Language of document : ECLI:EU:T:2011:360

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του καουτσούκ από βουταδιένιο και του καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παρασκευάζεται με πολυμερισμό γαλακτώματος – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Συμμετοχή σε σύμπραξη – Καταλογισμός της παραβάσεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑53/07,

Trade-Stomil sp. z o.o., με έδρα το Łódź (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους F. Carlin, barrister, και E. Batchelor, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους X. Lewis και V. Bottka, στη συνέχεια, από τους V. Bottka και V. Di Bucci,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως, ως προς την Trade-Stomil sp. z o.o., της αποφάσεως C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος), ή, επικουρικώς, περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος στην Trade-Stomil προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Dehousse (εισηγητή), προεδρεύοντα, I. Wiszniewska-Białecka και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση C(2006) 5700 τελικό, της 29ης Νοεμβρίου 2006 (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), διά της συμμετοχής τους σε σύμπραξη στην αγορά των προαναφερθέντων προϊόντων.

2        Αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι οι εξής επιχειρήσεις:

–        Bayer AG, με έδρα το Leverkusen (Γερμανία),

–        The Dow Chemical Company, με έδρα το Midland, Michigan (Ηνωμένες Πολιτείες) (στο εξής: Dow Chemical),

–        Dow Deutschland Inc., με έδρα το Schwalbach (Γερμανία),

–        Dow Deutschland Anlagengesellschaft mbH (πρώην Dow Deutschland GmbH & Co. OHG), με έδρα το Schwalbach,

–        Dow Europe, με έδρα το Horgen (Ελβετία),

–        Eni SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

–        Polimeri Europa SpA, με έδρα το Brindisi (Ιταλία) (στο εξής: Polimeri),

–        Shell Petroleum NV, με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες),

–        Shell Nederland BV, με έδρα τη Χάγη,

–        Shell Nederland Chemie BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

–        Unipetrol a.s., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Kaučuk a.s., με έδρα το Kralupy nad Vltavou (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Trade-Stomil sp. z o.o., με έδρα το Łódź (Πολωνία) (στο εξής: Stomil).

