Language of document : ECLI:EU:C:2015:210

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 26ης Μαρτίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑67/14

Jobcenter Berlin Neukölln

κατά

Nazifa Alimanovic,

Sonita Alimanovic,

Valentina Alimanovic,

Valentino Alimanovic

[αίτηση του Bundessozialgericht (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Ιθαγένεια της Ένωσης — Ίση μεταχείριση — Πολίτες της Ένωσης οι οποίοι διαμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και οι οποίοι δεν έχουν πλέον την ιδιότητα του εργαζομένου — Νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τον αποκλεισμό των προσώπων αυτών από τις ειδικές µη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θέτει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα κατά πόσον ένα κράτος μέλος μπορεί να αποκλείσει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι δεν ασκούν ή έχουν παύσει να ασκούν οικονομική δραστηριότητα και είναι άποροι από τη χορήγηση ειδικών µη ανταποδοτικού τύπου παροχών διαβιώσεως, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (3) (στο εξής: κανονισμός 883/2004).

2.        Το ζήτημα αυτό είναι ευαίσθητο από ανθρωπιστικής και από νομικής απόψεως. Θα οδηγήσει κατ’ ανάγκην το Δικαστήριο να αποφανθεί τόσον ως προς την προστασία που προσφέρει το δίκαιο της Ένωσης στους πολίτες της, σε σχέση με την οικονομική τους κατάσταση και την αξιοπρέπειά τους, όσο και ως προς το ακριβές περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, το οποίο αποτελεί θεμέλιο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

3.        Προς τον σκοπό αυτόν, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει εκ νέου τον συσχετισμό μεταξύ του κανονισμού 883/2004 και της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (4).

4.        Πρόσφατα, στο πλαίσιο της υποθέσεως Dano (5), το Δικαστήριο έδωσε κάποιες πρώτες απαντήσεις στα προαναφερθέντα ζητήματα. Η ασυνήθης προβολή της εν λόγω αποφάσεως του Δικαστηρίου από τα ευρωπαϊκά μέσα ενημερώσεως, καθώς και όλες οι πολιτικές ερμηνείες που σχετίζονται με την απόφαση αυτήν, επιβεβαιώνουν τη σημασία και τον ευαίσθητο χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων.

5.        Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι τα κράτη μέλη μπορούν —χωρίς να υποχρεούνται— να αρνηθούν τη χορήγηση κοινωνικών παροχών σε πολίτες της Ένωσης οι οποίοι εισέρχονται στην επικράτειά τους χωρίς να έχουν την πρόθεση να αναζητήσουν εργασία και χωρίς να μπορούν να ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες τους από ίδιους πόρους.

6.        Εντούτοις, ενώ η αρχή αυτή είναι σαφής, κατά την εφαρμογή της μπορούν να ανακύψουν διάφορα ζητήματα σε σχέση με ορισμένες πραγματικές καταστάσεις, μία από τις οποίες έχει την ευκαιρία να διευκρινίσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

7.        Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία πολίτης της Ένωσης, αφού εργάσθηκε λιγότερο από ένα έτος στην επικράτεια κράτους μέλους του οποίου δεν είναι υπήκοος, ζητεί από το κράτος υποδοχής να του χορηγηθούν παροχές προς διασφάλιση της διαβιώσεως.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α —   Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

8.        Το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[ε]ντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».

9.        Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης και ότι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους είναι πολίτης της Ένωσης. Δυνάμει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, οι πολίτες της Ένωσης έχουν, μεταξύ άλλων, «το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών». Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το δικαίωμα αυτό ασκείται «υπό τους όρους και εντός των ορίων που ορίζονται από τις Συνθήκες και από τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους».

10.      Ειδικότερα, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, η εν λόγω ελεύθερη κυκλοφορία «συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας».

2.      Ο κανονισμός 883/2004

11.      Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 περιγράφεται στο άρθρο του 3 ως εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

[…]

η)      παροχές ανεργίας∙

[…]

2.      Εκτός αν ορίζεται άλλως στο παράρτημα ΧΙ, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας, ανταποδοτικού ή μη ανταποδοτικού τύπου, καθώς και σε συστήματα που αφορούν στις υποχρεώσεις του εργοδότη ή του πλοιοκτήτη.

3.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες καλύπτονται από το άρθρο 70.

[…]

5.      Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για:

α)      για την κοινωνική πρόνοια και την ιατρική αρωγή·

[…].

12.      Κατά το άρθρο 4 του προαναφερθέντος κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Ίση μεταχείριση»:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»

13.      Το κεφάλαιο 9 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού 883/2004 αφορά τις «Ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα». Περιέχει ένα μόνον άρθρο, το άρθρο 70, το οποίο επιγράφεται «Γενική διάταξη» και προβλέπει τα εξής:

«1.      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων ή/και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1 όσο και της κοινωνικής πρόνοιας.

2.      Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα”, νοούνται εκείνες οι οποίες:

α)      προορίζονται να παρέχουν είτε:

i)      συμπληρωματική, αναπληρωματική ή επικουρική κάλυψη έναντι των κινδύνων οι οποίοι αντιστοιχούν στους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 κλάδους κοινωνικής ασφάλειας και να εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ένα ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης, σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ή

ii)      μόνο ειδική προστασία στα άτομα με αναπηρίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το κοινωνικό περιβάλλον του συγκεκριμένου προσώπου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

και

β)      στις περιπτώσεις που η χρηματοδότηση προέρχεται αποκλειστικά από την υποχρεωτική φορολογία που προορίζεται να καλύψει τις γενικές δημόσιες δαπάνες και οι όροι για τη χορήγηση και τον υπολογισμό των παροχών δεν εξαρτώνται από τυχόν εισφορές εκ μέρους του δικαιούχου. Ωστόσο, οι παροχές που χορηγούνται για να καλύψουν συμπληρωματικά ανταποδοτικού τύπου παροχή, δεν θεωρούνται ως ανταποδοτικού τύπου παροχές για αυτό και μόνο το λόγο,

και

γ)      περιλαμβάνονται στο παράρτημα X.

3.      Το άρθρο 7 και τα άλλα κεφάλαια του παρόντος Τίτλου δεν εφαρμόζονται στις παροχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

4.      Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 παροχές χορηγούνται αποκλειστικά στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν οι ενδιαφερόμενοι και σύμφωνα με τη νομοθεσία του. Οι παροχές αυτές χορηγούνται από τον φορέα του τόπου κατοικίας και σε βάρος του.»

14.      Το παράρτημα X του κανονισμού 883/2004, το οποίο διέπει τις «Ειδικές µη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα», περιέχει την ακόλουθη διευκρίνιση υπό την επικεφαλίδα «Γερμανία»:

«[…]

β)      παροχές για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης στο πλαίσιο της βασικής διάταξης για άτομα που αναζητούν εργασία εκτός, όσον αφορά αυτές τις παροχές, εάν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις ευελιξίας για προσωρινό συμπλήρωμα ύστερα από τη λήψη παροχής ανεργίας (άρθρο 24 παράγραφος 1 του Τόμου ΙΙ του κοινωνικού κώδικα).»

3.      Η οδηγία 2004/38

15.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 16 και 21 της οδηγίας 2004/38 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(10) Οι απολαύοντες του δικαιώματος διαμονής δεν θα πρέπει, ωστόσο, να καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους. Για τον σκοπό αυτό, το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών, θα πρέπει να υπόκειται σε όρους.

[...]

(16)      Ενόσω οι δικαιούχοι του δικαιώματος διαμονής δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, δεν θα πρέπει να απελαύνονται. Ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης. Το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να εξετάζει εάν πρόκειται για περίπτωση προσωρινών δυσκολιών και να λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια της παραμονής, την προσωπική κατάσταση και το ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε, προκειμένου να εκτιμά εάν ο δικαιούχος αποτελεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιάς του και να προβαίνει στην απέλασή του. Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται μέτρο απέλασης επ’ ουδενί κατά μισθωτών, μη μισθωτών ή προσώπων που αναζητούν εργασία, όπως ορίζονται από το Δικαστήριο, παρά μόνο για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

[...]

(21)      Πάντως, θα πρέπει να εναπόκειται στο κράτος μέλος υποδοχής να αποφασίζει εάν θα παρέχει σε πρόσωπα που δεν ασκούν μισθωτή δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα ή διατηρούν την ιδιότητα αυτή και στα μέλη της οικογένειάς τους κοινωνική παροχή κατά τους πρώτους τρεις μήνες διαμονής, ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στις περιπτώσεις των προσώπων που αναζητούν εργασία, ή σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής.»

16.      Το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες», στην παράγραφό του 1 ορίζει:

«Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες χωρίς κανένα όρο ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου».

17.      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», ορίζει:

«1.      Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)      είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)       διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, [...]

[...]

3.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο α΄, η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

β)      αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης·

γ)      αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών και έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου·

[...]».

18.      Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/38 αφορά τη «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής». Η διάταξη αυτή ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 6, ενόσω δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

[...]

3.      Η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογένειάς του δεν συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης.

4.      Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου VI, δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης ή μελών της οικογένειάς τους, εφόσον:

α)      οι πολίτες της Ένωσης είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί, ή

β)      οι πολίτες της Ένωσης εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσουν εργασία. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους δεν μπορούν να απελαθούν ενόσω οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.»

19.      Τέλος, το άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της συνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής.

2.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα μέλη των οικογενειών τους.»

