόχου, οι δε δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 μνημονεύονται μόνον κατά το μέτρο που οι δηλώσεις αυτές αποτελούν το πλαίσιο της διαπιστωθείσας ενισχύσεως.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απόφαση δεν εμπεριέχει εκτίμηση όσον αφορά την καταγγελία των εταιριών Bouygues ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 αποτελούν, καθεαυτές, κρατική ενίσχυση.

77      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αποφαινόμενο, με τις σκέψεις 128 και 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι με το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση. Η σιωπή της Επιτροπής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των εν λόγω δηλώσεων, καθεαυτές, ως κρατικής ενισχύσεως, κατόπιν της καταγγελίας των εταιριών Bouygues, δεν ισοδυναμεί με απόφαση περί απορρίψεως των υποστηριζόμενων από τις ως άνω καταγγέλλουσες.

78      Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε έτσι επί ζητημάτων επί των οποίων η Επιτροπή δεν είχε ακόμη εκφέρει κρίση, συγχέοντας τα διαφορετικά μεταξύ τους στάδια της διοικητικής διαδικασίας και της ένδικης διαδικασίας, πράγμα που δεν συμβιβάζεται με το σύστημα διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και του δικαστή της Ένωσης και των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προβλέπονται στη Συνθήκη ΛΕΕ, ούτε με τις απαιτήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 20).

79      Επομένως, κρίνεται αλυσιτελής ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της παραλείψεως της Επιτροπής να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση.

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως των εταιριών Bouygues και του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενων, ως κρατικής ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Πρώτον, οι εταιρίες Bouygues και η Επιτροπή χαρακτηρίζουν εσφαλμένη την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, απαιτείται ορισμένη συνάφεια, στενή σχέση, ισοδυναμία και αντιστοιχία μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η σχέση αυτή μπορεί να είναι έμμεση και ότι δεν απαιτείται ισοδυναμία ή αντιστοιχία.

81      Δεύτερον, φρονούν ότι ο τρόπος με τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τη σχέση αυτή είναι αντίθετος προς την αρχή ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά τους. Κατά τις εταιρίες Bouygues, όταν πρόκειται για σειρά μέτρων εντασσόμενων στην ίδια στρατηγική υπέρ μιας επιχειρήσεως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η συνάφεια μεταξύ του πλεονεκτήματος και της χρήσεως κρατικών πόρων πρέπει να εκτιμάται συνολικά, λαμβανομένης υπόψη της παρεμβάσεως του Κράτους, δεδομένου του ενιαίου χαρακτήρα του και της συνέχειάς του.

82      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι μέτρα στενά συνδεόμενα μεταξύ τους, τα οποία, αν εξεταστούν μεμονωμένα, ενδέχεται να μη θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις, παρά το γεγονός ότι συνεπάγονται σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού, πρέπει να εξετάζονται συνολικά. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η προκαταβολή μετόχου συνιστά κρατική ενίσχυση, εντασσόμενη στο πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί από τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002.

83      Η FT και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως προϋποθέτει αρκούντως στενή σχέση μεταξύ του πλεονεκτήματος υπέρ επιχειρήσεως και της οικονομικής επιβαρύνσεως του Δημοσίου. Διευκρινίζουν ότι, κατά τη νομολογία, δεν υπάρχει τέτοια σχέση στην περίπτωση επιβολής οικονομικής επιβαρύνσεως επί των κερδών των επιχειρήσεων, η οποία συνεπάγεται μείωση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου, ενώ, αντιθέτως, τέτοια σχέση υπάρχει στην περίπτωση της παραιτήσεως του Δημοσίου από φορολογικά έσοδα τα οποία θα μπορούσε να εισπράξει, εφόσον έχει χορηγηθεί έμμεσο πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις.

84      Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι η δέσμευση κρατικών πόρων πρέπει να αποτελεί την αιτία και όχι το αποτέλεσμα του πλεονεκτήματος. Η Επιτροπή, ωστόσο, αντέστρεψε τη λογική αυτή.

