Language of document : ECLI:EU:T:2011:114

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 24ης Μαρτίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας των συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό και κράματα χαλκού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Συμμετοχή στην παράβαση»

Στην υπόθεση T‑385/06,

Aalberts Industries NV, με έδρα την Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες),

Comap SA, πρώην Aquatis France SAS, με έδρα το La Chapelle‑Saint‑Mesmin (Γαλλία),

Simplex Armaturen + Fittings GmbH & Co. KG, με έδρα το Argenbühl‑Eisenharz (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους R. Wesseling και M. van der Woude, στη συνέχεια, από τον Wesseling, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Nijenhuis, V. Bottka και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 4180, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F-1/38.121 – Σύνδεσμοι σωληνώσεων), καθώς και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με την απόφαση αυτή,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, N. Wahl (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Φεβρουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

1        Με την απόφαση C(2006) 4180, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.121 – Σύνδεσμοι σωληνώσεων) (περίληψη στην ΕΕ 2007, L 283, σ. 63, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι διάφορες επιχειρήσεις είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), συμμετέχοντας, στη διάρκεια διαφόρων περιόδων μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 1988 και της 1ης Απριλίου 2004, σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού, υπό τη μορφή ενός συνόλου αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στην αγορά των συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό και κράματα χαλκού, οι οποίες κάλυπταν ολόκληρο τον ΕΟΧ. Η παράβαση συνίστατο στον καθορισμό των τιμών, στη σύναψη συμφωνιών περί καταλόγων τιμών, περί εκπτώσεων και επιστροφών τιμήματος, καθώς και περί δημιουργίας μηχανισμών εφαρμογής των αυξήσεων τιμών, στην κατανομή των εθνικών αγορών και των πελατών, στην ανταλλαγή άλλων πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου και στη συμμετοχή σε τακτικές συσκέψεις και άλλες επαφές προς διευκόλυνση της παραβάσεως.

2        Οι προσφεύγουσες Aalberts Industries NV (στο εξής: Aalberts), Comap SA, πρώην Aquatis France SAS (στο εξής: Aquatis), και Simplex Armaturen + Fittings GmbH & Co. KG (στο εξής: Simplex), περιλαμβάνονται μεταξύ των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως.

3        Η Aalberts είναι η μητρική εταιρία ενός διεθνούς βιομηχανικού ομίλου εισηγμένου στο χρηματιστήριο Euronext του Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες). Ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, το κεφάλαιο διαφόρων εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της κατασκευής ή της διανομής συνδέσμων σωληνώσεων. Στις 30 Αυγούστου 2002, η Aalberts απέκτησε το σύνολο των δραστηριοτήτων κατασκευής και διανομής συνδέσμων σωληνώσεων της IMI plc, οι οποίες τότε υπάγονταν στο «Yorkshire Fittings Group». Η εν λόγω πράξη προσέλαβε τη μορφή της αποκτήσεως του συνόλου των μετοχών της Raccord Orléanais SA (εν συνεχεία Aquatis) και της R. Woeste & Co. Yorkshire GmbH (εν συνεχεία Simplex). Οι δύο αυτές επιχειρήσεις ενσωματώθηκαν σε έναν από τους δύο βασικούς κλάδους δραστηριοτήτων του ομίλου Aalberts, ήτοι στον ρευστολογικό έλεγχο.

4        Το Μάρτιο του 2006, η Comap, αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω της συμμετοχής της στην παράβαση υπό τον έλεγχο της Legris Industries SA και προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑377/06, μεταβιβάστηκε στον όμιλο Aalberts. Με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2007, το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] ενημερώθηκε ως προς το ότι το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού της Aquatis είχε μεταβιβαστεί στην Comap και ότι η Aquatis είχε παύσει να υφίσταται ως νομική οντότητα. Για λόγους ομοιομορφίας των περιεχόμενων, αφενός, στην παρούσα απόφαση και, αφετέρου, στην προσβαλλόμενη απόφαση παραπομπών στη δεύτερη εταιρία, στο εξής αυτή θα αποκαλείται ομοίως Aquatis.

5        Στις 9 Ιανουαρίου 2001, η Mueller Industries Inc., άλλη παραγωγός συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό, ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη συμπράξεως στη βιομηχανία συνδέσμων σωληνώσεων καθώς και σε άλλους συναφείς κλάδους στην αγορά χαλκοσωλήνων και εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστεί με την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996) (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Στις 22 και 23 Μαρτίου 2001, στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με τους χαλκοσωλήνες και τους συνδέσμους σωληνώσεων από χαλκό, η Επιτροπή πραγματοποίησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αιφνιδιαστικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις διαφόρων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η IMI, τότε μητρική εταιρία της Raccords Orléanais και της R. Woeste & Co. Yorkshire (αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Κατόπιν των πρώτων αυτών ελέγχων, η Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2001, χώρισε την έρευνά της ως προς τους χαλκοσωλήνες σε τρεις αυτοτελείς διαδικασίες, ήτοι τη σχετική με την υπόθεση COMP/E-1/38.069 (Χαλκοσωλήνες υδραυλικών εγκαταστάσεων), τη σχετική με την υπόθεση COMP/F-1/38.121 (Σύνδεσμοι σωληνώσεων) και τη σχετική με την υπόθεση COMP/E-1/38.240 (Σωλήνες για βιομηχανική χρήση) (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Στις 24 και 25 Απριλίου 2001, η Επιτροπή πραγματοποίησε και άλλους αιφνιδιαστικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις της Delta plc, εταιρίας επικεφαλής διεθνούς ομίλου τεχνικών κατασκευών, στο τμήμα «Τεχνικές κατασκευές» του οποίου υπάγονταν διάφοροι κατασκευαστές συνδέσμων σωληνώσεων. Οι έλεγχοι αυτοί αφορούσαν αποκλειστικώς τους συνδέσμους σωληνώσεων (αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Από τον Φεβρουάριο/Μάρτιο του 2002 και μετέπειτα η Επιτροπή απηύθυνε στα ενδιαφερόμενα μέρη πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και, εν συνεχεία, του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Τον Σεπτέμβριο του 2003, η IMI plc υπέβαλε αίτηση προκειμένου να τύχει της εφαρμογής της ανακοινώσεως του 1996 περί συνεργασίας. Την υποβολή της αιτήσεως αυτής ακολούθησαν αιτήσεις του ομίλου Delta (Μάρτιος 2004) και της FRA.BO SpA (Ιούλιος 2004). Η τελευταία αίτηση περί επιδείξεως επιείκειας υποβλήθηκε τον Μάιο του 2005 από την Advanced Fluid Connections plc (στο εξής: AFC). Ειδικότερα η FRA.BO παρέσχε πληροφορίες εφιστώντας την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι η παράβαση είχε συνεχιστεί κατά την περίοδο 2001-2004, ήτοι μετά τους ελέγχους της Επιτροπής (αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/F-1/38.121 (Σύνδεσμοι σωληνώσεων), κίνησε διαδικασία λόγω παραβάσεως και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία κοινοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, στις προσφεύγουσες (αιτιολογικές σκέψεις 123 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

13      Με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν μετάσχει στην παράβαση κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

–        η Aalberts από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004·

–        η Aquatis και η Simplex από τις 31 Ιανουαρίου 1991 έως τις 22 Μαρτίου 2001 ως μέλη του ομίλου IMI, και από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004 ως μέλη του ομίλου Aalberts.

14      Για την παράβαση αυτή, η Επιτροπή, με το άρθρο 2, στοιχεία α΄ και β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, επέβαλε στις προσφεύγουσες τα ακόλουθα πρόστιμα:

«α)      [Aalberts]: 100,80 εκατομμύρια ευρώ

εκ των οποίων εις ολόκληρον με:

[Aquatis]: 55,15 εκατομμύρια ευρώ και

[Simplex]: 55,15 εκατομμύρια ευρώ

β)      1. [IMI], εις ολόκληρον με την IMI Kynoch Ltd: 48,30 εκατομμύρια ευρώ

εκ των οποίων εις ολόκληρον με:

[…]

[Aquatis]: 48,30 εκατομμύρια ευρώ και

[Simplex]: 48,30 εκατομμύρια ευρώ

2. [Aquatis] και [Simplex] ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για το ακόλουθο ποσό: 2,04 εκατομμύρια ευρώ.»