 Β —        Το γερμανικό δίκαιο

1.      Ο κώδικας κοινωνικών ασφαλίσεων

20.      Το άρθρο 19a, παράγραφος 1, του βιβλίου Ι του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch Erstes Buch, στο εξής: SGB I), περιγράφει ως εξής τα δύο είδη παροχών βασικής ασφαλίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία:

«(1)      Βάσει της νομοθεσίας περί βασικής ασφαλίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, μπορούν να ζητηθούν:

1.      παροχές που αφορούν την ένταξη στην εργασία,

2.      παροχές που αφορούν τη διασφάλιση της διαβιώσεως.

[...]»

21.      Το άρθρο 1 του βιβλίου ΙΙ του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch Zweites Buch, στο εξής: SGB II), το οποίο επιγράφεται «Λειτουργία και σκοπός της βασικής ασφαλίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

«(1)      Η βασική ασφάλιση [(«Grundsicherung»)] για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία αποσκοπεί να εξασφαλίσει στους δικαιούχους της αξιοπρεπή διαβίωση.

[...]

(3)      Η βασική ασφάλιση για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία περιλαμβάνει παροχές

1.      που σκοπό έχουν να άρουν ή να περιορίσουν την κατάσταση απορίας, ιδίως μέσω της εντάξεως στην εργασία και

2.       που σκοπό έχουν τη διασφάλιση της διαβιώσεως.»

22.      Το άρθρο 7 του SGB II, που επιγράφεται «Δικαιούχοι», ορίζει τα εξής:

«(1)      Οι παροχές βάσει του παρόντος βιβλίου προορίζονται για τα πρόσωπα τα οποία:

1.      έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος ηλικίας και δεν έχουν ακόμα συμπληρώσει το όριο ηλικίας του άρθρου 7a,

2.      είναι ικανά προς εργασία,

3.      είναι άπορα και

4.      έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (δικαιούχοι ικανοί προς εργασία).

Εξαιρούνται τα εξής πρόσωπα:

1.      οι αλλοδαποί που έχουν την ιδιότητα μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και δεν έχουν δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του νόμου περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης [(Freizügigkeitsgesetz/EU, στο εξής: FreizügG/EU)], και τα μέλη της οικογένειάς τους, κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους,

2.      οι αλλοδαποί των οποίων το δικαίωμα διαμονής δικαιολογείται μόνον από την αναζήτηση απασχολήσεως, και τα μέλη των οικογενειών τους,

[…]

Η δεύτερη περίοδος, σημείο 1, δεν εφαρμόζεται στους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει άδειας διαμονής εκδοθείσας δυνάμει του κεφαλαίου 2, τμήμα 5, του νόμου περί του δικαιώματος διαμονής. Οι διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα διαμονής δεν μεταβάλλονται.

[…]»

23.      Το άρθρο 8 του SGB II, το οποίο ορίζει την έννοια της «ικανότητας προς εργασία», προβλέπει τα εξής:

«(1)      Είναι ικανό προς εργασία κάθε πρόσωπο το οποίο δεν είναι ή δεν αναμένεται στο εγγύς μέλλον να καταστεί ανίκανο, λόγω ασθενείας ή αναπηρίας, να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα επί τρεις τουλάχιστον ώρες την ημέρα υπό τις συνήθεις στην αγορά εργασίας συνθήκες.

[…]»

24.      Το άρθρο 9 του SGB II προβλέπει:

«(1)      Είναι άπορος όποιος δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα μέσα διαβιώσεώς του ή να τα εξασφαλίσει επαρκώς, επί τη βάσει του εισοδήματος ή της περιουσίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη και δεν λαμβάνει την αναγκαία στήριξη από άλλα πρόσωπα, ιδίως από μέλη της οικογενείας του ή από δικαιούχους άλλων κοινωνικών παροχών. [...]

[...]»

25.      Τα άρθρα 14 έως 18e του SGB II, τα οποία συναποτελούν το πρώτο τμήμα του Κεφαλαίου 3, περιγράφουν τις παροχές που αφορούν την ένταξη στην αγορά εργασίας.

26.      Το άρθρο 20 του SGB II περιλαμβάνει ορισμένες συμπληρωματικές διατάξεις σχετικά με τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβιώσεως, το άρθρο 21 του SGB II περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις συμπληρωματικές ανάγκες και το άρθρο 22 του SGB II σχετικά με τις ανάγκες στεγάσεως και θερμάνσεως. Τέλος, τα άρθρα 28 έως 30 του SGB II αφορούν τις παροχές για την εκπαίδευση και την κοινωνική ένταξη.

27.      Το άρθρο 1 του βιβλίου XII του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch Zwölftes Buch, στο εξής: SGB XII), που αφορά την κοινωνική πρόνοια, ορίζει τα εξής:

«Η κοινωνική πρόνοια σκοπό έχει να εξασφαλίσει στον δικαιούχο της αξιοπρεπή διαβίωση. [...]»

28.      Το άρθρο 21 του SGB ΧΙΙ ορίζει:

«Δεν καταβάλλονται παροχές για τη διασφάλιση της διαβιώσεως στους δικαιούχους παροχών του βιβλίου ΙΙ, στον βαθμό που είναι ικανοί προς εργασία ή λόγω της οικογενειακής τους σχέσεως. [...]»

2.      Ο FreizügG/EU

29.      Το πεδίο εφαρμογής του FreizügG/EU ορίζεται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού:

«Ο παρών νόμος ρυθμίζει την είσοδο και τη διαμονή υπηκόων άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πολιτών της Ένωσης) και των μελών των οικογενειών τους.»

30.      Το άρθρο 2 του FreizügG/EU προβλέπει τα εξής όσον αφορά το δικαίωμα εισόδου και διαμονής:

«(1)      Οι πολίτες της Ένωσης που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και τα μέλη των οικογενειών τους έχουν δικαίωμα εισόδου και διαμονής στο ομοσπονδιακό έδαφος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

(2)      Σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας:

1.      Οι πολίτες της Ένωσης που επιθυμούν να διαμείνουν ως εργαζόμενοι προς αναζήτηση εργασίας ή για την επαγγελματική κατάρτισή τους.

[...]

5.      οι μη ασκούντες επαγγελματική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 4,

6.      τα μέλη της οικογενείας, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4,

[...]

(3)      Για τους μισθωτούς εργαζομένους ή τους ανεξάρτητους επαγγελματίες, το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ασκείται με την επιφύλαξη

[...]

2.      της ακούσιας ανεργίας η οποία βεβαιώνεται από τον αρμόδιο φορέα ή με την παύση της δραστηριότητας ανεξάρτητου επαγγελματία υπό συνθήκες οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη βούλησή του, κατόπιν ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής πέραν του έτους,

[...]

Το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 διατηρείται για έξι μήνες σε περίπτωση ακούσιας ανεργίας, βεβαιούμενης από τον αρμόδιο για την απασχόληση φορέα, κατόπιν απασχολήσεως για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους.

[...]»

31.      Το άρθρο 4 του FreizügG/EU ορίζει τα εξής όσον αφορά τα μη έχοντα επαγγελματική απασχόληση πρόσωπα που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας:

«Οι μη ασκούντες επαγγελματική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που τους συνοδεύουν ή επανενώνονται με αυτούς έχουν το κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, δικαίωμα, εφόσον διαθέτουν επαρκή ασφάλιση ασθενείας και επαρκή μέσα διαβιώσεως. Εφόσον ο πολίτης της Ένωσης διαμένει στη γερμανική επικράτεια με την ιδιότητα του φοιτητή, του δικαιώματος αυτού απολαύουν μόνον ο σύζυγος ή ο σύντροφός του και τα τέκνα τους, στο μέτρο που η διαβίωσή τους είναι εξασφαλισμένη.»

3.      Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Κοινωνικής και Ιατρικής Αντιλήψεως

32.      Το άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Κοινωνικής και Ιατρικής Αντιλήψεως (στο εξής: Σύμβαση περί αντιλήψεως) κατοχυρώνει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

33.      Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 16, σημείο β΄, της ανωτέρω Συμβάσεως περί αντιλήψεως, στις 19 Δεκεμβρίου 2011 η Γερμανική Κυβέρνηση διατύπωσε επιφύλαξη (στο εξής: επιφύλαξη) σύμφωνα με την οποία:

«[η] Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν αναλαμβάνει την υποχρέωση να χορηγεί στους υπηκόους των άλλων συμβαλλόμενων μερών, με τον ίδιο τρόπο και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους δικούς της υπηκόους, τις παροχές που προβλέπονται στο Βιβλίο ΙΙ του γερμανικού κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων — Βασική κοινωνική προστασία για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, βάσει των εκάστοτε ισχυουσών σχετικών διατάξεων».

III – Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης

34.      Η Ν. Alimanovic καθώς και τα τρία τέκνα της, Sonita, Valentina και Valentino, έχουν τη σουηδική ιθαγένεια. Τα τρία τέκνα της έχουν γεννηθεί στη Γερμανία το 1994, το 1998 και το 1999 αντίστοιχα.

35.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης εγκατέλειψαν τη Γερμανία κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1999 και 2010. Χωρίς να διευκρινίζει την ημερομηνία αναχωρήσεως, ή τον λόγο της απουσίας αυτής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης «επανήλθαν» στη Γερμανία τον Ιούνιο του 2010.