85      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει, επιπλέον, ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά τις «δευτερεύουσες συνέπειες» των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002, οι οποίες δεν συνεπάγονται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση ένα πλεονέκτημα το οποίο δεν συνεπάγεται δημοσιονομική επιβάρυνση, αλλά ενδέχεται να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η ευρεία ερμηνεία του κριτηρίου της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, την οποία υποστηρίζουν η Επιτροπή και οι εταιρίες Bouygues, θα είχε ως συνέπεια να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις πολλές από τις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν τα κράτη μέλη κατά την οικονομική κρίση του 2008.

86      Περαιτέρω, κατά την FT και τη Γαλλική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι το πλεονέκτημα πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος των πόρων που έχει διαθέσει το Δημόσιο. Δεν έκρινε απαραίτητο να υπάρχει σχέση μεταξύ του πλεονεκτήματος και της δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, υπό την έννοια ότι το πλεονέκτημα πρέπει να είναι απόρροια τέτοιας επιβαρύνσεως. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι δέσμευση κρατικών πόρων μπορεί να απορρέει από τη δημιουργία αρκούντως συγκεκριμένου οικονομικού κινδύνου δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, πλην όμως έκρινε ότι απαιτείται η ανάληψη νομικώς δεσμευτικών υποχρεώσεων.

87      Τέλος, η FT υποστηρίζει ότι η αρχή ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές παρεμβάσεις με γνώμονα τα αποτελέσματά τους δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση να προσδιορίσει με ακρίβεια το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην επιχείρηση και να εξετάσει αν αυτό απορρέει από κρατικούς πόρους. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν μπορεί, στηριζόμενη σε μια συνολική εκτίμηση, να εκτιμήσει ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 αποτελούν την αιτία της ενδεχόμενης δεσμεύσεως κρατικών πόρων στο πλαίσιο ενός διαφορετικού και μεταγενέστερου μέτρου, όπως είναι η πρόταση προκαταβολής μετόχου.

88      Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία επισήμανε ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη, με τις σκέψεις 301 έως 310 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε συνολική ανάλυση των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002 και της προτάσεως προκαταβολής μετόχου και φρονεί ότι είναι ορθή η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των προσδιορισθέντων πλεονεκτημάτων και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89      Οι εταιρίες Bouygues και η Επιτροπή προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, απαιτείται να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ, αφενός, ενός πλεονεκτήματος το οποίο προσδιορίζεται διαφορετικά, ανάλογα με το αν απορρέει από την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 ή την πρόταση προκαταβολής μετόχου, και, αφετέρου, της δεσμεύσεως κρατικών πόρων που ισοδυναμεί ή αντιστοιχεί στο ένα ή στο άλλο πλεονέκτημα.

90      Με τις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως επισημάνθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε η παροχή πλεονεκτήματος στην FT, όσον αφορά την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι από την πρόταση προκαταβολής μετόχου απορρέει επιπλέον πλεονέκτημα, διαφορετικής φύσεως.

91      Με τη σκέψη 262 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τη νομολογία, το προσδιορισθέν πλεονέκτημα «πρέπει να προέρχεται από μεταφορά κρατικών πόρων» και ότι «[η απαίτηση] για συνάφεια μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, ότι το εν λόγω πλεονέκτημα συνδέεται στενά με αντίστοιχη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού ή με τη δημιουργία, βάσει νομικώς δεσμευτικών υποχρεώσεων που ανέλαβε το Δημόσιο, οικονομικού κινδύνου επαρκώς συγκεκριμένου για τον προϋπολογισμό αυτό».