15      Κατά το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι μνημονευόμενες στο άρθρο 1 επιχειρήσεις καλούνταν να θέσουν πάραυτα τέρμα στην παράβαση, αν δεν το είχαν πράξει ήδη, και να απόσχουν στο μέλλον από οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά από τις περιλαμβανόμενες στο άρθρο 1 καθώς και από οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά έχουσα παρεμφερές αντικείμενο.

16      Προκειμένου να καθορίσει το επιβληθέν σε κάθε επιχείρηση πρόστιμο, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εφάρμοσε τη μέθοδο που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998).

17      Όσον αφορά, καταρχάς, τον προσδιορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου που καθορίζεται σε συνάρτηση με τη βαρύτητα της παραβάσεως, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση πολύ σοβαρή, λόγω της φύσεώς της και της γεωγραφικής της εκτάσεως (αιτιολογική σκέψη 755 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Εκτιμώντας, εν συνεχεία, ότι μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων υφίστατο σημαντική ανισότητα, η Επιτροπή τις αντιμετώπισε διαφορετικά, ανάλογα με τη σημασία εκάστης εξ αυτών στην επίμαχη αγορά, την οποία προσδιόρισε με κριτήριο τα μερίδια αγοράς. Σε αυτήν τη βάση, κατέταξε τις οικείες επιχειρήσεις σε έξι κατηγορίες, στηριζόμενη στα αντίστοιχα ποσοστά του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε, με το προϊόν περί του οποίου πρόκειται στην παρούσα δίκη, καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές στο επίπεδο του ΕΟΧ το 2000, πλην της Aalberts και της AFC, για τις οποίες έλαβε υπόψη το έτος 2003 (αιτιολογική σκέψη 758 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Η Aalberts κατατάχθηκε στην πρώτη κατηγορία, για την οποία το αρχικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε σε 60 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η IMI κατατάχθηκε στη δεύτερη κατηγορία, για την οποία το αρχικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε σε 46 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 765 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Εν συνεχεία, η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του επιβληθέντος σε καθεμιά από τις οικείες επιχειρήσεις προστίμου κατά 10 % ανά έτος συμμετοχής στη σύμπραξη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά 5 % για κάθε χρονικό διάστημα μεταξύ έξι μηνών και ενός έτους. Όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τις 31 Δεκεμβρίου 1988 έως τις 31 Ιανουαρίου 1991, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο, λόγω της γεωγραφικής εκτάσεως της συμπράξεως κατά το διάστημα αυτό, να προσαυξήσει το πρόστιμο κατά 5 % ανά έτος (αιτιολογική σκέψη 775 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Τέλος, η συνέχιση της συμμετοχής στην παράβαση μετά τους ελέγχους της Επιτροπής, ήτοι κατά το διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004, θεωρήθηκε ως επιβαρυντική περίσταση δικαιολογούσα προσαύξηση κατά 60 % του βασικού ποσού του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου (αιτιολογικές σκέψεις 779 και 782 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 14 Δεκεμβρίου 2006, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

23      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει ορισμένα έγγραφα, πράγμα που έπραξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που τους τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Φεβρουαρίου 2010.

25      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, το άρθρο 2, στοιχεία α΄ και β΄, σημείο 2, και το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που οι διατάξεις αυτές τις αφορούν,

–        επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως που αντλούνται αντιστοίχως από:

–        μη σύννομο καταλογισμό στην Aalberts, ως μητρικής εταιρίας, της ευθύνης για την παράβαση·

–        έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ·

–        μη συμμετοχή στην ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντήριων γραμμών του 1998·

–        παράβαση του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18).

28      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι οι επαφές της Aquatis και της Simplex με τους ανταγωνιστές τους, στις οποίες η Επιτροπή στηρίχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

30      Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η διαπίστωση, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της συμμετοχής τους στην παράβαση κατά το διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004 στηρίχθηκε αποκλειστικά στη συμμετοχή τους σε πέντε συσκέψεις της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της Fédération française des négociants en appareils sanitaires, chauffage, climatisation et canalisations (FNAS), που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2003 και της 20ής Ιανουαρίου 2004, και σε μια τηλεφωνική συνδιάσκεψη της 16ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία πραγματοποιήθηκε επίσης στο πλαίσιο της FNAS.

31      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι οι συσκέψεις της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της FNAS οργανώθηκαν κατόπιν αιτήματος των Γάλλων χονδρεμπόρων οι οποίοι είχαν εκφράσει την επιθυμία να μπορούν να προτείνουν στην πελατεία τους μικρότερο αριθμό ειδών κρουνοποιίας ανά συσκευασία, γεγονός που θα συνεπαγόταν πρόσθετες δαπάνες και, συνακόλουθα, αύξηση της τιμής των προϊόντων. Πέραν των τεχνικών ζητημάτων που αφορούσαν την υλοποίηση της νέας συσκευασίας και των συναφών οργανωτικών ζητημάτων, κατά τις ως άνω συσκέψεις εξετάστηκαν επίσης τα οικονομικά θέματα που συνδέονταν με τη νέα συσκευασία των ειδών κρουνοποιίας. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, οι συσκέψεις αυτές δεν είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό. Κατά τις προσφεύγουσες, οι παρατηρήσεις της AFC, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιδείξεως επιείκειας, διέπονται από το ίδιο πνεύμα.

32      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες όχι μόνον υπογραμμίζουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή προς στήριξη της διαπιστώσεώς της περί της υπάρξεως αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας συνίστανται σε πρακτικά συσκέψεων τα οποία συνέταξε εκπρόσωπος της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της FNAS και τα οποία δεν έχουν υπογραφεί από τους εκπροσώπους των εταιριών που μετέσχον στις συσκέψεις αυτές, αλλά επιπλέον αμφισβητούν την ερμηνεία των στοιχείων αυτών από την Επιτροπή.

33      Κατά τις προσφεύγουσες, από τα εν λόγω πρακτικά προκύπτει ότι οι ανταλλαγές απόψεων στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της FNAS δεν κατέληξαν σε σύναψη συμφωνίας και δεν οδήγησαν σε καμία ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών.

34      Όσον αφορά τη Simplex, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προβαλλόμενη συμμετοχή στην παράβαση κατά το διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004 στηρίχθηκε αποκλειστικά σε δύο περιστάσεις, ήτοι σε μια τηλεφωνική συζήτηση με τη FRA.BO στις 25 Φεβρουαρίου 2004 και σε μια ανταλλαγή απόψεων στη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen (Γερμανία) στις 18 Μαρτίου 2004.

35      Πρώτον, όσον αφορά την τηλεφωνική συζήτηση με την P. (FRA.BO) και τον W. (Simplex), οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι το μοναδικό έγγραφο που ανάγεται στην περίοδο αυτή και το οποίο η Επιτροπή επικαλέστηκε εις βάρος της Simplex συνίσταται σε σημειώσεις, με ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 2004, τις οποίες κράτησε στο σημειωματάριό της η P. Οι σημειώσεις αυτές ήταν αμφίσημες και δεν επέτρεπαν να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα. Η αμφισημία των εν λόγω σημειώσεων καθώς και των εξηγήσεων της FRA.BO οδήγησαν την Επιτροπή στο να διαπιστώσει, με την αιτιολογική σκέψη 511 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αύξηση τιμών είχε επιβεβαιωθεί από τον ανεξάρτητο εισαγωγέα (D.) της Simplex. Μια τέτοια ερμηνεία σημαίνει ότι ο W. ενημέρωσε την P., στις 25 Φεβρουαρίου 2004, ότι ο D. είχε αποφασίσει να αυξήσει τις τιμές του κατά 5 % από 1ης Μαρτίου 2004. Εφόσον συνέβη κάτι τέτοιο, οι σχετικές με την εμπορική πολιτική του D. πληροφορίες και όχι με αυτή των προσφευγουσών είχαν ήδη διοχετευθεί στην αγορά. Η εναλλακτική εξήγηση που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, ήτοι ότι η φράση «επιβεβαιωθείσα από τον [D.]» αφορούσε πιθανότατα μια δήλωση του W. κατά την οποία η αύξηση τιμών είχε εφαρμογή στις πωλήσεις που η Simplex πραγματοποιούσε διά του ενδιαμέσου της D., αποδεικνύει ομοίως ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε ανάλυση των πραγματικών περιστατικών και των προβληθέντων ισχυρισμών.