3        Οι Dow Deutschland, Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe ελέγχονται εξ ολοκλήρου, ευθέως ή εμμέσως, από την Dow Chemical (στο εξής, από κοινού: Dow) (αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Τις σχετικές με τα επίμαχα προϊόντα δραστηριότητες της Eni ασκούσε αρχικώς η EniChem Elastomeri Srl, την οποία είχε εμμέσως υπό τον έλεγχό της η Eni, διά της θυγατρικής EniChem SpA (στο εξής: EniChem SpA). Την 1η Νοεμβρίου 1997, η EniChem Elastomeri απορροφήθηκε από την EniChem SpA. Η EniChem SpA ανήκε κατά 99,97 % στην Eni. Την 1η Ιανουαρίου 2002, η EniChem SpA μεταβίβασε τη στρατηγικής σημασίας δραστηριότητά της στον τομέα των χημικών προϊόντων (περιλαμβανομένης της δραστηριότητας με αντικείμενο το καουτσούκ από βουταδιένιο και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος) στη θυγατρική της Polimeri, η οποία της ανήκε εξ ολοκλήρου. Η Polimeri ανήκει ευθέως και εξ ολοκλήρου στην Eni από τις 21 Οκτωβρίου 2002. Από 1ης Μαΐου 2003, η EniChem SpA μετονομάστηκε σε Syndial SpA (αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την ονομασία «EniChem» για όλες τις ανήκουσες στην Eni εταιρίες (στο εξής: EniChem) (αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Η Shell Nederland Chemie είναι θυγατρική της Shell Nederland, η οποία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τη Shell Petroleum (στο εξής, από κοινού: Shell) (αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Η Kaučuk συστάθηκε το 1997, κατόπιν συγχωνεύσεως των Kaučuk Group a.s. και Chemopetrol Group a.s. Στις 21 Ιουλίου 1997, η Unipetrol απέκτησε το σύνολο του ενεργητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν. Η Kaučuk ανήκει εξ ολοκλήρου στην Unipetrol (αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η εδρεύουσα στην Τσεχική Δημοκρατία Tavorex s.r.o. (στο εξής: Tavorex) ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Kaučuk (και της προκατόχου αυτής Kaučuk Group) για τις εξαγωγές από το 1991 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2003. Επίσης, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Tavorex εκπροσωπούσε από το 1996 την Kaučuk στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil αντιπροσώπευε, όσον αφορά τις εξαγωγές, την πολωνική εταιρία παραγωγής Chemical Company Dwory S.A. (στο εξής: Dwory) επί τριάντα περίπου έτη, έως το 2001 τουλάχιστον. Επίσης σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil εκπροσωπούσε από το 1997 έως το 2000 την Dwory στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Διαπιστώθηκε ότι η παράβαση διάρκεσε από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Bayer, Eni και Polimeri, από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999 όσον αφορά τις Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Chemical, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001 όσον αφορά την Dow Deutschland, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Unipetrol και Kaučuk, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000 όσον αφορά τη Stomil, από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002 όσον αφορά την Dow Deutschland Anlagengesellschaft και από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Europe (αιτιολογικές σκέψεις 476 έως 485 και άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Το καουτσούκ από βουταδιένιο (στο εξής: CB) και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παρασκευάζεται με πολυμερισμό γαλακτώματος (στο εξής: CSB) είναι συνθετικά καουτσούκ που χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον για την κατασκευή ελαστικών. Τα δύο αυτά προϊόντα είναι δυνατόν να υποκατασταθούν είτε αμοιβαίως είτε με άλλα συνθετικά καουτσούκ και με το φυσικό καουτσούκ (αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Πέραν των παραγωγών στους οποίους απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, περιορισμένες ποσότητες CB και CSB πωλούσαν εντός του ΕΟΧ και ορισμένοι άλλοι παραγωγοί εγκατεστημένοι στην Ασία και στην Ευρώπη. Εξάλλου, η παραγωγή CB προέρχεται ως επί το πλείστον απευθείας από τους μεγάλους κατασκευαστές ελαστικών (αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Bayer γνωστοποίησε στις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι επιθυμεί να συνεργαστεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας), όσον αφορά το CB και το CSB. Ως προς το CSB, η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα (αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στις 14 Ιανουαρίου 2003 η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως όσον αφορά το CB. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα. Η Bayer προσκόμισε επίσης πρακτικά των συναντήσεων της επιτροπής CB της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Στις 5 Φεβρουαρίου 2003 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Bayer ότι αποφάσισε να την απαλλάξει, υπό όρους, από το πρόστιμο (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Στις 27 Μαρτίου 2003 η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις της Dow Deutschland & Co. (αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Από τον Σεπτέμβριο του 2003 έως τον Ιούλιο του 2006, η Επιτροπή απέστειλε στις επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση διάφορα αιτήματα παροχής πληροφοριακών στοιχείων βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Στις 16 Οκτωβρίου 2003, οι Dow Deutschland και Dow Deutschland & Co. μετέσχον σε συνάντηση με τις υπηρεσίες της Επιτροπής και εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεργαστούν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Κατά τη συνάντηση αυτή έγινε προφορική παρουσίαση των δραστηριοτήτων της συμπράξεως όσον αφορά το CB και το CSB. Η προφορική παρουσίαση καταγράφηκε. Υποβλήθηκε επίσης φάκελος με έγγραφα σχετικά με τη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Στις 4 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Dow Deutschland ότι σκοπεύει να μειώσει το πρόστιμο ως προς αυτήν κατά 30 έως 50 % (αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Στις 7 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και απέστειλε στις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση –εκτός της Unipetrol–, καθώς και στην Dwory την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων. Καταρτίστηκε επίσης η πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων κατά της Tavorex, χωρίς, όμως, να της κοινοποιηθεί, καθώς η Tavorex βρισκόταν υπό πτώχευση από τον Οκτώβριο του 2004. Κατά συνέπεια, η διαδικασία περατώθηκε ως προς αυτήν (αιτιολογικές σκέψεις 49 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της πρώτης ανακοινώσεως αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τους δόθηκε επίσης ο φάκελος της υποθέσεως, υπό μορφή CD-ROM, και έλαβαν γνώση των προφορικών δηλώσεων και των σχετικών εγγράφων στην έδρα της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Στις 3 Νοεμβρίου 2005, η Manufacture française des pneumatiques Michelin (στο εξής: Michelin) ζήτησε να παρέμβει. Κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις στις 13 Ιανουαρίου 2006 (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Στις 6 Απριλίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων προς τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της ανακοινώσεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Στις 12 Μαΐου 2006, η Michelin υπέβαλε καταγγελία, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18) (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Στις 22 Ιουνίου 2006, οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην της Stomil, καθώς και η Michelin μετείχαν σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για τη συμμετοχή της Dwory στη σύμπραξη, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία ως προς αυτήν (αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να περατώσει τη διαδικασία ως προς τη Syndial (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Εξάλλου, ενώ αρχικώς χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί αριθμοί υποθέσεων (COMP/E-1/38.637 και COMP/E-1/38.638 για το CB και για το CSB), η Επιτροπή, μετά την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, χρησιμοποιεί ένα μόνον αριθμό (COMP/F/38.638) (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Η διοικητική διαδικασία περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως από την Επιτροπή στις 29 Νοεμβρίου 2006.