36.      Μετά την επιστροφή στη Γερμανία, οι αρμόδιες εθνικές αρχές χορήγησαν στους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, την 1η Ιουλίου 2018, βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 5 του FreizügG/EU. Η Ν. Alimanovic και η πρωτότοκη θυγατέρα της Sonita, ικανές προς εργασία κατά τη γερμανική νομοθεσία, εργάσθηκαν από τον Ιούνιο του 2010 έως τον Μάιο του 2011, ήτοι για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, σε θέσεις εργασίας βραχείας διάρκειας ή στο πλαίσιο μέτρων προωθήσεως της απασχολήσεως.

37.      Το αιτούν Bundessozialgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο κοινωνικών υποθέσεων, Γερμανία) διευκρινίζει ότι όλοι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ελάμβαναν, επιπλέον, παροχές διαβιώσεως δυνάμει του SGB II, οι οποίες καταβλήθηκαν για τελευταία φορά κατά τη χρονική περίοδο από την 1η Δεκεμβρίου 2011 έως την 31η Μαΐου 2012. Η Ν. Alimanovic και η θυγατέρα της Sonita ελάμβαναν έκαστη επίδομα διαβιώσεως για μακροχρόνια ανέργους («Arbeitslosengeld II»), ενώ τα άλλα δύο τέκνα της οικογένειας Valentina και Valentino ελάμβαναν επιδόματα για δικαιούχους ανίκανους προς εργασία.

38.      Κατά τον χρόνο εγκρίσεως των παροχών, η αρμόδια αρχή (Jobcenter Berlin Neukölln, στο εξής: Jobcenter) είχε κρίνει ότι ο κανόνας αποκλεισμού των αναζητούντων εργασία πολιτών της Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του SGB II υποχωρούσε ενώπιον της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 1 της Συμβάσεως περί αντιλήψεως. Εντούτοις, στηριζόμενο στην προμνησθείσα επιφύλαξη, το Jobcenter ανέστειλε πλήρως τη χορήγηση των παροχών τον Μάιο του 2012.

39.      Κατόπιν προσφυγής που άσκησαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, το Sozialgericht Berlin [δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως] ακύρωσε την ανωτέρω απόφαση. Κατά το δικαστήριο αυτό, μολονότι η N. Alimanovic και η θυγατέρα της Sonita μετά τη λήξη της απασχολήσεώς τους, το 2011, μπορούσαν να προβάλουν μόνο δικαίωμα παραμονής προς αναζήτηση εργασίας, εντούτοις δεν χωρούσε αποκλεισμός από τη χορήγηση παροχών δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του SGB II, διότι, όσον αφορά τις επίμαχες ειδικές µη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 απαγορεύει κάθε άνιση μεταχείριση των πολιτών της Ένωσης έναντι των ημεδαπών υπηκόων κράτους μέλους. Κατά το Sozialgericht Berlin, δεν υπήρχε καμία αντίφαση μεταξύ της θέσεως αυτής και της δυνατότητας περιορισμού της χορηγήσεως «κοινωνικών παροχών» δυνάμει, ιδίως, του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/83. Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η ειδική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 της Συμβάσεως περί αντιλήψεως εξακολουθούσε να επιβάλλει τη μη εφαρμογή του κανόνα αποκλεισμού, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη επιφύλαξη δεν είχε ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο ή καταστεί εφαρμοστέα στο πλαίσιο του δικαίου αυτού.

40.      Εκτιμώντας ότι ο αποκλεισμός από το δικαίωμα στις παροχές δεν αντέβαινε προς το δίκαιο της Ένωσης, το Jobcenter άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της αποφάσεως του Sozialgericht Berlin. Κατά το Jobcenter, οι παροχές διαβιώσεως τις οποίες προβλέπει το SGB II αποτελούν «κοινωνικές παροχές» κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιτρέπει τον αποκλεισμό των αναζητούντων εργασία από τις παροχές αυτές. Το Jobcenter θεωρεί ότι σκοπός των εν λόγω παροχών δεν είναι η διευκόλυνση προσβάσεως στην αγορά εργασίας, δεδομένου ότι το SGB II προβλέπει, στα άρθρα του 16 επ., άλλες παροχές ειδικά για τους αναζητούντες εργασία οι οποίες καταβάλλονται με σκοπό την ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του SGB II δεν αντιβαίνει στον κανονισμό 883/2004, ούτε ο αποκλεισμός από τη χορήγηση των παροχών αντιβαίνει στη Σύμβαση περί κοινωνικής αντιλήψεως, δεδομένου ότι η προμνησθείσα επιφύλαξη είναι έγκυρη και σύμφωνη προς το γερμανικό Σύνταγμα.

41.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με τις δεσμευτικές διαπιστώσεις του Sozialgericht Berlin, η N. Alimanovic και η θυγατέρα της Sonita δεν μπορούσαν πλέον να επικαλεσθούν δικαίωμα διαμονής ως εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 2 του FreizügG/EU. Από τον Ιούνιο του 2010 εργάσθηκαν, για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, σε θέσεις εργασίας βραχείας διάρκειας ή στο πλαίσιο μέτρων προωθήσεως της απασχολήσεως και από τον Μάιο του 2011 δεν ασκούσαν πλέον ούτε μισθωτή ούτε μη μισθωτή δραστηριότητα. Συνεπώς, το Bundessozialgericht κρίνει ότι, κατά την εκπνοή της περιόδου των έξι μηνών μετά την παύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, ήτοι τον Δεκέμβριο του 2011, οι εν λόγω προσφεύγουσες της κύριας δίκης απώλεσαν την ιδιότητα του εργαζομένου λόγω συνδυαστικής εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του FreizügG/EU και του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/38.

42.      Συνεπώς, η N. Alimanovic και η θυγατέρα της Sonita θα έπρεπε να θεωρηθούν πρόσωπα που αναζητούν εργασία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 1, του FreizügG/EU, καθόσον εργάσθηκαν στη Γερμανία μόνο σε θέσεις εργασίας βραχείας διάρκειας ή στο πλαίσιο μέτρων προωθήσεως της απασχολήσεως για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του SGB II, και ειδικότερα του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, αποκλείονταν από τις παροχές διαβιώσεως και, ως εκ τούτου, το ίδιο ίσχυε όσον αφορά το συναφές δικαίωμα της Valentina και του Valentino για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών προς κάλυψη των βασικών τους αναγκών διαβιώσεως (6).

IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

43.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο κανόνας περί αποκλεισμού κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του SGB II είναι συμβατός προς διάφορους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

44.      Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2014, το Bundessozialgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Ισχύει η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού [883/2004] —με την εξαίρεση της απαγορεύσεως εξαγωγής των παροχών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού— και για τις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού [883/2004];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι δυνατόν —και αν ναι, σε ποια έκταση— να περιοριστεί η υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, του κανονισμού 883/2004, από διατάξεις εθνικής νομοθεσίας οι οποίες μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 και σύμφωνα με τις οποίες η πρόσβαση στις προμνησθείσες παροχές αποκλείεται ανεξαιρέτως, όταν το δικαίωμα διαμονής ενός πολίτη της Ένωσης σε ένα άλλο κράτος μέλος απορρέει μόνον από την πρόθεση αναζητήσεως εργασίας;

3)      Αντιτίθεται το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, σε διάταξη εθνικού δικαίου, η οποία, χωρίς καμία εξαίρεση, αρνείται σε πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι ως αναζητούντες εργασία μπορούν να επικαλεσθούν το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία, τη χορήγηση, για το χρονικό διάστημα που έχουν δικαίωμα διαμονής στο κράτος υποδοχής μόνον προς αναζήτηση εργασίας, και ανεξάρτητα από τους δεσμούς τους με το εν λόγω κράτος, κοινωνικής παροχής η οποία αποβλέπει στη διασφάλιση της διαβιώσεως και ταυτόχρονα επίσης διευκολύνει την πρόσβαση στην αγορά εργασίας;»

45.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ιταλική και η Σουηδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

46.      Περαιτέρω, οι ανωτέρω (με εξαίρεση την Ιταλική Κυβέρνηση) διατύπωσαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Φεβρουαρίου 2015. Οι εκπρόσωποι της N. Alimanovic, καθώς και της Δανικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, οι οποίοι δεν είχαν καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις, είχαν επίσης τη δυνατότητα να εκθέσουν τα επιχειρήματά τους κατά την ανωτέρω επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

V –    Ανάλυση

 Α —        Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

47.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάτο αν το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 70 του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, με διάταξη της 11ης Φεβρουαρίου 2015, αποφάσισε να αποσύρει το πρώτο αυτό ερώτημα.

48.      Συγκεκριμένα, το ερώτημα αυτό είχε υποβληθεί με παρόμοια διατύπωση στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358) και το Δικαστήριο έδωσε καταφατική απάντηση κρίνοντας ότι «ο κανονισμός 883/2004 [έπρεπε] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα” κατά την έννοια των άρθρων 3, παράγραφος 3, και 70 του εν λόγω κανονισμού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού» (7).

 Β —       Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

49.      Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να αποφανθεί ως προς το συμβατό, αφενός, προς το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 και, αφετέρου, προς τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ρυθμίσεως κράτους μέλους δυνάμει της οποίας υπήκοοι άλλων κρατών μελών που έκαναν χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας με σκοπό την αναζήτηση εργασίας αποκλείονται από τη χορήγηση ορισμένων ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004, ενώ οι παροχές αυτές χορηγούνται στους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους οι οποίοι ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση (8).