36      Δεύτερον, όσον αφορά τη συζήτηση στη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen της 18ης Μαρτίου 2004, μεταξύ της Ha. (IBP Ltd) και των H. και Be., αντιστοίχως, συμβούλου και υπαλλήλου της Simplex, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο είναι όσα σχετικώς συγκράτησε στη μνήμη του ο Ha. Κατ’ αυτόν, σύντομες συζητήσεις είχαν πραγματοποιηθεί με τους H. και Be. καθώς και με τον K. (Comap), οι οποίοι του υπέβαλαν ερωτήσεις σχετικά με τις προθέσεις της IBP όσον αφορά αύξηση των τιμών, στις οποίες απάντησε ότι η IBP προτίθετο να προβεί σε αυξήσεις τιμών στο τέλος του μήνα. Δήλωσε, επίσης, ότι είχε ήδη ενημερώσει συναφώς την πελατεία του, με συνέπεια ότι η πληροφορία να μην είναι πλέον εμπιστευτική.

37      Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, πρώτον, η δήλωση του Ha. δεν επιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και, δεύτερον, ότι η κεντρική ιδέα της εν λόγω δηλώσεως αμφισβητήθηκε από τους H. και Be. Οι δηλώσεις των τελευταίων επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι, πριν τις 18 Μαρτίου 2004, η Simplex είχε ήδη αποφασίσει και θέσει σε εφαρμογή αύξηση τιμών ενημερώνοντας συναφώς την πελατεία της. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, ουδείς λόγος συνέτρεχε ο H. ή ο Be. να ζητήσουν να ενημερωθούν για τις προθέσεις του Ha.

38      Επιπλέον, η μονομερής δήλωση του Ha. όσον αφορά σχέδιο αυξήσεως των τιμών δεν περιείχε στοιχεία από τα οποία να συνάγεται η ύπαρξη συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επιπλέον, η παρασχεθείσα από τον Ha. πληροφορία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ευαίσθητη από εμπορικής απόψεως, δεδομένου ότι αυτή ήταν ήδη γνωστή στην αγορά.

39      Τέλος, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά άλλα χρονικά διαστήματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν σε φερόμενες επαφές μεταξύ της P. και των υπαλλήλων της Comap, της Simplex και της Aquatis. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για «τρεις ανώδυνες συζητήσεις» μη συνεπαγόμενες παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

40      Η Επιτροπή απαντά ότι, όσον αφορά τις αποδείξεις περί συμπράξεως στο πλαίσιο των συσκέψεων της FNAS στις οποίες μετέσχε η Aquatis, αυτή στήριξε τις διαπιστώσεις της στα πρακτικά των εν λόγω συσκέψεων. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία των εν λόγω πρακτικών.

41      Όσον αφορά τη Simplex, η Επιτροπή φρονεί ότι οι περιεχόμενες στο σημειωματάριο της P. σημειώσεις είναι σαφείς και δεν αφήνουν καμία αμφιβολία σχετικά με το περιεχόμενο της συζητήσεως μεταξύ αυτής και του W., ήτοι σχετικά με την αύξηση των τιμών κατά 5 % στην Ελλάδα.

42      Όσον αφορά τις ανταλλαγές απόψεων κατά τη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen, στις 18 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή υπογραμμίζει, επίσης, ότι η επαφή μεταξύ του Ha. και των εκπροσώπων της Simplex δεν ήταν «μονομερής», δεδομένου ότι ο Ha. διευκρίνισε ότι η IBP είχε προβλέψει αύξηση των τιμών στο τέλος του μήνα απαντώντας σε ερώτηση των εκπροσώπων της Simplex. Επιπλέον, από εμπορικής απόψεως, επρόκειτο για ευαίσθητη και αρκετά συγκεκριμένη πληροφορία όσον αφορά την ημερομηνία εφαρμογής της αυξήσεως. Ακόμη και αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Simplex είχε ήδη αποφασίσει να προβεί σε αύξηση τιμών σε ό,τι την αφορούσε, η απόπειρα να περιορίσει την ανασφάλεια όσον αφορά την επιτυχία της δικής της συμπεριφοράς στην αγορά ήταν, πάντως, αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, διότι ήταν αντίθετη προς την απαίτηση περί αυτόνομης συμπεριφοράς στην αγορά.

43      Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το μοναδικό συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τις συσκέψεις της FNAS, την εμπορική έκθεση του Essen και την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την ελληνική αγορά είναι ότι οι προσφεύγουσες ξανάρχισαν να μετέχουν στην ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση που είχε αρχίσει το 1988.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

44      Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να εξασφαλίσει ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διεπράχθη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, CRAM και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 20). Τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 215).

45      Επίσης, κατά πάγια νομολογία, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Εξάλλου, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως τα πρακτικά συσκέψεων, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 51).

47      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι δηλώσεις που γίνονται στο πλαίσιο της πολιτικής περί επιείκειας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Οι δηλώσεις αυτές οι οποίες γίνονται στο όνομα επιχειρήσεων έχουν σημαντική αποδεικτική αξία, εφόσον ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 205 και 211, και Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 103). Εντούτοις, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη περί της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 219 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η ύπαρξη των προσαπτόμενων από την Επιτροπή παραβάσεων, ήτοι η συμμετοχή στις συσκέψεις της FNAS, οι επαφές μεταξύ ενός υπαλλήλου μιας των προσφευγουσών και ενός εκπροσώπου της FRA.BO, καθώς και οι επαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκθέσεως του Essen. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα των οικείων συμπεριφορών, που αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ.

49      Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν οι διαπιστωθείσες κατόπιν των ελέγχων της Επιτροπής τον Μάρτιο του 2001 συμπεριφορές πρέπει να χαρακτηρισθούν ως επαφές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

50      Όσον αφορά τη Simplex, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δέχθηκε δύο περιστατικά εις βάρος της, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα περί συμμετοχής της στην προσαπτόμενη με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως παράβαση κατά το διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004 (στο εξής: επίδικο διάστημα), ήτοι μια τηλεφωνική επαφή μεταξύ της P. (FRA.BO) και του W. (Simplex) στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2004 και μια συνάντηση κατά τη διάρκεια της εκθέσεως του Essen, στις 18 Μαρτίου 2004.

51      Κατά την αιτιολογική σκέψη 511 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο W. ενημέρωσε, τον Απρίλιο του 2004, τη FRA.BO σχετικά με ενδεχόμενη αύξηση των τιμών κατά 5 % στην ελληνική αγορά. Ο W. ζήτησε από τη FRA.BO συνάντηση προκειμένου να συμφωνήσουν στην αύξηση αυτή. Πριν τη συνάντηση αυτή, στη διάρκεια τηλεφωνικής συζητήσεως στις 25 Φεβρουαρίου 2004, ο W. ενημέρωσε την P. ότι από 1ης Μαρτίου 2004 θα ετίθετο σε ισχύ αύξηση τιμών κατά 5 %. Η αύξηση αυτή επιβεβαιώθηκε από τον D., τον Έλληνα εισαγωγέα της Simplex.

52      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Simplex μετέσχε στη σύμπραξη καθ’ όλο το επίδικο διάστημα δεν τεκμηριώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά το έτος 2003. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στηρίχθηκε μόνο στα προαναφερθέντα γεγονότα, τα οποία όλα έλαβαν χώρα το 2004.

53      Ασφαλώς, από την αίτηση περί επιδείξεως επιείκειας της FRA.BO, όπως αυτή συνοψίστηκε στην αιτιολογική σκέψη 506 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η FRA.BO, μετά τους ελέγχους της Επιτροπής, δήλωσε ότι οι ανταλλαγές ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστών πραγματοποιήθηκαν κυρίως μέσω διμερών επαφών. Ειδικότερα, η FRA.BO επισήμανε ότι «οι επαφές αυτές είχαν πραγματοποιηθεί με τη συμμετοχή περισσοτέρων προσώπων και, ιδίως, του [W.] (IMI/Aalberts) και του [L.] της Comap».

54      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η FRA.BO δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η Simplex είχε τακτικές τηλεφωνικές συζητήσεις με τους εκπροσώπους της. Πάντως, στις καταγραφές των τηλεφωνικών κλήσεων των P. και B. (FRA.BO), αναφορικά με τα έτη 2002 έως 2004, οι οποίες επισυνάπτονται στην απάντηση της FRA.BO στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν περιλαμβάνεται το όνομα του W.