27      Κατά το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι κατωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 ΕΟΧ, διά της συμμετοχής τους, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, σε ενιαία και διαρκή συμφωνία με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή πελατών διά συμφωνιών περί αποφυγής του επιθετικού ανταγωνισμού και την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με τις τιμές, τους ανταγωνιστές και τους πελάτες στους κλάδους του CB και του CSB:

α)      η Bayer από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

β)      η Dow Chemical από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Dow Deutschland, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001· η Dow Deutschland Anlagengesellschaft από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002· η Dow Europe από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

γ)       η Eni από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Polimeri από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

δ)       η Shell Petroleum από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland Chemie από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999·

ε)       η Unipetrol από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Kaučuk από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

στ)       η Stomil από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000.

28      Βάσει των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα τα οποία υπολογίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθώς και στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

29      Με το άρθρο 2 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλονται τα εξής πρόστιμα:

α)       Bayer: 0 ευρώ,

β)       Dow Chemical: 64,575 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων:

i)       60,27 εκατομμύρια ευρώ, για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με την Dow Deutschland,

ii)      47,355 εκατομμύρια ευρώ για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με τις Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe,

γ)       Eni και Polimeri από κοινού: 272,25 εκατομμύρια ευρώ,

δ)       Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από κοινού: 160,875 εκατομμύρια ευρώ,

ε)       Unipetrol και Kaučuk, από κοινού: 17,55 εκατομμύρια ευρώ,

στ)       Stomil: 3,8 εκατομμύρια ευρώ.

30      Με το άρθρο 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εκεί απαριθμούμενες επιχειρήσεις διατάσσονται να παύσουν αμέσως, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει, τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο ίδιο άρθρο και να απόσχουν από κάθε περιγραφόμενη στο άρθρο 1 πράξη ή ενέργεια, καθώς και από κάθε ενέργεια με αντίστοιχο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Φεβρουαρίου 2007, η Stomil άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

32      Με απόφαση του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2009, ο N. Wahl ορίστηκε μέλος του τμήματος, προς συμπλήρωση της συνθέσεώς του, κατόπιν κωλύματος ενός εκ των μελών του.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

34      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένα ερωτήματα και να του προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπρόθεσμα προς τα αιτήματα αυτά.

35      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους με τις αγορεύσεις τους και με τις απαντήσεις τους στα προφορικά ερωτήματα του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 20ής Οκτωβρίου 2009.

36      Η Stomil ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, συγκεκριμένα, τα άρθρα 1 έως 4 αυτής, ως προς την προσφεύγουσα,

–        επικουρικώς:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την προσφεύγουσα,

–        ή να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την προσφεύγουσα, και, συγκεκριμένα, να ακυρώσει ή να μειώσει κατά πολύ το πρόστιμο,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τη Stomil στα δικαστικά έξοδα

 Σκεπτικό

38      Η προσφυγή της Stomil στηρίζεται σε δεκατέσσερις λόγους ακυρώσεως. Με τους λόγους αυτούς αμφισβητείται, κατ’ ουσίαν, η συμμετοχή της Stomil στη σύμπραξη, ο εκ μέρους της Επιτροπής καταλογισμός ευθύνης στη Stomil, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για εταιρία που ενεργεί ως ενδιάμεσος της Dwory, η διάρκεια της παραβάσεως και το ύψος του προστίμου. Η Stomil ζητεί, εξάλλου, τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και, συγκεκριμένα, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της παράσχει πρόσβαση στις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

39      Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Stomil, περί μη αποδείξεως της συμμετοχής της Stomil στη σύμπραξη.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί μη αποδείξεως της συμμετοχής της Stomil στη σύμπραξη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επιχειρήματα της Stomil

40      Η Stomil υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ, διότι δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη συμμετοχή της στη σύμπραξη.

41      Η Επιτροπή δέχθηκε ότι η Stomil μετέσχε σε δύο συναντήσεις και, συγκεκριμένα, στη συνάντηση της 16ης Νοεμβρίου 1999 που διεξήχθη στη Φρανκφούρτη (Γερμανία) και στη συνάντηση της 22ας Φεβρουαρίου 2000 που διεξήχθη στο Wermelskirchen (Γερμανία). Κατά τη Stomil, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι αβάσιμες. Εξάλλου, η Stomil υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της στην επίμαχη σύμπραξη δεν αποδεικνύεται από κανένα άλλο στοιχείο.