92      Με τις σκέψεις 293 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε χωριστή ανάλυση της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002. Ειδικότερα, με τις σκέψεις 293 έως 295 της αποφάσεως αυτής, αποφάνθηκε ότι δεν απόκειται σε αυτό να εξακριβώσει αν η ανακοίνωση αυτή συνεπαγόταν μεταφορά κρατικών πόρων, δεδομένου ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι εταιρίες Bouygues προσκόμισαν προς τούτο συναφή αποδεικτικά στοιχεία

93      Με τη σκέψη 296 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, επιπλέον, ότι, «[σε] κάθε περίπτωση, η μεταφορά κρατικών πόρων η οποία απορρέει από την [εν λόγω ανακοίνωση] δεν θα μπορούσε παρά να αντιστοιχεί σε πλεονέκτημα συνιστάμενο στο άνοιγμα της πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως ρητώς αναφερόταν σε αυτήν», και ότι «το πλεονέκτημα αυτό διακρίνεται από εκείνο που απορρέει από τις [δηλώσεις του Ιουλίου του 2002] δηλώσεις, όπως υποστηρίζεται στην [επίμαχη] απόφαση».

94      Με τη σκέψη 297 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η απαίτηση αυτή για συνάφεια μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της μεταφοράς κρατικών πόρων προϋποθέτει ότι το εν λόγω πλεονέκτημα αντιστοιχεί σε αντίστοιχη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού […]. Δεν ισχύει όμως τούτο εν προκειμένω όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του πλεονεκτήματος που […] απορρέει από τις [δηλώσεις του Ιουλίου του 2002], αφενός, και της φερόμενης μεταφοράς δημόσιων πόρων που συνίσταται στο άνοιγμα πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αναφέρεται στην [ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002]».

95      Όσον αφορά την πρόταση προκαταβολής μετόχου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 299 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν απέδειξε αρκούντως πλεονέκτημα απορρέον από την προσφορά, δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει μεταφορά κρατικών πόρων σχετιζόμενη με το πλεονέκτημα αυτό.

96      Τέλος, κατά το μέρος που η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της ότι υπάρχει κρατική ενίσχυση στη συνολική εξέταση των δηλώσεων του Ιουλίου του 2002 σε συνδυασμό με την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και τη συμβατική προσφορά προτάσεως προκαταβολής μετόχου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 307 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν απαλλάσσεται «από το καθήκον της να προσδιορίσει συγκεκριμένο πλεονέκτημα το οποίο συνεπάγεται αντίστοιχη μεταφορά κρατικών πόρων» και, με τη σκέψη 309 της αποφάσεως αυτής, ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002, διαπίστωνε την ύπαρξη πλεονεκτήματος που συνίσταται στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και τη βελτίωση των όρων αναχρηματοδοτήσεως της FT, το πλεονέκτημα αυτό «δεν αναλογεί σε αντίστοιχη μείωση του κρατικού προϋπολογισμού ούτε σε επαρκώς συγκεκριμένο οικονομικό κίνδυνο επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού αυτού. Ειδικότερα, το πλεονέκτημα αυτό διακρίνεται από εκείνο το οποίο [η πρόταση] προκαταβολής μετόχου δύναται να ενέχει και το οποίο η [επίδικη] απόφαση δεν απέδειξε αρκούντως».

97      Κατά συνέπεια το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει αν κάθε κρατική παρέμβαση συνιστά χορήγηση συγκεκριμένου πλεονεκτήματος με κρατικούς πόρους. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι, εφόσον η μείωση των κρατικών πόρων ή η επιβάρυνσή τους λόγω της αναλήψεως αρκούντως συγκεκριμένου οικονομικού κινδύνου συνδέεται στενά και αντιστοιχεί στο κατά τα ανωτέρω προσδιορισθέν πλεονέκτημα, πληρούται η προϋπόθεση της χρηματοδοτήσεως από κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

98      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και εφόσον η Συνθήκη δεν ορίζει διαφορετικά, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι [ασύμβατες] με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

99      Επομένως, μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους θεωρούνται ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, από το γράμμα της διατάξεως αυτής και από τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 108 ΣΛΕΕ προκύπτει τα πλεονεκτήματα που παρέχονται με άλλους τρόπους, και όχι από κρατικούς πόρους, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 1993, C‑72/91 και C‑73/91, Sloman Neptun, Συλλογή 1993, σ. I‑887, σκέψη 19, της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. I‑7907, σκέψη 35, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 58).