55      Εν συνεχεία, διαπιστώνεται ότι ορισμένες μόνον από τις περιεχόμενες στο σημειωματάριο του έτους 2004 της P. (FRA.BO) χειρόγραφες σημειώσεις αφορούν τη Simplex, ήτοι αυτές που αναφέρονται στην τηλεφωνική επαφή με τον W. στις 25 Φεβρουαρίου 2004. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε επαφή που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Απριλίου, πιθανόν στις 29 Απριλίου 2004, μεταξύ του W. και της P. Πέραν του ότι η φερόμενη αυτή επαφή πραγματοποιήθηκε μετά την ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που η Επιτροπή δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται επίσης ότι στις εν λόγω χειρόγραφες σημειώσεις δεν αναφέρεται ότι πρόκειται για επαφή με τον W. Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πρόκειται για επαφή με τον W., στις χειρόγραφες αυτές σημειώσεις δεν αναφέρεται ότι ο τελευταίος ανακοίνωσε αύξηση τιμών στην ελληνική αγορά.

56      Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η FRA.BO, στο πλαίσιο της αιτήσεως περί επιδείξεως επιείκειας, συνδύασε διάφορες άσχετες μεταξύ τους χειρόγραφες σημειώσεις. Συναφώς, από τις αρχικές παρατηρήσεις της FRA.BO, της 14ης Ιουλίου 2004, προκύπτει ότι αυτή είχε δηλώσει ότι κάποιος διευθυντής της IMI, ο W., την είχε ενημερώσει στα τέλη Απριλίου του 2004 σχετικά με ενδεχόμενη αύξηση των τιμών στην ελληνική αγορά και ότι της είχε ζητήσει να συζητήσουν σχετικά με το ζήτημα αυτό αρκετές ημέρες μετά, προκειμένου να συμφωνήσουν συναφώς (mettersi d’accordo). Η αναφορά στη σύναψη συμφωνίας περιέχονταν σε μια τρίτη σειρά χειρόγραφων σημειώσεων που περιλαμβάνονταν στο σημειωματάριο της P., ήτοι τις σχετικές με τηλεφωνική συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 29 Απριλίου 2004 αποκλειστικώς με τον B., αφενός, και τον Hu., αφετέρου, η δε σύναψη της συμφωνίας έπρεπε να τοποθετηθεί στο πλαίσιο σχέσεως προμηθευτή-πελάτη (Aquatis/Raccord Orléanais– FRA.BO).

57      Με το υπόμνημα της 25ης Ιανουαρίου 2005, η FRA.BO μετέβαλε την άποψή της και δήλωσε ότι μεταξύ του W. και της P. είχε πραγματοποιηθεί τηλεφωνική συζήτηση στις 25 Φεβρουαρίου 2004, κατά την οποία συζητήθηκε αύξηση τιμών στην ελληνική αγορά. Ο W. είχε επίσης αναφέρει ότι η αύξηση των τιμών κατά 5 % είχε επιβεβαιωθεί ήδη από την 1η Μαρτίου 2004 όσον αφορά τον D.

58      Εντούτοις, από το σημείο 508 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι τρεις διαφορετικές σειρές χειρόγραφων σημειώσεων που αναφέρονται στις σκέψεις 55 και 56 ανωτέρω συνδυάστηκαν καίτοι άσχετες μεταξύ τους. Επίσης, παρά τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες ως προς την ως άνω συσχέτιση στο πλαίσιο της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή δεν διόρθωσε το σφάλμα αυτό στην αιτιολογική σκέψη 511 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρά μόνον προέβη σε κάποιες ελάσσονες τροποποιήσεις (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω).

59      Επομένως, διαπιστώνεται ότι το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την επαφή μεταξύ της Simplex και της FRA.BO κατά το επίδικο διάστημα συνίσταται στη σειρά των χειρόγραφων σημειώσεων της 25ης Φεβρουαρίου 2004 που περιέχονται στο σημειωματάριο της P. (FRA.BO), στις οποίες αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 511 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που περιέχει την ένδειξη «Μίλησε στον [W.] x αύξηση στην Ελλάδα επιβεβαιωθείσα x [D.] + 5 από 1ης Μαρτίου 2004» (Parlato con [W.] x aumento in Grecia confermato x [D.] + 5 dal 1/03/04).

60      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι στις χειρόγραφες σημειώσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2004 αναφέρεται ότι την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις τιμές. Εντούτοις, οι χειρόγραφες αυτές σημειώσεις δεν είναι σαφείς όσον αφορά την ταυτότητα του προσώπου που αποφάσισε την αύξηση των τιμών. Δεν αποκλείεται ο ανεξάρτητος εισαγωγέας της Simplex (ο D.) να ήταν αυτός ο οποίος αποφάσισε να αυξήσει τις τιμές του κατά 5 % από 1ης Μαρτίου 2004.

61      Δεδομένου ότι η επαφή με τον W. αποτέλεσε το αντικείμενο μιας μόνο σειράς χειρόγραφων σημειώσεων στο σημειωματάριο της P., περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 59 ανωτέρω, η εν λόγω σειρά χειρόγραφων σημειώσεων δεν αρκεί, αυτή καθεαυτή, προς απόδειξη τη συμμετοχής της Simplex στην προσαπτόμενη εν προκειμένω παράβαση. Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται η επαφή αυτή να θεωρηθεί ως μεμονωμένο γεγονός. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, μόνη αυτή η σειρά χειρόγραφων σημειώσεων δεν αποτελούσε, ομοίως, επαρκές στοιχείο προς απόδειξη της εμπλοκής της Simplex στη σύμπραξη το 2003.

62      Όσον αφορά τη δεύτερη περίσταση που έγινε δεκτή εις βάρος της Simplex, ήτοι τη συνάντηση του Ha. (IBP) με δύο εκπροσώπους της Simplex κατά τη διάρκεια της εμπορικής εκθέσεως του Essen στις 18 Μαρτίου 2004, στην οποία αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 520 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τη δήλωση του Ha., της 28ης Νοεμβρίου 2005, που περιλαμβάνεται ως συνημμένο στην απάντηση της AFC στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και η οποία διορθώθηκε, εν συνεχεία, όσον αφορά την ημερομηνία της εν λόγω εκδηλώσεως (δεδομένου ότι η έκθεση πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2004 και όχι το 2002 όπως είχε αναφερθεί στην αίτηση επιδείξεως επιείκειας), προκύπτει ότι αυτός απάντησε σε μια ερώτηση σχετική με τις τιμές της IBP. Ο Ha. δήλωσε ότι θυμόταν ότι είχε μια σύντομη συζήτηση με τους H. και Be. (Simplex) και μια συζήτηση με τον K. Συναφώς, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:

«Ερωτηθείς όσον αφορά τις προθέσεις της IBP Γερμανίας στον τομέα των τιμών, τους απάντησα ότι προτιθέμεθα να τις αυξήσουμε στο τέλος του μήνα. Η αύξηση οφειλόταν στην αύξηση του κόστους των πρώτων υλών. Δεν συζητήθηκε το ποσό της αυξήσεως ούτε το χρονικό σημείο ενάρξεως ισχύος της, απλώς ότι θα προβαίναμε στην αύξηση αυτή. Μέχρι τότε, νομίζω ότι είχα ήδη ενημερώσει τους πελάτες ότι θα επακολουθούσε αύξηση, οπότε η οικεία πληροφορία δεν ήταν πλέον εμπιστευτική. Ενδεχομένως, να είχαν κυκλοφορήσει φήμες και πιθανόν το γεγονός αυτό να τους ώθησε να με ρωτήσουν σχετικά με την αύξηση των τιμών. Δεν θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν το ως άνω γεγονός ζητώντας απλώς από τους πελάτες αντίγραφο του καταλόγου των επίσημων τιμών της IBP Γερμανίας, δεδομένου ότι ο κατάλογος αυτός δημοσιοποιήθηκε μόλις στις 30 Μαρτίου 2004 […]».

63      Εντούτοις, παρατηρείται ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ύπαρξη αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών. Προς τούτο, κατά τη διοικητική διαδικασία προσκόμισαν δύο δηλώσεις οι οποίες αντικρούουν τη δήλωση του Ha.

64      Οι προσφεύγουσες προσκόμισαν τη δήλωση του H., ο οποίος ανέφερε τα ακόλουθα:

«Θυμάμαι ότι συνάντησα τον [Ha.] στο εκθεσιακό περίπτερο της Woeste και ότι συνομίλησα μαζί του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν του ζήτησα πληροφορίες σχετικά με ενδεχόμενη αύξηση τιμών της IBP Γερμανίας. Απ’ όσο θυμάμαι ούτε και ο [Ha.] έθιξε το ζήτημα αυτό.»

65      Επίσης, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν τη δήλωση του Be., ο οποίος διευκρίνισε ότι, μολονότι δεν θυμόταν πλέον με βεβαιότητα να έχει συναντήσει τον Ha. στην εν λόγω έκθεση, εντούτοις δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο αυτό, ακόμη και αν δεν θυμόταν καθόλου να έχει συζητήσει ειδικά για τις τιμές.