–       Σχετικά με τη συμμετοχή της Stomil στη συνάντηση της 16ης Νοεμβρίου 1999, στη Φρανκφούρτη

42      Κατά τη Stomil, τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή δεν αποδεικνύουν ότι η Stomil μετέσχε, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1999 στο ξενοδοχείο Méridien, σε ανεπίσημη συνάντηση στο περιθώριο της συναντήσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ.

43      Ειδικότερα, η Stomil διευκρινίζει ότι ο L. (Stomil) δεν διέμενε στο ξενοδοχείο Méridien και αποχώρησε μετά τη συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ, η οποία ολοκληρώθηκε ώρα 11:00 της 16ης Νοεμβρίου 1999. Η Stomil παραθέτει, συναφώς, δύο δηλώσεις του L. (Stomil), καθώς και λογαριασμό ξενοδοχείου. Η Stomil υποστηρίζει ότι δεν τροποποίησε την εκδοχή της όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, όπως διατείνεται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της. Η Stomil παγίως αρνούνταν τη συμμετοχή της στην επίμαχη κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση. Τα στοιχεία που παραθέτει η Stomil είναι παραδεκτά, η δε Επιτροπή κακώς επικαλείται την απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 2007, T‑339/04, France Télécom κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑521).

44      Η δήλωση της Dow, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι αξιόπιστη, διότι επιβεβαιώνεται μόνον από τον P. (Bayer), ο οποίος δεν βρισκόταν στη Φρανκφούρτη το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1999. Η Stomil παραπέμπει, συναφώς, σε διάφορα έγγραφα του φακέλου της έρευνας. Η Stomil υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου και σύμφωνα με τη νομολογία, η μη επιβεβαιωθείσα δήλωση της Dow, η οποία αμφισβητείται από τη Stomil και τις λοιπές επιχειρήσεις κατά των οποίων κινήθηκε η διοικητική διαδικασία, δεν συνιστά στοιχείο αποδεικτικό της συμμετοχής της Stomil στη συνάντηση αυτή. Η Stomil τονίζει, επίσης, ότι δεν είναι δυνατόν ο L. (EniChem) να ήταν παρών στη Φρανκφούρτη στις 16 Νοεμβρίου 1999 το βράδυ.

45      Η παρουσία του L. (Stomil) δεν επιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Από το σημείωμα εξόδων του F. (Dow) δεν προσδιορίζονται η αιτία της πληρωμής ούτε ποιοι ενδεχομένως μετείχαν στη συνάντηση. Εξάλλου, στις χειρόγραφες σημειώσεις του N. (Dow) δεν υπάρχει αναφορά στον L. (Stomil) ή στη Stomil. Είναι πολύ πιθανόν οι σημειώσεις αυτές του N. να αποτελούν, ουσιαστικά, προσωπική καταγραφή της συναντήσεως. Βεβαίως, στις σημειώσεις αυτές υπάρχει αναφορά στην Dwory (με το σημείο OS). Ωστόσο, από πολλά στοιχεία που παραθέτει η Stomil προκύπτει ότι δεν θα μπορούσε αυτή να είναι η πηγή των πληροφοριακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις σημειώσεις αυτές. Συνεπώς, οι συγκεκριμένες χειρόγραφες σημειώσεις αποτελούν προσωπικές εκτιμήσεις του N. ή περιλαμβάνουν δημοσιευμένα στοιχεία. Ειδικότερα, η Stomil προβάλλει ότι, όσον αφορά τη Michelin, δεν είχε καμία επαφή με τον συγκεκριμένο πελάτη μετά το δεύτερο εξάμηνο του 1998, όταν η Dwory της γνωστοποίησε ότι θα συνέχιζε τις πωλήσεις CSB προς τον πελάτη αυτόν. Όσον αφορά την Goodyear, η Stomil έπαυσε τις πωλήσεις προς τον πελάτη αυτόν το 1999 ή το 2000. Όσον αφορά την εταιρία «TGA», η Stomil διατείνεται ότι δεν γνωρίζει τον πελάτη αυτόν. Τέλος, η Stomil δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει την «εγχώρια» δυνατότητα παραγωγής CSB της Dwory, διότι η εν λόγω εταιρία έχει μόνον εξαγωγική δραστηριότητα. Περαιτέρω, τρεις από τους σημαντικότερους πελάτες της Stomil, οι εταιρίες Vredestein, Nokian και Pegasus, δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Η Stomil επισημαίνει, εξάλλου, ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη συνέχεαν επανειλημμένως τις Stomil και Dwory.