100    Επισημαίνεται, πάντως, ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί, σε κάθε περίπτωση, ότι υπήρξε μεταφορά κρατικών πόρων ούτως ώστε το πλεονέκτημα που χορηγείται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να μπορεί να θεωρείται ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, C‑387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I‑877, σκέψη 14, της 19ης Μαΐου 1999, C‑6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑2981, σκέψη 16, και της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑4397, σκέψη 36).

101    Συγκεκριμένα, ενισχύσεις θεωρούνται και οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό στενή έννοια, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν τα ίδια αποτελέσματα (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Banco Exterior de España, σκέψη 13, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1999, C‑75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑3671, σκέψη 23, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 25).

102    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές παρεμβάσεις με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, C‑124/10 P, Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Πάντως, δεδομένου ότι οι κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και πρέπει να εξετάζονται βάσει των αποτελεσμάτων τους, δεν αποκλείεται, όπως ορθώς προβάλλουν οι εταιρίες Bouygues και η Επιτροπή, πολλές διαδοχικές κρατικές παρεμβάσεις να πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να θεωρηθούν ως ενιαία παρέμβαση.

104    Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν οι διαδοχικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν, λόγω ιδίως της χρονολογικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς ώστε είναι αδύνατο να διαχωριστούν (βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Απριλίου 1980, 72/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 1411, σκέψη 51).

105    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι είναι απαραίτητο η μείωση των κρατικών πόρων ή η επιβάρυνσή τους, λόγω αναλήψεως αρκούντως συγκεκριμένου οικονομικού κινδύνου, να συνδέονται στενά, να αντιστοιχούν ή να ισοδυναμούν με συγκεκριμένο πλεονέκτημα που να απορρέει είτε από την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 είτε από την πρόταση προκαταβολής μετόχου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς εφάρμοσε κριτήριο διά του οποίου αποκλείεται εξ ορισμού το ενδεχόμενο οι εν λόγω κρατικές παρεμβάσεις να θεωρηθούν, λόγω των δεσμών μεταξύ αυτών και των αποτελεσμάτων τους, ως ενιαία παρέμβαση.

106    Σημειωτέον, επιπλέον, ότι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια κρατική παρέμβαση η οποία ενδεχομένως περιάγει τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ ό,τι άλλες επιχειρήσεις και συγχρόνως εγκυμονεί αρκούντως συγκεκριμένο κίνδυνο επιπλέον επιβαρύνσεως του Δημοσίου στο μέλλον ενδέχεται να επιβαρύνει τους κρατικούς πόρους (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Ecotrade, σκέψη 41).

107    Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η παροχή πλεονεκτημάτων υπό μορφή εγγυήσεως του Δημοσίου ενδέχεται να συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο (βλ., συναφώς, αποφάσεις Ecotrade, προπαρατεθείσα, σκέψη 43, και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑275/10, Residex Capital IV, Συλλογή 2011, σ. Ι‑13043, σκέψεις 39 έως 42).

108    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εφόσον, από οικονομικής απόψεως, η τροποποίηση των συνθηκών της αγοράς, από την οποία απορρέει έμμεσο πλεονέκτημα για ορισμένες επιχειρήσεις, είναι συνισταμένη της απώλειας πόρων εκ μέρους του Δημοσίου, τυχόν αυτονομία των επενδυτών στη λήψη αποφάσεων δεν συνεπάγεται κατάργηση της υπάρχουσας σχέσεως μεταξύ της φορολογικής ελαφρύνσεως και του πλεονεκτήματος του οποίου τυγχάνουν οι οικείες επιχειρήσεις (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 25 έως 28).