66      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δήλωση που γίνεται στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιδείξεως επιείκειας δεν αρκεί αυτή καθεαυτή ως αποδεικτικό στοιχείο σε περίπτωση που η ακρίβειά της αμφισβητήθηκε (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω).

67      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δήλωση του Ha. δεν είναι περισσότερο αξιόπιστη από εκείνες των H. και Be., των δύο εκπροσώπων μιας εκ των προσφεγουσών. Το γεγονός ότι τόσο η IBP όσο και οι πρώην θυγατρικές της IMI επέδειξαν στο παρελθόν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν οι ανταλλαγές πληροφοριών όσον αφορά τις τιμές, δεν αρκεί, προκειμένου περί περιστατικών που έλαβαν χώρα κατά την ως άνω εμπορική έκθεση, για να προσδώσει μεγαλύτερη αξία στη δήλωση του Ha. απ’ ό,τι στη δήλωση την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες. Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, ελλείψει άλλων ενδείξεων, η προβαλλόμενη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφή μεταξύ ενός εκπροσώπου της IBP και των εκπροσώπων των προσφευγουσών δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο.

68      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συμμετοχή της Simplex σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο.

69      Επομένως, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε με αυτό ότι η Simplex, κατά την επίδικη περίοδο, είχε μετάσχει σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση.

70      Όσον αφορά την προβαλλόμενη συμμετοχή της Aquatis στην παράβαση, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της αναλύσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από μη συμμετοχή στην ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

71      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως η οποία συνεχίστηκε μετά τους ελέγχους του Μαρτίου του 2001, ότι δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη αντικειμενικού συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς της Aquatis και ενός «συνολικού περιοριστικού συστήματος» καθώς επίσης ότι δεν απέδειξε ότι η Aquatis γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη ενός τέτοιου συστήματος.

72      Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, τον Μάρτιο του 2001, οι έλεγχοι της Επιτροπής έθεσαν τέρμα στις λεγόμενες συσκέψεις «Super EFMA», οι οποίες διοργανώνονταν πριν ή μετά τις συσκέψεις της European Fittings Manufacturers Association (EFMA, Ευρωπαϊκή ένωση κατασκευαστών συνδέσμων σωληνώσεων), και στη «μεγάλης διάρκειας σύμπραξη». Εντούτοις, η Επιτροπή εξακολούθησε να πιστεύει ότι η Raccord Orléanais (εν συνεχεία Aquatis) είχε παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ κατά το διάστημα μεταξύ Ιουνίου του 2003 και 1ης Απριλίου 2004. Κατά την Επιτροπή, οι επαφές τις οποίες ανέφερε η FRA.BO αποδεικνύουν ότι η ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση δεν είχε παύσει.

73      Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η έννοια της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα κατά τον οποίο η Επιτροπή υποχρεούται να αποδείξει τις ακριβείς περιστάσεις συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε παράβαση. Το στοιχείο αυτό, όπως και κάθε άλλη εξαίρεση από θεμελιώδη κανόνα, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Εν προκειμένω, η προσέγγιση την οποία δέχθηκε η Επιτροπή αντιβαίνει προς το τεκμήριο αθωότητας, διότι καταλήγει σε κατάσταση στην οποία οποιαδήποτε σειρά επαφών προφανώς αυτόνομων μεταξύ των ανταγωνιστών καταλήγει σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση.

74      Οι προσφεύγουσες επικαλούνται, επίσης, τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-95/94, Buchmann κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-813, σκέψη 121), και της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 773). Κατά τις προσφεύγουσες, από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι θα έπρεπε καταρχάς να προσδιοριστεί σε τι συνίσταται το «κοινό σύστημα» και σε ποιο βαθμό αυτό εξακολουθούσε πράγματι να υφίσταται μετά τους ελέγχους του 2001. Εν συνεχεία, θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι η συμπεριφορά των προσφευγουσών συνδεόταν με αυτό το «κοινό σύστημα» και, τέλος, η Επιτροπή θα έπρεπε να αποδείξει ότι η Aquatis γνώριζε ή ήταν προφανώς σε θέση να γνωρίζει ότι με τη συμπεριφορά της μετείχε σε μια ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση η οποία είχε αρχίσει πριν τους ελέγχους της Επιτροπής.

75      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η δομή και η υλοποίηση της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως και τα μεταγενέστερα του 2001 γεγονότα είναι εντελώς διαφορετικά.

76      Η «σύμπραξη “Super EFMA”», όπως αυτή λειτούργησε πριν τους ελέγχους του Μαρτίου του 2001, χαρακτηριζόταν από οργάνωση σε τρία επίπεδα (ήτοι σε πανευρωπαϊκό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και κατά τρόπο διμερή) και αφορούσε ανταλλαγές απόψεων και συμφωνίες σχετικά με τη δομή των τιμών και τους καταλόγους τιμών για ορισμένες αγορές. Συνολικά 27 κατασκευαστές ειδών κρουνοποιίας από χαλκό, εγκατεστημένοι σε δεκατρία κράτη μέλη, είχαν εμπλακεί, εκ των οποίων τρεις (IBP, IMI και Comap) ήταν υπεύθυνοι για την οργάνωση και τη διοίκηση των λεγόμενων συσκέψεων «Super EFMA». Επιπλέον, οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνταν όχι μόνον πριν τις συσκέψεις της EFMA, αλλά και κάθε φορά που η εξέλιξη της αγοράς το απαιτούσε.

77      Αντιθέτως, η προβαλλόμενη συνέχιση της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου του 2001 και Απριλίου του 2004 χαρακτηρίζεται, κατά την Επιτροπή, από τηλεφωνικές επαφές μεταξύ της AFC και της FRA.BO και μεταξύ της Comap και της FRA.BO, από τρεις τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ των «εταιριών που συνδέονταν με την Aalberts και τη FRA.BO», από τρεις διμερείς επαφές μεταξύ της Comap και της FRA.BO, από δύο διμερείς επαφές μεταξύ της IBP και της Simplex και μεταξύ της IBP και της Comap στη διάρκεια εμπορικής εκθέσεως τον Μάρτιο του 2004, καθώς και από συσκέψεις της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της FNAS, με αντικείμενο τη συσκευασία των προϊόντων, στις οποίες είχαν προσκληθεί οι κατασκευαστές ειδών κρουνοποιίας στη Γαλλία.

78      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι οι προαναφερθείσες επαφές και η σειρά των συσκέψεων των χονδρεμπόρων στη Γαλλία αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και ότι αυτή η «προβαλλόμενη παράβαση» ταυτίζεται με την παράβαση που έλαβε χώρα πριν τους ελέγχους της Επιτροπής. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η IMI, είχαν παύσει, όπως απέδειξε η Επιτροπή, να μετέχουν στην «προβαλλόμενη παράβαση» μετά τους ελέγχους της Επιτροπής. Κατά τα λοιπά, ο τομέας αναδιαρθρώθηκε πλήρως το 2003. Επίσης, η πλειονότητα των βασικών προσώπων που είχαν λάβει μέρος στην οργάνωση και στην υλοποίηση των συσκέψεων «υψηλού επιπέδου», όπως αυτές που είχαν πραγματοποιηθεί κατά το διάστημα πριν τους ελέγχους της Επιτροπής, δεν μετέσχον στην οργάνωση και στην εκδήλωση των προβαλλόμενων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών κατά το διάστημα που ακολούθησε τους ελέγχους αυτούς. Επιπλέον, μια σύμπραξη στον τομέα των ειδών κρουνοποιίας θα είχε νόημα μόνο σε περίπτωση που θα αφορούσε όλα τα κράτη μέλη, πράγμα που δεν συνέβη μετά το 2001, όποια ερμηνεία και αν δοθεί στα στοιχεία που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 566 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

79      Δεύτερον, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή κατόρθωσε να αποδείξει ότι το γενικό σύστημα της συμπράξεως είχε διατηρηθεί μετά τον Μάρτιο του 2001, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συμπεριφορά της Aquatis συνδεόταν με αυτό το σύστημα.