46      Η Stomil προβάλλει, ακόμη, ότι η Επιτροπή παραδέχεται, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η συνάντηση της 16ης Νοεμβρίου 1999, για την οποία γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν πραγματοποιήθηκε. Η Επιτροπή επιδίωξε, ως εκ τούτου, να αντικαταστήσει τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών, στις οποίες κατέληξε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με τη θεωρία ότι στις 15 Νοεμβρίου 1999 πραγματοποιήθηκε συνάντηση κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Η Stomil τονίζει ότι η θεωρία αυτή δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Το μόνο στοιχείο που προσκόμισε η Επιτροπή ήταν μια απόδειξη με την ίδια ημερομηνία, από την οποία επιβεβαιώνεται η κατανάλωση ποτών αξίας 89,50 γερμανικών μάρκων (DEM) στο μπαρ. Κατά τη Stomil, η απόδειξη αυτή δεν αποδεικνύει το αντικείμενο των συζητήσεων ούτε αν η συζήτηση συνιστά παράνομη συμπεριφορά. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει εξάλλου ότι ο λογαριασμός του μπαρ πληρώθηκε από τον F. (Dow) και όχι από τον P. (Bayer) και ότι η πληρωμή πραγματοποιήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1999. Τέλος, η Stomil τονίζει ότι, κατά την Επιτροπή, ο T. (Kralupy) μετέσχε σε συζητήσεις κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ενώ από το σημείωμα εξόδων του P. προκύπτει ότι ο T. δεν ήταν παρών.

47      Η νέα αυτή θέση περί διεξαγωγής συναντήσεως προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τη Stomil, η οποία δεν είχε τη δυνατότητα να απαντήσει κατά τη διοικητική διαδικασία.

48      Εξάλλου, το σφάλμα της Επιτροπής καθιστά άνευ νομιμότητας το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο γίνεται δεκτό ότι η Stomil μετείχε στην επίμαχη παράβαση από τις 16 Νοεμβρίου 1999. Επικαλούμενη την απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑59/99, Βεντούρης κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑5257, σκέψεις 31 έως 33), η Stomil προβάλλει, ακόμη, ότι το διατακτικό αποφάσεως επιτρέπεται να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του αιτιολογικού μόνον εάν είναι ασαφώς διατυπωμένο. Εν προκειμένω, η Stomil υποστηρίζει δεν υπάρχει καμία ασάφεια στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       Σχετικά με τη συμμετοχή της Stomil στη συνάντηση της 22ας Φεβρουαρίου 2000, στο Wermelskirchen

49      Η Stomil υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκαν παράνομες ενέργειες των προσώπων που μετείχαν σε συνεδρίαση υποεπιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ, στις 22 Φεβρουαρίου 2000 στο Wermelskirchen.

50      Ωστόσο, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 446 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κρίνει ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, τερματίστηκε η συμμετοχή της Stomil στη σύμπραξη.

–       Σχετικά με την απουσία άλλων στοιχείων που να αποδεικνύουν τη συμμετοχή της Stomil στη σύμπραξη

51      Η Stomil υποστηρίζει ότι, εφόσον το μόνο στοιχείο που προσκόμισε η Επιτροπή δεν αποδεικνύει τη συμμετοχή της στη σύμπραξη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποδείξεις οι γενικόλογες διαπιστώσεις τις οποίες περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση.

52      Ειδικότερα, η Stomil τονίζει, πρώτον, την έλλειψη αποδείξεων περί της συμμετοχής της σε συμφωνία περί καθορισμού των τιμών. Η Stomil επισημαίνει, συναφώς, ότι η δήλωση της Bayer, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορούσε την Dwory και όχι τη Stomil, όπως αναφέρει η Επιτροπή. Η Stomil προβάλλει ότι μετείχε, με την Dwory, σε συνεδριάσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ μετά το 1999. Ούτε η Dow κατονόμασε τη Stomil ως μετέχουσα σε συζητήσεις με αντικείμενο τις τιμές. Η Stomil παραπέμπει, συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το ίδιο ισχύει για τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Shell και τα οποία αφορούν το διάστημα από τις 30 Αυγούστου 1995 έως τις 31 Μαΐου 1999 (αιτιολογικές σκέψεις 119, 120 και 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

53      Δεύτερον, η Stomil υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή της σε καταμερισμό της αγοράς. Από τη δήλωση της Dow, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν προσδιορίζεται ούτε το αντικείμενο της συμφωνίας ούτε ο χρόνος συνάψεώς της ούτε ακόμη αν η δήλωση αφορά τη Stomil ή την Dwory. Η διαπίστωση της Επιτροπής ότι, στην πραγματικότητα, η Dow, αναφερόταν στη Stomil είναι παντελώς αβάσιμη.