50.      Το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004 μπορούσε επίσης να εμπίπτει στην έννοια του «συστήματος κοινωνικής πρόνοιας», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38 (9). Εντούτοις, αν τέτοιες παροχές σε χρήμα προορίζονται να διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, δεν μπορούν να θεωρούνται «παροχές κοινωνικής πρόνοιας», κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 (10).

51.      Συνεπώς, ανάλογα με τη φύση των επίμαχων παροχών στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο στο δεύτερο ή μόνο στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

1.      Η φύση των παροχών της «βασικής ασφαλίσεως» («Grundsicherung») (11) υπό το πρίσμα του κανονισμού 883/2004 και της οδηγίας 2004/38

52.      Ο χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου στην υπόθεση της κύριας δίκης έχει ουσιαστική σημασία, επειδή καθορίζει τον κανόνα υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί το συμβατό ενός συστήματος όπως το επίμαχο σύστημα στην υπόθεση της κύριας δίκης: το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 όταν πρόκειται για παροχή κοινωνικής πρόνοιας ή το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στην περίπτωση ενός μέτρου που αποσκοπεί στη διευκόλυνση προσβάσεως στην αγορά εργασίας.

53.      Συναφώς, κατά το μέτρο που η επίμαχη ρύθμιση στην υπό κρίση υπόθεση είναι πανομοιότυπη με τη ρύθμιση επί της οποίας αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), καταρχάς θα αναφερθώ στην ανάλυση του Δικαστηρίου. Για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω στη συνέχεια την αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου και την επιρροή του ενδεχομένως μικτού χαρακτήρα της παροχής στον χαρακτηρισμό του υπό κρίση μέτρου (ήτοι την υπόθεση βάσει της οποίας η επίμαχη παροχή παρουσιάζει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά μέτρου κοινωνικής πρόνοιας και χαρακτηριστικά μέτρου που αποσκοπεί στην ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας).

 α)     Η ανάλυση των παροχών της «βασικής ασφαλίσεως» (Grundsicherung) στην υπόθεση Dano

54.      Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο εξέτασε το συμβατό κανόνα όπως αυτόν που προβλέπει η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης υπό το πρίσμα του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και όχι υπό το πρίσμα της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. Παρά ταύτα, χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ως μέτρο «κοινωνικής πρόνοιας» κατά την έννοια της προμνησθείσας οδηγίας.

55.      Πράγματι, αφού υπενθύμισε ότι η έννοια «κοινωνικές παροχές» κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 αναφέρεται «στο σύνολο των συστημάτων αρωγής που καθιερώνονται από τις δημόσιες αρχές, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, στα οποία μπορούν να υπάγονται όσοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους καθώς και τις ανάγκες των οικογενειών τους και διατρέχουν, για τον λόγο αυτό, τον κίνδυνο να καταστούν, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, βάρος για τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής, τέτοιο που θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο συνολικό επίπεδο των βοηθημάτων που δύναται να χορηγήσει το κράτος αυτό» (12), το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε «να ελεγχθεί αν η άρνηση χορηγήσεως κοινωνικών παροχών, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, αντιβαίνει στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και στο άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004» (13).

56.      Δεδομένων των ανωτέρω, φρονώ ότι το Δικαστήριο πράγματι ανέλυσε την επίμαχη παροχή της κύριας δίκης ως κοινωνική παροχή κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38. Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται και από τη διαπίστωση στη σκέψη 69 της ίδιας αποφάσεως ότι, όσον αφορά την πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, «κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να ζητήσει να τύχει ίσης μεταχειρίσεως με τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής μόνον εφόσον η διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38» (14).

57.      Εξάλλου, παρατηρώ ότι η περιγραφή των επίμαχων παροχών, την οποία παραθέτει στις γραπτές παρατηρήσεις της η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ανταποκρίνεται στον ορισμό των «κοινωνικών παροχών» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38, όπως αυτός υπομνήσθηκε στο σημείο 55 των παρουσών προτάσεων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το εν λόγω κράτος μέλος, «οι παροχές για την κάλυψη των εξόδων διαβιώσεως δυνάμει του SGB II χρηματοδοτούνται από το ομοσπονδιακό κράτος και τις αρχές της τοπικής αυτοδιοικήσεως και καταβάλλονται από τα Jobcenters τα οποία στο πλαίσιο αυτό ενεργούν ως δημόσιες αρχές. Οι παροχές αυτές κατ’ ουσίαν αποσκοπούν στο να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες, στο μέτρο που οι ανάγκες αυτές δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν από τους ενδιαφερομένους λόγω ελλείψεως ιδίων πόρων. Όπως και οι παροχές οι οποίες χορηγούνται δυνάμει του SGB XII, οι παροχές για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών καταβάλλονται σε περίπτωση απορίας και, κατά γενικό κανόνα, αντιστοιχούν σε συγκεκριμένο ποσό το οποίο υπολογίζεται για όλους σύμφωνα με την ίδια μέθοδο. Οι παροχές αυτές περιορίζονται κατ’ ουσίαν στους αναγκαίους πόρους για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβιώσεως και βασίζονται στις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών με τα χαμηλότερα εισοδήματα, όπως προκύπτουν από τις στατιστικές [βλ. άρθρο 4 του νόμου περί του υπολογισμού του ελάχιστου ορίου διαβιώσεως (Gesetz zur Ermittlung der Regelbedarfe)]. Σκοπός των παροχών αυτών είναι κατ’ ουσίαν η διασφάλιση της διαβιώσεως» (15).

58.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει εξάλλου στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι υπάρχει ειδικό κεφάλαιο του SGB II που προβλέπει τα μέτρα ενσωματώσεως στην αγορά εργασίας τα οποία περιλαμβάνουν παροχές προοριζόμενες ειδικά για τα ικανά προς εργασία πρόσωπα κατά την έννοια του SGB II (16).

59.      Συνεπώς, δεσμευόμενος από την αρχή η οποία καθιερώθηκε στην απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (17), σύμφωνα με την οποία δεν μπορούν να θεωρούνται παροχές κοινωνικής πρόνοιας, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 (18), οι παροχές οικονομικής φύσεως οι οποίες προορίζονται να διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, θα επικεντρώσω την ανάλυσή μου στην προμνησθείσα διάταξη και όχι στο άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

60.      Πράγματι, το άρθρο αυτό θα ασκούσε επιρροή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο μέτρο στην υπόθεση της κύριας δίκης αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην αγορά εργασίας —γεγονός το οποίο θα απέκλειε αυτόματα τον χαρακτηρισμό του ως μέτρου κοινωνικής πρόνοιας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38—, δεδομένου ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί «πλέον […] να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου [45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ], το οποίο αποτελεί έκφραση της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο [18 ΣΛΕΕ], παροχή οικονομικής φύσεως σκοπούσα στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους» (19).

 β)     Η αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου και η επιρροή του ενδεχομένως μικτού χαρακτήρα των παροχών της «βασικής ασφαλίσεως» («Grundsicherung»)

61.      Τα συμπεράσματα που συνάγω από την απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358) ως προς τον χαρακτηρισμό των παροχών της επίμαχης βασικής ασφαλίσεως στην υπόθεση της κύρια δίκης είναι ίσως τολμηρά στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να καθορίσει το νομικό και πραγματικό πλαίσιο και να εφαρμόσει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης στην υπόθεση της κύριας δίκης (20). Εξάλλου, στην υπόθεση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344), το Δικαστήριο έκρινε σε σχέση με παροχή του SBG II ότι «[εναπέκειτο] στις αρμόδιες εθνικές αρχές και, ενδεχομένως, στα εθνικά δικαστήρια […] να εξετά[σ]ουν τα στοιχεία που συνθέτουν την οικεία παροχή, ιδίως τον σκοπό της και τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της» (21).

62.      Η Σουηδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν την άποψη αυτή στις γραπτές παρατηρήσεις τους. Από την πλευρά της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα επιθυμούσε να διασαφηνιστεί από το Δικαστήριο το ζήτημα των επίμαχων παροχών, δεδομένου ότι η σχετική νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων δεν είναι ομοιογενής.

63.      Υπό το πρίσμα αυτό, και χωρίς να προβεί το ίδιο σε χαρακτηρισμό του εθνικού μέτρου, το Δικαστήριο μπορεί πάντως «να παρ[άσ]χει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας που αφορούν το κοινοτικό δίκαιο τα οποία θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των διατάξεων αυτού» (22).

64.      Ομοίως, στις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Winner Wetten, ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot ανέφερε ότι, όταν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το βάσιμο ορισμένης εκτιμήσεως του αιτούντος δικαστηρίου, είναι της γνώμης ότι, «στο πλαίσιο του πνεύματος συνεργασίας που διαπνέει τη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής και προς το σκοπό παροχής προς το αιτούν δικαστήριο όλων των συναφών με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στοιχείων που μπορούν να αποδειχθούν λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς, [το Δικαστήριο οφείλει να παράσχει υποδείξεις] οι οποίες θα […] επιτρέψουν [στο αιτούν δικαστήριο] να εξετάσει εκ νέου το βάσιμο της θέσεως από την οποία εκκινεί» (23).

