Language of document : ECLI:EU:C:2017:109

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 9ης Φεβρουαρίου 2017 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Αναδιάρθρωση της οργανώσεως των πανεπιστημίων – Εθνική ρύθμιση – Ένταξη των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στους καθηγητές πανεπιστημίων – Προϋπόθεση – Απόκτηση διδακτορικού τίτλου – Μετατροπή των θέσεων εργασίας πλήρους απασχολήσεως σε θέσεις εργασίας μερικής απασχολήσεως – Εφαρμογή μόνον στους καθηγητές οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

Στην υπόθεση C‑443/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 8 de Madrid (διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 8 της Μαδρίτης, Ισπανία) με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Αυγούστου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Francisco Rodrigo Sanz

κατά

Universidad Politécnica de Madrid,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Berger, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Francisco Rodrigo Sanz και του Universidad Politécnica de Madrid (Πολυτεχνείο της Μαδρίτης, Ισπανία, στο εξής: UPM), σχετικά με την απόφαση του UPM να μειώσει το ωράριο εργασίας του ενδιαφερομένου μετατρέποντας τη θέση εργασίας του από θέση πλήρους απασχολήσεως σε θέση μερικής απασχολήσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 1999/70, η οδηγία αποσκοπεί στην «υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου [...] και η οποία συνήφθη [...] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».

4        Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία [και οφείλουν] να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. [...]»

5        Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της είναι, αφενός, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

6        Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»

7        Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας:

1.      ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

2.      ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

8        Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει τα εξής:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

 Το ισπανικό δίκαιο

9        Η δεύτερη πρόσθετη διάταξη του Ley Orgánica 4/2007 por la que se modifica la Ley Orgánica 6/2001, de 21 de diciembre, de universidades (οργανικού νόμου 4/2007 για την τροποποίηση του οργανικού νόμου 6/2001 της 21ης Δεκεμβρίου 2001 περί πανεπιστημίων), της 12ης Απριλίου 2007 (BOE αριθ. 89, της 13ης Απριλίου 2007, σ. 16241), με τίτλο «Περί των καθηγητών ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της εντάξεώς τους στους καθηγητές πανεπιστημίων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά την ένταξή τους στους καθηγητές πανεπιστημίων, οι καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι, κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, έχουν διδακτορικό τίτλο ή τον αποκτούν μεταγενέστερα και τους χορηγείται συγκεκριμένη άδεια διδασκαλίας [...] εντάσσονται άνευ άλλου τινός στους καθηγητές των πανεπιστημίων, με τις θέσεις εργασίας τους [...].

2.      Τα πανεπιστήμια θέτουν σε εφαρμογή προγράμματα αποσκοπούντα στην παροχή της δυνατότητας στους καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να συμβιβάζουν τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα με την απόκτηση διδακτορικού τίτλου.

3.      Όσοι δεν αποκτούν πρόσβαση στην ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου παραμένουν στην υφιστάμενη κατάστασή τους, διατηρώντας όλα τα δικαιώματά τους και την πλήρη διδακτική τους ικανότητα και, κατά περίπτωση, την ερευνητική.

[...]»

10      Δυνάμει του Ley 4/2012 de modificación de la Ley de presupuestos generales de la Comunidad de Madrid para el año 2012 y de medidas urgentes de racionalización del gasto público e impulso y agilización de la actividad económica (νόμου 4/2012 για τη διόρθωση του νόμου περί των γενικών οικονομικών της Αυτόνομης Κοινότητας της Μαδρίτης για το έτος 2012 και για τη λήψη επειγόντων μέτρων εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών και προωθήσεως και διευκολύνσεως της οικονομικής δραστηριότητας), της 4ης Ιουλίου 2012 (BOE αριθ. 247, της 13ης Οκτωβρίου 2012, σ. 73244), προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, η τροποποίηση του ωραρίου εργασίας των καθηγητών οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν έχουν την ειδική άδεια για την οποία γίνεται λόγος στο σημείο 1 της δεύτερης πρόσθετης διατάξεως του οργανικού νόμου 4/2007, με μετατροπή της θέσεως εργασίας πλήρους απασχολήσεως σε θέση εργασίας μερικής απασχολήσεως.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Ο F. Rodrigo Sanz εργάζεται από το 1983 για το UPM, συγκεκριμένα στην Escuela Técnica Superior de Arquitectura de Madrid (Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτονικής της Μαδρίτης).