54      Τρίτον, σχετικά με την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριακών στοιχείων πληροφοριακής φύσεως, η Stomil επισημαίνει ότι η μόνη συναφής με το ζήτημα αυτό συνάντηση ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη. Εξάλλου, η εκ μέρους της Shell επιβεβαίωση που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι άνευ αξίας όσον αφορά το κρίσιμο για τη Stomil χρονικό διάστημα. Όπως, εξάλλου, αποδείχθηκε προηγούμένως, η Stomil δεν διέθετε απόρρητα στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις CSB που πραγματοποίησε η Dwory κατά το προσδιοριζόμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση χρονικό διάστημα.

55      Οι λοιπές γενικόλογες διαπιστώσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν επαρκούν, εξάλλου, προς απόδειξη της συμμετοχής της Stomil στη σύμπραξη. Οι αιτιολογικές σκέψεις 155, 156, 158 και 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως είτε αφορούν την Dwory είτε δεν αποδεικνύουν παράνομες ενέργειες της Stomil.

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

–       Σχετικά με τη συμμετοχή της Stomil στη συνάντηση της 16ης Νοεμβρίου 1999, στη Φρανκφούρτη

56      Η Επιτροπή διευκρινίζει, πρώτον, ότι από την παρατιθέμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση περιγραφή (αιτιολογικές σκέψεις 199 έως 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως) προκύπτει ότι, κατά τις πρώτες ώρες της 16ης Νοεμβρίου 1999, πραγματοποιήθηκε ανεπίσημη συνάντηση, κατά την οποία συνάφθηκαν συμφωνίες και ανταλλάγησαν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους σημαντικότερους πελάτες.

57      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την προσφυγή, η Stomil τροποποίησε την εκδοχή της των πραγματικών περιστατικών. Η Stomil στηρίζει την άρνηση της συμμετοχής της στην επίμαχη κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση με βάσει τον τόπο όπου βρισκόταν ο (Stomil) το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1999. Η Stomil, όμως, δεν επικαλέστηκε τα περιστατικά αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία. Επομένως, κατά τη νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να κρίνει απαράδεκτα τα στοιχεία που παραθέτει η Stomil προς στήριξη των ισχυρισμών της [δηλαδή τις δύο δηλώσεις του L. (Stomil) και τον λογαριασμό του ξενοδοχείου του συγκεκριμένου προσώπου]. Η Επιτροπή προσθέτει ότι τα έγγραφα αυτά είναι, ουσιαστικά, άνευ σημασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πραγματοποίηση ανεπίσημης συναντήσεως το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου 1999, καθώς και σχετικά με τη συμμετοχή του L. (Stomil) στη συνάντηση αυτή. Η Επιτροπή προσκομίζει, ειδικότερα, λογαριασμό ξενοδοχείου, καθώς και έντυπο σημείωμα εξόδων του P., τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας.

58      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Stomil, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η δήλωση της Dow, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως, περιέχει σαφείς αναφορές στην παρουσία του L. (Stomil) κατά τις συζητήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως. Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνεται από την Bayer (αιτιολογική σκέψη 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. (Dow), η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στο πρώτο μέρος αυτών, γίνεται λόγος για αγορά ευρύτερη αυτής του CSB, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη Stomil. Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σχέση μεταξύ Stomil και Dwory τερματίστηκε σταδιακά, μόλις πρόσφατα και μερικώς, και ότι, ως εκ τούτου, τα στοιχεία που ανταλλάγησαν έχουν ενδιαφέρον και είναι σημαντικά για τη Stomil. Συνεπώς, η Επιτροπή διαθέτει επαρκείς αποδείξεις της παρουσίας και της συμμετοχής της Stomil στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συμπράξεως στις 15 και 16 Νοεμβρίου 1999.

59      Η Επιτροπή προβάλλει, επιπλέον, ότι, στο τμήμα 4.3.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραθέτει αποδείξεις για τη διεξαγωγή συναντήσεως στις «15-16 Νοεμβρίου 1999». Δεν αποτελεί, συνεπώς, «νέο» στοιχείο η διεξαγωγή συναντήσεως στις 15 Νοεμβρίου 1999. Εξάλλου, η Stomil συγχέει τα δύο σημειώματα εξόδων. Ο P. πλήρωσε τον λογαριασμό του μπαρ Casablanca. Ο F. πλήρωσε για τη μίσθωση της αίθουσας συνεδριάσεων. Δεν τροποιήθηκε, συνεπώς, η χρονολογική παράθεση των γεγονότων. Επίσης, δεν υπάρχει έλλειψη συνοχής μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή.