109    Κατά συνέπεια, για να διαπιστώσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον δικαιούχο και, αφετέρου, της μειώσεως των κρατικών πόρων ή, έστω, ενός αρκούντως συγκεκριμένου κινδύνου επιβαρύνσεως των πόρων αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑279/08 P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2011, σ. Ι‑7671, σκέψη 111).

110    Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, δεν είναι απαραίτητο η μείωση αυτή, ή έστω ο κίνδυνος αυτός, να αντιστοιχεί ή να ισοδυναμεί με το εν λόγω πλεονέκτημα, ούτε είναι απαραίτητο το εν λόγω πλεονέκτημα να αποτελεί το αντιστάθμισμα της μειώσεως ή του κινδύνου ή να είναι της ίδιας φύσεως όπως η δέσμευση των κρατικών πόρων από την οποία απορρέει.

111    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο τόσο κατά τον έλεγχο του προσδιορισμού, εκ μέρους της Επιτροπής, της κρατικής παρεμβάσεως διά της οποίας παρέχεται η κρατική ενίσχυση όσο και κατά την εξέταση της σχέσεως μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της διαπιστωθείσας από την Επιτροπή δεσμεύσεως κρατικών πόρων.

112    Τέλος, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι, με τις σκέψεις 301 έως 310 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε σφαιρική ανάλυση της σχέσεως μεταξύ του πλεονεκτήματος της δεσμεύσεως κρατικών πόρων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει ιδίως από τη συνοπτική παράθεση των σκέψεων αυτών στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην εξέταση αυτή μόνο σε σχέση με τα εσφαλμένα κριτήρια που προσδιορίζονται με τις σκέψεις 105 και 110 της παρούσας αποφάσεως.

113    Δεδομένου ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθιστά ελαττωματική τη συλλογιστική βάσει της οποίας κατέληξε, με τη σκέψη 310 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως των εταιριών Bouygues και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής.

114    Υπό τις συνθήκες αυτές και χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνεται αναιρετέα.

 Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

115    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

116    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαθέτει τα στοιχεία που απαιτούνται ώστε να αποφανθεί οριστικώς, αφενός, επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέρος που η Επιτροπή αρνείται να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση στην υπόθεση T‑450/04, και, αφετέρου, επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προς στήριξη των προσφυγών τους στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, κατά το μέρος που το εν λόγω σκέλος και λόγος στρέφονται κατά της διαπιστώσεως που περιλαμβάνεται στην επίδικη απόφαση, περί χορηγήσεως πλεονεκτήματος από το Γαλλικό Δημόσιο στην FT.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως στην υπόθεση T‑450/04

117    Από τις σκέψεις 70 έως 79 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση δεν περιέχει εκτίμηση της καταγγελίας των εταιριών Bouygues, κατά το μέρος που αυτές υποστηρίζουν ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 αποτελούν, καθεαυτές, κρατική ενίσχυση.

118    Επομένως, είναι αλυσιτελείς οι λόγοι της προσφυγής που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 ως κρατική ενίσχυση.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, κατά το μέρος που στρέφονται κατά της διαπιστώσεως που περιλαμβάνεται στην επίδικη απόφαση, περί χορηγήσεως πλεονεκτήματος από το Γαλλικό Δημόσιο στην FT

 Επιχειρήματα των διαδίκων

119    Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου των προσφυγών τους, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT χαρακτηρίζουν εσφαλμένη τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπάρχει κρατική ενίσχυση με κριτήριο δύο διαφορετικά γεγονότα, δηλαδή τις δηλώσεις του Ιουλίου του 2002, αφενός, και τις παρεμβάσεις του Γαλλικού Δημοσίου τον Δεκέμβριο του 2002, αφετέρου. Πάντως, τα γεγονότα αυτά συνέβησαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαίο μέτρο. Η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι καθένα από τα γεγονότα αυτά δεν αρκεί, από μόνο του, να στηρίξει τη διαπίστωση αυτή.