12      Στις 7 Νοεμβρίου 1989, διορίστηκε ως μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πλήρους απασχολήσεως σε θέση καθηγητή ανωτέρου εκπαιδευτικού ιδρύματος (profesor titular de escuela universitaria). Έκτοτε δεν έχουν τροποποιηθεί τα καθήκοντά του, ο χρόνος εργασίας του και τα ωράριά του.

13      Ενόψει της αναδιαρθρώσεως της οργανώσεως των πανεπιστημίων στην Ισπανία, ο οργανικός νόμος 4/2007 προέβλεψε την ένταξη των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στους καθηγητές πανεπιστημίων υπό την προϋπόθεση αποκτήσεως διδακτορικού τίτλου.

14      Εξάλλου, στο πλαίσιο των προς λήψη μέτρων λόγω των επιβληθεισών με τον νόμο 4/2012 δημοσιονομικών περικοπών, το διοικητικό συμβούλιο του UPM αποφάσισε να μειώσει το ωράριο εργασίας των καθηγητών οι οποίοι υπηρετούσαν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν μπορούσαν να κατέχουν θέσεις λέκτορα ορισμένου χρόνου, λέκτορα αορίστου χρόνου ή καθηγητή πανεπιστημίου, για τις οποίες απαιτείται διδακτορικός τίτλος.

15      Μην κατέχοντας διδακτορικό τίτλο, ο F. Rodrigo Sanz πληροφορήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2012 ότι η θέση εργασίας του μετατρέπεται από θέση πλήρους απασχολήσεως σε θέση μερικής απασχολήσεως, με αντίστοιχη μείωση μισθού.

16      Ο F. Rodrigo Sanz άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή δεν ανταποκρινόταν ούτε σε διδακτικές ανάγκες ούτε σε συγκεκριμένες ανάγκες του τμήματος στο οποίο δίδασκε, αλλά μόνον σε ζητήματα περιορισμού των δαπανών του πανεπιστημίου. Η εν λόγω απόφαση, η οποία τυγχάνει εφαρμογής μόνον στους μη μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, έχει, κατά τη γνώμη του, ως αποτέλεσμα τη δυσμενέστερη μεταχείρισή τους σε σχέση με τους ομολόγους τους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους.

17      Το UPM ισχυρίζεται ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί εγγύηση της ποιότητας, που καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της αποδόσεως των διδακτικών, ερευνητικών και διοικητικών δραστηριοτήτων του διδακτικού προσωπικού των πανεπιστημίων. Λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας αυτοοργανώσεως που διαθέτει η δημόσια διοίκηση, το μέτρο αυτό ανταποκρίνεται στη διαπιστωθείσα κατά τα τελευταία αυτά έτη μείωση των εγγραφών.

18      Το αιτούν δικαστήριο, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 8 de Madrid (διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 8 της Μαδρίτης, Ισπανία), υπενθυμίζει ότι η συμφωνία-πλαίσιο προβλέπει, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση δυσμενέστερης μεταχειρίσεως των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου οι οποίοι βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση, για τον λόγο και μόνον ότι έχουν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.

19      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η ισπανική κανονιστική ρύθμιση περί εντάξεως των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στους καθηγητές πανεπιστημίων προβλέπει ρητώς ότι όσοι δεν αποκτούν πρόσβαση στην ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου παραμένουν στην υφιστάμενη κατάστασή τους και διατηρούν τα δικαιώματά τους. Ωστόσο, η πανεπιστημιακή διοίκηση εφαρμόζει, στην πραγματικότητα, τη διάταξη αυτή μόνον στους καθηγητές που είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, αποκλειομένων των μη μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, βασιζόμενη στη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ μονίμων και μη μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, εφόσον οι μόνιμοι έχουν επιτύχει σε διαγωνισμό κατόπιν του οποίου δημιουργείται θέση εργασίας, ενώ ο διορισμός των μη μονίμων υπαγορεύεται μόνον από απαιτήσεις ανάγκης και επείγοντος προς κάλυψη κενής θέσεως.

