Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 22 Μαρτίου 2017 οι Gascogne Sack Deutschland GmbH και Gascogne S.A. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο πενταμελές τμήμα) στις 10 Ιανουαρίου 2017 στην υπόθεση T-577/14, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-146/17 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Gascogne Sack Deutschland GmbH, Gascogne S.A. (εκπρόσωποι: F. Puel και E. Durand, δικηγόροι)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Ένωση, διά του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κοινοποιηθείσα μέσω της εφαρμογής e-Curia στους εκπροσώπους των αναιρεσειουσών στις 16 Ιανουαρίου 2017, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (T-72/06) και Sachsa Verpackung κατά Επιτροπής (T-79/06) και την ύπαρξη υλικής και μη υλικής ζημίας που υπέστησαν οι αναιρεσείουσες λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, καταδίκασε την Ένωση σε μη προσήκουσα και μη πλήρη αποζημίωση για τις εν λόγω ζημίες·

να αποφανθεί οριστικώς, δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας του, επί των οικονομικών αντισταθμίσεων για την υλική και τη μη υλική ζημία που υπέστησαν οι αναιρεσείουσες, σύμφωνα με τα αιτήματα που υπέβαλαν οι αναιρεσείουσες·

να καταδικάσει την αναιρεσιβαλλόμενη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς τους,

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Gascogne υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να χορηγήσει αποζημίωση για την υλική ζημία την οποία υπέστη για περίοδο προγενέστερη της 30ης Μαΐου 2011, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί πέραν των αιτηθέντων (ultra petita), υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της αρχής αυτής.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Gascogne υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποφασίζοντας να λάβει ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό της υλικής ζημίας το σημείο που καθορίσθηκε αντιστρόφως από την Gascogne βάσει της υπερβολικής διάρκειας την οποία αυτή εκτίμησε στους 30 μήνες, ενώ το Γενικό Δικαστήριο την εκτίμησε στους 20 μήνες, και αποζημιώνοντας ως εκ τούτου την υλική ζημία την οποία υπέστη η Gascogne για περίοδο 6 μηνών, καίτοι ρητώς έκρινε ότι η προκληθείσα υλική ζημία συνίσταται στην καταβολή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης (ήτοι περίοδο 20 μηνών), το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε ρητώς σε αντιφάσεις και δεν επιδίκασε αποζημίωση σύμφωνη με τις κρίσεις του.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Gascogne υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, εφαρμόζοντας κανόνες υπολογισμού της υλικής ζημίας διαφορετικούς από αυτούς τους οποίους αρχικώς προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, χωρίς αυτές να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν την άποψή τους επί των συνεπειών του εν λόγω τρόπου υπολογισμού, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να επιδικάσει αποζημίωση για τη μη υλική ζημία, της οποίας το ποσό εμφανιζόταν, κατ’ αναλογίαν, πολύ υψηλό σε σχέση με το επιβληθέν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόστιμο, με την αιτιολογία ότι, κατά τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση, εν όλω ή εν μέρει, το ποσό του προστίμου λόγω μη τηρήσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της εν λόγω νομολογίας.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να κάνει δεκτό το αίτημα αποζημιώσεως για τη μη υλική ζημία την οποία υπέστησαν, με την αιτιολογία ότι, λαμβανομένου υπόψη του ύψους της, τυχόν επιδίκαση του ποσού που είχαν ζητήσει οι αναιρεσείουσες ως αποζημίωση θα ισοδυναμούσε στην πράξη με αμφισβήτηση του ύψους του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου, παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις των άρθρων 256, παράγραφος 1, και 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σκοπούν ακριβώς στην παροχή της δυνατότητας σε κάθε προσφεύγοντα ζημιωθέντα από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να λάβει αποζημίωση από το Γενικό Δικαστήριο, στέρησε πρακτικής αποτελεσματικότητας και παρέβη τις διατάξεις των άρθρων 256, παράγραφος 1, και 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής.

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, επιδικάζοντας στις αναιρεσείουσες αποζημίωση 5 000 ευρώ για τη μη υλική ζημία που υπέστησαν, ενώ το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η αποζημίωση για τη μη υλική ζημία δεν μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση, έστω και εν μέρει, το ποσό του επιβληθέντος από την Επιτροπή προστίμου, και, αφετέρου, ρητώς αναγνώρισε την ύπαρξη μη υλικής ζημίας που υπέστησαν οι αναιρεσείουσες, για την οποία έπρεπε να αποζημιωθούν λαμβανομένης υπόψη «της εκτάσεως της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας» και «της αποτελεσματικότητας της υπό κρίση αγωγής», υπέπεσε σαφώς σε αντιφάσεις.

Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, χωρίς καμία δικαιολογία συναφώς, ότι, αφενός, η διαπίστωση της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και της σοβαρότητας της εν λόγω παραβάσεως, αρκεί για την επανόρθωση της προβαλλόμενης προσβολής της φήμης, και ότι, αφετέρου, αποζημίωση 5 000 ευρώ συνιστά προσήκουσα αποζημίωση για τη μη υλική ζημία που υπέστησαν, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

____________