65.      Εν προκειμένω, φρονώ ότι είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω τα εξής δύο στοιχεία:

–        αφενός, σύμφωνα με το μεθοδολογικό κριτήριο το οποίο εφάρμοσε το Δικαστήριο στην απόφαση Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), η έννοια του «συστήματος κοινωνικής πρόνοιας», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, πρέπει να καθορίζεται όχι βάσει τυπικών κριτηρίων, αλλά βάσει του σκοπού της ως άνω διατάξεως (24), και

–        αφετέρου, σύμφωνα με τις αποφάσεις Brey (25) και Dano (26), για να εμπίπτει στον ορισμό των κοινωνικών παροχών κατά την έννοια της οδηγίας, η επίμαχη παροχή πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο ενός συστήματος αρωγής που καθιερώνεται από τις δημόσιες αρχές, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, στο οποίο απευθύνονται τα άτομα που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσουν τις θεμελιώδεις ανάγκες τους καθώς και αυτές των οικογενειών τους.

66.      Συνεπώς, αν ο σκοπός της επίμαχης παροχής ανταποκρίνεται στον σκοπό που περιγράφεται στο αμέσως προηγούμενο σημείο, η παροχή πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί κοινωνική παροχή κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38.

67.      Ως προς το ζήτημα αυτό, το μεν άρθρο 19a του SGB I προβλέπει ότι τόσο οι παροχές διαβιώσεως όσο και οι παροχές οι οποίες αποσκοπούν στην ένταξη στην εργασία μπορούν να ζητηθούν βάσει του δικαιώματος για παροχή βασικής ασφαλίσεως για τους αναζητούντες εργασία, ενώ το άρθρο 1, παράγραφος 1, του SGB II, το οποίο επιγράφεται «Λειτουργία και σκοπός της βασικής ασφαλίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία», διευκρινίζει ότι «η βασική ασφάλιση για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία αποσκοπεί να εξασφαλίσει στους δικαιούχους της αξιοπρεπή διαβίωση».

68.      Παρομοίως, το άρθρο 1, παράγραφος 3, του SGB II προβλέπει ότι η βασική ασφάλιση για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία περιλαμβάνει παροχές που αποσκοπούν στο να θέσουν τέρμα ή να περιορίσουν την κατάσταση απορίας, ιδίως μέσω της εντάξεως στην εργασία, και να διασφαλίσουν τη διαβίωση.

69.      Ωστόσο, κατά το άρθρο 19 του SGB II, οι επίμαχες παροχές καλύπτουν «τις βασικές ανάγκες, τις συμπληρωματικές ανάγκες, καθώς και τις ανάγκες στεγάσεως και θερμάνσεως». Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι παροχές ενισχύσεως για την επαγγελματική ένταξη περιλαμβάνονται σε ειδικό κεφάλαιο του SGB II (27).

70.      Η ικανότητα προς εργασία η οποία τίθεται στο άρθρο 7 του SGB II ως προϋπόθεση για τη χορήγηση παροχών βασικής ασφαλίσεως, και η οποία ορίζεται στο άρθρο 8 του SGB II, δεν αποτελεί παρά τυπικό κριτήριο για τη χορήγηση της εν λόγω ασφαλίσεως κατά την έννοια της προμνησθείσας στο σημείο 65 των παρουσών προτάσεων αποφάσεως Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565). Συνεπώς είναι άνευ σημασίας για τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου.

71.      Πράγματι, πρόκειται απλώς για κριτήριο χορηγήσεως της παροχής, όπως η ηλικία και η κατάσταση απορίας η οποία ορίζεται στο άρθρο 9 του προμνησθέντος SGB II.

72.      Τέλος, αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι επίμαχες παροχές επιδιώκουν διττό στόχο, ήτοι, αφενός, να διασφαλίσουν τις στοιχειώδεις ανάγκες των δικαιούχων και, αφετέρου, να διευκολύνουν την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας, τότε συμμερίζομαι την άποψη που υποστηρίζουν στις γραπτές παρατηρήσεις τους η Γερμανική, η Ιταλική και η Σουηδική Κυβέρνηση, ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η προεξάρχουσα λειτουργία των παροχών αυτών, η οποία, εν προκειμένω, είναι αναμφίβολα η διασφάλιση των αναγκαίων πόρων, ώστε οι δικαιούχοι να ζουν αξιοπρεπώς.

2.      Η ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 και το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά του στην εθνική έννομη τάξη

 α)     Το κύρος της εξαιρέσεως του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38

73.      Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, «[ένα] κράτος µέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το µακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο (β)», ήτοι κατά την περίοδο αναζητήσεως εργασίας για τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προς τον σκοπό αυτόν.

74.      Συνεπώς, ενώ «με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και με το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 γίνεται υπόμνηση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας εισάγει παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων» (28).

75.      Όσον αφορά τους τρεις πρώτους μήνες για τους οποίους γίνεται λόγος στη διάταξη αυτήν, με την απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358) το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, «δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το κράτος μέλος υποδοχής δεν υποχρεούτ[ο] […], κατά το χρονικό αυτό διάστημα, να αναγνωρίζει δικαίωμα κοινωνικών παροχών σε πολίτη άλλου κράτους μέλους ή σε μέλη της οικογένειάς του» (29).

76.      Επιπλέον, όσον αφορά το δικαίωμα των υπηκόων κρατών μελών οι οποίοι αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος, δηλαδή όσον αφορά το δεύτερο χρονικό διάστημα για το οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι από την εξέταση στην οποία προέβη σε σχέση με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν «προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος [της εν λόγω διατάξεως]» (30).

77.      Πράγματι, το ενδεχόμενο άνισης μεταχειρίσεως ως προς τη χορήγηση κοινωνικών παροχών μεταξύ, αφενός, πολιτών της Ένωσης που έχουν κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής και, αφετέρου, των πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής «αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της οδηγίας 2004/38 [λόγω] της σχέσεως που καθιέρωσε ο νομοθέτης της Ένωσης με το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας μεταξύ, αφενός, της απαιτήσεως περί επαρκών πόρων ως προϋποθέσεως διαμονής και, αφετέρου, της μέριμνας να μην δημιουργούνται βάρη για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας των κρατών μελών» (31).

78.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρχή που καθιερώνεται από ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει της οποίας αποκλείονται από τη χορήγηση μιας ειδικής μη ανταποδοτικού τύπου παροχής σε χρήμα κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004 (η οποία, εξάλλου συνιστά ταυτόχρονα κοινωνική παροχή κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38) τα πρόσωπα τα οποία εισέρχονται στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους με σκοπό να αναζητήσουν εργασία, φρονώ ότι δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 ούτε στο σύστημα το οποίο καθιερώνει η οδηγία 2004/38.

79.      Εντούτοις, πρέπει να εξετασθεί διεξοδικά ο τρόπος με τον οποίο γίνεται χρήση του προμνησθέντος περιθωρίου εκτιμήσεως. Ειδικότερα, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γενικότερο νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 2004/38, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην υπόθεση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358).

 β)     Η θέση του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38 στην έννομη τάξη της Ένωσης

80.      Στην απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), το Δικαστήριο υπενθυμίζει «προκαταρκτικώς ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναγνωρίζει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης σε κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους (απόφαση N., C‑46/12, EU:C:2013:9725, σκέψη 25)» (32).

81.      Το Δικαστήριο στη συνέχεια υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία «η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης προορίζεται να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των πολιτών των κρατών μελών, η οποία εξασφαλίζει, εντός του rationae materiae πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ, την ίδια νομική μεταχείριση σε όσους εξ αυτών τελούν στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπομένων σχετικών εξαιρέσεων (αποφάσεις Grzelczyk, C‑184/99, EU:C:2001:458, σκέψη 31· D’Hoop, C‑224/98, EU:C:2002:432, σκέψη 28, καθώς και N., C‑46/12, EU:C:2013:9725, σκέψη 27)» (33).

82.      Από τη νομολογία αυτήν προκύπτει ότι «κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να επικαλείται την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που προβλέπει το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, όσες αφορούν την άσκηση της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 20, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση N., C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)» (34).

83.      Επιπλέον, το Δικαστήριο προσθέτει ότι, «συναφώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω ιθαγένειας “[ε]ντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους”. Το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ διευκρινίζει ρητώς ότι τα δικαιώματα που αυτό αναγνωρίζει στους πολίτες της Ένωσης ασκούνται “υπό τους όρους και εντός των ορίων που ορίζονται από τις Συνθήκες και από τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους”. Επιπλέον, το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εξαρτά επίσης το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών από τη συμμόρφωση προς “τους περιορισμ[ούς] και [προς] τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους” (βλ. απόφαση Brey, C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)» (35).

84.      Τέλος, το Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι «η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία κατοχυρώνει γενικώς το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, εξειδικεύεται με το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 σε σχέση με εκείνους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι […] ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στο έδαφος των κρατών μελών. Επιπλέον, η αρχή αυτή διευκρινίζεται με το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 σε σχέση με εκείνους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι ζητούν στο κράτος μέλος υποδοχής τη χορήγηση των παροχών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού» (36).

85.      Με άλλα λόγια, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιτρέπει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πολιτών της Ένωσης και των υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής, αποτελεί «παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απλώς εξειδικεύεται με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της [αυτής] οδηγίας» (37). Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς και σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν την ιθαγένεια της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

86.      Επιπλέον, οι περιορισμοί που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στη χορήγηση κοινωνικών παροχών στους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι δεν έχουν ή έχουν παύσει να έχουν την ιδιότητα του εργαζομένου πρέπει να είναι θεμιτοί (38).