20      Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα χαρακτηριστικά των θέσεων εργασίας, η φύση της απασχολήσεως, τα ανατιθέμενα καθήκοντα και η απαιτούμενη κατάρτιση είναι πανομοιότυπα για καθεμία από τις δύο κατηγορίες διδασκόντων. Επιπλέον, στοιχειοθετείται ότι ο μόνος λόγος για τη μείωση του ωραρίου εργασίας είναι ο περιορισμός των δαπανών, εφόσον οι διδακτικές ανάγκες του οικείου τμήματος δεν μεταβλήθηκαν, οι δε πρόσφατες προκηρύξεις για υποβολή υποψηφιοτήτων καταδεικνύουν εξάλλου τη συνεχιζόμενη ανάγκη πληρώσεως της θέσεως με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.

21      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως τέτοιας φύσεως συνάδει με τη συμφωνία-πλαίσιο όταν καταλήγει σε κατά το ήμισυ μείωση του ωραρίου εργασίας των διδασκόντων που ανήκουν στο μη μόνιμο προσωπικό, στην περίπτωση κατά την οποία αυτοί δεν κατέχουν διδακτορικό τίτλο, ενώ οι διδάσκοντες που είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς διδακτορικό τίτλο διατηρούν πλήρως τα δικαιώματά τους και δεν περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 8 de Madrid (διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 8 της Μαδρίτης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση, όπως εν προκειμένω η επίμαχη, η οποία επιτρέπει τη μείωση του ωραρίου εργασίας για τον λόγο και μόνον ότι πρόκειται για μη μόνιμο δημόσιο υπάλληλο;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:

–        Μπορεί η οικονομική κατάσταση, η οποία καθιστά αναγκαία την περιστολή των δαπανών λόγω της μειώσεως των πιστώσεων του προϋπολογισμού, να θεωρηθεί αντικειμενικός λόγος δικαιολογών τη διαφορετική αυτή μεταχείριση;

–        Μπορεί η εξουσία ιδίας οργανώσεως της διοικήσεως να θεωρηθεί αντικειμενικός λόγος δικαιολογών τη διαφορετική αυτή μεταχείριση;

2)      Έχει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου την έννοια ότι η εξουσία ιδίας οργανώσεως της διοικήσεως έχει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση ως όριο την υποχρέωση αποφυγής των διακρίσεων ή της διαφοροποιημένης μεταχειρίσεως των εργαζομένων στην υπηρεσία της, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως μονίμων ή μη μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, μετακλητών ή ορισμένου χρόνου;

3)      Μπορεί η ερμηνεία και η εφαρμογή του σημείου 3 της δεύτερης πρόσθετης διατάξεως του οργανικού νόμου 4/2007 να θεωρηθούν αντίθετες προς τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, καθόσον επιτρέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας εντάξεως των καθηγητών ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στους καθηγητές πανεπιστημίων, μόνο στους μονίμους καθηγητές των ιδρυμάτων αυτών, και όχι στους μη μονίμους καθηγητές των ιδίων ιδρυμάτων, να διατηρήσουν όλα τα δικαιώματά τους καθώς και την πλήρη διδακτική τους ικανότητα, παρά το ότι δεν έχουν την ιδιότητα του διδάκτορος;

4)      Μπορεί η κατοχή διδακτορικού τίτλου, καθόσον αποτελεί τον προβληθέντα αντικειμενικό λόγο για τη μείωση κατά 50 % του ωραρίου εργασίας των μη μονίμων καθηγητών ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που δεν έχουν την ιδιότητα του διδάκτορος, χωρίς η μείωση αυτή να θίγει τους μονίμους καθηγητές ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, παρά το ότι ούτε αυτοί έχουν την εν λόγω ιδιότητα, να θεωρηθεί εισάγουσα διακρίσεις και, ως εκ τούτου, αντίθετη προς τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

23      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει, στο πλαίσιο μέτρων αναδιαρθρώσεως της οργανώσεως των πανεπιστημίων, στις αρμόδιες διοικητικές αρχές του οικείου κράτους μέλους την κατά το ήμισυ μείωση του ωραρίου εργασίας των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που έχουν προσληφθεί ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι επειδή δεν έχουν διδακτορικό τίτλο, ενώ οι διδάσκοντες οι οποίοι ναι μεν έχουν την ιδιότητα των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων αλλά ούτε αυτοί έχουν διδακτορικό τίτλο δεν υπάγονται στο ίδιο μέτρο.

24      Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει σε ένα τέτοιο ερώτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

25      Η ως άνω διάταξη πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα μπορεί σαφώς να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, από τις αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso (C‑307/05, EU:C:2007:509), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres (C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819), της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557), της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ. (C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646), της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683), καθώς και από τη διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso (C‑631/15, EU:C:2016:725).