120    Με τον τρίτο λόγο της προσφυγής τους, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 μπορούσαν να θεωρηθούν από τις αγορές ως δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου και επηρέασαν την κατάσταση στις αγορές τον Δεκέμβριο του 2002. Η FT προβάλλει, επιπλέον, ότι η συλλογιστική της Επιτροπής, κατά την οποία η πρόταση προκαταβολής μετόχου συνιστά χορήγηση πλεονεκτήματος χωρίς να τηρηθεί το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή, επίσης πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

121    Συγκεκριμένα, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT ισχυρίζονται ότι, όταν έγινε η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, δεν είχε ακόμη αποφασισθεί η φύση των μέτρων που προτίθετο να λάβει το Γαλλικό Δημόσιο έναντι της FT ούτε είχε ληφθεί απόφαση επενδύσεως ικανή να χαρακτηρισθεί ως ισχυρή δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου. Αυτή η γενική, υπό αίρεση και νομικώς μη δεσμευτική δήλωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σαφής, συγκεκριμένη και αμετάκλητη δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου.

122    Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT αμφισβητούν ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 επηρέασαν την αντίληψη των παραγόντων της αγοράς τον Δεκέμβριο του 2002 και προκάλεσαν ασυνήθιστη και μη αμελητέα αύξηση της αξίας των μετοχών και των ομολόγων της FT. Ειδικότερα, τα συμπεράσματα εκθέσεως της 28ης Απριλίου 2004 στηρίζονταν σε μη κατάλληλη ανάλυση και δεν αρκούσαν ώστε να αποδειχθεί ότι η εξέλιξη της πορείας της μετοχής της FT τον Ιούλιο του 2002 ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστη και ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 και της εξελίξεως αυτής.

123    Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT διευκρινίζουν ότι η έκθεση αυτή αφορά μόνον τον υποτιθέμενο αντίκτυπο της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 στις αγορές τον Ιούλιο του 2002. Επιπλέον, δεν ήταν δυνατόν να αναλυθούν με την εν λόγω έκθεση ο υποτιθέμενος αντίκτυπος της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 στην κατάσταση της αγοράς τον Δεκέμβριο του 2002, δεδομένης της αδυναμίας διαχωρισμού τους από άλλα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 2002, όπως η καλή επίδοση και οι λειτουργικές προοπτικές της FT κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου 2002, η επίλυση της υποθέσεως της εταιρίας Mobilcom, ο διορισμός νέου προέδρου-γενικού διευθυντή και η παρουσίαση του σχεδίου εξισορροπήσεως των οικονομικών μεγεθών.

124    Τέλος, η FT διατείνεται ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου δεν συνεπαγόταν παροχή πλεονεκτήματος στην FT, δεδομένου ότι η πρόταση δεν είχε γίνει αποδεκτή, και προβάλλει ότι αποκλείεται η αγορά να είχε αντιληφθεί την πρόταση αυτή ως δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου πέραν της μελλοντικής του συμμετοχής στην αύξηση κεφαλαίου, καθώς το προταθέν σχέδιο είχε περιορισθεί αυστηρώς στο ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ και σε διάρκεια 18 μηνών. Η θετική αντίδραση των αγορών οφειλόταν κυρίως στον διορισμό του νέου προέδρου της FT και στο σχέδιο βελτιώσεως της λειτουργικής της αποδόσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

125    Με την επιχειρηματολογία τους, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, εκτιμώντας, πρώτον, ότι οι διάφορες παρεμβάσεις του Γαλλικού Δημοσίου από τις 12 Ιουλίου 2002 έως τις 20 Δεκεμβρίου 2002 αποτελούν ενιαία παρέμβαση, δεύτερον, ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 εμπεριέχει δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου, τρίτον, ότι οι δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 επηρέασαν την αντίληψη που επικρατούσε τον Δεκέμβριο του 2002 στην αγορά και, τέταρτον, ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου εμπεριείχε πλεονέκτημα για την FT.