60      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ειδικότερα στο άρθρο 1, στοιχείο η΄, αυτής, δεν αναφέρεται ρητώς ότι η Stomil μετέσχε σε συνάντηση στις 15 Νοεμβρίου 1999. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι η Stomil μετέσχε σε παράβαση στο άρθρο 81 ΕΚ από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ουδέποτε διατύπωσε την άποψη ότι τα συμφωνηθέντα κατά τη συνάντηση αυτή, το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου 1999, παρήγαγαν αμέσως αποτελέσματα. Εν πάση περιπτώσει, η συνάντηση συνεχίστηκε έως τις πρώτες ώρες της 16ης Νοεμβρίου 1999.

–       Σχετικά με τη συμμετοχή της Stomil στη συνάντηση της 22ας Φεβρουαρίου 2000, στο Wermelskirchen

61      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 213 έως 215 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υποστηρίζει ότι υπήρξαν παράνομες δραστηριότητες κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2000 στο Wermelskirchen. Συνεπώς, τα σχετικά επιχειρήματα της Stomil είναι αλυσιτελή.

–       Σχετικά με την απουσία άλλων στοιχείων που αποδεικνύουν τη συμμετοχή της Stomil στη σύμπραξη

62      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν διατύπωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την άποψη ότι από τη συνάντηση που διεξήχθη στις 15 και 16 Νοεμβρίου 1999 προέκυψε συγκεκριμένη συμφωνία περί καταμερισμού της αγοράς. Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για την παρουσία της Stomil κατά τη συνάντηση αυτή και τη συμμετοχή της σε συζητήσεις σχετικές με τις τιμές και στην ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων. Η συμμετοχή της Stomil επιβεβαιώνεται από τις χειρόγραφες σημειώσεις και τις δηλώσεις της Dow (αιτιολογικές σκέψεις 201 και 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η συμμετοχή του L. (Stomil) και η ιδιότητά του ως στελέχους της Stomil επιβεβαιώνεται από την Dow και από τα πρακτικά της επίσημης συναντήσεως που προσκομίζει η Επιτροπή. Ομοίως, τα προσκομισθέντα από την Bayer αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 155 και 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή του L. (Stomil).

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

63      Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 86). Συναφώς, είναι αναγκαίο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία προς στοιχειοθέτηση της υπάρξεως της παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι οικείες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 112, και της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 86· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 256). Τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 215).

64      Εξάλλου, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία που πιστοποιούν ρητώς επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Για τον λόγο αυτό, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 51).

65      Εν προκειμένω, τονίζεται ότι η συμμετοχή της Stomil στην επίμαχη σύμπραξη διαπιστώθηκε μόνο σε σχέση με την κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη.

66      Συναφώς, η Επιτροπή δέχθηκε, ειδικότερα, ότι το «βράδυ και τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου 1999» πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο πλαίσιο της συμπράξεως, στο περιθώριο της επίσημης συναντήσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στη συνάντηση αυτή παρέστησαν οι P. (Bayer), F., N., V. (Dow), L. (Stomil), L. (EniChem) και T. (Tavorex). Τα εν λόγω πρόσωπα συναντήθηκαν αρχικώς στο μπαρ ξενοδοχείου και εν συνεχεία μίσθωσαν αίθουσα συνεδριάσεων (αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

67      Είναι, καταρχάς, απορριπτέα τα επιχειρήματα της Επιτροπής περί απαραδέκτου της εκ μέρους της Stomil αμφισβητήσεως της παρουσίας του L. (Stomil) το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου στη Φρανκφούρτη, καθώς και των σχετικών εγγράφων της δικογραφίας. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Stomil απλώς αμφισβητεί την αιτίαση που διατυπώνεται σε βάρος της με την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, όπως προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας, η Stomil παγίως αμφισβητούσε, κατά τη διοικητική διαδικασία, τη συμμετοχή της στην κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση. Εν πάση περιπτώσει και για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς, όπως άλλωστε υποστήριξε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της.

68      Επί της ουσίας, πρώτον, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι, όπως υποστηρίζει Stomil, ο P. (Bayer) δεν βρισκόταν το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη. Η Επιτροπή παραδέχεται το γεγονός αυτό.

69      Δεύτερον, τονίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπεριέχει πολλές αντιφάσεις όσον αφορά το πότε ακριβώς πραγματοποιήθηκε η επίμαχη συνάντηση. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρεται στο «βράδυ και […] τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου 1999», της δηλώσεως της Dow. Η Επιτροπή δέχεται επίσης, με την αιτιολογική σκέψη 297 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση πραγματοποιήθηκε «τη νύχτα μεταξύ 15ης και 16ης Νοεμβρίου 1999». Εξάλλου, στο τμήμα 4.3.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται λόγος για τη 15η και τη 16η Νοεμβρίου 1999. Τέλος, στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της Stomil στην παράβαση αναφέρεται η 16η Νοεμβρίου 1999.