80      Τρίτον, η Επιτροπή δεν απέδειξε επίσης ότι η Aquatis γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, πραγματοποιώντας επαφές με ανταγωνιστές στο πλαίσιο των συσκέψεων της FNAS, προσχωρούσε στη «σύμπραξη “Super EFMA”». Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή περιορίστηκε να δηλώσει ότι οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν για τους ελέγχους, πράγμα το οποίο αυτές δεν αρνούνται. Εντούτοις, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι η Aalberts, όταν απέκτησε, τον Αύγουστο του 2002, το σύνολο των δραστηριοτήτων κατασκευής και διανομής των συνδέσμων σωληνώσεων της IMI, βεβαιώθηκε ότι η IMI και οι θυγατρικές της, μεταξύ των οποίων η Raccord Orléanais, ανήκουσα, στο εξής, στην Aquatis, και η R. Woeste & Co. Yorkshire, ανήκουσα, στο εξής, στη Simplex, είχαν πράγματι σταματήσει να μετέχουν στην παράβαση.

81      Η Επιτροπή απαντά ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ανέλυσε διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για ενιαία παράβαση, αρχικώς μέχρι το 2001 (αιτιολογικές σκέψεις 559 έως 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και εν συνεχεία μετά το 2001 (αιτιολογικές σκέψεις 564 έως 591 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 564 έως 597 της προσβαλλομένης αποφάσεως εξετάζεται λεπτομερώς η συνέχιση της παραβάσεως. Η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν υφίσταται αμφιβολία ότι η συμπεριφορά των προσφευγουσών μετά το 2001 επεδίωκε τον ίδιο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό με αυτόν των λοιπών εταιριών που μετείχαν στη συνολική σύμπραξη.

82      Επιπλέον, η προϋπόθεση κατά την οποία οι προσφεύγουσες «γνώριζαν ή όφειλαν, κατ’ ανάγκη, να γνωρίζουν ότι η σύμπραξη στην οποία μετείχαν εντασσόταν σε συνολικό πλαίσιο» και η προϋπόθεση κατά την οποία αυτές «γνώριζαν τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές των λοιπών μετεχόντων, ή μπορούσαν εύλογα να τις προβλέψουν και ήταν έτοιμες να αποδεχτούν τον σχετικό κίνδυνο» πληρούνται. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στην Aalberts καταλογίστηκε ευθύνη για τις δραστηριότητες των δύο θυγατρικών της, ήτοι της Aquatis και της Simplex, οι οποίες από νομικής απόψεως είναι οι διάδοχοι της Raccord Orléanais και της R. Woeste & Co. Yorkshire, και ότι ορισμένοι από τους εμπλεκόμενους στις ως άνω δραστηριότητες είχαν μετάσχει στην ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση πριν τους ελέγχους.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

83      Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν η συμπεριφορά που συνιστά την προβαλλόμενη παράβαση μετά τους ελέγχους της Επιτροπής τον Μάρτιο του 2001 αποτελεί τη συνέχεια της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως που είχε προηγηθεί των ελέγχων αυτών.

84      Σε καταφατική περίπτωση, το ζήτημα που γεννάται αφορά το κατά πόσον η συμμετοχή της Aquatis στις συσκέψεις της FNAS εντασσόταν στο πλαίσιο της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως.

85      Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος που διατυπώνεται στις σκέψεις 68 και 69 ανωτέρω όσον αφορά τη Simplex, η εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι λυσιτελής μόνον όσον αφορά την Aquatis.

86      Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως αναφέρεται ακριβώς σε μια κατάσταση στην οποία πολλές επιχειρήσεις μετείχαν σε παράβαση που συνίστατο σε διαρκή συμπεριφορά με ένα και μόνο οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά και σε μεμονωμένες παραβάσεις που συνδέονται λόγω ταυτότητας αντικειμένου (ίδιος σκοπός του συνόλου των στοιχείων) και υποκειμένων (ταυτότητα των οικείων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνείδηση της συμμετοχής τους στον κοινό σκοπό) (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 257). Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (απόφαση BPB κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 252).

87      Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη συνολικά (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 258).

88      Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να καθορίζεται μέσω της γενικής αναφοράς στη στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της αφορώσας την παράβαση αγοράς, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού συνιστά, είτε ως αντικείμενο είτε ως αποτέλεσμα, ένα από τα αρρήκτως μεταξύ τους συνδεόμενα ουσιώδη στοιχεία κάθε συμπεριφοράς εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας του ενιαίου σκοπού θα οδηγούσε στον εν μέρει περιορισμό του περιεχομένου της έννοιας της ενιαίας και αδιάλειπτης παραβάσεως, καθ’ ο μέτρο θα είχε ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με κάποιον οικονομικό τομέα συμπεριφορές, απαγορευόμενες από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται συστηματικά ως συστατικά στοιχεία ενιαίας παραβάσεως. Έτσι, προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και αδιάλειπτη παράβαση, πρέπει να επαληθεύεται αν εμφανίζουν μεταξύ τους δεσμό συμπληρωματικότητας υπό την έννοια ότι κάθε μία από αυτές σκοπεί στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και συντείνουν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός σφαιρικού σχεδίου διώκοντος ενιαίο σκοπό. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι δυνάμενες να αποδείξουν ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον εν λόγω δεσμό περιστάσεις, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο (περιλαμβανομένων των χρησιμοποιηθεισών μεθόδων) και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων επιδίκων ενεργειών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψεις 179 έως 181).

89      Εξάλλου, προς απόδειξη της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνία, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νουν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 87).

90      Τέλος, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής. Το στοιχείο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 86).

91      Εν προκειμένω, όσον αφορά το προγενέστερο του Μαρτίου του 2001 διάστημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η σύμπραξη συνίστατο στην επί σειρά ετών τακτική οργάνωση διμερών και πολυμερών συναντήσεων μεταξύ ανταγωνιστών παραγωγών με αντικείμενο την καθιέρωση αθεμίτων πρακτικών, με σκοπό την τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς των συνδέσμων σωληνώσεων, ιδίως στο επίπεδο των τιμών.

92      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο της συνολικής αυτής συμπράξεως, πραγματοποιούνταν συσκέψεις και άλλες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές τόσο σε πανευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, κάθε δε χώρα είχε θεσπίσει δική της διαδικασία συντονισμού των τιμών και δικές της τοπικές ρυθμίσεις που συμπλήρωναν τις εκπονηθείσες σε ευρωπαϊκό επίπεδο ρυθμίσεις (αιτιολογικές σκέψεις 129, 140 και 559 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

93      Συγκεκριμένα, η λειτουργία της συμπράξεως στηριζόταν, πρώτον, σε συσκέψεις «υψηλού επιπέδου», με αντικείμενο τη στρατηγική και τις τιμές για διάφορες χώρες, δεύτερον, σε συσκέψεις με αντικείμενο αποκλειστικά ένα ή περισσότερα εθνικά εδάφη, συχνά για την εφαρμογή των αποφάσεων που είχαν ληφθεί σε ανώτερο επίπεδο και, τρίτον, σε διμερείς συζητήσεις (αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

94      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ρυθμίσεις θεσπίζονταν πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τις συσκέψεις της British Plumbing Fittings Manufacturers Association (BPFMA, Ένωση των κατασκευαστών συνδέσμων σωληνώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου), τις συσκέψεις της EFMA, ad hoc συναντήσεις και συναντήσεις άλλων ενώσεων, καθώς και συναντήσεις πραγματοποιούμενες κατά τη διάρκεια εμπορικών εκθέσεων (αιτιολογικές σκέψεις 140 έως 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

95      Οι συσκέψεις «υψηλού επιπέδου» οργανώνονταν γενικά επ’ ευκαιρία των συσκέψεων της EFMA την άνοιξη και το φθινόπωρο κάθε έτους. Οι συσκέψεις του φθινοπώρου αφορούσαν γενικά συζητήσεις για τον καθορισμό των τιμών, ενώ οι συσκέψεις της άνοιξης είχαν μάλλον ως αντικείμενο την παρακολούθηση της εξελίξεως της εφαρμογής των τιμών που είχαν συμφωνηθεί κατά το προηγούμενο έτος (αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

96      Οι συζητήσεις σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών κατέληγαν συνήθως, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, σε συμφωνία σχετικά με το επίπεδο της αυξήσεως και τον τρόπο εφαρμογής της και καθόριζαν την ημερομηνία εφαρμογής της αυξήσεως και την επιχείρηση η οποία θα ελάμβανε την πρωτοβουλία να προβεί στην αύξηση, που συχνά ήταν ο leader της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 149 και 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