126    Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 188 και 189 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στήριξε τη διαπίστωση περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως στην εκτίμηση ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 συνιστά ανάληψη δεσμεύσεως από το Γαλλικό Δημόσιο.

127    Περαιτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 194 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι «η εισφορά κεφαλαίου (η οποία αποτελεί προκαταβολή της συμμετοχής του κράτους στην αναδιάρθρωση κεφαλαίων της επιχείρησης), παρέχει πλεονέκτημα [στην] FT διότι της επιτρέπει να αυξήσει τα μέσα της για αυτοχρηματοδότηση και να καθησυχάσει την αγορά όσον αφορά την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της». Επιπλέον, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, μολονότι η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την FT, «η εντύπωση που [δημιουργήθηκε] στην αγορά για την ύπαρξη αυτής της προκαταβολής μπορεί να προσδώσει πλεονέκτημα στην FT, καθόσον η αγορά έκρινε ότι η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης ήταν πιο σθεναρή».

128    Με την αιτιολογική σκέψη 196 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε επιπλέον, στο πλαίσιο της αναλύσεως σχετικά με τη δέσμευση κρατικών πόρων, ότι «επιπλέον δυνητική επιβάρυνση των κρατικών πόρων δημιουργήθηκε με την αναγγελία της διάθεσης προκαταβολής μετόχου συνδυασμένης με την υλοποίηση των προϋποθέσεων που θεσπίστηκαν προηγουμένως […], με την εντύπωση που δόθηκε στην αγορά ότι αυτή η προκαταβολή είχε διατεθεί πραγματικά και, τέλος, με την αποστολή της σύμβασης προκαταβολής μονογραφημένης και υπογεγραμμένης από [την] ERAP στην FT».

129    Επομένως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενες, συνιστούν παροχή πλεονεκτήματος συνεπαγόμενη δέσμευση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

130    Στο πλαίσιο αυτό, κατά το μέρος που η Γαλλική Δημοκρατία και η FT υποστηρίζουν ότι, εξετάζοντας συνολικά την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και την πρόταση προκαταβολής μετόχου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, διαπιστώνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 103 και 104 της παρούσας αποφάσεως, οι κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και πρέπει να εξετάζονται βάσει των αποτελεσμάτων τους. Συνεπώς, δεν αποκλείεται εξ ορισμού πολλές διαδοχικές κρατικές παρεμβάσεις να πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαία παρέμβαση, ιδίως όταν αυτού του είδους οι παρεμβάσεις παρουσιάζουν, λόγω ιδίως της χρονολογικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς μεταξύ τους ώστε δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν.

131    Πάντως, είναι πρόδηλον ότι η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 δεν μπορεί να διαχωριστεί από την προταθείσα προκαταβολή μετόχου, υπό μορφή πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την οποία γίνεται ρητώς λόγος στην εν λόγω ανακοίνωση. Επιπλέον, η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 έγινε την ίδια ημέρα με τη γνωστοποίηση της προκαταβολής μετόχου στην Επιτροπή.

132    Εξάλλου, είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η προκαταβολή μετόχου, η οποία ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, συνιστά πλεονέκτημα υπέρ της FT, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

133    Καταρχάς, όπως υπενθυμίζεται με τις σκέψεις 4, 6, 10 και 15 της παρούσας αποφάσεως, από την αιτιολογική σκέψη 212 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 2002, η Moody’s και η S & P υποβάθμισαν την αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων χρεογράφων της FT στην τελευταία θέση της κλίμακας των ασφαλών επενδύσεων, επισημαίνοντας ότι η θέση αυτή διατηρείται αποκλειστικά και μόνο λόγω των ανακοινώσεων του Γαλλικού Δημοσίου σχετικά με την FT.

134    Περαιτέρω, από τα στοιχεία που παρατίθενται στις υποσημειώσεις 112 και 116 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι μετά τις 9 Δεκεμβρίου 2002 οι αγορές μπορούσαν να θεωρήσουν ότι η παρέμβαση του Γαλλικού Δημοσίου για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 132 της παρούσας αποφάσεως εξασφαλίζει ρευστότητα για εξόφληση των υποχρεώσεων της FT για τους επόμενους δώδεκα μήνες.