26      Κατ’ αρχάς, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο τυγχάνουν εφαρμογής στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν έμμισθες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία έχουν συνάψει με τον εργοδότη τους (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 28· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 42, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 40, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 27).

27      Επομένως, τα προβλεπόμενα στη συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή και στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με τη δημόσια διοίκηση και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 28).

28      Καθόσον ο F. Rodrigo Sanz άσκησε, για περισσότερα από 30 έτη, διάφορα διδακτικά καθήκοντα στο UPM ως μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, στο πλαίσιο πολλών διορισμών ορισμένου χρόνου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου.

29      Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά το γράμμα της ρήτρας 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ομοίως, η συμφωνία-πλαίσιο, όπως διευκρινίζεται στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της, «αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις». Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 αναφέρει συναφώς ότι ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου καθορίζοντας τις ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες μπορούν να διασφαλίσουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 47, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 25, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 31).

30      Η συμφωνία-πλαίσιο, και ιδίως η ρήτρα 4, αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου προκειμένου να εμποδίσει να χρησιμοποιηθεί μια τέτοια σχέση εργασίας από τους εργοδότες για να στερήσει από τους εργαζομένους αυτούς τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 37· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 48, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 26, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 32).

31      Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να νοηθεί ως έκφραση μιας αρχής του εργατικού δικαίου της Ένωσης η οποία δεν μπορεί να ερμηνεύεται συσταλτικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 38· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 49, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 27, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 33).

32      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αποφασιστικό κριτήριο για να καθορισθεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στις «συνθήκες απασχολήσεως» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου είναι ακριβώς το κριτήριο της απασχολήσεως, ήτοι η σχέση εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù, C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 35, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 28, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 34).

33      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου υποβληθείσας δικογραφίας προκύπτει ότι η μείωση του ωραρίου εργασίας κατά το ήμισυ και η συνακόλουθη μισθολογική μείωση ανταποκρίνονται πλήρως στο αποφασιστικό κριτήριο που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως και, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχολήσεως» κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

34      Τέλος, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι συνθήκες απασχολήσεως, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, στις οποίες υπόκεινται οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου, δεν πρέπει να είναι δυσμενέστερες αυτών που εφαρμόζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου οι οποίοι βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση των δύο αυτών κατηγοριών εργαζομένων δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψεις 42 και 47· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 53· της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψεις 56, 57 και 64, καθώς και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 34, και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 40).

35      Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση, αφενός, των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και, αφετέρου, των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι υπηρετούν ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθόσον μόνον στους μη μονίμους επιβλήθηκε μείωση του ωραρίου εργασίας τους κατά το ήμισυ και, ως εκ τούτου, μείωση των αποδοχών τους, για τον λόγο και μόνον ότι δεν έχουν διδακτορικό τίτλο.

36      Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστωθείσας άνισης μεταχειρίσεως, πρέπει, πρώτον, να εξακριβωθεί αν οι καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και αυτοί που υπηρετούν ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση.

37      Ως «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» ορίζεται στη ρήτρα 3, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου «ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων» (διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 42).

38      Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον οι εργαζόμενοι ασκούν πανομοιότυπη ή παρόμοια εργασία υπό την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 3, σημείο 2, και της ρήτρας 4, σημείο 1, αυτής, να εξετασθεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η κατάρτιση και οι όροι εργασίας, τα άτομα αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντα σε παρεμφερή κατάσταση (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 42, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 40, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 43).

39      Καίτοι, τελικώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν οι καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 67· της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 43, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 42, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 44), από τα στοιχεία της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι, για εκάστη των δύο κατηγοριών καθηγητών, τα χαρακτηριστικά των θέσεων εργασίας, η φύση της ασκούμενης εργασίας, τα ανατιθέμενα καθήκοντα και η απαιτούμενη κατάρτιση είναι πανομοιότυπα.

40      Συνεπώς, προκύπτει ότι το μόνο στοιχείο που ενδέχεται να διαφοροποιεί την κατάσταση καθηγητή των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ο οποίος υπηρετεί ως μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος από την κατάσταση ενός ιδίου καθηγητή που είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος είναι η προσωρινή φύση της σχέσεως εργασίας η οποία συνδέει τον πρώτο με τον εργοδότη του.