87.      Υπό αυτό το πρίσμα, και λαμβανομένων υπόψη των προμνησθέντων κανόνων οι οποίοι, αφενός, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς και, αφετέρου, επιβάλλουν να είναι θεμιτοί οι εντεύθεν απορρέοντες περιορισμοί, προτείνω μια διάκριση μεταξύ τριών υποθέσεων:

–        την υπόθεση κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους μεταβαίνει στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και διαμένει εκεί τουλάχιστον επί τρεις μήνες ή για περισσότερο από τρεις μήνες, χωρίς όμως να αναζητεί εργασία (υπόθεση 1)∙

–        την υπόθεση κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους μεταβαίνει στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους προς αναζήτηση εργασίας (υπόθεση 2), και

–        την υπόθεση κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους διαμένει για περισσότερους από τρεις μήνες στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και έχει ήδη ασκήσει εκεί επαγγελματική δραστηριότητα (υπόθεση 3).

i)      Η υπόθεση 1: υπήκοος κράτους μέλους μεταβαίνει στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και διαμένει εκεί τουλάχιστον επί τρεις μήνες ή για περισσότερο από τρεις μήνες, χωρίς όμως να αναζητεί εργασία

88.      Η πρώτη περίπτωση είναι, σε γενικές γραμμές, η περίπτωση η οποία υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358).

89.      Αφενός, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το κράτος μέλος υποδοχής δεν [υποχρεούτο] […] να αναγνωρίζει δικαίωμα κοινωνικών παροχών σε πολίτη άλλου κράτους μέλους ή σε μέλη της οικογένειάς του [για τις διαμονές έως τρεις μήνες]» (39).

90.      Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τον επιδιωκόμενο με την οδηγία 2004/38 σκοπό διατηρήσεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών (40). Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτούν από τους πολίτες της Ένωσης να διαθέτουν επαρκή μέσα διαβιώσεως και προσωπική ασφάλιση ασθένειας για διαμονή τριών μηνών, είναι θεμιτό να μην επιβάλλεται στα κράτη μέλη η κάλυψη των εξόδων αυτών.

91.      Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, η θεμελίωση δικαιώματος για παροχές κοινωνικής πρόνοιας υπέρ πολιτών της Ένωσης οι οποίοι δεν υποχρεούνται να διαθέτουν επαρκή μέσα διαβιώσεως θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα μαζική μετακίνηση πολιτών ικανή να προκαλέσει υπέρμετρη επιβάρυνση για τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

92.      Επιπλέον, ο δεσμός με το κράτος μέλος υποδοχής είναι κατά πάσα πιθανότητα περιορισμένος κατά το πρώτο αυτό χρονικό διάστημα.

93.      Αφετέρου, στην απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι ένα κράτος μέλος πρέπει «να έχει τη δυνατότητα, κατ’ εφαρμογήν του [άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38], να αρνείται τη χορήγηση κοινωνικών παροχών σε μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας με μοναδικό σκοπό να τύχουν των κοινωνικών παροχών που χορηγεί άλλο κράτος μέλους, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να μπορούν να ζητήσουν να τους αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής» (41).

ii)    Η υπόθεση 2: υπήκοος κράτους μέλους μεταβαίνει στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους προς αναζήτηση εργασίας

94.      Η διάκριση μεταξύ του υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος μετακινείται προς αναζήτηση εργασίας και του πολίτη ο οποίος έχει ήδη ενταχθεί στην αγορά εργασίας είναι καθοριστική.

95.      Πράγματι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του στην ερμηνεία των άρθρων 4 του κανονισμού 883/2004 και 24 της οδηγίας 2004/38, καθώς και στα άρθρα 18 και 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, «το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει στο εν λόγω δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει με τα ερωτήματά του αναφερθεί στα στοιχεία αυτά» (42).

96.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι, «ενώ οι υπήκοοι των κρατών μελών που μετακινούνται προς εύρεση εργασίας απολαύουν της ίσης μεταχειρίσεως μόνον ως προς την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, αυτοί που [έχουν ήδη ενταχθεί] στην αγορά εργασίας μπορούν να διεκδικήσουν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [(ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (43), το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (44)], τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζομένους» (45).

97.      Λαμβανομένων υπόψη του σκεπτικού της αποφάσεως Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358) ως προς τη γενική ισορροπία της οδηγίας 2004/38 (46) και της διακρίσεως την οποία εισάγουν το δίκαιο της Ένωσης και η νομολογία του Δικαστηρίου μεταξύ του εργαζομένου ο οποίος εισέρχεται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και εκείνου ο οποίος έχει ήδη ενταχθεί στην αγορά εργασίας του κράτους αυτού, η ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία αποκλείει από τη χορήγηση μιας ειδικής μη ανταποδοτικού τύπου παροχής σε χρήμα κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004 (η οποία, εξάλλου, συνιστά επίσης «κοινωνική παροχή» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38) τα πρόσωπα τα οποία εισέρχονται στην επικράτεια του ανωτέρω κράτους μέλους προς αναζήτηση εργασίας, φρονώ ότι δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 4 του προμνησθέντος κανονισμού ούτε στο σύστημα που θεσπίζει η προμνησθείσα οδηγία.

98.      Ο αποκλεισμός αυτός όχι μόνον είναι σύμφωνος με το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να αρνηθούν, για το χρονικό διάστημα διαμονής πέραν των τριών μηνών, τη χορήγηση των παροχών κοινωνικής πρόνοιας στους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προς αναζήτηση εργασίας, αλλά επίσης ανταποκρίνεται στη αντικειμενική διαφορά της καταστάσεως —όπως αυτή καθιερώνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου καθώς και, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011— στην οποία βρίσκονται, αφενός, οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι αναζητούν για πρώτη φορά εργασία στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής και, αφετέρου, εκείνοι οι οποίοι έχουν ήδη ενταχθεί στην εν λόγω αγορά (47).

iii) Η υπόθεση 3: υπήκοος κράτους μέλους διαμένει για περισσότερους από τρεις μήνες στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και έχει ήδη ασκήσει εκεί επαγγελματική δραστηριότητα

99.      Ο αυτοδίκαιος αποκλεισμός από τη χορήγηση των κοινωνικών παροχών, ο οποίος συνδέεται με την απώλεια της ιδιότητας του «εργαζομένου», δημιουργεί περαιτέρω δυσχέρειες.

100. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, από τον Ιούνιο του 2010, χρονικό σημείο της αφίξεώς τους στη Γερμανία, η N. Alimanovic και η θυγατέρα της Sonita εργάσθηκαν στη Γερμανία μόνο σε θέσεις εργασίας βραχείας διάρκειας ή στο πλαίσιο μέτρων προωθήσεως της απασχολήσεως για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους. Μετά τον Μάιο του 2011, δεν άσκησαν πλέον καμία δραστηριότητα (μισθωτή ή μη μισθωτή). Κατά συνέπεια, απώλεσαν την ιδιότητα του «εργαζομένου» τον Δεκέμβριο του 2011.

101. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του FreizügG/EU, οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους διατηρούν το δικαίωμα διαμονής στη γερμανική επικράτεια για έξι μήνες σε περίπτωση ακούσιας ανεργίας βεβαιούμενης από τον αρμόδιο οργανισμό απασχολήσεως.

102. Δεδομένου ότι δεν είχαν πλέον την ιδιότητα του «εργαζομένου», η N. Alimanovic και η θυγατέρα της Sonita θεωρήθηκαν εκ νέου πρόσωπα που αναζητούν εργασία. Για τον λόγο αυτόν εφαρμόσθηκε αυτομάτως εκ νέου στην περίπτωσή τους το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του SGB II, το οποίο αποκλείει τους άνεργους μακράς διάρκειας από το δικαίωμα παροχής επιδομάτων διαβιώσεως. Κατά συνέπεια, τα δύο άλλα τέκνα της N. Alimanovic, Valentina και Valentino, απώλεσαν επίσης το παράγωγο δικαίωμά τους για την παροχή επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο αποσκοπεί στο να τους εξασφαλίσει τα έξοδα βασικών αναγκών διαβιώσεως δυνάμει του SGB II.

103. Ενώ η απώλεια της ιδιότητας του εργαζομένου φαίνεται να συνιστά κατάλληλη, μολονότι περιοριστική, μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/38 (48), οι αυτόματες συνέπειες της απώλειας αυτής επί του δικαιώματος σε παροχές διαβιώσεως κατά το SGB II φαίνεται ότι αντιβαίνουν προς το γενικότερο σύστημα το οποίο θεσπίσθηκε με την εν λόγω οδηγία.

104. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 77 της αποφάσεως Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), ότι ο «αυτοδίκαιος αποκλεισμός, εκ μέρους του κράτους μέλους υποδοχής, των υπηκόων άλλων κρατών μελών οι οποίοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα από τη λήψη ορισμένης παροχής κοινωνικής πρόνοιας, ακόμη και για το χρονικό διάστημα μετά την προβλεπόμενη στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 τρίμηνη διαμονή, δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, στην περίπτωση που οι πόροι του ενδιαφερομένου υπολείπονται του ποσού αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη για τη χορήγηση της παροχής αυτής, να προβούν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν, ιδίως, από τα άρθρα 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 8, παράγραφος 4, της ως άνω οδηγίας, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας, σε συνολική εκτίμηση της επιβαρύνσεως που θα αντιπροσώπευε συγκεκριμένα η χορήγηση της παροχής αυτής για ολόκληρο το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας σε συνάρτηση με τις ατομικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του ενδιαφερομένου».