135    Τέλος, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 14 και 17 της παρούσας αποφάσεως, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2002 η FT προέβη σε δύο διαδοχικές εκδόσεις ομολόγων συνολικού ποσού 2,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, στις 15 Ιανουαρίου 2003 η FT προέβη σε δανεισμό υπό τη μορφή ομολογιακών δανείων συνολικού ποσού 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ και στις 10 Φεβρουαρίου 2003 η FT ανανέωσε μέρος κοινοπρακτικού δανείου, το οποίο καθίστατο ληξιπρόθεσμο, ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ.

136    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική 194 της επίδικης αποφάσεως, η προκαταβολή μετόχου συνιστά πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς παρέσχε στην FT τη δυνατότητα «να αυξήσει τα μέσα της για αυτοχρηματοδότηση και να καθησυχάσει την αγορά όσον αφορά την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της».

137    Όσον αφορά την επίσης προβλεπόμενη από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋπόθεση της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, διαπιστώνεται ότι η προκαταβολή μετόχου αφορά το άνοιγμα πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η FT, μολονότι δεν υπέγραψε την προταθείσα σύμβαση προκαταβολής, εντούτοις μπορούσε, όπως ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 196 της επίδικης αποφάσεως, να υπογράψει ανά πάσα στιγμή, αποκτώντας έτσι το δικαίωμα να λάβει αμέσως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ.

138    Εξάλλου, με την υποσημείωση 116 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή επισήμανε ότι ήδη από τις 5 Δεκεμβρίου 2002, στο πλαίσιο παρουσιάσεως προς τους επενδυτές, η FT περιέγραφε την «πίστωση» του Γαλλικού Δημοσίου ως άμεσα διαθέσιμη και ότι, την ίδια ημέρα, η S & P ανακοίνωσε ότι το Γαλλικό Δημόσιο επρόκειτο να χορηγήσει άμεσα την πίστωση, ότι στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Γαλλικής Εθνοσυνελεύσεως ανακοινώθηκε ότι η προκαταβολή μετόχου «είναι πλέον στη διάθεση της FT» και ότι η Moody’s ανακοίνωσε, στις 9 Δεκεμβρίου 2002, ότι «η πίστωση των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ έχει διατεθεί».

139    Πάντως, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της επιπλέον οικονομικής επιβαρύνσεως των κρατικών πόρων, ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, και, αφετέρου, της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως, είναι ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το πλεονέκτημα που διαπιστώθηκε με τη σκέψη 132 της παρούσας αποφάσεως χορηγήθηκε από κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Επί των λοιπών πτυχών του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου και του τρίτου λόγου που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, καθώς και επί των λοιπών λόγων που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT

140    Διαπιστώνεται ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, κατά το μέρος που οι λόγοι αυτοί αφορούν την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή.

141    Το ίδιο ισχύει για τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, σχετικά με παράβαση ουσιώδους τύπου και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και για τον τέταρτο λόγο που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία, σχετικά με ελλιπή αιτιολογία, καθώς και για το αίτημα των εταιριών Bouygues και της AFORS Télécom για ακύρωση του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως.

142    Κατά συνέπεια, οι υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04 και T‑450/04 πρέπει να αναπεμφθούν στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του ως άνω σκέλους και των προαναφερθέντων λόγων και επιχειρημάτων, καθώς και επί των αιτημάτων που του υποβλήθηκαν, αλλά επί των οποίων το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε.

 Επί των δικαστικών εξόδων

143    Δεδομένης της αναπομπής των υποθέσεων στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαΐου 2010, T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής.

2)      Αναπέμπει τις υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04 και T‑450/04 στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου αυτό να κρίνει τους λόγους και τα αιτήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του και επί των οποίων το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.