41      Εφόσον οι δύο αυτές κατηγορίες καθηγητών τελούν σε παρεμφερή κατάσταση, πρέπει να εξακριβωθεί, δεύτερον, αν υφίσταται αντικειμενικός λόγος, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος να δικαιολογεί τη διαπιστωθείσα στη σκέψη 35 της παρούσας διατάξεως διαφορετική μεταχείριση.

42      Συναφώς, δεν συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, δικαιολογούντα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου, το γεγονός και μόνον ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο εθνικό κανόνα δικαίου, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 57· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 54· της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 72, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 46, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 48).

43      Επομένως, η επίκληση απλώς και μόνον του προσωρινού χαρακτήρα της απασχολήσεως του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης δεν δύναται να αποτελέσει αντικειμενικό λόγο κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 56· της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 74, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 47, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 49).

44      Πράγματι, η διαφορά μεταχειρίσεως, όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως, μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει ενός κριτηρίου το οποίο, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, αφορά τη διάρκεια της απασχολήσεως. Η παραδοχή ότι ο προσωρινός χαρακτήρας και μόνο της σχέσεως εργασίας αρκεί προς δικαιολόγηση μιας τέτοιας διαφορετικής μεταχειρίσεως θα καθιστούσε άνευ περιεχομένου τους σκοπούς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου. Αντί να βελτιώσει την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου και να προάγει την ίση μεταχείριση την οποία επιδιώκουν τόσο η οδηγία 1999/70 όσο και η συμφωνία-πλαίσιο, η προσφυγή σε ένα τέτοιο κριτήριο θα σήμαινε διαιώνιση μιας δυσμενούς για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου καταστάσεως (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 57, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 50).

45      Επομένως, κατά την εν λόγω έννοια, η διαπιστούμενη άνιση μεταχείριση πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχολήσεως στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία ενδέχεται να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκπλήρωση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψεις 53 και 58· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 55· της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 73, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 45, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 51).

46      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το UPM φρονεί ότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων, ήτοι το ότι τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν περικοπές προϋπολογισμού καθώς και μείωση των εγγραφών φοιτητών, βάσει των οποίων μπορεί να αποφασίζει, με την εξουσία αυτοοργανώσεως που διαθέτει, ότι στους καθηγητές του πανεπιστημίου αυτού οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι θα επιβληθεί μείωση κατά το ήμισυ του ωραρίου εργασίας τους.

47      Όσον αφορά το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών ως προς την οργάνωση της εσωτερικής δημόσιας διοικήσεώς τους, τα κράτη μέλη μπορούν καταρχήν, χωρίς να ενεργούν σε αντίθεση με την οδηγία 1999/70 και τη συμφωνία-πλαίσιο, να καθορίζουν συγκεκριμένο χρόνο προϋπηρεσίας ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε ορισμένες θέσεις, να παρέχουν τη δυνατότητα ενδοϋπηρεσιακής προαγωγής αποκλειστικώς στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους και να προβλέπουν ότι οι υπάλληλοι αυτοί οφείλουν να αποδεικνύουν επαγγελματική πείρα αντιστοιχούσα στον αμέσως κατώτερο βαθμό από αυτόν για τον οποίο διοργανώνεται η διαδικασία επιλογής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 76, και της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 57, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 53).

48      Πάντως, παρά την ύπαρξη του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι περιορισμοί αυτοί, οι οποίοι καταλήγουν σε διαφοροποιημένη μεταχείριση, να αποτελούν το αντικείμενο διαφανούς εφαρμογής, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ώστε να αποτρέπεται ο καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποκλεισμός των εργαζομένων ορισμένου χρόνου λόγω και μόνον της διάρκειας των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας βάσει των οποίων αποδεικνύεται ο χρόνος προϋπηρεσίας τους και η επαγγελματική τους πείρα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 77, και της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 59, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 54).

49      Όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση είναι απόρροια της ανάγκης να ληφθούν υπόψη αντικειμενικές απαιτήσεις της θέσεως στην κάλυψη της οποίας σκοπεί η ως άνω διαδικασία, οι οποίες είναι άσχετες προς το γεγονός ότι η σχέση εργασίας μεταξύ του μη μόνιμου δημοσίου υπαλλήλου και του εργοδότη του είναι ορισμένου χρόνου, η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημεία 1 και/ή 4, της συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 79, και της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ, C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 61, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 55).