97      Οι συσκέψεις αφορούσαν, επίσης, τους όρους της παροχής πιστώσεως και τις εκπτώσεις, τις κατηγορίες πελατών και τις διαφορές τιμών, την κατανομή των πελατών μεταξύ των προμηθευτών, την ανταλλαγή των πληροφοριών σχετικά με τις αυξήσεις ή τις μειώσεις όγκου και τιμών στο πλαίσιο της συμπράξεως, συζητήσεις σχετικά με τη διασταυρούμενη διανομή, τις καταγγελίες μέλους της συμπράξεως εναντίον άλλων μελών, καθώς και τον συντονισμό των ενεργειών κατά των κατασκευαστών ή των διανομέων μη μελών της συμπράξεως και κατά των προσυνεννοημένων προσφορών στο πλαίσιο της ανταποκρίσεως σε πρόσκληση υποβολής προσφορών (αιτιολογική σκέψη 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

98      Μετέχοντες στις συσκέψεις «υψηλού επιπέδου» ήταν, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι πρόεδροι-διευθύνοντες σύμβουλοι, οι εμπορικοί διευθυντές ή διευθυντές πωλήσεων και ορισμένοι άλλοι εμπορικοί υπεύθυνοι, διευκρινιζομένου ότι η IMI, η IBP και η Comap μετείχαν πάντοτε σε αυτό το είδος συσκέψεων (αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Μετά τις συσκέψεις «υψηλού επιπέδου» πραγματοποιούνταν συσκέψεις σε εθνικό επίπεδο με περισσότερο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Οι συσκέψεις αυτές αφορούσαν την επεξεργασία και την υλοποίηση των αποφάσεων και των συσκέψεων «υψηλού επιπέδου». Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι μετέχοντες στις συσκέψεις σε εθνικό επίπεδο ήταν γενικά εμπορικοί διευθυντές ή διευθυντές πωλήσεων ή ορισμένοι άλλοι τοπικοί εμπορικοί υπεύθυνοι, οι οποίοι παρείχαν πληροφορίες στους μετέχοντες στις συσκέψεις υψηλού «επιπέδου» σχετικά με την επιτυχία ή την αποτυχία των μεταβολών τιμών και με τις συνθήκες της αγοράς (αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

100    Τέλος, πραγματοποιούνταν και διμερείς συσκέψεις, καθώς και ευρύτερες συσκέψεις ανεπίσημου χαρακτήρα.

101    Όσον αφορά τις μεταγενέστερες του Μαρτίου του 2001 προσαπτόμενες συμπεριφορές, αυτές χαρακτηρίζονται επίσης, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, από επαφές πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο επαγγελματικών ενώσεων (συσκέψεις της FNAS), από διμερείς επαφές με αντικείμενο τις παραμέτρους του ανταγωνισμού και από επαφές πραγματοποιηθείσες κατά τη διάρκεια εμπορικών εκθέσεων (έκθεση του Essen) (αιτιολογικές σκέψεις 599 έως 602 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

102    Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά το διάστημα μετά τον Μάρτιο του 2001, η σύμπραξη χαρακτηριζόταν από αρκούντως εύκαμπτη «οργάνωση» στη δομή της, συνιστάμενη σε ad hoc διμερείς επαφές. Επίσης, δεν υφίστατο συντονισμός της στρατηγικής σε «υψηλό επίπεδο» ούτε, συνακόλουθα, εκτέλεση σε εθνικό επίπεδο των αποφάσεων που είχαν ληφθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

103    Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αριθμός των μετεχόντων στη σύμπραξη ανερχόταν σε εννέα πριν τους ελέγχους του Μαρτίου του 2001 και μειώθηκε σε τέσσερις μετά τους οικείους ελέγχους.

104    Τέλος, επισημαίνεται ότι ενώ πριν το 2001 η σύμπραξη είχε πανευρωπαϊκή εμβέλεια, περιλαμβάνουσα δεκατρείς χώρες, μετά το 2001 οι παραβατικές συμπεριφορές των μετεχόντων περιορίστηκαν στη γερμανική, ελληνική, ισπανική, γαλλική και ιταλική αγορά, χωρίς εμφανή σύνδεσμο μεταξύ αυτών.

105    Εντούτοις, δεδομένου ότι ο σκοπός των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών παρέμεινε ο ίδιος, ήτοι ο συντονισμός αναφορικά με τις τιμές των συνδέσμων σωληνώσεων, το γεγονός ότι ορισμένα χαρακτηριστικά ή η ένταση των πρακτικών αυτών μεταβλήθηκαν δεν είναι καθοριστικό. Συναφώς, δεν αποκλείεται, μετά τους ελέγχους της Επιτροπής, η σύμπραξη να προσέλαβε λιγότερο οργανωμένη μορφή και να άσκησε δραστηριότητες μεταβλητής εντάσεως. Εντούτοις, το γεγονός ότι μια σύμπραξη διέρχεται περιόδους δραστηριότητας μεταβλητής εντάσεως δεν σημαίνει ότι μπορεί να συναχθεί ότι αυτή έπαυσε.

106    Επομένως, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η σύμπραξη συνεχίστηκε μετά τους ελέγχους του Μαρτίου του 2001 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση.

107    Κατ’ ακολουθία, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η Aquatis, συμμετέχοντας στις συσκέψεις που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της FNAS με σκοπό την υιοθέτηση μιας νέας συσκευασίας για τα είδη κρουνοποιίας και, ειδικότερα, συζητώντας για το κόστος που η συσκευασία αυτή συνεπάγεται, μετέσχε στην ως άνω ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση.

108    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προσήψε στην Aquatis ότι, κατά το επίδικο διάστημα, μετέσχε σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση αφορώσα ολόκληρη τη λεγόμενη πανευρωπαϊκή αγορά, όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως.

109    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 101 ανωτέρω, τα συστατικά στοιχεία της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως μετά τον Μάρτιο του 2001 συνίσταντο σε διμερείς επαφές, σε επαφές κατά τη διάρκεια εμπορικής εκθέσεως και σε επαφές στο πλαίσιο των συσκέψεων της FNAS με σκοπό τον συντονισμό των τιμών.

110    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι, κατά το επίδικο διάστημα, η Aquatis μετέσχε μόνο στις συσκέψεις της FNAS και όχι στα λοιπά δύο σκέλη της παραβάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι η συμμετοχή της Aquatis στις συσκέψεις της FNAS, των οποίων το αντικείμενο ταυτιζόταν με το αντικείμενο των λοιπών δύο σκελών της ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως που συνίστατο στον συντονισμό των τιμών, δεν αρκεί αυτή καθεαυτή για να συναχθεί η συμμετοχή στην εν λόγω παράβαση, εκτός αν αποδεικνύεται ότι η Aquatis γνώριζε ή όφειλε κατ’ ανάγκη να γνωρίζει ότι, αφενός, η συμπεριφορά της εντασσόταν σε ένα σφαιρικό σχέδιο και, αφετέρου, ότι το σφαιρικό αυτό σχέδιο κάλυπτε το σύνολο των συστατικών στοιχείων της συμπράξεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, Επιτροπή κατά Anic Parecipazioni, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 83, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 4027 και 4112).

111    Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η Aquatis, κατά το μέτρο που μετέσχε στις συσκέψεις της FNAS, γνώριζε ή όφειλε κατ’ ανάγκη να γνωρίζει ότι ανήκε στον κύκλο των μετεχόντων στην πανευρωπαϊκή σύμπραξη. Συγκεκριμένα, μόνο σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η Aquatis γνώριζε την ύπαρξη των λοιπών δύο συστατικών της παραβάσεως στοιχείων, μπορεί η συμμετοχή της στη συμφωνία σχετικά με τη γαλλική αγορά να θεωρηθεί ως έκφραση της προσχωρήσεώς της στη διαπιστωθείσα παράβαση.

112    Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Aquatis, κατά το μέτρο που μετείχε στις συσκέψεις της FNAS, γνώριζε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες των λοιπών επιχειρήσεων ή ότι μπορούσε εύλογα να τις προβλέψει και ότι, επομένως, η συμπεριφορά της εντασσόταν σε ένα σφαιρικό σχέδιο που κάλυπτε το σύνολο των συστατικών στοιχείων της διαπιστωθείσας συμπράξεως.

113    Προκειμένου να αποδείξει ότι η Aquatis γνώριζε τα συστατικά στοιχεία της διαπιστωθείσας παραβάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Aquatis είχε μετάσχει στη σύμπραξη από το 1991 έως τον Μάρτιο του 2001. Όμως, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι η Aquatis προσχώρησε εκ νέου στη σύμπραξη.