105. Αντιθέτως προς τη θέση που υποστηρίχθηκε από ορισμένες κυβερνήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Φεβρουαρίου 2015, μολονότι η προμνησθείσα σκέψη της αποφάσεως του Δικαστηρίου αναφέρεται στις διατάξεις της οδηγίας 2004/38 που αφορούν το δικαίωμα διαμονής πέραν των τριών μηνών, η απαίτηση εξατομικευμένης έρευνας σαφώς αφορά την αίτηση χορηγήσεως παροχών κοινωνικής πρόνοιας και όχι το νόμιμο της διαμονής.

106. Συνεπώς, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής εξετάζουν την αίτηση πολίτη της Ένωσης ο οποίος δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα και βρίσκεται σε κατάσταση όπως αυτή των N. Alimanovic και της θυγατέρας της Sonita, οφείλουν να λαμβάνουν ιδίως υπόψη το ύψος και την τακτικότητα των εισοδημάτων του πολίτη της Ένωσης, αλλά επίσης και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι πιθανόν να του καταβάλλεται η παροχή που ζητείται (49).

107. Επιπλέον, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ανέπτυξε νομολογία κατά την οποία επιτρέπεται να εξαρτάται η χορήγηση ορισμένων παροχών στους μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης από την προϋπόθεση της εντάξεώς τους στο κράτος μέλος υποδοχής (50), η απόδειξη πραγματικού δεσμού με το εν λόγω κράτος θα πρέπει να εμποδίζει τον αυτοδίκαιο αποκλεισμό από τις παροχές αυτές.

108. Συγκεκριμένα, με τη νομολογία αυτήν το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μία και μοναδική προϋπόθεση η οποία έχει υπερβολικά γενικό και απόλυτο χαρακτήρα, καθόσον αναγνωρίζει αδικαιολόγητο προβάδισμα σε στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικό του πραγματικού και αποτελεσματικού βαθμού συνδέσεως μεταξύ του αιτούντος τα επιδόματα και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου αντιπροσωπευτικού στοιχείου, έβαινε πέραν του μέτρου που ήταν αναγκαίο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (51).

109. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, τα στοιχεία που προκύπτουν από το οικογενειακό περιβάλλον του αιτούντος το σχετικό επίδομα, όπως η ύπαρξη στενών προσωπικών σχέσεων, δύνανται επίσης να συμβάλουν στη σφυρηλάτηση σταθερού δεσμού μεταξύ του αιτούντος και του νέου κράτους μέλους υποδοχής (52). Υπό τις συνθήκες αυτές, εθνική ρύθμιση που θεσπίζει προϋπόθεση η οποία «δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα εν δυνάμει αντιπροσωπευτικά του πραγματικού βαθμού συνδέσεως του αιτουμένου επιδόματα αναμονής στοιχεία με την επίδικη γεωγραφική αγορά εργασίας [...] βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου» (53).

110. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 18 ΣΛΕΕ και εξειδικεύουν τα άρθρα 4 του κανονισμού 883/2004 και 24 της οδηγίας 2004/38, αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία αποκλείει αυτομάτως έναν πολίτη της Ένωσης από τη χορήγηση ειδικής μη ανταποδοτικού τύπου παροχής σε χρήμα κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004 (η οποία, εξάλλου, συνιστά επίσης κοινωνική παροχή κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38), μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος ακούσιας ανεργίας έξι μηνών, το οποίο έπεται επαγγελματικής δραστηριότητας διάρκειας μικρότερης του έτους, χωρίς να επιτρέπεται στον εν λόγω πολίτη να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού δεσμού με το κράτος μέλος υποδοχής.

111. Συναφώς, εκτός από στοιχεία που προκύπτουν από το οικογενειακό περιβάλλον (όπως η φοίτηση των τέκνων σε σχολείο), η ενεργή και ουσιαστική αναζήτηση εργασίας για εύλογο χρονικό διάστημα αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη του ανωτέρω δεσμού με το κράτος μέλος υποδοχής (54). Η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στο παρελθόν, ή ακόμη το γεγονός της ευρέσεως νέας απασχολήσεως μετά την υποβολή της αιτήσεως χορηγήσεως κοινωνικών παροχών, θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη προς τον σκοπό αυτόν.

3.      Σύντομη ανάλυση υπό το πρίσμα του άρθρου 45 ΣΛΕΕ

112. Διευκρινίζω επίσης, για παν ενδεχόμενο, ότι ο ίδιος συλλογισμός θα πρέπει να εφαρμοσθεί στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να χαρακτηρίσει τις παροχές της βασικής ασφαλίσεως σε σχέση με το δίκαιο της Ένωσης, το δε αιτούν δικαστήριο αποφανθεί ότι οι παροχές αυτές κατ’ ουσίαν αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην αγορά εργασίας.

113. Πράγματι, όπως υπενθύμισα ανωτέρω, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί «πλέον […] να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου [45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ], το οποίο αποτελεί έκφραση της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο [18 ΣΛΕΕ], παροχή οικονομικής φύσεως σκοπούσα στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους» (55).

114. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε επίσης, στην απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344), ότι ήταν «εύλογο ένα κράτος μέλος να μη χορηγεί ένα τέτοιο επίδομα παρά μόνον αφού αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματικός δεσμός μεταξύ του αιτούντος εργασία και της αγοράς εργασίας του εν λόγω κράτους» (56).

115. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού μπορεί να στοιχειοθετηθεί, μεταξύ άλλων, αν διαπιστωθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αναζήτησε ενεργώς και ουσιαστικώς εργασία στο οικείο κράτος μέλος για εύλογο χρονικό διάστημα (57).

116. Υπό τις συνθήκες αυτές, «οι αναζητούντες εργασία σε άλλο κράτος μέλος υπήκοοι κρατών μελών, οι οποίοι έχουν πραγματικούς δεσμούς με την αγορά εργασίας του άλλου αυτού κράτους, μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο [45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ] προκειμένου να ζητήσουν παροχή οικονομικής φύσεως που προορίζεται να διευκολύνει την πρόσβαση στην οικεία αγορά εργασίας» (58), εναπόκειται δε στις αρμόδιες εθνικές αρχές και, κατά περίπτωση, στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώσουν την ύπαρξη των εν λόγω δεσμών.

4.      Συμπληρωματικές σκέψεις σχετικά με την κατάσταση τέκνου υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος μετέβη σε άλλο κράτος μέλος προς αναζήτηση εργασίας

117. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η N. Alimanovic θεωρείται από τον Δεκέμβριο του 2011 πρόσωπο που αναζητεί εργασία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 1, του FreizügG/EU, έχει απολέσει το προσωπικό της δικαίωμα προς λήψη επιδομάτων διαβιώσεως για μακροχρόνια ανέργους. Κατά συνέπεια, τα δύο μικρότερης ηλικίας τέκνα της, Valentina και Valentino, απώλεσαν επίσης το δικαίωμά τους προς λήψη επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας για την κάλυψη των στοιχειωδών τους αναγκών δυνάμει του SGB II, δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του SGB II αποκλείει από τη χορήγηση των επιδομάτων διαβιώσεως «τις αλλοδαπές και τους αλλοδαπούς των οποίων το δικαίωμα διαμονής δικαιολογείται μόνον από την αναζήτηση εργασίας, καθώς και τα μέλη της οικογενείας τους» (59).

118. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, μολονότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του στην ερμηνεία των άρθρων 4 του κανονισμού 883/2004 και 24 της οδηγίας 2004/38, καθώς και στα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει στο εν λόγω δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει με τα ερωτήματά του αναφερθεί στα στοιχεία αυτά.

119. Ωστόσο, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα τέκνα υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στο κράτους μέλος υποδοχής και ο γονέας ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την επιμέλειά τους μπορούν να προβάλουν στο κράτος αυτό δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 (60).

120. Το δικαίωμα αυτό διαμονής των τέκνων χαρακτηρίζεται ως αυτοτελές από τη νομολογία, στο μέτρο που συνδέεται μόνο με το δικαίωμά τους προσβάσεως στην εκπαίδευση (61), δεδομένου ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε ρητώς ότι η οδηγία 2004/38 δεν εξαρτά το δικαίωμα διαμονής των τέκνων που σπουδάζουν και του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλειά τους από το αν αυτοί διαθέτουν επαρκείς πόρους και πλήρη ασφάλιση υγείας (62) ή, γενικότερα, από το αν πληρούν τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία 2004/38 (63).

121. Συνεπώς, αν αποδειχθεί, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι η Valentina και ο Valentino Alimanovic παρακολουθούν τακτικά τις σπουδές τους σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί στη Γερμανία, τα πρόσωπα αυτά —καθώς και η μητέρα τους N. Alimanovic— έχουν δικαίωμα διαμονής στη γερμανική επικράτεια, παρά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι μηνών που ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του FreizügG/EU.

122. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του SGB II δεν θα εφαρμοστεί στην περίπτωση της N. Alimanovic ούτε των δύο μικρότερης ηλικίας τέκνων της, εφόσον η διάταξη αυτή αφορά μόνον τα πρόσωπα «των οποίων το δικαίωμα διαμονής δικαιολογείται μόνον από την αναζήτηση εργασίας, καθώς και τα μέλη της οικογενείας τους».