70      Τρίτον, αντιφάσεις, όσον αφορά την εικαζόμενη ημερομηνία πραγματοποιήσεως της επίμαχης κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συναντήσεως και τις λοιπές πιθανές εξηγήσεις που διατυπώνει η Επιτροπή, προκύπτουν επίσης και από υλικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, στο σημείωμα εξόδων του P. (Bayer), το οποίο αφορά, μεταξύ άλλων, την πληρωμή ποσού 84,5 γερμανικών μάρκων (DEM) στο μπαρ ξενοδοχείου, αναγράφεται η ημερομηνία «15 Νοεμβρίου 1999». Αντιθέτως, η πληρωμή ποσού 436 DEM για τη μίσθωση αίθουσας συνεδριάσεων έχει καταχωριστεί στις 16 Νοεμβρίου 1999. Εξάλλου, στις χειρόγραφες σημειώσεις του N (Dow) καταγράφεται μόνον η 16η Νοεμβρίου 1999. Τέλος, με τη δήλωση της Dow που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται ότι η κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση πραγματοποιήθηκε μετά την επίσημη συνάντηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ, η οποία έλαβε χώρα στις 16 Νοεμβρίου το πρωί.

71      Τέταρτον, κατά τη δήλωση της Dow που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι P. (Bayer), F., N., V. (Dow), L. (Stomil), L. (EniChem) και T. (Tavorex) συναντήθηκαν σε μπαρ ξενοδοχείου και, κατόπιν, σε αίθουσα συνεδριάσεων. Πάντως, στο σημείωμα εξόδων του P., σχετικά με την πληρωμή του λογαριασμού στο εν λόγω μπαρ, το οποίο επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, αναφέρεται και η παρουσία της τότε γενικής γραμματέως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (της C.). Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 95 και 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως η εν λόγω γενική γραμματέας ουδέποτε μετείχε στις συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο L. (Stomil) μετείχε σε συνάντηση κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού βάσει και μόνον της παρουσίας του στη συνάντηση στο μπαρ του ξενοδοχείου.

72      Πέμπτον, όσον αφορά τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. (Dow), δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν καταλόγισε στη Stomil ευθύνη για τη σύμπραξη με αντικείμενο το CB. Συνεπώς, το σχετικό με το CB τμήμα των χειρόγραφων σημειώσεων του N. δεν έχει αποδεικτική ισχύ ως προς τη Stomil. Όσον αφορά το σχετικό με το CSB τμήμα των χειρόγραφων σημειώσεων του N., τονίζεται ότι σε αυτό αναφέρονται, πέραν των παραγωγών που μετείχαν στη σύμπραξη, και άλλοι, μη μετέχοντες στη σύμπραξη παραγωγοί λόγω της ιδιότητάς τους ως προμηθευτών ορισμένων πελατών. Υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, δεν αποκλείεται οι εκτιμήσεις να αφορούσαν παραδόσεις εμπορευμάτων μεταξύ ορισμένων μόνο παραγωγών, χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια αν η Stomil μετείχε σε αυτές, λόγω ιδίως των αντιφάσεων όσον αφορά την εικαζόμενη ημερομηνία πραγματοποιήσεως της επίμαχης συναντήσεως.

73      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων συνολικά, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμετοχή της Stomil σε κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη. Οι αμφιβολίες αυτές λειτουργούν υπέρ της Stomil.

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα σχετικά με τη Stomil στοιχεία που περιλαμβάνονται στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως και αφορούν τις συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως δεν επαρκούν προς απόδειξη της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως στις επίμαχες παράνομες συμφωνίες.

75      Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως όπου περιγράφεται η σύμπραξη (τμήμα 4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

76      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, ακόμη και αν ορισμένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο τμήμα 4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ενδεχομένως ορισμένη αποδεικτική αξία, ιδίως η γενική δήλωση της Bayer που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των ειδικότερων στοιχείων που προπαρατέθηκαν σχετικά με τις συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως και του ότι η αμφιβολία λειτουργεί υπέρ της προσφεύγουσας, τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν προς τεκμηρίωση της διαπιστώσεως ότι η Stomil έχει διαπράξει παράβαση.

77      Βάσει των στοιχείων αυτών και κατόπιν συνολικής εκτιμήσεώς τους, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής περί συμμετοχής της Stomil στη σύμπραξη.

78      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ακυρωτέα ως προς τη Stomil, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής, και ειδικότερα το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ αντιπροσώπων και μεσολαβητών στο πλαίσιο παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, ή το αίτημα της προσφεύγουσας περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Stomil.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει, ως προς την Trade-Stomil sp. z o.o., την απόφαση C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.