114    Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι, όταν ο έλεγχος του κεφαλαίου της ανήκε στην IMI, την πρώην μητρική της εταιρία, η Aquatis είχε θέσει τέλος στη συμμετοχή της στη σύμπραξη αμέσως μετά τους ελέγχους της Επιτροπής τον Μάρτιο του 2001. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η Aquatis γνώριζε περί της συνεχίσεως της παραβάσεως εκ μέρους της IBP, της Comap και της FRA.BO.

115    Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού σκοπού τον οποίο επεδίωκε η ομάδα εργασίας της επιτροπής διοικητικής υποστηρίξεως της FNAS, ήτοι της υιοθετήσεως μιας νέας συσκευασίας, είναι δύσκολο να συσχετισθούν άμεσα οι συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτό με τη σύμπραξη που είχε αρχίσει πριν τον Μάρτιο του 2001. Το γεγονός ότι ορισμένοι παραγωγοί συζήτησαν για συνδεόμενο με τη συσκευασία αυτή κόστος δεν αναιρεί την ως άνω διαπίστωση.

116    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι αντίθετα προς ό,τι δέχθηκε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 575 και 584 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι συζητήσεις, στο πλαίσιο των συσκέψεων της FNAS, αφορούσαν αποκλειστικά τη γαλλική αγορά. Όπως η Επιτροπή παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τα πρακτικά των εν λόγω συσκέψεων ουδόλως προκύπτει ότι οι συσκέψεις αφορούσαν επίσης «την Ισπανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και εν γένει την ευρωπαϊκή αγορά», πράγμα που, κατά την άποψή της, θα σήμαινε ότι είχαν πανευρωπαϊκή διάσταση. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύμπραξη στο πλαίσιο των συσκέψεων της FNAS δεν είχε πανευρωπαϊκή διάσταση.

117    Τρίτον, δεδομένου ότι οι εν λόγω συσκέψεις αφορούσαν μόνον τη γαλλική αγορά και ότι δεν υφίσταται καμία ένδειξη βάσει της οποίας να μπορεί να συναχθεί ότι οι συσκέψεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν από τους λοιπούς μετέχοντες ως πλαίσιο προκειμένου να συζητούν ή να συντονίζουν τις τιμές των συνδέσμων σωληνώσεων σε άλλες εθνικές αγορές, δεν αποδείχθηκε ότι η Aquatis μπορούσε εύλογα να προβλέψει ότι οι εν λόγω συσκέψεις εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης παραβάσεως αποτελούσας τμήμα ενός σφαιρικού σχεδίου.

118    Ασφαλώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στις 29 Απριλίου 2004 πραγματοποιήθηκε διμερής επαφή μεταξύ της Aquatis και ενός εκπροσώπου της FRA.BO στο πλαίσιο σχέσεως προμηθευτή-πελάτη (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω). Εντούτοις, πέραν του ότι η επαφή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα της παραβάσεως, μια τέτοια επαφή δεν είναι κρίσιμη από απόψεως δικαίου του ανταγωνισμού, εκτός αν αποδεικνύεται ότι κατά την επαφή αυτή εμπορικού χαρακτήρα εξετάστηκαν θέματα αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα. Εντούτοις, οι χειρόγραφες σημειώσεις που περιέχονται στο σημειωματάριο της P. δεν παρέχουν καμία ένδειξη συναφώς.

119    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Aquatis γνώριζε ότι, με τη συμπεριφορά της, είχε ενταχθεί σε σύμπραξη περιλαμβάνουσα διάφορες πτυχές που επεδίωκαν κοινό σκοπό, ούτε στη σύμπραξη στην οποία είχε μετάσχει πριν τον Μάρτιο του 2001 και η οποία συνεχιζόταν.

120    Κατ’ ακολουθία, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί ως προς όλες τις προσφεύγουσες, κατά το μέτρο που με αυτό η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν μετάσχει, κατά το επίδικο διάστημα, σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση, συμμετέχοντας σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στην αγορά των συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό και κράματα χαλκού, όπως αυτό περιγράφεται στην εν λόγω διάταξη.

121    Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, ήτοι του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τον παράνομο καταλογισμό στην Aalberts, ως μητρικής εταιρίας, της ευθύνης για την παράβαση, του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από διάφορα σφάλματα κατά τον υπολογισμό του ύψους του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου, και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών.

122    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η ακύρωση του προστίμου ύψους 100,8 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε στην Aalberts από κοινού και εις ολόκληρον με την Aquatis και τη Simplex μέχρι του ποσού των 55,15 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και του ποσού των 2,04 εκατομμυρίων ευρώ για την καταβολή του οποίου η Aquatis και η Simplex θεωρήθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες, καθόσον ο υπολογισμός του ποσού αυτού στηρίζεται σε εσφαλμένη διαπίστωση.

123    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή υπολόγισε ένα βασικό ποσό προστίμου που επιβλήθηκε για τη συμμετοχή της Aquatis και της Simplex στη σύμπραξη ενόσω το κεφάλαιό τους ήλεγχε η IMI, ήτοι βασικό ποσό προστίμου 46 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο προσαυξήθηκε κατά 100 % λόγω διάρκειας, και για την προβαλλόμενη συμμετοχή τους στην παράβαση ενόσω το κεφάλαιό τους ήλεγχε η Aalberts, ήτοι βασικό ποσό προστίμου 60 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο προσαυξήθηκε κατά 5 % λόγω διάρκειας. Λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων, το δεύτερο αυτό ποσό προσαυξήθηκε κατά 60 %. Κατ’ ακολουθία προέκυψε συνολικό ποσό προστίμου 192,8 εκατομμύρια (92 εκατομμύρια ευρώ + 100,8 εκατομμύρια ευρώ). Εν συνεχεία, το συνολικό αυτό ποσό προστίμου μειώθηκε σε 105,5 εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών της Aalberts, περαιτέρω δε κατανεμήθηκε αναλόγως του αν η συμμετοχή της Aquatis και της Simplex στην παράβαση είχε διαπιστωθεί ενόσω βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της IMI (50,34 εκατομμύρια ευρώ) ή υπό τον έλεγχο της Aalberts (55,15 εκατομμύρια ευρώ).

124    Μολονότι η IMI έτυχε μειώσεως του ποσού του προστίμου κατά 50 % βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, το βασικό ποσό του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου, το οποίο ανερχόταν σε 96,6 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι αρχικό ποσό 46 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο προσαυξήθηκε κατά 110 % λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, μειώθηκε σε 48,30 εκατομμύρια ευρώ. Δεδομένου ότι η IMI υπέβαλε την αίτησή της περί επιδείξεως επιείκειας μόλις τον Σεπτέμβριο του 2003, οι δύο πρώην θυγατρικές της δεν μπορούσαν να τύχουν της μειώσεως του ποσού του προστίμου κατά 50 % που χορηγήθηκε στην IMI. Κατ’ ακολουθία, η Επιτροπή θεώρησε την Aquatis και τη Simplex από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνες για την καταβολή του ποσού των 2,04 εκατομμυρίων ευρώ (50,34 – 48,30), για το οποίο ούτε η IMI ούτε η Aalberts ήταν υπόχρεες.

125    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση που πλείονες αποδέκτες συνιστούσαν την «επιχείρηση» κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, μπορεί να υπολογισθεί με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η οικονομική αυτή οντότητα διασπάστηκε για να δημιουργηθούν δύο διαφορετικές οντότητες κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, κάθε αποδέκτης της αποφάσεως δικαιούται να τύχει ατομικώς εφαρμογής του εν λόγω ανωτάτου ορίου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 390). Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ζήτησαν αποκλειστικά την ακύρωση του άρθρου 2, στοιχεία α΄ και β΄, σημείο 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέλκει η εξέταση του αν το γεγονός ότι η επιχείρηση IMI διασπάστηκε σε πλείονες διαφορετικές οντότητες πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να έχει επίπτωση επί του ανωτάτου ορίου του προστίμου που επιβλήθηκε στη Simplex και στην Aquatis με το άρθρο 2, στοιχείο β΄, σημείο 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

126    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 4180, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F-1/38.121 – Σύνδεσμοι σωληνώσεων), κατά το μέτρο που με αυτό διαπιστώνεται ότι η Aalberts Industries NV, Comap SA, πρώην Aquatis France SAS, και η Simplex Armaturen + Fittings GmbH & Co. KG μετέσχον στη σύμπραξη κατά το διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2003 έως την 1η Απριλίου 2004.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχεία α΄ και β΄, σημείο 2, της αποφάσεως C(2006) 4180.

3)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Wahl

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Μαρτίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.