50      Αντιθέτως, η εφαρμογή γενικού και αφηρημένου κανόνα, όπως αυτός της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο οποίος επιβάλλει την κατά το ήμισυ μείωση του ωραρίου εργασίας στους καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για τον λόγο και μόνον ότι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν έχουν διδακτορικό τίτλο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια απτόμενα ειδικότερα της φύσεως ή του αντικειμένου της επίμαχης θέσεως εργασίας, δεν συνάδει με τις απαιτήσεις της υπομνησθείσας στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας διατάξεως νομολογίας.

51      Πράγματι, η εφαρμογή του κανόνα αυτού στηρίζεται στη γενική παραδοχή ότι η ορισμένου χρόνου σχέση εργασίας των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δικαιολογεί αφεαυτής τη διαφορετική μεταχείριση της κατηγορίας αυτής καθηγητών σε σχέση με όσους είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ οι δύο αυτές κατηγορίες καθηγητών ασκούν παρεμφερή καθήκοντα. Η παραδοχή αυτή προσκρούει στους σκοπούς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου.

52      Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από το επιχείρημα ότι η διαφορετική μεταχείριση των μη μονίμων δημοσίων υπαλλήλων δικαιολογείται τόσο από τα μέτρα διαχειρίσεως των καθηγητών πανεπιστημίων όσο και από περιορισμούς του προϋπολογισμού τους οποίους επιβάλλει το οικείο κράτος μέλος, καθόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δημοσιονομικοί λόγοι, περιλαμβανομένων αυτών που αντλούνται από τη μέριμνα εξοικονομήσεως προσωπικού, δεν δικαιολογούν τη δημιουργία διακρίσεων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2003, Schönheit και Becker, C‑4/02 και C‑5/02, EU:C:2003:583, σκέψη 85, καθώς και της 22ας Απριλίου 2010, Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols, C‑486/08, EU:C:2010:215, σκέψη 46).

53      Πράγματι, ναι μεν δημοσιονομικοί λόγοι μπορούν να αποτελούν το έρεισμα των επιλογών κράτους μέλους ως προς την κοινωνική πολιτική και να επηρεάζουν τη φύση και το εύρος εφαρμογής των μέτρων κοινωνικής προστασίας που επιθυμεί να θεσπίσει το κράτος αυτό, πλην όμως δεν αποτελούν σκοπό επιδιωκόμενο με την πολιτική αυτή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία καταλήγει σε διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Thiele Meneses, C‑220/12, EU:C:2013:683, σκέψη 43· της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 110, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Popescu, C‑614/15, EU:C:2016:726, σκέψη 63).

54      Συναφώς, ούτε τα προβληθέντα από το UPM επιχειρήματα σχετικά με τη διαχείριση του προσωπικού των πανεπιστημίων καθώς και με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς βασίζονται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια. Επιπλέον, τα επιχειρήματα αυτά αντικρούονται από τα πραγματικά περιστατικά, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι οι ανάγκες των οικείων υπηρεσιών δεν μεταβλήθηκαν και οι πρόσφατες αγγελίες για την πλήρωση θέσεων πλήρους απασχολήσεως αποδεικνύουν το αντίθετο.

55      Τέλος, προστίθεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλεσθούν έναντι του κράτους ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψεις 78 έως 83, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 56, καθώς και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C‑631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 59).

56      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει, στο πλαίσιο των μέτρων αναδιαρθρώσεως της οργανώσεως των πανεπιστημίων, στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους να μειώνουν κατά το ήμισυ το ωράριο εργασίας των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, λόγω του ότι δεν έχουν διδακτορικό τίτλο, ενώ οι καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά δεν έχουν διδακτορικό τίτλο, δεν υπάγονται στο ίδιο μέτρο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

57      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, συναφθείσα στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει, στο πλαίσιο των μέτρων αναδιαρθρώσεως της οργανώσεως των πανεπιστημίων, στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους να μειώνουν κατά το ήμισυ το ωράριο εργασίας των καθηγητών των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι υπηρετούν ως μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, λόγω του ότι δεν έχουν διδακτορικό τίτλο, ενώ οι καθηγητές των ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι οποίοι είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά δεν έχουν διδακτορικό τίτλο, δεν υπάγονται στο ίδιο μέτρο.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.