VI – Πρόταση

123. Το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να εργάζονται εντός αυτής αποτελεί θεμελιώδη και απόλυτη ελευθερία του δικαίου της Ένωσης. Τούτου λεχθέντος, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε αναγκαίο να ορίσει το πλαίσιο ασκήσεως του δικαιώματος διαμονής των υπηκόων των κρατών μελών.

124. Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38 προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή αν διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους µέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο ίδιο αυτό κράτος μέλος.

125. Απόδειξη του θεμελιώδους χαρακτήρα της ελεύθερης κυκλοφορίας και του δικαιώματος διαμονής που συνεπάγεται η ελεύθερη κυκλοφορία είναι το γεγονός ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/38 περιστέλλει τις δυνατότητες απελάσεως πολίτη της Ένωσης ο οποίος δεν πληροί τις προμνησθείσες προϋποθέσεις.

126. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundessozialgericht ως εξής:

«1)      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους που αποκλείει από τη χορήγηση ορισμένων “ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα” κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010, οι οποίες συνιστούν επίσης “κοινωνικές παροχές” κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38, τους υπηκόους άλλων κρατών μελών στους οποίους έχει χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής πέραν των τριών μηνών προς αναζήτηση εργασίας βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, ενώ των παροχών αυτών απολαύουν οι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής οι οποίοι ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

2)      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους που αποκλείει, αυτομάτως και χωρίς εξατομικευμένο έλεγχο, από τη χορήγηση ορισμένων “ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα” κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010, οι οποίες συνιστούν επίσης “κοινωνικές παροχές” κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38, τους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι αναζητούν εργασία στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής και είχαν ήδη προηγουμένως πρόσβαση στην αγορά εργασίας του κράτους αυτού, ενώ των παροχών αυτών απολαύουν οι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής οι οποίοι ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

3)      Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα τέκνα υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος εργάζεται ή εργάσθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά τους, μπορούν να επικαλούνται, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, δικαίωμα διαμονής δυνάμει και μόνον του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν διαθέτουν επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο εν λόγω κράτος μέλος.»


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 — ΕΕ L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1.


3 — ΕΕ L 338, σ. 35.


4 — ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34.


5 — C‑333/13, EU:C:2014:2358.


6 — Το γεγονός ότι οι παροχές αυτές διατηρήθηκαν για την περίοδο μεταξύ της 1ης Δεκεμβρίου 2011 έως τον Μάιο του 2012 οφείλεται στο γεγονός ότι ο αποκλεισμός που προβλέπεται στο άρθρο 7 του SGB II δεν εφαρμοζόταν λόγω του άρθρου 1 της Συμβάσεως περί αντιλήψεως. Εντούτοις, το προμνησθέν άρθρο 1 έπαψε να παράγει τα έννομα αποτελέσματά του στις 19 Δεκεμβρίου 2011 λόγω της σχετικής επιφυλάξεως την οποία διατύπωσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.


7 — Σκέψη 55 καθώς και σημείο 1 του διατακτικού.


8 — Στη συνέχεια της αναλύσεώς μου θα χρειασθεί να κάνω διάκριση μεταξύ, αφενός, των υπηκόων κράτους μέλους που εισήλθαν πρόσφατα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και, αφετέρου, των υπηκόων κράτους μέλους οι οποίοι έχουν ήδη εργασθεί στο άλλο αυτό κράτος μέλος, πριν παύσουν εκ νέου να ασκούν οικονομική δραστηριότητα.


9 — Απόφαση Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 58).


10 — Απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 45).


11 — Όπως αποκαλείται στο SGB II.


12 — Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 63), όπου το Δικαστήριο παραπέμπει στον ορισμό που διαλαμβάνεται στη σκέψη 61 της αποφάσεως Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565).


13 — Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 67). Φαίνεται ότι οι εκφράσεις «παροχές κοινωνικής πρόνοιας» και «κοινωνικές παροχές» χρησιμοποιούνται από το Δικαστήριο χωρίς προφανή διάκριση μεταξύ τους. Συνεπώς τις θεωρώ συνώνυμες (βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, σκέψεις 69, 70, 74 και 77 της προμνησθείσας αποφάσεως).


14 — Όπ.π. (σκέψη 69). Η υπογράμμιση δική μου.


15 — Σημείο 74 των γραπτών παρατηρήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, σκέψεις 65 έως 72 των προτάσεών μου στην υπόθεση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:341).


16 — Σημείο 47 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Πρόκειται για το κεφάλαιο 3, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 14 έως 18e. Το αιτούν δικαστήριο στη συνέχεια αναφέρει διάφορα παραδείγματα, όπως το επίδομα εκκινήσεως (άρθρο 16b του SGB II), τα μέτρα προωθήσεως της απασχολήσεως (άρθρο 16d του SGB II) ή, ακόμη, την ενίσχυση των σχέσεων εργασίας μέσω επιδοτήσεων μισθών οι οποίες καταβάλλονται στους εργοδότες (άρθρο 16e του SGB II).


17 — C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344.


18 — Όπ.π. (σκέψη 45).


19 — Απόφαση Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 25). Βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως· αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 63), Ιωαννίδης (C‑258/04, EU:C:2005:559, σκέψη 22), καθώς και Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 37).


20 — Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Asociación Profesional de Empresas de Reparto y Manipulado de Correspondencia (C‑220/06, EU:C:2007:815, σκέψη 36).


21 — Σκέψη 41.


22 — Απόφαση Asociación Profesional de Empresas de Reparto y Manipulado de Correspondencia (C‑220/06, EU:C:2007:815, σκέψη 36).


23 — C‑409/06, EU:C:2010:38, σημείο 35.


24 — Σκέψη 60.


25 — Όπ.π. (σκέψη 61).


26 — C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 63.


27 — Βλ. υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων.


28 — Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 64). Η υπογράμμιση δική μου.


29 — Σκέψη 70.


30 — Απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 46). Είναι βεβαίως αληθές ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το κύρος του εν λόγω άρθρου σε σχέση με τα άρθρα 12 και 39, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρα 18 και 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ). Ωστόσο, δεδομένου ότι «κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί […] να επικαλείται την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που προβλέπει το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης» [βλ. σκέψη 59 της αποφάσεως Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), η υπογράμμιση είναι δική μου], φρονώ ότι η σχετική με το κύρος του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 διαπίστωση στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στην κατάσταση του «εργαζομένου» κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.


31 — Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 77).


32 — Σκέψη 57.


33 —      Όπ.π. (σκέψη 58).


34 — Όπ.π. (σκέψη 59).


35 — Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 60).


36 — Όπ.π. (σκέψη 61). Η υπογράμμιση δική μου.


37 — Απόφαση N. (C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 33).


38 — Βλ., συναφώς, απόφαση Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 57).


39 — Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 70).


40 — Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής.


41 — Σκέψη 78.


42 — Απόφαση Alokpa και Moudoulou (C‑86/12, EU:C:2013:645, σκέψη 20).


43 — ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33.


44 — ΕΕ L 141, σ. 1.


45 — Απόφαση Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψεις 31 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


46 — Σκέψεις 67 έως 79.


47 — Απόφαση Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψεις 30 και 31).


48 — Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/38, ο πολίτης της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή µη μισθωτός διατηρεί την ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού «αν έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου µε διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών και έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία· στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου».


49 — Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψεις 78 και 79).


50 — Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, σχετικά με τις δαπάνες διαβιώσεως των σπουδαστών, αποφάσεις Bidar (C‑209/03, EU:C:2005:169, σκέψη 57) και Förster (C‑158/07, EU:C:2008:630, σκέψη 49). Βλ., επίσης, σχετικά με τα επιδόματα αναμονής στους νέους που αναζητούν εργασία για πρώτη φορά ή το επίδομα ευρέσεως εργασίας, αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 67), Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 38), καθώς και απόφαση Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668).


51 — Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


52 — Όπ.π. (σκέψη 50).


53 — Όπ.π. (σκέψη 51).


54 — Τουλάχιστον με την αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους. Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 70), Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 39), καθώς και Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 46).


55 — Απόφαση Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 25). Βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, τη σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως· αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 63), Ιωαννίδης (C‑258/04, EU:C:2005:559, σκέψη 22), καθώς και Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 37).


56 — Σκέψη 38.


57 — Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 70), Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 39), καθώς και Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 46).


58 — Απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 40).


59 — Η υπογράμμιση δική μου.


60 — Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C‑310/08, EU:C:2010:80, σκέψη 59), Teixeira (C‑480/08, EU:C:2010:83, σκέψη 36), καθώς και Alarape και Tijani (C‑529/11, EU:C:2013:290, σκέψη 26). Η εφαρμοστέα διάταξη στις υποθέσεις αυτές ήταν το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, το οποίο καταργήθηκε με τον κανονισμό 492/2011. Εντούτοις, η παρατιθέμενη νομολογία παραμένει εφαρμοστέα, δεδομένου ότι το άρθρο 10 του νέου αυτού κανονισμού έχει πανομοιότυπη διατύπωση με το προμνησθέν άρθρο 12. Κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 10, «τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα εν λόγω τέκνα διαμένουν στην επικράτειά του».


61 — Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Baumbast και R (C‑413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 63), Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C‑310/08, EU:C:2010:80, σκέψη 35), και Teixeira (C‑480/08, EU:C:2010:83, σκέψεις 36 και 46).


62 — Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C‑310/08, EU:C:2010:80, σκέψεις 56 και 59) και Teixeira (C‑480/08, EU:C:2010:83, σκέψη 70).


63 — Βλ., συναφώς, απόφαση Teixeira (C‑480/08, EU:C:2010:83, σκέψη 61).